Ο Ελληνισμος μετα την Ευρωπη

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να θυμίζει το «Μετά την Ευρώπη» του Ιβάν Κράστεφ. Στην πραγματικότητα όμως, η ιδέα ξεκίνησε όταν έπεσα τυχαία στη συλλογική έκδοση «Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;». Πριν ακόμα το διαβάσω, υπέθεσα (ελέγχοντας και τους συγγραφείς) ότι η απάντηση θα είναι θετική.

Όπως λέει και ο τίτλος του, το βιβλίο εστιάζει στις προοπτικές του ελληνικού έθνους-κράτους μετά από μια πιθανή έξοδό του από την ΕΕ. Εδώ η ιδέα είναι να πάρουμε τον προβληματισμό ένα βήμα παραπέρα: ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του Ελληνισμού γενικά, σε έναν κόσμο που όχι απλά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η ίδια η έννοια της Ευρώπης μπορεί να είναι ξεπερασμένη;

Ο Ελληνισμός

Ας ξεκινήσουμε ορίζοντας τον Ελληνισμό. Κάποιοι χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο απλά ως το σύνολο δύο ελληνόφωνων κρατών (Ελλάδα και Κύπρος). Εδώ όμως έχω στο νου μου κάτι ευρύτερο: μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων με ασαφή και μεταβαλλόμενα όρια, αλλά με μακρά διάρκεια, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από κρατικά σύνορα. Αν θέλουμε να βρούμε κάποια (σχετικά) διαχρονικά χαρακτηριστικά, δύο μοιάζουν να είναι τα πιο σταθερά:

  • Η ελληνική γλώσσα. Βέβαια, ποτέ δεν ήταν απόλυτο ότι όσοι μιλούν ελληνικές διαλέκτους ανήκουν στην ίδια κοινότητα (βλέπε π.χ. ελληνόφωνους Μουσουλμάνους, που τελικά θεωρήθηκαν σχεδόν αυτονόητα Τούρκοι αντί για Έλληνες), ούτε αντίστροφα ότι όσοι ανήκουν στην κοινότητα έχουν κάποια ελληνική διάλεκτο ως μητρική (βλέπε π.χ. Βλάχους, Αρβανίτες). Παρόλα αυτά, η χρήση της ελληνικής ήταν, για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ένας σχετικά σταθερός άξονας, τουλάχιστον σε διάφορους τομείς της ζωής όπως π.χ. η παιδεία ή η θρησκεία.
  • Η γεωγραφία – κι εδώ ίσως όχι τόσο το έδαφος, όσο η θάλασσα. Περίπου όλα τα κέντρα των πολιτισμών που βασίστηκαν στη χρήση της ελληνικής βρίσκονταν γύρω από τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Κάτω Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Τραπεζούντα, Σμύρνη – και ξανά πάλι Αθήνα.

Η γεωγραφία είναι κάτι στο οποίο αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Αν θέταμε το ερώτημα «ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους;» στις σημερινές ελληνικές ελίτ, είναι πολύ πιθανό να ανέφεραν και το επίθετο «ευρωπαϊκό». Κι αυτό είναι ακριβώς το θέμα μας εδώ. Όχι το αν είναι αντικειμενικά σωστό (πόση αντικειμενικότητα μπορεί να έχει ένας χώρος όπως η Ευρώπη, πρακτικά αδύνατο να τη διαχωρίσεις από την υπόλοιπη Ευρασία), αλλά το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι.

Η Ευρώπη

Στην ίδια την Ευρώπη αρέσει να προβάλλει τις αρχαιοελληνικές καταβολές της, είτε με αναφορές στη μυθολογία (αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία), είτε σε ιστορικά γεγονότα (όπως τους Περσικούς Πολέμους). Αν όμως για τους αρχαίους Έλληνες μπορεί σε κάποια φάση να ήταν χρήσιμο να διαχωρίσουν τον κόσμο που γνώριζαν σε αυτόν δυτικά του Βοσπόρου και αυτόν ανατολικά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο διαχωρισμός είχε την ίδια χρησιμότητα λίγους αιώνες αργότερα. Το θέμα απαιτεί έρευνα, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι για Βυζαντινούς, Οθωμανούς και Άραβες, τα όρια ανάμεσα σε Ασία, Ευρώπη και Αφρική έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ήταν μια υποδιαίρεση της δικής τους επικράτειας, λιγότερο σημαντική από τον διαχωρισμό ανάμεσα στο σύνολο αυτής και την ξένη επικράτεια. Η ιδέα μιας «ενωμένης Ευρώπης» (ή Ασίας, ή Αφρικής) μάλλον δε θα είχε νόημα για κανέναν από αυτούς.

Περισσότερο νόημα έχει ένας τέτοιος διαχωρισμός στη Νεώτερη Εποχή, κυρίως για τα ανερχόμενα έθνη της Δυτικής Ευρώπης. Βάζει ένα όριο ανάμεσα σε αυτά και τις αποικίες ή προτεκτοράτα τους· υποδηλώνοντας βέβαια και μια ανωτερότητα. Ειδικά για τον μεγαλύτερο δυτικο-ευρωπαϊκό λαό, τους Γερμανούς, δεν τους τοποθετεί μόνο σε ένα «ανώτερο» τμήμα του κόσμου, αλλά και στο κέντρο αυτού (ίσως θα είχε ενδιαφέρον να ψάξουμε τη σχέση του ορίου Ευρώπης-Ασίας με τους Γερμανούς γεωγράφους). Στον 20ό αιώνα, η «Ευρώπη» αποκτά ακόμα μια ιδιαίτερη σημασία, αφού από ευρωπαϊκά κράτη ξεκινούν και (κυρίως) σε ευρωπαϊκό έδαφος συμβαίνουν οι δύο καταστροφικότεροι πόλεμοι της ανθρώπινης Ιστορίας. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση παρουσιάζεται ως η λύση που θα εγγυηθεί μια σχεδόν παγκόσμια ειρήνη. Η Ευρώπη δεν είναι μόνο γεωγραφικός χώρος, γίνεται πλέον ιδανικό: συνδέεται με έννοιες όπως δημοκρατία, ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, ανοιχτή κοινωνία, πρόοδος, ειρήνη, άρνηση της βίας, οικολογία.

Το μέλλον

Οδεύοντας προς τα μέσα του 21ου αιώνα, κάτι μοιάζει να αλλάζει πάλι. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα επέμεναν ότι αυτές οι έννοιες παραμένουν κεντρικές ευρωπαϊκές αξίες, αλλά είναι ελάχιστα πειστικοί πια. Η δημοκρατία ακυρώνεται πρακτικά: από τον τρόπο που παίρνονται οι αποφάσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, από το πώς η «Ευρώπη» προσπερνά τα αποτελέσματα δημοψηφισμάτων (με κορυφαίο παράδειγμα, αλλά όχι μόνο, το ελληνικό του 2015), από τα ολοένα υψηλότερα ποσοστά αποχής σε εκλογικές διαδικασίες. Η ανοιχτή κοινωνία μοιάζει να χάνεται μαζί με τους μετανάστες και πρόσφυγες που πνίγονται στη Μεσόγειο, ενώ τα διάφορα (παραδοσιακά ή μεταμοντέρνα) συντηρητικά έως ακροδεξιά μορφώματα καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα. Η στάση ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε κινήματα που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, με αποκορύφωμα τα πρόσφατα γεγονότα στο (απαγορευμένο) Συνέδριο του Βερολίνου, μόνο ελευθερία του λόγου δε θυμίζουν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δύσκολα μπορούν να μιλήσουν για ειρήνη και μη-βία, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα (ακόμα και στρατιωτικά) μια σφαγή όπως αυτή στην Παλαιστίνη. Αν η τραγωδία στη Γάζα είναι χρήσιμη σε κάτι, είναι ακριβώς ότι χάρη σε αυτήν καταρρέει ο μύθος μιας φιλειρηνικής και φιλελεύθερης Ευρώπης.

Αφού χάνεται αυτή η ιδεολογική επένδυση της «Ευρώπης» και μια και η γεωγραφική της βάση έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν γερή, δεν είναι απίθανο στις επόμενες δεκαετίες να αρχίσει να υποχωρεί και η ίδια η ευρωπαϊκή ταυτότητα. Δεν χρειάζεται καν να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση· μπορεί απλά να μειώνεται σιγά σιγά η σημασία της. Και κάποτε στο μέλλον, ίσως να μη μείνει παρά ένα άδειο κέλυφος, κάτι σαν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της.

Και τότε, τι θα κάνει ο Ελληνισμός, όταν οι ελληνικές ελίτ έχουν δέσει τόσο σφιχτά την ελληνική ταυτότητα πάνω στην ευρωπαϊκή, κάνοντας την σχεδόν υποκατηγορία της τελευταίας; Θα μπορέσει να υπάρξει ξανά ως κάτι αυτόνομο ή ως μέρος κάτι άλλου;

Η απάντηση ίσως βρίσκεται στα διαχρονικά στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αν η ελληνική γλώσσα και η γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου-Μαύρης Θάλασσας είναι οι δύο πυλώνες των ελληνικών πολιτισμών ανά τις χιλιετίες, αυτοί θα συνεχίσουν να υπάρχουν (πιθανότατα ο πρώτος, σίγουρα ο δεύτερος). Και είναι σημαντικό ότι μια τέτοια ταυτότητα που βασίζεται στη θάλασσα, από τη φύση της περισσότερο ενώνει παρά χωρίζει. Ο ρόλος του Ελληνισμού δεν μπορεί παρά να είναι ενωτικός. Ως στοιχείο χωριστικό, «ακριτικό», με νοητούς ή και (πλέον) πολύ πραγματικούς φράχτες στη μια πλευρά του, στην υπηρεσία κάποιας Ευρώπης ενάντια σε άλλους «κατώτερους» γεωγραφικούς χώρους, δεν έχει μέλλον· και ούτε θα έπρεπε.

Η Σφαγη των Αδανων και οι Νεοτουρκοι

Κλασσικό

Το 1915, η χρονιά της γενοκτονίας των Αρμενίων, είναι μαζί με το 1922 σημαδιακές χρονολογίες για τη Μικρά Ασία. Είναι αυτές που σφράγισαν το τέλος της μακραίωνης πολυθρησκευτικής της ταυτότητας: στην ουσία, την έκαναν, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, μια (σχεδόν) καθαρά μουσουλμανική χερσόνησο. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που οι Χριστιανοί Μικρασιάτες είχαν μπει στο στόχαστρο. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα υπήρξαν κι άλλα περιστατικά, με κορύφωση τις σφαγές των Αρμενίων από το 1894 ως το 1896, στα χρόνια του Αμπντουλχαμίντ Β’.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες και πιο γνωστές αντι-αρμενικές ενέργειες (1894-96 και 1915), μεσολάβησε και η σχετικά ξεχασμένη «Σφαγή των Αδάνων», το 1909. Το ιδιαίτερο με αυτήν είναι ότι έγινε σε μια μεταβατική περίοδο, από το «συντηρητικό» σουλτανικό καθεστώς στο «επαναστατικό» των Νεότουρκων. Πολλοί την είδαν ως υποκινούμενη από τη φιλο-σουλτανική αντίδραση· άλλοι πάλι καταλογίζουν ευθύνες και στους Νεότουρκους. Το σίγουρο είναι πως ήταν μια περίοδος ρευστή, όπου όλα έμοιαζαν πιθανά.

Άδανα: το γεωγραφικό-ιστορικό πλαίσιο

Τα Άδανα είναι μια από τις πιο ιστορικές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, με ρίζες που χάνονται μέσα στις χιλιετίες και φτάνουν μέχρι την ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κέντρο της περιοχής της Κιλικίας ή Τσουκούροβα, όπως την λένε οι Τούρκοι. Σήμερα, έχουν ήδη γίνει μια μεγαλούπολη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, η πέμπτη μεγαλύτερη της Τουρκίας.

Το βιλαέτι των Αδάνων στην ύστερη οθωμανική περίοδο, με τα πέντε σαντζάκια του. Πηγή εικόνας
Η ρωμαϊκή πέτρινη γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Σεϋχάν ή Σάρου, πολύ κοντά στο κέντρο των Αδάνων. Κατά μια παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε από τον Άδανο και τον Σάρο, γιους του Ουρανού και της Γαίας, αδελφούς του Κρόνου και της Ρέας και, κατά συνέπεια.. θείους του Δία και άλλων θεών του Ολύμπου. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στην πόλη και ο δεύτερος στον ποταμό.

Τα εύφορα εδάφη της μεγάλης πεδιάδας της Τσουκούροβα και τα νερά από τους ποταμούς που τη διασχίζουν, την έκαναν ήδη από την Αρχαιότητα σημαντική για τη γεωργία. Η σημασία της όμως μεγάλωσε απότομα λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη σε ένα γεγονός δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά: τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορούσε πια να προμηθευτεί το απαραίτητο για τη βιομηχανική υφαντουργία βαμβάκι από τον εμπόλεμο αμερικανικό Νότο. Η Κιλικία ήταν μια από τις περιοχές που κρίθηκαν κατάλληλες για να υποκαταστήσουν αυτή την παραγωγή. Η καλλιέργεια και (λίγο αργότερα) η επεξεργασία του βαμβακιού αναπτύχθηκαν ραγδαία στις επόμενες δεκαετίες.

Η συνέπεια ήταν ότι τα Άδανα γνώρισαν στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη. Δεκάδες χιλιάδες προσωρινοί κάτοικοι έρχονταν από άλλες μικρασιατικές επαρχίες, για να εργαστούν για μερικούς μήνες στη συγκομιδή ή την επεξεργασία του βαμβακιού. Όπως όμως συμβαίνει κατά κανόνα, ο πλούτος που παράχθηκε δεν κατανεμήθηκε ισότιμα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις εθνοτικές ισορροπίες της περιοχής, φαίνεται πως (δίκαια ή άδικα) δόθηκε η εντύπωση ότι οι Αρμένιοι επωφελήθηκαν δυσανάλογα, πλουτίζοντας εις βάρος των Μουσουλμάνων.

Στην επαρχία Αδάνων, η αναλογία πληθυσμού ανάμεσα σε Μουσουλμάνους (οι οποίοι δεν ήταν μόνο τουρκόφωνοι, αλλά και Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Άραβες, καθώς και.. Κρητικοί πρόσφυγες, ελληνόφωνοι) και Αρμένιους ήταν της τάξης του 2 προς 1, ενώ υπήρχαν και άλλες μικρότερες χριστιανικές κοινότητες (Έλληνες, Χαλδαίοι κ.λπ.). Ακόμα όμως μια ιδιαιτερότητα της Κιλικίας που αφορά τις τουρκο-αρμενικές σχέσεις, ήταν και η Ιστορία. Από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα, εδώ εκτεινόταν το αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, η «Μικρή Αρμενία» όπως ήταν γνωστή. Στην αυγή του 20ού αιώνα επομένως, όσο αναπτυσσόταν το αρμενικό εθνικό κίνημα, πολλοί Μουσουλμάνοι φοβόντουσαν πως ο κρυφός σκοπός των Αρμενίων ήταν η επανασύσταση αυτού του Βασιλείου· και, κατά συνέπεια, η δική τους εκδίωξη.

Το Γιαγ Τζαμί (Λαδένιο Τζαμί, λόγω χρώματος) είναι από τα παλιότερα κτίρια στο κέντρο των Αδάνων: είχε κτιστεί ως αρμένικη εκκλησία στα χρόνια του Βασιλείου της Κιλικίας (1198-1375 μ.Χ.).

Οι Νεότουρκοι και το «γεγονός της 31ης Μαρτίου»

Τον Ιούνιο του 1908, μια ομάδα Οθωμανών αξιωματικών με κέντρο τους τη Μακεδονία στασίασαν ενάντια στην κυβέρνηση, απαιτώντας την επαναφορά του Συντάγματος και του Κοινουβουλίου. Ήταν μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου (ΕΕΠ), γνωστότεροι και ως Νεότουρκοι. Αν δεν συμμορφωνόταν η σουλτανική κυβέρνηση, απειλούσαν να προελάσουν στην πρωτεύουσα. Με αυτό τον τρόπο, τελείωσαν τρεις δεκαετίες απολυταρχικής διακυβέρνησης του τελευταίου «πραγματικού» Σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β’, ο οποίος το 1878 είχε καταργήσει το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα. Σε όλη την Αυτοκρατορία, από τη Θεσσαλονίκη ως τη Μικρά Ασία, τα πλήθη ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς: Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι και Ρωμιοί βγήκαν με οθωμανικές σημαίες στους δρόμους. Μέσα σε λίγες ημέρες, επανήλθε το Σύνταγμα του 1876 και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου έγιναν γενικές εκλογές για την οθωμανική Βουλή.

Διαδήλωση υπέρ της Επανάστασης των Νεότουρκων και του Συντάγματος από την ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, με ελληνικές και οθωμανικές σημαίες. Πηγή εικόνας.

Οι ωραίες εικόνες πανηγυρισμών και συναδέλφωσης απέκρυψαν μια πραγματικότητα: ότι δεν ήταν όλοι στην Αυτοκρατορία το ίδιο χαρούμενοι με την αλλαγή. Πολλά μέλη της παλιάς οθωμανικής ελίτ, όπως οι ουλεμάδες ή μεγαλογαιοκτήμονες της μικρασιατικής επαρχίας, φοβόντουσαν (αναμενόμενα) ότι θα μπορούσαν να θιχτούν τα συμφέροντά τους. Η προοπτική απόλυτης εξίσωσης Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, την οποία υπόσχονταν οι επαναστάτες, μάλλον ερέθιζε όμως (επίσης αναμενόμενα) και μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών λαϊκών στρωμάτων.

Τι γινόταν λοιπόν εκείνη την εποχή σε μια μακρινή μικρασιατική πόλη, όπως τα Άδανα; Σε πρώτη φάση, κάποιοι (μάλλον αυτόκλητοι) υπερασπιστές της νεοτουρκικής επανάστασης συγκρότησαν το τοπικό παράρτημα της ΕΕΠ. Ταυτόχρονα όμως, διαμορφώθηκε και μια αντίπαλη συμμαχία, που συγκέντρωσε πολλούς απ’ όσους ανησυχούσαν για τη νέα τάξη.

Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι Αρμένιοι ένιωθαν πιο κοντά στο «προοδευτικό» στρατόπεδο. Η ξαφνική ελευθερία, οι διακηρύξεις περί ισότητας και συναδέλφωσης των εθνοτήτων, η κατάργηση νόμων που πρακτικά λειτουργούσαν ως διακρίσεις ενάντια στους μη Μουσουλμάνους (φόρος απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία, απαγόρευση οπλοφορίας), έδιναν ελπίδες για μια πραγματική ισοτιμία. Σε εθνικό επίπεδο εξάλλου, οι Νεότουρκοι συνομιλούσαν με το αρμενικό επαναστατικό κόμμα Ντασνάκ, όπως και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις των Χριστιανών της Αυτοκρατορίας (π.χ. τους φεντεραλιστές της Μακεδονίας).

Αρμένιοι φενταΐ (μαχητές) υπό το λάβαρο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, άλλως Ντασνάκ. Ο κοινός αγώνας ενάντια στο σουλτανικό καθεστώς έφερε το Ντασνάκ αρχικά κοντά στους Νεότουρκους, και στα πρώτα χρόνια μετά το 1908 οι δύο (νόμιμες πια) πολιτικές ομάδες διατηρούσαν σχέσεις μεταξύ τους. Πηγή εικόνας.

Από την άλλη, η αυξημένη αυτοπεποίθηση των Αρμενίων, μάλλον ανησύχησε πολλούς Μουσουλμάνους. Κάποια (σημαντικά ή ασήμαντα) περιστατικά, όπως θεατρικά έργα με αναφορά στο μεσαιωνικό αρμενικό βασίλειο, οι εκκλήσεις Αρμενίων ηγετών στον λαό τους να προμηθευτούν όπλα (για αυτοάμυνα), ενίσχυαν τέτοιες ανησυχίες. Βοήθησαν επίσης και τη διάδοση της φήμης ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν ένοπλη εξέγερση, προσπαθώντας να προκαλέσουν την επέμβαση ευρωπαϊκών χωρών και να νεκραναστήσουν τη μεσαιωνική «Μικρή Αρμενία». Η καχυποψία και η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες φούντωνε μέρα με τη μέρα.

Ενώ όμως γίνονταν όλα αυτά στη μακρινή επαρχία των Αδάνων, οι εξελίξεις έτρεχαν και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Απριλίου 1909 (31 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο, εξ’ ου και «γεγονός της 31ης Μαρτίου«), έγινε ένα είδος αντεπανάστασης, που έφερε ξανά στην εξουσία «παλαιοκαθεστωτικούς». Οι Νεότουρκοι αντεπιτέθηκαν γρήγορα και πήραν πάλι τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους στις 23 Απριλίου, εκθρονίζοντας τον Σουλτάνο και αντικαθιστώντας τον με τον αδελφό του. Η επανάσταση είχε σωθεί. Αυτό όμως δεν έφερε αυτόματα ηρεμία και στις επαρχίες.

Σφαγές σε δύο μέρη

Δεν είναι ξεκάθαρο με ποιον τρόπο ακριβώς το επεισόδιο επηρέασε την κατάσταση στα Άδανα. Είτε όμως υπήρξε συνωμοσία φιλο-σουλτανικών δυνάμεων, είτε απλά κινητοποιήθηκε κόσμος επειδή φάνηκε πόσο ευάλωτο ήταν το νέο καθεστώς των Νεότουρκων, το αποτέλεσμα ήταν ότι στο στόχαστρο μπήκαν (πάλι) οι Αρμένιοι. Η ένταση είχε ήδη ανεβεί κατακόρυφα λίγες μέρες νωρίτερα, όταν σε μια συμπλοκή δύο Μουσουλμάνοι είχαν σκοτωθεί από έναν Αρμένιο. Αν και ίσως έγινε σε αυτοάμυνα, σε τέτοια ατμόσφαιρα δεν υπήρχε περιθώριο για νηφάλια ανάλυση· ειδικά αφού ο δράστης εξαφανίστηκε μετά το φονικό στην αρμένικη συνοικία (πριν διαφύγει κατά κάποιους στην κοντινή Κύπρο) και δεν συνελήφθη ποτέ.

Στις 14 Απριλίου (2 Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο) πολλοί Μουσουλμάνοι, κάποιοι απ’ αυτούς μάλλον εποχιακοί εργάτες από την κοντινή επαρχία, εμφανίστηκαν στους δρόμους των Αδάνων οπλισμένοι με μαχαίρια και τσεκούρια. Όταν οι Αρμένιοι είδαν τον όχλο, φοβήθηκαν και έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Αυτό μάλλον περισσότερο ερέθισε τις μουσουλμανικές μάζες παρά τις ηρέμησε. Λίγο μετά άρχισαν οι επιθέσεις, με λεηλασίες μαγαζιών, φωτιές σε κτίρια – και δολοφονίες.

Οι Αρμένιοι οχυρώθηκαν στις δικές τους συνοικίες, ενώ πολλοί άμαχοι βρήκαν καταφύγιο σε εκκλησίες και σχολεία. Οι τοπικές οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις, αστυνομικοί, στρατιώτες ή έφεδροι, μάλλον αδιαφόρησαν (στην καλύτερη περίπτωση) για την προστασία του αρμενικού πληθυσμού. Οι ένοπλοι Αρμένιοι μαχητές όμως αντιστάθηκαν αρκετά πετυχημένα. Τελικά, η κατάσταση ηρέμησε κάπως στις 17 Απριλίου.

Κατεστραμμένα κτίρια στην πόλη των Αδάνων. Source: Ernst Jackh Papers, Rare Book & Manuscript Library, Columbia University in the City of New York. Photo by Craig Chandler / University Communication. Πηγή εικόνας

Αυτή η ειρήνη ήταν όμως πολύ σύντομη. Η σχετικά επιτυχημένη αυτοάμυνα των Αρμένηδων έμοιαζε να επιβεβαιώνει τις φήμες ότι υπήρχε σχέδιο ένοπλης εξέγερσης. Η ατμόσφαιρα άρχισε να επηρεάζει ακόμα και πολλούς Τούρκους που μέχρι τότε είχαν αμφίρροπη ή ακόμα και φιλο-αρμενική στάση. Πιο εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή στη στάση της τοπικής ηγεσίας των Νεότουρκων (χωρίς να είναι καθαρό αν υπήρχε σχετική συνεννόηση με Κωνσταντινούπολη), η οποία πλέον όχι μόνο συμμετείχε στην αντι-αρμενική προπαγάνδα, άλλα έγινε και ο κυριότερος εκφραστής της.

Η εφημερίδα Ιτιντάλ εκδιδόταν από την τοπική ηγεσία των Νεότουρκων. Κατά πολλούς, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα του δεύτερου κύματος σφαγών, με τα αρμενοφοβικά δημοσιεύματά της στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο σφαγές. Πηγή εικόνας

Η κεντρική κυβέρνηση έστειλε παράλληλα τρία τάγματα στην πόλη, για να διατηρήσουν την ειρήνη. Στις 25 Απριλίου όμως, αυτά δέχτηκαν πυροβολισμούς από άγνωστη κατεύθυνση. Στην φορτισμένη ατμόσφαιρα της στιγμής, οι πυροβολισμοί αποδόθηκαν σε Αρμένιους μαχητές (κατοπινές έρευνες έδειξαν πως αυτό ήταν μάλλον πρακτικά αδύνατο). Ήταν το σύνθημα για ξεκινήσει ένας νέος γύρος πιο άγριων σφαγών, με θύματα μεταξύ άλλων και τους άμαχους που είχαν καταφύγει σε σχολεία και εκκλησίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, συμμετείχαν ενεργά και τακτικοί στρατιώτες από τα νεοαφιχθείσα τάγματα, τα οποία υποτίθεται πως ήταν εκεί για να προστατεύσουν τον πληθυσμό.

Αυτός ο δεύτερος γύρος βιαιοπραγιών, ο οποίος δε συνάντησε την οργανωμένη αντίσταση που είχε βρει ο πρώτος, ήταν πολύ πιο αιματηρός. Σε συνδυασμό με τις σφαγές που είχαν ήδη γίνει παράλληλα με τον πρώτο γύρο και σε χωριά ή μικρότερες πόλεις της περιοχής, ο συνολικός αριθμός θυμάτων προσέγγισε τις 20.000. Η μέχρι πρόσφατα ακμαία αρμενική κοινότητα των Αδάνων αποδεκατίστηκε – δε θα ανέκαμπτε ποτέ πια.

Αρμένιοι που επέζησαν της σφαγής, ανάμεσα στα ερείπια. Πηγή εικόνας

Ο μεγάλος αριθμός θυμάτων και η οργή Αρμενίων και ξένων ανάγκασε τελικά τη νεοτουρκική κυβέρνηση να παρέμβει πολύ πιο ενεργά. Ήταν όμως μια παρέμβαση αμφιλεγόμενη και ασταθής, η οποία κατέληξε να δεχτεί κριτική απ’ όλες τις πλευρές. Είναι αλήθεια βέβαια ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση: σχεδόν όλοι οι τοπικοί Μουσουλμάνοι μάρτυρες (συντηρητικοί ή «νεωτεριστές») επέμεναν ότι επρόκειτο για μια απρόκλητη επίθεση των Αρμενίων, με σκοπό να οδηγήσουν σε ξένη επέμβαση. Από την άλλοι, οι Αρμένιοι προύχοντες ήταν απόλυτοι όσον αφορά την αρμενική αθωότητα και έριχναν το φταίξιμο σε ντόπιους Μουσουλμάνους, υπό την επιρροή των φιλοσουλτανικών αντεπαναστατών.

Στρατοδικεία και ερευνητικές επιτροπές κατέληξαν σε αντιφατικά αποτελέσματα, που οδήγησαν αρχικά στην εκτέλεση 6 Αρμενίων (!) και 9 Μουσουλμάνων. Οι Αρμένιοι δεν μπορούσαν βέβαια να το καταπιούν έτσι απλά. Έμοιαζε σαν να τιμωρούνταν οι ίδιοι, επειδή τόλμησαν να αμυνθούν για τις ζωές τους. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες, και στα Άδανα και στη μακρινή Κωνσταντινούπολη.

Η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Στα μέσα του καλοκαιριού περίπου, διορίστηκε κυβερνήτης των Αδάνων ο Τζεμάλ Πασάς. Δεν πρόκειται για συνωνυμία: δεν ήταν άλλος από το μετέπειτα μέλος της ηγετικής τριανδρίας των Νεότουρκων το 1913-1918, αυτής δηλαδή που η Ιστορία κατέγραψε ως υπεύθυνη για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Από τραγική ειρωνεία, όχι μόνο αυτός ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά το έκανε και με τρόπο που του έδωσε τη φήμη μιας.. φιλοαρμενικής και αντι-μουσουλμανικής στάσης.

Ο Αχμέτ Τζεμάλ, πιο γνωστός ως Τζεμάλ Πασάς (1872-1922), διορισμένος κυβερνήτης των Αδάνων λίγο μετά τις σφαγές και μετέπειτα μέλος της τριανδρίας (μαζί με τον Ενβέρ και Ταλαάτ), που κυβέρνησε δικτατορικά την Τουρκία στο διάστημα 1913-1918. Πηγή εικόνας

Πράγματι, η ρητορική περί «αρμενικής ανταρσίας» εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον από ανθρώπους σαν τον Τζεμάλ. Εξάλλου, η ίδια η οθωμανική Βουλή κήρυξε την αθωότητα των Αρμενίων. Ακόμα μερικές δεκάδες άτομα οδηγήθηκαν στην κρεμάλα, αυτή τη φορά όλοι Μουσουλμάνοι. Πολλοί περισσότεροι φυλακίστηκαν, επίσης στην μεγάλη πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μουσουλμανική κοινότητα των Αδάνων, και μάλλον έκανε τον Τζεμάλ να χάσει πολλές συμπάθειες.

Παρόλα αυτά, και παρότι υπήρξαν ποινές ακόμα και για τους Μουσουλμάνους προύχοντες των Αδάνων, τελικά αυτές ήταν αρκετά ήπιες (στέρηση αξιωμάτων ή εξορία για κάποιο διάστημα, φυλάκιση ενός μήνα κ.λπ.) ή δεν εφαρμόστηκαν και πολύ. Φαίνεται ότι η έντονη μουσουλμανική αντίδραση προβλημάτισε την ακόμα ευάλωτη νεοτουρκική ηγεσία και αυτή δεν πίεσε άλλο τα πράγματα. Η υπόθεση τελείωσε κάπου εκεί, και με τις δύο κοινότητες να αισθάνονται αδικημένες και ανασφαλείς.

Αντιφάσεις και χαμένες ελπίδες

Όπως είπαμε και στην αρχή, η σφαγή των Αδάνων μεσολάβησε ανάμεσα σε δύο πολύ μεγαλύτερες αντι-αρμενικές βιαιότητες: τις σφαγές του 1894-96 και τη Γενοκτονία του 1915. Μοιάζει επομένως κάπως περίεργο να επιλέγουμε σήμερα, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, να ασχοληθούμε ειδικά με αυτή.

Μπορεί όμως η ιστορική σημασία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται. Για τους Αρμένιους, λογικά θα τραυμάτισε την όποια πίστη ή ελπίδα είχαν στο νέο καθεστώς (αν και το Ντασνάκ συνέχισε κάποια μορφή συνεργασίας ή επαφής με την ΕΕΠ και τα επόμενα χρόνια). Για τους Νεότουρκους, δεν αποκλείεται να επηρέασε σημαντικά τη μελλοντική στάση τους στο αρμενικό ζήτημα. Υπάρχουν δύο κύρια στοιχεία που φάνηκαν μέσα από τα γεγονότα των Αδάνων, και πιθανόν να τους ανησύχησαν: από τη μια, η αρχικά πετυχημένη αυτοάμυνα των Αρμενίων, που έδειξε τις δυνατότητές τους, και από την άλλη, η άκαμπτη αντι-αρμενική στάση των μουσουλμανικών μαζών και τοπικών ελίτ, στην αποδοχή των οποίων βασίζονταν και οι Νεότουρκοι.

Ακριβώς επειδή τα γεγονότα μοιάζουν να είναι ένα σημείο καμπής στην πορεία προς το τραγικό τέλος που ξέρουμε, έχουν ενδιαφέρον και για εμάς που δεν είμαστε επαγγελματίες ιστορικοί. Ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε, που μας είναι χρήσιμα και σήμερα;

Η μία σκέψη είναι ότι υπάρχει κάτι νομοτελειακό σε όλα αυτά. Όπου έχουμε εθνο-θρησκευτική ανάμιξη, θα έχουμε αργά ή γρήγορα και αιματοχυσία, τουλάχιστον εφόσον σχηματίστηκαν ήδη καθαρές ταυτότητες και έχει φουντώσει το εθνικό αίσθημα. Το πιο συγκλονιστικό και σκληρό μαζί, όταν διαβάζουμε για τις λεπτομέρειες της σφαγής των Αδάνων, δεν είναι τόσο τα ίδια τα γεγονότα ή το πώς φτάσαμε σε αυτά – είναι το πώς αντιμετωπίστηκαν αφού έγιναν. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι Μουσουλμάνοι της περιοχής -παραδοσιακοί ή νεωτεριστές- παρουσιάζονται σίγουροι ότι ήταν μια αρμένικη επίθεση εναντίον τους και δεν δείχνουν ίχνος μεταμέλειας. Φαίνονται να μην μπορούν καν να κατανοήσουν γιατί η κυβέρνησή τιμωρεί όσους συμμετείχαν. Ο τρόπος που είδαν τα γεγονότα είναι τόσο ριζικά διαφορετικός από το αφήγημα των Αρμενίων, που η όποια προσπάθεια της νεοτουρκικής κυβέρνησης να τα συμβιβάσει και να ηρεμήσει τα πλήθη μοιάζει από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Σε τέτοιες συνθήκες, η συμβίωση μοιάζει αδύνατη· και όπως ξέρουμε, αυτή τελικά χάθηκε οριστικά μόλις 6 χρόνια αργότερα.

Η άλλη σκέψη πάει σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Με άλλα πρόσωπα, με λίγο διαφορετικές συνθήκες ή συσχετισμούς, θα μπορούσε η ζυγαριά να γείρει προς την άλλη μεριά και η Ιστορία να ακολουθήσει άλλη πορεία – ακόμα και για τους Νεότουρκους. Κάποιοι αναφέρουν για παράδειγμα τον κυβερνήτη της Καισάρειας, που την ίδια περίοδο αντιμετώπισε ανάλογη κατάσταση, αλλά με τη θαρραλέα και αποφασιστική στάση του κατάφερε να μην ανοίξει ρουθούνι στην επαρχία του. Βλέποντας ταυτόχρονα και το πώς έπραξε ως κυβερνήτης κάποιος σαν τον Τζεμάλ Πασά, και τις αντιφάσεις του τόσο στη διάρκεια της θητείας του όσο και με τη συνέχεια (θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συμβολίζουν τις γενικότερες αντιφάσεις των Νεότουρκων), δύσκολα μπορούμε πια να μιλήσουμε για νομοτέλειες. Η προσπάθεια για μια νέα συμβίωση στη Μικρά Ασία, σε πιο γερές βάσεις από το παρελθόν, ίσως να είχε πιθανότητες επιτυχίας, αν υπήρχαν τα κατάλληλα πρόσωπα, αν ήταν άλλο το διεθνές πλαίσιο, αν στη μάχη των ιδεών επικρατούσαν άλλες.

Με τις περιορισμένες μας γνώσεις και τη μεγάλη χρονική απόσταση, δύσκολα μπορούμε να κρίνουμε ποια από τις δύο σκέψεις είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η πρώτη αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση (και στη συγκεκριμένη περίπτωση των Αρμενίων, εξόντωση). Η δεύτερη, δίνει δυνατότητες για το καλύτερο και το χειρότερο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να συγκρατήσουμε, όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις σήμερα.

Βιβλιογραφία

  • Der Matossian, Bedross (2011) «From Bloodless Revolution to Bloody Counterrevolution: The Adana Massacres of 1909,» Genocide Studies and Prevention: An International Journal: Vol. 6: Iss. 2: Article 6.
    Διαθέσιμο στο: https://digitalcommons.usf.edu/gsp/vol6/iss2/6
  • Bedross Der Matossian The Horrors of Adana (YouTube)
  • Uçar, Onder (2021). The Massacres of 1909: Violence in Revolutionary Context in Adana and its Hinterland.
  • Bjørnlund, Matthias (2010): Adana and Beyond: Revolution and Massacre in the Ottoman Empire Seen Through Danish Eyes, 1908/9. Haigazian Armenological Review, Vol. 30, p. 125-156.
  • Woods, H. Charles (1911). «The Armenian Massacres of April, 1909»The Danger Zone of Europe: Changes and Problems in the Near East. Boston: Little, Brown. p. 127.
  • Çi̇çek, Kemal (2012). The Power of Rumours in the Making of History: The Case of the Adana Incident of 1909 in the Ottoman Empire. Belleten, 76(), 951-972. doi:10.37879/belleten.2012.951

Ενα ή δυο κρατη στην Παλαιστινη

Κλασσικό

Βρισκόμαστε ήδη στον πέμπτο μήνα πολέμου στη Γάζα. Με την καταστροφή που βλέπουμε, κάθε συζήτηση για τη λύση του Παλαιστινιακού μοιάζει άκαιρη. Είναι ακόμα και ενοχλητικό, όταν ακούμε από επίσημα αμερικανικά ή ευρωπαϊκά χείλη για «λύση δύο κρατών». Μετά από πολλά χρόνια ανοχής σε μια ισραηλινή πολιτική που υπονόμευε συστηματικά μια τέτοια λύση, τη θυμήθηκαν τώρα που φτάσαμε στο σημείο αυτή να έχει γίνει μάλλον αδύνατη.

Έστω και χωρίς γνώση της κατάστασης από κοντά, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς μια «λύση δύο κρατών» θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα. Ας αφήσουμε στην άκρη την (κρυφά ή φανερά) αρνητική στάση όλων των τελευταίων ισραηλινών κυβερνήσεων, με Νετανιάχου ή χωρίς. Ας αγνοήσουμε και τον μειωμένο ενθουσιασμό των ίδιων των Παλαιστινίων για την προοπτική μιας τέτοιας λύσης. Ας υποθέσουμε πως με κάποιον μαγικό τρόπο σχηματίζεται κυβέρνηση στο Ισραήλ που θα συζητούσε την επιστροφή στα σύνορα του 1967 ή κάτι παρόμοιο. Θα μπορούσε να πείσει τους πάνω από μισό εκατομμύριο πλέον έποικους στη Δυτική Όχθη να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους (στα οποία πολλοί έχουν πια γεννηθεί και ζήσει όλη τους τη ζωή), χωρίς να ρισκάρει εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις; Υπάρχει εναλλακτικά περίπτωση αυτοί οι έποικοι να δεχτούν να ζήσουν υπό παλαιστινιακή διοίκηση;

Τέτοια επιχειρήματα ακούμε απ’ όσους θεωρούν ότι η λύση των δύο κρατών είναι ξεπερασμένη, και μοιάζουν πολύ λογικά. Το πρόβλημα είναι ότι και η μόνη προφανής εναλλακτική, η λύση του «ενός κράτους» (ενιαίου, δι-εθνικού, σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη, με ίσα δικαιώματα για Εβραίους και Άραβες), δεν μοιάζει λιγότερο δύσκολη. Ας υποθέσουμε πάλι ότι θα είναι κάποια στιγμή η ισραηλινή κοινωνία ώριμη να τη δεχτεί, κάτι που μόνο κοντινό δεν φαίνεται τώρα. Με τόσο αίμα και τόση καταστροφή που έγινε τους τελευταίους μήνες, θα μπορέσουν π.χ. οι Παλαιστίνιοι της Γάζας να ζήσουν ειρηνικά σε ένα κοινό κράτος με αυτούς που την προκάλεσαν και τη στήριξαν; Μπορεί να γεφυρωθεί το τεράστιο σήμερα χάσμα σε οικονομία και υποδομές; Και θα είναι ποτέ λειτουργικό ένα ενιαίο κράτος, χωρίς να γίνει αυτό; Μπορεί να αντέξει μια τέτοια λύση στις προσπάθειες που με βεβαιότητα θα κάνουν οι εχθροί της για να καταρρεύσει, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, βίαια και μη;

Η τρίτη εναλλακτική, είναι αυτό που θα ονόμαζα (με λίγη πίκρα) «κυπριακή φόρμουλα»: συνοπτικά, η λύση της μη λύσης (βλ. και σχετικό άρθρο, το οποίο να σημειώσουμε ότι διαψεύστηκε τραγικά τουλάχιστον στο κομμάτι της Παλαιστίνης). Αν όμως στην Κύπρο υπάρχει μια περίεργη ισορροπία (στρατιωτική ισχύς υπέρ της Τουρκίας, οικονομική και «νομική» ισχύς υπέρ των Ελληνοκυπρίων), που επιτρέπει στο στάτους κβο να είναι λίγο-πολύ λειτουργικό, στην Παλαιστίνη η ακραία ανισορροπία είναι φανερή σε όλους τους τομείς: οικονομικό, στρατιωτικό, νομικό, ευκαιρίες που δίνονται στους νέους κ.λπ. Μια έστω εύθραυστη σταθερότητα κυπριακού τύπου είναι μάλλον απίθανη. Και για όποιους είχαν τέτοιες ψευδαισθήσεις, αυτές κατέρρευσαν την 7η Οκτωβρίου του 2023.

Με τις περιορισμένες γνώσεις μας, είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν δρόμο πέρα από αυτά τα αδιέξοδα. Το Παλαιστινιακό μοιάζει το πιο δυσεπίλυτο πολιτικό πρόβλημα της περιοχής: σήμερα ίσως ακόμα περισσότερο παρά στις προηγούμενες δεκαετίες. Έχουμε όμως την πολυτέλεια της αδιαφορίας; Είτε το θέλουμε είτε όχι, θα είμαστε από τις πρώτες περιοχές που θα ζήσουν τις συνέπειες της συνέχειας του αδιεξόδου. Οι αναφορές σε ισραηλινά σχέδια μεταφοράς του πληθυσμού της Γάζας μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν: είναι μια πρόγευση αυτών των συνεπειών.

Το πιο θλιβερό στην ελληνική (και κυπριακή) στάση δεν είναι η (υποτιθέμενη) συμμαχία των κυβερνήσεων μας με το σιωνιστικό καθεστώς. Αυτό είναι κάτι που αφορά κυρίως τις ελίτ: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως, έστω με μικρή διαφορά, παραμένουν περισσότεροι οι απλοί πολίτες που τάσσονται στο πλευρό των Παλαιστινίων παρά του Ισραήλ. Πιο ανησυχητικό είναι ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας παραμένει απαθής, σαν να είναι κάτι που γίνεται κάπου πολύ μακριά. Σε άλλες χώρες, οι οποίες είναι όντως μακρινές από την Παλαιστίνη (γεωγραφικά και πολιτισμικά), όπως η Αγγλία ή οι ΗΠΑ, φαίνεται πως η κινητοποίηση ήταν πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα ή την Κύπρο.

Εύκολα όμως μπορεί κάποιος να κατανοήσει αυτήν τη στάση: οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα από το 2015 και μετά, έδειξαν ότι ο λαός έχει πολύ μικρές δυνατότητες να επιδράσει στην πολιτική κατάσταση ακόμα και στη δική του χώρα, πόσο μάλλον σε γειτονικές. Η απάθεια σε ένα τέτοιο περιβάλλον μοιάζει σχεδόν σαν να είναι χωρίς εναλλακτική. Στον 21ο αιώνα, φαίνεται πως ο ρόλος για τον οποίο προοριζόμαστε, είναι απλά να διαχειριζόμαστε τις συνέπειες· γεγονότων, τα οποία είμαστε ανήμποροι να επηρεάσουμε.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Β’

Κλασσικό

ΜΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

Η Συμφωνία του Ντέιτον αναφέρθηκε σύντομα και στο προηγούμενο πρώτο μέρος. Με αυτήν τερματίστηκε το 1995 ο πιο σκληρός και αιματηρός των γιουγκοσλαβικών πολέμων, ο πόλεμος της Βοσνίας. Είχαμε μπει (για λίγο) στη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν το (συν)ομοσπονδιακό κράτος, τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Η άλλη οντότητα όμως είναι και η ίδια ομοσπονδία, μια ομοσπονδία δηλαδή μέσα σε άλλη. Για να μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, έχει το ίδιο όνομα με τη χώρα: είναι η Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οποία αποτελεί περίπου το 51% του συνολικού κράτους.

Αυτή η.. «εσωτερική» Ομοσπονδία μέσα στην Ομοσπονδία αποτελείται από δέκα καντόνια. Κάποια απ’ αυτά έχουν καθαρά μουσουλμανική πλειοψηφία, άλλα καθαρά κροατική, ενώ άλλα (λιγότερα) είναι ακόμα αρκετά ανάμικτα. Αυτή η διαρρύθμιση ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην προτίμηση των Βοσνιακών για ενιαίο κράτος και αυτή των Κροατών για τη δική τους κροατική δημοκρατία μέσα στο έδαφος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, κατά το σερβικό πρότυπο. Το πόσο λειτουργικός και σταθερός είναι αυτός ο συμβιβασμός, μένει ακόμα να αποδειχτεί στο μέλλον. Εμείς πάντως, περνάμε από μόλις τρία καντόνια: Ερζεγοβίνη-Νερέτβα, Σαράγεβο και Κεντρική Βοσνία (το Ζένιτσα-Ντόμποϊ το διασχίζουμε ξυστά μέσω του αυτοκινητόδρομου, επομένως δεν το υπολογίζουμε). Τα πρώτο έχει κροατική πλειοψηφία, τα άλλα δύο βοσνιακή (μουσουλμανική), αλλά η Ερζεγοβίνη-Νερέτβα και η Κεντρική Βοσνία είναι ταυτόχρονα και τα πιο ανάμικτα καντόνια (η πληθυσμιακή αναλογία είναι και στα δύο περίπου 60-40). Για να κάνουμε αυτήν τη διαδρομή που απαιτεί το να διασχίσουμε δύσβατες οροσειρές, ακολουθούμε την πορεία μεγάλων ποταμών. Σε μια τόσο ορεινή χώρα, αυτές οι κοιλάδες ήταν πάντα αναγκαστικά οι κύριες οδικές αρτηρίες.

Τα δέκα καντόνια της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μαζί με τα εδάφη της Ρεπούμπλικα Σρπσκα (ροζ) και την ειδικού καθεστώτος επαρχία του Μπρτσκο (πολύ ανοικτό πράσινο). Πηγή: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/b/bb/Bih_cantons_en.png
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Περνώντας τα σύνορα με την Κροατία, μπαίνουμε πρώτα στο καντόνι της Ερζεγοβίνης-Νερέτβα. Το όνομα προέρχεται από τον ποταμό Νερέτβα, κατά μήκος του οποίου κινούμαστε κι εμείς με προορισμό την πρωτεύουσα του καντονίου, το Μόσταρ. Στα περισσότερα χωριά απ’ όπου περνούμε, βλέπουμε καθολικές εκκλησίες· σπανιότερα και κάποια τζαμιά. Η ερζεγοβίνικη επαρχία κυριαρχείται από τον καθολικισμό, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή στα μετα-οθωμανικά Βαλκάνια. Εξάλλου, στο μέσο της διαδρομής θα παρατηρήσουμε και την πινακίδα προς Μετζουγκόριε. Εδώ στρίβουν οι προσκυνητές που συρρέουν από όλο τον καθολικό κόσμο, χάρη στα θαύματα που (λέγεται ότι) έκανε πριν κάποιες δεκαετίες η Παναγία (το Βατικανό δεν την έχει εγκρίνει επίσημα ως ιερό τόπο προσκυνήματος, στην πράξη όμως μάλλον υπάρχει κάποια σιωπηρή αποδοχή).

Όταν φτάσουμε στο Μόσταρ, τη μεγαλύτερη πόλη ολόκληρης της Ερζεγοβίνης, η εικόνα ανατρέπεται κάπως, με μια πιο έντονη μουσουλμανική παρουσία. «Μοστ» στα πρώην σερβοκροάτικα και νυν σερβικά/κροατικά/βοσνιακά/μαυροβουνιακά, σημαίνει γέφυρα. Και πράγματι, το σημαντικότερο μνημείο-σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά οθωμανική γέφυρα. Οι τουρίστες συνωστίζονται πάνω της βγάζοντας φωτογραφίες και αν είναι τυχεροί, θα θαυμάσουν τις εντυπωσιακές βουτιές τολμηρών Μοσταρινών (και άλλων), από την κορυφή της γέφυρας στο ποτάμι. Μετά, πλημμυρίζουν και τα γραφικά στενά της παλιάς οθωμανικής πόλης στις δύο όχθες του Νερέτβα· σε βαθμό που χάνεται τελικά και μέρος της γραφικότητάς της.

Η γέφυρα του Μόσταρ κτίστηκε τον 16ο αιώνα. Το κτίριο στα δεξιά της γέφυρας προοριζόταν για τους φύλακες της γέφυρας, τους «Μοστάρι», από τους οποίους παίρνει και το όνομα της η πόλη. Πάνω στο βουνό, ένας μεγάλος σταυρός επιβλέπει την παλιά πόλη, σχεδόν προκλητικά θα λέγαμε, μια και αυτή κατοικείται κυρίως από Μουσουλμάνους. Κατασκευάστηκε με την αλλαγή της χιλιετίας και έχει ύψος 33 μέτρα, όσα και τα χρόνια ζωής του Χριστού. Ίσως όχι τυχαία, από το ίδιο περίπου σημείο το κροατικό πυροβολικό βομβάρδιζε το αποκλεισμένο μουσουλμανικό Μόσταρ στο διάστημα 1993-4.
Αυτή η πινακίδα, στην είσοδο της γέφυρας και δίπλα σε ένα μαγαζί με σουβενίρ, φροντίζει να μας υπενθυμίζει την πρόσφατη Ιστορία (βλ. παρακάτω).

Η τουριστική (υπερ)συγκέντρωση μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη, αν αναλογιστούμε τι έζησε η πόλη στα χρόνια του πολέμου. Η ίδια η γέφυρα δεν είναι στην πραγματικότητα αυτή που έκτισαν οι Οθωμανοί, αλλά μια πιστή ανακατασκευή: η αρχική γκρεμίστηκε από τις βολές του κροατικού πυροβολικού το 1993. Η παλιά πόλη και το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία στο διάστημα 1992-94 ένας μουσουλμανικός θύλακας, περικυκλωμένος από κροατικά στρατεύματα. Όχι μόνο η γέφυρα, αλλά περίπου τα 4/5 όλων των κτιρίων έπαθαν κάποια ζημιά από τις συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού. Πολλά τέτοια κτίρια στέκονται μισοκατεστραμμένα ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά, ενώ και σε πολλά άλλα φαίνονται τα ίχνη του πολέμου.

Το κτίριο στα δεξιά ήταν τράπεζα στα γιουγκοσλαβικά χρόνια, αλλά στη διάρκεια του πολέμου βρέθηκε στο «σύνορο» ανάμεσα σε κροατικό και μουσουλμανικό τομέα και έγινε γνωστό ως «Φωλιά των Ελεύθερων Σκοπευτών». Ακόμα φαίνονται στα απέναντι κτίρια οι τρύπες στους τοίχους από τις σφαίρες.
Στην «Ισπανική Πλατεία» θα δούμε κι αυτό το μνημείο εις μνήμην των Ισπανών στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου στο Μόσταρ, προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσουν τις αγριότητες ανάμεσα στους πρώην σύμμαχους και πλέον ανοιχτούς εχθρούς· και μετέπειτα πάλι σύμμαχους.

Ακόμα πιο τραυματική από την καταστροφή στα κτίρια ήταν όμως αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις. Το παλιό κοσμοπολίτικο Μόσταρ, σύμβολο της «αδελφοσύνης και ενότητας» και με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικτών γαμών στη Γιουγκοσλαβία, δεν επέστρεψε ποτέ. Οι Σέρβοι, ένα πέμπτο του πληθυσμού πριν τον πόλεμο, εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς. Το Μόσταρ είναι σήμερα μοιρασμένο ανάμεσα στους Βοσνιακούς από τη μια και τους Κροάτες από την άλλη· περίπου κατά μήκος της ίδιας γραμμής που τους χώριζε στον πόλεμο. Επίσημα ο διαχωρισμός έχει καταργηθεί, αλλά ακόμα και σήμερα τα δύο τμήματα, κροατικό και μουσουλμανικό, λειτουργούν από πολλές απόψεις σχεδόν σαν δύο διαφορετικές πόλεις.

Το ιστορικό Γυμνάσιο του Μόσταρ είχε κτιστεί στην εποχή των Αψβούργων με χαρακτηριστική «ψευδο-μαγκρεμπίνικη» τεχνοτροπία (βλ. πιο κάτω). Επισκευάστηκε από τις ζημιές του πολέμου και επαναλειτουργεί σήμερα ως το μοναδικό κοινό σχολείο Κροατών-Βοσνιακών. Δε γίνονται βέβαια όλα τα μαθήματα από κοινού, αλλά μόνο τα «μη επικίνδυνα», όπως Γυμναστική κ.λπ.· κι ακόμα κι αυτό, παρά τις αντιδράσεις τοπικών πολιτικών, όπως της (Κροατοβόσνιας) Υπουργού Παιδείας που έκανε την περίφημη σχετική δήλωση ότι «αχλάδια και μήλα δεν αναμειγνύονται».

Φεύγοντας από το Μόσταρ, συνεχίζουμε να κινούμαστε προς τα ανάντη στην εντυπωσιακή κοιλάδα του Νερέτβα, η οποία μοιάζει σε πολλά σημεία πιο πολύ με φαράγγι. Δεν είναι τυχαίος ποταμός: η «Μάχη του Νερέτβα» ήταν μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρυσής εποχής του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου. Αναφέρεται σε μια επιχείρηση των Γερμανών και των συνεργατών τους ενάντια στους Παρτιζάνους του Τίτο το 1943, από την οποία οι τελευταίοι βγήκαν, αν όχι νικητές, τουλάχιστον σώοι. Στη διαδρομή περνάμε κι από τη Γιαμπλάνιτσα. Εκεί βρίσκεται το Μουσείο για τη Μάχη του Νερέτβα, μέρος του οποίου είναι και μια κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα. Γκρεμίστηκε πρώτα από τους Παρτιζάνους για να διακόψουν τις συγκοινωνίες του γερμανικού στρατού, ξανακτίστηκε από τους Γερμανούς, και ξαναγκρεμίστηκε το 1968 για.. τις ανάγκες της ταινίας. Μια ακόμα γέφυρα με ιδιαίτερη ιστορία δηλαδή, μετά απ’ αυτήν του Μόσταρ και του Τρέμπινιε: για μια χώρα όπου τα ποτάμια είναι τόσο σημαντικά, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ανάλογη σημασία πρέπει να έχουν και οι γέφυρες.

Η κοιλάδα του Νερέτβα διασχίζει τις δύσβατες ασβεστολιθικές Δειναρικές Άλπεις.

Εγκαταλείπουμε την κοιλάδα του Νερέτβα στη μικρή πόλη Κόνιτς· και όχι πάνω από μια ώρα αργότερα, συναντούμε αυτήν του ποταμού Μπόσνα, ο οποίος δίνει το όνομά του και σε ολόκληρη χώρα. Σε αυτό περίπου το σημείο βρίσκεται και η πρωτεύουσά της, το Σαράγεβο. Η τοποθεσία είναι στρατηγική, αφού βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής, η οποία, πρώτα κατά μήκος του Νερέτβα και μετά του Μπόσνα, συνδέει την ακτή της Αδριατικής με τα απέραντα παννονικά πεδία, βοηθώντας ταξιδιώτες και εμπόρους να ξεπεράσουν το φυσικό εμπόδιο των Δειναρικών Άλπεων. Ήταν αυτή η τοποθεσία που επέτρεψε στους Οθωμανούς να εξελίξουν την πόλη σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς κόμβους των Βαλκανίων.

Η πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είναι επομένως μια πραγματικά μετα-οθωμανική πόλη. Αυτό όμως δεν οφείλεται μόνο στην οθωμανική της ρίζα, που φαίνεται εξάλλου και στο όνομα (σαράι). Ούτε απλά στο οθωμανικό χρώμα της παλιάς πόλης, με τα χάνια, τα μπεζεστένια, τα στενά με τα χρυσοχοεία ή τα καζαντζίδικα στην κεντρική συνοικία, η οποία φέρει εξάλλου ένα χαρακτηριστικά τουρκογενές όνομα: Μπαστσάρσια. Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος που συνδέει την πόλη με το οθωμανικό παρελθόν: μέχρι πολύ πρόσφατα άντεχε εδώ ακόμα η συμβίωση θρησκευτικών κοινοτήτων, Μουσουλμάνων, Ορθοδόξων, Καθολικών και Εβραίων, όπως ξεκίνησε στα οθωμανικά χρόνια και συνεχίστηκε στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή δηλαδή η συμβίωση που είχαν χάσει εδώ και πολλές δεκαετίες σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις στα Βαλκάνια, της ίδιας της Κωνσταντινούπολης μη εξαιρουμένης.

Οι ξύλινες βρύσες Σέμπιλι είναι κεντρικό σημείο αναφοράς στην Μπαστσάρσια.
Το μπεζεστένι του Χουσρέβ Μπέη (αριστερά) λειτουργεί ακόμα από τα οθωμανικά χρόνια, όταν το Σαράγεβο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας.
Το σύμβολο του Πρωθυπουργικού Γραφείου της Τουρκίας, σημάδι των καιρών και της τουρκικής διείσδυσης σε όλες τις μουσουλμανικές (κυρίως) γωνιές των Βαλκανίων. Είμαστε εδώ στη στάση «Μπαστσάρσια»: το τραμ τρέχει στους δρόμους της πόλης από το 1884 και είναι ένα από τα αρχαιότερα της Ευρώπης: μέρος της προσπάθειας των Αψβούργων να κάνουν την Βοσνία μια πραγματικά σύγχρονη χώρα, λίγα χρόνια αφού πήραν τον έλεγχό της από τους Οθωμανούς.
Το στενό Μπραβατζιλούκ στη Μπαστσάρσια, γνωστό για τα φαγάδικα του (κυρίως τα τσεβαπτζίδικα), οδηγεί στο Δημαρχείο· κι αυτό όπως το Γυμνάσιο του Μόσταρ (βλ. πιο πάνω) κτισμένο με ψευδο-μαγκρεμπίνικη αρχιτεκτονική (μια τεχνοτροπία που χρησιμοποιήθηκε από τους Αψβούργους σε κυρίως μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας, με σκοπό την προώθηση μιας βοσνιακής ταυτότητας ξεχωριστής τόσο από την οθωμανική όσο και τη σλαβική). Γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα, όπως αυτές που φαίνονται κάτω αριστερά, είναι ακόμα σπάνιο θέαμα στους δρόμους του Σαράγεβου· σε αντίθεση όμως με το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, όχι πια αδύνατο.
Δυτικά της Μπαστσάρσια ξεκινάει σχεδόν κολλητά το «Σαράγεβο των Αψβούργων», όπου η αρχιτεκτονική θυμίζει πια περισσότερο Κεντρική Ευρώπη παρά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ η κεντρική Λεωφόρος Μαρσάλα Τίτα (Στρατάρχη Τίτο: το Σαράγεβο σε αντίθεση με Βελιγράδι, Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνα, δεν άλλαξε αυτό το όνομα, κάτι που μάλλον δεν είναι τυχαίο). Στο κέντρο της εικόνας, η Αιώνια Φλόγα καίει ακόμα εις μνήμην των πεσόντων στον Β’ Παγκόσμιο, όπως και στα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας.

Το Μεγάλο Πάρκο του Σαράγεβου χωροθετήθηκε από τους Αψβούργους, λόγω έλλειψης χώρου σε έκταση πρώην μουσουλμανικού νεκροταφείου: οι στήλες μουσουλμανικών τάφων έχουν απομείνει για να θυμίζουν την παλιά του χρήση.

Το Σαράγεβο επιδεικνύει με περηφάνια τους ναούς των τεσσάρων μεγάλων θρησκειών (σουνιτικό Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Εβραϊσμός) στο κέντρο του ως δείγμα της θρησκευτικής συνύπαρξης. Μόνο που είναι πλέον κι εδώ περισσότερο ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Περίπου το 90% του πληθυσμού της πόλης είναι σήμερα Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί· το 1991, ήταν μόλις 50%. Η θλιβερή κανονικότητα του εθνο-θρησκευτικού διαχωρισμού έφτασε και στο Σαράγεβο. Οι περισσότεροι Σέρβοι είτε έφυγαν, είτε συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος των προαστίων που ανήκει στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα: η τελευταία προσπαθεί να δημιουργήσει εκεί ουσιαστικά μια νέα πόλη, που θα λειτουργεί ως πρωτεύουσά της. Αρχικά ονομάστηκε «Σέρβικο Σαράγεβο», αλλά πλέον λέγεται (πολιτικά ορθότερα) Ανατολικό Σαράγεβο.

Ανατολικό Σαράγεβο: η επίσημη πρωτεύουσα της Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Οι πιο πολλές πολυκατοικίες είναι καινούριες και συνεχίζουν ακόμα να κτίζονται δίπλα σε σχεδόν έρημες εκτάσεις, όπως εδώ.

Θλιβερό στο Σαράγεβο δεν είναι μόνο ότι έχασε την πολυθρησκευτική του ταυτότητα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έγινε. Η πολιορκία από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις των Κάρατζιτς και Μλάντιτς ήταν η μακρύτερη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία: ξεκίνησε τον Απρίλη του 1992 και τελείωσε (επίσημα) τον Φλεβάρη του 1996. Σε αυτά τα τριάμισι χρόνια, οι κάτοικοι της πόλης έπρεπε να ζήσουν χωρίς βασικά αγαθά όπως τρεχούμενο νερό και ρεύμα, κουβαλώντας προμήθειες στα σπίτια τους τροχάδην υπό τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών, και κάτω από τους συνεχείς βομβαρδισμούς του εχθρικού πυροβολικού. Οι πλαγιές των βουνών που το περιτριγυρίζουν, στις οποίες πριν μόλις 8 χρόνια διαγωνίζονταν οι κορυφαίοι σκιέρ του κόσμου στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς (το Σαράγεβο παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική βαλκανική πόλη εκτός Αθήνας που φιλοξένησε Ολυμπιάδα), γέμισαν με ναρκοπέδια. Πάνω από δέκα χιλιάδες νεκρούς μέτρησε η πόλη σε αυτή την περίοδο: πολλοί απ’ αυτούς είναι θαμμένοι όχι μακριά από το κέντρο.

Το λυκάκι ανάμεσα σε μαγνητάκια, φλυτζανάκια, μπρίκια και άλλα τοπικά σουβενίρ, είναι ο Βούτσκο, η μασκότ των Χειμερινών Ολυμπιακών του 1984.
Τα μουσουλμανικά νεκροταφεία απλώνονται συνήθως σε βουνοπλαγιές, κι απ’ αυτές υπάρχουν άφθονες στο Σαράγεβο. Το συγκεκριμένο νεκροταφείο λίγο βορειότερα της Μπαστσάρσια είναι όμως πιο ιδιαίτερο, αφού σε αυτό αναπαύονται μαχητές που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την πόλη το 1992-95.

Το Σαράγεβο είναι μια μάλλον μακρόστενη πόλη: αφού περιβάλλεται από ψηλά βουνά, αναγκαστικά η ανάπτυξη της κατευθύνθηκε κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του μικρού ποταμού Μιλιάτσκα. Ήδη στα προάστια της πόλης, αυτός χύνεται στον Μπόσνα, ο οποίος ακολουθεί βόρεια πορεία μέχρι να εκβάλει και αυτός στον Σάβο. Σήμερα, ο Μπόσνα συνοδεύεται από τον αυτοκινητόδρομο A1, τον (ακόμα ημιτελή) κεντρικό οδικό άξονα της Βοσνίας. Μαζί με τον ποταμό προχωρούμε κι εμείς, αλλά όχι μέχρι την εκβολή του: στα μέσα της διαδρομής θα τον εγκαταλείψουμε για έναν άλλο παραπόταμό του, τον Λάσβα.

Ο Μπόσνα κυλάει σε πολλά σημεία ακριβώς κάτω από τον αυτοκινητόδρομο, όπως εδώ στην έξοδο προς Τράβνικ (και την κοιλάδα του Λάσβα).

Η κοιλάδα του Λάσβα έχει κι αυτή τη δική της τραγική Ιστορία. Στα χωριά και τις πόλεις από όπου περνάμε, βλέπουμε τζαμιά να εναλλάσσονται με καθολικές εκκλησίες και βοσνιακές σημαίες με κροατικές. Η Κεντρική Βοσνία είναι ακόμα μια περιοχή ανάμικτη, με Κροάτες και Βοσνιακούς (οι Σέρβοι είναι πολύ λίγοι, ειδικά μετά τον πόλεμο). Ήταν επόμενο ότι θα γινόταν ένας από τους κύριους χώρους της κροατο-μουσουλμανικής σύγκρουσης. Οι Κροάτες ήθελαν να εντάξουν την περιοχή στη δική τους σχεδιαζόμενη οντότητα, την Ερζεβο-Βοσνία. Και όπως ήταν ο σχεδόν γενικός κανόνας στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους σε ανάμικτες περιοχές, τέτοιοι στόχοι απαιτούσαν δραστικά μέτρα: έμειναν γνωστά ως η «εθνοκάθαρση της κοιλάδας του Λάσβα«.

Το Άχμιτσι είναι ένα μικρό χωριό στην κοιλάδα του Λάσβα, με μια ιδιαίτερη ιστορία όμως: εδώ έφτασε η κροατική εκστρατεία εθνοκάθαρσης στην κορύφωσή της. Τον Απρίλιο του 1993, οι κροατικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό, γκρέμισαν τα τζαμιά και εξόντωσαν τους περισσότερους Μουσουλμάνους κατοίκους του, πάνω από 100 άτομα: κάποιοι απ’ αυτούς κάηκαν ζωντανοί στα σπίτια τους. Η σφαγή έπρεπε να λειτουργήσει ως παραδειγματισμός, για το τι μπορούν να πάθουν οι Μουσουλμάνοι και σε άλλες περιοχές της κοιλάδας του Λάσβα, αν δεν αποχωρήσουν εθελοντικά.
Το Ντόνιι Βακούφ είναι μια μικρή πόλη της Κεντρικής Βοσνίας, η οποία (ταιριαστά με το όνομά της) έχει μετά τον πόλεμο συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία· πριν τον πόλεμο, υπήρχε και ένα 30% Σέρβων, από τους οποίους έχουν μείνει μόνο λίγες δεκάδες. Εκτός από τις δημογραφικές αλλαγές, έγιναν πιο έντονα στην εικόνα της πόλης και τα ισλαμικά-βοσνιακά σύμβολα, όπως έγινε αντίστοιχα και στα κροατικά χωριά ή πόλεις της Κεντρικής Βοσνίας.

Αφήνοντας τον Λάσβα, περνάμε στην επόμενη κοιλάδα, αυτήν του Βρμπας. Είμαστε εδώ στην Μποσάνσκα Κράινα, η οποία χρησιμοποιείται μεν ως γεωγραφικός-ιστορικός όρος για την περιοχή, δεν υπάρχει όμως αντίστοιχα διοικητικά, αφού είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο καντόνια της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας και τη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Το Γιάιτσε βρίσκεται στο σημείο που ο παραπόταμος Πλίβα εκβάλει στον Βρμπας, σχηματίζοντας τους καταρράκτες που είναι πόλος έλξης τουριστών εντός και εκτός της χώρας. Σήμερα είναι μια μικρή πόλη, έχει όμως ένα πιο ένδοξο παρελθόν, ως (κατά διαστήματα) πρωτεύουσα του πολύ ιδιαίτερου μεσαιωνικού Βασιλείου της Βοσνίας.

Η Μποσάνσκα Κράινα (εδώ στην κοιλάδα του Βρμπας) που αποτελεί το βορειοδυτικό άκρο της χώρας είναι μια περιοχή καλυμμένη με πυκνά δάση.
Οι καταρράκτες του Πλίβα, με την παλιά πόλη του Γιάιτσε στα αριστερά να σκαρφαλώνει προς το κάστρο. Ο Βρμπας φαίνεται στα δεξιά.

Το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς που κυβερνούσε το Βασίλειο είχε υιοθετηθεί για ένα διάστημα και από το σύγχρονο κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (πριν αναγκαστεί να το εγκαταλείψει λόγω σερβικών ενστάσεων). Αν και χριστιανικό, με την Ιστορία του Βασιλείου νιώθουν μάλλον πιο κοντά οι Μουσουλμάνοι. Εξάλλου, ο Χριστιανισμός του ήταν πολύ ιδιαίτερος: στο Βασίλειο συνυπήρχαν, εκτός από την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, και η θεωρούμενη συχνά από τις δύο άλλες ως αιρετική Εκκλησία της Βοσνίας. Αυτή η Εκκλησία, στην οποία πολλοί μελετητές βλέπουν αποκρυφιστικά ή γνωστικιστικά στοιχεία, είχε τόση εξάπλωση, ώστε ακόμα και κάποιοι από τους βασιλιάδες του οίκου Κοτρομάνιτς να ανήκουν σε αυτήν. Αν και υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα για το τι ήταν ακριβώς αυτή η θρησκευτική ομάδα, το σίγουρο είναι ότι ήταν μέρος μιας γενικά μεταβατικής κατάστασης. Είναι ίσως και μια εξήγηση, γιατί ο εξισλαμισμός αποδείχτηκε τόσο πετυχημένος στη Βοσνία, ώστε οι Μουσουλμάνοι να είναι σήμερα η μεγαλύτερη κοινότητα.

Στον κεντρικό πεζόδρομο του Γιάιτσε, το μνημείο των Κροατών πεσόντων στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, αντικρίζει αυτό των Βοσνιακών στην αυλή του Τζαμιού της Εσμέ Σουλτάνας. Στο μουσουλμανικό μνημείο στα αριστερά ξεχωρίζει το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς.
Εδώ στον Ναό της Παναγίας του Γιάιτσε στέφθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Βοσνίας, Στέφανος, λίγα χρόνια πριν το βασίλειο υποταχθεί στους Οθωμανούς. Σε αυτό το στάδιο, η δυναστεία Κοτρομάνιτς είχε ήδη δεχτεί πλήρως τον Καθολικισμό και απομακρυνθεί από την (θεωρούμενη ως αιρετική) Εκκλησία της Βοσνίας.

Η Βοσνία είναι έτσι σήμερα ένας προωθημένος βορειοδυτικός θύλακας μουσουλμανικού πολιτισμού, ένα γνήσιο «ευρωπαϊκό Ισλάμ» με ρίζες αιώνων, πολύ πριν εφεύρει η Ευρώπη αυτόν τον όρο ως ζητούμενο· και με μακριά παράδοση συνύπαρξης με τον Χριστιανισμό, που επιβιώνει σε κάποιο βαθμό και σήμερα, έστω και βαριά τραυματισμένη. Εμείς πάντως, συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε στην κοιλάδα του Βρμπας. Σύντομα αφήνουμε πίσω την Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, για να επιστρέψουμε στη (σχεδόν) εκκαθαρισμένη από μουσουλμανικά στοιχεία Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου.

Σχετική βιβλιογραφία:

  1. Aquilué, I. & Roca, E. (2016): Urban development after the Bosnian War: The division of Sarajevo’s territory and the construction of East Sarajevo. Cities, 58, pp. 152–163, doi: https://doi.org/10.1016/j.cities.2016.05.008.
  2. Borić, F. (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  3. Bublin, M. (2008): Sarajevo throughout the history: from a neolithic settlement to a metropolis. Sarajevo, Buybook.
  4. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  5. Fine, J. V.A. (1975): The Bosnian Church – A New Interpretation. East European Quarterly.
  6. Gosztonyi, K. D. (2004): Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina. FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  7. Luchetta, A. (2009): Mostar  and  the  Loss  of  Its  (Partial)  Uniquess:  A  History,  1990-2009. Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva.
  8. Terry, S. (2007): Students mingle – sort of – in postwar Bosnia’s only integrated school. Christian Science Monitor, 27/09/2007. Διαθέσιμο στο: https://www.csmonitor.com/2007/0927/p20s01-wogn.html
  9. Troncotă, M. (2015): Sarajevo – a border city caught between its multicultural past, the Bosnian war and a European future. Eurolimes, 19, pp. 119–138.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Α’

Κλασσικό

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ

Στο μπλογκ ασχολούμαστε συχνά με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια: αυτός ο γεωγραφικός χώρος είναι ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα του κεντρικού (γεω)πολιτικού προβλήματος στη γωνιά του κόσμου που ζούμε. Παλιότερα το λέγαμε «Ανατολικό Ζήτημα». Στην ουσία, μιλάμε για μια μεγάλη μετάβαση, που διαρκεί τώρα πάνω από δύο αιώνες χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα: από την παλιά αυτοκρατορική-πολυεθνοτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών.

Το άρθρο περιγράφει ένα πρόσφατο ταξίδι μέσα από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας. Ήταν το τμήμα της χώρας που υπέφερε πιο σκληρά από την κατάρρευση, ειδικά την πρώτη πενταετία 1991-1995. Δεν είναι η πρώτη φορά που έζησε τέτοια καταστροφή: και στη δεκαετία του 1940 ήταν από τις περιοχές που σημαδεύτηκαν από σφαγές και εθνοκάθαρση όσο λίγες άλλες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα, παρά το βάρος ενός τέτοιου παρελθόντος, η συμβίωση διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Αφετηρία μας είναι οι όχθες της Λίμνης Σκόδρας, περίπου 12 ώρες με το αυτοκίνητο από Αθήνα. Από εκεί, μπαίνουμε στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Διασχίζουμε γρήγορα το Μαυροβούνιο και συνεχίζουμε μέσα από Ερζεγοβίνη, Δαλματία, Βοσνία, Σλαβονία, Σερβία. Καταλήγουμε στην (πρώην) πρωτεύουσα, το Βελιγράδι.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Η Λίμνη Σκόδρα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας τις γειτονικές της Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα. Και οι τρεις λίμνες έχουν το κοινό ότι είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Στην περίπτωση της Σκόδρας, αυτά είναι η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Το Σιρόκα είναι μια μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό, στη νότια αλβανική όχθη της λίμνης, όχι μακριά από την ίδια την πόλη Σκόδρα. Διαθέτει λίγα ξενοδοχεία, έναν ωραίο παραλίμνιο δρόμο με καφετέριες και ταβέρνες, καθώς κι ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία: δείγμα της χαρακτηριστικής για τη βόρεια Αλβανία συγκατοίκησης σουνιτικού Ισλάμ και καθολικισμού (σε αντίθεση με την μπεκτασίδικη-ορθόδοξη σύνθεση της νότιας Αλβανίας).

Το αλβανικό τμήμα της Λίμνης Σκόδρας, όπως φαίνεται από το Σιρόκε κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά. Δεξιά ξεχωρίζει η πόλη της Σκόδρας (αχνοφαίνονται οι πολυκατοικίες) και στο βάθος φαίνονται τα περίφημα Καταραμένα Βουνά.
Ο παραλίμνιος δρόμος στο Σιρόκα γεμίζει τα πρωινά με κόσμο που απολαμβάνει τον καφέ του δίπλα στο νερό.

Η Σκόδρα δεν είναι κλειστή λίμνη: το νερό της τροφοδοτεί τον ποταμό Μπούνα ή Μπογιάνα, ο οποίος ξεκινάει τη σύντομη πορεία του από το νοτιοανατολικό της άκρο. Μετά από μόλις 41 χιλιόμετρα μαιανδρικής διαδρομής, στο δεύτερο μισό της οποίας αποτελεί και το σύνορο Αλβανίας-Μαυροβουνίου, ο ποταμός εκβάλει στην Αδριατική Θάλασσα. Στο δέλτα του, σχηματίζεται το νησάκι Άντα Μπογιάνα· το οποίο φιλοξενεί και μια από τις πιο πιο γνωστές και παλιές αποικίες γυμνιστών στα Βαλκάνια.

Ο ποταμός Μπογιάνα λίγο μετά την έξοδο του από τη λίμνη της Σκόδρας. Πάνω στον λόφο φαίνεται το Κάστρο της Ροζάφα, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη γυναίκα που, με βάση τον θρύλο, έπρεπε να κτιστεί μέσα στο κάστρο ώστε αυτό να στεριώσει.

Εμείς πάντως διασχίζουμε τα σύνορα λίγο πιο βόρεια, ανάμεσα στα χωριά Στουφ και Σουκόμπιν. Αν και το δεύτερο βρίσκεται στη μαυροβουνιακή πλευρά, κατοικούνται και τα δύο από Αλβανούς. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα χωριά της περιοχής. Εδώ στον συνοριακό Δήμο Ούλτσινι, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβόφωνη και ορθόδοξη, αλλά αλβανική και μουσουλμανική. Το ότι παρόλα αυτά ανήκει στο Μαυροβούνιο, σίγουρα θα ενοχλεί κάποιους Αλβανούς εθνικιστές, ως (άλλη) μια απόδειξη αδικίας στη μοιρασιά των εδαφών μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας.

Προς το παρόν όμως, τα πράγματα είναι ειρηνικά και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη (και τα δύο πλέον μέλη του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ) καλές. Είναι μάλλον τόσο καλές μάλιστα, που η συγκεκριμένη συνοριακή διάβαση είναι η μοναδική σε όλο το ταξίδι όπου ο έλεγχος δεν είναι διπλός, αλλά ένας και κοινός, από Αλβανούς και Μαυροβούνιους συνοριοφύλακες μαζί. Λίγο μετά τα σύνορα, συναντούμε και την ακτή της Αδριατικής. Ακολουθούμε τον παραλιακό δρόμο του Μαυροβουνίου, μέσα από Μπαρ, Σβέτι Στεφάν, Μπούντβα (βλέπε και σχετικό άρθρο) και Τιβάτ. Η ατμόσφαιρα παραμένει ειρηνική: εξάλλου, το Μαυροβούνιο είναι η μόνη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας που δεν έζησε άμεσα στο έδαφός της πολεμικές συγκρούσεις· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεινε αμέτοχη, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Το Σβέτι Στεφάν στα αριστερά και η Μπούντβα στα δεξιά στο βάθος: ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, με ελιές και πευκοδάση, στην μαυροβουνιακή ακτή της Αδριατικής.

Στο μικρό χωριό Λεπετάνι, παίρνουμε το φέρι κι έπειτα συνεχίζουμε την παραλιακή πορεία ως το Χέρτζεγκ Νόβι. Εκεί εγκαταλείπουμε (προσωρινά) τη θάλασσα και ανηφορίζουμε προς τα επόμενα σύνορα. Η βλάστηση γίνεται πιο αραιή και το έδαφος βραχώδες. Είναι ένα καρστικό τοπίο, άξιο της φήμης της Γιουγκοσλαβίας ως «πατρίδας» αυτού του είδους της γεωμορφολογίας, η οποία χαρακτηρίζει περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που διαλύεται με το νερό.

Το Λεπετάνι, απ’ όπου ξεκινάει το φέρι για να μεταφέρει τους ταξιδιώτες απέναντι στο Καμενάρι. Βρισκόμαστε στο στόμιο του Κόλπου του Κοτόρ, εκεί όπου αυτός συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα της Αδριατικής. Το ταξίδι με το φέρι διαρκεί μόλις 5 λεπτά, και γλυτώνει τους ταξιδιώτες από μια διαδρομή περίπου μιας ώρας γύρω από τον Κόλπο.
Τραχύ καρστικό τοπίο κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη (Βοσνία-)Ερζεγοβίνη. Το έδαφος που έχει απομείνει είναι ελάχιστο και η βλάστηση περιορισμένη, σε αντίθεση με τα πυκνά δάση των πολύ κοντινών (κι επίσης καρστικών) δαλματικών ακτών.

Το κράτος στο οποίο εισερχόμαστε είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με το που περνάμε όμως τα σύνορα, βλέπουμε μια μεγάλη πινακίδα «Καλώς ήλθατε στη Δημοκρατία της Σρπσκα». Για να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όποιος δεν γνωρίζει την πολιτική κατάσταση της περιοχής, οδηγώντας εδώ θα συναντήσει ελάχιστες ως καθόλου σημαίες του κράτους στο οποίο ανήκει. Θα δει όμως άφθονες σερβικές σημαίες. Η Ανατολική Ερζεγοβίνη είναι μέρος της σερβικής «Ρεπούμπλικα Σρπσκα», τη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν τη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τραυματικού εμφυλίου πολέμου της Βοσνίας, ανάμεσα στις τρεις εθνότητες που μοιράζονται τη χώρα: Βοσνιακούς (δηλ. Μουσουλμάνους, από πολιτισμική αλλά όχι απαραίτητα θρησκευτική άποψη), Σέρβους και Κροάτες.

Αμέσως αφού περάσουμε τον συνοριακό έλεγχο από το Μαυροβούνιο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μας καλωσορίζει η «Δημοκρατία της Σρπσκα», ώστε να μη μένει αμφιβολία για το ποιος είναι ο κύριος σε αυτό το τμήμα της χώρας Ακόμα και η χρήση του κυριλλικού (αντί του λατινικού) αλφαβήτου υπογραμμίζει αυτή τη δήλωση.
Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με βάση τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995): με ροζ η σερβική «Δημοκρατία της Σρπσκα» (το Τρέμπινιε φαίνεται στο νότιο της άκρο), με γαλάζιο η κροατο-μουσουλμανική «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω (κατά το ελβετικό πρότυπο) σε δέκα καντόνια. Η μικρή επαρχία του Μπρτσκο (με πράσινο) έχει ειδικό καθεστώς. (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Το Τρέμπινιε είναι μάλλον μικρή πόλη, μόλις 30.000 κατοίκων. Είναι παρόλα αυτά η μεγαλύτερη της Ανατολικής Ερζεγοβίνης, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Tα άγρια ασβεστολιθικά βουνά που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Τρέμπινιε βρίσκεται στο Τρέμπινσκο Πόλιε, δηλαδή σε ένα πλατύ και εύφορο καρστικό πεδίο, γεμάτο με ιζήματα από τη διάβρωση της γύρω περιοχής.

Το Τρέμπινσκο Πόλιε, όπως φαίνεται εδώ από τα προάστια του Τρέμπινιε: το «πόλιε» είναι διεθνής γεωμορφολογικός όρος, αλλά προέρχεται από τα σερβοκροάτικα (όπου σημαίνει απλά χωράφι, πεδίο), όπως και οι περισσότεροι όροι που συνδέονται με την καρστική γεωμορφολογία.

Πριν τον πόλεμο, οι Σέρβοι αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της πόλης. Τώρα πια, υπερβαίνουν το 90%, αφού οι περισσότεροι Κροάτες και Βοσνιακοί έφυγαν ή εκδιώχθηκαν, όπως έγινε και αλλού στη «Ρεπούμπλικα Σρπσκα». Στη μικρή εντός των τειχών παλιά πόλη, θα συναντήσουμε παρόλα αυτά δύο καλοδιατηρημένα (σε αντίθεση με αλλού στη Σρπσκα) παλιά τζαμιά, ως ίχνη μιας χαμένης πολυθρησκευτικότητας. Γενικότερα, το Τρέμπινιε διατηρεί πολλή από την ομορφιά του, με τα τείχη δίπλα στο ποτάμι, τα παλιά κτίρια, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τους πλάτανους. Εδώ δεν έχουν φτάσει ακόμα τα πλήθη των τουριστών για να παραμορφώσουν την εικόνα της πόλης, όπως στο γειτονικό Ντουμπρόβνικ ή το Μόσταρ.

Μικρή πλατεία στην εντός των τειχών παλιά πόλη του Τρέμπινιε, με το Τζαμί του Οσμάν Πασά Ρεσουλμπέγκοβιτς στα δεξιά.
Τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούν άμεσα στην όχθη του ποταμού Τρεμπίσνιτσα, ώστε να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι.
Η παλιά οθωμανική γέφυρα του Αρσλάναγιτς, όπως φαίνεται από τον παραποτάμιο πεζόδρομο. Είχε κτιστεί τον 16o αιώνα σε απόσταση 10 χιλιόμετρων στα ανάντη. Όταν στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού κατασκευάστηκε εκεί υδροηλεκτρικό φράγμα, μεταφέρθηκε πέτρα-πέτρα στην τωρινή της θέση.

Πράγματι, το Ντουμπρόβνικ είναι μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά και ο μόνιμος πληθυσμός του μόνο λίγο μεγαλύτερος του Τρέμπινιε, αλλά από άποψη φασαρίας, ατμόσφαιρας και τιμών είναι ένας άλλος κόσμος. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης σταματούν σειρά τα λεωφορεία που ξεφορτώνουν τουρίστες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η ιστορία της ως το κέντρο της πολύ ιδιαίτερης Δημοκρατίας της Ραγκούσας, η οποία κατάφερε επί αιώνες να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική, η Αυστριακή και η Βενετική και παρόλα αυτά διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σίγουρα της δίνει μια αίγλη. Μάλλον όμως βοήθησε το ότι έγιναν εκεί και κάποια γυρίσματα του Game of Thrones.

Το Ντουμπρόβνικ όπως φαίνεται από ψηλά. Η εντός των τειχών πόλη ήταν πριν πολλούς αιώνες βραχονησίδα: εκεί κατέφυγαν οι κάτοικοι της κοντινής Επιδαύρου (σημερινό Τσαβτάτ) για να ξεφύγουν από τις σλαβικές επιδρομές. Με τους αιώνες εξελίχθηκε σε ένα (περίπου) ανεξάρτητο κράτος και έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της Αδριατικής.
Οι τουρίστες εξερευνούν τα πλακόστρωτα στενά της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ: είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που όταν τύχει να δούμε κάποια σημάδια μόνιμης κατοίκησης (π.χ. απλωμένα ρούχα), σχεδόν παραξενευόμαστε. Στα δεξιά, το Παλάτι του Ρέκτορα, ο οποίος κατείχε την εκτελεστική εξουσία στη Δημοκρατία της Ραγκούσας για πάνω από τέσσερις αιώνες. Ευθεία στο βάθος, το Παλάτι Σπόντζα, όπου βρίσκεται και ο Χώρος Μνήμης για τους Πεσόντες (βλ. πιο κάτω): το 1991-92 ανήκε στα κτίρια που βομβαρδίστηκαν από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Βλέποντας τα πλήθη των τουριστών που περιφέρονται σε μια πόλη που μοιάζει να είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς, δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι η ίδια ήταν και από τα πρώτα θέατρα των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Κι όμως, οι κροατικές αρχές φροντίζουν, ανάμεσα στα μπαρόκ πετρόκτιστα σπίτια, τα παλάτια, τις παλιές καθολικές εκκλησίες και τις πλακόστρωτες πλατείες με τις ακριβές καφετέριες, να υπενθυμίζουν στους τουρίστες κι αυτή την πρόσφατη Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1991 είχαν ήδη περάσει κάποιοι μήνες αφού η Κροατία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της και αντίστοιχα οι Σέρβοι της Κροατίας τη δική τους αυτονομία. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει σε διαφιλονικούμενα μέρη της χώρας. Πολλοί δεν περίμεναν ίσως ότι το Ντουμπρόβνικ και η γύρω περιοχή θα ανήκε σε αυτά, αφού δεν είχε μεγάλο σερβικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, από (κυρίως) τις σερβο-μαυροβουνιακές ελίτ καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι αποτελούσε κρίσιμη απειλή για τις γειτονικές της περιοχές και ιδίως το Μαυροβούνιο. Τον Οκτώβριο του 1991, ο ελεγχόμενους από Σέρβους (και Μαυροβούνιους) γιουγκοσλαβικός στρατός είχε ήδη καταλάβει όλη την περιοχή, εκτός από την ίδια την πόλη του Ντουμπρόβνικ, την οποία έθεσε σε πολιορκία πολλών μηνών. Οι σκληροί βομβαρδισμοί, που εκτός από στρατιώτες και άμαχους είχαν ως θύματα και πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, έφεραν βέβαια διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ζημιές στη δημόσια εικόνα της σερβικής πλευράς· θα ακολουθούσαν πολλές.

Ο «Χώρος Μνήμης για τους Υπερασπιστές του Ντουμπρόβνικ» στο Παλάτι Σπόντζα, με τις φωτογραφίες των μαχητών που έπεσαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.
Ο χάρτης σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης απεικονίζει την καταστροφή των κτιρίων στο Ντουμπρόβνικ από τους βομβαρδισμούς, τη «σερβο-μαυροβουνιακή επίθεση» όπως την ονομάζουν, για να υπενθυμίσουν και τον σημαντικό ρόλο μονάδων και εφέδρων από το κοντινό Μαυροβούνιο σε αυτήν. Ο Μίλο Τζουγκάνοβιτς, ηγέτης του Μαυροβουνίου και τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, απολογήθηκε αργότερα γι’ αυτήν τη συμμετοχή, αφού συγκρούστηκε πια κι αυτός με τη σειρά του με τη σερβική ηγεσία.
Τα από τις σερβικές δυνάμεις και τον γιουγκοσλαβικό στρατό ελεγχόμενα εδάφη της Κροατίας στις αρχές του 1992. Μέσα στην ίδια χρονιά ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή του Ντουμπρόβνικ, ο σερβικός έλεγχος στην Κράινα και τη Σλαβονία παρέμεινε όμως για κάποια χρόνια ακόμα. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Siege_of_Dubrovnik (με τροποποιήσεις)

Παρόλα αυτά, ο πόλεμος εδώ στη νότια Δαλματία δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1992. Η κροατική πλειοψηφία παραήταν σαφής, για να αντέξουν οι όποιες σερβικές ή μαυροβουνιακές διεκδικήσεις. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το σοκ της παγκόσμιας κοινότητας από τον βομβαρδισμό ενός τόσο γνωστού και υψηλής ιστορικής αξίας μέρους όπως το Ντουμπρόβνικ, δεν εμπόδισε τελικά τη Δαλματία να ανακάμψει και να γίνει πάλι σύντομα κορυφαίος τουριστικός προορισμός. Διασχίζοντας σήμερα τις καταπράσινες δαλματικές ακτές με τα απότομα ασβεστολιθικά βουνά και τους σχεδόν παράλληλους με την ακτογραμμή μακρόστενους κόλπους, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εύπορες περιοχές της Κροατίας, ίσως και ολόκληρων των Βαλκανίων.

Η Γέφυρα Φράνιο Τούτζμαν ονομάστηκε προς τιμήν του (τουλάχιστον αμφιλεγόμενου) εθνικιστή πρώτου προέδρου της Κροατικής Δημοκρατίας. Περνάει πάνω από τον στενό κόλπο Ριέκα Ντουμπροβάσκα: κατ’ εξαίρεση για τη Δαλματία, μάλλον κάθετος παρά παράλληλος στη γενική ακτογραμμή.

Δεν πρόκειται όμως να μείνουμε για πολύ ακόμα στις δαλματικές ακτές. Περνώντας ακόμα μια φορά τα σύνορα, επιστρέφουμε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και συγκεκριμένα στη Δυτική-Κεντρική Ερζεγοβίνη. Είναι μια περιοχή σαφώς πιο φτωχή, που υπέφερε και πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο, για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Pavlovic, Srdja (2005): Reckoning – The 1991 Siege of Dubrovnik and the Consequences of the «War for Peace». In: spacesofidentity 5.1, p. 55-88.

Ο Εβραιος μεσα σου

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργος. Σε μια περίοδο μάλιστα που παρακολουθούμε την ατελείωτη σφαγή στη Γάζα στο όνομα της «αυτοάμυνας» του εβραϊκού κράτους, μοιάζει ίσως και προκλητικός. Στην πραγματικότητα όμως, είναι απλά η ελληνική απόδοση ενός τίτλου τραγουδιού, το οποίο είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν για ένα θεατρικό έργο, όχι κατ’ ανάγκη άμεσα συνδεδεμένο με τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη. Ο τραγουδοποιός είναι ο Αμερικανοεβραίος Ντάνιελ Καν, με τον οποίο έχουμε ήδη ασχοληθεί άλλες δύο φορές σε αυτό το μπλογκ.

Η τελευταία απ’ αυτές είχε θέμα ένα άλλο τραγούδι, του οποίου η σύνδεση με τα γεγονότα στη Γάζα είναι ίσως πιο άμεση. Οι σκέψεις στο συγκεκριμένο άρθρο ξεκινούσαν από την καταπίεση της (φυσιολογικής) δίψας των Εβραίων για εκδίκηση για το Ολοκαύτωμα – και πήγαιναν στην κατεύθυνση του πώς μπορεί να ενισχύει ξεσπάσματα βίας σαν αυτό που βλέπουμε στις μέρες μας.

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να πάρουμε τέτοιες σκέψεις ακόμα παραπέρα, με αφορμή τα τελευταία γεγονότα. Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου δεν ήρθε από το πουθενά, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν αυτή την εντύπωση. Στα προηγούμενα χρόνια, ζήσαμε τον αργό θάνατο της ελπίδας για πολιτική λύση στο Παλαιστινιακό, με αποκορύφωμα το κωμικοτραγικό «Σχέδιο Τραμπ» και τον σχηματισμό της πιο ακροδεξιάς και σκληρής κυβέρνησης στην Ιστορία του Ισραήλ. Η απόγνωση των Παλαιστινίων εκφραζόταν με διάφορες εκρήξεις βίας. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν μια κορύφωση με τέτοιο ακραίο τρόπο. Ακόμα πιο βέβαιη ήταν και η αντίδραση του Ισραήλ. Είναι ένα κράτος που, όπως αναφέρθηκε και στο άλλο άρθρο, μοιάζει να είναι εθισμένο στο αίμα: είναι σαν να φροντίζει να διαιωνίζει τη βία εναντίον του, ώστε να του δίνεται η ευκαιρία να εκτονώνεται με τόσο καταστροφικό τρόπο.

Η απλή σκέψη είναι ότι στη ρίζα αυτού του ατελείωτου κύκλου βίας, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η βία της ίδιας της ιδέας ενός έθνους-κράτους σε έδαφος όπου ζει άλλος λαός (ή λαοί). «Η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά είναι παντρεμένη με άλλον», όπως λέγεται ότι διαπίστωναν οι ίδιοι οι πρώτοι Σιωνιστές στην Παλαιστίνη. Από την άλλη όμως, αν επιστρέψουμε νοητά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, εύκολα θα νιώσουμε κάποια κατανόηση, ακόμα και συμπάθεια γι’ αυτό το εγχείρημα. Ήταν μια εποχή, που κανένα έθνος δεν έμοιαζε πως μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς ένα κράτος να το προστατεύει ταυτιζόμενο μαζί του. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθούν τα πολυεθνικά κράτη που είχαν απομείνει από τα παρελθόν αποτύγχανε. Το ίδιο ξεπερασμένη έμοιαζε και η άποψη ότι «οι Εβραίοι δεν είναι έθνος, αλλά θρησκεία», την οποία χρησιμοποιούσαν πιο πριν οι ίδιοι οι Εβραίοι για να τονίσουν την απόλυτη ένταξή τους στα υπάρχοντα έθνη-κράτη. Η εμπειρία του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου τους έδειξε ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί δύσκολα θα τους δεχτούν σαν πλήρες και ισότιμο μέρος του έθνους τους.

Να όμως που, αρκετές δεκαετίες μετά, τα έθνη-κράτη δείχνουν να φτάνουν κι αυτά στα δικά τους αδιέξοδα. Οικονομικοί περιορισμοί, αδυναμία να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μετανάστευσης, πολιτισμική και κοινωνική παρακμή, είναι μόνο κάποια από τα πολλά που μπορούμε να αναφέρουμε. Υπήρχε τελικά, ή τουλάχιστον υπάρχει τώρα κι άλλη επιλογή για τον Εβραϊσμό; Κάτι δηλαδή που να απέχει και από την πάση θυσία αναζήτηση κράτους, αλλά και από την άρνηση ύπαρξης εβραϊκού Έθνους (ή, αν όχι εβραϊκού, τουλάχιστον ασκενάζικου, σεφαρδίτικου, ίσως και μιζραχικού).

Η ίδια σκέψη μπορεί να επεκταθεί και σε όλα τα άλλα έθνη. Οι Εβραίοι είναι απλά αυτοί που, πριν τη δημιουργία του σιωνιστικού κράτους, φαίνονταν ως οι πιο κατάλληλοι για μια τέτοια εναλλακτική εθνική ταυτότητα ή ταυτότητες. Ταυτότητες που θα μπορούσαν να είναι εθνικές, χωρίς να απαιτούν τη σύνδεση με το αίμα ή μια συγκεκριμένη γεωγραφία, ή τουλάχιστον να μη ζητούν την αποκλειστικότητα σε αυτήν. Και αντί ο εβραϊκός εθνισμός να συνδεθεί με την καταπίεση «κατώτερων» λαών, μετατρεπόμενος κι αυτός σε ένα ακόμα παράδειγμα σοβινιστικού εθνο-κρατισμού (το πιο θλιβερό και σκληρό μάλιστα), θα ήταν αυτός που θα έδειχνε τον δρόμο προς ένα μέλλον πιο ελπιδοφόρο.

Κι εδώ μπορεί αυτή η σκέψη να συναντά, σε ένα μέρος της τουλάχιστον, το τραγούδι του Ντάνιελ Καν:

Επομένως, αντί άλλου κλεισίματος του άρθρου, θα κάνω μια απόπειρα μετάφρασης μέρους των στίχων (ξεκινάει από το 6:03):

Αν το να είσαι θύμα ήταν πάντα μέρος του τι σημαίνει να είσαι Εβραίος,

τότε η ασφάλεια ήταν ένα είδος προσφοράς που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε

Ποιος δε θα ήθελε να κερδίσει, όταν το μόνο που κάναμε πάντα ήταν να χάνουμε;

Κι έτσι γυρίσαμε την πλάτη μας σε ό,τι βοήθησε τον λαό μας να επιβιώσει

Και πέτυχε πραγματικά το να δημιουργήσουμε νέα εβραϊκά;

Με τους εχθρούς που σφάζαμε, το μίσος φούντωνε

Μα αυτό που μισείς στους άλλους, είναι αυτό που μισείς σε σένα

Το άλλο πόδι βάζει το παπούτσι

Και πού πήγε όλο λάθος, κανείς δεν ήξερε

Τώρα η εξορία θα επιστρέψει σαν ντεζαβού

Και ίσως θα πρέπει να τη μάθουμε όλοι από την αρχή

όχι πια μόνο ως θύματα, αλλά και ως δράστες.

Να μάθουμε να είμαστε Εβραίοι

Μάθε να είσαι Εβραίος ανάμεσα στους Εβραίους

Εβραίος, Εβραίος, το πρόβλημα δεν είναι καινούριο,

ένας άστεγος Εβραίος κρύβεται μέσα σου

Λοιπόν, η ώρα πέρασε και σύντομα θα πρέπει να πληρώσουμε τις οφειλές μας

Μπορείς να το διαβάσεις στις εφημερίδες, μπορείς να το δεις στις ειδήσεις

Είμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις, όπου όλοι θα πρέπει να κάνουμε επιλογές

και κανείς δεν θα ανακτήσει αυτό που όλοι πρόκειται να χάσουμε.

Ο κόσμος γίνεται πιο κρύος, τα τείχη είναι ψηλά και αληθινά,

όλες οι πόλεις καίγονται σε κάτι σκοτεινό και νέο,

και όλοι οι ουρανοί παίρνουν μια αιματηρή κόκκινη απόχρωση,

η φωτιά και τα σκουπίδια έχουν χτυπήσει τα ουράνια σε μαύρο και μπλε

Και ζεις σε χώρα και εποχή, που δεν είναι φτιαγμένες για σένα

Είσαι πρόσφυγας από πολέμους ανάμεσα σε θρησκευτικές οπτικές γωνίες

και σε όλα τα σπασμένα σύνορα των ονομασιών που σου δίνουν.

Αλλά η Ιστορία είναι ένας ποταμός γεμάτος πράγματα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις

Επομένως, όταν σου ζητήσουν τα χαρτιά σου κι εσύ δεν ξέρεις τι να κάνεις,

θυμήσου εκείνη τη στιγμή τι κουβαλάς μέσα σου,

γιατί θα έρθει η μέρα που θα αρνηθούν όλα τα χαρτιά σου

και τότε θα βρεθείς κι εσύ στην εξορία.

Άρα έχω μια μικρή προφητεία για σένα,

ένα αποκαλυπτικό μυστήριο, ένα στοιχείο:

όσο ο κόσμος γίνεται σαν τη Βαβυλώνα, τόσο γινόμαστε όλοι Εβραίοι.

Όταν η Σιών θα έχει πεθάνει και χαθεί, η υπόσχεση θα πραγματοποιηθεί

Η Βαβυλώνα είναι παντού, και η Σιών είναι μέσα σου.

Επομένως, μάθε να την παίρνεις μαζί σου.

Μάθε να είσαι Εβραίος.

Το Κυπριακο ως μοντελο

Κλασσικό

Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να «γιορτάζουμε» τη συμπλήρωση ενός στρογγυλού αριθμού ετών από κάποια σημαντική χρονολογία. Το έτος που βρισκόμαστε σηματοδοτεί κι αυτό τη συμπλήρωση 20 ετών μιας μεγάλης αλλαγής για την Κύπρο, την οποία όμως τελικά η Ιστορία μοιάζει να κατέταξε ως λιγότερο κρίσιμη απ’ ό,τι ίσως λογικά θα περιμέναμε. Το 2003 ο Ραούφ Ντενκτάς, υπό την πίεση των μεγάλων διαδηλώσεων των Τουρκοκυπρίων, αποφάσισε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, μετά από τρεις δεκαετίες απόλυτου διαχωρισμού. Είκοσι χρόνια μετά, είναι μια καλή ευκαιρία για να κάνουμε κάποιες σκέψεις.

Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, ειδικά όσοι γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, χωρίς ανάμνηση της προηγούμενης κατάστασης, μάθαμε να τη βλέπουμε ως ειδική περίπτωση. Αυτό γινόταν πιο καθαρό όταν θέλαμε να εξηγήσουμε σε ξένους την πολιτική κατάσταση στο νησί. Δύσκολα μπορούσαμε να βρούμε παρόμοιες καταστάσεις για να κάνουμε αναλογίες, είτε ψάχναμε στην περιοχή μας είτε έξω απ’ αυτήν.

Το ιδιαίτερο στην Κύπρο, ειδικά στις δεκαετίες του απόλυτου διαχωρισμού (’80 και ’90), ήταν ότι, ενώ δε ζούσαμε άμεση πολεμική σύγκρουση κι είχαμε σχετικά πολύ λίγα θύματα να θρηνήσουμε μετά το 1974, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ειρηνική συνύπαρξη». Υπήρχαν δύο πλευρές χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους, που δεν αναγνώριζε η μια την άλλη, με δημόσια ρητορική που θύμιζε πόλεμο, με στρατούς που συμπεριφέρονταν σαν να ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά χωρίς να πολεμούν, και με μια ειρηνευτική δύναμη άναμεσά τους, η οποία κατά κανόνα δεν είχε πολλά να ειρηνεύσει. Ήταν μια κατάσταση αρκετά διαφορετική π.χ. από τη γειτονική Παλαιστίνη, που αναφλεγόταν σε τακτικά διαστήματα, πάντα με απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, οι επαφές όμως ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν υπαρκτές. Ήταν επίσης διαφορετική από τις πολύ ζωντανές πολεμικές συγκρούσεις στον Λίβανο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στον Καύκασο. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως θύμιζε Ψυχρό Πόλεμο, αλλά σε αυτόν υπήρχε έστω μια αναγνώριση των δυνητικών αντιπάλων μεταξύ τους, ένα μίνιμουμ σχέσεων, επικοινωνίας, ανταλλαγής πρεσβειών, που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι πιο κοντά στην ειρήνη, έστω εύθραυστη, παρά στον πραγματικό πόλεμο. Στην Κύπρο, αυτό δεν υπήρχε: ήταν η κατάσταση που με μια φράση θα τη περιγράφαμε «ούτε ειρήνη. ούτε πόλεμος».

Όταν άλλαξε η χιλιετία, φάνηκε ότι θα άλλαζαν τα πράγματα και στην Κύπρο. Εξάλλου, όλοι συμφωνούσαν ότι η υπαρκτή κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα και δεν μπορούσε παρά να είναι προσωρινή. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το Σχέδιο Ανάν, η ελληνοτουρκική προσέγγιση με τη «διπλωματία των σεισμών» και η προοπτική εισόδου τόσο της Κύπρου όσο και της Τουρκίας στην Ε.Ε.: όλα έδειχναν ότι η Κύπρος ήταν στον προθάλαμο μιας νέας κανονικότητας, μιας πραγματικής ειρήνης.

Κι όμως, στο 2023 όπου βρισκόμαστε πλέον, το εντυπωσιακό είναι πόσο λίγο άλλαξαν τελικά τα πράγματα. Βέβαια, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούμε να μετακινηθούμε σχετικά εύκολα από την Πάφο μέχρι την Καρπασία (πάντα βέβαια δείχνοντας ταυτότητα). Οι στρατοί και οι σκοπιές είναι όμως ακόμα εκεί, το ίδιο και τα οδοφράγματα, η νεκρή ζώνη, η ειρηνευτική δύναμη. Μπορεί να υπάρχει τώρα ένα μίνιμουμ επαφών, συνεχίζει όμως η αμοιβαία μη αναγνώριση και χρησιμοποιούνται ακόμα όροι όπως «ψευδοκράτος» ή «ελληνική διοίκηση της Νότιας Κύπρου». Συνεχίζουμε να μιλάμε για επιστροφή των προσφύγων, για εγκλωβισμένους, για την «πόλη-φάντασμα» στο Βαρώσι.

Από το 2003 και μετά, ο αριθμός των θυμάτων έχει μηδενιστεί εντελώς, εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια. Αλλά αντί αυτό να φέρνει την ειρήνη πιο κοντά, μάλλον λειτουργεί ανάποδα: κάνει την κατάσταση να μοιάζει ακίνδυνη κι επομένως κατά κάποιον τρόπο την παγιώνει. Στο κάτω κάτω, ακόμα και μ’ αυτές τις συνθήκες, οι τουρίστες έρχονται κατά εκατομμύρια, γίνονται προσοδοφόρες επενδύσεις, μετακινούμαστε ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη, οι Κύπριοι απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο. Γιατί πραγματικά να θέλει κάποιος να αλλάξει κάτι; Τι έχει μια πραγματική ειρήνη να προσφέρει, που δεν το έχουμε τώρα, που να αξίζει το ρίσκο μιας αλλαγής;

Αναρωτιέμαι μήπως το κυπριακό σύστημα είναι τελικά τόσο λειτουργικό, που έχει αρχίσει να γίνεται ακόμα και πρότυπο. Οι ελίτ σε γειτονικές ή και λίγο πιο μακρινές χώρες μοιάζουν να σκέφτονται κάπως έτσι: «μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ σε μια ειρηνική διευθέτηση, αλλά μπορούμε να γίνουμε όπως η Κύπρος». Ακόμα κι αν δεν εκφράζεται έτσι προς τα έξω, η πραγματικότητα δείχνει ότι πολλά πράγματα κατευθύνονται προ τα εκεί.

Στη δεκαετία του 1990, υπήρχαν ακόμα συγκρούσεις στον μετα-οθωμανικό κόσμο που λύνονταν με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στα εμπόλεμα μέρη, κατά κανόνα με ξένη μεσολάβηση, ίσως και επιβολή. Ο εμφύλιος του Λιβάνου κατέληξε στη Συμφωνία του Ταΐφ, ο Πόλεμος της Βοσνίας τελείωσε με τη Συμφωνία του Ντέιτον, το Παλαιστινιακό φαινόταν να πηγαίνει προς μια διευθέτηση με βάση τη Συμφωνία του Όσλο. Καμιά απ’ αυτές τις διευθετήσεις δεν ήταν εγγύηση για τη σταθερότητα – αντίθετα, τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αποδείξει το πόσο προβληματικές ήταν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν επίσημες συμφωνίες.

Τι γίνεται όμως με τις νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν πρόσφατα; Η πρώτη που έρχεται στον νου είναι βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πολλές απόψεις και αναλύσεις ακούμε γι’ αυτόν, σε αυτό όμως που μοιάζουν να συμφωνούν, είναι ακριβώς ότι οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Ούτε η Ρωσία πρόκειται να αποσυρθεί από τα εδάφη που κατέλαβε, ούτε η Ουκρανία να δεχτεί την απώλεια κυριαρχίας σε αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, απλά θα σταματήσουν οι μάχες και οι δύο πλευρές θα συμφωνούν ότι διαφωνούν για το σε ποιον ανήκουν αυτά τα εδάφη. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, θα ανήκουν στην Ουκρανία – πρακτικά, τον έλεγχο θα έχει η Ρωσία. Αυτό μάλλον κάτι μας θυμίζει.

Κάπως έτσι δεν βλέπουμε να καταλήγουν κι άλλες συγκρούσεις στην πρώην σοβιετική επικράτεια; Δεν είναι κάτι παρόμοιο και η Βόρεια Οσσετία με την Αμπχαζία στη Γεωργία; Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είδαμε πρόσφατα και μια πολύνεκρη ανάφλεξη, που λειτούργησε ίσως και κάπως «διορθωτικά», φέρνοντας μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πόσοι όμως πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δώσουν πραγματικά τα χέρια Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, με μια πραγματική συμφωνία;

Ας έρθουμε και πιο κοντά στα δικά μας, στη γειτονιά μας. Συγκεκριμένα σε έναν άλλο πόλεμο, που μόλις πρόσφατα μας απασχολούσε περισσότερο απ’ όλους. Είναι ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, του οποίου έχει μειωθεί τόσο πολύ η ένταση, ώστε να κοντεύουμε να τον ξεχάσουμε. Ο αριθμός των νεκρών το 2022 δεν ξεπέρασε με βάση εκτιμήσεις τους 4000, σε σχέση με πάνω από 100.000 το 2014 (και περίπου 20.000 το 2018).

Σε προηγούμενο άρθρο του μπλογκ, δείξαμε πόσο άλλαξε η κατάσταση στο έδαφος από το 2015 ως το 2019. Ήταν πραγματικά μεγάλες αλλαγές. Ο σημερινός χάρτης, ακόμα μια τετραετία μετά, είναι κάπως έτσι:

Πηγή: https://syria.liveuamap.com/

Σχεδόν όμοιος δηλαδή με το 2019, αν εξαιρέσουμε τη μικρή ζώνη που ελέγχει επιπλέον η Τουρκία (και) στα βορειοανατολικά. Μπορεί να μην υπάρχει προοπτική για μια επίσημη συμφωνία ανάμεσα σε πλευρές που η ύπαρξη της μίας βασίζεται στη μη αναγνώριση της άλλης. Μοιάζουν όμως να τα έχουν βρει ο προστάτες τους, κι αυτό φαίνεται ότι φτάνει για να μένουν οι εχθροπραξίες σε «χαμηλά» επίπεδα. Ίσως ακούγεται ως πολύ τραβηγμένο ότι οι (πρώην ή νυν) τζιχαντιστές θα μπορούσαν να συμβιώνουν με το καθεστώς Άσαντ με τον ίδιο τρόπο που συμβιώνουν σήμερα ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή διοίκηση. Δεν είναι όμως ήδη πολύ δύσκολο να φανταστούμε οτιδήποτε άλλο;

Ακόμα και για τη μόνιμα ανοικτή πληγή της περιοχής, το Παλαιστινιακό, έχουν στην ουσία σταματήσει οι συζητήσεις περί πιθανών λύσεων (μετά από το αστείο «σχέδιο» του Τραμπ, το οποίο δικαίως αγνοήθηκε από σχεδόν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας). Οι πολιτικοί συσχετισμοί (κυρίως) στο Ισραήλ, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, κάνουν έτσι κι αλλιώς μια τέτοια συζήτηση εντελώς φιλολογική. Στο βαθμό που ακόμα ασχολούνται κάποιοι με το Παλαιστινιακό, μιλούν για το πώς θα διαχειριστούν διάφορες πτυχές μιας υπάρχουσας κατάστασης.

Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μοιάζουν να πλησιάζουν τα στάτους κβο στις γειτονικές χώρες με το κυπριακό. Αυτή είναι τουλάχιστον η δική μου εντύπωση. Ακόμα κι εκεί όπου υπήρξε διευθέτηση, όπως η Βοσνία ή ο Λίβανος, η τάση είναι μάλλον προς την αστάθεια, ίσως και την κατάρρευση, παρά τη σταθεροποίηση.

Ίσως οδεύουμε προς μια εποχή, που δε θα είναι πια τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε στον ξένο την κατάσταση στην Κύπρο. Ήδη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάπως όπως η Αμπχαζία ή Βόρεια Οσσετία, ακόμα και το Κόσοβο – σε λίγα χρόνια, θα λέμε ίσως και Κριμαία/Ανατολική Ουκρανία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Συρία, Παλαιστίνη. Και ίσως πιο μετά, Βοσνία, Βόρεια Μακεδονία κλπ. Θα είναι μια εποχή όπου μπορεί τα σύνορα στον χάρτη να μην αλλάζουν πια, θα γίνονται όμως όλο και πιο άσχετα με την πραγματικότητα.

Ο δευτερος πολεμος της Βοσνιας

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός. Ο πόλεμος στον οποίο αναφερόμαστε είχε επίκεντρο εξίσου την Ερζεγοβίνη (το δεύτερο συστατικό του ονόματος της χώρας, το οποίο συχνά ξεχνάμε) με τη Βοσνία. Επίσης, δεν ήταν ακριβώς δεύτερος, αφού έγινε παράλληλα με τον «πρώτο», δεν τον ακολούθησε· κατ’ ακρίβεια, τελείωσε πριν απ’ αυτόν. Το «δεύτερος» εδώ δεν έχει να κάνει τόσο με τον χρόνο όσο με τη σημασία: τουλάχιστον, αυτήν που του αποδόθηκε απ’ έξω.

Ο «πρώτος» πόλεμος είναι ο πιο γνωστός διεθνώς κι αυτός που συνήθως μας έρχεται στο νου όταν ακούμε για πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Από τη μια, οι Σέρβοι, υπό την ηγεσία του Ράντοβαν Κάρατζιτς και με τη (μέχρι ενός σημείου) στήριξη του ελεγχόμενου από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς γιουγκοσλαβικού στρατού. Από την άλλη, η συμμαχία Κροατών και Μουσουλμάνων (ή Βοσνιακών, όπως είναι πια ο πολιτικά ορθός όρος για τους δεύτερους). Συχνά όμως ξεχνάμε, ότι για δύο περίπου χρόνια οι δύο τελευταίοι πολεμούσαν όχι μόνο εναντίον των Σέρβων, αλλά και μεταξύ τους.

Οι ηγέτες των τριών εθνοτικών ομάδων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στη διάρκεια του πολέμου: απο αριστερά προς τα δεξιά, Ράντοβαν Κάρατζιτς (Σέρβοι), Αλία Ιζετμπέγκοβιτς (Μουσουλμάνοι-Βοσνιακοί), Μάτε Μπόμπαν (Κροάτες). Πηγή εικόνας: https://www.vecernji.ba/kolumne/filmski-povratak-alije-izetbegovica-karadzica-i-bobana-1189680.

Από δύσκολοι σύμμαχοι, ανοικτοί εχθροί

Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία, τα πράγματα μπορεί να έμοιαζαν σχετικά καθαρά: οι Σέρβοι εναντίον όλων. Η κατάσταση δεν ήταν ποτέ βέβαια τόσο μονοδιάστατη (θα ήταν αδύνατο σε μια χώρα τόσο σύνθετη όσο η πρώην Γιουγκοσλαβία), αλλά μια τέτοια απλοποίηση ήταν σε κάποιο βαθμό θεμιτή. Ήδη όμως στον δεύτερο χρόνο, το 1992, φάνηκαν τα όρια της. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συμμαχία Κροατών-Μουσουλμάνων συντηρούνταν κυρίως από τον κοινό φόβο των Σέρβων. Όπου οι τελευταίοι έφυγαν νωρίς ή δεν είχαν διεκδικήσεις, δεν υπήρχε κάτι για να ενώνει τους πρώτους. Αυτή ήταν η περίπτωση δύο κυρίως περιοχών: της Κεντρικής Βοσνίας και της Δυτικής Ερζεγοβίνης.

Ας ξεκινήσουμε με την τελευταία. Στα οθωμανικά χρόνια, η εθνο-θρησκευτική σύνθεση της Δυτικής Ερζεγοβίνης ήταν από τη μια αρκετά τυπική: ένα μεγάλο αστικό κέντρο (Μόσταρ) με μουσουλμανική πλειοψηφία, στη μέση ενός αγροτικού χώρου κατοικούμενου κυρίως από Χριστιανούς. Από την άλλη όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα: αυτοί οι Χριστιανοί αγρότες δεν ήταν Ορθόδοξοι, όπως συνηθιζόταν στα οθωμανικά Βαλκάνια, αλλά στη μεγάλη πλειονότητά τους Καθολικοί (Κροάτες). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνορεύει με την κροατική ακτή της Δαλματίας, η Ερζεγοβίνη ήταν επομένως πάντα στο μυαλό των Κροατών εθνικιστών που ονειρεύονταν μια ανεξάρτητη Μεγάλη Κροατία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου τα πάντα έγιναν πάλι ρευστά, κάποιοι το είδαν σαν ευκαιρία για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα.

Η Κεντρική Βοσνία είναι κάπως διαφορετική περίπτωση. Ο κροατικός πληθυσμός δεν είναι εδώ τόσο συμπαγής και δεν γειτονεύει άμεσα με την κυρίως Κροατία. Πρόκειται για μια ανάμικτη περιοχή: κάποια χωριά/κωμοπόλεις με περισσότερους Κροάτες, άλλα με περισσότερους Μουσουλμάνους, κάποια εντελώς ανάμικτα, και λίγοι Σέρβοι σκορπισμένοι παντού (πολύ λιγότεροι σήμερα, μετά τον πόλεμο). Αν δηλαδή η Δυτική Ερζεγοβίνη έμοιαζε σε πολλούς «φυσικά» κροατική, η κεντρική Βοσνία έπρεπε πρώτα να γίνει τέτοια· με ποιες μεθόδους, θα το βλέπαμε σύντομα.

Εθνοτική Σύνθεση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1991 (πριν τους πολέμους και τις μετακινήσεις/εκκαθαρίσεις πληθυσμών που ακολούθησαν). Η Δυτική Ερζεγοβίνη είναι η συμπαγής πορτοκαλί (κροατική) περιοχή στα νοτιοδυτικά, ενώ η Κεντρική Βοσνία φαίνεται ως ανάμικτη πράσινη-πορτοκαλί (Μουσουλμάνοι και Κροάτες) με μικρούς μπλε θύλακες (Σέρβοι).
By Lilic – 1991 population census, CC BY-SA 3.0 rs, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=75497423

Όταν το μονοκομματικό κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε, η δύναμη που γρήγορα κυριάρχησε ανάμεσα στους Κροάτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν το εθνικιστικό Κροατικό Δημοκρατικό Κόμμα (HDZ) – και το ένοπλο σκέλος του, το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο (HVO). Ο τοπικός ηγέτης ήταν ο Μάτε Μπόμπαν, αλλά βέβαια πιο ψηλά ήταν η κυβέρνηση της ίδιας της Κροατίας υπό τον Φράνιο Τούτζμαν, ο οποίος έπαιρνε τις κεντρικές αποφάσεις. Το HVO έκανε προετοιμασίες για μια ένοπλη σύγκρουση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, πολύ πριν αυτή ξεσπάσει: το 1992 είχε ήδη έτοιμη οργανωτική δομή και εξοπλισμό. Πολύ σύντομα, κατάφερε να επικρατήσει επί άλλων κροατικών ανταγωνιστικών οργανώσεων όπως τις Κροατικές Αμυντικές Δυνάμεις (HOS), χάρη και στην περίπου φανερή στήριξη της κροατικής κυβέρνησης.

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ο σερβικός εχθρός ήταν ακόμα παντού, με την ισχύ του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίο στην ουσία είχε στη διάθεσή του. Επομένως, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους παρά να συνεργαστούν. Ήδη όμως από τότε, ήταν φανερό πως οι στόχοι των ηγεσιών τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Οι Κροάτες ανακήρυξαν από το 1991 την «Κροατική Κοινότητα της Ερζεγο-Βοσνίας«. Χωρίς ακόμα να είναι απολύτως καθαροί στο κατά πόσον αυτή πρέπει να ανήκει σε μια (συν)ομοσπονδιακή Βοσνία-Ερζεγοβίνη, να είναι εντελώς ανεξάρτητη ή και να προσαρτηθεί στην Κροατία, η απόσταση από την ενιαία πολυεθνοτική Βοσνία-Ερζεγοβίνη που υποστήριζαν οι Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί ήταν μεγάλη.

Η Κροατική Δημοκρατία της Ερζεγο-Βοσνίας, στα σύνορα στα οποία αυτό-ανακηρύχθηκε το 1993, ως μετεξέλιξη της «Κροατικής Κοινότητας». Στην πραγματικότητα βέβαια, ποτέ το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο δεν κατάφερε να ελέγξει όλη αυτή την περιοχή, ούτε καν την «επίσημη» πρωτεύουσά της, το Μόσταρ. Πηγή εικόνας: https://i.redd.it/croatian-republic-of-herzeg-bosnia-1991-1996-v0-h9id38lwsbw81.jpg?s=345e23d1014cbd736f066ea2dfd120c21fb9d08d

Μια ματιά στον προηγούμενο χάρτη είναι αρκετή για να καταλάβουμε γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να δεχτούν μια τριχοτόμηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αν και με 41% (τότε) η μεγαλύτερη κοινότητα της χώρας, η συγκέντρωσή τους στους αστικούς χώρους από τη μια και η διασπορά τους μέσα στην επικράτεια από την άλλη, σήμαιναν ότι το ποσοστό έκτασης όπου πλειοψηφούσαν ήταν πολύ μικρότερο του ποσοστού τους στον πληθυσμό. Επίσης, αυτή η έκταση ήταν πολύ λιγότερο συμπαγής από την αντίστοιχη Σέρβων και Κροατών. Επιπλέον, πάλι σε αντίθεση με τους τελευταίους, δεν συνόρευε με κάποια «μητέρα-πατρίδα» που θα μπορούσε να τους στηρίξει: θα ήταν στην ουσία μια ή περισσότερες μουσουλμανικές νησίδες σε πλήρη εξάρτηση από τους δυνητικούς εχθρούς της. Στην ουσία, η ενιαία Βοσνία-Ερζεγοβίνη στα παλιά της σύνορα ήταν για τους Μουσουλμάνους Βοσνιακούς η μόνη ελπίδα επιβίωσης ως ξεχωριστή εθνότητα. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τους Κροάτες, κι έτσι κατά κάποιον τρόπο «φυσιολογικά» οι τελευταίοι απομακρύνονταν από τους Μουσουλμάνους· και, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως έρχονταν πιο κοντά στους Σέρβους.

Παρά επομένως την εχθρότητα ανάμεσα σε Τούτζμαν και Μιλόσεβιτς, αυτό δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι δεν μπορoύσε να υπάρξει κατανόηση μεταξύ τους. Ήδη το 1991 ήταν η χρονιά της περίφημης, αν και ακόμα μη ξεκάθαρα αποδεδειγμένης, συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Με αυτήν, πιστεύεται πως οι δύο εθνικιστές ηγέτες κατέληξαν στη μοιρασιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μεταξύ τους. Την επόμενη χρονιά, συναντήθηκαν στο Γκρατζ της Αυστρίας και οι αντίστοιχοι τοπικοί ηγέτες της Βοσνίας: ο Μάτε Μπόμπαν και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς. Οι Μουσουλμάνοι, συμπιεσμένοι ανάμεσα στον σερβικό και κροατικό εθνικισμό, ήταν το πιο αδύναμο μέρος αυτής της εξίσωσης: δεν κλήθηκαν καν στη συνάντηση.

Ο πόλεμος της Κεντρικής Βοσνίας

Οι Μπόμπαν και Κάρατζιτς μπορεί να μην κατέληξαν τελικά σε συμφωνία στο Γκρατζ (κατά μια άποψη, λόγω διαφωνιών στον έλεγχο του Ανατολικού Μόσταρ). Στα μάτια των Μουσουλμάνων όμως, και μόνο το γεγονός όμως ότι συναντιούνταν και συνομιλούσαν ερήμην τους, δεν μπορούσε παρά να φαίνεται ως καθαρή κροατική προδοσία· και μάλλον όχι άδικα.

Όπως ήταν ίσως επόμενο λόγω του ανάμικτου πληθυσμού, οι αψιμαχίες ξεκίνησαν κυρίως στην κεντρική Βοσνία, ήδη από το 1992, στην αρχή μάλλον κάπως συγκρατημένα. Όσο όμως οι συγκρούσεις με τους Σέρβους έμοιαζαν να κοπάζουν, τόσο χανόταν (κι εδώ) ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς. Τελικά, οι αψιμαχίες έγιναν κανονικές μάχες και οι μάχες κανονική εθνοκάθαρση· έτσι όπως την ξέραμε από τον «πρώτο» πόλεμο της Βοσνίας. Εκδίωξη ανθρώπων από τα σπίτια τους, κάψιμο χωριών, εκτελέσεις αιχμαλώτων, σφαγές αμάχων, βεβήλωση θρησκευτικών συμβόλων, μαζικοί βιασμοί: τέτοια γεγονότα ακολουθούσαν το ένα το άλλο.

Η κορύφωση ήταν η σφαγή του Άχμιτσι, στις 16 Απριλίου 1993. Κατά τις 5.30 το πρωί, οι βολές των κροατικών όλμων στα όρια του μικτού χωριού φρόντισαν ώστε να κοπεί η οδός διαφυγής των Μουσουλμάνων κατοίκων προς τα δάση. Οι κροατικές δυνάμεις μπήκαν έπειτα στο χωριό. Το τι ακολούθησε, το ξέρουμε χάρη στο ότι, σχεδόν τυχαία, ειρηνευτικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βρέθηκαν στην πόλη λίγο μετά. Αντίκρισαν κατεστραμμένα σπίτια (τα λίγα άθικτα ανήκαν σε Κροάτες) και αμέτρητα πτώματα. Πάνω από 100 νεκροί χωρικοί ήταν ο τραγικός απολογισμός της μέρας, κυρίως άμαχοι και πολλά γυναικόπαιδα. Κάποιοι είχαν σκοτωθεί από πυροβολισμούς, άλλοι φαίνεται ότι είχαν καεί ζωντανοί. Αν και η επίσημη κροατική διοίκηση αρνήθηκε ότι αυτά έγιναν εν γνώσει της, τα γεγονότα δεν άφησαν πολλές αμφιβολίες για το ποια ήταν η στρατηγική από πίσω. Όπως είπε και ο διοικητής των στρατευμάτων του ΟΗΕ, η σφαγή έπρεπε να γίνει για να ξέρουν οι Μουσουλμάνοι τι θα τους συμβεί αν δεν εγκαταλείψουν την περιοχή.

Εκτός των σφαγών, οι κροατικές δυνάμεις έκαψαν το τζαμί του Άχμιτσι, γκρεμίζοντας και τον μιναρέ. Η καταστροφή των θρησκευτικών συμβόλων του «εχθρού» ήταν σταθερό χαρακτηριστικό των πολέμων της Βοσνίας. Πηγή εικόνας: http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/603420.stm

Οι Μουσουλμάνοι απάντησαν κι αυτοί με αντίστοιχες σφαγές Κροατών αμάχων, όπως αυτές στην Τρούσινα, ή, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στο Ουζντόλ και την Γκραμποβίτσα (αν και συνολικά μάλλον όχι στην ίδια κλίμακα και συστηματικότητα). Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πια, ότι μόλις πριν έναν χρόνο οι δύο πλευρές ήταν σύμμαχοι.

Ιστορία μιας πόλης και μιας γέφυρας

Η πρωτεύουσα της Ερζεγοβίνης έχει όνομα με νόημα: το «Μόσταρ» προέρχεται από τη σερβοκροατική λέξη Μοστ, δηλαδή γέφυρα. Και όντως, το σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά γέφυρα, «Στάρι Μοστ» στα σερβοκροάτικα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία της περιοχής, το οποίο ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Νερέτβα που διασχίζει την πόλη.

Το Μόσταρ και η Παλιά Γέφυρα. Πηγή εικόνας: https://www.historyhit.com/locations/mostar-bridge/

Το όνομα σε μια τέτοια γεωγραφία αποκτά κι άλλους συμβολισμούς. Πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, το Μόσταρ ήταν και πρότυπο αρμονικής συμβίωσης εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, τονίζοντας τη γιουγκοσλαβική «αδελφοσύνη και ενότητα». Οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες ήταν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, με περίπου 30-35% του πληθυσμού η κάθε μία. Η τρίτη κοινότητα ήταν οι Σέρβοι, περίπου ένα πέμπτο του πληθυσμού. Πλάι σε αυτές τις κοινότητες, στις επίσημες στατιστικές εμφανιζόταν και ένα περήφανο 10-15% που δήλωναν απλώς «Γιουγκοσλάβοι», περιφρονώντας τους εθνοτικούς διαχωρισμούς. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παιδιά μικτών γάμων, στους οποίους το Μόσταρ είχε το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.

Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες το 1992. Σε πρώτη φάση, Μουσουλμάνοι και Κροάτες πολέμησαν μαζί ενάντια στους Σέρβους και τον γιουγκοσλαβικό στρατό. Οι σέρβικες δυνάμεις εγκατέλειψαν όμως σχετικά γρήγορα κι εύκολα την πόλη (στη φυγή τους ακολούθησε και ο σερβικός πληθυσμός της πόλης), με τρόπο που άφησε στους Μουσουλμάνους πολλές υποψίες για εφαρμογή της συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Η συμπεριφορά της κροατικής ηγεσίας επιβεβαίωνε αυτούς τους φόβους: ονόματα δρόμων άλλαζαν σε κροατικά, κροατικά εθνικά σύμβολα αναρτήθηκαν στη θέση αυτών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το Μόσταρ προοριζόταν για πρωτεύουσα της Ερζεγο-Βοσνίας: οι Κροάτες, αν και χωρίς να είναι απόλυτη πλειοψηφία, θεωρούσαν ότι από τη στιγμή που οι Μουσουλμάνοι είχαν το Σαράγεβο και οι Σέρβοι την Μπάνια Λούκα, το Μόσταρ αναλογούσε φυσιολογικά σε αυτούς.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις κροατο-βοσνιακές μάχες στο μέτωπο της Κεντρικής Βοσνίας, στο Μόσταρ η κατάσταση παρέμεινε σχετικά ήρεμη μέχρι και τον Μάιο του 1993. Κάπου εκεί όμως, αυτή η εύθραυστη ηρεμία έφτασε στα όριά της. Οι δυνάμεις του Κροατικού Αμυντικού Συμβουλίου περικύκλωσαν το μουσουλμανικό μέρος της πόλης, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν όσους προσπαθούσαν να περάσουν σε αυτό από την απέναντι όχθη του Νερέτβα. Οι Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην κροατική ζώνη συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αποτελούμενος κυρίως από Μουσουλμάνους Στρατός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης αντέδρασε, όπως ήταν επόμενο.

Πολύ γρήγορα, η πόλη χωρίστηκε στα δύο: στα δυτικά ελεγχόμενη από το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο, στα ανατολικά από την επίσημη και κυριαρχούμενη από Μουσουλμάνους (μετά την αποχώρηση Σέρβων και Κροατών) κυβέρνηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Δεν ήταν όμως μια διχοτόμηση με ισορροπία δυνάμεων. Το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία ένα μουσουλμανικό γκέτο, υπό τη σταθερή πολιορκία των κροατικών δυνάμεων. Ενώ στο κροατικό μισό η ζωή συνεχιζόταν σχεδόν κανονικά, στο Ανατολικό οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, θυμίζοντας Σαράγεβο: έλλειψη βασικών αγαθών όπως ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ασθένειες, πείνα, κι επιπλέον, συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού, οι οποίες κατέστρεψαν περίπου τα 4/5 των κτιρίων της πόλης.

Ο βοσνιακός στρατός πάντως έλεγχε ακόμα κι ένα μικρό τμήμα της δυτικής όχθης του Νερέτβα, στην παλιά πόλη του Μόσταρ, το οποίο επικοινωνούσε με την ανατολική όχθη μέσω της παλιάς γέφυρας. Προς το τέλος του 1993, η κροατική πλευρά αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να τελειώνει και με αυτήν. Με αιτιολογία τη διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη του μουσουλμανικού θύλακα, το κροατικό πυροβολικό βομβάρδισε και κατέστρεψε την παλιά γέφυρα, μετά από 400 χρόνια. Η εικόνα γύρισε τον κόσμο και προκάλεσε σοκ και θλίψη. Μαζί με τη γέφυρα, σύμβολο της πόλης, γκρεμίστηκαν ίσως και όσα συμβόλιζε για τη συμβίωση των κοινοτήτων.

Η καταστροφή της γέφυρας (09.11.1993).

Η αποκατάσταση (;) της συμμαχίας

Το 1994, ο πόλεμος στη Βοσνία έμπαινε στον τρίτο χρόνο του. Οι Αμερικάνοι αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να αναλάβουν δράση. Και για να ασκηθεί πίεση προς τους Σέρβους, η πρώτη απαραίτητη κίνηση ήταν η αποκατάσταση της κροατο-μουσουλμανικής συμμαχίας.

Υπήρχαν όμως και εσωτερικοί λόγοι που υποχρέωναν τις δύο πλευρές να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Οι Βοσνιακοί προφανώς δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ ακόμα τον πόλεμο σε δύο μέτωπα, εναντίον Κροατών και Σέρβων, και μάλιστα με δύο από τις σημαντικότερες πόλεις τους (Σαράγεβο και Μόσταρ) υπό πολιορκία. Και οι Κροατοβόσνιοι όμως δεν τα πήγαιναν και πολύ καλύτερα. Παρά τα θεωρητικά τους πλεονεκτήματα (κυρίως τη στήριξη από τη μητέρα-πατρίδα Κροατία), στην αρχή του 1994 η στρατιωτική κατάσταση στο πεδίο έδειχνε περισσότερο ισοπαλία παρά νίκη. Ο βοσνιακός στρατός είχε αντέξει καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Επίσης, γεγονότα όπως η σφαγή του Άχμιτσι, η καταστροφή της γέφυρας του Μόσταρ και η συνεχιζόμενη σκληρή πολιορκία του τελευταίου, είχαν χαλάσει την εικόνα της κροατικής πλευράς στο εξωτερικό. Φαινόταν πως υπήρχε η πιθανότητα ακόμα και διεθνών κυρώσεων προς την Κροατία, ανάλογων με αυτών που ήδη ίσχυαν ενάντια στη Σερβία: κάτι που ο Τούτζμαν ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.

Και η θυσία ήταν μάλλον η εγκατάλειψη του σχεδίου της κροατικής Ερζεγο-Βοσνίας. Με εντυπωσιακή ταχύτητα, μόλις στη δεύτερή τους συνάντηση, οι δύο πλευρές υπέγραψαν ανακωχή στις 23 Φεβρουαρίου: και, ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό, η ανακωχή λίγο-πολύ τηρήθηκε.

Μόλις 6 ημέρες μετά, την 1η Μαρτίου, υπογράφηκε και η Συμφωνία της Ουάσιγκτον. Η Συμφωνία έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· χωρίς απαραίτητα να αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από καμιά από τις δύο πλευρές. Εκείνη τη στιγμή πάντως, έδωσε τη δυνατότητα σε Κροάτες και Μουσουλμάνους να επικεντρωθούν πάλι στον κοινό σερβικό εχθρό: αυτήν τη φορά, υποστηριζόμενοι και από ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς. Μπήκαν έτσι οι βάσεις και για τη σερβική ήττα, ενάμιση χρόνο αργότερα.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της ομοσπονδιακής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org), που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου. Η μία είναι η «Σερβική Δημοκρατία» των Σερβοβόσνιων, και η άλλη η «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης» Κροατών και Βοσνιακών, μια.. ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία .

Αν όμως το 1994 όντως σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς, αυτό δε σημαίνει ότι αποκαταστάθηκαν αυτόματα και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το Μόσταρ παρέμεινε για χρόνια διαιρεμένο, και η διοικητική (τουλάχιστον) επανένωση ήρθε πολύ αργότερα, μετά από την επιβολή της με διάταγμα από την ξένη διοίκηση, αφού προηγούμενες προσπάθειες αντιμετώπισαν ακόμα και βίαιες αντιδράσεις. Όλα αυτά έδειξαν ότι είναι ένα πράγμα η επανένωση στα χαρτιά, και άλλο στο μυαλό των ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, στην αντίληψη πολλών υπάρχουν δύο Μόσταρ, το Δυτικό κροατικό και το Ανατολικό μουσουλμανικό. Και η επιβίωση της κροατο-μουσουλμανικής «Ομοσπονδίας» παραμένει αμφίβολη, ενώ αυτή πλησιάζει την τριακοστή επέτειό της.

Κάποιες σκέψεις ως επίλογος

Ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος είναι από τα σχετικά ξεχασμένα επεισόδια των τελευταίων πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Η εικόνα της κατεστραμμένης γέφυρας του Μόσταρ μπορεί να συγκίνησε τον κόσμο για μια περίοδο, έγινε μάλιστα και έμπνευση για τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος μάλλον επισκιάστηκε από γεγονότα όπως η σφαγή της Σρεμπρένιτσα και η αμερικάνικη επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο.

Η σερβική επιθετικότητα, ο ακραίος σέρβικος εθνικισμός, ή ειδικά ο τυχοδιωκτισμός του Μιλόσεβιτς είναι οι εξηγήσεις που παρουσιάζονται συχνά για το πώς έφτασε η Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει σοβαρά τη σημασία τους. Το ερώτημα είναι αν αποτελούν τη βαθύτερη αιτία.

Η σύγκρουση ανάμεσα στους Κροάτες και τους Βοσνιακούς χαλάει αυτή την εικόνα. Περιέχοντας όλες τις ακρότητες και τον φανατισμό που χαρακτήρισαν και τις άλλες συγκρούσεις (εθνοκάθαρση, σφαγές αμάχων, βιασμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολιορκίες, καταστροφή υποδομών και ιστορικών μνημείων), απουσίαζαν οι συνήθεις ύποπτοι: οι Σέρβοι. Είναι η απόδειξη, πως ακόμα κι αν δεν υπήρχε σερβικός σωβινισμός ή Μιλόσεβιτς στην εξίσωση, η ειρηνική μετάβαση της Γιουγκοσλαβίας στη «Νέα Τάξη» ήταν κάθε άλλο παρά εγγυημένη.

Μια άλλη εύκολη εξήγηση θα ήταν να μιλήσουμε για «πανάρχαια μίση», που απλά κρύφτηκαν καλά στην τιτοϊκή περίοδο και βγήκαν φυσιολογικά ξανά στην επιφάνεια. Και πάλι όμως, αυτό δεν εξηγεί π.χ. το ψηλό ποσοστό μικτών γάμων ή ότι, λίγους μήνες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στη Βοσνία, περίπου τα 2/3 των Μοσταρινών υποστήριζαν σε δημοσκόπηση ότι δε θα έπρεπε να επιτραπεί στα εθνικιστικά κόμματα να κατεβούν σε αυτές. Τελικά, τους επιτράπηκε: και περίπου το ίδιο ποσοστό, τα 2/3, τα ψήφισε.

Πώς εξηγείται μια τόσο εντυπωσιακή στροφή σε χρόνο μηδέν; Έλλειψη ασφάλειας και οικονομική κρίση, σε μια μετάβαση από ένα προστατευμένο σύστημα με οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές στο άγνωστο του διεθνούς καπιταλισμού, συμπεριφορά αγέλης και ένστικτο αυτοσυντήρησης, έλλειψη επεξεργασίας ιστορικών γεγονότων όπως των ενδογιουγκοσλαβικών σφαγών του Β’ Παγκοσμίου: αυτά είναι στοιχεία που πιθανόν έπαιξαν τον ρόλο τους, δίπλα σε πολλά όλα. Αυτό πάντως που απέδειξαν σίγουρα (και) οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι είναι πως μια αρμονική συμβίωση ανάμεσα σε διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές κοινότητες μπορεί να λειτουργεί επί δεκαετίες ή και αιώνες, δε χρειάζεται όμως παρά λίγους μήνες για να καταστραφεί. Και όσο εύκολη είναι η καταστροφή της, τόσο δύσκολο είναι μετά να την κτίσεις από την αρχή. Ας είμαστε λοιπόν κι εμείς προσεκτικοί, όπου μια τέτοια συμβίωση επιβιώνει ακόμα.

Βιβλιογραφία

  1. A. Luchetta, ‘Mostar and the Loss of Its (Partial) Uniquess: A History, 1990-2009’, Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva, 2009.
  2. K. D. Gosztonyi, ‘Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina’, FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Ημερομηνία πρόσβασης: 16 Ιούλιος 2023. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  3. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  4. F. Borić (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  5. M. Bjarnason (2001): The War and War-Games in Bosnia and Herzegovina from 1992 to 1995: The main events, disagreements and arguments, resulting in a «de facto» divided country.

 

 

Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.