Ο Εβραιος μεσα σου

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργος. Σε μια περίοδο μάλιστα που παρακολουθούμε την ατελείωτη σφαγή στη Γάζα στο όνομα της «αυτοάμυνας» του εβραϊκού κράτους, μοιάζει ίσως και προκλητικός. Στην πραγματικότητα όμως, είναι απλά η ελληνική απόδοση ενός τίτλου τραγουδιού, το οποίο είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν για ένα θεατρικό έργο, όχι κατ’ ανάγκη άμεσα συνδεδεμένο με τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη. Ο τραγουδοποιός είναι ο Αμερικανοεβραίος Ντάνιελ Καν, με τον οποίο έχουμε ήδη ασχοληθεί άλλες δύο φορές σε αυτό το μπλογκ.

Η τελευταία απ’ αυτές είχε θέμα ένα άλλο τραγούδι, του οποίου η σύνδεση με τα γεγονότα στη Γάζα είναι ίσως πιο άμεση. Οι σκέψεις στο συγκεκριμένο άρθρο ξεκινούσαν από την καταπίεση της (φυσιολογικής) δίψας των Εβραίων για εκδίκηση για το Ολοκαύτωμα – και πήγαιναν στην κατεύθυνση του πώς μπορεί να ενισχύει ξεσπάσματα βίας σαν αυτό που βλέπουμε στις μέρες μας.

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να πάρουμε τέτοιες σκέψεις ακόμα παραπέρα, με αφορμή τα τελευταία γεγονότα. Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου δεν ήρθε από το πουθενά, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν αυτή την εντύπωση. Στα προηγούμενα χρόνια, ζήσαμε τον αργό θάνατο της ελπίδας για πολιτική λύση στο Παλαιστινιακό, με αποκορύφωμα το κωμικοτραγικό «Σχέδιο Τραμπ» και τον σχηματισμό της πιο ακροδεξιάς και σκληρής κυβέρνησης στην Ιστορία του Ισραήλ. Η απόγνωση των Παλαιστινίων εκφραζόταν με διάφορες εκρήξεις βίας. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν μια κορύφωση με τέτοιο ακραίο τρόπο. Ακόμα πιο βέβαιη ήταν και η αντίδραση του Ισραήλ. Είναι ένα κράτος που, όπως αναφέρθηκε και στο άλλο άρθρο, μοιάζει να είναι εθισμένο στο αίμα: είναι σαν να φροντίζει να διαιωνίζει τη βία εναντίον του, ώστε να του δίνεται η ευκαιρία να εκτονώνεται με τόσο καταστροφικό τρόπο.

Η απλή σκέψη είναι ότι στη ρίζα αυτού του ατελείωτου κύκλου βίας, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η βία της ίδιας της ιδέας ενός έθνους-κράτους σε έδαφος όπου ζει άλλος λαός (ή λαοί). «Η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά είναι παντρεμένη με άλλον», όπως λέγεται ότι διαπίστωναν οι ίδιοι οι πρώτοι Σιωνιστές στην Παλαιστίνη. Από την άλλη όμως, αν επιστρέψουμε νοητά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, εύκολα θα νιώσουμε κάποια κατανόηση, ακόμα και συμπάθεια γι’ αυτό το εγχείρημα. Ήταν μια εποχή, που κανένα έθνος δεν έμοιαζε πως μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς ένα κράτος να το προστατεύει ταυτιζόμενο μαζί του. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθούν τα πολυεθνικά κράτη που είχαν απομείνει από τα παρελθόν αποτύγχανε. Το ίδιο ξεπερασμένη έμοιαζε και η άποψη ότι «οι Εβραίοι δεν είναι έθνος, αλλά θρησκεία», την οποία χρησιμοποιούσαν πιο πριν οι ίδιοι οι Εβραίοι για να τονίσουν την απόλυτη ένταξή τους στα υπάρχοντα έθνη-κράτη. Η εμπειρία του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου τους έδειξε ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί δύσκολα θα τους δεχτούν σαν πλήρες και ισότιμο μέρος του έθνους τους.

Να όμως που, αρκετές δεκαετίες μετά, τα έθνη-κράτη δείχνουν να φτάνουν κι αυτά στα δικά τους αδιέξοδα. Οικονομικοί περιορισμοί, αδυναμία να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μετανάστευσης, πολιτισμική και κοινωνική παρακμή, είναι μόνο κάποια από τα πολλά που μπορούμε να αναφέρουμε. Υπήρχε τελικά, ή τουλάχιστον υπάρχει τώρα κι άλλη επιλογή για τον Εβραϊσμό; Κάτι δηλαδή που να απέχει και από την πάση θυσία αναζήτηση κράτους, αλλά και από την άρνηση ύπαρξης εβραϊκού Έθνους (ή, αν όχι εβραϊκού, τουλάχιστον ασκενάζικου, σεφαρδίτικου, ίσως και μιζραχικού).

Η ίδια σκέψη μπορεί να επεκταθεί και σε όλα τα άλλα έθνη. Οι Εβραίοι είναι απλά αυτοί που, πριν τη δημιουργία του σιωνιστικού κράτους, φαίνονταν ως οι πιο κατάλληλοι για μια τέτοια εναλλακτική εθνική ταυτότητα ή ταυτότητες. Ταυτότητες που θα μπορούσαν να είναι εθνικές, χωρίς να απαιτούν τη σύνδεση με το αίμα ή μια συγκεκριμένη γεωγραφία, ή τουλάχιστον να μη ζητούν την αποκλειστικότητα σε αυτήν. Και αντί ο εβραϊκός εθνισμός να συνδεθεί με την καταπίεση «κατώτερων» λαών, μετατρεπόμενος κι αυτός σε ένα ακόμα παράδειγμα σοβινιστικού εθνο-κρατισμού (το πιο θλιβερό και σκληρό μάλιστα), θα ήταν αυτός που θα έδειχνε τον δρόμο προς ένα μέλλον πιο ελπιδοφόρο.

Κι εδώ μπορεί αυτή η σκέψη να συναντά, σε ένα μέρος της τουλάχιστον, το τραγούδι του Ντάνιελ Καν:

Επομένως, αντί άλλου κλεισίματος του άρθρου, θα κάνω μια απόπειρα μετάφρασης μέρους των στίχων (ξεκινάει από το 6:03):

Αν το να είσαι θύμα ήταν πάντα μέρος του τι σημαίνει να είσαι Εβραίος,

τότε η ασφάλεια ήταν ένα είδος προσφοράς που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε

Ποιος δε θα ήθελε να κερδίσει, όταν το μόνο που κάναμε πάντα ήταν να χάνουμε;

Κι έτσι γυρίσαμε την πλάτη μας σε ό,τι βοήθησε τον λαό μας να επιβιώσει

Και πέτυχε πραγματικά το να δημιουργήσουμε νέα εβραϊκά;

Με τους εχθρούς που σφάζαμε, το μίσος φούντωνε

Μα αυτό που μισείς στους άλλους, είναι αυτό που μισείς σε σένα

Το άλλο πόδι βάζει το παπούτσι

Και πού πήγε όλο λάθος, κανείς δεν ήξερε

Τώρα η εξορία θα επιστρέψει σαν ντεζαβού

Και ίσως θα πρέπει να τη μάθουμε όλοι από την αρχή

όχι πια μόνο ως θύματα, αλλά και ως δράστες.

Να μάθουμε να είμαστε Εβραίοι

Μάθε να είσαι Εβραίος ανάμεσα στους Εβραίους

Εβραίος, Εβραίος, το πρόβλημα δεν είναι καινούριο,

ένας άστεγος Εβραίος κρύβεται μέσα σου

Λοιπόν, η ώρα πέρασε και σύντομα θα πρέπει να πληρώσουμε τις οφειλές μας

Μπορείς να το διαβάσεις στις εφημερίδες, μπορείς να το δεις στις ειδήσεις

Είμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις, όπου όλοι θα πρέπει να κάνουμε επιλογές

και κανείς δεν θα ανακτήσει αυτό που όλοι πρόκειται να χάσουμε.

Ο κόσμος γίνεται πιο κρύος, τα τείχη είναι ψηλά και αληθινά,

όλες οι πόλεις καίγονται σε κάτι σκοτεινό και νέο,

και όλοι οι ουρανοί παίρνουν μια αιματηρή κόκκινη απόχρωση,

η φωτιά και τα σκουπίδια έχουν χτυπήσει τα ουράνια σε μαύρο και μπλε

Και ζεις σε χώρα και εποχή, που δεν είναι φτιαγμένες για σένα

Είσαι πρόσφυγας από πολέμους ανάμεσα σε θρησκευτικές οπτικές γωνίες

και σε όλα τα σπασμένα σύνορα των ονομασιών που σου δίνουν.

Αλλά η Ιστορία είναι ένας ποταμός γεμάτος πράγματα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις

Επομένως, όταν σου ζητήσουν τα χαρτιά σου κι εσύ δεν ξέρεις τι να κάνεις,

θυμήσου εκείνη τη στιγμή τι κουβαλάς μέσα σου,

γιατί θα έρθει η μέρα που θα αρνηθούν όλα τα χαρτιά σου

και τότε θα βρεθείς κι εσύ στην εξορία.

Άρα έχω μια μικρή προφητεία για σένα,

ένα αποκαλυπτικό μυστήριο, ένα στοιχείο:

όσο ο κόσμος γίνεται σαν τη Βαβυλώνα, τόσο γινόμαστε όλοι Εβραίοι.

Όταν η Σιών θα έχει πεθάνει και χαθεί, η υπόσχεση θα πραγματοποιηθεί

Η Βαβυλώνα είναι παντού, και η Σιών είναι μέσα σου.

Επομένως, μάθε να την παίρνεις μαζί σου.

Μάθε να είσαι Εβραίος.

Το Κυπριακο ως μοντελο

Κλασσικό

Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να «γιορτάζουμε» τη συμπλήρωση ενός στρογγυλού αριθμού ετών από κάποια σημαντική χρονολογία. Το έτος που βρισκόμαστε σηματοδοτεί κι αυτό τη συμπλήρωση 20 ετών μιας μεγάλης αλλαγής για την Κύπρο, την οποία όμως τελικά η Ιστορία μοιάζει να κατέταξε ως λιγότερο κρίσιμη απ’ ό,τι ίσως λογικά θα περιμέναμε. Το 2003 ο Ραούφ Ντενκτάς, υπό την πίεση των μεγάλων διαδηλώσεων των Τουρκοκυπρίων, αποφάσισε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, μετά από τρεις δεκαετίες απόλυτου διαχωρισμού. Είκοσι χρόνια μετά, είναι μια καλή ευκαιρία για να κάνουμε κάποιες σκέψεις.

Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, ειδικά όσοι γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, χωρίς ανάμνηση της προηγούμενης κατάστασης, μάθαμε να τη βλέπουμε ως ειδική περίπτωση. Αυτό γινόταν πιο καθαρό όταν θέλαμε να εξηγήσουμε σε ξένους την πολιτική κατάσταση στο νησί. Δύσκολα μπορούσαμε να βρούμε παρόμοιες καταστάσεις για να κάνουμε αναλογίες, είτε ψάχναμε στην περιοχή μας είτε έξω απ’ αυτήν.

Το ιδιαίτερο στην Κύπρο, ειδικά στις δεκαετίες του απόλυτου διαχωρισμού (’80 και ’90), ήταν ότι, ενώ δε ζούσαμε άμεση πολεμική σύγκρουση κι είχαμε σχετικά πολύ λίγα θύματα να θρηνήσουμε μετά το 1974, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ειρηνική συνύπαρξη». Υπήρχαν δύο πλευρές χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους, που δεν αναγνώριζε η μια την άλλη, με δημόσια ρητορική που θύμιζε πόλεμο, με στρατούς που συμπεριφέρονταν σαν να ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά χωρίς να πολεμούν, και με μια ειρηνευτική δύναμη άναμεσά τους, η οποία κατά κανόνα δεν είχε πολλά να ειρηνεύσει. Ήταν μια κατάσταση αρκετά διαφορετική π.χ. από τη γειτονική Παλαιστίνη, που αναφλεγόταν σε τακτικά διαστήματα, πάντα με απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, οι επαφές όμως ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν υπαρκτές. Ήταν επίσης διαφορετική από τις πολύ ζωντανές πολεμικές συγκρούσεις στον Λίβανο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στον Καύκασο. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως θύμιζε Ψυχρό Πόλεμο, αλλά σε αυτόν υπήρχε έστω μια αναγνώριση των δυνητικών αντιπάλων μεταξύ τους, ένα μίνιμουμ σχέσεων, επικοινωνίας, ανταλλαγής πρεσβειών, που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι πιο κοντά στην ειρήνη, έστω εύθραυστη, παρά στον πραγματικό πόλεμο. Στην Κύπρο, αυτό δεν υπήρχε: ήταν η κατάσταση που με μια φράση θα τη περιγράφαμε «ούτε ειρήνη. ούτε πόλεμος».

Όταν άλλαξε η χιλιετία, φάνηκε ότι θα άλλαζαν τα πράγματα και στην Κύπρο. Εξάλλου, όλοι συμφωνούσαν ότι η υπαρκτή κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα και δεν μπορούσε παρά να είναι προσωρινή. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το Σχέδιο Ανάν, η ελληνοτουρκική προσέγγιση με τη «διπλωματία των σεισμών» και η προοπτική εισόδου τόσο της Κύπρου όσο και της Τουρκίας στην Ε.Ε.: όλα έδειχναν ότι η Κύπρος ήταν στον προθάλαμο μιας νέας κανονικότητας, μιας πραγματικής ειρήνης.

Κι όμως, στο 2023 όπου βρισκόμαστε πλέον, το εντυπωσιακό είναι πόσο λίγο άλλαξαν τελικά τα πράγματα. Βέβαια, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούμε να μετακινηθούμε σχετικά εύκολα από την Πάφο μέχρι την Καρπασία (πάντα βέβαια δείχνοντας ταυτότητα). Οι στρατοί και οι σκοπιές είναι όμως ακόμα εκεί, το ίδιο και τα οδοφράγματα, η νεκρή ζώνη, η ειρηνευτική δύναμη. Μπορεί να υπάρχει τώρα ένα μίνιμουμ επαφών, συνεχίζει όμως η αμοιβαία μη αναγνώριση και χρησιμοποιούνται ακόμα όροι όπως «ψευδοκράτος» ή «ελληνική διοίκηση της Νότιας Κύπρου». Συνεχίζουμε να μιλάμε για επιστροφή των προσφύγων, για εγκλωβισμένους, για την «πόλη-φάντασμα» στο Βαρώσι.

Από το 2003 και μετά, ο αριθμός των θυμάτων έχει μηδενιστεί εντελώς, εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια. Αλλά αντί αυτό να φέρνει την ειρήνη πιο κοντά, μάλλον λειτουργεί ανάποδα: κάνει την κατάσταση να μοιάζει ακίνδυνη κι επομένως κατά κάποιον τρόπο την παγιώνει. Στο κάτω κάτω, ακόμα και μ’ αυτές τις συνθήκες, οι τουρίστες έρχονται κατά εκατομμύρια, γίνονται προσοδοφόρες επενδύσεις, μετακινούμαστε ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη, οι Κύπριοι απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο. Γιατί πραγματικά να θέλει κάποιος να αλλάξει κάτι; Τι έχει μια πραγματική ειρήνη να προσφέρει, που δεν το έχουμε τώρα, που να αξίζει το ρίσκο μιας αλλαγής;

Αναρωτιέμαι μήπως το κυπριακό σύστημα είναι τελικά τόσο λειτουργικό, που έχει αρχίσει να γίνεται ακόμα και πρότυπο. Οι ελίτ σε γειτονικές ή και λίγο πιο μακρινές χώρες μοιάζουν να σκέφτονται κάπως έτσι: «μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ σε μια ειρηνική διευθέτηση, αλλά μπορούμε να γίνουμε όπως η Κύπρος». Ακόμα κι αν δεν εκφράζεται έτσι προς τα έξω, η πραγματικότητα δείχνει ότι πολλά πράγματα κατευθύνονται προ τα εκεί.

Στη δεκαετία του 1990, υπήρχαν ακόμα συγκρούσεις στον μετα-οθωμανικό κόσμο που λύνονταν με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στα εμπόλεμα μέρη, κατά κανόνα με ξένη μεσολάβηση, ίσως και επιβολή. Ο εμφύλιος του Λιβάνου κατέληξε στη Συμφωνία του Ταΐφ, ο Πόλεμος της Βοσνίας τελείωσε με τη Συμφωνία του Ντέιτον, το Παλαιστινιακό φαινόταν να πηγαίνει προς μια διευθέτηση με βάση τη Συμφωνία του Όσλο. Καμιά απ’ αυτές τις διευθετήσεις δεν ήταν εγγύηση για τη σταθερότητα – αντίθετα, τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αποδείξει το πόσο προβληματικές ήταν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν επίσημες συμφωνίες.

Τι γίνεται όμως με τις νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν πρόσφατα; Η πρώτη που έρχεται στον νου είναι βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πολλές απόψεις και αναλύσεις ακούμε γι’ αυτόν, σε αυτό όμως που μοιάζουν να συμφωνούν, είναι ακριβώς ότι οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Ούτε η Ρωσία πρόκειται να αποσυρθεί από τα εδάφη που κατέλαβε, ούτε η Ουκρανία να δεχτεί την απώλεια κυριαρχίας σε αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, απλά θα σταματήσουν οι μάχες και οι δύο πλευρές θα συμφωνούν ότι διαφωνούν για το σε ποιον ανήκουν αυτά τα εδάφη. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, θα ανήκουν στην Ουκρανία – πρακτικά, τον έλεγχο θα έχει η Ρωσία. Αυτό μάλλον κάτι μας θυμίζει.

Κάπως έτσι δεν βλέπουμε να καταλήγουν κι άλλες συγκρούσεις στην πρώην σοβιετική επικράτεια; Δεν είναι κάτι παρόμοιο και η Βόρεια Οσσετία με την Αμπχαζία στη Γεωργία; Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είδαμε πρόσφατα και μια πολύνεκρη ανάφλεξη, που λειτούργησε ίσως και κάπως «διορθωτικά», φέρνοντας μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πόσοι όμως πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δώσουν πραγματικά τα χέρια Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, με μια πραγματική συμφωνία;

Ας έρθουμε και πιο κοντά στα δικά μας, στη γειτονιά μας. Συγκεκριμένα σε έναν άλλο πόλεμο, που μόλις πρόσφατα μας απασχολούσε περισσότερο απ’ όλους. Είναι ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, του οποίου έχει μειωθεί τόσο πολύ η ένταση, ώστε να κοντεύουμε να τον ξεχάσουμε. Ο αριθμός των νεκρών το 2022 δεν ξεπέρασε με βάση εκτιμήσεις τους 4000, σε σχέση με πάνω από 100.000 το 2014 (και περίπου 20.000 το 2018).

Σε προηγούμενο άρθρο του μπλογκ, δείξαμε πόσο άλλαξε η κατάσταση στο έδαφος από το 2015 ως το 2019. Ήταν πραγματικά μεγάλες αλλαγές. Ο σημερινός χάρτης, ακόμα μια τετραετία μετά, είναι κάπως έτσι:

Πηγή: https://syria.liveuamap.com/

Σχεδόν όμοιος δηλαδή με το 2019, αν εξαιρέσουμε τη μικρή ζώνη που ελέγχει επιπλέον η Τουρκία (και) στα βορειοανατολικά. Μπορεί να μην υπάρχει προοπτική για μια επίσημη συμφωνία ανάμεσα σε πλευρές που η ύπαρξη της μίας βασίζεται στη μη αναγνώριση της άλλης. Μοιάζουν όμως να τα έχουν βρει ο προστάτες τους, κι αυτό φαίνεται ότι φτάνει για να μένουν οι εχθροπραξίες σε «χαμηλά» επίπεδα. Ίσως ακούγεται ως πολύ τραβηγμένο ότι οι (πρώην ή νυν) τζιχαντιστές θα μπορούσαν να συμβιώνουν με το καθεστώς Άσαντ με τον ίδιο τρόπο που συμβιώνουν σήμερα ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή διοίκηση. Δεν είναι όμως ήδη πολύ δύσκολο να φανταστούμε οτιδήποτε άλλο;

Ακόμα και για τη μόνιμα ανοικτή πληγή της περιοχής, το Παλαιστινιακό, έχουν στην ουσία σταματήσει οι συζητήσεις περί πιθανών λύσεων (μετά από το αστείο «σχέδιο» του Τραμπ, το οποίο δικαίως αγνοήθηκε από σχεδόν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας). Οι πολιτικοί συσχετισμοί (κυρίως) στο Ισραήλ, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, κάνουν έτσι κι αλλιώς μια τέτοια συζήτηση εντελώς φιλολογική. Στο βαθμό που ακόμα ασχολούνται κάποιοι με το Παλαιστινιακό, μιλούν για το πώς θα διαχειριστούν διάφορες πτυχές μιας υπάρχουσας κατάστασης.

Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μοιάζουν να πλησιάζουν τα στάτους κβο στις γειτονικές χώρες με το κυπριακό. Αυτή είναι τουλάχιστον η δική μου εντύπωση. Ακόμα κι εκεί όπου υπήρξε διευθέτηση, όπως η Βοσνία ή ο Λίβανος, η τάση είναι μάλλον προς την αστάθεια, ίσως και την κατάρρευση, παρά τη σταθεροποίηση.

Ίσως οδεύουμε προς μια εποχή, που δε θα είναι πια τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε στον ξένο την κατάσταση στην Κύπρο. Ήδη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάπως όπως η Αμπχαζία ή Βόρεια Οσσετία, ακόμα και το Κόσοβο – σε λίγα χρόνια, θα λέμε ίσως και Κριμαία/Ανατολική Ουκρανία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Συρία, Παλαιστίνη. Και ίσως πιο μετά, Βοσνία, Βόρεια Μακεδονία κλπ. Θα είναι μια εποχή όπου μπορεί τα σύνορα στον χάρτη να μην αλλάζουν πια, θα γίνονται όμως όλο και πιο άσχετα με την πραγματικότητα.

Απο το Εικοσιενα στο Εικοσιδυο

Κλασσικό

Τη χρονιά που μόλις πέρασε γιορτάσαμε τους δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση. Ήταν βέβαια μια περίεργη συγκυρία για μια τέτοια δισεκατονταετηρίδα: μέσα στην καραντίνα, αλλά και λίγα μόνο χρόνια μετά την επιβολή των μνημονίων και το δημοψήφισμα του 2015. Σε τέτοιες συνθήκες, το να γιορτάζουμε την «ελευθερία» ή την «εθνική ανεξαρτησία» μοιάζει κάπως παράταιρο. Δεν είναι παράλογο να αναρωτιέται κάποιος αν είχε τελικά νόημα η Επανάσταση, για να βρεθούμε διακόσια χρόνια μετά σε αυτή την κατάσταση.

Για να ενισχύσει αυτόν τον προβληματισμό, η χρονιά που μόλις μπήκε είναι επίσης εκατονταετηρίδα, λιγότερο πανηγυρική, αλλά ίσως εξίσου σημαντική: αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν το 1821 ήταν η στιγμή που ο Ελληνισμός μπαίνει στην πορεία συγκρότησης έθνους-κράτους (μέχρι τότε ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητο ότι βαδίζουμε προς τα εκεί: ακόμα και ριζοσπάστες όπως ο Ρήγας Βελεστινλής είχαν πολύ διαφορετικό όραμα), το 1922 είναι η στιγμή που αυτή η πορεία σφραγίζεται και είναι πλέον χωρίς επιστροφή. Τότε καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ακριβώς η εθνο-κρατική επιλογή: και ότι δεν έρχεται χωρίς τίμημα.

Μπορεί το ελληνικό έθνος-κράτος να μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής, όσο όμως δεν υπήρχε το καθρέφτισμά του, το τουρκικό, και επιβίωνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλα ακόμα παίζονταν. Όσο πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα (και η Αλεξάνδρεια) παρέμεναν κέντρα ελληνικού πολιτισμού, η ταύτιση Ελληνισμού και ελληνικού κράτους δεν ήταν αυτονόητη. Η επιβίωση της Ρωμιοσύνης στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με όποιο τίτλο κι αν είχε αυτή, έμοιαζε σαν ρεαλιστική πιθανότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα μπορούμε έτσι να μιλάμε για ελληνο-οθωμανισμό και μέχρι και τις αρχές του 20ού ο Ίων Δραγούμης μπορούσε να συζητά με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη για το «ανατολικό ιδανικό«.

Μετά το 1922 όμως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Η Αθήνα γίνεται αναμφισβήτητη πρωτεύουσα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνισμού. Οι δύο έννοιες, Ελλάδα και Ελληνισμός, είναι στο εξής περίπου ταυτόσημες. Η Διασπορά δεν σταματά να υπάρχει, αντίθετα θα επεκταθεί και σε νέους γεωγραφικούς χώρους, όπως η Γερμανία, η Σκανδιναβία ή η Αυστραλία. Χάνει όμως τον χώρο που ήταν ο προνομιακός της επί κάποιες χιλιετίες: την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό γίνεται πιο καθαρό μετά τη δεκαετία του ’50, όταν σβήνουν σταδιακά και οι κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, έμμεσα, ακόμα και η μοίρα της Κύπρου κρίνεται με το ’22: στην εικοσαετία 1955-1974 θα γνωρίσει κι αυτή τις ίδιες χωριστικές διαδικασίες, για τις οποίες οι «μητέρες-πατρίδες» χρειάστηκαν 101 χρόνια.

Τί σημαίνουν όμως οι κληρονομιές του ’21 και του ’22 για το μέλλον; Σήμερα παρατηρούμε μάλλον μια αντιστροφή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι το ’22. Αντί να διασπείρονται οι Έλληνες στην Ανατολική Μεσόγειο, έρχονται οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου στο ελληνικό έθνος-κράτος (καθώς και στο υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο τμήμα της Κύπρου): Βαλκάνιοι σε αναζήτηση εργασίας με το τέλος του κομμουνισμού, Σύριοι ή Ιρακινοί πρόσφυγες, αντι-καθεστωτικοί Τούρκοι. Η μετανάστευση των Ελλήνων βέβαια συνεχίστηκε και συνεχίζεται, αλλά κατευθύνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε πιο μακρινές περιοχές. Έτσι, για απλούς μαθηματικούς λόγους το βάρος του Ελληνισμού μειώνεται συνεχώς, στην περιοχή όπου παραδοσιακά ανήκε.

Μέχρι πρόσφατα, το επιχείρημα ότι άξιζαν οι θυσίες που έγιναν για να δημιουργηθεί το ελληνικό έθνος-κράτος, έμοιαζε σχετικά πειστικό. Μπορεί να εξαφανίστηκαν ο μικρασιατικός ή ο αιγυπτιώτικος Ελληνισμός, όπως και οι παροικίες στις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Βαλκανικής, αλλά είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη Ελλάδα έμοιαζε, παρ’ όλες τις περιπέτειες, εντυπωσιακά σταθερό κράτος. Φαινόταν επίσης ικανό να παρέχει στους (σχεδόν αποκλειστικά «Έλληνες το γένος») υπηκόους του αρκετή ελευθερία, και ταυτόχρονα να λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο για τους απανταχού Έλληνες.

Στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα όμως, είναι ακόμα ρεαλιστικό να μιλάμε για κυρίαρχα έθνη-κράτη; Η μνημονιακή εμπειρία, και πάνω απ’ όλα το δημοψήφισμα του 2015, έδειξαν πως το ελληνικό κράτος είναι ανίκανο να υπερασπίσει μια «εθνική κυριαρχία», που υπάρχει μόνο στο όνομα. Η αυξημένη μετανάστευση γειτονικών λαών προς την Ελλάδα είναι κάτι μάλλον δεδομένο. Ακόμα κι αν η αναχαίτιση της είναι βραχυπρόθεσμα δυνατή (όπως πολλοί μοιάζουν να ελπίζουν), το κόστος μιας τέτοιας αναχαίτισης θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο – όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το κοινωνικό και ηθικό.

Μήπως τελικά η εθνο-κρατική εμπειρία δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα σε μια πολυεθνική κανονικότητα, η οποία επιστρέφει πάλι – αλλά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τον Ελληνισμό; Αν κάτι τέτοιο ισχύει, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να κοιτάξουμε να βελτιωθούν αυτοί οι όροι, παρά να μείνουμε προσκολλημένοι σε κάτι που ήταν απλά ένα διάλειμμα. Οι δεσμοί με τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο έχουν σίγουρα αλλάξει ποιοτικά σε σύγκριση με το 1922, ακόμα κι έναν αιώνα μετά όμως δεν εξαφανίστηκαν. Κι αυτό είναι μια βάση στην οποία μπορούμε να κτίσουμε.

Θεματα εθνικα και μη

Κλασσικό

Εδώ και λίγο καιρό βρεθήκαμε, μάλλον αναπάντεχα, να συζητάμε πάλι για το Μακεδονικό. Ένα θέμα που έμοιαζε να έχει ξεχαστεί, ξαναζωντάνεψε ξαφνικά, αποδεικνύοντας ότι δεν έχασε την ικανότητά του να συγκινεί τα πλήθη. Αν το δούμε σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του προηγούμενου χρόνου στο Κυπριακό και την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η μνημονιακή Ελλάδα μοιάζει μετά από πολλά χρόνια σχεδόν αποκλειστικής ενασχόλησης με την οικονομική κρίση να επιστρέφει έστω και λίγο στα παλιά και γνωστά «εθνικά θέματα».

Το θέμα του άρθρου δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο από αυτά, αλλά γενικά η ιδέα του όρου «εθνικά θέματα». Μακεδονικό, Κυπριακό, ελληνοτουρκικά: για κάποιο λόγο, αυτά τα θέματα θεωρείται ότι έχουν κάτι εθνικό μέσα τους, περισσότερο απ’ ό,τι π.χ. η οικονομική κρίση ή η εγκληματικότητα. Είτε μας ενδιαφέρουν είτε όχι, τον ορισμό τον αποδεχόμαστε περίπου άκριτα. Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών είναι ίσως μια αφορμή για να το ξανασκεφτούμε λίγο.

Εθνικά θέματα και εθνικά εδάφη

Κάποιοι έχουν παρατηρήσει ότι στην Ελλάδα αποκαλούνται εθνικά τα θέματα που σε άλλες χώρες θεωρούνται απλά εξωτερικής πολιτικής. Ίσως όμως ούτε αυτό να είναι πολύ ακριβές. Η συμμετοχή της Ελλάδας ή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ή οι σχέσεις με μακρινές χώρες όπως η Κίνα ή η Βραζιλία δεν θεωρούνται ακριβώς εθνικά θέματα, αν και είναι αναμφισβήτητα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Μια καλύτερη προσέγγιση του τρόπου που χρησιμοποιούμε τον όρο «εθνικά», είναι ίσως ότι αυτά αφορούν τον ανταγωνισμό του «δικού μας» έθνους με άλλα γειτονικά έθνη. Ο ανταγωνισμός αφορά κυρίως τον έλεγχο εδαφών – ή, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών, τον έλεγχο και του νερού και του αέρα. Ακόμα και αν δεν τίθεται άμεσα θέμα αμφισβήτησης των συνόρων, για να χαρακτηριστεί ένα ζήτημα ως εθνικό πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει μια τέτοια υπόνοια. Το Μακεδονικό π.χ. μπορεί επιφανειακά να είναι ζήτημα ονόματος και Ιστορίας, αλλά δύσκολα θα ξεσήκωνε τέτοια πάθη, αν αυτά δεν αφορούσαν την εθνική ταυτότητα ενός συγκεκριμένου εδάφους. Δεν είναι δηλαδή ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ή το αστέρι της Βεργίνας το πρόβλημα, αλλά ότι μέσω αυτών οι Σλαβομακεδόνες αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας ως γεωγραφικού χώρου.

Ενδιαφέρον έχει και το ότι η πώληση δημόσιων οργανισμών και υποδομών σε ξένες εταιρείες δεν θεωρείται εθνικό θέμα. Κι αυτό παρόλο που έτσι ξένες δυνάμεις αποκτούν έλεγχο σε ένα μέρος της εθνικής οικονομίας. Δεν διεκδικούν όμως την κυριαρχία επί εδάφους της Ελλάδας ή της Κύπρου, ούτε φαντάζεται κάποιος ότι θα μπορούσαν να την διεκδικήσουν: επομένως δεν υπάρχει (με βάση τη γενική αντίληψη) κάτι το εθνικό σ’ αυτό το γεγονός.

Από μια άποψη, αυτή η εμμονή στην κυριαρχία επί εδάφους είναι κατανοητή. Προφανώς στην εποχή που τα νεοσύστατα έθνη-κράτη ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο εδαφών, είχε πραγματική σημασία για τους κατοίκους σε ποιο από αυτά θα κατέληγαν. Θα έκρινε όχι μόνο τη διαφύλαξη της τιμής και της περιουσίας τους, αλλά ίσως και της ίδιας τους της ζωής. Αυτό το βλέπουμε από τη μοίρα όσων τους έλαχε να βρεθούν στη «λάθος» μεριά των συνόρων, σε εκείνη που δεν έλεγχε το δικό τους έθνος. Ανεξάρτητα από το αν κάποιου του αρέσει ή όχι η ιδέα των εθνών-κρατών, από τη στιγμή που υπάρχουν είναι λογικό να ελπίζει ότι το δικό του ελέγχει όσο περισσότερο έδαφος γίνεται, ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση περισσότερων ομοεθνών του.

Εθνικά θέματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

H ευαισθησία για τα εθνικά εδάφη έχει επομένως μια λογική, το ερώτημα είναι όμως κατά πόσον αυτή έχει το ίδιο βάρος και σήμερα. Αν δούμε τα τελευταία 70 χρόνια, εκτός της κατάρρευσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της εισβολής στην Κύπρο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Συγκρίνοντας τα με τα προηγούμενα 70 χρόνια, η διαφορά στη σταθερότητα είναι εντυπωσιακή.

Συνεχώς ακούμε να μιλούν για επικείμενες αλλαγές συνόρων, αυτές όμως τελικά δεν πραγματοποιούνται – προς το παρόν τουλάχιστον. Δεν πρέπει φυσικά να υποτιμούμε την πάντα υπαρκτή πιθανότητα αποσταθεροποίησης των συνόρων, αλλά ούτε και να την υπερτιμούμε. Και τουλάχιστον όσον αφορά το Μακεδονικό: η εισβολή στρατού της πΓΔΜ ή η δημιουργία σλαβομακεδονικού αντάρτικου στην ελληνική Μακεδονία δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, αλλά δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος ότι είναι από τις λιγότερο πιθανές εξελίξεις. Εξάλλου, στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα, τα κράτη επεμβαίνουν σε άλλα με διαφορετικές μεθόδους παρά με την άμεση προσάρτηση εδαφών.

Αντίθετα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, υπάρχουν άλλες πιο άμεσες απειλές για την επιβίωση των εθνών, μάλλον άσχετες με τα γειτονικά έθνη. Η διαφύλαξη των εθνικών γλωσσών είναι για παράδειγμα ιδιαίτερα κρίσιμη για τις εθνικές ταυτότητες και καθόλου αυτονόητη στην εποχή μας. Κάτι παρόμοιο ισχύει γενικά για όλα τα στοιχεία ενός εθνικού πολιτισμού.

Επίσης, ο οικονομικός ρόλος ενός έθνους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας είναι ένα ζήτημα με το οποίο αναγκαστικά κάποιος πρέπει να ασχοληθεί – αν μη τι άλλο, γιατί έχει συνέπειες και στον τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί η εθνική παιδεία. Για παράδειγμα: η αυξανόμενη σύνδεση του Ελληνισμού (συμπεριλαμβανομένων των Ελληνοκυπρίων) με δραστηριότητες στον τομέα του τουρισμού είναι κάτι επιθυμητό και τι σημαίνει αυτό για τον εθνικό πολιτισμό;

Ένα ακόμα ζήτημα με εθνικές διαστάσεις είναι αυτό της θέσης της θρησκείας: ποια θα είναι η μελλοντική σχέση της με ένα έθνος όπως το νεοελληνικό, το οποίο πορεύθηκε τους προηγούμενους δυο-τρεις αιώνες μέσα από την ταύτισή του με ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα; Ποια θα είναι η αντίδραση ή/και προσαρμογή στις τάσεις της κοινωνίας να γίνεται πιο κοσμική, ή ακόμα και να στρέφεται προς άλλα θρησκευτικά δόγματα; Ποιοι θα είναι οι όροι της συμβίωσης με (κυρίως μεταναστευτικές) κοινότητες διαφορετικού θρησκευτικού προσανατολισμού, μπορούν αυτές να ενσωματωθούν στο έθνος και είναι αυτό αναγκαίο ή επιθυμητό;

Αξίζει τελικά να αναρωτηθεί κάποιος: τι σημαίνει «εθνική κυριαρχία επί εδάφους» όταν οι κανόνες με τους οποίους ζούμε καθορίζονται από δυνάμεις πολύ πιο δυνατές από τα έθνη-κράτη; Πόση σημασία έχει αν το τάδε νησί ή περιοχή βρίσκεται υπό ελληνική ή άλλη διοίκηση, όταν οι αποφάσεις για το πως θα οργανωθεί η κοινωνία και η οικονομία του/της παίρνονται από κέντρα εκτός Ελλάδας;


Συνοπτικά, ένας μάλλον πιο λογικός ορισμός για τα εθνικά θέματα θα ήταν ότι αυτά είναι τα σχετικά με τον εθνικό χαρακτήρα, την επιβίωση της εθνικής ταυτότητας και τη σύνδεση με άλλους παράγοντες όπως το κράτος ή η θρησκεία. Ο έλεγχος συγκεκριμένων εδαφών (και ότι συνδέεται μαζί τους, όπως ιστορικά στοιχεία) μπορεί από εθνική άποψη να είναι σήμερα δευτερεύον θέμα – ακόμα και αν υποθέσουμε ότι σε άλλες εποχές ήταν το σημαντικότερο.

Ακούμε κατά καιρούς προφητείες για το τέλος των εθνών και των εθνικών ταυτοτήτων. Μέχρι στιγμής, αυτές φαίνονται ότι συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, παρά την εντεινόμενη παγκοσμιοποίηση (ίσως και εξ’ αιτίας αυτής). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουν και δεν χρειάζεται να αλλάξει ο προσανατολισμός τους. Αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε να διατηρηθεί μια ελληνική εθνική ταυτότητα, πρέπει να διακρίνουμε σωστά τι αποτελεί εθνικό θέμα και τι προτεραιότητα έχει το καθένα.

 

 

Τεχνητα και φυσικα κρατη στον αραβικο κοσμο

Κλασσικό

Η συζήτηση περί «τεχνητών συνόρων» στον αραβικό χώρο είναι παλιά. Γίνεται όμως ξανά επίκαιρη, βλέποντας τη σημερινή αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Διάφορα αραβικά κράτη (Λιβύη, Υεμένη, Συρία, Ιράκ) έχουν ουσιαστικά καταρρεύσει. Είναι επόμενο να αναρωτιόμαστε αν ζούμε σήμερα το τέλος αυτών των συνόρων και την ανάδυση μιας «νέας τάξης πραγμάτων» στον αραβικό κόσμο.

Τεχνητά ή φυσικά σύνορα

Η λογική αντίδραση όταν ακούει κάποιος για «τεχνητά σύνορα» είναι να αναρωτηθεί: δεν είναι όλα τα σύνορα τεχνητά, αφού τα έχουν καθορίσει οι άνθρωποι; Ακόμα και στην περίπτωση που χρησιμοποιείται ένα πραγματικό φυσικό εμπόδιο, όπως ένα ποτάμι (π.χ. ο Έβρος ή ο Δούναβης), είναι οι άνθρωποι που το μετατρέπουν σε επίσημο σύνορο.

Επομένως, όταν αναφερόμαστε σε αντίθεση «φυσικών» και τεχνητών συνόρων, εννοείται ότι δεν μιλάμε κυριολεκτικά. «Φυσικά» ονομάζονται κράτη τα οποία έχουν πίσω τους μια σημαντική ιστορική παράδοση και τοπικές ρίζες: είτε ως ανεξάρτητες ή ημιαυτόνομες οντότητες, είτε ως παραδοσιακοί χώροι διαμονής συγκεκριμένων εθνοτικών ομάδων. Αντίθετα, «τεχνητά σύνορα» ονομάζονται τέτοια, που δημιουργήθηκαν από εξωτερικές δυνάμεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αγνοώντας την ιστορική παράδοση ή την εθνο-θρησκευτική πραγματικότητα.

Στα Βαλκάνια ή τη Μικρά Ασία τα κράτη μοιάζουν να έχουν κάποια «φυσικότητα»: μπορεί να μην υπήρχε σημαντική συνέχεια με ιστορικές κρατικές οντότητες, στήθηκαν όμως στη βάση κάποιων υπαρκτών εθνοτικών, γλωσσικών ή θρησκευτικών διαφορών. Στην περιοχή που δημιουργήθηκαν η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία, η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν λίγο πολύ ελληνική, τουρκική, αλβανική ή σερβική αντίστοιχα – έστω και αν αυτή η πλειοψηφία δεν ήταν τόσο κυρίαρχη όσο σήμερα και οι έννοιες αυτές όχι τόσο καθαρές.

Τι έγινε όμως στα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Στη Μέση Ανατολή, όπου κυρίαρχη γλώσσα είναι τα αραβικά, δεν δημιουργήθηκε ένα ενιαίο αραβικό κράτος, ούτε τα σύνορα χαράχτηκαν στη βάση των θρησκευτικών διαφορών π.χ. ανάμεσα σε Σουνίτες, Σιίτες, Αλαουίτες ή Χριστιανούς. Εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο δημιουργήθηκε κυρίως με εξωτερική παρέμβαση (των Ευρωπαίων Εβραίων), ενώ μόνο μερική εξαίρεση ήταν ο Λίβανος, που φτιάχτηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να έχει μια (μικρή) χριστιανική πλειοψηφία – η οποία όμως έτσι κι αλλιώς σήμερα δεν υφίσταται.

Αν όμως δεν έπαιξαν ρόλο οι εθνο-θρησκευτικές διαφορές, τότε τι; Είναι τα σημερινά σύνορα στον αραβικό κόσμο απλά μια κληρονομιά των αποικιοκρατών, ή συνέχεια ιστορικών παραδόσεων; Και τι σημαίνει αυτό για την επιβίωση τους; Όπως θα περίμενε κάποιος, εύκολες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν.

Η κληρονομιά των Σάικς-Πικό

Όταν κάποιος μιλάει για τεχνητά αποικιοκρατικά σύνορα στον αραβικό κόσμο, σχεδόν αυτόματα μπαίνει στη συζήτηση και η συμφωνία Σάικς-Πικό. Μ’ αυτό το όνομα (από τους διπλωμάτες οι οποίοι την διαπραγματεύτηκαν) έχει περάσει στην ιστορία η μυστική συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, με την οποία μοίρασαν μεταξύ τους τα οθωμανικά εδάφη της Μέσης Ανατολής το 1916: ενώ δηλαδή η έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε ακόμα κριθεί και οι Αγγλογάλλοι δεν είχαν καν τον έλεγχο στην περιοχή.

Τα όρια των περιοχών αγγλικής και γαλλικής επιρροής/ελέγχου με βάση τη συμφωνία Σάικς-Πικό. Από κάτω φαίνονται τα σύνορα των σημερινών κρατών, ώστε να μπορεί να γίνει η σύγκριση.
Πηγή εικόνας

Όταν το τέλος του πολέμου βρήκε τους Αγγλογάλλους νικητές και τους Οθωμανούς ηττημένους, οι πρώτοι μπορούσαν να εφαρμόσουν την συμφωνία. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως το κεμαλικό κίνημα, οδήγησαν μεν σε σημαντικές τροποποιήσεις (η σημερινή Συρία και ο Λίβανος αντιστοιχούν στην τελική γαλλική περιοχή και το Ισραήλ, τα παλαιστινιακά εδάφη, η Ιορδανία και το Ιράκ στη βρετανική). Σε γενικές γραμμές όμως, βλέπουμε ότι η συμφωνία Σάικς-Πικό παρέμεινε οδηγός για τη μοιρασιά των εδαφών της αραβικής Ανατολής.

Ακόμα και ο εσωτερικός διαχωρισμός της αγγλικής και γαλλικής περιοχής σε κράτη βασίστηκε στις αποφάσεις των εξωτερικών δυνάμεων, έστω με την κάλυψη της Κοινωνίας των Εθνών (τον πρόγονο του ΟΗΕ). Οι Γάλλοι διαίρεσαν την περιοχή εντολής που τους δόθηκε σε 5 «κρατίδια», από τα οποία τα τέσσερα μεν ενώθηκαν στη συνέχεια συγκροτώντας τη σημερινή Συριακή Αραβική Δημοκρατία, το πέμπτο όμως έγινε ξεχωριστό κράτος: ο Λίβανος. Όσο για την αγγλική ζώνη επιρροής, χωρίστηκε σε τρία τμήματα: το Ιράκ, την Υπεριορδανία και την Παλαιστίνη. Τα δύο πρώτα έγιναν τα ανεξάρτητα κράτη που ξέρουμε, ενώ στην μεγαλύτερη έκταση του τρίτου δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, που μετά το 1967 έφερε υπό την κατοχή του και τα υπόλοιπα τμήματα της πρώην βρετανικής Παλαιστίνης.

Η περιοχή Γαλλικής Εντολής, χωρισμένη σε πέντε κρατίδια. Το Σαντζάκι της Αλεξανδρέτας (μπλε) ανήκε αρχικά στο κράτος του Χαλεπίου (κόκκινο), δόθηκε όμως αργότερα στην Τουρκία.
Πηγή: en.academic.ru

Φυσικά, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν ήταν εντελώς αυθαίρετοι. Μια ιστορική περιοχή «Μεσοποταμία» ή «Ιράκ» υπήρχε πάντα: μάλιστα, για μια περίοδο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, λειτουργούσε ως σχεδόν ενιαία και αυτόνομη οντότητα εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, ένα καθεστώς ιδιαίτερης αυτονομίας είχε στα τελευταία οθωμανικά χρόνια και το όρος Λίβανος.

Παρ’ όλα αυτά, στη συμφωνία Σάικς-Πικό γίνεται μια μάλλον βάσιμη κριτική ότι αγνόησε ιστορικές συνέχειες και εθνο-θρησκευτικές ιδιαιτερότητες. Το κράτος του Ιράκ σχηματίστηκε από την ένωση τριών διαφορετικών οθωμανικών επαρχιών (Μοσούλη, Βαγδάτη, Βασόρα), συγκεντρώνοντας σ’ ένα κράτος ετερογενείς πληθυσμούς (Κούρδοι στο Βορρά, Σουνίτες Άραβες στη Δύση, Σιίτες Άραβες στο Νότο). Η «ιστορική Συρία» αντίθετα μοιράστηκε με τρόπο ώστε να εξισορροπηθούν οι αγγλικές και γαλλικές ορέξεις, αγνοώντας λίγο πολύ τα παλιά όρια ανάμεσα στις οθωμανικές επαρχίες και ιστορικές παραδόσεις.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος της 19ου αιώνα.
Πηγή εικόνας

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα σημερινά σύνορα.

Η συμφωνία Σάικς-Πικό είναι πλέον 101 χρονών και παραμένει ένα σύμβολο της αποικιοκρατίας στην περιοχή. Πολλοί την έχουν κατηγορήσει και επίσης πολλοί (παναραβιστές, κομμουνιστές, Σύριοι εθνικιστές, ισλαμιστές) έχουν υποσχεθεί την κατάργηση των συνόρων που βασίστηκαν σ’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα σύνορα παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτα μέχρι τις μέρες μας. Και είναι κάπως τραγικό ότι οι πρώτοι που κατάφεραν να τα καταργήσουν, τουλάχιστον σε ένα μέρος τους (θα δούμε και για πόσο), είναι οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους – κάτι που οι ίδιοι φυσικά δεν παραλείπουν να διαφημίζουν.

Σύγχρονα και παραδοσιακά κράτη στο Μαγκρέμπ

Ας περάσουμε στην άλλη άκρη του αραβικού κόσμου, τo Μαγκρέμπ (Δύση στα αραβικά): Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη. Όλες αυτές οι χώρες γνώρισαν την αποικιοκρατία: την ισπανική ένα μέρος του Μαρόκο, τη γαλλική το υπόλοιπο Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία, την ιταλική η Λιβύη. Έχουν όμως και μια δική τους παράδοση, που πάει πολλούς αιώνες πίσω.

Ξεκάθαρη περίπτωση είναι το Μαρόκο, το οποίο ήταν ήδη ανεξάρτητο σουλτανάτο για πολλούς αιώνες μέχρι και το 1912, όταν μετατράπηκε σε ισπανο-γαλλικό προτεκτοράτο. Ακόμα και τότε διατηρήθηκε ο θεσμός του Σουλτάνου – ο οποίος πήρε τον τίτλο του βασιλιά, όταν το Μαρόκο απέκτησε το 1956 πάλι την ανεξαρτησία του.

Στο υπόλοιπο Μαγκρέμπ δεν υπήρχαν επίσημα ανεξάρτητα κράτη, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία το είχε θέσει υπό την κυριαρχία της.  Υπήρχαν όμως οντότητες, οι οποίες στην ουσία ήταν αυτόνομες, με δικό τους ηγεμόνα η κάθε μια: είχαν μάλιστα ιδιαίτερα κακή φήμη ως κράτη-προστάτες της πειρατείας. Πρωτεύουσες ήταν το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη. Το Αλγέρι και η Τύνιδα διατήρησαν αυτή την αυτονομία τους, μέχρι που έγιναν γαλλικές αποικίες το 1830 και 1881 αντίστοιχα.

Τα παλιά κράτη της Μπαρμπαριάς στη Βόρεια Αφρική.
Πηγή εικόνας

Η Λιβύη είναι κάπως πιο ιδιαίτερη περίπτωση, αφού η Τρίπολη ήταν ημιανεξάρτητη μόνο μέχρι το 1835, όταν οι Οθωμανοί αποφάσισαν να τη θέσουν υπό την απ’ ευθείας διοίκηση τους. Αν και τη διατήρησαν ως ενιαίο βιλαέτι, ιστορικά ξεχώριζαν πάντα η περιοχή της Τριπολίτιδας από την Κυρηναϊκή στα ανατολικά και το Φεζάν στο Νότο. Αυτόν το διαχωρισμό χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί αποικιοκράτες (οι οποίοι μόλις το 1934 ενοποίησαν τις τρεις αυτές αποικίες τους, δίνοντας τους το όνομα «Λιβύη»), αλλά συνεχίστηκε και με την ανεξαρτησία μετά τον Β’ Παγκόσμιο, ως χωρισμός σε τρεις αυτόνομες περιοχές. Ο διαχωρισμός καταργήθηκε μεν στη συνέχεια, η διαφορετική παράδοση αυτών των περιοχών παρέμεινε όμως ενεργή, έτσι ώστε να ξαναζωντανέψει και να παίξει ρόλο και στις σημερινές συγκρούσεις: με την πτώση του Καντάφι, ακούγονται πάλι δυνατά φωνές που ζητούν αυτονομία για την Κυρηναϊκή.

Παρά την ιδιαιτερότητα της Λιβύης, γενικά βλέπουμε ότι στο Μαγκρέμπ τα σημερινά κράτη έχουν πίσω τους μια παράδοση, η οποία μόνο προσωρινά διακόπηκε μέσω της αποικιοκρατίας. Τα ακριβή τους σημερινά σύνορα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Σαχάρας, είναι μεν ως ένα σημείο κληρονομιά των αποικιοκρατών: η Λιβύη απέκτησε π.χ. τη σημερινή της μεγάλη έκταση μετά από παραχωρήσεις των Γάλλων και των Άγγλων από τις δικές τους γειτονικές αποικίες προς την Ιταλία. Παρ’ όλα αυτά, οι πυρήνες των σημερινών κρατών αντιστοιχούν περίπου και στις παλιές κρατικές οντότητες: υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια.

Η Αίγυπτος: το κράτος του Νείλου

Ανάμεσα σε αραβική Δύση και Ανατολή, βρίσκεται το πιο μεγάλο σε πληθυσμό αραβικό κράτος: η Αίγυπτος.  Λίγα κράτη στον κόσμο θα μπορούσαν να είναι τόσο «φυσικά», με μια παράδοση πολλών χιλιετιών, η οποία σε κάποιο βαθμό συνεχίστηκε ακόμα και κάτω υπό την εξουσία ξένων κατακτητών. Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, ο διοικητής της Αιγύπτου είχε μάλιστα το προνόμιο να είναι αντιβασιλέας. Ο Μεχμέτ Αλή ως αντιβασιλέας της Αιγύπτου ήταν τόσο αυτόνομος, που έφτασε να απειλεί την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Και η Αίγυπτος γνώρισε φυσικά την αποικιοκρατία. Η φυσική της ιδιαιτερότητα είναι όμως πολύ καθαρή: η Αίγυπτος είναι η γη του Νείλου, στην κοιλάδα και στο δέλτα του οποίου ζει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Λίγες ηπειρωτικές χώρες στον κόσμο έχουν μια κρατική παράδοση τόσο στενά δεμένη με μια ιδιαίτερη φυσική γεωγραφία.

Χάρτης της σημερινής πυκνότητας πληθυσμού στην Αίγυπτο. Πηγή εικόνας

Η αραβική χερσόνησος

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ποτέ δεν κατάφερε (ή δεν ενδιαφέρθηκε) να κυριαρχήσει εντελώς στην περιοχή της αραβικής χερσονήσου. Στην εποχή της αποικιοκρατίας, τον πρώτο λόγο στην περιοχή τον είχαν οι Βρετανοί. Το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, το Άμπου Ντάμπι και τα άλλα κρατίδια που αποτελούν σήμερα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ομάν, ήταν όλα βρετανικά προτεκτοράτα, επίσημα ή ανεπίσημα. Ως αυτόνομα κρατίδια υπήρχαν όμως από πριν, συνήθως μάλιστα υπό τις δυναστείες που τα κυβερνούν ακόμα και σήμερα: δεν πρόκειται για μια διάσπαση βρετανικής έμπνευσης. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι εδώ η Υεμένη, της οποίας το βόρειο και το νότιο τμήμα έχουν διαφορετική πολιτική ιστορία, φυσική γεωγραφία, ακόμα και θρησκευτικό προσανατολισμό: η συμβίωση τους σ’ ένα κοινό κράτος από το 1990 και μετά ήταν και παραμένει δύσκολη.

Όσο για το τωρινό πιο σημαντικό κράτος της περιοχής, τη Σαουδική Αραβία, οι ρίζες του βρίσκονται ήδη στον 18ο αιώνα, όταν το πουριτανικό ισλαμικό κίνημα του Ουαχαμπιτισμού συμμάχησε με την ντόπια οικογένεια των Σαούντ και κατάφερε να κυριαρχήσει τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του σημερινού ανατολικού τμήματος της χώρας. Τη Χετζάζη πάντως, τη σημερινή δυτική ακτή, την απέκτησαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο. Η συμμαχία με τις ΗΠΑ έπαιξε φυσικά ρόλο στο να πετύχουν οι Σαούντ να διατηρήσουν και τα δύο αυτά ετερογενή τμήματα ενωμένα ως ένα κράτος.

Σύνορα: παρελθόν, παρόν και μέλλον

Πως μπορούν όλα αυτά να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τη σημερινή κατάσταση στις αραβικές χώρες; Ένα μάλλον εύκολο συμπέρασμα που θα έβγαζε κάποιος, είναι ότι τα κράτη, των οποίων η κρατική παράδοση είναι πιο «ρηχή», καταρρέουν πιο εύκολα: η Συρία και το Ιράκ, η Υεμένη, η Λιβύη. Ο Λίβανος γνώρισε τη δική του περίοδο κατάρρευσης από το ’75 ως το ’90 και ακόμα δεν έχει βρει εντελώς τη συνοχή του. Μ’ αυτή τη λογική, η επόμενη υποψήφια θα ήταν μάλλον η Ιορδανία. Αντίθετα, για τα κράτη με πιο «βαθιά» παράδοση ή/και εθνο-θρησκευτική ομοιογένεια, ακόμα κι αν αυτά έχουν ζήσει μπόλικη πολιτική αστάθεια τα τελευταία χρόνια, όπως η Τυνησία και η Αίγυπτος, η επιβίωσή τους δεν φαίνεται να αμφισβητείται σοβαρά.

Δεν είναι όμως αυτή η κατάρρευση το σύμπτωμα μιας εποχής με συγκεκριμένες συνθήκες; Σε μια περίοδο γενικής κρίσης και σε μια εποχή όπου οι εθνο-θρησκευτικές ή οι τοπικές ταυτότητες προβάλλονται ως το πιο σίγουρο καταφύγιο, είναι αναμενόμενο ότι τα πρώτα κράτη που κλονίζονται είναι αυτά που έχουν την πιο αδύνατη κρατική παράδοση ή/και την πιο περίπλοκη εθνο-θρησκευτική σύνθεση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σύνδεση των πολιτών ακόμα και με τέτοια κράτη είναι εντελώς αμελητέα, από τη στιγμή που υπάρχουν ήδη για μερικές δεκαετίες. Εξάλλου, ακόμα και τα πιο «παραδοσιακά» κράτη, δεν ήταν κάποτε και αυτά νέα, που τους αφέθηκε χρόνος να δημιουργήσουν αυτήν την παράδοση;

Επίσης, όταν προβάλλουμε ένα ευρωπαϊκό ή βαλκανικό μοντέλο για τη Μέση Ανατολή, δηλαδή τη δημιουργία νέων κρατών στη βάση εθνο-θρησκευτικής ομοιογένειας, το σκεφτόμαστε καλά; Η υποτιθέμενη σταθερότητα που φέρνουν τέτοια κράτη (την φέρνουν όντως;) ήρθε στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια μόνο μετά από ιδιαίτερα αιματηρούς πολέμους και άγριες εθνοκαθάρσεις – και λίγα χρόνια αφότου τα με τόση βία και κόπο σχηματισμένα σύνορα σταθεροποιήθηκαν, τα ίδια κράτη τα αποδυναμώνουν, για χάρη μιας υπερεθνικής οργάνωσης όπως η Ε.Ε.

Φυσικά, δεν αποκλείεται το οικοδόμημα των Σάικς-Πικό να καταρρεύσει ολοκληρωτικά και να γεννηθούν εντελώς νέα κράτη στη Μέση Ανατολή, π.χ. ένα ή περισσότερα κουρδικά (ένα ενδεχόμενο που μοιάζει να είναι πολύ κοντά), αραβικά-σουνιτικά, αραβικά-σιιτικά κ.ο.κ. Μόνο όμως επειδή βλέπουμε μια τέτοια τάση σήμερα, δεν σημαίνει ότι η κατεύθυνση δεν μπορεί να αλλάξει και τα σημερινά σύνορα τελικά να διασωθούν – ή να αλλάξουν μ’ έναν τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι θα περιμέναμε.


Σχετικά άρθρα

 

 

Εθνικισμος, πατριωτισμος και αλλα

Κλασσικό

Αυτό το άρθρο μπορεί να θεωρηθεί και ως συνέχεια ενός άλλου σε αυτό το μπλογκ. Εκεί έγινε ήδη αναφορά στο θέμα της σχέσης εθνικής ταυτότητας και έθνους-κράτους.

Κάποιος που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κύπρο είναι δύσκολο να αποφύγει το θέμα του εθνικισμού, της ιδεολογίας που επηρέασε τόσο βαθιά την κατάσταση της πατρίδας μας. Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι είναι εθνικισμός και τι δεν είναι, ποιος είναι εθνικιστής και ποιος δεν είναι. Στη σημερινή εποχή σχεδόν κανείς δεν αποδέχεται τον όρο «εθνικιστής» για τον εαυτό του, προτιμώντας να δηλώνει απλά «πατριώτης».

Εθνικισμός και υπερεθνικισμός

Ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της λέξης «εθνικισμός» μάλλον δεν υπάρχει. Στο σημερινό δημόσιο λόγο συνήθως χρησιμοποιείται σαν κάτι αρνητικό, ως μια υπερβολική επικέντρωση στην ιδέα του έθνους και μάλιστα με βάση την πεποίθηση υπεροχής του σε σχέση με τα άλλα έθνη. Οι ιστορικοί όμως, με τον όρο «εθνικισμός» φαίνεται ότι αναφέρονται στην ιδέα ότι μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονται μια κοινή θρησκεία/γλώσσα/πολιτισμό και θεωρούν ότι απαρτίζουν ένα έθνος, πρέπει να έχουν και το δικό τους κράτος. Ίσως να είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον ορισμό, που είναι πιο ουδέτερος, άρα και καλύτερη βάση για λογική συζήτηση. Για τον πρώτο ορισμό θα μπορούσε να ήταν καλύτερος ο τίτλος «υπερεθνικισμός«.

Ενώ όλοι οι αριστεροί/φιλελεύθεροι/προοδευτικοί θα μπορούσαν εύκολα να συμφωνήσουν ότι ο υπερεθνικισμός είναι κάτι αρνητικό, με τον «σκέτο» εθνικισμό τα πράγματα είναι λιγότερο απλά. Εθνικιστικά κινήματα όπως το σκωτσέζικο, το ιρλανδικό, το βασκικό, το καταλανικό, το κουρδικό, το παλαιστινιακό, το παναραβικό είχαν και έχουν πολλές συμπάθειες από τους προοδευτικούς ή αριστερούς όλου του κόσμου. Αντίθετα, εθνικισμοί όπως ο γερμανικός, ο ρωσικός, ο ουκρανικός, ο σερβικός, ο κροατικός, ο ισραηλινός ή ίσως και ο λιβανέζικος, αντιμετωπίζονται ως κάτι κακό, συντηρητικό ή και αντιδραστικό – συχνά από τα ίδια ακριβώς άτομα. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ο τουρκικός ή ο ιρανικός εθνικισμός, τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα, αφού οι εξωτερικές απόψεις γι’ αυτούς διαφέρουν, όπως διαφέρουν και οι εσωτερικές παραλλαγές τους.

Τα πράγματα άρα είναι πολύ πιο σύνθετα από μια εύκολη και γενική καταδίκη του εθνικισμού, σε οποιαδήποτε χώρα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Εξάλλου με βάση αυτόν τον ορισμό, την πίστη δηλαδή στο έθνος-κράτος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι εθνικιστική, τουλάχιστον στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Για να γίνει άρα μια λογική κριτική στον εθνικισμό, πρέπει να δεχτούμε πως πρόκειται για μια κατ’ αρχήν σεβαστή ιδεολογία. Με το να εξομοιώνουμε τον εθνικισμό με τον υπερεθνικισμό, ουσιαστικά δίνουμε και τη δυνατότητα στον μετριοπαθή εθνικιστή να ξεφύγει από την κριτική, λέγοντας ότι είναι απλά «πατριώτης».

Πατρίδα και έθνος-κράτος

Ο πατριωτισμός όμως είναι στη βάση του εντελώς διαφορετικής φύσης από τον εθνικισμό. Δεν είναι ιδεολογία που δημιουργήθηκε ως συνέπεια κοινωνικών αλλαγών στη σύγχρονη εποχή, είναι απλά η αγάπη που έχει κάποιος για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κάτι που υπάρχει (τουλάχιστον) από τότε που ο άνθρωπος εγκατέλειψε τη νομαδική ζωή. Και δεν υπάρχει τίποτε που να λέει ότι τα όρια αυτού του τόπου πρέπει να συμπίπτουν και με τα κρατικά σύνορα ή με έναν «εθνικό» χώρο . Μπορεί π.χ. κάποιος να θεωρεί ως πατρίδα του ολόκληρη τη Θράκη (Ανατολική και Δυτική), ανεξάρτητα από το αν στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία, ή αν κατοικείται κατά πλειοψηφία από μια εθνοτική ομάδα διαφορετική από τη δική του.

Στη σημερινή εποχή συχνά μιλάμε λες και οι έννοιες «πατρίδα», «κράτος», «έθνος» ταυτίζονται. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο και σε άλλες (όχι πολύ μακρινές) εποχές δεν ήταν καν συνηθισμένο. Ο εθνικισμός είναι ακριβώς η ιδεολογία που θεωρεί αυτήν την ταύτιση δεδομένη – και όταν δεν υπάρχει, σαν ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί. Ο κουδικός εθνικισμός π.χ. θεωρεί ως ανωμαλία το ότι ο χώρος που κατοικούν κατά πλειοψηφία Κούρδοι δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό κράτος, αλλά είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε άλλα κράτη.

Πιστεύω ότι έτσι γίνεται ξεκάθαρη η διαφορά: ο πατριώτης δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνικιστής, ούτε καν ήπιος ή μετριοπαθής, εφ’ όσον δεν εξομοιώνει την πατρίδα του με ένα έθνος. Είναι δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες. Η αίσθηση ότι ταυτίζονται είναι απλά το αποτέλεσμα του ότι πολλοί μετριοπαθείς εθνικιστές προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο «πατριώτης» για τον εαυτό τους, επειδή ο όρος «εθνικιστής» έχει αποκτήσει αρνητική χροιά. Για να γίνει ένας έντιμος διάλογος για το θέμα πρέπει να αποβάλλουμε ακριβώς αυτήν την αρνητική χροιά.

Πολιτικός ή πολιτισμικός εθνικισμός

Αυτοί οι ορισμοί βοηθούν κάπως στο να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στις έννοιες «πατριωτισμός», «εθνικισμός» και «υπερεθνικισμός». Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που θέλουμε να αναφερθούμε σε μια σύνδεση με το έθνος σαν αξία, χωρίς απαραίτητα όμως με το κράτος που (υποτίθεται) ότι το αντιπροσωπεύει; Μπορεί δηλαδή κάποιος να δίνει βάρος σε θέματα εθνικής ταυτότητας, να πιστεύει στην έννοια των εθνικών συμφερόντων, χωρίς όμως να θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη του έθνους-κράτους;

Μια επιλογή θα ήταν να ονομάσουμε αυτήν την παραλλαγή «πολιτισμικό εθνικισμό» σε αντίθεση με τον «πολιτικό εθνικισμό», για τον οποίο κεντρικό ρόλο παίζει η ιδέα του έθνους-κράτους. Π.χ. στην ελληνική περίπτωση, ένας πολιτισμικός αλλά όχι πολιτικός εθνικιστής θα μπορούσε να είναι κάποιος που πιστεύει στην ιδέα ενός Ελληνισμού πέρα από σύνορα, απορρίπτοντας την εξάρτησή του από ένα ελληνικό έθνος-κράτος. Αντίστοιχα και τα εθνικά συμφέροντα θα ήταν κυρίως πολιτισμικής φύσης (π.χ. διατήρηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας) και λιγότερο πολιτικής (π.χ. αν ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης ανήκει στη δικαιοδοσία του ενός ή του άλλου κράτους).

Αν ο πολιτικός εθνικισμός είναι όντως ξεπερασμένη ιδεολογία – και για μια εθνικά ανάμικτη περιοχή όπως η δική μας και επικίνδυνη – αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα και με την πολιτισμική παραλλαγή του.  Έχοντας πάντα υπόψη ότι φυσικά μόνο ένα μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ατόμου πηγάζει από το έθνος: τα άλλα μπορεί να πηγάζουν π.χ. από την πατρίδα, την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα κ.λπ. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι αναμενόμενο ότι τα θέματα ταυτότητας θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Η εθνική ταυτότητα θα είναι μία απ’ αυτές, αλλά αυτό μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο πολλαπλών ταυτοτήτων.

Υποθέτοντας ότι η εθνική ταυτότητα θα συνεχίσει να υπάρχει και να παίζει σημαντικό ρόλο, ίσως θα ήταν καλύτερα και για τον κόσμο γενικότερα, αλλά ειδικά για την περιοχή μας, να ενθαρρυνθούν μορφές πολιτισμικού εθνικισμού σε βάρος του πολιτικού. Ο πρώτος έχει μάλλον μικρότερο δυναμικό για να προκαλέσει συγκρούσεις από τον δεύτερο.

Εθνικες και τοπικες ταυτοτητες

Κλασσικό

Την εποχή που ζούσα στο Βερολίνο είχα διαβάσει ένα ρεπορτάζ σχετικά με την τούρκικη νεολαία στη Γερμανία. Σαν μέρος του ρεπορτάζ ο δημοσιογράφος είχε μιλήσει με μια νεαρή Τουρκάλα, που ετοιμαζόταν να αποκτήσει το γερμανικό της διαβατήριο. Χαιρόταν γι’ αυτό για καθαρά πρακτικούς λόγους, για τις ευκολίες που θα της προσέφερε. Ο δημοσιογράφος της έθεσε τότε την κλασική ερώτηση, αν η ίδια αισθάνεται περισσότερο Γερμανίδα ή Τουρκάλα. Αυτή, αφού σκέφτηκε λίγο κι αντιλαμβανόμενη προφανώς την παγίδα της ερώτησης, έδωσε την ίσως πιο έξυπνη απάντηση «Βερολινέζα!».

Μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί ούτε η ίδια ούτε ο δημοσιογράφος, μπορεί να έδωσε μαζί και την απάντηση σ’ ένα από το πιο πολυσυζητημένα προβλήματα του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Αυτό που σχετίζεται με τη μετανάστευση και την εθνική ταυτότητα. Όποιος έχει ζήσει στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα της Βορειοδυτικής Ευρώπης, ξέρει σίγουρα τη συχνότητα και την ένταση με την οποία συζητιούνται τέτοια θέματα σε χώρες που οι «μετανάστες» είναι ήδη δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Χωρίς να έχουν ενταχθεί ακόμα στο «έθνος-οικοδεσπότη» (απ’ αυτήν την άποψη η Ελλάδα είναι αρκετά διαφορετική περίπτωση – προς το παρόν).

Στα μάτια μου, σαν ξένος που ήμουν, αυτά τα παιδιά φαινόντουσαν πολύ γερμανοποιημένα. Ντύνονταν σαν Γερμανοί, είχαν γλώσσα του σώματος διαφορετική από τη δική μας, μιλούσαν γερμανικά με άνεση, αν και όχι με ιδιαίτερα σωστή γραμματική (όπως ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί κατ’ ανάγκη), συμπεριφέρονταν σαν να ήταν στον τόπο τους. Οι Γερμανοί όμως τους έβλεπαν σαν κάτι εντελώς ξένο. Δεν μπορούσαν να τους δουν σαν ομοεθνείς τους, αλλά ούτε κι οι ίδιοι οι νεαροί Τούρκοι έδειχναν να το θέλουν αυτό. Ήταν περήφανοι για τη διαφορετικότητά τους, ασχέτως αν εγώ δεν την ένιωθα και σαν τόσο μεγάλη. Η άρνησή τους να αφομοιωθούν προκαλούσε έντονες αντιδράσεις, ίσως κι επειδή κάποιοι έβλεπαν σ’ αυτό μια απειλή για την ύπαρξη της Γερμανίας ως έθνος-κράτος – και μάλλον δεν είχαν κι άδικο.

Η σύγχρονη εποχή έφερε μαζί της και την ιδέα του έθνους-κράτους. Την ταύτιση δηλαδή της πατρίδας και του έθνους (βασιζόμενου σε μια κοινή γλώσσα και άλλα πολιτιστικά στοιχεία), τα οποία το κράτος υπάρχει για να εξυπηρετεί. Αν στη Δύση όμως, απ’ όπου προέρχεται αυτή η ιδέα, ήταν κάτι που αναπτύχθηκε φυσιολογικά και σταδιακά στη βάση των δεδομένων που υπήρχαν, στην περιοχή μας ήταν κάτι που δεν έμοιαζε να ταιριάζει και πολύ. Τελικά έφτασε και στη δική μας εθνο-θρησκευτικά ανάμικτη πραγματικότητα, για τη δημιουργία των εθνών-κρατών χρειάστηκαν όμως εθνοκαθάρσεις, ανταλλαγές πληθυσμών, πίεση αφομοίωσης κ.λπ.

Ας αφήσουμε στην άκρη το ερώτημα, κατά πόσον ο εθνικισμός έπαιξε παρ’ όλα αυτά και στην περιοχή μας τον προοδευτικό ρόλο που έπαιξε στη Δύση κι αν αυτές οι θυσίες ήταν αναγκαίες. Το θέμα είναι ότι σήμερα το έθνος-κράτος δεν φαίνεται να μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες πραγματικότητες, ούτε στην περιοχή μας αλλά ούτε καν στην περιοχή προέλευσής του. Με την αυξανόμενη μετανάστευση η ταύτιση της εθνικής ταυτότητας με την υπηκοότητα γίνεται όλο και λιγότερο αυτονόητη. Ειδικά τώρα που μιλάμε για παιδιά κι εγγόνια μεταναστών, που δεν έχουν γνωρίσει άλλη χώρα από τη χώρα υποδοχής τους – και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να ταυτιστούν μαζί της, ούτε με το έθνος που αυτή υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει.

Και πώς να ταυτιστούν, όταν αυτοί θεωρούν ότι έχουν ήδη μια εθνική ταυτότητα (π.χ. την τούρκικη), η οποία είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν (π.χ. τη γερμανική) που εκπροσωπεί το κράτος υποδοχής τους; Οι δύο είναι περίπου αλληλοαποκλειόμενες, αφού είναι κι οι δύο εθνικές – το να υιοθετήσεις τη μια σημαίνει να εγκαταλείψεις την άλλη, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Σε εποχές που η εθνική ταυτότητα έχει τέτοια σημασία και συναισθηματικό βάρος, το να την εγκαταλείψεις δεν είναι κι απλό πράγμα. Ειδικά όταν ξέρεις ότι με τη νέα σου εθνική ταυτότητα δύσκολα θα γίνεις δεκτός.

Πολλοί αναγνωρίζουν αυτές τις δυσκολίες, αλλά ελπίζουν ότι η μετανάστευση θα περιοριστεί και οι μικρές μεταναστευτικές κοινότητες θα αφομοιωθούν ή θα επαναπατριστούν. Το γιατί αυτές οι ελπίδες δεν είναι καθόλου ρεαλιστικές, αναλύεται σε άλλο άρθρο.

Επιστρέφοντας στην περίπτωση της νεαρής Τουρκάλας: μάλλον περίπου ενστικτωδώς, απέφυγε να μπει στο δίλημμα επιλογής εθνικής ταυτότητας και αντιπρότεινε την τοπική της ταυτότητα. Πράγματι, το σημερινό Βερολίνο (το δυτικό του μέρος τουλάχιστον) είναι σε μεγάλο βαθμό μια πολυεθνική πόλη. Το να είσαι Βερολινέζος δεν αποκλείει το να έχεις μια άλλη εθνική ταυτότητα από τη γερμανική. Ακόμα κι οι Γερμανοί Βερολινέζοι έχουν σαν μέρος της καθημερινότητάς τους και τη συμβίωση με τις άλλες εθνικές κοινότητες και φυσικά δέχονται κι επιρροές απ’ αυτές. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτή η πολυεθνικότητα έχει γίνει η ίδια μέρος της νέας βερολινέζικης ταυτότητας.

Αν το να υιοθετήσει ένας μετανάστης μια γερμανική ταυτότητα είναι πολύ δύσκολο, η τοπική ταυτότητα έρχεται περίπου αυτόματα, λόγω της σύνδεσης που νιώθει ο καθένας με τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε. Ο δρόμος για την ένταξη των μεταναστών δεν βρίσκεται στη γερμανοποίηση τους, αλλά αντίθετα στην απογερμανοποίηση των διάφορων τοπικών ταυτοτήτων. Η γερμανική κοινωνία βρίσκεται άρα στην ανάγκη να ανακαλύψει μια πολυπολιτισμικότητα, η οποία στην περιοχή μας ήταν (όχι και τόσο παλιά) πραγματικότητα.

Πριν τον ερχομό των εθνών-κρατών, οι εθνο-θρησκευτικές ταυτότητες (πρόγονοι των εθνικών) συνυπήρχαν στην περιοχή μας με τις τοπικές, συνήθως χωρίς να ταυτίζονται. Εξ’ άλλου ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού δεν προέρχεται από το έθνος ή τη θρησκεία, αλλά από τον  τόπο και τη φυσική γεωγραφία. Π.χ. οι Πόντιοι (ή οι Κύπριοι ή οι Κρητικοί) μπορεί να χωρίζονταν σε ομάδες με βάση τη εθνο-θρησκευτική τους ταυτότητα (Ελληνοορθόδοξοι, Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι), αλλά πολιτισμικά ήταν μάλλον πιο συγγενικοί μεταξύ τους, παρά με έναν ομοεθνή/ομόθρησκό τους από έναν άλλο μακρινό τόπο.

Θα είχαμε αποφύγει μερικές γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις, ξεριζωμούς αν τα σύγχρονα κράτη στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία είχαν συγκροτηθεί στη βάση τοπικών ταυτοτήτων κι όχι εθνο-θρησκευτικών; Ίσως. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο ερώτημα. Σημασία δεν έχει το παρελθόν, αλλά το παρόν και το μέλλον. Και πρέπει σίγουρα να προβληματιστούμε για το μέλλον του έθνους-κράτους, όταν οι ίδιες οι περιοχές από τις οποίες πήραμε την ιδέα μοιάζουν να είναι υποχρεωμένες να τη ξεπεράσουν.