Ο Εβραιος μεσα σου

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργος. Σε μια περίοδο μάλιστα που παρακολουθούμε την ατελείωτη σφαγή στη Γάζα στο όνομα της «αυτοάμυνας» του εβραϊκού κράτους, μοιάζει ίσως και προκλητικός. Στην πραγματικότητα όμως, είναι απλά η ελληνική απόδοση ενός τίτλου τραγουδιού, το οποίο είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν για ένα θεατρικό έργο, όχι κατ’ ανάγκη άμεσα συνδεδεμένο με τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη. Ο τραγουδοποιός είναι ο Αμερικανοεβραίος Ντάνιελ Καν, με τον οποίο έχουμε ήδη ασχοληθεί άλλες δύο φορές σε αυτό το μπλογκ.

Η τελευταία απ’ αυτές είχε θέμα ένα άλλο τραγούδι, του οποίου η σύνδεση με τα γεγονότα στη Γάζα είναι ίσως πιο άμεση. Οι σκέψεις στο συγκεκριμένο άρθρο ξεκινούσαν από την καταπίεση της (φυσιολογικής) δίψας των Εβραίων για εκδίκηση για το Ολοκαύτωμα – και πήγαιναν στην κατεύθυνση του πώς μπορεί να ενισχύει ξεσπάσματα βίας σαν αυτό που βλέπουμε στις μέρες μας.

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να πάρουμε τέτοιες σκέψεις ακόμα παραπέρα, με αφορμή τα τελευταία γεγονότα. Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου δεν ήρθε από το πουθενά, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν αυτή την εντύπωση. Στα προηγούμενα χρόνια, ζήσαμε τον αργό θάνατο της ελπίδας για πολιτική λύση στο Παλαιστινιακό, με αποκορύφωμα το κωμικοτραγικό «Σχέδιο Τραμπ» και τον σχηματισμό της πιο ακροδεξιάς και σκληρής κυβέρνησης στην Ιστορία του Ισραήλ. Η απόγνωση των Παλαιστινίων εκφραζόταν με διάφορες εκρήξεις βίας. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν μια κορύφωση με τέτοιο ακραίο τρόπο. Ακόμα πιο βέβαιη ήταν και η αντίδραση του Ισραήλ. Είναι ένα κράτος που, όπως αναφέρθηκε και στο άλλο άρθρο, μοιάζει να είναι εθισμένο στο αίμα: είναι σαν να φροντίζει να διαιωνίζει τη βία εναντίον του, ώστε να του δίνεται η ευκαιρία να εκτονώνεται με τόσο καταστροφικό τρόπο.

Η απλή σκέψη είναι ότι στη ρίζα αυτού του ατελείωτου κύκλου βίας, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η βία της ίδιας της ιδέας ενός έθνους-κράτους σε έδαφος όπου ζει άλλος λαός (ή λαοί). «Η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά είναι παντρεμένη με άλλον», όπως λέγεται ότι διαπίστωναν οι ίδιοι οι πρώτοι Σιωνιστές στην Παλαιστίνη. Από την άλλη όμως, αν επιστρέψουμε νοητά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, εύκολα θα νιώσουμε κάποια κατανόηση, ακόμα και συμπάθεια γι’ αυτό το εγχείρημα. Ήταν μια εποχή, που κανένα έθνος δεν έμοιαζε πως μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς ένα κράτος να το προστατεύει ταυτιζόμενο μαζί του. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθούν τα πολυεθνικά κράτη που είχαν απομείνει από τα παρελθόν αποτύγχανε. Το ίδιο ξεπερασμένη έμοιαζε και η άποψη ότι «οι Εβραίοι δεν είναι έθνος, αλλά θρησκεία», την οποία χρησιμοποιούσαν πιο πριν οι ίδιοι οι Εβραίοι για να τονίσουν την απόλυτη ένταξή τους στα υπάρχοντα έθνη-κράτη. Η εμπειρία του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου τους έδειξε ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί δύσκολα θα τους δεχτούν σαν πλήρες και ισότιμο μέρος του έθνους τους.

Να όμως που, αρκετές δεκαετίες μετά, τα έθνη-κράτη δείχνουν να φτάνουν κι αυτά στα δικά τους αδιέξοδα. Οικονομικοί περιορισμοί, αδυναμία να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μετανάστευσης, πολιτισμική και κοινωνική παρακμή, είναι μόνο κάποια από τα πολλά που μπορούμε να αναφέρουμε. Υπήρχε τελικά, ή τουλάχιστον υπάρχει τώρα κι άλλη επιλογή για τον Εβραϊσμό; Κάτι δηλαδή που να απέχει και από την πάση θυσία αναζήτηση κράτους, αλλά και από την άρνηση ύπαρξης εβραϊκού Έθνους (ή, αν όχι εβραϊκού, τουλάχιστον ασκενάζικου, σεφαρδίτικου, ίσως και μιζραχικού).

Η ίδια σκέψη μπορεί να επεκταθεί και σε όλα τα άλλα έθνη. Οι Εβραίοι είναι απλά αυτοί που, πριν τη δημιουργία του σιωνιστικού κράτους, φαίνονταν ως οι πιο κατάλληλοι για μια τέτοια εναλλακτική εθνική ταυτότητα ή ταυτότητες. Ταυτότητες που θα μπορούσαν να είναι εθνικές, χωρίς να απαιτούν τη σύνδεση με το αίμα ή μια συγκεκριμένη γεωγραφία, ή τουλάχιστον να μη ζητούν την αποκλειστικότητα σε αυτήν. Και αντί ο εβραϊκός εθνισμός να συνδεθεί με την καταπίεση «κατώτερων» λαών, μετατρεπόμενος κι αυτός σε ένα ακόμα παράδειγμα σοβινιστικού εθνο-κρατισμού (το πιο θλιβερό και σκληρό μάλιστα), θα ήταν αυτός που θα έδειχνε τον δρόμο προς ένα μέλλον πιο ελπιδοφόρο.

Κι εδώ μπορεί αυτή η σκέψη να συναντά, σε ένα μέρος της τουλάχιστον, το τραγούδι του Ντάνιελ Καν:

Επομένως, αντί άλλου κλεισίματος του άρθρου, θα κάνω μια απόπειρα μετάφρασης μέρους των στίχων (ξεκινάει από το 6:03):

Αν το να είσαι θύμα ήταν πάντα μέρος του τι σημαίνει να είσαι Εβραίος,

τότε η ασφάλεια ήταν ένα είδος προσφοράς που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε

Ποιος δε θα ήθελε να κερδίσει, όταν το μόνο που κάναμε πάντα ήταν να χάνουμε;

Κι έτσι γυρίσαμε την πλάτη μας σε ό,τι βοήθησε τον λαό μας να επιβιώσει

Και πέτυχε πραγματικά το να δημιουργήσουμε νέα εβραϊκά;

Με τους εχθρούς που σφάζαμε, το μίσος φούντωνε

Μα αυτό που μισείς στους άλλους, είναι αυτό που μισείς σε σένα

Το άλλο πόδι βάζει το παπούτσι

Και πού πήγε όλο λάθος, κανείς δεν ήξερε

Τώρα η εξορία θα επιστρέψει σαν ντεζαβού

Και ίσως θα πρέπει να τη μάθουμε όλοι από την αρχή

όχι πια μόνο ως θύματα, αλλά και ως δράστες.

Να μάθουμε να είμαστε Εβραίοι

Μάθε να είσαι Εβραίος ανάμεσα στους Εβραίους

Εβραίος, Εβραίος, το πρόβλημα δεν είναι καινούριο,

ένας άστεγος Εβραίος κρύβεται μέσα σου

Λοιπόν, η ώρα πέρασε και σύντομα θα πρέπει να πληρώσουμε τις οφειλές μας

Μπορείς να το διαβάσεις στις εφημερίδες, μπορείς να το δεις στις ειδήσεις

Είμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις, όπου όλοι θα πρέπει να κάνουμε επιλογές

και κανείς δεν θα ανακτήσει αυτό που όλοι πρόκειται να χάσουμε.

Ο κόσμος γίνεται πιο κρύος, τα τείχη είναι ψηλά και αληθινά,

όλες οι πόλεις καίγονται σε κάτι σκοτεινό και νέο,

και όλοι οι ουρανοί παίρνουν μια αιματηρή κόκκινη απόχρωση,

η φωτιά και τα σκουπίδια έχουν χτυπήσει τα ουράνια σε μαύρο και μπλε

Και ζεις σε χώρα και εποχή, που δεν είναι φτιαγμένες για σένα

Είσαι πρόσφυγας από πολέμους ανάμεσα σε θρησκευτικές οπτικές γωνίες

και σε όλα τα σπασμένα σύνορα των ονομασιών που σου δίνουν.

Αλλά η Ιστορία είναι ένας ποταμός γεμάτος πράγματα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις

Επομένως, όταν σου ζητήσουν τα χαρτιά σου κι εσύ δεν ξέρεις τι να κάνεις,

θυμήσου εκείνη τη στιγμή τι κουβαλάς μέσα σου,

γιατί θα έρθει η μέρα που θα αρνηθούν όλα τα χαρτιά σου

και τότε θα βρεθείς κι εσύ στην εξορία.

Άρα έχω μια μικρή προφητεία για σένα,

ένα αποκαλυπτικό μυστήριο, ένα στοιχείο:

όσο ο κόσμος γίνεται σαν τη Βαβυλώνα, τόσο γινόμαστε όλοι Εβραίοι.

Όταν η Σιών θα έχει πεθάνει και χαθεί, η υπόσχεση θα πραγματοποιηθεί

Η Βαβυλώνα είναι παντού, και η Σιών είναι μέσα σου.

Επομένως, μάθε να την παίρνεις μαζί σου.

Μάθε να είσαι Εβραίος.

Οι Δρουζοι του Βελιγραδιου

Κλασσικό

Το μυθιστόρημα του Ραμπίε Τζαμπίρ «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος το 2012. Ο τίτλος του βέβαια κάνει κάποιον να απορήσει: τι γυρεύουν οι Δρούζοι στο Βελιγράδι; Σήμερα πρόκειται για σχεδόν διαφορετικούς κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βελιγραδίου πιθανότατα ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη των Δρούζων. Κι όμως, έχουν ένα κοινό: οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοι και των δύο ήταν υπήκοοι του ίδιου κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ραμπίε Τζαμπίρ (δεξιά) δέχεται το βραβείο. Πηγή εικόνας: https://www.theguardian.com/books/2012/mar/28/rabee-jaber-international-prize-arabic-fiction

Το ιστορικό γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, είναι ο πόλεμος μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών στον σημερινό Λίβανο, το 1860. Αρχικά ξεκίνησε ως εξέγερση κάποιων Μαρωνιτών αγροτών εναντίον Δρούζων γαιοκτημόνων, σύντομα όμως πήρε διαστάσεις διακοινοτικής σύγκρουσης. Οι Δρούζοι ήταν οι νικητές του πολέμου, αλλά οι σφαγές εναντίον των Μαρωνιτών έγιναν γνωστές στην Ευρώπη, τόσο που να προκαλέσουν και την ευρωπαϊκή, κυρίως γαλλική, επέμβαση. Ο Σουλτάνος τελικά αποφάσισε την τιμωρία των Δρούζων που συμμετείχαν σε αυτές τις σφαγές: κάποιοι απ’ αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου, το οποίο τότε ακόμα ανήκε τυπικά στους Οθωμανούς.

Τα τείχη του φρουρίου Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι σήμερα, στην όχθη του Δούναβη.

Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του βιβλίου, όταν οι Δρούζοι αιχμάλωτοι περιμένουν στο λιμάνι της Βηρυτού για να φορτωθούν στο πλοίο που θα τους οδηγήσει στον τόπο εξορίας. Ένας Δρούζος σεΐχης επισκέπτεται τον πασά που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά, παρακαλώντας τον να λυπηθεί τους πέντε γιους του, που συγκαταλέγονται στους αιχμαλώτους. Η απάντηση του πασά είναι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντικαταστήσει έναν από τους γιους του σεΐχη με κάποιον άλλο τυχαίο περαστικό. Αυτός ο περαστικός θα είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Χάνα Γιακούμπ, ένας Χριστιανός αυγοπώλης, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να προσφέρει αυγά στους στρατιώτες που επιβλέπουν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι. Θα φορτωθεί έτσι στο πλοίο αντί του γιου του σεΐχη και θα βρεθεί φυλακισμένος στο Βελιγράδι. Στα επόμενα χρόνια θα περιπλανηθεί σε διάφορες εντελώς άγνωστες γι’ αυτόν οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων.

Ο Τζαμπίρ είναι Λιβανέζος και βέβαια δεν είναι τυχαίο που επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Οι μνήμες του συγκεκριμένου πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες που συγκατοικούν ακόμα και σήμερα στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η σύγκρουση Δρούζων-Μαρωνιτών ήταν εξάλλου μια σημαντική συνιστώσα και του εμφύλιου πολέμου που γνώρισε η χώρα πριν μερικές δεκαετίες. Ο Τζαμπίρ μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερα τραυματικό για τον Λίβανο πόλεμο, και είναι επόμενο ότι θα έχει σημαδέψει τη γενιά του.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου. ανοικτό ροζ = Σουνίτες σκούρο ροζ = Σιίτες μπεζ = Μαρωνίτες ανοικτό καφε = Ελληνορθόδοξοι σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες) Γαλάζιο = Δρούζοι Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Το βιβλίο όμως έχει ενδιαφέρον για εμάς ως κάτοικους του μετα-οθωμανικού κόσμου, πέρα από τα εσωτερικά του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εξάλλου όχι στον Λίβανο, αλλά στα Βαλκάνια: στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία. Το πιο συγκινητικό στοιχείο είναι πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η τελευταία οθωμανική. Λίγα μόλις χρόνια μετά, η Σερβία θα απαλλασσόταν κι επίσημα από την οθωμανική κυριαρχία και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες θα εγκατέλειπαν ακόμα και το Κάλε Μεγκντάν. Η Βουλγαρία θα γινόταν κι αυτή αυτόνομη ηγεμονία, με τον δικό της βασιλιά. Το ταξίδι του Χάνα Γιακούμπ, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και είναι λογικοφανές για τη δεκαετία του 1860, θα ήταν απλά αδύνατο τη δεκαετία του 1880. Εξάλλου, ακόμα και το ίδιο το Όρος Λίβανος θα γινόταν αυτόνομη περιοχή, ακριβώς λόγω του πολέμου του 1860. Κάποιες δεκαετίες ακόμα πιο μετά, οι Γάλλοι θα αντικαθιστούσαν και τυπικά τους Οθωμανούς ως κυρίαρχοι του Λιβάνου. Η παρουσία των Γάλλων στρατιωτών στο λιμάνι της Βηρυτού, στην αρχή του βιβλίου, θα ήταν ίσως περίεργο θέαμα τότε, αλλά ήταν και μια πρόγευση του μέλλοντος.

Το βιβλίο μας δίνει έτσι μια γεύση της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο κατώφλι της Νεωτερικότητας. Η βαναυσότητα, οι πόλεμοι, η αυθαιρεσία των αρχών, η αμορφωσιά και οι προλήψεις συνοδεύονται από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τις ξένες παρεμβάσεις, αλλά και την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων πέρα από εθνοθρησκευτικά όρια. Ήταν (ακόμα) ένα αχανές κράτος, του οποίου οι κάτοικοι ενός τμήματος είχαν ίσως σχεδόν παντελή άγνοια για τα υπόλοιπα – και το οποίο παρόλα αυτά είχε αντέξει με αυτόν τον τρόπο για πολλούς αιώνες, όπως και πολλές άλλες Αυτοκρατορίες στον ίδιο χώρο πριν από αυτό.

Αυτό το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, όπου κάποιοι αραβόφωνοι Δρούζοι από τα βουνά του Λιβάνου μπορούσαν να βρεθούν να περιπλανούνται στα σλαβόφωνα Βαλκάνια επειδή έτσι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα κράτη στα οποία ζούμε εμείς σήμερα. Στην εποχή μας, αν δούμε Άραβες να περιπλανιούνται στα Βαλκάνια, θα είναι το πιο πιθανόν πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού αντί για μια ενιαία Αυτοκρατορία, σήμερα πρέπει να διασχίσουν πολλές φορές σύνορα (γι’ αυτό εξάλλου λίγοι προτιμούν πλέον αυτή τη διαδρομή). Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψουμε, η γεωγραφία της περιοχής του βιβλίου παραμένει η ίδια, τότε όπως και τώρα.

Υποταγη ή προσαρμογη

Κλασσικό

Αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν το βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ «Υποταγή». Ο τίτλος μάλλον δεν είναι τυχαίος: σε «υποταγή» μπορεί να μεταφραστεί και η λέξη «Ισλάμ», κάτι που χρησιμοποιείται φυσικά και για ισλαμοφοβική προπαγάνδα.

Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται στη Γαλλία του 2022, χρονιά προεδρικών εκλογών. Οι δύο σημαντικότερες πολιτικές παρατάξεις είναι πλέον η γαλλική Ακροδεξιά και οι ισλαμιστές, ενώ τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα έχουν μπει στο περιθώριο. Στους δρόμους επικρατεί μια κατάσταση σχεδόν εμφυλιοπολεμική, ανάμεσα στους ακραίους των δύο πλευρών. Ο υποψήφιος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κερδίζει τελικά τις εκλογές και η Γαλλία αποκτά έτσι έναν (μετριοπαθή) ισλαμιστή πρόεδρο.

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, ένα βιβλίο με τέτοιο θέμα δεν είναι προορισμένο να αντιμετωπιστεί απλά ως λογοτεχνικό έργο. Ο συγγραφέας γνωρίζει προφανώς τι είδους συζητήσεις θα προκαλούσε, σε μια ατμόσφαιρα όπως τη σημερινή. Και είτε το θέλουμε είτε όχι, τέτοιες συζητήσεις μας αφορούν και μας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ταυτότητα μέσα στην πολιτική παρακμή

Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση διαβάζοντας το βιβλίο, είναι οι αναφορές στο ταυτοτικό κίνημα, για την ύπαρξη του οποίου δεν είχα ιδέα. Πρόκειται για ένα δίκτυο οργανώσεων σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το οποίο θα μπορούσε κάποιος να κατατάξει στην Ακροδεξιά ή τη λεγόμενη «λαϊκιστική Δεξιά». Τουλάχιστον επίσημα όμως, αυτές οι οργανώσεις απορρίπτουν τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Ζητούν μόνο να γίνεται σε όλο τον κόσμο σεβαστή η κυριαρχία της κάθε εθνότητας και πολιτισμού στην ιστορική του περιοχή. Σε αντίθεση δηλαδή με την επιθετική ευρωπαϊκή αποικιοκρατική νοοτροπία, η στάση τους είναι αμυντική: για τους ταυτοτικούς, η Ευρώπη είναι το θύμα της επίθεσης, είναι αυτή που κινδυνεύει από την ισλαμοποίηση και την αμερικανοποίηση.

Εικόνα από διαδήλωση του Ταυτοτικού Κινήματος Αυστρίας. http://www.breitbart.com/london/2016/08/13/german-intelligence-confirms-observation-identitarian-movement/

Εικόνα από διαδήλωση του Ταυτοτικού Κινήματος Αυστρίας.
Πηγή εικόνας

Στην ουσία, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά των ταυτοτικών με ξενοφοβικά-ισλαμοφοβικά κινήματα όπως η PEGIDA, και εξάλλου φαίνεται ότι συνδέονται με τέτοια. Έχει όμως ενδιαφέρον η επιλογή του ονόματος «ταυτοτικοί». Μπορούμε να το δούμε ως μέρος μιας παγκόσμιας τάσης επικέντρωσης στην πολιτισμική ταυτότητα, ως αντίδραση στην ομογενοποίηση που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση.

Επιστρέφοντας στο κύριο θέμα του βιβλίου: γνωρίζουμε ότι σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης υπάρχει πλέον ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που είναι Μουσουλμάνοι – όχι κατ’ ανάγκη θρήσκοι, αλλά τουλάχιστον προέρχονται από μια μουσουλμανική παράδοση. Το ποσοστό λογικά θα αυξηθεί στο μέλλον, τόσο μέσω νέας μετανάστευσης όσο και λόγω σχετικά ψηλότερης γεννητικότητας (έστω κι αν η διαφορά αυτή είναι μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί φαντάζονται). Οι φόβοι των ταυτοτικών γι’ αυτό σίγουρα δεν είναι εντελώς αβάσιμοι. Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι χώρες δεν θα μπορούν πλέον να θεωρούνται μονοθρησκευτικές, όπως λίγο-πολύ ήταν μέχρι τώρα.

Υπό άλλες συνθήκες, αυτό μπορεί να μην ήταν κάτι τόσο σημαντικό. Σήμερα όμως, η πολιτική ζωή βρίσκεται σε μια κατάσταση γενικής παρακμής. Οι διαφορές ανάμεσα στα κυρίαρχα κόμματα, τόσο στην πολιτική που ασκούν όσο και στις κοινωνικές τάξεις που εκπροσωπούν, μοιάζουν ελάχιστες, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν και άλλες ριζοσπαστικές ιδεολογίες που να προσφέρουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα. Η αίσθηση που έχουν οι λαοί είναι ότι η πολιτική είναι έτσι κι αλλιώς προκαθορισμένη από τα πάνω, και ότι η αντιπαράθεση Δεξιάς-Αριστεράς είναι ανούσιο απομεινάρι άλλων εποχών.

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι επόμενο τα θέματα πολιτισμικής ταυτότητας να κερδίζουν σημασία, ακόμα και να γίνονται το κύριο μέσο πολιτικοποίησης. Στο βιβλίο του Ουελμπέκ οι ισλαμιστές μαζί με τους πιστούς καθολικούς παρουσιάζονται ως οι μόνοι που έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν, που έχουν ένα όραμα για τη Γαλλία του μέλλοντος – σε αντίθεση με τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς), για τις οποίες ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και ο κόσμος γενικά αδιαφορεί. Αυτή ακριβώς η πολιτική παρακμή είναι κατά την άποψή μου το κύριο θέμα: αυτή είναι που δίνει την ευκαιρία ανάδειξης σε πολιτικές δυνάμεις που βασίζονται στη θρησκευτική παράδοση, είτε αυτή είναι η ισλαμική είτε η καθολική.

Ισλαμιστική Ευρώπη: μια εικόνα από το μέλλον;

Το ερώτημα σχετικά με την «Υποταγή» είναι, αν πέρα από τη λογοτεχνική της αξία, μπορούμε να το πάρουμε σοβαρά και ως προφητικό έργο. Ο Ουελμπέκ έχει εισπράξει αρκετά ειρωνικά σχόλια, είναι όμως τελικά η εξέλιξη αυτή στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τόσο απίθανη;

Το εξώφυλλο της Charlie Hebdo σχετικά με το βιβλίο:

Το εξώφυλλο της Charlie Hebdo: «Οι προβλέψεις του Μάγου Ουελμπέκ».
Πηγή εικόνας

Σίγουρα υπάρχουν πολλά στοιχεία που είναι εμφανώς υπερβολικά, και δεν πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη. Η εκδίωξη των Εβραίων, η έξοδος των γυναικών από την αγορά εργασίας, η μείωση του υποχρεωτικού χρόνου σχολικής εκπαίδευσης, η εισαγωγή της πολυγαμίας είναι τέτοια παραδείγματα. Τέτοιες αλλαγές δεν γίνονται δεκτές ούτε καν σε (κοσμικές) χώρες με σχεδόν 100% μουσουλμανικό πληθυσμό, όταν αυτές αποκτούν ισλαμιστικές κυβερνήσεις, όπως η Τουρκία ή η Τυνησία.

Κατά τ’ άλλα όμως, το ενδεχόμενο να εμφανιστούν πολιτικές δυνάμεις στην βάση μιας μουσουλμανικής ταυτότητας, είτε αυτές αυτοπροσδιορίζονται ως ισλαμικές είτε όχι, δεν είναι καθόλου απίθανο. Και δεν μιλάμε φυσικά μόνο για περιθωριακές σαλαφιστικές ή άλλες εξτρεμιστικές ομάδες.

Αν και κάτι τέτοιο βρίσκεται σήμερα ακόμα σε πρωτόγονο στάδιο, δεν είναι ανύπαρκτο. Δεν αναφέρομαι μόνο στα διάφορα μικρά κόμματα, που αυτοπαρουσιάζονται καθαρά ως μουσουλμανικά (όχι κατ’ ανάγκη ως ισλαμιστικά), όπως π.χ. η UDMF, η Ένωση Γάλλων Μουσουλμάνων Δημοκρατών – η οποία παρεμπιπτόντως ιδρύθηκε πέρσι, την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ουελμπέκ.

Υπάρχουν και άλλες οργανώσεις, με μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον. Στη Γαλλία, υπάρχει π.χ. το Κόμμα των Ιθαγενών της Δημοκρατίας (PIR). Ο ακτιβισμός και η αντι-αποικιακή, αντι-ιμπεριαλιστική και αντι-καπιταλιστική ρητορική του θυμίζουν μάλλον Άκρα Αριστερά (με την οποία φαίνεται να υπάρχει μια περίεργη σχέση ανταγωνισμού και δυνητικής συνεργασίας), απορρίπτει όμως τον κλασικό διαχωρισμό Δεξιάς-Αριστεράς ως «πολιτική των λευκών». Στη Γερμανία πολύ πρόσφατα ιδρύθηκε η Συμμαχία Γερμανών Δημοκρατών (ADD). Αντίθετα από το PIR, οι θέσεις τις σε οικονομικά/κοινωνικά ζητήματα κλίνουν μάλλον προς έναν συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό. Από πολλούς θεωρείται μια προσπάθεια του Ερντογάν να χρησιμοποιήσει την εκεί τουρκική ή μουσουλμανική κοινότητα για να αποκτήσει πολιτική επιρροή στη Γερμανία. Ανάλογες εικασίες υπήρξαν και για το κόμμα DENK στην Ολλανδία, το οποίο ιδρύθηκε από δύο βουλευτές τουρκικής καταγωγής που αποχώρησαν από το Εργατικό Κόμμα, και στο οποίο πολλοί δίνουν πιθανότητες να μπει στην επόμενη ολλανδική Βουλή.

Παρά την διαφορετική εικόνα και χαρακτήρα αυτών των παραδειγμάτων, το κοινό τους είναι πως ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα των μεταναστευτικής καταγωγής κατοίκων, διαχωρίζοντας τους από τους υπόλοιπους. Αν και αποφεύγουν μια ξεκάθαρη σύνδεση με το Ισλάμ, διαβάζοντας τα κείμενα τους καταλαβαίνει κάποιος ότι έχουν υπόψη πως η πλειοψηφία αυτών που θέλουν να εκφράσουν είναι Μουσουλμάνοι.

Η Χουρία Μπουτέλντζα, μια από τις ηγετικές προσωπικότητες του Κινήματος Ιθαγενών της Δημοκρατίας. http://mondoweiss.net/2015/01/charlie-wretched-desecration/

Η Χουρία Μπουτέλντζα, Γαλλίδα αλγερινής καταγωγής, εκπρόσωπος του Κόμματος Ιθαγενών της Δημοκρατίας, δίπλα σε μια παλαιστινιακή σημαία (ο αντισιωνισμός είναι μια βασική ιδεολογική αναφορά του κινήματος).
Πηγή εικόνας

Η Συμμαχία Γερμανών Δημοκρατών. https://remziaru.com/aktivitaet/

Η Συμμαχία Γερμανών Δημοκρατών.
Πηγή εικόνας

Μπορεί σήμερα τέτοιες δυνάμεις να μοιάζουν ασήμαντες, όσο όμως θα συνεχίζεται η πολιτική παρακμή, τόσο θα αναζητεί ο κόσμος εναλλακτικούς τρόπους να εκφράσει τα συμφέροντά του. Το βασικό ερώτημα δηλαδή δεν είναι αν θα δυναμώσουν οι ισλαμιστές, αλλά αν θα ενισχυθεί η πολιτική στη βάση πολιτισμικής ταυτότητας, σε βάρος της πολιτικής σε ταξική-ιδεολογική βάση.

Φαίνεται ότι (και) στην Ευρώπη η κυρίαρχη τάση είναι ακριβώς αυτή. Τα ξενοφοβικά/ισλαμοφοβικά κόμματα ή οργανώσεις μοιάζουν να έχουν δυναμική μεγαλύτερη όχι μόνο από τις καθιερωμένες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από τη «ριζοσπαστική» Αριστερά. Τέτοιες οργανώσεις τονίζουν (εδώ ταιριάζει και το παράδειγμα των ταυτοτικών) την υπεράσπιση μιας ντόπιας ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας – το αν την ορίζουν ως χριστιανική ή ως κοσμική/άθρησκη είναι δευτερεύον θέμα. Ακόμα όμως και στο άλλο άκρο, σε κόμματα όπως π.χ. οι Πράσινοι στη Γερμανία, που υπερασπίζονται την πολυπολιτισμικότητα, παρατηρούμε συχνά να κάνουν τελικά πολιτική στη βάση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, παρά των ταξικών-ιδεολογικών διαφορών (αν θυμάμαι καλά, ήταν η Ρενάτε Κούναστ που είχε πει ότι οι Πράσινοι είναι το κόμμα των LOHAS).

Με άλλα λόγια: όσο εξαπλώνονται ισλαμοφοβικές δυνάμεις ή γενικά δυνάμεις που προάγουν την πολιτικοποίηση στη βάση πολιτισμικών διαχωρισμών, τόσο προετοιμάζεται το έδαφος και για την εξάπλωση «μουσουλμανικών» κινημάτων. Στην ουσία πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η διαφορά στο μέλλον όμως θα είναι ότι θα μεγαλώσει η δεξαμενή, από την οποία τα «μουσουλμανικά» κινήματα θα μπορούν να αντλούν υποστήριξη. Οι φόβοι περί εισαγωγής της σαρία κ.λπ. μπορεί να είναι αστείοι, αλλά το ότι τέτοια κινήματα θα παίξουν ρόλο στα πολιτικά πράγματα, δεν είναι τρελό σενάριο (με ποιες συμμαχίες, είναι φυσικά ένα άλλο ερώτημα, μάλλον αδύνατο να απαντηθεί σήμερα).


Πώς μας αφορούν τώρα εμάς όλα αυτά, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος; Και αυτές έχουν γίνει χώρες υποδοχής της μετανάστευσης και φυσιολογικά ένα μεγάλο της μέρος είναι μουσουλμανική. Τέτοια θέματα όπως αυτά που τίθονται στη Δυτική Ευρώπη θα αργήσουν μεν να μας απασχολήσουν σοβαρά: θα περάσει ακόμα τουλάχιστον μια γενιά, μέχρι να έχουμε μεγάλου μεγέθους μεταναστευτικής καταγωγής κοινότητες, γεννημένες και μεγαλωμένες εδώ. Κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό: άσχετα αν το θέλουν οι Έλληνες ή οι ίδιοι οι μετανάστες, ο ρόλος που προβλέπεται για τη χώρα από τους «μεγάλους» της Ευρώπης είναι να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος της νέας μετανάστευσης.

Η διαφορά είναι ότι εμείς προερχόμαστε από μια ιστορική παράδοση διαφορετική απ’ αυτήν της Δυτικής Ευρώπης: για μας, η πολυθρησκευτικότητα ή η πολυεθνικότητα δεν είναι κάτι πραγματικό νέο, αλλά κάτι που ήταν κανόνας μέχρι ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν. Μπορεί να το ξεχάσαμε πολύ γρήγορα, να όμως που η εξέλιξη της Ιστορίας μας αναγκάζει να το ξαναθυμηθούμε. Θα ήταν καλό να αντλήσουμε και από τις δικές μας εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά και από τις πρόσφατες της Δυτικής Ευρώπης, ώστε να αποφύγουμε τα λάθη που έγιναν εκεί – και που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις όπως αυτές που περιγράφει ο Ουελμπέκ.


Πηγές/χρήσιμοι σύνδεσμοι:

Ενα τραγουδι για μια ξεχασμενη κυπριακη εξεγερση

Κλασσικό

Κάποιοι μπορεί να ξέρουν το παλιό κυπριακό τραγούδι «Να σου ‘γοράσω μηχανή«. Όπως πολλά άλλα, έχει κι αυτό την τουρκοκυπριακή εκδοχή του, το Dolama Dolamayı, το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά γνωστό και στην Τουρκία.

Πάνω στην ίδια μελωδία υπάρχει ένα ακόμα τουρκοκυπριακό τραγούδι, με σαφώς πιο πολιτικό περιεχόμενο. Έχει ερμηνευτεί από τον Hamza Irkad, καθώς και το συγκρότημα Sol Anahtarı.

Το τουρκικό συγκρότημα bANDiSTA, που είναι γνωστό για τη διασκευή επαναστατικών τραγουδιών απ’ όλο τον κόσμο, έκανε ίσως την πιο δυναμική εκτέλεσή του, με τον ίδιο τίτλο: Gavur İmam İsyanı, δηλαδή «Η εξέγερση του Γκιαούρ Ιμάμη».

Η εκτέλεση των bANDiSTA έχει και το ιδιαίτερο στοιχείο ότι χωρίζει καθαρά τα δύο τμήματα του τραγουδιού. Ενώ το πρώτο τμήμα (μέχρι το 2:30) περιγράφει τα βάσανα των χωρικών από την οθωμανική εξουσία, ακολουθεί μια μεγάλη παύση με μουσική που μας προετοιμάζει για το δεύτερο τμήμα (από το 3:40), το οποίο μας φέρνει πλέον στο ξέσπασμα της εξέγερσης:

Οι χωρικοί ενώθηκαν, αντιστάθηκαν στον πασά
Μόλις χτύπησε ο Γκιαούρ Ιμάμης, οι Οθωμανοί χάθηκαν
Μόλις άναψε η εξέγερση του λαού, ο στρατός χάθηκε

(Η μετάφραση βασίζεται σ’ αυτήν εδώ, επειδή εγώ δεν έχω αρκετές γνώσεις τουρκικών).

Κλείνοντας τον κύκλο, το ελληνοκυπριακό συγκρότημα Monsieur Doumani έκανε μια νέα διασκευή του τραγουδιού στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο, αυτήν τη φορά καθαρά πολιτικοποιημένη, στο ίδιο πνεύμα με αυτήν του Gavur İmam İsyanı.

Μάλλον λίγοι Ελληνοκύπριοι γνωρίζουν αυτό το τμήμα της Ιστορίας μας. Ο ίδιος ο τίτλος «Γκιαούρ Ιμάμης» μοιάζει αντιφατικός: από τη μια, το «γκιαούρης» σημαίνει άπιστος, από την άλλη το «ιμάμης» είναι θρησκευτικός μουσουλμανικός τίτλος. Ακόμα πιο δύσκολο είναι για πολλούς να φανταστούν ότι μια εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς μπορεί να έχει για ηγέτη της έναν Μουσουλμάνο. Κι όμως, όποιος έχει μελετήσει την οθωμανική ιστορία της Κύπρου, αλλά και γενικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξέρει ότι κάτι τέτοιο ήταν κάθε άλλο παρά εξαίρεση (βλέπε π.χ. την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν, τους αγώνες των κιζιλμπάσηδων ενάντια στους Οθωμανούς, τις εξεγέρσεις των Τζελαλήδων, αλλά και το κίνημα του Χαλίλ Αγά στην Κύπρο).

Η Κύπρος στα χρόνια της οθωμανικής παρακμής

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Κύπρος διοικούνταν από έναν Οθωμανό κυβερνήτη, με τη συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και άλλων Χριστιανών αξιωματούχων, όπως των Δραγομάνων και των τοπικών κοτζαμπάσηδων. Η δύναμη της Εκκλησίας είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο τον 18ο αιώνα, που κάποιοι εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων έβλεπαν στο πρόσωπο του Αρχιεπίσκοπου τον πραγματικό ηγέτη του νησιού. Δεν ήταν άρα περίεργο, που η οργή του λαού στρεφόταν συχνά κι εναντίον αυτής της εκκλησιαστικής ή πολιτικής χριστιανικής ελίτ – και που μπορούσε να οδηγήσει και σε κοινές μουσουλμανικές-χριστιανικές εξεγέρσεις.

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν γενικά μια περίοδος αστάθειας. Μέρη της οθωμανικής ή ορθόδοξης άρχουσας τάξης του νησιού συγκρούονταν μεταξύ τους, ενώ το 1821 ο Οθωμανός κυβερνήτης εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην ορθόδοξη ελίτ του νησιού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πολύ γνωστή εκτέλεση του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού. Για κάποια χρόνια στη συνέχεια, το νησί υπέφερε και από την ανεξέλεγκτη δράση αιγυπτιακών στρατευμάτων. Πολλοί Κύπριοι διέφυγαν στο εξωτερικό, εκτός των άλλων και λόγω της βαριάς φορολογίας, ενώ μικρές εξεγέρσεις διαδέχονταν η μια την άλλη.

1833: η επαναστατική χρονιά

Έχοντας υπόψη αυτήν την κατάσταση, γίνεται πιο κατανοητό πως φτάσαμε στο 1833, τη χρονιά με τις τρεις εξεγέρσεις: αυτήν του Νικόλαου Θησέα στη Λάρνακα, του καλόγερου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμ στην Πάφο. Αρχική αφορμή ήταν η επιβολή ενός έκτακτου φόρου, ο οποίος θεωρήθηκε δυσβάσταχτος τόσο από τον μουσουλμανικό όσο και τον χριστιανικό αγροτικό πληθυσμό.

Και στα τρία κινήματα φαίνεται ότι συμμετείχαν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι χωρικοί. Στην περίπτωση του Νικόλαου Θησέα, υπάρχουν αναφορές και για συμμετοχή Ευρωπαίων (της «τρίτης τάξης», όπως τους αποκαλεί ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, ο οποίος τάχθηκε φυσικά εναντίον των εξεγέρσεων). Για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, ξέρουμε ότι ο αρχικός κορμός του στρατού του αποτελείτο από Αλβανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ξεμείνει στη Λάρνακα.

Η εξέγερση στη Λάρνακα, η πρώτη από τις τρεις, ήταν αρκετά μαζική και πιθανόν αυθόρμητη – σε κάποια στιγμή πάντως, ο Νικόλαος Θησέας βρέθηκε στην ηγεσία της. Ξεκίνησε με διαδηλώσεις στη Λάρνακα, οι οποίες εξαπλώθηκαν και στη Λευκωσία. Η εξέγερση έληξε σχετικά αναίμακτα, αφού η απόφαση για την επιβολή του φόρου ακυρώθηκε. Ο Θησέας μαζί με πολλούς ακόλουθούς του κατέφυγε στο Σταυροβούνι, φοβούμενος αντίποινα. Αφού πήρε εγγυήσεις για την ασφάλειά της, η ομάδα διαλύθηκε ήσυχα, απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς θύματα. Ο ίδιος ο Θησέας έφυγε από την Κύπρο.

Λιγότερο ειρηνική ήταν η κατάληξη της εξέγερσης στην Καρπασία. Αυτή ξέσπασε πολύ αργότερα, τον Ιούλη, και έφερε μια πολύ πιο ευθεία αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ο καλόγερος Ιωαννίκιος, ξεκινώντας με καράβι από τη Λάρνακα, αποβιβάστηκε με τους Αλβανούς στρατιώτες στο Μπογάζι, προχώρησε στο χωριό καταγωγής του (τον Άγιο Ηλία) και άρχισε να ξεσηκώνει τους χωρικούς εναντίον της οθωμανικής διοίκησης. Εγκατέστησε το αρχηγείο της εξέγερσής του στο Τρίκωμο. Αν και μάλλον βρήκε αρκετούς υποστηρικτές ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής, αυτοί σκόρπισαν μόλις αντίκρισαν τα οθωμανικά στρατεύματα. Ο ίδιος ο Ιωαννίκιος και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Για τα κίνητρα των ηγετών αυτών των εξεγέρσεων είναι δύσκολο να πούμε κάτι. Αλλά το γεγονός ότι ο Νικόλαος Θησέας ήταν αγωνιστής του ’21 που επέστρεψε στην Κύπρο δείχνει ότι μάλλον δεν ήταν άσχετα με την ελληνική εθνική ιδέα (αν και για τον κόσμο που συμμετείχε, φαίνεται από την εξέλιξη πως το φορολογικό θέμα ήταν το πιο σημαντικό). Κάτι τέτοιο πιθανόν να ισχύει και για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, για τον οποίο επίσης εικάζεται ότι συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση. Η τρίτη όμως περίπτωση, αυτή του Γκιαούρ Ιμάμη, μάλλον δύσκολα μπορεί να συσχετιστεί με ένα εθνικό κίνημα. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να τη δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Το κίνημα του Γκιαούρ Ιμάμη

Ο Γκιαούρ Ιμάμης, κατά τις οθωμανικές πηγές Ντελί Ιμάμ, ζούσε στο χωριό Τριμιθούσα της σημερινής επαρχίας Πάφου (οι πηγές το αναφέρουν ως «Τρεμιθούσα», που είναι σήμερα όνομα χωριού κοντά στο Κτήμα της Πάφου, για γεωγραφικούς-εθνολογικούς λόγους είναι όμως πιο πιθανόν να εννοούν την Τριμιθούσα, σήμερα εγκαταλελειμμένο χωριό κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς). Και αυτό το χωριό, όπως και όλα της γύρω περιοχής, κατοικούνταν κατά πάσα πιθανότητα από Λινοπάμπακους. Είναι πολύ πιθανόν να ήταν και ο ίδιος Λινοπάμπακος, κάτι που σε συνδυασμό με τη συνεργασία του με τους Χριστιανούς της περιοχής μπορεί να του χάρισε το παρατσούκλι «Γκιαούρ Ιμάμης», με το οποίο πέρασε τελικά στην Ιστορία.

Ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι ετοίμαζε την εξέγερσή του ήδη από το 1832, μετατρέποντας τον τόπο διαμονής του σε στρατόπεδο, αλλά αρχικά οι οθωμανικές αρχές δεν του έδωσαν προσοχή. Μια παράδοση λέει ότι αφορμή για την αποξένωσή του από την οθωμανική εξουσία ήταν ένα επεισόδιο με έναν Οθωμανό αξιωματούχο (σχετικά με τη προσφορά παξιμαδιών για τον στρατό), σίγουρα όμως οι πραγματικές αιτίες του κινήματος είναι πιο βαθιές. Ένοπλοι Μουσουλμάνοι από την Τριμιθούσα και τα γύρω χωριά (δηλαδή μάλλον κυρίως Λινοπάμπακοι) σύντομα εντάχθηκαν στην ομάδα του.

Όταν επιβλήθηκε ο φόρος το Μάρτη του 1833, η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν τέτοια, που ο Ιμάμης μπόρεσε να βρει αρκετούς Μουσουλμάνους και Χριστιανούς χωρικούς έτοιμους να τον ακολουθήσουν (ο τότε Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος ισχυρίζεται σε επιστολή του ότι ήταν αποκλειστικά μουσουλμανική εξέγερση, αλλά αυτό το κάνει μάλλον για πολιτικούς λόγους). Διακήρυττε ότι σκοπός του ήταν το όφελος όλων των Κυπρίων χωρικών, τους οποίους ήθελε να απαλλάξει από τη βαριά φορολογία. Το γεγονός ότι ο λόγος του απευθυνόταν και έβρισκε ανταπόκριση σε Μουσουλμάνους, Λινοπάμπακους και Χριστιανούς, δείχνει ότι τουλάχιστον στο επίπεδο του απλού λαού οι διαχωριστικές γραμμές δεν ήταν τόσο καθαρές εκείνη την εποχή.

Από την Τριμιθούσα κατέβηκε προς τη Γιόλου και μετά στο Κτήμα, βρίσκοντας στο δρόμο του συνεχώς νέους οπαδούς που τον ακολούθησαν. Σύντομα περίπου ολόκληρη η επαρχία Πάφου ήταν υπό τον έλεγχο του. Με κίνδυνο να προελάσει προς τη Λεμεσό, Μουσουλμάνοι αλλά και Χριστιανοί προύχοντες (όπως ο κοτζάμπασης Πηλαβάκης) ζήτησαν βοήθεια για να κατασταλεί η εξέγερση. Ο Οθωμανός κυβερνήτης του νησιού ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να περιμένει ενισχύσεις εκείνη τη στιγμή, μια και ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος με τον αγώνα εναντίον του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου (με τον οποίο εικάζεται ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε δράσει σε συνεννόηση – εξάλλου μετά την καταστολή της εξέγερσης διέφυγε στην Αίγυπτο). Αναγκάστηκε έτσι να διαπραγματευτεί με τον Γκιαούρ Ιμάμη και ουσιαστικά να τον ανεχτεί για κάποιους μήνες – ένα στοιχείο που δείχνει ίσως πόσο αδύναμη ήταν η οθωμανική διοίκηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο.

Υπάρχουν αναφορές ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης ήρθε σε συνεννόηση με τον καλόγερο Ιωαννίκιο και το σχέδιο τους ήταν να προωθηθούν σταδιακά προς τη Λευκωσία, θέτοντας όλο το νησί υπό τον έλεγχό τους. Αν και μάλλον δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν αυτό, η καταστολή της εξέγερσης στην Καρπασία, σε συνδυασμό με το συμβιβασμό ανάμεσα στο Σουλτάνο και το Μεχμέτ Αλή, έδωσαν την ευκαιρία στην οθωμανική διοίκηση να επικεντρωθεί στον Γκιαούρ Ιμάμη. Ενισχύσεις σε στρατεύματα έφτασαν από την Καραμανιά, ενώ ένας σημαντικός αριθμός στρατολογήθηκε στην ίδια τη Λευκωσία. Οι Οθωμανοί ήταν τώρα έτοιμοι να εκστρατεύσουν προς την Πάφο.

Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της καταστολής της εξέγερσης και της σύλληψής του, ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αλεξάνδρεια, και το κίνημα του διαλύθηκε. Τον Ιούλη το οθωμανικό στράτευμα έφτασε στη Γεροσκήπου και το Κτήμα, και πολλοί έπεσαν θύμα της εκδικητικής του μανίας, κυρίως Χριστιανοί. Για την τύχη του Γκιαούρ Ιμάμη στη συνέχεια υπάρχουν πολλές εκδοχές, αλλά το σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο βρέθηκε τελικά πίσω στην Κύπρο, όπου και εκτελέστηκε.

Μερικές σκέψεις για μια ξεχασμένη (;) εξέγερση

Αν και αφορμή για το επαναστατικό κλίμα ήταν ο φόρος, τουλάχιστον στις περιπτώσεις του Γκιαούρ Ιμάμη και του Ιωαννίκιου βλέπουμε μια πιο γενική αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ενδιαφέρον είναι ότι στη ηγεσία αυτών των κινημάτων ήταν ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα είχαν και οι δύο θρησκευτική ιδιότητα. Και οι οπαδοί τους ήταν ανάμικτα Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Από την άλλη, ανάμικτοι ήταν και οι αντίπαλοί τους που υπερασπίστηκαν την οθωμανική εξουσία, προερχόμενοι κυρίως από τις ανώτερες τάξεις και των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων.

Όσον αφορά τον Γκιαούρ Ιμάμη, ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η ιστορία του φαίνεται πως έμεινε ζωντανή στην τουρκοκυπριακή παράδοση, αποδίδοντας του μάλιστα έναν ηρωικό χαρακτήρα. Στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου, ένας δρόμος παραμένει μέχρι σήμερα αφιερωμένος στη μνήμη του, και μάλιστα με το όνομα «Γκιαούρ Ιμάμ» αντί «Ντελί Ιμάμ» –  το επίθετο «γκιαούρ» δεν φαίνεται να εκλαμβάνεται κατ’ ανάγκη ως αρνητικό. Αυτά σίγουρα μπερδεύουν όποιον ταυτίζει στο μυαλό του τους Τουρκοκύπριους με την οθωμανική εξουσία.

Τουρκομαχαλάς Πάφου

Οι ονομασίες των οδών στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου. Ανάμεσα στα ονόματα που σχετίζονται με το οθωμανικό, νεο-οθωμανικό, νεοτουρκικό, ή κεμαλικό παρελθόν της Τουρκίας και της Κύπρου, υπάρχει κι ένα με καθαρά τουρκοκυπριακές και αντι-οθωμανικές παραπομπές: αυτό του Γκιαούρ Ιμάμ.

Αυτό δείχνει ίσως ότι η δυσαρέσκεια με την οθωμανική διοίκηση ήταν κάτι που αφορούσε γενικά τον πληθυσμό, κυρίως τον αγροτικό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Σημαντική είναι και η κλιμάκωση που βλέπουμε από την εξέγερση στη Λάρνακα μέχρι αυτές στην Πάφο και την Καρπασία: οι δύο τελευταίες φαίνεται ότι απειλούσαν ευθέως την οθωμανική κυριαρχία στο νησί, έχοντας σαν στόχο την κατάληψη της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Προφανώς τέτοιες ιδέες έγιναν δυνατές, αφού η παρηκμασμένη οθωμανική εξουσία φαινόταν πλέον τόσο ανίκανη και ευάλωτη. Η κακή προετοιμασία και η έλλειψη συντονισμού μπορεί τελικά να οδήγησαν στην εύκολη συντριβή των κινημάτων, η τοπική άρχουσα τάξη φαίνεται όμως ότι είχε επίγνωση αυτής της αδυναμίας και ήταν αρκετά ανήσυχη.

Αυτό μας φέρνει σ’ ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, τη θέση της Εκκλησίας. Οι πρώτες συγκεντρώσεις των εξεγερμένων υπό την ηγεσία του Νικόλαου Θησέα έγιναν μπροστά στην Επισκοπή Κιτίου και στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία: προφανώς εκεί έβλεπαν τους υπεύθυνους ή αυτούς που μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Επίσης ενδιαφέρον είναι το ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης επέλεξε σαν αρχηγείο το κτήριο της Επισκοπής Πάφου, πιθανόν επειδή ήταν το τοπικό σύμβολο της εξουσίας. Όπως και να έχει, το ότι ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος καταδίκασε και τις τρεις εξεγέρσεις (πιο ήπια τον Νικόλαο Θησέα, πιο κατηγορηματικά τον Ιωαννίκιο, που ήταν και πιο ριζοσπαστικός απέναντι στην οθωμανική εξουσία), δεν είναι και καμιά μεγάλη έκπληξη.

Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εξέγερση στο νησί, στην οποία συμμετείχαν από κοινού Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Είχε κυρίως ταξικό χαρακτήρα – γι’ αυτό εξάλλου φαίνεται ότι εμπνέει πολιτικοποιημένους μουσικούς μέχρι τις μέρες μας. Οι χωρικοί εκείνης της εποχής αντιλαμβάνονταν ίσως τα πράγματα με ταξικούς όρους, χωρίς να έχουν ίχνος μαρξιστικής ή διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης: ήταν απλά η φυσιολογική συνέπεια του τρόπου ζωής τους.

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα θα έπαιρναν μια άλλη πορεία, αργή αλλά σταθερή. Για να φτάσουμε έτσι στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπου οι διαχωριστικές γραμμές θα γίνονταν πλέον καθαρά εθνικές και όλο και πιο αδιαπέρατες. Σε σημείο που μας είναι δύσκολο πλέον να φανταστούμε πως μπορεί να ήταν κάποτε πολύ διαφορετικά.

Πηγές

Εξι εκατομμυρια Γερμανοι

Κλασσικό

Υπάρχει ήδη ένα άρθρο σ’ αυτό το μπλογκ για τον Ντάνιελ Καν και τα τραγούδια του. Ένα απ’ αυτά όμως είναι τόσο ιδιαίτερο, που αξίζει ίσως ένα ξεχωριστό άρθρο:

Το τραγούδι εξιστορεί τη δημιουργία, τη δράση και το τέλος μιας πραγματικής εβραϊκής οργάνωσης στην Ευρώπη, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Αντί να περιγράψω την ιστορία, προτίμησα να κάνω μια απόπειρα μετάφρασης των στίχων του τραγουδιού (από τα αγγλικά στα ελληνικά). Πιστεύω ότι είναι αρκετή για να μπει κάποιος στο νόημα:

Το χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε,

ανάμεσα στους Εβραίους που είχαν μείνει ζωντανοί,

βρέθηκε ένας άντρας οραματιστής,

που μετέτρεψε την οργή του σε σχέδιο.

Άμπα Κόβνερ ήταν τ’ όνομά του,

είχε κερδίσει τη φήμη του ως αντάρτης.

Ήταν κάποτε ένας Εβραίος επαναστάτης από το Βίλνιους,

ένας γνήσιος ποιητής-πολεμιστής.

Συνάντησε μερικούς επιζήσαντες μαχητές των γκέτο,

σοσιαλιστές και σιωνιστές, συνωμότησαν.

Μαζεύτηκαν σ’ ένα διαμέρισμα στο Λούμπλιν

και κάθισαν γύρω απ’ το τραπέζι της κουζίνας.

Έδωσαν στους εαυτούς τους ένα εβραϊκό όνομα

και μ’ αυτήν τη λέξη δήλωσαν,

ότι εκδίκηση είναι αυτό που θα ήθελε ο Θεός

– αν υπήρχε Θεός – κι έτσι θα σκότωναν

έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι ήταν παρανοϊκό

και πόνος που εκφράστηκε σε λάθος κατεύθυνση.

Δεν ήθελαν τον πόλεμο να τελειώσει,

ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση.

Για κάθε Εβραίο που έκαψαν οι Ναζί,

για κάθε ρατσιστικό νόμο που πέρασαν,

για κάθε λάθος που δεν ήταν σωστό,

για όλους τους νεκρούς, θα πολεμούσε η Νακάμ.

Έφτιαξαν μια ομάδα από σαράντα δυνατούς,

για να διορθώσουν ό,τι ήταν λάθος.

Επέλεξαν να δηλητηριάσουν τους αγωγούς νερού,

ακριβώς όπως κατηγορούσαν τους Εβραίους από παλιά.

Στη Νυρεμβέργη και την πόλη του Αμβούργου

οι πράκτορές τους δούλευαν υπόγεια.

Βρήκαν δουλειές δίπλα στο ποτάμι

και περίμεναν το δηλητήριο να φτάσει.

Και ο Κόβνερ πήγε στο Τελ Αβίβ

για να δει τι βοήθεια μπορούσε να λάβει.

Μα η Χάγκανα δεν συμφώνησε

να συμμετέχει στη συνωμοσία του.

Έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι δεν ήταν σωστό,

το «οφθαλμός αντί οφθαλμού» θα μας έκανε όλους τυφλούς.

Δεν ήθελαν να κάνουν καμία αλλαγή,

ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση.

Έτσι ο Άμπα Κόβνερ γύρισε πίσω,

με μπουκαλάκια δηλητήριο στο σάκο του,

πάνω σ’ ένα πλοίο του αγγλικού ναυτικού,

αλλά οι Βρετανοί ειδοποιήθηκαν για τα σχέδιά του.

Τον έθεσαν σε κράτηση

και το δηλητήριο ρίχτηκε στη θάλασσα.

Ο Κόβνερ πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή

και έτσι το Σχέδιο Α δεν εφαρμόστηκε.

Η υπόλοιπη οργάνωση σκορπίστηκε

και όλα τα αναπληρωματικά τους σχέδια απέτυχαν.

Αλλά ένας πράκτορας σ’ ένα αρτοποιείο

κατάφερε να βρει λίγο δηλητήριο απ’ το Παρίσι.

Μόλις το δηλητηριασμένο ψωμί φούσκωσε

το πήρε σε μια φυλακή των Συμμάχων

και διάφορες αναφορές λένε

ότι εκατοντάδες φυλακισμένα μέλη των SS πέθαναν.

Έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι ήταν λάθος.

Αλλά ήταν οι πράξεις τους αδύνατες ή δυνατές;

Και ποιοι είμαστε εμείς για να τους κρίνουμε και να τους καταδικάσουμε;

Ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση.

Έτσι η Νακάμ διαλύθηκε εντελώς,

αποβιβάστηκαν στις ακτές της Παλαιστίνης

και ο Άμπα Κόβνερ και η ομάδα του

έγιναν όπως πολλοί άλλοι Εβραίοι.

Έβαλαν στην άκρη την οργή και το μίσος τους

και δούλεψαν για να κτίσουν ένα εβραϊκό κράτος,

με εβραϊκές πόλεις και εβραϊκά αγροκτήματα

και εβραϊκά όπλα και ατομικές βόμβες.

Μπορεί η εκδίκηση αν την βάλεις στο ράφι,

να βγει μετά πάνω σε κάποιον άλλο;

Προσέξτε πώς θα ερμηνεύσετε αυτήν την ιστορία,

για να μην επικρατήσουν οι δικές σας προκαταλήψεις.

Γιατί κοιτάξτε τον κόσμο γύρω σας σήμερα

και σκεφτείτε το ρόλο που παίζει η εκδίκηση.

Επειδή η Ιστορία έχει τα απλήρωτα χρέη της

και είναι καλύτερα να τα ξεχνάμε;

Έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι ήταν εξωφρενικό,

αλλά τι θα απογίνει ένα όνειρο που αναβάλλεται;

Πώς μπορούσαν απλά να ξεκινήσουν πάλι απ’ την αρχή;

Ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση!

Ο Άμπα Κόβνερ.

Ο Άμπα Κόβνερ.

Ο καθένας μπορεί φυσικά να κάνει τις δικές του σκέψεις σε σχέση μ’ αυτή την ιστορία. Το σίγουρο είναι ότι αυτή αποδεικνύει κάτι μάλλον αυτονόητο: ότι ανάμεσα σε κάποιους Εβραίους υπήρχε διάθεση για εκδίκηση απέναντι στους Γερμανούς μετά το Ολοκαύτωμα. Όχι απλά τιμωρία λίγων κυρίως υπευθύνων, αλλά εκδίκηση κοινωνικής ομάδας (Εβραίοι) εναντίον κοινωνικής ομάδας (Γερμανοί).

Η λογική αυτή, της συλλογικής εκδίκησης και τιμωρίας, μπορεί να μας ακούγεται πολύ σκληρή και άδικη, από την άνετη θέση που βρισκόμαστε σήμερα. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργούσαν και σε σημαντικό βαθμό λειτουργούν ακόμα οι ανθρώπινες κοινωνίες. Ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε τι είχε μόλις συμβεί: έξι εκατομμύρια μέλη της κοινωνικής ομάδας του Κόβνερ είχαν δολοφονηθεί με το χειρότερο τρόπο που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, για το μοναδικό λόγο ότι ήταν Εβραίοι. Και μάλιστα εντελώς απρόκλητα, χωρίς αυτή η κοινωνική ομάδα (Εβραίοι) να έχει εφαρμόσει ποτέ ή να έχει τη δυνατότητα ή θέληση να εφαρμόσει ανάλογη βία προς τους Γερμανούς.

Αν το σκεφτούμε, οι άλλες εθνότητες που υπέφεραν από τους Γερμανούς πήραν κατά κάποιον τρόπο τη συλλογική τους εκδίκηση. Οι Άγγλοι βομβάρδισαν γερμανικές πόλεις και σκότωσαν έτσι Γερμανούς άμαχους και γυναικόπαιδα, όπως τους είχαν κάνει πριν οι Γερμανοί. Οι Γάλλοι κατείχαν με τη σειρά τους γερμανικό έδαφος και μάλιστα ένα μέρος της γερμανικής πρωτεύουσας. Οι Ρώσοι βίασαν χιλιάδες Γερμανίδες και ύψωσαν τη σημαία τους στο Ράιχσταγκ, κάνοντας έτσι τους Γερμανούς να νιώσουν ένα μέρος της ταπείνωσης που είχαν νιώσει πριν οι ίδιοι. Οι Πολωνοί προσάρτησαν ένα μεγάλο μέρος της Γερμανίας και έδιωξαν 10 εκατομμύρια Γερμανούς από τα σπίτια τους – ένα είδος αντίποινων και για τις επαναλαμβανόμενες περιόδους προσάρτησης και κατοχής πολωνικού εδάφους από τη Γερμανία.

Οι Εβραίοι όμως;  Σ’ αυτούς δεν δόθηκε καμία δυνατότητα συλλογικής εκδίκησης, ούτε καν μερικής. Οι Γερμανοί ως λαός ουσιαστικά ποτέ δεν πλήρωσαν γι’ αυτό που έκαναν στους Εβραίους, κι ας ήταν η μεγαλύτερη σφαγή που μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Αυτό είναι κάτι που λογικά πρέπει να δημιούργησε πολύ βαριά απωθημένα στη συλλογική συνείδηση του εβραϊκού λαού.

Έχει ίσως και η σημερινή βία του ισραηλινού κράτους κάτι να κάνει μ’ αυτό; Δεν αναφέρομαι απλά στη βία που έτσι κι αλλιώς έχει μέσα του ο σιωνισμός ως ιδεολογία (αφού βασίζεται στη βίαιη εκδίωξη ενός λαού για να κάνει τόπο σ’ έναν άλλο). Ιδιαίτερα όμως μετά τον τελευταίο πόλεμο στη Γάζα, την αντίδραση στην προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν, την επανεκλογή του Νετανιάχου, με την υπόσχεση να μην αποδεχτεί ποτέ παλαιστινιακό κράτος, δημιουργείται μια αίσθηση ότι το Ισραήλ είναι ως κράτος και κοινωνία εθισμένο στη βία, ότι την έχει ανάγκη. Κάτι που δεν εξηγείται απλά με μια ψυχρή λογική εξυπηρέτησης κάποιων συμφερόντων: αυτός ο εθισμός έχει κάτι παρανοϊκό και μάλλον και αυτοκαταστροφικό μέσα του.

Τροφοδοτείται αυτή η συμπεριφορά του Σιωνισμού, η τωρινή όπως και η παλιότερη, και από το απωθημένο της μη πραγματοποιημένης εκδίκησης; Αυτό είναι κάτι που μπορούν να κρίνουν καλύτερα όσοι έχουν μελετήσει την ψυχολογία της μάζας. Σαν σκέψη πάντως δεν φαίνεται εντελώς παράλογη, αν αναλογιστεί κάποιος το βάρος που έχει η ιδέα της συλλογικής εκδίκησης και τιμωρίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Και δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά, αφού και στις δικές μας χώρες επανέρχεται συχνά η λογική της εκδίκησης σε διάφορες συγκρούσεις, για γεγονότα πολύ μικρότερα σε έκταση από αυτό που συνέβη στους Εβραίους.

Φυσικά, πολύ δύσκολα θα μπορούσε ένας υγιής άνθρωπος να εγκρίνει ηθικά τα σχέδια του Άμπα Κόβνερ και της ομάδας του. Το να σκοτώσεις τόσο κόσμο με μόνο κριτήριο την εθνικότητά τους, είναι από κάθε άποψη απάνθρωπο. Αν όμως αυτή ήταν όντως η εναλλακτική επιλογή: είναι τελικά η εφαρμοσμένη πολιτική του Ισραήλ από την ίδρυση του μέχρι σήμερα πολύ πιο ανθρώπινη;

Ντανιελ Καν: μια ιδιαίτερη εβραϊκή φωνή

Κλασσικό

Το θέμα αυτού του άρθρου είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους τραγουδοποιούς, ο οποίος είναι μάλλον άγνωστος στο ελληνόφωνο κοινό. Μπορεί να μην υπάρχει κάποια άμεση σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια έμμεση σύνδεση, αφού ο Καν αναφέρεται στα τραγούδια του πολύ στην εβραϊκή ταυτότητα και κατ’ επέκταση συχνά και στο θέμα του σιωνισμού.

Ο Ντάνιελ Καν είναι Εβραίος Ασκενάζι, γεννημένος στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Το συγκρότημά του Painted Bird έχει όμως την έδρα του στο Βερολίνο – κάτι που μοιάζει να έχει μην είναι τυχαίο.  Η μουσική παράδοση στην οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό είναι τα κλέζμερ: τραγούδια των Εβραίων Ασκενάζι της Ανατολικής Ευρώπης. Συνεργάζεται με συγκροτήματα από το Ισραήλ αλλά και με Εβραίους της Ρωσίας, όπως ο Ψόυ Κορολένκο. Μια τέτοια συνεργασία  είναι η  «Unternationale» (ας πούμε η Υποεθνής): ο τίτλος είναι από μόνος του χαρακτηριστικός για τον τρόπο σκέψης του Καν.

Ένα τραγούδι πολύ ενδεικτικό για το πνεύμα αυτής της συνεργασίας (και ίσως ένα από το πιο δυνατά τραγούδια που έχει γράψει ο Καν) είναι το «Dumay!  Think!  Думай!». Εδώ ο Καν παίζει με τον παραδοσιακό εβραϊκό θρησκευτικό σκοπό «Ντουνάι» και τη ρώσικη λέξη «Ντουμάι» που σημαίνει «Σκέψου». Το τραγούδι ξεκινάει με λίγες φράσεις στα εβραϊκά, συνεχίζεται με στίχους στα γίντις*, στα αγγλικά και στα ρώσικα, για να τελειώσει πάλι στα γίντις. Αναφέρεται στο σιωνισμό και το κράτος του Ισραήλ, χωρίς να παίρνει ξεκάθαρη θέση. Ο Καν έχει πει ότι αυτό το τραγούδι πετάει με δύο φτερά, ένα αριστερό κι ένα δεξιό – προφανώς εννοεί ότι θα μπορούσε κάποιος να το ερμηνεύσει και ως αντισιωνιστικό και ως σιωνιστικό. Αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας των στίχων δίνει ίσως και το βαθύτερο μήνυμα του τραγουδιού.

Άλλο τραγούδι από την ίδια συνεργασία είναι το «Ekh Lyuli Lyuli – Эх Люли Люли». Το βασικό κείμενο είναι στα γίντις και πρόκειται για ένα παλιό τραγούδι των Εβραίων της Ρωσίας που είχαν καταταχθεί στο στρατό του Τσάρου. Ενσωματώνεται όμως και μια απαγγελία του Ψόυ Κορολένκο στα ρώσικα, με πιο σύγχρονες πολιτικές αναφορές (τη μετάφραση των στίχων στα αγγλικά μπορεί κάποιος να τη διαβάσει εδώ).

Ένα καθαρά αντισιωνιστικό τραγούδι είναι το «Oy Ir Narishe Tsienistn – Oh You Foolish Little Zionists». Πρόκειται για παλιό εβραϊκό τραγούδι από τη σοβιετική περίοδο, που προφανώς εκφράζει και την κρατική πολιτική της εποχής. Ο Καν και ο Κορολένκο το τραγουδάνε στα γίντις, στα αγγλικά και στα ρώσικα. Το συμπεριλαμβάνουν στην Unternationale μαζί με σιωνιστικά τραγούδια, μάλλον για να δείξουν την ποικιλία απόψεων που υπήρχε μέσα στις εβραϊκές κοινότητες σχετικά με αυτό το θέμα.

Λιγότερο σχετικό με την εβραϊκότητα, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικό για όποιον έχει ζήσει στο Βερολίνο στη χρονική περίοδο μετά την πτώση του Τείχους, είναι το τραγούδι «Good old bad old days». Ο ίδιος ο Καν το περιγράφει σαν μια «οσταλγική μπαλάντα για το Βερολίνο, για τη χαμένη αγάπη ανάμεσα στον κόσμο και το σοσιαλισμό» («οσταλγία» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στη Γερμανία για να περιγράψει τη νοσταλγία των Ανατολικογερμανών για την εποχή πριν την πτώση του Τείχους). Ο Καν πάντως κάνει και μια μικρή αναφορά στο εβραϊκό παρελθόν, που αν την έκανε κάποιος μη Εβραίος μάλλον θα τη θεωρούσαν προκλητική: so don’t look for a final solution here in Berlin, for capitalist prostitution it comes from within.

Πολύ επίκαιρο είναι το τραγούδι «Inner Emigration», το οποίο περιέχει και μια μικρή αναφορά στην Κύπρο. ‘Οπως συνηθίζει, ο Καν χρησιμοποιεί αποσπάσματα του εβραϊκού πολιτισμού και της εβραϊκής ζωής για να κάνει παναθρώπινες αναφορές. Το τραγούδι διηγείται 3 ιστορίες: η πρώτη για ένα ζευγάρι Εβραίων στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του Χίτλερ, η δεύτερη για έναν Εβραίο της Ουκρανίας που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στο Ισραήλ και η τρίτη για μια Εβραία του Ισραήλ που ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Παλαιστίνιο. Ο Καν παίζει εδώ πάλι με τα αγαπημένα του θέματα της ταυτότητας και της μετανάστευσης.

Το τραγούδι «March of The Jobless Corps» είναι η αγγλική διασκευή ενός παλιού τραγουδιού στα γίντις σχετικά με την ανεργία την εποχή του οικονομικού κραχ στη Γερμανία. Ο Καν θέλει μάλλον μ’ αυτό να κάνει τη σύνδεση με την οικονομική κρίση του 2008 και την ανεργία που αυτή δημιούργησε. Στο βιντεοκλίπ χρησιμοποιεί πολλά εβραϊκά σύμβολα, μάλλον ως αναφορά στην εβραϊκή εργατική τάξη του μεσοπολέμου.

Από το ρεπερτόριο του Ντάνιελ Καν δεν λείπει και η διασκευή ενός ελληνικού τραγουδιού, του «Ολαρία Ολαρά» του Διονύση Σαββόπουλου.

Τελειώνω με το τραγούδι «The Jew In You», όπου ο Καν εκφράζει διάφορες σκέψεις σχετικά με τη σύγχρονη εβραϊκή ταυτότητα και τις πανανθρώπινες προεκτάσεις τις. Μάλλον ένα από τα πιο εμπνευσμένα που έχει γράψει.


*γίντις (Jiddisch): η γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Αν και η ίδια η λέξη σημαίνει «Εβραϊκά», η γλώσσα είναι πολύ συγγενική με τα γερμανικά, με σλαβικές και σημιτικές επιρροές.

Το Eπος του Σεϊχη Μπεντρεντιν

Εικόνα

Ο Ναζίμ Χικμέτ έγραψε το ομώνυμο ποίημα όταν ήταν ακόμα στη φυλακή. Mελοποιήθηκε στη συνέχεια από γνωστούς Τούρκους συνθέτες, όπως ο Ζουλφού Λιβανελί:

Το ποίημα μεταφράστηκε και στα ελληνικά από το Γιάννη Ρίτσο, και τμήμα του μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο, ως μέρος του δίσκου «Πολιτικά Τραγούδια»:

Ποιός ήταν όμως αυτός ο σεΐχης, που έφτασε να γίνει σύμβολο της σύχρονης τούρκικης Αριστεράς, αν και έζησε τον 14ο και 15ο αιώνα; Και γιατί να υπάρχει κι ελληνικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν;

Ο Μπεντρεντίν γεννήθηκε στη Θράκη μάλλον το 1359, από πατέρα Τούρκο γαζή (πολεμιστή) κι από μητέρα χριστιανή Ελληνίδα, που εξισλαμίστηκε μετά το γάμο. Λέγεται ότι αυτή η (ας πούμε) πολυπολιτισμική καταγωγή επηρέασε και τη φιλοσοφία του.  Έζησε σε μια εποχή έντονης πολιτικής ρευστότητας, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία ακόμα δεν είχε καθιερωθεί οριστικά ως ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος της περιοχής. Ακολούθησε κυρίως (αλλά όχι μόνο) ισλαμική θρησκευτική-νομική εκπαίδευση σε διάφορες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου (Αδριανούπολη, Προύσα, Ικόνιο, Κάιρο κ.ά.). Σεΐχης έγινε όταν ανέλαβε για μικρό χρονικό διάστημα την ηγεσία σουφιστικού θρησκευτικού τάγματος. Στη συνέχεια διορίστηκε καζασκέρης (δηλαδή στρατιωτικός δικαστής) στο στρατό του Οθωμανού πρίγκηπα Μούσα Τσελεμπί. Μετά την ήττα του τελευταίου από τον αδελφό του Μεχμέτ Τσελεμπί, ο Μπεντρεντίν εξορίστηκε στη Νίκαια.

Μέσω της πολύπλευρης μόρφωσής του, ανέπτυξε μια δική του φιλοσοφία με πολιτικές προεκτάσεις. Μέρη της ήταν η ισότητα και ενότητα των θρησκειών, η αιωνιότητα του Σύμπαντος και η μη ανάσταση του σώματος – ιδέες όχι και πολύ συμβατές με την ισλαμική ή χριστιανική ορθοδοξία. Υπήρχαν ακόμα και στοιχεία που ερμηνεύθηκαν ως απόρριψη της ατομικής ιδιοκτησίας (“μοιραστείτε τα όλα εκτός από τα χείλη των αγαπημένων σας”, είναι η φράση που χαρακτήριζε τη διδασκαλία του Μπορκλουτζέ Μουσταφά, μαθητή του Μπεντρεντίν). Απέκτησε οπαδούς από διάφορα κοινωνικά στρώματα (στρατιώτες, ντερβίσηδες, αγρότες, αλλά και αλλόθρησκους, όπως Χριστιανούς κι Εβραίους) και οργάνωσε κίνημα ενάντια στην οθωμανική εξουσία. Η εξέγερση ξέσπασε το 1416 στη Δυτική Μικρά Ασία υπό τους μαθητές του Μπορκλουτζέ Μουσταφά και Τορλάκ Κεμάλ, αλλά και στην περιοχή της βορειοανατολικής Βουλγαρίας, όπου εν τω μεταξύ είχε καταφύγει ο Μπεντρεντίν. Το κίνημα ηττήθηκε με τη συντριβή στη χερσόνησο του Καραμπουρούν και ο ίδιος ο Μπεντρεντίν συνελήφθηκε κι εκτελέστηκε.

Ο μύθος γύρω απ’ αυτόν λέει ότι η γνώση του στον ισλαμικό νόμο ήταν τόσο βαθιά, που στάθηκε αδύνατο στους δικαστές να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες εναντίον του, μέχρι που δέχτηκε ο ίδιος να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Θάφτηκε στις Σέρρες κι ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος. Σχετικά πρόσφατα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

Οι οπαδοί του Μπεντρεντίν επέζησαν ως ομάδα για μερικούς αιώνες ακόμα στα ανατολικά Βαλκάνια, όπου το οθωμανικό καθεστώς τους αντιμετώπιζε περίπου σαν Αλεβίτες – και με την ανάλογη καχυποψία. Η εξέγερση του Μπεντρεντίν είναι εξ’ άλλου χαρακτηριστική για τη σχέση ανάμεσα στο θρησκευτικό μυστικισμό και τα λαϊκά κινήματα της εποχής, που αποτέλεσε και τη βάση για τη μελλοντική εξέλιξη των Αλεβιτών ως ξεχωριστή ομάδα (βλέπε και το σχετικό άρθρο).

Πολλούς αιώνες μετά το θάνατό του ο Μπεντρεντίν έγινε και σύμβολο της τούρκικης Αριστεράς, που είδε στο πρόσωπό του μια πρώιμη ντόπια έκφραση σοσιαλιστικών ιδεών. Σίγουρα σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και το στοιχείο της κοινής δράσης ανθρώπων από όλες τις θρησκευτικές ομάδες για την ανατροπή μιας καταπιεστικής εξουσίας. Κάποιοι βλέπουν στη φιλοσοφία του, που είχε επιρροές από τον μουσουλμανικό σουφισμό μέχρι τον Πλάτωνα, κάτι που θα μπορούσε να ήταν η βάση για έναν Διαφωτισμό στην περιοχή, πολύ πριν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.

Όπως και να είναι η πραγματικότητα, η εξέγερση του Μπεντρεντίν και πολλά άλλα παρόμοια κινήματα δείχνουν μια πνευματική και πολιτική γονιμότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Κάτι που σημαίνει ότι η εικόνα που έχουμε για εκείνη την περίοδο ίσως να μην είναι πλήρης. Ειδικά εμείς στην Ελλάδα ή στην Κύπρο τη βλέπουμε κυρίως σαν εποχή παρακμής, μια κι επικεντρωνόμαστε στην κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Σεΐχης Μπεντρεντίν είναι όμως μέρος και της δικής μας Ιστορίας. Ίσως έχει φτάσει ο καιρός για να εκτιμήσουμε κάποια τμήματα του παρελθόντος μας, που η εθνικιστικά προσανατολισμένη ιστοριογραφία δεν μας άφησε να δούμε.

Βιβλιογραφία:

  • Κολοβός, Ηλίας (2010): «Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια» στην οθωμανική και τη σύγχρονη τούρκικη ιστορία.
  • Ιναλτζίκ, Χαλίλ (1973): Η Οθωμανική Αυτοκρατορία – Η κλασική εποχή, 1300-1600.
  • Göçmen, Doğan: Scheich Bedreddin – Der freidenkerische Philosoph und Revolutionär aus dem Morgenland.
  • http://www.serrelib.gr/arthra.php?id=41

Η αλεβιτικη πολιτιστικη παραδοση

Κλασσικό

Ίσως για καμιά άλλη θρησκευτική ομάδα της περιοχής μας δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο η μουσική, ο χορός και η ποίηση όσο για τους Αλεβίτες. Για πολλά χρόνια, αυτές οι παραδόσεις ήταν σχεδόν κρυφές και γνωστές μόνο στο εσωτερικό αυτών των κοινοτήτων: η συνέπεια της μακραίωνης καταπίεσης από την οθωμανική εξουσία, για την οποία οι Αλεβίτες (κιζιλμπάσηδες) ήταν οι Άλλοι, οι δυνητικοί υποστηρικτές ξένων δυνάμεων, οι μη πραγματικοί Μουσουλμάνοι.

Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, στην κοσμική (;) Τουρκία, η αλεβίτικη νεολαία, που ζει συχνά πλέον στις τουρκικές μεγαλουπόλεις και στη Διασπορά, άρχισε να ανακαλύπτει και να εκτιμά ξανά τον πλούτο αυτής της πολιτιστικής παράδοσης. Οι αλεβίτικες τελετές μπορούν πλέον να γίνουν και (σχετικά) δημόσια – αν και μπορεί να μην έχουν πάντα τόσο θρησκευτικό όσο πολιτιστικό χαρακτήρα. Αυτές οι παραδόσεις και η αναβίωσή τους έχουν επηρεάσει και τη σύγχρονη τούρκικη τέχνη. Είναι αυτό που ονομάστηκε «Αλεβιτική Αναγέννηση«. Σε συνέχεια του άρθρου για τους Αλεβίτες, παρουσιάζονται εδώ μερικά τέτοια στοιχεία.

Δεν είναι τυχαίο που και μία από τις ιστορικές προσωπικότητες που τιμούν ιδιαίτερα οι Αλεβίτες ως μέρος της παράδοσης τους, ο Πιρ Σουλτάν Αμπντάλ (έζησε τον 15ο με 16ο μ. Χ. αιώνα), παρουσιάζεται με μουσικό όργανο υψωμένο στα χέρια του. Η κίνηση αυτή ίσως εκφράζει και τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της ποίησής του.

Οι ασίκηδες ήταν οι λαϊκοί ποιητές που κράτησαν ζωντανό ένα σημαντικό μέρος της αλεβίτικης καλλιτεχνικής παράδοσης. Ένα μελοποιημένο ποίημα του Πιρ Σουλτάν Αμπντάλ, από το γνωστό τούρκικο συγκρότημα Baba Zula, είναι και το Aşıkların Sözü Kalır (Τα λόγια των ασίκηδων μένουν). Με μια δική μου προσπάθεια να το μεταφράσω (η οποία πάντως δεν έγινε απ’ ευθείας από τα τούρκικα, αλλά από τη γερμανική μετάφραση ενός Τούρκου φίλου: εννοείται άρα πως σίγουρα στο δρόμο έχει χαθεί αρκετό από το νόημα).

http://www.izlesene.com/video/baba-zula-asiklarin-sozu-kalir/5704981

Ε εσείς, που για την απληστία σας απαρνιέστε την αγάπη,

που φτιάχνετε έναν κόσμο με ψέματα,

που έχετε τρελαθεί με τη δύναμη και με τη φήμη,

που μπροστά στο χρήμα φιλάτε το χώμα.

Ο δίκαιος και ο άδικος μια μέρα θα αναγνωριστούν,

μπορεί σε 50 ή σε 300 χρόνια.

Μόνο τα λόγια των ασίκηδων μένουν.

Συνέχισε όπως και πριν, Χιζίρ Πασά

και ο δικός σου τροχός της μοίρας θα σπάσει

και ο δικός σου αγαπητός άρχοντας μια μέρα θα ανατραπεί.

Ε εσείς, που έχετε βγάλει ρίζες στις θέσεις εξουσίας

που νομίζετε ότι είστε καλύτεροι από τους όμοιούς σας

που με πολλά λόγια σπέρνετε πολλές άδειες ιδέες

που το ‘χετε για περηφάνια, να καταπιέζετε τους φτωχούς.

Ο δίκαιος και ο άδικος μια μέρα θα αναγνωριστούν,

μπορεί σε 50 ή σε 300 χρόνια.

Μόνο τα λόγια των ασίκηδων μένουν.

Κεντρικό στοιχείο των θρησκευτικών τελετών των Αλεβιτών (οι οποίες να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τους Σουνίτες δεν γίνονται στα αραβικά αλλά στα τούρκικα) είναι η απαγγελία στίχων με συνοδεία μουσικής (συνήθως σάζι) και ο χορός σεμάχ, στον οποίo συμμετέχουν άντρες και γυναίκες. Εκεί μπορεί κάποιος να νιώσει σε κάποιον βαθμό την μυστικιστική παράδοση, από την οποία προέρχονται αυτά τα έθιμα. Το σεμάχ βασίζεται στην ιδέα της ενότητας με τον Θεό, χορεύεται από άντρες και γυναίκες μαζί, συχνά με κάποιου είδους περιστροφή (δεν είναι  φυσικά άσχετο με τους «περιστρεφόμενους ντερβίσηδες»).

Από τους Κούρδους Αλεβίτες αυτές οι τελετές μπορεί να γίνουν και στα κούρδικα. Σημαντικό για το χαρακτήρα του Αλεβιτισμού είναι να γίνονται σε μια γλώσσα που είναι κατανοητή στο λαό:

Γνωστή περίπτωση καλλιτεχνών με κούρδικες-αλεβίτικες ρίζες είναι τα αδέλφια Μετίν και Κεμάλ Καχραμάν, που είχαν έδρα τους τη Γερμανία (αφού φύγανε από την Τουρκία για πολιτικούς λόγους). Έχουν καταγωγή από τη περιοχή Ντερσίμ, που κατοικείται κυρίως από Αλεβίτες που μιλάνε Ζαζά (μια κουρδική γλώσσα ή διάλεκτος, οι απόψεις διαφέρουν ανάλογα και με τις πολιτικές πεποιθήσεις). Αυτή η περιοχή, μετά από μια εξέγερση στη δεκαετία του ’30 που καταπνίγηκε με πολύ σκληρό τρόπο, μετονομάστηκε απ’ το τούρκικο κράτος σε Τούντζελι. Στο άλμπουμ από το οποίο προέρχεται το επόμενο τραγούδι, τα αδέλφια Καχραμάν κατέγραψαν μουσικές παραδόσεις του τόπου τους (η σκηνή είναι από την ταινία Bahoz, που αναφέρεται στο κουρδικό αυτονομιστικό κίνημα):

Γενικά, η αλεβίτικη παράδοση φαίνεται να έχει επηρεάσει βαθιά τη σύγχρονη τουρκική καλλιτεχνική σκηνή. Πολλοί γνωστοί συνθέτες και τραγουδιστές, όπως ο Ζουλφού Λιβανελί, ο Αχμέτ Καγιά, η Σελντά Μπαγτζάν, έχουν εμπνευστεί απ’ αυτήν ή έχουν ερμηνεύσει αλεβίτικα τραγούδια.