Η Σφαγη των Αδανων και οι Νεοτουρκοι

Κλασσικό

Το 1915, η χρονιά της γενοκτονίας των Αρμενίων, είναι μαζί με το 1922 σημαδιακές χρονολογίες για τη Μικρά Ασία. Είναι αυτές που σφράγισαν το τέλος της μακραίωνης πολυθρησκευτικής της ταυτότητας: στην ουσία, την έκαναν, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, μια (σχεδόν) καθαρά μουσουλμανική χερσόνησο. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που οι Χριστιανοί Μικρασιάτες είχαν μπει στο στόχαστρο. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα υπήρξαν κι άλλα περιστατικά, με κορύφωση τις σφαγές των Αρμενίων από το 1894 ως το 1896, στα χρόνια του Αμπντουλχαμίντ Β’.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες και πιο γνωστές αντι-αρμενικές ενέργειες (1894-96 και 1915), μεσολάβησε και η σχετικά ξεχασμένη «Σφαγή των Αδάνων», το 1909. Το ιδιαίτερο με αυτήν είναι ότι έγινε σε μια μεταβατική περίοδο, από το «συντηρητικό» σουλτανικό καθεστώς στο «επαναστατικό» των Νεότουρκων. Πολλοί την είδαν ως υποκινούμενη από τη φιλο-σουλτανική αντίδραση· άλλοι πάλι καταλογίζουν ευθύνες και στους Νεότουρκους. Το σίγουρο είναι πως ήταν μια περίοδος ρευστή, όπου όλα έμοιαζαν πιθανά.

Άδανα: το γεωγραφικό-ιστορικό πλαίσιο

Τα Άδανα είναι μια από τις πιο ιστορικές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, με ρίζες που χάνονται μέσα στις χιλιετίες και φτάνουν μέχρι την ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κέντρο της περιοχής της Κιλικίας ή Τσουκούροβα, όπως την λένε οι Τούρκοι. Σήμερα, έχουν ήδη γίνει μια μεγαλούπολη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, η πέμπτη μεγαλύτερη της Τουρκίας.

Το βιλαέτι των Αδάνων στην ύστερη οθωμανική περίοδο, με τα πέντε σαντζάκια του. Πηγή εικόνας
Η ρωμαϊκή πέτρινη γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Σεϋχάν ή Σάρου, πολύ κοντά στο κέντρο των Αδάνων. Κατά μια παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε από τον Άδανο και τον Σάρο, γιους του Ουρανού και της Γαίας, αδελφούς του Κρόνου και της Ρέας και, κατά συνέπεια.. θείους του Δία και άλλων θεών του Ολύμπου. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στην πόλη και ο δεύτερος στον ποταμό.

Τα εύφορα εδάφη της μεγάλης πεδιάδας της Τσουκούροβα και τα νερά από τους ποταμούς που τη διασχίζουν, την έκαναν ήδη από την Αρχαιότητα σημαντική για τη γεωργία. Η σημασία της όμως μεγάλωσε απότομα λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη σε ένα γεγονός δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά: τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορούσε πια να προμηθευτεί το απαραίτητο για τη βιομηχανική υφαντουργία βαμβάκι από τον εμπόλεμο αμερικανικό Νότο. Η Κιλικία ήταν μια από τις περιοχές που κρίθηκαν κατάλληλες για να υποκαταστήσουν αυτή την παραγωγή. Η καλλιέργεια και (λίγο αργότερα) η επεξεργασία του βαμβακιού αναπτύχθηκαν ραγδαία στις επόμενες δεκαετίες.

Η συνέπεια ήταν ότι τα Άδανα γνώρισαν στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη. Δεκάδες χιλιάδες προσωρινοί κάτοικοι έρχονταν από άλλες μικρασιατικές επαρχίες, για να εργαστούν για μερικούς μήνες στη συγκομιδή ή την επεξεργασία του βαμβακιού. Όπως όμως συμβαίνει κατά κανόνα, ο πλούτος που παράχθηκε δεν κατανεμήθηκε ισότιμα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις εθνοτικές ισορροπίες της περιοχής, φαίνεται πως (δίκαια ή άδικα) δόθηκε η εντύπωση ότι οι Αρμένιοι επωφελήθηκαν δυσανάλογα, πλουτίζοντας εις βάρος των Μουσουλμάνων.

Στην επαρχία Αδάνων, η αναλογία πληθυσμού ανάμεσα σε Μουσουλμάνους (οι οποίοι δεν ήταν μόνο τουρκόφωνοι, αλλά και Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Άραβες, καθώς και.. Κρητικοί πρόσφυγες, ελληνόφωνοι) και Αρμένιους ήταν της τάξης του 2 προς 1, ενώ υπήρχαν και άλλες μικρότερες χριστιανικές κοινότητες (Έλληνες, Χαλδαίοι κ.λπ.). Ακόμα όμως μια ιδιαιτερότητα της Κιλικίας που αφορά τις τουρκο-αρμενικές σχέσεις, ήταν και η Ιστορία. Από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα, εδώ εκτεινόταν το αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, η «Μικρή Αρμενία» όπως ήταν γνωστή. Στην αυγή του 20ού αιώνα επομένως, όσο αναπτυσσόταν το αρμενικό εθνικό κίνημα, πολλοί Μουσουλμάνοι φοβόντουσαν πως ο κρυφός σκοπός των Αρμενίων ήταν η επανασύσταση αυτού του Βασιλείου· και, κατά συνέπεια, η δική τους εκδίωξη.

Το Γιαγ Τζαμί (Λαδένιο Τζαμί, λόγω χρώματος) είναι από τα παλιότερα κτίρια στο κέντρο των Αδάνων: είχε κτιστεί ως αρμένικη εκκλησία στα χρόνια του Βασιλείου της Κιλικίας (1198-1375 μ.Χ.).

Οι Νεότουρκοι και το «γεγονός της 31ης Μαρτίου»

Τον Ιούνιο του 1908, μια ομάδα Οθωμανών αξιωματικών με κέντρο τους τη Μακεδονία στασίασαν ενάντια στην κυβέρνηση, απαιτώντας την επαναφορά του Συντάγματος και του Κοινουβουλίου. Ήταν μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου (ΕΕΠ), γνωστότεροι και ως Νεότουρκοι. Αν δεν συμμορφωνόταν η σουλτανική κυβέρνηση, απειλούσαν να προελάσουν στην πρωτεύουσα. Με αυτό τον τρόπο, τελείωσαν τρεις δεκαετίες απολυταρχικής διακυβέρνησης του τελευταίου «πραγματικού» Σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β’, ο οποίος το 1878 είχε καταργήσει το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα. Σε όλη την Αυτοκρατορία, από τη Θεσσαλονίκη ως τη Μικρά Ασία, τα πλήθη ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς: Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι και Ρωμιοί βγήκαν με οθωμανικές σημαίες στους δρόμους. Μέσα σε λίγες ημέρες, επανήλθε το Σύνταγμα του 1876 και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου έγιναν γενικές εκλογές για την οθωμανική Βουλή.

Διαδήλωση υπέρ της Επανάστασης των Νεότουρκων και του Συντάγματος από την ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, με ελληνικές και οθωμανικές σημαίες. Πηγή εικόνας.

Οι ωραίες εικόνες πανηγυρισμών και συναδέλφωσης απέκρυψαν μια πραγματικότητα: ότι δεν ήταν όλοι στην Αυτοκρατορία το ίδιο χαρούμενοι με την αλλαγή. Πολλά μέλη της παλιάς οθωμανικής ελίτ, όπως οι ουλεμάδες ή μεγαλογαιοκτήμονες της μικρασιατικής επαρχίας, φοβόντουσαν (αναμενόμενα) ότι θα μπορούσαν να θιχτούν τα συμφέροντά τους. Η προοπτική απόλυτης εξίσωσης Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, την οποία υπόσχονταν οι επαναστάτες, μάλλον ερέθιζε όμως (επίσης αναμενόμενα) και μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών λαϊκών στρωμάτων.

Τι γινόταν λοιπόν εκείνη την εποχή σε μια μακρινή μικρασιατική πόλη, όπως τα Άδανα; Σε πρώτη φάση, κάποιοι (μάλλον αυτόκλητοι) υπερασπιστές της νεοτουρκικής επανάστασης συγκρότησαν το τοπικό παράρτημα της ΕΕΠ. Ταυτόχρονα όμως, διαμορφώθηκε και μια αντίπαλη συμμαχία, που συγκέντρωσε πολλούς απ’ όσους ανησυχούσαν για τη νέα τάξη.

Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι Αρμένιοι ένιωθαν πιο κοντά στο «προοδευτικό» στρατόπεδο. Η ξαφνική ελευθερία, οι διακηρύξεις περί ισότητας και συναδέλφωσης των εθνοτήτων, η κατάργηση νόμων που πρακτικά λειτουργούσαν ως διακρίσεις ενάντια στους μη Μουσουλμάνους (φόρος απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία, απαγόρευση οπλοφορίας), έδιναν ελπίδες για μια πραγματική ισοτιμία. Σε εθνικό επίπεδο εξάλλου, οι Νεότουρκοι συνομιλούσαν με το αρμενικό επαναστατικό κόμμα Ντασνάκ, όπως και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις των Χριστιανών της Αυτοκρατορίας (π.χ. τους φεντεραλιστές της Μακεδονίας).

Αρμένιοι φενταΐ (μαχητές) υπό το λάβαρο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, άλλως Ντασνάκ. Ο κοινός αγώνας ενάντια στο σουλτανικό καθεστώς έφερε το Ντασνάκ αρχικά κοντά στους Νεότουρκους, και στα πρώτα χρόνια μετά το 1908 οι δύο (νόμιμες πια) πολιτικές ομάδες διατηρούσαν σχέσεις μεταξύ τους. Πηγή εικόνας.

Από την άλλη, η αυξημένη αυτοπεποίθηση των Αρμενίων, μάλλον ανησύχησε πολλούς Μουσουλμάνους. Κάποια (σημαντικά ή ασήμαντα) περιστατικά, όπως θεατρικά έργα με αναφορά στο μεσαιωνικό αρμενικό βασίλειο, οι εκκλήσεις Αρμενίων ηγετών στον λαό τους να προμηθευτούν όπλα (για αυτοάμυνα), ενίσχυαν τέτοιες ανησυχίες. Βοήθησαν επίσης και τη διάδοση της φήμης ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν ένοπλη εξέγερση, προσπαθώντας να προκαλέσουν την επέμβαση ευρωπαϊκών χωρών και να νεκραναστήσουν τη μεσαιωνική «Μικρή Αρμενία». Η καχυποψία και η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες φούντωνε μέρα με τη μέρα.

Ενώ όμως γίνονταν όλα αυτά στη μακρινή επαρχία των Αδάνων, οι εξελίξεις έτρεχαν και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Απριλίου 1909 (31 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο, εξ’ ου και «γεγονός της 31ης Μαρτίου«), έγινε ένα είδος αντεπανάστασης, που έφερε ξανά στην εξουσία «παλαιοκαθεστωτικούς». Οι Νεότουρκοι αντεπιτέθηκαν γρήγορα και πήραν πάλι τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους στις 23 Απριλίου, εκθρονίζοντας τον Σουλτάνο και αντικαθιστώντας τον με τον αδελφό του. Η επανάσταση είχε σωθεί. Αυτό όμως δεν έφερε αυτόματα ηρεμία και στις επαρχίες.

Σφαγές σε δύο μέρη

Δεν είναι ξεκάθαρο με ποιον τρόπο ακριβώς το επεισόδιο επηρέασε την κατάσταση στα Άδανα. Είτε όμως υπήρξε συνωμοσία φιλο-σουλτανικών δυνάμεων, είτε απλά κινητοποιήθηκε κόσμος επειδή φάνηκε πόσο ευάλωτο ήταν το νέο καθεστώς των Νεότουρκων, το αποτέλεσμα ήταν ότι στο στόχαστρο μπήκαν (πάλι) οι Αρμένιοι. Η ένταση είχε ήδη ανεβεί κατακόρυφα λίγες μέρες νωρίτερα, όταν σε μια συμπλοκή δύο Μουσουλμάνοι είχαν σκοτωθεί από έναν Αρμένιο. Αν και ίσως έγινε σε αυτοάμυνα, σε τέτοια ατμόσφαιρα δεν υπήρχε περιθώριο για νηφάλια ανάλυση· ειδικά αφού ο δράστης εξαφανίστηκε μετά το φονικό στην αρμένικη συνοικία (πριν διαφύγει κατά κάποιους στην κοντινή Κύπρο) και δεν συνελήφθη ποτέ.

Στις 14 Απριλίου (2 Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο) πολλοί Μουσουλμάνοι, κάποιοι απ’ αυτούς μάλλον εποχιακοί εργάτες από την κοντινή επαρχία, εμφανίστηκαν στους δρόμους των Αδάνων οπλισμένοι με μαχαίρια και τσεκούρια. Όταν οι Αρμένιοι είδαν τον όχλο, φοβήθηκαν και έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Αυτό μάλλον περισσότερο ερέθισε τις μουσουλμανικές μάζες παρά τις ηρέμησε. Λίγο μετά άρχισαν οι επιθέσεις, με λεηλασίες μαγαζιών, φωτιές σε κτίρια – και δολοφονίες.

Οι Αρμένιοι οχυρώθηκαν στις δικές τους συνοικίες, ενώ πολλοί άμαχοι βρήκαν καταφύγιο σε εκκλησίες και σχολεία. Οι τοπικές οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις, αστυνομικοί, στρατιώτες ή έφεδροι, μάλλον αδιαφόρησαν (στην καλύτερη περίπτωση) για την προστασία του αρμενικού πληθυσμού. Οι ένοπλοι Αρμένιοι μαχητές όμως αντιστάθηκαν αρκετά πετυχημένα. Τελικά, η κατάσταση ηρέμησε κάπως στις 17 Απριλίου.

Κατεστραμμένα κτίρια στην πόλη των Αδάνων. Source: Ernst Jackh Papers, Rare Book & Manuscript Library, Columbia University in the City of New York. Photo by Craig Chandler / University Communication. Πηγή εικόνας

Αυτή η ειρήνη ήταν όμως πολύ σύντομη. Η σχετικά επιτυχημένη αυτοάμυνα των Αρμένηδων έμοιαζε να επιβεβαιώνει τις φήμες ότι υπήρχε σχέδιο ένοπλης εξέγερσης. Η ατμόσφαιρα άρχισε να επηρεάζει ακόμα και πολλούς Τούρκους που μέχρι τότε είχαν αμφίρροπη ή ακόμα και φιλο-αρμενική στάση. Πιο εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή στη στάση της τοπικής ηγεσίας των Νεότουρκων (χωρίς να είναι καθαρό αν υπήρχε σχετική συνεννόηση με Κωνσταντινούπολη), η οποία πλέον όχι μόνο συμμετείχε στην αντι-αρμενική προπαγάνδα, άλλα έγινε και ο κυριότερος εκφραστής της.

Η εφημερίδα Ιτιντάλ εκδιδόταν από την τοπική ηγεσία των Νεότουρκων. Κατά πολλούς, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα του δεύτερου κύματος σφαγών, με τα αρμενοφοβικά δημοσιεύματά της στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο σφαγές. Πηγή εικόνας

Η κεντρική κυβέρνηση έστειλε παράλληλα τρία τάγματα στην πόλη, για να διατηρήσουν την ειρήνη. Στις 25 Απριλίου όμως, αυτά δέχτηκαν πυροβολισμούς από άγνωστη κατεύθυνση. Στην φορτισμένη ατμόσφαιρα της στιγμής, οι πυροβολισμοί αποδόθηκαν σε Αρμένιους μαχητές (κατοπινές έρευνες έδειξαν πως αυτό ήταν μάλλον πρακτικά αδύνατο). Ήταν το σύνθημα για ξεκινήσει ένας νέος γύρος πιο άγριων σφαγών, με θύματα μεταξύ άλλων και τους άμαχους που είχαν καταφύγει σε σχολεία και εκκλησίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, συμμετείχαν ενεργά και τακτικοί στρατιώτες από τα νεοαφιχθείσα τάγματα, τα οποία υποτίθεται πως ήταν εκεί για να προστατεύσουν τον πληθυσμό.

Αυτός ο δεύτερος γύρος βιαιοπραγιών, ο οποίος δε συνάντησε την οργανωμένη αντίσταση που είχε βρει ο πρώτος, ήταν πολύ πιο αιματηρός. Σε συνδυασμό με τις σφαγές που είχαν ήδη γίνει παράλληλα με τον πρώτο γύρο και σε χωριά ή μικρότερες πόλεις της περιοχής, ο συνολικός αριθμός θυμάτων προσέγγισε τις 20.000. Η μέχρι πρόσφατα ακμαία αρμενική κοινότητα των Αδάνων αποδεκατίστηκε – δε θα ανέκαμπτε ποτέ πια.

Αρμένιοι που επέζησαν της σφαγής, ανάμεσα στα ερείπια. Πηγή εικόνας

Ο μεγάλος αριθμός θυμάτων και η οργή Αρμενίων και ξένων ανάγκασε τελικά τη νεοτουρκική κυβέρνηση να παρέμβει πολύ πιο ενεργά. Ήταν όμως μια παρέμβαση αμφιλεγόμενη και ασταθής, η οποία κατέληξε να δεχτεί κριτική απ’ όλες τις πλευρές. Είναι αλήθεια βέβαια ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση: σχεδόν όλοι οι τοπικοί Μουσουλμάνοι μάρτυρες (συντηρητικοί ή «νεωτεριστές») επέμεναν ότι επρόκειτο για μια απρόκλητη επίθεση των Αρμενίων, με σκοπό να οδηγήσουν σε ξένη επέμβαση. Από την άλλοι, οι Αρμένιοι προύχοντες ήταν απόλυτοι όσον αφορά την αρμενική αθωότητα και έριχναν το φταίξιμο σε ντόπιους Μουσουλμάνους, υπό την επιρροή των φιλοσουλτανικών αντεπαναστατών.

Στρατοδικεία και ερευνητικές επιτροπές κατέληξαν σε αντιφατικά αποτελέσματα, που οδήγησαν αρχικά στην εκτέλεση 6 Αρμενίων (!) και 9 Μουσουλμάνων. Οι Αρμένιοι δεν μπορούσαν βέβαια να το καταπιούν έτσι απλά. Έμοιαζε σαν να τιμωρούνταν οι ίδιοι, επειδή τόλμησαν να αμυνθούν για τις ζωές τους. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες, και στα Άδανα και στη μακρινή Κωνσταντινούπολη.

Η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Στα μέσα του καλοκαιριού περίπου, διορίστηκε κυβερνήτης των Αδάνων ο Τζεμάλ Πασάς. Δεν πρόκειται για συνωνυμία: δεν ήταν άλλος από το μετέπειτα μέλος της ηγετικής τριανδρίας των Νεότουρκων το 1913-1918, αυτής δηλαδή που η Ιστορία κατέγραψε ως υπεύθυνη για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Από τραγική ειρωνεία, όχι μόνο αυτός ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά το έκανε και με τρόπο που του έδωσε τη φήμη μιας.. φιλοαρμενικής και αντι-μουσουλμανικής στάσης.

Ο Αχμέτ Τζεμάλ, πιο γνωστός ως Τζεμάλ Πασάς (1872-1922), διορισμένος κυβερνήτης των Αδάνων λίγο μετά τις σφαγές και μετέπειτα μέλος της τριανδρίας (μαζί με τον Ενβέρ και Ταλαάτ), που κυβέρνησε δικτατορικά την Τουρκία στο διάστημα 1913-1918. Πηγή εικόνας

Πράγματι, η ρητορική περί «αρμενικής ανταρσίας» εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον από ανθρώπους σαν τον Τζεμάλ. Εξάλλου, η ίδια η οθωμανική Βουλή κήρυξε την αθωότητα των Αρμενίων. Ακόμα μερικές δεκάδες άτομα οδηγήθηκαν στην κρεμάλα, αυτή τη φορά όλοι Μουσουλμάνοι. Πολλοί περισσότεροι φυλακίστηκαν, επίσης στην μεγάλη πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μουσουλμανική κοινότητα των Αδάνων, και μάλλον έκανε τον Τζεμάλ να χάσει πολλές συμπάθειες.

Παρόλα αυτά, και παρότι υπήρξαν ποινές ακόμα και για τους Μουσουλμάνους προύχοντες των Αδάνων, τελικά αυτές ήταν αρκετά ήπιες (στέρηση αξιωμάτων ή εξορία για κάποιο διάστημα, φυλάκιση ενός μήνα κ.λπ.) ή δεν εφαρμόστηκαν και πολύ. Φαίνεται ότι η έντονη μουσουλμανική αντίδραση προβλημάτισε την ακόμα ευάλωτη νεοτουρκική ηγεσία και αυτή δεν πίεσε άλλο τα πράγματα. Η υπόθεση τελείωσε κάπου εκεί, και με τις δύο κοινότητες να αισθάνονται αδικημένες και ανασφαλείς.

Αντιφάσεις και χαμένες ελπίδες

Όπως είπαμε και στην αρχή, η σφαγή των Αδάνων μεσολάβησε ανάμεσα σε δύο πολύ μεγαλύτερες αντι-αρμενικές βιαιότητες: τις σφαγές του 1894-96 και τη Γενοκτονία του 1915. Μοιάζει επομένως κάπως περίεργο να επιλέγουμε σήμερα, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, να ασχοληθούμε ειδικά με αυτή.

Μπορεί όμως η ιστορική σημασία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται. Για τους Αρμένιους, λογικά θα τραυμάτισε την όποια πίστη ή ελπίδα είχαν στο νέο καθεστώς (αν και το Ντασνάκ συνέχισε κάποια μορφή συνεργασίας ή επαφής με την ΕΕΠ και τα επόμενα χρόνια). Για τους Νεότουρκους, δεν αποκλείεται να επηρέασε σημαντικά τη μελλοντική στάση τους στο αρμενικό ζήτημα. Υπάρχουν δύο κύρια στοιχεία που φάνηκαν μέσα από τα γεγονότα των Αδάνων, και πιθανόν να τους ανησύχησαν: από τη μια, η αρχικά πετυχημένη αυτοάμυνα των Αρμενίων, που έδειξε τις δυνατότητές τους, και από την άλλη, η άκαμπτη αντι-αρμενική στάση των μουσουλμανικών μαζών και τοπικών ελίτ, στην αποδοχή των οποίων βασίζονταν και οι Νεότουρκοι.

Ακριβώς επειδή τα γεγονότα μοιάζουν να είναι ένα σημείο καμπής στην πορεία προς το τραγικό τέλος που ξέρουμε, έχουν ενδιαφέρον και για εμάς που δεν είμαστε επαγγελματίες ιστορικοί. Ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε, που μας είναι χρήσιμα και σήμερα;

Η μία σκέψη είναι ότι υπάρχει κάτι νομοτελειακό σε όλα αυτά. Όπου έχουμε εθνο-θρησκευτική ανάμιξη, θα έχουμε αργά ή γρήγορα και αιματοχυσία, τουλάχιστον εφόσον σχηματίστηκαν ήδη καθαρές ταυτότητες και έχει φουντώσει το εθνικό αίσθημα. Το πιο συγκλονιστικό και σκληρό μαζί, όταν διαβάζουμε για τις λεπτομέρειες της σφαγής των Αδάνων, δεν είναι τόσο τα ίδια τα γεγονότα ή το πώς φτάσαμε σε αυτά – είναι το πώς αντιμετωπίστηκαν αφού έγιναν. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι Μουσουλμάνοι της περιοχής -παραδοσιακοί ή νεωτεριστές- παρουσιάζονται σίγουροι ότι ήταν μια αρμένικη επίθεση εναντίον τους και δεν δείχνουν ίχνος μεταμέλειας. Φαίνονται να μην μπορούν καν να κατανοήσουν γιατί η κυβέρνησή τιμωρεί όσους συμμετείχαν. Ο τρόπος που είδαν τα γεγονότα είναι τόσο ριζικά διαφορετικός από το αφήγημα των Αρμενίων, που η όποια προσπάθεια της νεοτουρκικής κυβέρνησης να τα συμβιβάσει και να ηρεμήσει τα πλήθη μοιάζει από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Σε τέτοιες συνθήκες, η συμβίωση μοιάζει αδύνατη· και όπως ξέρουμε, αυτή τελικά χάθηκε οριστικά μόλις 6 χρόνια αργότερα.

Η άλλη σκέψη πάει σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Με άλλα πρόσωπα, με λίγο διαφορετικές συνθήκες ή συσχετισμούς, θα μπορούσε η ζυγαριά να γείρει προς την άλλη μεριά και η Ιστορία να ακολουθήσει άλλη πορεία – ακόμα και για τους Νεότουρκους. Κάποιοι αναφέρουν για παράδειγμα τον κυβερνήτη της Καισάρειας, που την ίδια περίοδο αντιμετώπισε ανάλογη κατάσταση, αλλά με τη θαρραλέα και αποφασιστική στάση του κατάφερε να μην ανοίξει ρουθούνι στην επαρχία του. Βλέποντας ταυτόχρονα και το πώς έπραξε ως κυβερνήτης κάποιος σαν τον Τζεμάλ Πασά, και τις αντιφάσεις του τόσο στη διάρκεια της θητείας του όσο και με τη συνέχεια (θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συμβολίζουν τις γενικότερες αντιφάσεις των Νεότουρκων), δύσκολα μπορούμε πια να μιλήσουμε για νομοτέλειες. Η προσπάθεια για μια νέα συμβίωση στη Μικρά Ασία, σε πιο γερές βάσεις από το παρελθόν, ίσως να είχε πιθανότητες επιτυχίας, αν υπήρχαν τα κατάλληλα πρόσωπα, αν ήταν άλλο το διεθνές πλαίσιο, αν στη μάχη των ιδεών επικρατούσαν άλλες.

Με τις περιορισμένες μας γνώσεις και τη μεγάλη χρονική απόσταση, δύσκολα μπορούμε να κρίνουμε ποια από τις δύο σκέψεις είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η πρώτη αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση (και στη συγκεκριμένη περίπτωση των Αρμενίων, εξόντωση). Η δεύτερη, δίνει δυνατότητες για το καλύτερο και το χειρότερο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να συγκρατήσουμε, όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις σήμερα.

Βιβλιογραφία

  • Der Matossian, Bedross (2011) «From Bloodless Revolution to Bloody Counterrevolution: The Adana Massacres of 1909,» Genocide Studies and Prevention: An International Journal: Vol. 6: Iss. 2: Article 6.
    Διαθέσιμο στο: https://digitalcommons.usf.edu/gsp/vol6/iss2/6
  • Bedross Der Matossian The Horrors of Adana (YouTube)
  • Uçar, Onder (2021). The Massacres of 1909: Violence in Revolutionary Context in Adana and its Hinterland.
  • Bjørnlund, Matthias (2010): Adana and Beyond: Revolution and Massacre in the Ottoman Empire Seen Through Danish Eyes, 1908/9. Haigazian Armenological Review, Vol. 30, p. 125-156.
  • Woods, H. Charles (1911). «The Armenian Massacres of April, 1909»The Danger Zone of Europe: Changes and Problems in the Near East. Boston: Little, Brown. p. 127.
  • Çi̇çek, Kemal (2012). The Power of Rumours in the Making of History: The Case of the Adana Incident of 1909 in the Ottoman Empire. Belleten, 76(), 951-972. doi:10.37879/belleten.2012.951

Εθνος και αναπτυξη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Το εθνικό πρόβλημα είναι κάτι που απασχολεί την περιοχή μας εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες – και είναι βέβαια κι ένα από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ. Όταν μιλούσαν για «Ανατολικό Ζήτημα», δεν εννοούσαν στην ουσία αυτό: πώς θα προσαρμοστεί μια πολυεθνοτική-πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία, όπως η Οθωμανική, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών (ο οποίος τότε μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται); Το εντυπωσιακό είναι ότι και στον 21ο αιώνα ακόμα δεν έχει βρεθεί μια ικανοποιητική απάντηση: βλέπε τα προβλήματα στα μετα-γιουγκοσλαβικά κράτη (Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία, Μακεδονικό), το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, το Κουρδικό, το Παλαιστινιακό, την κατάσταση στον Λίβανο αλλά και πολύ πιο έντονα, τον Πόλεμο της Συρίας και του Ιράκ.

Η υπανάπτυξη και το όνειρο του έθνους-κράτους

Νομίζω ένα καλό σημείο εκκίνησης για σκέψεις, είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν υπανάπτυκτη σε σχέση με μια άλλη γειτονική της περιοχή. Αυτή είναι βέβαια η Βορειοδυτική Ευρώπη. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν όλες οι περιοχές του κόσμου βρίσκουν ότι είναι υπανάπτυκτες, όταν συγκρίνονται με αυτόν τον πυρήνα και τους «κλώνους» της, όπως τη Βόρεια Αμερική ή την Αυστραλία (με μοναδική εξαίρεση κάποιες χώρες της Άπω Ανατολής όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν). Όσον αφορά τα δικά μας, ακόμα κι οι πιο εύπορες μετα-οθωμανικές χώρες (όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ρουμανία) ή οι πιο δυναμικές (όπως η Τουρκία), νιώθουν ελλειμματικές, όταν συγκρίνονται με τις χώρες του πυρήνα. Μοναδική ίσως εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο όμως είναι κι αυτό κατά κάποιον τρόπο κλώνος της Δύσης.

Σε αυτήν τη σύγκριση, πάντα ψάχνουμε να βρούμε τι μας λείπει σε σχέση με τη Βορειοδυτική Ευρώπη και τι μπορούμε να κάνουμε για να καλύψουμε αυτές τις ελλείψεις. Κάποτε ρίχνουμε το φταίξιμο σε εμάς τους ίδιους, που είμαστε ανίκανοι να ακολουθήσουμε, κάποτε στους Δυτικούς, που μας διατηρούν με διάφορους τρόπους σε κατάσταση εξάρτησης. Πάντως, σχεδόν πάντα καταλήγουμε να φανταζόμαστε την κατάσταση στη Βορειοδυτική Ευρώπη ως αυτή στην οποία πρέπει να φτάσουμε.

Αυτό ισχύει και για το θέμα της σχέσης εθνικής ταυτότητας και κράτους. Επί αιώνες οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ένα κράτος, το οποίο ήταν πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό. Το Ανατολικό Ζήτημα δημιουργείται στην ουσία, όταν βλέπουμε τα ανεπτυγμένα έθνη-κράτη της Βορειοδυτικής Ευρώπης και νιώθουμε ότι πρέπει να γίνουμε κι εμείς κάπως έτσι, για να φτάσουμε στο επίπεδο ανάπτυξης που έφτασαν κι αυτά. Επομένως, η βασική ερώτηση ήταν μάλλον αυτή: πώς θα δημιουργηθούν έθνη-κράτη κατά το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, ξεκινώντας από μια πολυεθνοτική/πολυθρησκευτική πραγματικότητα;

Το δίλημμα: εθνική καθαρότητα ή πολυπολιτισμικότητα;

Η μία απάντηση που δόθηκε, η πιο κλασική, είναι αυτή που παίρνει ως πρότυπο το γαλλικό μοντέλο: να γίνουν συγκεντρωτικά ενιαία κράτη, με μία πρωτεύουσα, μία γλώσσα, μία θρησκεία, και, κατ’ επέκταση, ένα έθνος. Αυτό τον δρόμο ακολούθησαν π.χ. η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και, τελικά, και η κεμαλική Τουρκία (με πιο ιδιαίτερη περίπτωση την Αλβανία, όπου η γλώσσα είναι μία, αλλά οι θρησκείες πολλές). Αυτή η μετάβαση, από την πολυπολιτισμική Αυτοκρατορία στα «καθαρά» έθνη-κράτη, δεν ήταν βέβαια απλή, αλλά συνοδεύτηκε από πολύ αίμα, πολύ πόνο και πληθυσμιακές μετακινήσεις πρωτοφανών διαστάσεων. Τα έθνη που δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο κουβαλούν μέσα τους τραύματα, που φαίνεται πως δεν θεραπεύονται εντελώς ακόμα και αν περάσουν αρκετές γενιές. Πάντως, τα κράτη τους είναι φαινομενικά σταθερά. Παρά τις οικονομικές ή άλλες κρίσεις που πέρασαν, διατήρησαν τη συνοχή τους – σε αντίθεση με άλλα όπως η Γιουγκοσλαβία, η Συρία, το Ιράκ. Κι αυτό για πολλούς, κάνει όλες τις θυσίες να αξίζουν.

Η δεύτερη απάντηση, που επιχειρήθηκε να δοθεί από κάποιους, ήταν η δημιουργία μεν νέας ενιαίας εθνο-κρατικής ταυτότητας στα δυτικά πρότυπα, αλλά που να εντάσσει μέσα της διαφορετικές γλώσσες ή/και θρησκείες, αναγνωρίζοντας την (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα. Αν θέλαμε να βρούμε ένα σημερινό παράδειγμα στη Δύση, αυτό που θα σκεφτόμασταν μπορεί να ήταν οι ΗΠΑ ή ίσως η Ελβετία. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να πούμε πως πήγαιναν οι προτάσεις του Ρήγα Βελεστινλή ή (με διαφορετικό πρόσημο βέβαια) το ρεύμα των Νεοοθωμανών. Λιγότερο φιλόδοξη ως προς την εδαφική της έκταση ιδέα, αλλά παρόμοιας ίσως λογικής, ήταν και ο μεγαλοσυριακός εθνικισμός.

Ο παναραβισμός, αλλά και ο αλβανικός εθνικισμός, είναι ίσως πιο ενδιάμεσες λύσεις, αφού βασίζονται μεν στην ενιαία γλώσσα, δέχονται όμως κατά κανόνα τη θρησκευτική ποικιλία. Τέλος, μια προσπάθεια που είχε τέτοια στοιχεία ήταν και η μοναρχική Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου, όπου επιχειρήθηκε στη βάση ενός συγκεντρωτικού κράτους να δημιουργηθεί μια νέα ταυτότητα που να καλύπτει όλους τους Νότιους Σλάβους διαφορετικών θρησκειών και εθνικών παραδόσεων. Απέτυχε βέβαια, ίσως και γιατί αναπόφευκτα είχε μέσα της ένα στοιχείο επιβολής της πιο σημαντικής συνιστώσας, δηλαδή των Σέρβων, πάνω στους άλλους – όπως αντίστοιχα θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι συνέβαινε και με τους Νεο-Οθωμανούς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Ο τρίτος δρόμος

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε και μια τρίτη απάντηση, η οποία εφαρμόστηκε ουσιαστικά σε μία χώρα, στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία – αν και είχε βέβαια τον πρόδρομό της σε φεντεραλιστικές ιδέες, οι οποίες εμφανίστηκαν στον βαλκανικό χώρα στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή ήταν η ομοσπονδία διαφορετικών «δημοκρατιών», η κάθε μία με ξεχωριστή εθνοτική, ίσως και θρησκευτική ταυτότητα, αλλά υπό μια κεντρική κυβέρνηση που κρατάει στα χέρια της κάποιους τομείς-κλειδιά, όπως η εξωτερική πολιτική ή η ασφάλεια, και διευθετεί τις όποιες διαφορές μεταξύ των δημοκρατιών, κατ’ επέκταση και των εθνών. Αυτή η προσέγγιση δέχεται μεν τις διαφορετικές εθνο-κρατικές ιδέες στη βάση γλωσσικών ή θρησκευτικών χαρακτηριστικών ως κάτι αναπόφευκτο, αλλά τις υποτάσσει σε μια ανώτερη αρχή που τις ελέγχει. Έτσι αποφεύγονται οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, διατηρείται η συγκατοίκηση γλωσσών και θρησκειών όπου αυτή υπάρχει, αλλά ικανοποιούνται (;) και οι επιθυμίες εθνο-κρατικής υπόστασης.

Για πολλές δεκαετίες, αυτό το σύστημα έμοιαζε να δουλεύει καλά. Όπως ξέρουμε βέβαια σήμερα, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Η ομοσπονδία στην Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μαζί με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, το σύστημα που τη δημιούργησε. Αυτό που βγήκε από τα συντρίμμια της, είναι έθνη-κράτη στα σύνορα περίπου των σοσιαλιστικών δημοκρατιών, αλλά πιο «καθαρά» από θρησκευτική-γλωσσική άποψη. Η μόνη εξαίρεση, όπου υπάρχει ακόμα ένα είδος πολυεθνοτικής ομοσπονδίας, είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη: η οποία είναι όμως ένα παράδειγμα δυσλειτουργικότητας, που επιβιώνει κουτσά στραβά μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη και πίεση.

Ο τρόπος που κατέρρευσε η πρώην Γιουγκοσλαβία έδειξε ίσως ότι τέτοιες ομοσπονδίες δεν είναι φτιαγμένες για να καταργούνται έτσι απλά. Τυπικά, οι συνιστώσες δημοκρατίες βρίσκονταν σε μια εθελοντική ένωση, με δικαίωμα απόσχισης. Στην πράξη, οι ισορροπίες ήταν τέτοιες και τα μεταξύ τους σύνορα ήταν χαραγμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή η απόσχιση να είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς εντάσεις και πιθανόν και αιματοχυσία – και τελικά, όπως ξέρουμε, είχαμε και τις εντάσεις και την αιματοχυσία.

Ένα παράδειγμα: όπως βλέπουμε και στον χάρτη, η έκταση όπου οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία ήταν πολύ διαφορετική από την έκταση της Δημοκρατίας της Σερβίας. Πολλές περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας είχαν σερβική πλειοψηφία – και μάλιστα χωρίς να έχουν καν καθεστώς αυτονομίας, όπως είχαν αντίστοιχα το Κοσσυφοπέδιο και η Βοϊβοντίνα μέσα στη Σερβία. Αν αυτή η «αδικία» είναι κάτι που μπορεί να γινόταν αποδεκτό στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας όπου έτσι κι αλλιώς οι Σέρβοι είχαν το πάνω χέρι, δεν ήταν το ίδιο εύκολα ανεκτό, όταν φαινόταν ότι η ομοσπονδία θα καταρρεύσει και οι Σέρβοι αυτών των περιοχών θα βρεθούν υπό την κυριαρχία κρατών που δεν είναι «δικά τους».

Συμπεράσματα για το σήμερα;

Μπορούμε τελικά να βγάλουμε κάποια άκρη από όλα αυτά, που να μας είναι χρήσιμη για να αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα; Δεν είναι εύκολο έργο. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι, παρά το τεράστιο της κόστος, η λύση της εθνο-θρησκευτικής καθαρότητας είναι αυτή που εγγυάται τη σταθερότητα, φέρνοντας ως παραδείγματα τις περιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω (Ελλάδα, Βουλγαρία, εν μέρει και Τουρκία). Σε αυτή την περίπτωση όμως, θα χρειαστεί ακόμα πολλή δουλειά – και, πιθανότατα, πολύ αίμα: αν π.χ. το πρόβλημα του Κοσόβου είναι θεωρητικά σχετικά εύκολο να λυθεί με τέτοιον τρόπο, δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για τη Βοσνία. Και βέβαια, μια τέτοια προοπτική σε Λίβανο-Συρία-Ιράκ ακούγεται σχεδόν εφιαλτική – κι όταν την είδαμε προς στιγμήν να πραγματώνεται, στη μορφή ενός (ουσιαστικά καθαρά αραβικού-σουνιτικού) Ισλαμικού Κράτους, τρομάξαμε δικαιολογημένα. Ακόμα και το κουρδικό έθνος-κράτος αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια πως είναι απίθανο να δημιουργηθεί χωρίς μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.

Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουμε, ποιος εγγυάται τελικά τη σταθερότητα; Το ότι τέτοια κράτη έδειξαν να είναι σταθερά τον τελευταίο αιώνα, δεν σημαίνει ότι θα συνεχίζουν να το κάνουν αυτό για πάντα. Ειδικά σε μια εποχή, όπου η μαζική μετανάστευση μοιάζει αναπόφευκτη, το να διατηρηθεί αυτή η «καθαρότητα» θα είναι τουλάχιστον δύσκολο και θα έχει μεγάλο οικονομικό και ηθικό κόστος – όπως βλέπουμε ήδη από τις πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα π.χ. στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Η δεύτερη λύση, αυτή ενός μεγάλου πολυπολιτισμικού, αλλά παρ’ όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο εθνικού και ενιαίου κράτους, σήμερα είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ακόμα και το πρώτο του 20ού, μπορεί όλα να έμοιαζαν πιθανά, αφού οι εθνικές ταυτότητες ακόμα τότε διαμορφώνονταν. Τώρα όμως, είναι ήδη πολύ ισχυρές για να τις αντικαταστήσεις με μια άλλη, χωρίς ξεκάθαρα γλωσσικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

Μένει η τρίτη λύση, η ομοσπονδιακή, με τις δυσκολίες και το κακό ιστορικό που είδαμε ήδη πιο πάνω. Σημαίνουν όμως αυτά ότι είναι τελειωμένη; Ας μην βιαστούμε να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Κυπριακό πάει προς άλλου είδους λύσεις – πώς όμως μπορεί να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο στο Ιράκ και στη Συρία, χωρίς κάποιου είδους ομοσπονδία; Και μήπως ένα ομοσπονδιακό σύστημα να είναι τελικά η μόνη ρεαλιστική λύση σε προβλήματα όπως το Κουρδικό ή το Παλαιστινιακό; Σίγουρα δεν είναι μια συνταγή που εγγυάται σταθερότητα και ειρήνη, αλλά τουλάχιστον δεν κάνει την αιματοχυσία αναπόφευκτη. Κι αυτό ίσως είναι τελικά το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να στοχεύουμε.

Οι εθνομηδενιστες και οι αντιπαλοι τους

Κλασσικό

Με αφορμή το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών, ακούσαμε πάλι να μιλούν για «εθνικιστές» και «εθνομηδενιστές». Ο πρώτος τίτλος είναι πολύ παλιός και έχουμε εξοικειωθεί μαζί του – έστω και αν ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε έναν γενικά ικανοποιητικό ορισμό γι’ αυτόν (βλέπε και σχετικό άρθρο του μπλογκ). Ο δεύτερος, αν και σχετικά νέος, μάλλον μπήκε κι αυτός για τα καλά στη ζωή μας, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιείται ήδη ευρέως (στους «εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν» αναφέρθηκε και ο Μίκης Θεοδωράκης, πάντα με αφορμή το Μακεδονικό). Τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας και ιδεολογίας είναι από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ και επομένως δύσκολα θα αποφεύγαμε τον πειρασμό να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο.

Όπως και με τον εθνικισμό, έτσι και με τον εθνομηδενισμό δεν είναι μεν σαφές σε τι ακριβώς αναφέρεται (οι ορισμοί που συναντά κάποιος σε μια διαδικτυακή αναζήτηση είναι αρκετά μπερδεμένοι), είναι όμως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για αρνητικό προσδιορισμό: σχεδόν κανείς από όσους έχουν θεωρηθεί ως τέτοιοι δεν αποδέχεται ο ίδιος τον τίτλο του «εθνομηδενιστή», όπως είναι λίγοι και αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα να ονομάζουν τους εαυτούς τους «εθνικιστές». Από ετυμολογική άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο εθνομηδενισμός αναφέρεται στην υποτίμηση της αξίας του έθνους και ό,τι σχετίζεται με αυτό: εθνικές ιδέες, εθνική ταυτότητα, εθνική δράση, εθνικοί θεσμοί, εθνικό συμφέρον. Και όντως, κάτι τέτοιο φαίνεται να έχουν στο μυαλό τους όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό.

Στην πραγματικότητα όμως, σπάνια συναντά κάποιος στην Ελλάδα άτομα ή πολιτικές ομάδες που να ταιριάζουν σε έναν τέτοιο ορισμό στην καθαρή του μορφή. Με λίγες εξαιρέσεις, τα άτομα που κατηγορούνται για εθνομηδενισμό δεν φαίνεται να αμφισβητούν γενικά την ιδέα ενός ελληνικού έθνους. Απλά οι απόψεις τους για τα θεμέλιά του διαφέρουν από τις «παραδοσιακές» . Όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό, νοιάζονται μάλλον περισσότερο για την υπεράσπιση αυτών των παραδοσιακών ερμηνειών, χωρίς τις οποίες (φαίνεται να θεωρούν ότι) το έθνος δεν μπορεί να επιβιώσει. Στην ουσία δηλαδή, πρόκειται για μια αντιπαράθεση «παραδοσιακών» και «νεωτερικών» ερμηνειών του ελληνικού έθνους (τα εισαγωγικά έχουν σημασία, γιατί ούτε οι μεν είναι πραγματικά τόσο παραδοσιακές, ούτε οι δε είναι απαραίτητα τόσο νεωτερικές όσο παρουσιάζονται).

Μια τέτοια αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών απόψεων ή ερμηνειών για το έθνος θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάτι στην ελληνική κοινωνία, αν οδηγούσαν και σε διαφορετικά πρακτικά αποτελέσματα. Συμβαίνει όμως αυτό σήμερα; Αναρωτιέται κάποιος αν πρόκειται για τόσο σημαντική διαφορά, όταν πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) εκπρόσωποι των δύο «πλευρών» μοιάζουν να συμφωνούν γενικά στις κατευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, συνεργασία με έναν συγκεκριμένο άξονα στη Μέση Ανατολή (στον οποίο ανήκουν Ισραήλ, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία) κυρίως σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα, αντιμετώπιση του τουρκικού (κυρίως) και του αλβανικού εθνικισμού (δευτερευόντως)  (είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί υπέρμαχοι της Συμφωνίας των Πρεσπών επικαλούνται τον τουρκικό ή αλβανικό κίνδυνο για να τη δικαιολογήσουν), υπεράσπιση της σταθερότητας των συνόρων στα Βαλκάνια. Με λίγα λόγια, δεν φαίνεται από αυτήν την αντιπαράθεση «εθνικιστών-αντιεθνικιστών» ή «πατριωτών-εθνομηδενιστών» να διακυβεύεται πραγματικά η θέση και το μέλλον του ελληνικού έθνους.

Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται συχνά, ένας «εθνικός διχασμός» δεν είναι απαραίτητα εντελώς αρνητικός. Εκτός από τα κακά που μπορεί να φέρει, μπορεί επίσης να βοηθήσει μια κοινωνία/κοινότητα να κάνει βήματα προς τα εμπρός, αναγκάζοντας την να επιλέξει τον έναν ή τον άλλο δρόμο – η ακόμα και να βρει τη σωστή σύνθεση ανάμεσα στους δυο. Φτάνει τα διλήμματα να είναι ουσιαστικά και να έχουν πραγματική σημασία. Αλλιώς, γιατί να ξοδεύουμε τόση ενέργεια και χρόνο για να ασχολούμαστε μαζί τους;

Θεματα εθνικα και μη

Κλασσικό

Εδώ και λίγο καιρό βρεθήκαμε, μάλλον αναπάντεχα, να συζητάμε πάλι για το Μακεδονικό. Ένα θέμα που έμοιαζε να έχει ξεχαστεί, ξαναζωντάνεψε ξαφνικά, αποδεικνύοντας ότι δεν έχασε την ικανότητά του να συγκινεί τα πλήθη. Αν το δούμε σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του προηγούμενου χρόνου στο Κυπριακό και την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η μνημονιακή Ελλάδα μοιάζει μετά από πολλά χρόνια σχεδόν αποκλειστικής ενασχόλησης με την οικονομική κρίση να επιστρέφει έστω και λίγο στα παλιά και γνωστά «εθνικά θέματα».

Το θέμα του άρθρου δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο από αυτά, αλλά γενικά η ιδέα του όρου «εθνικά θέματα». Μακεδονικό, Κυπριακό, ελληνοτουρκικά: για κάποιο λόγο, αυτά τα θέματα θεωρείται ότι έχουν κάτι εθνικό μέσα τους, περισσότερο απ’ ό,τι π.χ. η οικονομική κρίση ή η εγκληματικότητα. Είτε μας ενδιαφέρουν είτε όχι, τον ορισμό τον αποδεχόμαστε περίπου άκριτα. Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών είναι ίσως μια αφορμή για να το ξανασκεφτούμε λίγο.

Εθνικά θέματα και εθνικά εδάφη

Κάποιοι έχουν παρατηρήσει ότι στην Ελλάδα αποκαλούνται εθνικά τα θέματα που σε άλλες χώρες θεωρούνται απλά εξωτερικής πολιτικής. Ίσως όμως ούτε αυτό να είναι πολύ ακριβές. Η συμμετοχή της Ελλάδας ή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ή οι σχέσεις με μακρινές χώρες όπως η Κίνα ή η Βραζιλία δεν θεωρούνται ακριβώς εθνικά θέματα, αν και είναι αναμφισβήτητα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Μια καλύτερη προσέγγιση του τρόπου που χρησιμοποιούμε τον όρο «εθνικά», είναι ίσως ότι αυτά αφορούν τον ανταγωνισμό του «δικού μας» έθνους με άλλα γειτονικά έθνη. Ο ανταγωνισμός αφορά κυρίως τον έλεγχο εδαφών – ή, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών, τον έλεγχο και του νερού και του αέρα. Ακόμα και αν δεν τίθεται άμεσα θέμα αμφισβήτησης των συνόρων, για να χαρακτηριστεί ένα ζήτημα ως εθνικό πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει μια τέτοια υπόνοια. Το Μακεδονικό π.χ. μπορεί επιφανειακά να είναι ζήτημα ονόματος και Ιστορίας, αλλά δύσκολα θα ξεσήκωνε τέτοια πάθη, αν αυτά δεν αφορούσαν την εθνική ταυτότητα ενός συγκεκριμένου εδάφους. Δεν είναι δηλαδή ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ή το αστέρι της Βεργίνας το πρόβλημα, αλλά ότι μέσω αυτών οι Σλαβομακεδόνες αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας ως γεωγραφικού χώρου.

Ενδιαφέρον έχει και το ότι η πώληση δημόσιων οργανισμών και υποδομών σε ξένες εταιρείες δεν θεωρείται εθνικό θέμα. Κι αυτό παρόλο που έτσι ξένες δυνάμεις αποκτούν έλεγχο σε ένα μέρος της εθνικής οικονομίας. Δεν διεκδικούν όμως την κυριαρχία επί εδάφους της Ελλάδας ή της Κύπρου, ούτε φαντάζεται κάποιος ότι θα μπορούσαν να την διεκδικήσουν: επομένως δεν υπάρχει (με βάση τη γενική αντίληψη) κάτι το εθνικό σ’ αυτό το γεγονός.

Από μια άποψη, αυτή η εμμονή στην κυριαρχία επί εδάφους είναι κατανοητή. Προφανώς στην εποχή που τα νεοσύστατα έθνη-κράτη ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο εδαφών, είχε πραγματική σημασία για τους κατοίκους σε ποιο από αυτά θα κατέληγαν. Θα έκρινε όχι μόνο τη διαφύλαξη της τιμής και της περιουσίας τους, αλλά ίσως και της ίδιας τους της ζωής. Αυτό το βλέπουμε από τη μοίρα όσων τους έλαχε να βρεθούν στη «λάθος» μεριά των συνόρων, σε εκείνη που δεν έλεγχε το δικό τους έθνος. Ανεξάρτητα από το αν κάποιου του αρέσει ή όχι η ιδέα των εθνών-κρατών, από τη στιγμή που υπάρχουν είναι λογικό να ελπίζει ότι το δικό του ελέγχει όσο περισσότερο έδαφος γίνεται, ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση περισσότερων ομοεθνών του.

Εθνικά θέματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

H ευαισθησία για τα εθνικά εδάφη έχει επομένως μια λογική, το ερώτημα είναι όμως κατά πόσον αυτή έχει το ίδιο βάρος και σήμερα. Αν δούμε τα τελευταία 70 χρόνια, εκτός της κατάρρευσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της εισβολής στην Κύπρο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Συγκρίνοντας τα με τα προηγούμενα 70 χρόνια, η διαφορά στη σταθερότητα είναι εντυπωσιακή.

Συνεχώς ακούμε να μιλούν για επικείμενες αλλαγές συνόρων, αυτές όμως τελικά δεν πραγματοποιούνται – προς το παρόν τουλάχιστον. Δεν πρέπει φυσικά να υποτιμούμε την πάντα υπαρκτή πιθανότητα αποσταθεροποίησης των συνόρων, αλλά ούτε και να την υπερτιμούμε. Και τουλάχιστον όσον αφορά το Μακεδονικό: η εισβολή στρατού της πΓΔΜ ή η δημιουργία σλαβομακεδονικού αντάρτικου στην ελληνική Μακεδονία δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, αλλά δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος ότι είναι από τις λιγότερο πιθανές εξελίξεις. Εξάλλου, στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα, τα κράτη επεμβαίνουν σε άλλα με διαφορετικές μεθόδους παρά με την άμεση προσάρτηση εδαφών.

Αντίθετα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, υπάρχουν άλλες πιο άμεσες απειλές για την επιβίωση των εθνών, μάλλον άσχετες με τα γειτονικά έθνη. Η διαφύλαξη των εθνικών γλωσσών είναι για παράδειγμα ιδιαίτερα κρίσιμη για τις εθνικές ταυτότητες και καθόλου αυτονόητη στην εποχή μας. Κάτι παρόμοιο ισχύει γενικά για όλα τα στοιχεία ενός εθνικού πολιτισμού.

Επίσης, ο οικονομικός ρόλος ενός έθνους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας είναι ένα ζήτημα με το οποίο αναγκαστικά κάποιος πρέπει να ασχοληθεί – αν μη τι άλλο, γιατί έχει συνέπειες και στον τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί η εθνική παιδεία. Για παράδειγμα: η αυξανόμενη σύνδεση του Ελληνισμού (συμπεριλαμβανομένων των Ελληνοκυπρίων) με δραστηριότητες στον τομέα του τουρισμού είναι κάτι επιθυμητό και τι σημαίνει αυτό για τον εθνικό πολιτισμό;

Ένα ακόμα ζήτημα με εθνικές διαστάσεις είναι αυτό της θέσης της θρησκείας: ποια θα είναι η μελλοντική σχέση της με ένα έθνος όπως το νεοελληνικό, το οποίο πορεύθηκε τους προηγούμενους δυο-τρεις αιώνες μέσα από την ταύτισή του με ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα; Ποια θα είναι η αντίδραση ή/και προσαρμογή στις τάσεις της κοινωνίας να γίνεται πιο κοσμική, ή ακόμα και να στρέφεται προς άλλα θρησκευτικά δόγματα; Ποιοι θα είναι οι όροι της συμβίωσης με (κυρίως μεταναστευτικές) κοινότητες διαφορετικού θρησκευτικού προσανατολισμού, μπορούν αυτές να ενσωματωθούν στο έθνος και είναι αυτό αναγκαίο ή επιθυμητό;

Αξίζει τελικά να αναρωτηθεί κάποιος: τι σημαίνει «εθνική κυριαρχία επί εδάφους» όταν οι κανόνες με τους οποίους ζούμε καθορίζονται από δυνάμεις πολύ πιο δυνατές από τα έθνη-κράτη; Πόση σημασία έχει αν το τάδε νησί ή περιοχή βρίσκεται υπό ελληνική ή άλλη διοίκηση, όταν οι αποφάσεις για το πως θα οργανωθεί η κοινωνία και η οικονομία του/της παίρνονται από κέντρα εκτός Ελλάδας;


Συνοπτικά, ένας μάλλον πιο λογικός ορισμός για τα εθνικά θέματα θα ήταν ότι αυτά είναι τα σχετικά με τον εθνικό χαρακτήρα, την επιβίωση της εθνικής ταυτότητας και τη σύνδεση με άλλους παράγοντες όπως το κράτος ή η θρησκεία. Ο έλεγχος συγκεκριμένων εδαφών (και ότι συνδέεται μαζί τους, όπως ιστορικά στοιχεία) μπορεί από εθνική άποψη να είναι σήμερα δευτερεύον θέμα – ακόμα και αν υποθέσουμε ότι σε άλλες εποχές ήταν το σημαντικότερο.

Ακούμε κατά καιρούς προφητείες για το τέλος των εθνών και των εθνικών ταυτοτήτων. Μέχρι στιγμής, αυτές φαίνονται ότι συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, παρά την εντεινόμενη παγκοσμιοποίηση (ίσως και εξ’ αιτίας αυτής). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουν και δεν χρειάζεται να αλλάξει ο προσανατολισμός τους. Αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε να διατηρηθεί μια ελληνική εθνική ταυτότητα, πρέπει να διακρίνουμε σωστά τι αποτελεί εθνικό θέμα και τι προτεραιότητα έχει το καθένα.

 

 

Ακροδεξιος εθνικισμος στην Ανατολια

Κλασσικό

Ακροδεξιά εθνικιστικά κινήματα στην Τουρκία δεν είναι άγνωστα στο ελληνικό ή κυπριακό κοινό. Εγώ θυμάμαι ότι άκουσα πρώτη φορά για τους Γκρίζους Λύκους τη δεκαετία του ’90, όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Μεταξύ άλλων, συμμετείχαν και στα επεισόδια στην Πράσινη Γραμμή που κατέληξαν στο θάνατο του Τάσου Ισαάκ, το καλοκαίρι του ’96.

Το ότι στην Τουρκία δεν λείπει ο εθνικιστικός φανατισμός, δεν ήταν φυσικά κάτι νέο για μας. Η ύπαρξη όμως οργανωμένων ομάδων με νεοφασιστικά χαρακτηριστικά, με αποδοχή από σημαντικά τμήματα του τουρκικού πληθυσμού, είναι κάτι που αξίζει να το ψάξουμε περισσότερο. Ποιες είναι οι ρίζες τους και τι τις ξεχωρίζει από άλλες πολιτικές οργανώσεις στην Τουρκία;

Παντουρκισμός: μια τουρκική εκδοχή μεγαλοϊδεατισμού;

Όπως έχει αναφερθεί και σε άλλο άρθρο, ο τουρκικός εθνικισμός γεννήθηκε μάλλον καθυστερημένα και σε διαφορετικές συνθήκες από τους υπόλοιπους εθνικισμούς στην περιοχή. Η τουρκική εθνική ιδέα δεν διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως έγινε με την ελληνική, τη βουλγαρική, τελικά ακόμα και την αλβανική και την αραβική. Οι τουρκικές-μουσουλμανικές ελίτ, ακόμα και τα πιο προοδευτικά τους τμήματα, ήταν, θέλοντας και μη, συνδεδεμένες με το οθωμανικό κράτος: κύριο μέλημά τους δεν ήταν η ανατροπή του, αλλά η επιβίωση μέσω της μεταρρύθμισής του. Ακόμα και ριζοσπαστικές ομάδες όπως οι Νεότουρκοι δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν εύκολα την οθωμανική ιδέα για χάρη μιας τουρκικής εθνικής – αυτό θα σήμαινε εξάλλου την εγκατάλειψη του μεγαλύτερου μέρους της Αυτοκρατορίας, που κατοικούνταν είτε από Χριστιανούς είτε από μη Τούρκους Μουσουλμάνους.

Ο Γιουσούφ Ακτσουρά (1876-1935). https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Ak%C3%A7urao%C4%9Flu_Yusuf.jpg

Ο Γιουσούφ Ακτσουρά (1876-1935). Πηγή εικόνας

Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σημαντική προσωπικότητα που συνδέθηκε με μια καθαρά τουρκική εθνική ιδέα, δεν προερχόταν από τα οθωμανικά εδάφη. Ο Γιουσούφ Ακτσουρά ήταν Τάταρος της Κριμαίας, γεννημένος ως Ρώσος υπήκοος. Ήδη το 1904 τόλμησε να δημοσιεύσει τα «Τρία σχήματα πολιτικής«. Σ’ αυτό το κείμενο ανέδειξε την ασυμβατότητα των συμφερόντων ανάμεσα στις τρεις κύριες ομάδες στην οθωμανική επικράτεια: τους Τούρκους, τους μη-Τούρκους Μουσουλμάνους και τους μη-Μουσουλμάνους. Αντί για το μάταιο στόχο της διάσωσης της Αυτοκρατορίας, έδειχνε να προτιμάει μια ένωση των τουρκικών λαών.

Το παντουρκικό όραμα μπορεί να ιδωθεί και ως η τουρκική απάντηση στον πανσλαβισμό ή το πανγερμανισμό: όλες είναι θεωρίες με στόχο την ένωση λαών στη βάση της γλωσσικής συγγένειας, αρκετά δημοφιλείς εκείνη την εποχή. Με τον παντουρκισμό, ανοιγόταν και για τους Τούρκους η προοπτική ενός νέου μεγαλείου, που θα αντικαθιστούσε το έτσι κι αλλιώς ξεφτισμένο οθωμανικό – και θα ήταν αυτήν τη φορά καθαρά τουρκικό.

Το Μεγάλο Τουράν, κατά τους παντουρκιστές. https://img01.rl0.ru/4e31220ae9e020d422bb2c87487f2198/c600x415/r26.imgfast.net/users/2613/14/73/49/album/turan_10.jpg

Το «Μεγάλο Τουράν», κατά τους παντουρκιστές.
Πηγή εικόνας

Η εκδοχή του τουρκικού εθνικισμού όμως, που τελικά επικράτησε μέσω του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ήταν μάλλον διαφορετική. Αν και δεν της έλειπαν τα ακραία στοιχεία (βλέπε π.χ. τη θεωρία της «γλώσσας του ήλιου»*¹), ήταν κατά βάση ένας μη επεκτατικός εθνικισμός, που συνέδεε την τουρκική ταυτότητα με το έδαφος της Ανατολίας. Ο Ατατούρκ δεν ονειρευόταν καμία επέκταση στις κεντρο-ασιατικές στέπες. Παρ’ όλα αυτά, ο Ακτσουρά ή και άλλοι πιο ακραίοι οπαδοί του παντουρκισμού, όπως π.χ. ο Νιχάλ Ατσίζ (ο οποίος του πρόσθεσε και μια γερή δόση ρατσισμού, επηρεασμένος από τις φασιστικές ιδεολογίες στην Ευρώπη), δεν ήταν κατ’ ανάγκη αρνητικοί προς τον κεμαλισμό. Εξάλλου, μοιράζονταν μαζί του τη θέληση να δημιουργήσουν μια νέα τουρκική εθνική ταυτότητα, ξεχωριστή πλέον από την ισλαμική.

Γκρίζοι Λύκοι και τριπλά μισοφέγγαρα

Ο άντρας που θα κατάφερνε να δημιουργήσει ένα λαϊκό κίνημα βασιζόμενος στις ιδέες του ακραίου εθνικισμού, θα ερχόταν πάλι από το εξωτερικό. Ο Αλπαρσλάν Τουρκές, ο αποκαλούμενος και «μπασμπούγ» (=ηγέτης) από τους οπαδούς του, ήταν Κύπριος συμπατριώτης μου. Σε ηλικία 16 ετών είχε μετακομίσει με τους γονείς του στην Τουρκία. Το 1969 ίδρυσε*² μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του το MHP, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, που παραμένει μέχρι σήμερα ο κύριος εκφραστής του σκληρού δεξιού τουρκικού εθνικισμού.

Σε αντίθεση με τον έντονο, σχεδόν αντιθρησκευτικό, κοσμικισμό διανοητών όπως ο Νιχάλ Ατσίζ*³, ο Τουρκές, χωρίς να απορρίπτει το διαχωρισμό θρησκείας και κράτους, έβλεπε τη σημασία του Ισλάμ για την τουρκική ταυτότητα. Στην ουσία, ο εθνικισμός «αλά Τουρκές» μπορεί να μην απείχε και τόσο πολύ από τον τουρκικό ισλαμισμό: και οι δύο μοιράζονταν την εκτίμηση για το τουρκικό έθνος και το Ισλάμ (αν και διέφεραν στην έμφαση που έδιναν στο καθένα), και φυσικά το μίσος προς τον κομμουνισμό. Εξάλλου, το MHP ήταν και παρέμεινε ένα σχεδόν καθαρά σουνιτικό κόμμα: θυμάμαι όταν ένας Τούρκος γνωστός παρομοίωσε την ιδέα ότι Αλεβίτες θα μπορούσαν να ήταν μέλη των Γκρίζων Λύκων με το σαν να μιλάμε για «μαύρους ως μέλη της Κου-Κλουξ-Κλαν».

Ο Άλπαρσλαν Τουρκές με φόντο τη σημαία του MHP με το τριπλό μισοφέγγαρο κάνει τον χαιρετισμό των Γκρίζων Λύκων. Είχε συμμετάσχει (ως συνταγματάρχης) ενεργά στο πραξικόπημα του '60 εναντίον της κυβέρνησης του Μεντερές, αλλά παραμερίστηκε και δεν έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο μέχρι τη δεκαετία του '70. Ο ίδιος συνόψιζε την ιδεολογία του με τα

Ο Άλπαρσλαν Τουρκές (1917-1997), με φόντο τη σημαία του MHP με το τριπλό μισοφέγγαρο (ένα σύμβολο με οθωμανικές-ισλαμικές αναφορές), κάνει τον χαιρετισμό των Γκρίζων Λύκων. Είχε συμμετάσχει ως συνταγματάρχης ενεργά στο πραξικόπημα του ’60 εναντίον της κυβέρνησης του Μεντερές, αλλά παραμερίστηκε και δεν έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60. 
Πηγή εικόνας

Ο Τουρκές συνόψιζε την ιδεολογία του με τα «9 φώτα» (σε αναλογία  με τα «6 βέλη» του κεμαλισμού): τον εθνικισμό (ο οποίος, όχι τυχαία, ονομάζεται πρώτος),  τον ιδεαλισμό («Ιδεαλιστές» = ülkücüler στα τούρκικα – ονομάζονται εξάλλου επίσημα οι οργανώσεις νεολαίας του κόμματος), την ηθική, την κοινωνική ευθύνη, τον επιστημονικό εκσυγχρονισμό, την υπεράσπιση της ελευθερίας, την υπεράσπιση των αγροτών, τoν λαϊκισμό, την εκβιομηχάνιση. Ο Τουρκές δεν παρέλειπε εξάλλου να καλλιεργεί ένα φιλολαϊκό προφίλ, του υπερασπιστή του γνήσιου λαϊκού Τούρκου ενάντια στη φιλο-δυτική ελίτ και να μιλάει εναντίον του ιμπεριαλισμού και υπέρ της αναδιανομής της αγροτικής γης. Εξάλλου, και τα φασιστικά ή ακροδεξιά κινήματα στην Ευρώπη πάντα είχαν την τάση να οικειοποιούνται στοιχεία της αριστερής ρητορικής.

Αρχικά η κοινοβουλευτική επιτυχία του νέου κόμματος ήταν πολύ περιορισμένη. Στις εκλογές του 1969 πήρε μόλις 3% και μέχρι και την απαγόρευση του με το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’80 δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 6.4%. Παρ’ όλα αυτά, έδειξε από νωρίς ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν ήταν το μόνο πεδίο δράσης του. Οι οργανώσεις νεολαίας του κόμματος, οι περίφημοι Γκρίζοι Λύκοι, σύντομα άρχισαν να λειτουργούν και ως παραστρατιωτική ομάδα. Το ίδιο το (ανεπίσημο) όνομά τους είναι ενδεικτικό για τις εθνικιστικές παντουρκικές τάσεις του κόμματος: είναι μια αναφορά σε έναν μύθο για έναν λύκο που οδήγησε τους αρχαίους Τούρκους στην ελευθερία στις κεντροασιατικές στέπες.

Μπορούμε να θεωρήσουμε τους «Γκρίζους Λύκους» ως μια τουρκική εκδοχή νεοφασισμού; Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν σ’ αυτό. Η ταύτιση με σύμβολα που παραπέμπουν σ’ ένα μακρινό φυλετικό παρελθόν όπως ο γκρίζος λύκος, ο τυποποιημένος χαιρετισμός (με τα δάκτυλα του χεριού να σχηματίζουν τη μορφή ενός λύκου), ο σωβινιστικός εθνικισμός με επεκτατικές τάσεις, η αφοσίωση στον ηγέτη, η συνομωσιολογία, ο μιλιταρισμός, η προσφυγή στη βία όταν θίγονται τα εθνικά ιερά και όσια: όλα είναι στοιχεία που εύκολα παραπέμπουν στον φασισμό. Ακόμα ίσως πιο σημαντικό κοινό είναι όμως και το βάρος που δίνεται στην πάλη ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό». Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, αυτός ήταν φυσικά η ανερχόμενη Αριστερά. Ένα μεγάλο μέρος της δράσης των Γκρίζων Λύκων ήταν οι επιθέσεις εναντίων αριστερών – και αλεβίτικων – στόχων.

Εικόνα από πρόσφατη συγκέντρωση οπαδών του MHP, με τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό. Στο πανό κάτω αριστερά φαίνεται το σύμβολο του γκρίζου λύκου. http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2014/02/erdogan-mhp-election-gray-wolf-turkey.html

Εικόνα από πρόσφατη συγκέντρωση οπαδών του MHP, με τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό. Στο πανό κάτω αριστερά φαίνεται το σύμβολο του γκρίζου λύκου.
Πηγή εικόνας

Ακριβώς ίσως χάρη σ’ αυτόν τον βίαιο αντικομμουνισμό, η επιρροή που απέκτησε το κόμμα ήταν μάλλον μεγαλύτερη απ’ ό,τι αντιστοιχούσε στα χαμηλά του εκλογικά ποσοστά. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν στις χώρες του δυτικού στρατοπέδου υπήρχε μεγάλη ανάγκη για φανατικά αντικομμουνιστικές ομάδες, έτοιμες να χρησιμοποιήσουν στην ανάγκη και βία (βλ. την υπόθεση Γκλάντιο). Οι αριστερές τάσεις των δεκαετιών ’60 και ’70 στην Τουρκία και το γενικό κλίμα αντιαμερικανισμού, σίγουρα ανησυχούσαν πολλούς.

Έχοντας αυτά υπόψη, δεν πρέπει ίσως να μας κάνει τόση εντύπωση που το ΜΗΡ απέκτησε σημαντική πρόσβαση στο κράτος και τις ένοπλες δυνάμες, συμμετείχε στις δεξιές κυβερνήσεις «Εθνικού Μετώπου» τη δεκαετία του ’70 και ο Τουρκές έφτασε μάλιστα για ένα διάστημα μέχρι και στη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησε η παραστρατιωτική δράση των Γκρίζων Λύκων. Αντίθετα, αυτή κορυφώθηκε ιδιαίτερα από το ’78 και μετά, αφήνοντας πολλούς νεκρούς πίσω της και δημιουργώντας ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που χρησιμοποιήθηκε και ως δικαιολογία για το πραξικόπημα του ’80.

Το σημερινό MHP: ένας εκσυγχρονισμένος εθνικισμός;

Η νέα στρατιωτική κυβέρνηση απαγόρευσε μαζί με άλλες πολιτικές δυνάμεις και το MHP. Ο ίδιος ο Τουρκές φυλακίστηκε για 5 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, οι Γκρίζοι Λύκοι φαίνεται ότι διατήρησαν διασυνδέσεις με το τουρκικό κράτος – και, κυρίως, το παρακράτος. Σε διάφορες επιθέσεις ή πολιτικές δολοφονίες της δεκαετίας του ’80 και του ’90 εναντίον αριστερών, αλεβίτικων ή κουρδικών στόχων, γίνεται λόγος για ανάμιξη των Γκρίζων Λύκων.

Το ΜΗΡ επανιδρύθηκε με άλλο όνομα, αλλά μπόρεσε να επιστρέψει και στο αρχικό του με τη σχετική πολιτική φιλελευθεροποίηση των επόμενων χρόνων. Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί διαδέχτηκε τον Τουρκές στην ηγεσία του κόμματος και του έδωσε μια κάπως πιο μετριοπαθή εικόνα, που το έκανε αποδεκτό σε πιο πλατιές μάζες. Στις εκλογές του ’99 ήρθε δεύτερο με ένα εντυπωσιακό 18% και συμμετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ετζεβίτ. Έκτοτε, και με εξαίρεση το διάστημα 2002-2007, εκπροσωπείται σταθερά στην τουρκική βουλή ξεπερνώντας το όριο του 10%. Είναι στην ουσία η μόνη πολιτική δύναμη στον χώρο της τουρκικής Δεξιάς που επιβίωσε από τον «τυφώνα Ερντογάν», ο οποίος εξαφάνισε τα παραδοσιακά δεξιά κεμαλικά κόμματα.

Ο Ντεβλέτ Μπαχτσλί, ανάμεσα σε μια εικόνα του Ατατούρκ και μια του Τουρκές. https://www.mhp.org.tr/mhp_dil.php?dil=en

Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ανάμεσα σε μια εικόνα του Ατατούρκ και μια του Τουρκές.
Πηγή εικόνας

Σήμερα φυσικά οι συνθήκες δεν είναι οι ίδιες με τη δεκαετία του ’70. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει. Κύριος εχθρός του ακροδεξιού εθνικισμού δεν είναι πλέον τόσο η παραδοσιακή τουρκική Αριστερά, όσο το κουρδικό κίνημα. Η αντίθεση στην ειρηνευτική διαδικασία με το ΡΚΚ έγινε κεντρικό στοιχείο της πολιτικής του ΜΗΡ. Η τωρινή εθνικιστική αντικουρδική στροφή του Ερντογάν βοηθά φυσικά στο να φέρει τις δύο σημαντικότερες (πλέον) παρατάξεις της τουρκικής Δεξιάς πιο κοντά τη μια στην άλλη.

Μπορούν τελικά το ΜΗΡ και οι συγγενικές ή συνδεόμενες μαζί του οργανώσεις να θεωρηθούν σήμερα ως ένα νεοφασιστικό κίνημα; Σίγουρα, πολλά τμήματα της τουρκικής Αριστεράς ή του κουρδικού κινήματος το έβλεπαν και το βλέπουν ως τέτοιο: κάτι που εύκολα μπορεί κάποιος να κατανοήσει, αν σκεφτεί τι έχουν τραβήξει τις τελευταίες δεκαετίες. Ήδη αναφέραμε πριν πολλά στοιχεία στη δράση του ΜΗΡ που θυμίζουν φασισμό.

Παρ’ όλα αυτά, είναι ταυτόχρονα και ένα κόμμα που θέλει να έχει επαφή με την εξουσία, και τουλάχιστον η ηγεσία του μοιάζει πάντα έτοιμη να μετριάσει τις θέσεις της γι’ αυτόν τον σκοπό. Ποτέ δεν απέρριψε δημόσια την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επίσης, παρά την εχθρότητα προς το κουρδικό κίνημα, και παρά του ότι ο αντι-κουρδικός ρατσισμός μπορεί να είναι διαδεδομένος στη βάση του κόμματος, η ηγεσία και οι διανοούμενοι του κόμματος δεν είναι αναγκαστικά εναντίον των «κουρδικής καταγωγής Τούρκων» (εφόσον αυτοί δέχονται την τουρκική τους ταυτότητα βεβαίως). Το φυλετικό κριτήριο δεν είναι δηλαδή πάντα το πιο σημαντικό στοιχείο γι’ αυτού του τύπου τον εθνικισμό.

Ακόμα και ο παντουρκισμός μένει τελικά μάλλον απλά μια από τις πολλές ιδεολογικές αναφορές του κινήματος. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η παντουρκική προπαγάνδα εντασσόταν φυσικά και σ’ ένα γενικό αντικομμουνιστικό πλαίσιο, αφού οι περισσότεροι «υπόδουλοι Τούρκοι» ζούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Μπορεί πολλοί Γκρίζοι Λύκοι να έχουν πάει ακόμα και να πολεμήσουν στο πλευρό των «εθνικών αδελφών» τους (παλιότερα στο Αζερμπαϊτζάν εναντίον των Αρμενίων, σήμερα στο πλευρό των Τουρκμένων της Συρίας), αλλά τουλάχιστον η δική μου εντύπωση είναι ότι η ηγεσία ποτέ δεν έβαλε ιδιαίτερη ενέργεια σε μια παντουρκική κατεύθυνση.

Όπως και να ‘χει, αυτό το κράμα τουρκικού εθνικισμού, σωβινισμού, αντικομμουνισμού/αντικουρδισμού, με κάποιες δόσεις παντουρκισμού και ισλαμισμού, θα συνεχίσει να παίζει ρόλο στην Τουρκία. Και όχι αναγκαστικά μόνο στο ΜΗΡ, αλλά επηρεάζοντας και άλλες δυνάμεις, όπως βλέπουμε τώρα με την εθνικιστική στροφή του Ερντογάν. Αν κάποιος περίμενε ότι με την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ θα εξασθένιζε τουλάχιστον αυτή η μορφή τουρκικού υπερεθνικισμού (σε κάποιες φάσεις, όταν ο Ερντογάν έκανε τα φιλοκουρδικά του ανοίγματα, μπορούσε κάποιος πράγματι να έχει τέτοιες ελπίδες), μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσει την άποψή του. Είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι μια κατάσταση που θα πρέπει να έχουμε υπόψη, μια και κάποια επαφή με την τουρκική κοινωνία είναι για μας λόγω γεωγραφικής θέσης αναπόφευκτη.


——-


*¹ Η «θεωρία της γλώσσας του ήλιου» είναι ένα ψευδοεπιστημονικό κατασκεύασμα, που προωθήθηκε όμως και από κρατικής πλευράς στην Τουρκία της δεκαετίας του ’30. Η θεωρία λέει περίπου ότι όλες οι σήμερα ομιλούμενες γλώσσες στον κόσμο κατάγονται από τα πρωτο-τουρκικά.

*² Για την ακρίβεια, ο Τουρκές απλά μετονόμασε έτσι ένα προϋπάρχον κόμμα, το Ρεπουμπλικανικό Αγροτικό Εθνικό Κόμμα (CMKP), στο οποίο αυτός και οι σύντροφοί του είχαν διεισδύσει και καταφέρει να φέρουν υπό τον έλεγχό τους ήδη από το 1965.

*³ Δεν είναι ίσως τυχαίο που ο Νιχάλ Ατσίζ, αν και αρχικά κοντά στο κόμμα, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε, ακριβώς γιατί, όπως και άλλοι «γνήσιοι» παντουρκιστές, ένιωθε ότι η έμφαση στο Ισλάμ προέδιδε τον τουρκισμό.


Πηγές

  • «Yusuf Akçura’s Üç Tarz-i siyaset» (Three kinds of policy), (trans. Fehmi Ismail, Oriente Moderno).
  • Umut Uzer (2002): Racism in Turkey: The Case of Huseyin Nihal Atsiz. Journal of Muslim Minority Affairs.
  • Jacob M. Landau (1982): The Nationalist Action Party in Turkey. Journal of Contemporary History.
  • Tanıl Bora (2001): Der „Nationale Reflex“: Die fundamentalistische Disposition des Nationalen in der Türkei und der proto-faschistische Nationalismus der MHP. Sociologus.
  • Bülent Aras & Gökhan Bacik (2000): The Rise of Nationalist Action Party and Turkish Politics. Nationalism and Ethnic Politics.
  • Tom Stevenson (2016): The growing strength of Turkey’s ultra-nationalists. Middle East Eye.
  • Σία Αναγνωστοπούλου (2004): Τουρκικός εκσυγχρονισμός – Ισλάμ και Τουρκοκύπριοι στη δαιδαλώδη διαδρομή του κεμαλισμού.
  • Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα.
  • Δημήτρης Κιτσίκης (1995): Ιστορία του ελληνο-τουρκικού χώρου (1928-1973).

Οι αλλοι Κουρδοι: Ζαζα, Αλεβιτες και Ντερσιμ

Κλασσικό

Tο κουρδικό ζήτημα είναι σήμερα αναμφίβολα ένα από τα πιο καυτά της περιοχής. Σε χώρες όπως η Τουρκία, το Ιράκ, η Συρία, οι εξελίξεις στο κουρδικό μοιάζουν να είναι το κλειδί για την ίδια την επιβίωσή τους ως κράτη. Είναι ένα θέμα που πλέον κανένας δεν μπορεί να αποφύγει.

Πέρα από την ιδεολογική διάσταση του κουρδικού ζητήματος, για να το καταλάβουμε πρέπει να ασχοληθούμε και με τις γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές στο εσωτερικό του «κουρδικού έθνους».

Κουρδιστάν: ένα θρησκευτικό και γλωσσικό μωσαϊκό

Έχουμε μάθει να ταυτίζουμε τα έθνη με μια συγκεκριμένη γλώσσα ή/και θρησκεία. Ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε μια τέτοια ομοιομορφία, τα σύγχρονα έθνη-κράτη ανέλαβαν να τη δημιουργήσουν, με όχι ευκαταφρόνητη επιτυχία. Τι γίνεται όμως με τους Κούρδους, ένα έθνος που βρίσκεται ακόμα στις αρχές της εθνογένεσής του, χωρίς ένα κράτος για να αναλάβει αυτήν τη διαδικασία ομογενοποίησης; Οι Κούρδοι δεν έχουν ούτε ενιαία θρησκεία, ούτε ακριβώς ενιαία γλώσσα. Το να αποφασίσεις ποιος είναι Κούρδος και ποιος όχι, δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Ας ξεκινήσουμε με τη θρησκεία: η πλειοψηφία των Κούρδων, δηλαδή του κουρδόφωνου πληθυσμού που ζει μοιρασμένος σε τέσσερις κύριες χώρες (Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν), είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, σε ποσοστό περίπου 60%: οι περισσότεροι ακολουθούν τη σαφιιτική σχολή (ενώ η πλειοψηφία των Τούρκων τη χαναφιτική – οι θεολογικές διαφορές ανάμεσα στις σουνιτικές σχολές μπορεί να είναι μικρές, αλλά για τον κουρδικό εθνικισμό είναι σίγουρα ένα χρήσιμο διαφοροποιητικό στοιχείο). Το υπόλοιπο 40% είναι είτε Αλεβίτες (κυρίως στην Τουρκία) είτε δωδεκατιστές Σιίτες (στο Ιράν και στο Ιράκ). Υπάρχουν τέλος και οπαδοί ακόμα πιο ιδιαίτερων θρησκειών, όπως οι Γιαζιντίτες (Γιαζίντι), για τους οποίους θα γίνει λόγος σε ξεχωριστό άρθρο.

Με μια τέτοια θρησκευτική ανομοιογένεια, θα περίμενε ίσως κάποιος πως, όταν μιλάμε για Κούρδους, πρόκειται για μια ομάδα που ξεχωρίζει από άλλες τουλάχιστον γλωσσικά. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Όλες οι κουρδικές διάλεκτοι ανήκουν μεν στο ιρανικό παρακλάδι των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών – ξεχωρίζουν έτσι καθαρά από τα αραβικά και τα τουρκικά. Τα όρια με άλλες ιρανικές γλώσσες είναι όμως για κάποιες απ’ αυτές πολύ λιγότερο σαφή.

Χάρτης των κουρδικών διαλέκτων. Τα Κουρμαντζί και Μπαχντανί (ανοικτό και σκούρο πράσινο αντίστοιχα) είναι ουσιαστικά το ίδιο, ενώ οι δύο παραλλαγές των Ζαζακί (Κιρμαντζκί και Ντιμλί) παρουσιάζονται με πιο κόκκινα χρώματα. Τα Σορανί (κίτρινο) έχουν επίσημο στάτους στο ημιανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν. http://www.kurdica.com/News-sid-Sprachen-in-Kurdistan-767.html

Χάρτης των κουρδικών διαλέκτων. Τα Κουρμαντζί και Μπαχντανί (ανοικτό και σκούρο πράσινο αντίστοιχα) είναι ουσιαστικά το ίδιο, ενώ οι δύο παραλλαγές των Ζαζακί (Κιρμαντζκί και Ντιμλί) παρουσιάζονται με πιο κόκκινα χρώματα. Τα Σορανί (κίτρινο) έχουν επίσημο στάτους στο ημιανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν.
Πηγή εικόνας

Η πιο σημαντική διάλεκτος από αριθμητική άποψη είναι τα Κουρμαντζί, που μιλιούνται από τα 2/3 όλων των Κούρδων. Τα Ζαζακί μιλιούνται κυρίως σε περιοχές της κεντρο-ανατολικής Τουρκίας, από περίπου 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Διαφέρουν τόσο πολύ από τα Κουρμαντζί, ώστε κάποιοι να τα θεωρούν ξεχωριστή γλώσσα, περισσότερο συγγενική με άλλες, μη κουρδικές ιρανικές γλώσσες.

Ζαζαϊκός εθνικισμός εναντίον κουρδικού

Η γλωσσική ιδιαιτερότητα των Ζαζά, σε συνδυασμό με κάποια ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία, οδήγησαν στην άποψη ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή κοινότητα. Μέχρι όμως και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, συνήθως δεν έφτανε κάποιος στο σημείο να τους δει ως διακριτό έθνος, αντί απλά μέρος του κουρδικού ή τουρκικού.

Ήταν κυρίως κάποιοι Ζαζά διανοούμενοι της Διασποράς, που είχαν πρώτοι αυτήν την ιδέα. Με τη μετανάστευση σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ένας σημαντικός κουρδόφωνος πληθυσμός βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα περιβάλλον πολύ πιο φιλελεύθερο απ’ αυτό της Τουρκίας, όσον αφορά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Αυτό βοήθησε από τη μια την εξάπλωση μιας κουρδικής εθνικής ταυτότητας. Από την άλλη, οδήγησε σε προβληματισμούς εκείνους που δεν ταίριαζαν απόλυτα στο «πρότυπο» του τυπικού Κουρμαντζί-Κούρδου (π.χ. ποια γλώσσα ήθελαν τα παιδιά τους στη Διασπορά να διδαχτούν ως μητρική;).

Σημαντική προσωπικότητα για τη ζαζαϊκή εθνική ιδέα ήταν ο Εμπουμπεκίρ Παμουκτσού, ο οποίος εξέδωσε στη Σουηδία την πρώτη εφημερίδα στα Ζαζακί, την Piya. http://www.zazaki-institut.de/peseroki/cime/Cime3.pdf

O Εμπουμπεκίρ Παμουκτσού εκπροσωπεί για πολλούς τον ζαζαϊκό εθνικισμό. Εξέδωσε στη Σουηδία την πρώτη εφημερίδα στα Ζαζακί.
Πηγή εικόνας

Στο ίδιο το «Ζαζαϊστάν» πάντως, οι περισσότεροι κάτοικοι ακόμα μάλλον αυτοχαρακτηρίζονται ως Κούρδοι – η ιδέα μιας ξεχωριστής ζαζαϊκής εθνικής ταυτότητας δεν φαίνεται να απέκτησε βαθιές ρίζες.  Οι Κούρδοι εθνικιστές απορρίπτουν τέτοιες ιδέες κατηγορηματικά, θεωρώντας τις υποκινούμενες από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Από την άλλη, όσοι Ζαζά θεωρούν τους εαυτούς τους ξεχωριστό έθνος, αντιλέγουν ότι οι Κούρδοι εθνικιστές κάνουν σ’ αυτούς το ίδιο πράγμα για το οποίο κατηγορούν το τουρκικό κράτος: τους αρνούνται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού.

Ο ζαζαϊκός εθνικισμός δεν έχει όμως ως μόνη δυσκολία τον ανταγωνισμό από τον κουρδικό και τουρκικό. Πρέπει να αντιμετωπίσει και τον θρησκευτικό διαχωρισμό: περίπου οι μισοί ομιλούντες τα Ζαζακί είναι Αλεβίτες, κυρίως αυτοί στη σημερινή τουρκική επαρχία Τούντζελι και τμήματα γειτονικών επαρχιών (την ιστορική περιοχή του Ντερσίμ) – αυτοί όμως που κατοικούν πιο νότια ή ανατολικά, είναι κυρίως Σουνίτες. Αυτή η κρίσιμη διαφορά απέτρεψε πολλές φορές στο παρελθόν μια κοινή δράση.

Ντερσίμ και Ζαζά: μια ιστορία επαναστάσεων

Σχεδόν ένα τρίτο των Κούρδων της Τουρκίας υπολογίζεται ότι είναι Αλεβίτες. Ένα μεγάλο μέρος τους προέρχεται από το Ντερσίμ, την πιο καθαρά αλεβίτικη περιοχή της Τουρκίας. Το Ντερσίμ διαφέρει επομένως από τον τουρκικό-κουρδικό περίγυρό του και γλωσσικά (Ζαζά) και θρησκευτικά (Αλεβιτισμός). Όντας ταυτόχρονα και μια ορεινή απομονωμένη περιοχή, ήταν φυσικό να έχει μια τάση αυτονόμησης. Και το νέο εθνικιστικό τουρκικό κράτος, που πάσχιζε να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο τουρκικό ομοιογενές έθνος, δεν μπορούσε να ανεχτεί τέτοιες παρεκκλίσεις.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο, οι Κούρδοι (ή Ζαζά) Αλεβίτες ξεχώρισαν για τη βοήθεια που έδωσαν σε πολλούς Αρμένιους για να ξεφύγουν από τη Γενοκτονία, καθώς και τη μάλλον χλιαρή συμμετοχή τους στις πολεμικές συγκρούσεις. Κάποιες φυλές του Ντερσίμ μάλιστα ξεκίνησαν εξέγερση το 1916, φοβούμενες ίσως ότι θα είχαν τη τύχη των Αρμενίων. Ακόμα μια εξέγερση σημειώθηκε το 1920-21, εναντίον της προσωρινής επαναστατικής (κεμαλικής) κυβέρνησης στην Άγκυρα. Αν και ζητούσε την κουρδική ανεξαρτησία, δεν υπήρχε ουσιαστική στήριξη από Σουνίτες Κούρδους – αυτοί ένιωθαν προφανώς πιο κοντά στο κεμαλικό κίνημα, που εκείνη την περίοδο ακόμα μιλούσε τη γλώσσα της «μουσουλμανικής ενότητας».

Είναι ενδιαφέρον ότι και η επόμενη κουρδική εξέγερση, το 1925, έγινε από Ζαζά – αλλά με εντελώς αντίστροφο χαρακτήρα. Τώρα ήταν η σειρά σουνιτικών φυλών να επαναστατήσουν, υπό την ηγεσία του Σεΐχη Σαΐντ. Απ’ ό,τι φαίνεται, το κύριο κίνητρο της πάλι δεν ήταν κουρδικό-εθνικό (αν και υποκινήθηκε από κάποιες μάλλον περιθωριακές κουρδικές εθνικιστικές ομάδες). Ο Ατατούρκ είχε ήδη κάνει σαφές, με μια σειρά από αλλαγές (κατάργηση του Χαλιφάτου, κλείσιμο των θρησκευτικών σχολών κ.ά.), ότι ήθελε να κάνει τη νέα Τουρκία κοσμικό κράτος, κάτι που στους συντηρητικούς Σουνίτες Κούρδους σίγουρα δεν άρεσε. Στην ουσία, έτσι έσπαζε ο μόνος σύνδεσμος που είχαν με ένα τουρκικό κράτος: αυτός της θρησκείας.

Ο Σεΐχης Σαΐντ ζητούσε μεταξύ άλλων και την επιστροφή στον θρησκευτικό νόμο. Δεν ήταν περίεργο που οι Κούρδοι/Ζαζά Αλεβίτες όχι μόνο δεν βοήθησαν τους Σουνίτες ομόγλωσσούς τους, αλλά αντίθετα κάποιοι ενίσχυσαν το κεμαλικό κράτος στην καταστολή της εξέγερσης. Ο κοσμικός κεμαλισμός φαινόταν τώρα γι’ αυτούς λιγότερο απειλητικός από τον σουνιτικό συντηρητισμό.

Η πολιτική ομογενοποίησης και συγκεντρωτισμού που ακολούθησε ο Κεμάλ δεν μπορούσε όμως παρά να φέρει πάλι αντιδράσεις, σε μια παραδοσιακά μάλλον δύσπιστη προς την κεντρική εξουσία περιοχή. Στην εξέγερση του 1937-38 συμμετείχαν και Ζαζά και Κουρμαντζί Αλεβίτες, αλλά το επίκεντρο της ήταν το Ντερσίμ.  Ήταν μια κουρδική εθνική επανάσταση; Θα ήταν μάλλον υπερβολικό να την δούμε έτσι. Δεν βρήκε καμία σημαντική στήριξη εκτός από αλεβιτικές κοινότητες, και ο ίδιος ο ηγέτης της εξέγερσης Σεΐντ Ριζά είπε λίγο πριν την εκτέλεσή του: «Είμαστε οι απόγονοι της Κέρμπαλα» (μια καθαρή αναφορά στην Ιστορία του Σιιτισμού, του οποίου ο Αλεβιτισμός ήταν αρχικά παρακλάδι).

Ο Σεΐντ Ριζά (1863-1937), Αλεβίτης Ζαζά ηγέτης που έλαβε μέρος στην εξέγερση του Ντερσίμ. http://alchetron.com/Seyid-Riza-1210687-W

Ο Σεΐντ Ριζά (1863-1937), Αλεβίτης Ζαζά ηγέτης που έλαβε μέρος στην εξέγερση του Ντερσίμ. Λέγεται ότι κατάλαβε ότι πρόκειται να εκτελεστεί, μόλις όταν αντίκρισε την αγχόνη (αφού η δίκη έγινε στα τούρκικα, μια γλώσσα που ο ίδιος δεν μιλούσε).
Πηγή εικόνας

Η καταστολή της εξέγερσης από το κεμαλικό καθεστώς πήρε διαστάσεις  εθνοκάθαρσης: υπολογίζεται ότι πάνω από 10000 κάτοικοι του Ντερσίμ έπεσαν θύματα, μεταξύ αυτών πολλά γυναικόπαιδα. Πάρα πολλοί εκτοπίστηκαν στη Δυτική Τουρκία. Ήταν φανερό ότι οι κεμαλικοί ήθελαν να ξεμπερδεύουν οριστικά με μια τόσο «προβληματική» περιοχή.

Έχοντας υπόψη αυτήν την ιστορία, προκαλεί ίσως εντύπωση ότι πολλοί Ντερσιμήδες ψήφιζαν παρ’ όλα αυτά στις επόμενες δεκαετίες το CHP, το κατ’ εξοχήν κεμαλικό κόμμα. Για να το εξηγήσουμε αυτό, δεν φτάνει μόνο ο φόβος από την καταστολή που έζησαν, ούτε η εκστρατεία εκτουρκισμού, που είχε όντως μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι σε άλλες κουρδικές περιοχές. Ας έχουμε πάντα υπόψη, ότι ο κοσμικός αριστερίζων κεμαλισμός παρέμενε για Αλεβίτες καλύτερη εναλλακτική σε σχέση με τον σουνιτικό συντηρητισμό.

Εξάλλου, ακόμα και οι Ντερσιμήδες με πιο ριζοσπαστικές τάσεις (κι αυτοί δεν ήταν λίγοι), έκλιναν από τη δεκαετία του ’60 περισσότερο προς τον αριστερό ριζοσπαστισμό παρά προς τον κουρδικό εθνικισμό. Το Ντερσίμ ήταν μέχρι και τη δεκαετία του ’80 το τελευταίο προπύργιο του μαοϊκού αντάρτικου της TİKKO/TKP-ML, οργάνωσης με (τουλάχιστον αρχικά) υπερεθνικό χαρακτήρα.  Το ΡΚΚ συνάντησε δυσκολίες στο να εξαπλωθεί εκεί, περισσότερες παρά σε άλλες κουρδικές περιοχές.

Ζαζά-αλεβίτικες ταυτότητες στην εποχή του εθνικισμού

Η περίπτωση του Ντερσίμ (Τούντζελι) είναι μέχρι και σήμερα χαρακτηριστική για το πόσο μπερδεμένα είναι στην Τουρκία ακόμα τα πράγματα όσον αφορά το θέμα της εθνικής ταυτότητας. Για τους Ντερσιμήδες ανταγωνίζονται ταυτόχρονα πολλές εθνικές ιδεολογίες: και η τουρκική, και η κουρδική, και η ζαζαϊκή και η αλεβίτικη. Διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί σε διαφορετικές στιγμές να ένιωσαν έλξη προς μια ή περισσότερες απ’ αυτές τις ταυτότητες – καταλήγοντας ίσως και στην ιδέα μιας ξεχωριστής «ντερσιμικής ιδιαιτερότητας», που συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία. Παράδειγμα μιας ανάδυσης αυτής της ιδιαίτερης ταυτότητας του Ντερσίμ, ως συνδυασμού της Ζαζά και της αλεβιτικής παράδοσης, θεωρείται η μουσική των αδελφών Καχραμάν, Μετίν και Κεμάλ – και ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι ζουν στη Διασπορά (έχοντας παρελθόν φυλακίσεων και βασανιστηρίων στην Τουρκία, λόγω αριστερού ακτιβισμού).

Η σχέση του κουρδικού εθνικού κινήματος με τον αλεβιτισμό είναι περίπλοκη. Οι Κούρδοι Αλεβίτες μπορεί να αισθάνονται και σήμερα πιο κοντά στους Τούρκους ομόδοξούς τους, παρά στους Κούρδους Σουνίτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν πολλοί συμμεριστεί την κουρδική εθνική ιδέα. Τείνουν όμως να μην συγκαταλέγουν στους εχθρούς τους τους Τούρκους Αλεβίτες, ενώ κάποιοι θεωρούν τους τελευταίους ως τουρκοποιημένους Κούρδους.

Αν πάντως δούμε το παρελθόν, η αλεβίτικη ταυτότητα ήταν μάλλον ισχυρότερη για τους περισσότερους Κούρδους ή Ζαζά Αλεβίτες, παρά η κουρδική ή Ζαζά. Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η «Αλεβιτική Αναγέννηση» (από τη δεκαετία του ’80) εκλαμβάνεται ως απειλή από Κούρδους εθνικιστές – κάποιοι τη θεωρούν μάλιστα κι αυτήν ως υποκινούμενη από το τουρκικό κράτος. Μπορεί όντως να έφερε μια πρόσκαιρη αποστασιοποίηση Κούρδων Αλεβιτών από το ΡΚΚ.

Στη δεκαετία του ’90 όμως, περιοχές όπως το αλεβιτικό Ντερσίμ πλήγηκαν ιδιαίτερα σκληρά από τη δράση του τουρκικού στρατού. Επίσης, η αυξανόμενη σύνδεση του τουρκικού κράτους με το σουνιτικό ισλαμισμό ήδη από τότε, έγινε αντιληπτή από πολλούς Αλεβίτες ως εχθρότητα προς αυτούς (βλέπε π.χ. τα γεγονότα του Γκαζί). Οι Κούρδοι-Ζαζά Αλεβίτες σίγουρα δεν ένιωθαν πολύ άνετα με τη διακυβέρνηση του Ερντογάν – ακόμα λιγότερο τώρα, με τη στροφή του τελευταίου στον σκληρό τουρκικό εθνικισμό. Όπως και να έχει, στις τελευταίες εκλογές το φιλοκουρδικό κόμμα HDP (που πολλοί συνδέουν με το ΡΚΚ) θριάμβευσε και στο Τούντζελι -Ντερσίμ.

Ο εκλογικός χάρτης της Τουρκίας το 2011 και το 2015. Το 2011 η επαρχία Τούντζελι (Ντερσίμ) ξεχωρίζει ακόμα ως η μόνη κεμαλική νησίδα στα ανατολικά, ενώ το 2015 (Νοέμβρης) περνάει στα χέρια των φιλοκουρδικών αριστερών δυνάμεων, όπως και οι υπόλοιπες κουρδόφωνες επαρχίες. Βασισμένο στους χάρτες του en.wikipedia.org.

Ο εκλογικός χάρτης της Τουρκίας το 2011 και το 2015. Το 2011 η επαρχία Τούντζελι ξεχωρίζει ακόμα ως η μόνη κεμαλική νησίδα στα ανατολικά, ενώ το 2015 (Νοέμβρης) περνάει στα χέρια του HDP, όπως και οι υπόλοιπες κουρδόφωνες επαρχίες.
Βασισμένο στους χάρτες του en.wikipedia.org.

Είναι σίγουρα δύσκολο να βγει ένα συμπέρασμα για την εθνική ταυτότητα τέτοιων κοινοτήτων, που διεκδικούνται από πολλούς εθνικισμούς, αλλά δεν ταιριάζουν απόλυτα σε κανέναν απ’ αυτούς. Τώρα, που οι φυλετικές παραδόσεις αποδυναμώθηκαν, και οι πληθυσμοί μετακινούνται, εντός κι εκτός Τουρκίας, τα όρια γίνονται ίσως ακόμα πιο ρευστά.

Το σίγουρο είναι, ότι μ’ ένα κράτος που θα ορίζει τον εαυτό του ως αυστηρά σουνιτικό και τουρκικό, ομάδες όπως οι Ζαζά Αλεβίτες δεν έχουν πολλά να μοιραστούν. Κι αυτό είναι κάτι που οι κυβερνώντες στην Τουρκία θα πρέπει να το έχουν υπόψη.


Πηγές:

Η Αϊσε που εγινε Νινα – ιστορια μιας εθνοκαθαρσης

Κλασσικό

Ο Βούλγαρος συγκάτοικός μου στο Βερολίνο είχε διηγηθεί ένα περιστατικό από την παιδική του ηλικία, όταν ζούσε ακόμα στη χώρα του. Η Βουλγαρία ανήκε τότε στο στρατόπεδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στο σχολείο είχε μια συμμαθήτρια που την έλεγαν Αϊσέ (τυχαίο τουρκικό όνομα). Ξαφνικά κάποια μέρα παρουσιάστηκε στην τάξη με το όνομα Νίνα. Αυτός απόρησε γι’ αυτή την αλλαγή και τη ρώτησε με ποιο όνομα πρέπει τελικά να την αποκαλεί, για να πάρει την απάντηση «Νίνα». Από τότε λοιπόν και αυτός τη φώναζε έτσι.

Μετά από πολλά χρόνια και αφού το σοβιετικό σύστημα είχε καταρρεύσει, συναντήθηκαν τυχαία, ως ενήλικες πλέον. Το όνομά της ήταν πάλι Αϊσέ. Αφού έπιασαν την κουβέντα για τα παλιά, αυτή σε κάποιο σημείο του λέει «Ξέρεις, σε μισούσα τότε που με έλεγες Νίνα».

Το περιστατικό αυτό αναφέρεται σε μια από τις πιο δραστικές απόπειρες εθνοκάθαρσης στην εποχή μας. Κι αυτή η (τελικά αποτυχημένη) απόπειρα έγινε από ένα καθεστώς, που ήταν υποτίθεται υπεράνω εθνικών και θρησκευτικών διαφορών. Για να καταλάβουμε όμως τι συνέβη, πρέπει πρώτα να γυρίσουμε περίπου έναν αιώνα πίσω.

Η ιστορία της κρατικής πολιτικής για μια μειονότητα

Η Βουλγαρία απέκτησε την αυτονομία της το 1878 και την πλήρη ανεξαρτησία της από τους Οθωμανούς το 1908. Αν και οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι της χώρας (που το 1878 αποτελούσαν ακόμα 20-25% του πληθυσμού της) την εγκατέλειψαν με προορισμό την Τουρκία, ένα μέρος τους παρέμεινε και παραμένει μέχρι και σήμερα – μάλλον προς απογοήτευση πολλών Βουλγάρων εθνικιστών.

Όπως και στη Δυτική Θράκη, οι Μουσουλμάνοι χωρίζονται σε τρεις κύριες γλωσσικές ομάδες: Τουρκόφωνους, Πομάκους (μιλάνε μια βουλγαρική διάλεκτο) και Ρομά. Φυσικά το ποια γλώσσα μιλάνε και τι εθνική συνείδηση έχουν είναι δυο διαφορετικά πράγματα: πολύ πιθανόν ένα μέρος των Πομάκων και των Ρομά να δηλώνουν ότι νιώθουν Τούρκοι. Όπως και να ΄χει, τουλάχιστον απ’ όσα στοιχεία μας είναι διαθέσιμα, φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των Μουσουλμάνων είναι Τούρκοι.

Χάρτης της εθνικής σύνθεσης της Βουλγαρίας (καφέ: Βούλγαροι, πράσινο: Τούρκοι), με βάση την απογραφή του 2011. "Ethnic composition of Bulgaria, 2011" by Kostja2 - Own work, based on the results of the 2011 census. Licensed under CC BY-SA 3.0 via Commons - https://en.wiki2.org/wiki/File:Ethnic_composition_of_Bulgaria,_2011.PNG#/media/File:Ethnic_composition_of_Bulgaria,_2011.PNG

Χάρτης της εθνικής σύνθεσης της Βουλγαρίας (καφέ: Βούλγαροι, πράσινο: Τούρκοι), με βάση την απογραφή του 2011.
«Ethnic composition of Bulgaria, 2011» by Kostja2 – Own work, based on the results of the 2011 census. Licensed under CC BY-SA 3.0 via Commons – https://en.wiki2.org/wiki/File:Ethnic_composition_of_Bulgaria,_2011.PNG#/media/File:Ethnic_composition_of_Bulgaria,_2011.PNG

Περιοχές Μουσουλμάνων με βουλγαρική εθνικότητα (Πομάκοι), με βάση την απογραφή του 2001. Δεν είναι γνωστό πάντως αν κάποιος αριθμός Πομάκων προτίμησε να δηλώσει τουρκική εθνικότητα. https://en.wikipedia.org/wiki/File:Pomaks_map.png

Περιοχές «Μουσουλμάνων βουλγαρικής εθνότητας» (Πομάκοι), με βάση την απογραφή του 2001. Δεν είναι γνωστό πάντως τι αριθμός Πομάκων προτίμησε να δηλώσει τουρκική εθνότητα. Πηγή εικόνας

Ο τρόπος που αντιμετώπισε το βουλγάρικο κράτος τους Μουσουλμάνους μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο ήταν μάλλον ως ένα ξένο σώμα, ας πούμε σε καθεστώς προσωρινής ανοχής. Όπως και στην Ελλάδα, ως Μουσουλμάνοι αρχικά δεν θεωρήθηκαν μέρος του χριστιανικού βουλγάρικου έθνους – αν και ειδικά για τους Πομάκους έγιναν σε κάποια σημεία κρατικές προσπάθειες «επιστροφής» στις βουλγάρικες τους ρίζες (με ή χωρίς αλλαγή της θρησκείας τους), αφού θεωρήθηκαν εξισλαμισμένοι Βούλγαροι. Αυτές οι προσπάθειες δεν έγιναν πάντως μια διαρκής πολιτική, και είχαν τελικά περιορισμένα αποτελέσματα.

Εννοείται ότι η παρουσία των Μουσουλμάνων και η καλλιέργεια τουρκικής εθνικής συνείδησης ήταν ανεκτές, μόνο εφ’ όσον αυτές δεν απειλούσαν την κυριαρχία της βουλγαρικής χριστιανικής πλειοψηφίας. Το βουλγαρικό κράτος ήταν μάλλον αδιάφορο για το βιοτικό και μορφωτικό τους επίπεδο. Ίσως μάλιστα να θεωρήθηκε ότι συμφέρει αυτό να παραμείνει χαμηλό, έτσι ώστε να μην ενταχθούν πραγματικά στη βουλγαρική κοινωνία και να έχουν περισσότερα κίνητρα για μετανάστευση προς την Τουρκία.

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, τα πράγματα φάνηκαν να αλλάζουν. Η Βουλγαρία βρέθηκε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Κυρίαρχη ιδεολογία έγινε και εκεί ο μαρξισμός σταλινικού τύπου, που, όπως και να το κάνουμε, είναι κατ’ αρχήν διεθνιστικός. Οι διαφορές γλώσσας και θρησκείας δεν θα είχαν πλέον καμία σημασία στην υπερεθνική σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτό έφερε αρχικά και μια αλλαγή στη στάση του βουλγαρικού κράτους απέναντι στους Μουσουλμάνους: αναγνωρίστηκαν επιτέλους ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας και τους δόθηκε πολιτιστική αυτονομία.  Με το σύνταγμα του 1947 αναγνωρίστηκαν πλήρως τα δικαιώματα των «εθνικών μειονοτήτων», συμπεριλαμβάνοντας και τη διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, που γινόταν πλέον σε δημόσια σχολεία με κρατική χρηματοδότηση.

Η πολιτική αυτή άρχισε όμως σύντομα πάλι να αλλάζει, ιδιαίτερα με την αποσταλινοποίηση από το 1956 και μετά. Η κομμουνιστική ηγεσία ένιωθε τώρα την ανάγκη να δώσει ένα πιο «εθνικό» χαρακτήρα στη διακυβέρνησή της, κι αυτό δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει και τη στάση της απέναντι στους Μουσουλμάνους. Ο στόχος της ισότιμης ένταξής τους στη βουλγαρική κοινωνία παρέμεινε – η ξεχωριστή μουσουλμανική-τουρκική ταυτότητα θεωρήθηκε όμως εμπόδιο. Η ένταξη έπρεπε να γίνει μέσω της σταδιακής αφομοίωσής τους στο βουλγαρικό έθνος, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Τα τουρκικά σχολεία έκλεισαν όπως και οι τούρκικες εφημερίδες και περιοδικά, η διδασκαλία στην τουρκική γλώσσα σταδιακά καταργήθηκε και οι μουσουλμανικές θρησκευτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν.

Από την άλλη όμως, δόθηκε βάρος στην άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των Μουσουλμάνων και στην ομαλή ένταξή τους στη βουλγαρική οικονομία – με σημαντική επιτυχία. Επίσης, δόθηκαν σε πολλούς με τουρκική καταγωγή θέσεις στον κομματικό μηχανισμό. Αυτό ήταν μια σημαντική διαφορά με την προ-κομμουνιστική περίοδο, που μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε και τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.

Ο χειμώνας 1984-85

Στη δεκαετία του ’80 είχε ήδη επιτευχθεί πρόοδος στο θέμα της ένταξης των Μουσουλμάνων (συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων) στη βουλγάρικη κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, κάποια στοιχεία έκαναν την κομμουνιστική ελίτ να ανησυχεί:

  • Η ένταξη δεν φαινόταν να οδηγεί σε πραγματική αφομοίωση. Αν και οι νέες γενιές ήξεραν καλά βουλγάρικα, πολλοί ακόμα μιλούσαν τούρκικα στα σπίτια τους. Παρά τις αυξημένες επαφές με τους μη-Μουσουλμάνους, οι Τούρκοι επέμεναν να διατηρούν μια ιδιαίτερη ταυτότητα, κάτι που φαινόταν και στη σχέση τους με την Τουρκία.
  • Η γεννητικότητα των Μουσουλμάνων ήταν ψηλότερη απ’ αυτήν των μη Μουσουλμάνων, κάτι που έκανε αναμενόμενη και την άνοδο του ποσοστού τους στον πληθυσμό, αφού είχε μειωθεί και η μετανάστευση προς την Τουρκία.
  • Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, με πρόσχημα την προστασία των Τουρκοκυπρίων, προβλημάτισε τη βουλγαρική ηγεσία. Αν και δεν συνδεόταν με τις τουρκο-βουλγαρικές σχέσεις, δημιουργούσε ανησυχίες ότι εγκαταλείπεται το κεμαλικό δόγμα μη επέμβασης στα εσωτερικά των γειτονικών χωρών, και ότι οι Τούρκοι γίνονται πάλι μια επεκτατική δύναμη όπως στα οθωμανικά χρόνια – το σύνδρομο του οθωμανικού παρελθόντος παρέμενε ισχυρό και στη Βουλγαρία. Με μια τουρκική μειονότητα που έφτανε το 10% με αυξητικές τάσεις και κυριαρχούσε πληθυσμιακά σε κάποιες περιοχές (που ήταν και από τις πιο πολύτιμες για τη γεωργία της χώρας), οι βουλγαρικές ελίτ ανησυχούσαν ότι η χώρα τους μπορεί να γινόταν το επόμενο θύμα.

Η ιδέα του εκβουλγαρισμού των Μουσουλμάνων σίγουρα δεν ήταν νέα για τη βουλγαρική κομμουνιστική ελίτ. Ιδιαίτερα οι Πομάκοι, που θεωρούνταν εξισλαμισμένοι Βούλγαροι, είχαν ήδη πιεστεί από τη δεκαετία του ’60 να αποκτήσουν βουλγάρικα ονόματα. Με τον καιρό όμως, άρχισαν να διατυπώνονται θεωρίες ότι ακόμα και οι καθαρά Τουρκόφωνοι ήταν στην πραγματικότητα απόγονοι εξισλαμισθέντων Βουλγάρων, που απλά στα πολλά χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας είχαν χάσει και τη γλώσσα τους.

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, οι Βούλγαροι κομμουνιστές θεώρησαν πως ο κίνδυνος ήταν άμεσος: ένας σταδιακός εκβουλγαρισμός σε βάθος χρόνου δεν ήταν αρκετός. Το 1984 ο ηγέτης της Βουλγαρίας Τόντορ Ζίβκοφ αποφάσισε να προχωρήσει σε πιο δραστικά μέσα. Η εκστρατεία αλλαγής των ονομάτων ξεκίνησε τα Χριστούγεννα και ήδη μετά από 3 εβδομάδες 310.000 Τούρκοι είχαν υποχρεωθεί να πάρουν βουλγαρικά ονόματα.

Ο Τόντορ Ζβίκοφ ήταν Γ.Γ. του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας από το 1954 ως το 1989. Η απόφαση το 1984 για την αλλαγή των τουρκικών ονομάτων σε βουλγάρικα ήταν προσωπικά δική του και εφαρμόστηκε άμεσα - το Πολιτικό Γραφείο βρέθηκε ουσιαστικά προ τετελεσμένων. http://www.sjsu.edu/faculty/watkins/bulgaria.htm

Ο Τόντορ Ζίβκοφ ήταν Γ.Γ. του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας από το 1954 ως το 1989. Η απόφαση για την αλλαγή των τουρκικών ονομάτων σε βουλγάρικα ήταν δική του.
Πηγή εικόνας

Η συνηθισμένη διαδικασία ήταν κάπως έτσι: τα τουρκικά χωριά περικυκλώνονταν από στρατό και τανκς και αποκλείονταν από τον έξω κόσμο. Κρατικοί αξιωματούχοι και αστυνομικοί επισκέπτονταν τότε τα σπίτια ένα προς ένα, συλλέγοντας αιτήσεις «εθελοντικής» αλλαγής ονόματος. Περιττό να αναφερθεί ότι όποιος παρέμενε με τουρκικό όνομα στην ταυτότητα δεν μπορούσε να ελπίζει σε καμιά κρατική υπηρεσία (π.χ. τράπεζες, νοσοκομεία). Η αντίσταση στην εκστρατεία αντιμετωπίστηκε με φυλακίσεις, βασανιστήρια, ακόμα και θανάτους. Το αποτέλεσμα ήταν ήδη το Μάρτη η αποστολή να θεωρηθεί ολοκληρωμένη και ο Ζίβκοφ να νιώθει άνετα να δηλώσει ότι «στη Βουλγαρία δεν υπάρχουν Τούρκοι».

Ενδιαφέρον είναι ότι η βουλγαρική ηγεσία δεν φαίνεται να ήθελε τη φυγή τους στην Τουρκία: έκανε μάλιστα ό,τι μπορούσε για να την εμποδίσει (φοβόταν και την έλλειψη εργατικού δυναμικού). Ήταν μια απόπειρα εθνοκάθαρσης αποκλειστικά μέσω αφομοίωσης – κάτι μάλλον σπάνιο στην περιοχή μας.

Κορύφωση και πτώση

Τα επόμενα χρόνια πάρθηκαν και άλλα συνοδευτικά μέτρα: απαγόρευση της ομιλίας στα τουρκικά σε δημόσιους χώρους, κλείσιμο τζαμιών, καταστροφή τουρκικών βιβλίων, καταστροφή μουσουλμανικών νεκροταφείων, ουσιαστικά απαγόρευση της περιτομής. Ο τύπος γέμισε άρθρα που «αποδείκνυαν» τη βουλγαρική καταγωγή των Τούρκων, ενώ πολλοί Τούρκοι αναγκάστηκαν να κάνουν δημόσιες δηλώσεις «επιστροφής στις βουλγάρικες ρίζες».

Οι εξελίξεις όμως στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δεν ήταν ευνοϊκές για τον Ζίβκοφ. Η βουλγάρικη οικονομία βρέθηκε σε βαθιά ύφεση, μετά από δεκαετίες ανάπτυξης. Η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ ανάγκασε και τους σοβιετικούς δορυφόρους όπως η Βουλγαρία να δεχτούν κάποιον εκδημοκρατισμό. Η μεταχείριση της τουρκικής μειονότητας έδωσε κακή εικόνα έξω για το βουλγαρικό καθεστώς – τη στιγμή που αυτό γινόταν λόγω της υπερχρέωσής του όλο και πιο εξαρτημένο από το εξωτερικό.

Η αρχή του τέλους ήρθε το Μάη του 1989. Διαδηλώσεις και επεισόδια στις περιοχές της τουρκικής μειονότητας, με πολλούς νεκρούς, τράβηξαν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας και αύξησαν την πίεση ακόμα περισσότερο. Σ’ αυτήν την κατάσταση, ο Ζίβκοφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανοίξει τα σύνορα με την Τουρκία και να επιτρέψει τη μετανάστευση. Η αντίδραση ήταν εντυπωσιακή: μέχρι τον Αύγουστο πάνω από 300.000 (δηλαδή περίπου το ένα τρίτο των Τούρκων) είχαν περάσει τα σύνορα. Πιο ξεκάθαρη ένδειξη αποτυχίας της αφομοίωσης δεν μπορούσε να υπάρχει – αν σκεφτεί κάποιος ότι όλοι αυτοί ήταν με βάση την κρατική προπαγάνδα μέχρι πριν από λίγο «ανανήψαντες» Βούλγαροι.

Εικόνα από τα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα, κατά τη φυγή των Τούρκων το καλοκαίρι του '89. http://www.dw.com/en/recalling-the-fate-of-bulgarias-turkish-minority/a-18149416

Εικόνα από τα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα, κατά τη φυγή των Τούρκων το καλοκαίρι του ’89.
Πηγή εικόνας

Τον Αύγουστο η Τουρκία αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα. Σ’ αυτήν την κατάσταση γενικής κρίσης, η σοβιετική ηγεσία άρχισε να χάνει και την όποια εμπιστοσύνη της είχε μείνει στον Ζίβκοφ. Το Νοέμβρη ο Ζίβκοφ τελικά ανατράπηκε από άλλα στελέχη του κόμματος. H νέα ηγεσία δήλωσε από νωρίς ότι θα καταργήσει την πολιτική της αφομοίωσης: οι Μουσουλμάνοι μπορούσαν να πάρουν πίσω τα παλιά τους ονόματα και να μιλούν τούρκικα στους δημόσιους χώρους.

Απόηχος και συνέπειες μέχρι σήμερα

Λίγος μήνες μετά, η Βουλγαρία είχε ήδη γίνει κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τα νέα κόμματα δεσμεύτηκαν στην αποδοχή της εθνικής διαφορετικότητας. Έτσι η Βουλγαρία, παρά την σκληρή οικονομική κρίση που πέρασε στη δεκαετία του ’90, γλύτωσε τις εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις που έζησε η γειτονική Γιουγκοσλαβία. Αυτό είναι σίγουρα κάτι πολύ σημαντικό – και δεν ήταν καθόλου αυτονόητο.

Τα γεγονότα του ’84-’89 έφεραν τελικά μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που περίμενε ο Ζίβκοφ. Αντί να αφομοιωθούν, οι Τούρκοι της Βουλγαρίας, έχοντας την εμπειρία αυτής της καταπίεσης, ανέπτυξαν πιο ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους ως κοινότητα, και η αίσθηση μιας διαφορετικής ταυτότητας έγινε πιο ισχυρή.

Αυτό φαίνεται καθαρά και στις εκλογικές αναμετρήσεις της Βουλγαρίας. Το Κίνημα για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες, το κόμμα το οποίο έγινε ο (ανεπίσημος) εκπρόσωπος της τουρκικής μειονότητας, παίρνει σταθερά ψηλά ποσοστά στις μουσουλμανικές περιοχές, που του επιτρέπουν να μπαίνει άνετα στη Βουλή.

Σύμβολο του Κινήματος για την Ελευθερία και τα Δικαιώματα. http://www.bta.bg/en/c/DF/id/1036060?PageSpeed=noscript

Σύμβολο του Κινήματος για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες. Αν και πολλοί το ταυτίζουν με την τουρκική μειονότητα, έχει και αρκετούς Βούλγαρους βουλευτές.
Πηγή εικόνας

Λόγω του ότι τα μεγάλα κόμματα το είχαν συχνά ως τρίτη δύναμη ανάγκη για να σχηματίσουν κυβέρνηση, το Κίνημα απέκτησε και σημαντική πολιτική επιρροή στη μετα-κομμουνιστική περίοδο. Αυτό μάλλον βοήθησε τους Τούρκους να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους πιο αποτελεσματικά.

Περίπου οι μισοί από τους Τούρκους που διέφυγαν στην Τουρκία επέστρεψαν σύντομα πίσω. Οι υπόλοιποι όμως παρέμειναν στην Τουρκία και έγιναν έτσι ένα ακόμα μέρος του πολύπλοκου μωσαϊκού του πληθυσμού της χώρας, με ιδιαίτερη τουρκο-βουλγαρική πολιτισμική ταυτότητα. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν διπλή υπηκοότητα και διατηρούν ακόμα δεσμούς με τη Βουλγαρία.

Αν και οι Τούρκοι της Βουλγαρίας συνεχίζουν να έχουν τα παράπονα τους (ζητούν π.χ. διδασκαλία των τουρκικών ως υποχρεωτικό μάθημα, από προαιρετικό που είναι τώρα), σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η χώρα γλύτωσε τα χειρότερα – προσωρινά τουλάχιστον, γιατί η Ακροδεξιά ανεβαίνει και στη Βουλγαρία. Εμείς πάντως, σε μια εποχή που ακούμε συνέχεια για την έλλειψη ανεκτικότητας του Ισλάμ ή των θρησκειών γενικά, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι όλα αυτά συνέβησαν κάτω από ένα καθεστώς, που επίσημα δεν είχε καμία σχέση με τη θρησκεία.


Πηγές

Σκεψεις για την Πολυπολιτισμικοτητα

Κλασσικό

Το προσφυγικό κύμα των τελευταίων μηνών έφερε πάλι το θέμα της μετανάστευσης στην επικαιρότητα. Έφτασε ίσως ο καιρός να συζητήσουμε και σχετικά με το μέλλον των μεταναστών (προσωπικά δεν πιστεύω ότι ο διαχωρισμός τους από τους πρόσφυγες έχει πολύ νόημα) στις χώρες που θα τους υποδεχτούν. Γιατί ας μην έχουμε αυταπάτες: το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφύγων/μεταναστών έρχεται για να μείνει, και ένα μέρος τους θα μείνει, θέλοντας και μη, στην Ελλάδα, στην Τουρκία, ίσως και στις άλλες βαλκανικές χώρες.

Μπορεί χώρες σαν την Ελλάδα να μην είναι ο τελικός στόχος των μεταναστών, παρά μόνο χώρες διέλευσης καθ’ οδόν προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Από την άλλη, είναι καθαρό ότι χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, ή η Σουηδία, δεν πρόκειται να δεχτούν απεριόριστο αριθμό μεταναστών. Ακόμα και αν αναγνωρίζουν ότι έχουν κάποια ανάγκη μετανάστευσης για να λύσουν το δικό τους δημογραφικό τους πρόβλημα, σίγουρα δεν θέλουν αυτή να γίνει ανεξέλεγκτα και χωρίς κάποια διαλογή. Από τη δική τους άποψη, οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Βουλγαρία κ.λπ.) όπως και οι πρώτες χώρες εκτός Ευρώπης (π.χ. Τουρκία, Λίβανος, Μαρόκο, παλιότερα και η Λιβυή) μπορούν να λειτουργήσουν ως προστατευτικές ζώνες, που θα απορροφούν τη μετανάστευση και θα επιτρέπουν να γίνεται εκεί η διαλογή. Και λόγω των σχέσεων εξάρτησης αυτών των χωρών από τις ισχυρές της Κεντρικής-Βόρειας Ευρώπης, δεν είναι δύσκολο για τις τελευταίες να επιβάλλουν τη θέλησή τους.

Οι ελπίδες κάποιων ότι τα μεταναστευτικά κύματα μπορεί να μειωθούν σύντομα (π.χ. με το τέλος των εχθροπραξιών στη Συρία) είναι κι αυτές κατά τη γνώμη μου αβάσιμες – κοιτάζουν το δέντρο και χάνουν το δάσος. Το δάσος στην περίπτωση αυτή είναι ένας συνδυασμός οικονομικών, δημογραφικών και κυρίως οικολογικών παραγόντων, που μακροπρόθεσμα κάνει την μετακίνηση μεγάλου αριθμού ανθρώπων αναπόφευκτη (κυρίως από την υποτροπική κλιματική ζώνη προς την εύκρατη – γι’ αυτό υπάρχει  άλλο άρθρο στο μπλογκ).

Από τη στιγμή που αποδεχόμαστε ότι όλα αυτά θα οδηγήσουν στην μόνιμη παραμονή μεγάλου αριθμού μεταναστών στις χώρες μας, είναι χρήσιμο να συζητήσουμε και για τον τρόπο, με τον οποίο μπορούν να ρυθμιστούν στο μέλλον οι σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές ομάδες.

Οθωμανικό μοντέλο εναντίον δυτικοευρωπαϊκού

Μπορεί ίσως κάποιος να ξεκινήσει με τη διαπίστωση, ότι σ’ αυτό το ζήτημα είχαμε δύο βασικά μοντέλα στη νεώτερη Ιστορία της περιοχής μας:

  • Το οθωμανικό μοντέλο, το οποίο βασιζόταν στη συνύπαρξη διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων (όχι πάντως με όρους ισοτιμίας). Ειδικά οι θρησκευτικές ομάδες ήταν σχεδόν κλειστές κοινότητες, είχαν επίσημο στάτους και λειτουργούσαν η κάθε μια σ’ ένα σχεδόν αυτόνομο καθεστώς. Αυτό το οποίο υποτίθεται ότι φοβούνται σήμερα στη Γερμανία από τους μετανάστες, τις “παράλληλες κοινωνίες” (Parallelgesellschaften), ήταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πραγματικότητα, και για πολλούς αιώνες δούλευε σχετικά ικανοποιητικά.
  • Το εθνικιστικό-δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο, το οποίο βασίζεται στην πληθυσμιακή κυριαρχία ενός έθνους, είτε αυτό ορίζεται γλωσσικά είτε θρησκευτικά. Το κράτος είναι άμεσα συνδεδεμένο μ’ αυτό το έθνος, και η ύπαρξη ομάδων που αποκλίνουν γλωσσικά/θρησκευτικά (ανάλογα με το πως ορίζεται το έθνος) δύσκολα γίνεται ανεκτή, και εν πάσει περιπτώσει μόνο εφ’ όσον αυτές αποδέχονται το ρόλο της αδύναμης μειονότητας. Αυτό το μοντέλο ακολούθησαν λίγο πολύ όλα τα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν στην περιοχή μας με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Βλέποντας την κατάσταση με τα σημερινά μάτια, είναι νομίζω καθαρό ότι το οθωμανικό μοντέλο απέτυχε. Αυτή η δομή με τις παράλληλες κοινωνίες δεν ήταν ικανή να επιβιώσει στη σύγχρονη εποχή. Ο βαθμός αυτονομίας της κάθε κοινότητας ήταν τόσο μεγάλος, που η δημιουργία ενιαίας “οθωμανικής” ταυτότητας, απαραίτητη για την επιβίωση ενός σύγχρονου κράτους, ήταν πολύ δύσκολη. Το ίδιο δύσκολη ήταν για τις μη μουσουλμανικές κοινότητα η ταύτιση μ’ ένα κράτος που τις θεωρούσε επίσημα κατώτερες, παρά τις προσπάθειες που έγιναν μετά το Τανζιμάτ προς την αντίθετη κατεύθυνση (βλέπε π.χ. και τον ελληνοθωμανισμό). Ακόμα όμως και στην περίπτωση της πιο προνομιούχας ομάδας, της μουσουλμανικής, η σύνδεση με το κράτος δεν αποδείχτηκε αρκετά ισχυρή: εθνοτικές-γλωσσικές ταυτότητες αποδείχτηκαν σε πολλές περιπτώσεις ισχυρότερες (βλέπε π.χ. το αλβανικό ή το αραβικό εθνικό κίνημα).

Η αποτυχία του δυτικοευρωπαϊκού εθνικιστικού μοντέλου μπορεί να είναι λιγότερο εμφανής. Όλα τα κράτη της περιοχής (ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας) στηρίζονται σ’ αυτό, και ομολογουμένως σε πολλά απ’ αυτά φάνηκε να φέρνει για πολλά χρόνια σταθερότητα και πρόοδο. Το μεταναστευτικό όμως φαίνεται να φέρνει κι αυτό το μοντέλο στα όριά του, και να δείχνει την αναπόφευκτη αποτυχία του, σ’ έναν κόσμο όπου οι μετακινήσεις πληθυσμών αναμένεται να αυξηθούν.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η εφαρμογή του δυτικο-ευρωπαϊκού εθνικιστικού μοντέλου ήταν κάθε άλλο παρά απλό πράγμα, σε μια περιοχή που και λόγω φυσικής γεωγραφίας ποτέ δεν χαρακτηριζόταν από εθνο-θρησκευτική καθαρότητα. Για να φτάσουμε στα σημερινά επίπεδα καθαρότητας, χρειάστηκαν πολλοί πολέμοι, ανταλλαγές πληθυσμών, εθνοκαθάρσεις, ακόμα και γενοκτονίες. Η ακύρωση της καθαρότητας μέσω της σύγχρονης μετανάστευσης δεν είναι δηλαδή μια εντελώς νέα κατάσταση – είναι στην ουσία η επαναφορά της φυσικής κατάστασης μετά από ένα διάλειμμα ενός ή δύο αιώνων.

Αναζήτηση για νέα πρότυπα

Το θέμα για μας σήμερα δεν είναι να διαλέξουμε ανάμεσα σε δύο αποτυχημένα μοντέλα, αλλά να βρούμε ένα τρίτο, προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα. Γι’ αυτόν τον σκοπό δεν θα ήταν κακή ιδέα να κοιτάξουμε και πέρα από τον Ατλαντικό, σε κοινωνίες που είναι κατ’ εξοχήν μεταναστευτικές.

Σίγουρα ούτε η Βόρεια ούτε η Νότια Αμερική είναι πρότυπα που μπορούμε ή θα θέλαμε να αντιγράψουμε. Στις σχέσεις μεταξύ των διάφορων κοινοτήτων δεν βλέπουμε πραγματική ισοτιμία, έστω κι αν αυτή επίσημα υπάρχει. Οι αντιθέσεις μεταξύ τους έχουν συχνά και ταξικό χαρακτήρα και οδηγούν σε ένταση. Επίσης, υπάρχει ένα πολύ ισχυρό στοιχείο φυλετικού διαχωρισμού, που είναι μάλλον χειρότερος από τον πολιτισμικό διαχωρισμό, που είναι το κυρίαρχο στοιχείο εδώ σ’ εμάς στην Ευρασία.

Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι κοινωνίες βασίζονται εδώ και αιώνες αναγκαστικά στη συνύπαρξη διαφορετικών κοινοτήτων. Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτές τις κοινότητες δεν είναι επίσημα καθορισμένα και αδιαπέρατα, όπως ήταν στο οθωμανικό σύστημα ή ακόμα χειρότερα στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Παρ’ όλο που υπάρχει κάποια διαπερατότητα (π.χ. μικτοί γάμοι), οι κοινότητες συνεχίζουν όμως να υπάρχουν και να διατηρούν μια ξεχωριστή ταυτότητα.

Ταυτόχρονα φαίνεται να διεκδικούν όλες το μερίδιο τους στο κράτος και στη δημόσια σφαίρα. Δεν αποδέχονται δηλαδή ότι αυτά ανήκουν έτσι κι αλλιώς σε μια κυρίαρχη κοινότητα. Οι διαφορετικές κοινότητες μπορούν έτσι (τουλάχιστον θεωρητικά) να ταυτιστούν με την κοινή τους πατρίδα ή κράτος, ενώ στο κλασικό δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο αυτό αποκλείεται σχεδόν εξ’ ορισμού (βλέπε και σχετικό άρθρο στο μπλογκ). Οι όποιες αλλαγές έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες σε χώρες όπως η Αγγλία ή η Γαλλία, είναι μάλλον προσαρμογές στην κατεύθυνση του αμερικάνικου μοντέλου.

Πέρα από τη Βόρεια και Νότια Αμερική, ιδέες μπορούν να αναζητηθούν και αλλού. Ενδιαφέρον μπορεί να είναι και το ινδικό μοντέλο, για το οποίο εγώ δεν έχω πολλή γνώση: τουλάχιστον θεωρητικά πάντως βασίζεται κι αυτό στη συνύπαρξη πολλών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, παρά τα πολλά προβλήματα (αυτονομιστικά κινήματα, άνοδος του ινδουϊστικού εθνικισμού τα τελευταία χρόνια). Είναι πάντως μάλλον καθαρό, ότι το καινούριο πρότυπο πρέπει να ορίζει τον πατριωτισμό ως ταύτιση με μια γεωγραφία, όχι με μια γλώσσα ή μια θρησκεία.

Η Ελληνικη Επανασταση με τα ματια των Οθωμανων

Κλασσικό

Η Ελληνική Επανάσταση είναι ένα ιστορικό γεγονός που έχουμε (φυσιολογικά) συνηθίσει να το βλέπουμε από μια ελληνική εθνική σκοπιά: εθνική απελευθέρωση, ίδρυση του νεοελληνικού κράτους κ.λπ. Ήταν όμως και από τα πρώτα γεγονότα, που φάνηκαν να κλονίζουν τόσο δυνατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με ποιόν τρόπο την είδαν οι ίδιοι οι Οθωμανοί;

Η γενική στάση των οθωμανικών ελίτ, ήταν ότι η εξέγερση των Ρωμιών ήταν άτιμη «προδοσία», ένδειξη αχαριστίας για την καλή μεταχείριση και τα προνόμια που τους είχε χαρίσει η οθωμανική διοίκηση. Αυτή η αντίληψη μπορεί να φαίνεται σήμερα περίεργη. Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε, ότι ο Σουλτάνος περνούσε σχεδόν όλη του τη ζωή κλεισμένος μέσα σε πολυτελή ανάκτορα, και είναι αμφίβολο κατά πόσον οι σύμβουλοι και αξιωματούχοι του είχαν αρκετή γνώση ή και ενδιαφέρον για τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των Ρωμιών χωρικών στις απομακρυσμένες και υπανάπτυκτες επαρχίες – και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε μάλλον και η νότια Ελλάδα.

Η επανάσταση δεν θεωρήθηκε απλά τοπική εξέγερση της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Αυτό φάνηκε και με το ότι οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης ήταν οι πρώτοι που έγιναν στόχοι για τα αντίποινα. Για τους Οθωμανούς, ήταν μια σύγκρουση μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών – εξάλλου ο Σουλτάνος κήρυξε και τζιχάντ, ιερό πόλεμο εναντίον των επαναστατών. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν και η εκτέλεση του Πατριάρχη, παρ’ όλο που αυτός καταδίκαζε ξεκάθαρα την Επανάσταση.

Παράλληλα όμως, οι Οθωμανοί είδαν την Επανάσταση και ως θεϊκή τιμωρία για τη δική τους στρατιωτική, θρησκευτική και ηθική παρακμή. Το ότι τόλμησαν να ξεσηκωθούν ακόμα και οι Ρωμιοί, παρά τη σημαντική συμμετοχή τους στην οθωμανική διοίκηση, και παρά το ότι η ηγεσία τους βρισκόταν δίπλα στο Σουλτάνο (ουσιαστικά στο έλεός του), θεωρήθηκε ένδειξη για το πόσο χαμηλά είχε πέσει το κράτος. Σ’ αυτά τα εσωτερικά αίτια δόθηκε μεγάλη σημασία και με αφορμή την Επανάσταση, ο Σουλτάνος έκανε μια απόπειρα ριζικής αναμόρφωσης ολόκληρης του μουσουλμανικής κοινότητας (χωρίς πολλή επιτυχία, όπως θα παραδεχόταν ο ίδιος αργότερα).

Για να κατανοήσουμε αυτή την αντίδραση, πρέπει να έχουμε υπόψη τη μεγάλη επιρροή που ασκούσαν στους Οθωμανούς της εποχής (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό H. Şükrü Ilıcak, στην ανάλυση του οποίου κυρίως βασίζεται αυτό το άρθρο) τα έργα ενός Άραβα διανοητή του 14ου αιώνα: του Ιμπν Χαλντούν.

Ο Ιμπν Χαλντούν και η οθωμανική διανόηση

Άγαλμα του Ιμπν Χαλντούν στην Τύνιδα. http://www.britannica.com/biography/Ibn-Khaldun

Άγαλμα του Ιμπν Χαλντούν στην Τύνιδα.
Πηγή εικόνας

Ο Ιμπν Χαλντούν γεννήθηκε το 1332 στην Τυνησία και πέθανε το 1406 στο Κάιρο. Θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας πολύ σημαντικός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας, ο σημαντικότερος ίσως που γέννησε ο αραβικός-ισλαμικός πολιτισμός. Αφού υπηρέτησε διάφορους Μουσουλμάνους ηγέτες στη Δυτική Μεσόγειο, αποσύρθηκε για τέσσερα χρόνια σ’ ένα κάστρο στην Αλγερία, όπου έγραψε το γνωστότερο έργο του: τα Προλεγόμενα (Muqaddimah). Ο αρχικός σκοπός ήταν να αποτελέσει μια γενική Ιστορία των Αράβων και των Βερβέρων. Ανέπτυξε όμως τις σκέψεις του σε τέτοιο βαθμό, που σήμερα θεωρείται ως το πιο σημαντικό έργο Φιλοσοφίας της Ιστορίας που είχε γραφτεί μέχρι τότε, με κοινωνιολογικές, πολιτικές και οικονομολογικές προεκτάσεις.

Κεντρικό στοιχείο στο έργο του είναι ο όρος ασαμπίγια (σημαίνει περίπου κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη, αίσθηση ομαδικότητας). Η ασαμπίγια (ή ασαμπίγιετ) είναι κάτι που συναντάται κυρίως σε ομάδες ανθρώπων που ζουν ακόμα στο φυλετικό-νομαδικό στάδιο, που είναι συνηθισμένοι στη δύσκολη ζωή και ξέρουν να πολεμούν. Ιδιαίτερα αν αυτά συνδυαστούν με μια θρησκευτική ιδεολογία, μπορούν να φέρουν μια τέτοια ομάδα στην εξουσία, ξεκινώντας έτσι μια δυναστεία σ’ ένα κράτος.

Ο Ιμπν Χαλντούν περιγράφει έναν δυναστικό κύκλο: από τη δημιουργία της δυναστείας μέχρι την αναπόφευκτη παρακμή της, όταν αποδυναμωθεί αυτή η ασαμπίγια μέσω της μετάβασης από τη νομαδική-αγροτική κοινωνία (badawaμπεντεβίγιετ) στην αστική (hadara – χαζαρίγιετ). Η αστική ζωή χαρακτηρίζεται από αυξημένη ασφάλεια, πολυτέλεια και άρα από μειωμένη μαχητικότητα – η δυναστεία μπορεί να βρεθεί στην ανάγκη να αναθέσει σε μισθοφόρους από άλλη φυλή την υπεράσπισή της, αφού τα μέλη της ίδιας είναι πλέον ανίκανα γι’ αυτό. Στο τελευταίο στάδιο κυριαρχούν η σπατάλη, η τεμπελιά, η ανηθικότητα, η ιδιοτέλεια: η κοινωνική αλληλεγγύη (ασαμπίγια) είναι εντελώς αδύναμη. Η παρηκμασμένη δυναστεία τότε αντικαθίσταται με μια νέα από κάποιο γειτονικό έθνος, που έχει ισχυρή ασαμπίγια, και ο κύκλος κλείνει.

Το έργο του Ιμπν Χαλντούν ήταν από τις πιο σημαντικές επιρροές για τους διανοούμενους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι και το 19ο αιώνα. Είναι προφανές πως η περιγραφή του δυναστικού κύκλου είχε λόγους να ενδιαφέρει ιδιαίτερα την οθωμανική άρχουσα τάξη, σε μια εποχή που η Αυτοκρατορία φαινόταν να είναι σε βαθιά κρίση. Κατά τον H. Şükrü Ilıcak, ο ιμπν-χαλντουνισμός έγινε με το ξέσπασμα της επανάστασης η κύρια ιδεολογία που καθόρισε τη στάση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ και των ψηλών αξιωματούχων, όπως αυτή αποτυπώνεται στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. (Πάντως αποφεύγεται κάθε καθαρή αναφορά στο όνομα του Ιμπν Χαλντούν και στον όρο ασαμπίγια: ο λόγος είναι μάλλον οι αμφιβολίες για τη συμβατότητα με την ισλαμική ορθοδοξία. Ο Σουλτάνος σίγουρα δεν ενδιαφερόταν να έρθει σε αντιπαράθεση με τη θρησκευτική ηγεσία, σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή).

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' (βασιλεία: 1808-1839). http://turkish-ichistory.com/2015/03/the-ottoman-tanzimat-through-the-eyes-of-robert-walsh-part-2/

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ (βασιλεία: 1808-1839).
Πηγή εικόνας

Με βάση αυτή την ιμπν-χαλντουνική ανάλυση, η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή επειδή είχε μειωθεί πολύ η οθωμανική ασαμπίγια. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι ζούσαν στα παλάτια τους με χλιδή, χωρίς να προσέχουν τους ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες, ενώ και ο μουσουλμανικός πληθυσμός γενικά απολάμβανε την άνετη ζωή της πόλης. Η αίσθηση αλληλεγγύης και η μαχητικότητά τους ήταν πολύ χαμηλή – όπως αποδεικνυόταν κατά το Σουλτάνο και από την έλλειψη αντίδρασης στις τεράστιες σφαγές Μουσουλμάνων από τους επαναστατημένους Έλληνες. Ως παράδειγμα αναφέρεται όχι μόνο η παθητικότητα των (άμεσα επηρεασμένων) Μουσουλμάνων του Μοριά, αλλά και αυτών της Λάρισας, που παρά τη μικρή απόσταση δεν κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τα αδέλφια τους.

Αντίθετα, εντύπωση προξενεί στο Σουλτάνο η αφοσίωση των Ελλήνων στον αγώνα τους. Εκπλήσσεται όταν οι επαναστάτες δεν ζητούν χάρη, παρά τη βίαιη καταστολή, και επιμένουν στο σκοπό τους. Αυτή η διάθεση αυτοθυσίας αναγνωρίζεται ως ισχυρότερη ασαμπίγια: κάτι που με βάση τις θεωρίες του Ιμπν Χαλντούν τους έκανε πιθανούς αντικαταστάτες στην κορυφή της εξουσίας. Ο Σουλτάνος και οι ψηλοί αξιωματούχοι φοβόντουσαν ότι μπορεί η Αυτοκρατορία να βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του ιμπν-χαλντουνικού δυναστικού κύκλου, ότι μπορεί να πλησιάζει το τέλος της – και προσπάθησαν ν’ ανατρέψουν αυτήν την πορεία.

Ο ιμπν-χαλντουνισμός εφαρμόζεται στην πράξη

Έχοντας όλα αυτά υπόψη, εξηγείται και γιατί ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Σουλτάνος ήταν η διαταγή να κυκλοφορούν όλοι οι Μουσουλμάνοι οπλισμένοι. Επίσης, στόχος ήταν η εγκατάλειψη του πολυτελούς τρόπου ζωής και η προσήλωση στο θρησκευτικό νόμο, τη Σαρία. Τα σχέδια αυτά αφορούσαν όλους τους Μουσουλμάνους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και τάξης – έγινε ακόμα και μια προσπάθεια να επιβληθεί ενιαία ενδυμασία για όλους. Οι Μουσουλμάνοι έπρεπε να ενωθούν σε μια «συμμαχία καρδιών» και να βλέπουν ο ένας τον άλλο σαν αδέλφια. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτυγχανόταν η επιστροφή στο μπεντεβίγιετ (το νομαδικό τρόπο ζωής, στον οποίο ανήκε φυσικά και ο πόλεμος) – προϋπόθεση για τη νίκη επί των επαναστατών, αλλά και γενικά για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας.

Ο εξοπλισμός όλων των Μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη, η ρητορική περί πολεμικού ήθους και της ανάγκης συλλογικής βίαιης αντίδρασης στην «προδοσία» των Ρωμιών, έπαιξαν το ρόλο τους στα γεγονότα που ακολούθησαν. Από τον Απρίλιο μέχρι το Δεκέμβριο του 1821 (σε τέσσερις διαφορετικές φάσεις) ο μουσουλμανικός όχλος, με την ανοχή ή ακόμα και με τη συμμετοχή γενίτσαρων και άλλων αξιωματούχων, επιτέθηκε άγρια στους Ρωμιούς στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς καθώς και λεηλατημένες ή κατεστραμμένες εκκλησίες – ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε πογκρόμ.

Οι Οθωμανοί χρονικογράφοι προσπάθησαν στη συνέχεια να απαλλάξουν το Σουλτάνο από ευθύνες για αυτήν τη σφαγή αθώων. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι αυτά τα γεγονότα δεν βοήθησαν ιδιαίτερα την προσπάθεια κατάπνιξης της επανάστασης ή την επανόρθωση της ασαμπίγια. Αντίθετα, δημιούργησαν μια χαώδη κατάσταση, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός παρέμεινε στο μεγαλύτερο μέρος του σχετικά αδιάφορος για την εξέγερση στην Ελλάδα.

Γενικές σκέψεις

Ίσως η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργείται όταν διαβάζουμε για όλα αυτά (τουλάχιστον έτσι έγινε με μένα), είναι το πόσο συντηρητική ήταν ακόμα η πολιτική σκέψη των Οθωμανών. Μοιάζουν ανίκανοι να συλλάβουν τη σημασία των ιδεολογικών αλλαγών στην Ευρώπη. Αντίθετα, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στη βάση μιας κυκλικής θεωρίας για την Ιστορία, βάζοντας σαν στόχο μια μη ρεαλιστική οπισθοδρόμηση σ’ έναν προηγούμενο τρόπο ζωής.

Με μια δεύτερη ανάγνωση όμως, ίσως μπορούμε να δούμε και την εφαρμογή του ιμπν-χαλντουνισμού σαν μια έκφραση μουσουλμανικού πρωτο-εθνικισμού. Η αναζήτηση μιας δυνατής αλληλεγγύης ανάμεσα σε όλους τους Μουσουλμάνους ως φορείς του κράτους, ανεξαρτήτως ταξικών διαφορών, ή η εξύψωση του πολεμικού ήθους, δεν απέχουν και πολύ από το σύγχρονο εθνικισμό. Ο Ιμπν Χαλντούν θεωρεί πως οι νομαδικοί λαοί έχουν δυνατή ασαμπίγια, λόγω και του ότι γνωρίζουν καλά το γενεαολογικό τους δέντρο και διατηρούν τους φυλετικούς δεσμούς αίματος – σε αντίθεση με τους αστικούς πληθυσμούς που ορίζουν την ταυτότητά τους κυρίως με βάση την πόλη στην οποία κατοικούν. Η οθωμανική προσπάθεια ανασύστασης της ασαμπίγια μέσω της ένταξης σε μια, ανάλογη των παλιών φυλών, φαντασιακή κοινότητα (Μουσουλμάνοι), δεν μοιάζει με τον τρόπο που συστάθηκαν τα σύγχρονα έθνη;

Μπορούμε ίσως να δούμε στη συγκεκριμένη ερμηνεία του ιμπν-χαλντουνισμού το πρώτο βήμα σε μια μακριά πορεία γέννησης της σύγχρονης τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, που έμελλε ακόμα να περάσει τα στάδια του νεο-οθωμανισμού, του πανισλαμισμού και του νεοτουρκισμού; Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Οθωμανοί φαίνονται να θαυμάζουν την ασαμπίγια των Ελλήνων, που τότε είχαν μόλις αρχίσει την πορεία μετατροπής τους από μιλέτι των Ορθόδοξων Χριστιανών σε σύγχρονο ελληνικό έθνος. Πάνω στην αίσθηση της μουσουλμανικής κοινότητας θα βασιζόταν εξάλλου και έναν αιώνα μετά ακόμα και ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, για να κτίσει τη δική του εκδοχή κοσμικού τουρκικού εθνικισμού.


Πηγές:

  • Πασχάλης Κιτρομηλίδης, H. Şükrü Ilıcak (2010): Ιδεολογικά ρεύματα: Έλληνες – Οθωμανοί (1821 – Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Ε’ τόμος).
  • N. Theotokas, N. Kotaridis: Ottoman perceptions of the Greek Revolution (draft).
  • Marinos Sariyannis (2015): Ottoman Political Thought up to the Tanzimat – A Concise History.
  • Abd Ar Rahman bin Muhammed ibn Khaldun: The Muqaddimah (translated by Franz Rosenthal).
  • http://abadeel.com/the-political-thoery-of-ibn-khaldun/

Γιουγκοσλαβικο Ισλαμ: θρησκεια και εθνος

Κλασσικό

Ονόματα όπως Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ή Εμίρ Κουστουρίτσα μας είναι οικεία. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι συνδυάζουν δύο διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις: τη σλαβική, συνδεδεμένη με την Ανατολική Ευρώπη, και την ισλαμική, που κυριάρχησε στο χώρο της Νότιας Μεσογείου. Τα Βαλκάνια ήταν η περιοχή που αυτές οι δύο παραδόσεις συναντήθηκαν και αναμίχθηκαν, αφήνοντας μας κληρονομιά μεταξύ άλλων και τέτοια ονόματα. Και η Γιουγκοσλαβία ήταν η χώρα που με τα 2 εκατομμύρια Σλάβων Μουσουλμάνων συνδέθηκε περισσότερο με αυτήν την ιδιαίτερη ταυτότητα.

Τί σημαίνει όμως «Μουσουλμάνος», είναι μια ταυτότητα εθνοτική/εθνική ή απλά θρησκευτική; Μοιράζονται όλοι οι Σλάβοι Μουσουλμάνοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες την ίδια εθνοτική ταυτότητα; Δύσκολα μπορεί κάποιος να βρει ξεκάθαρες απαντήσεις.

Από τους Οθωμανούς στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία

Για αιώνες ολόκληρη σχεδόν η βαλκανική χερσόνησος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία η εθνοτική-γλωσσική ταυτότητα δεν μετρούσε και πολύ. Η μόνη ταυτότητα που είχε επίσημο στάτους ήταν η θρησκευτική, και μόνο με βάση αυτή διαχώριζαν τους υπηκόους τους οι Οθωμανοί. Έτσι είχε ουσιαστικά και εθνοτικό χαρακτήρα, και δεν είναι τυχαίο που μια τουρκική λέξη για το έθνος σήμερα είναι και «μιλλιέτ»: τα μιλλέτια ήταν οι επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές ομάδες, στις οποίες διαχωριζόταν ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας.

Αυτή η οθωμανική παράδοση επηρέασε βαθιά και τον τρόπο που οι βαλκανικοί λαοί αντιλαμβάνονταν την εθνική ταυτότητα, ακόμα και μετά την ανεξαρτησία τους. Το «Τούρκος» ήταν για τους Χριστιανούς περίπου συνώνυμο του Μουσουλμάνου: εξ’ ου και στα δικά μας οι όροι «Τουρκαλβανοί» ή «Τουρκοκρητικοί», για λαούς χωρίς γλωσσική σχέση με τους Τούρκους.

Στην ελληνική περίπτωση, η μοίρα των ελληνόφωνων Μουσουλμάνων ήταν ξεκάθαρη: θεωρήθηκαν Τούρκοι και είτε σκοτώθηκαν είτε διέφυγαν στην Τουρκία, ενώ και οι τελευταίοι εναπομείναντες εκδιώχθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Στη σλαβική περίπτωση δεν έγινε όμως ακριβώς έτσι. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι έκαναν μεν, όπως και οι Έλληνες, τη χριστιανική θρησκεία κεντρική στην εθνική ταυτότητά τους. Οι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι αρχικά αντιμετωπίστηκαν και αυτοί ως Τούρκοι και γνώρισαν τις ανάλογες πιέσεις, με συνέπεια ένα μεγάλο ποσοστό τους να βρεθεί στην Τουρκία, όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους. Δεν έγινε όμως επίσημη ανταλλαγή όπως στην Ελλάδα, και ένας μεγάλος αριθμός παρέμεινε ακόμα και μετά τον Α’ Παγκόσμιο.

Στον 20ό αιώνα εν τω μεταξύ άρχισαν να εκσυγχρονίζονται και οι αντιλήψεις περί έθνους με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου η γλώσσα ήταν το κεντρικό στοιχείο. Τόσο ο σέρβικος όσο και ο κροατικός εθνικισμός προσπάθησαν άρα να διεκδικήσουν τους ομόγλωσσους Μουσουλμάνους ως «δικούς τους». Κάποιοι έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τους θεωρούν ως τους «καθαρότερους» Σέρβους ή Κροάτες αντίστοιχα.

Αυτό που δεν σκέφτηκαν, ήταν να τους θεωρήσουν ως ένα ξεχωριστό σλαβικό έθνος: ούτε Τούρκους, ούτε Κροάτες, ούτε Σέρβους. Το νέο κράτος που ιδρύθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο ονομάστηκε «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» (στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία): άλλες εθνότητες υποτίθεται ότι δεν υπήρχαν.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο, το κράτος μετατράπηκε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, υπό την ηγεσία του Τίτο. Η νέα σοσιαλιστική ιδεολογία άφησε και περισσότερο χώρο στην ιδέα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Για πρώτη μάλλον φορά, οι απόψεις των ίδιων των Γιουγκοσλάβων Μουσουλμάνων σχετικά με την εθνική τους ταυτότητα λήφθηκαν σοβαρά υπόψη. Αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστούν στη δεκαετία του ’60 οι «Μουσουλμάνοι» ως ξεχωριστή σλαβική εθνότητα (όχι απλά θρησκευτική ομάδα) – μια απ’ αυτές που συνιστούσαν το γιουγκοσλαβικό κράτος, που βασιζόταν στην αρχή «αδελφοσύνη και ενότητα».

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται "Στρατάρχη Τίτο". http://www.cbv.ns.ca/dictator/Tito.html

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται «Στρατάρχη Τίτο».
Πηγή εικόνας

Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σλαβομακεδόνες, οι Μουσουλμάνοι δεν αποτελούσαν καθαρή πλειοψηφία σε μια μεγάλη ενιαία έκταση, ικανή να αποτελέσει ξεχωριστό έθνος-κράτος. Καθυστέρησαν να αναπτύξουν έναν επιθετικό εθνικισμό και έμειναν σχετικά πιο πιστοί στην ιδέα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας απ΄ ότι οι άλλοι. Οι δραματικές εξελίξεις όμως στο τέλος του αιώνα, η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι και οι εθνοκαθάρσεις, τους έβαλαν και αυτούς μπροστά από δύσκολες επιλογές. Με τα λόγια ενός κάτοικου του Σαράγεβο:

«Πρώτα, ήμουν Γιουγκοσλάβος. Μετά ήμουν Βόσνιος. Τώρα, γίνομαι Μουσουλμάνος. Ούτε καν πιστεύω στο Θεό. Αλλά μετά από διακόσιες χιλιάδες νεκρούς, τί περιμένεις να κάνω; Ο καθένας πρέπει να έχει μια χώρα στην οποία μπορεί να ανήκει.»

Βοσνιακότητα εναντίον μουσουλμανικότητας

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν το μόνο από τα ομοσπονδιακά κρατίδια της Γιουγκοσλαβίας, στο οποίο οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν τη σχετική έστω πλειοψηφία (44% το 1991). Στο κρίσιμο διάστημα 1878-1918 είχε βρεθεί υπό τη διοίκηση της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων, οι οποίοι προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια ιδιαίτερη βοσνιακή εθνική ταυτότητα, για να αμυνθούν ενάντια στις σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία. Η ιδέα της «βοσνιακότητας» βρήκε απήχηση μάλλον κυρίως σε Βόσνιους μουσουλμανικής καταγωγής, που υποστήριζαν την εκκοσμίκευση και τον προσανατολισμό προς το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό – όπως ο Μεχμέτ Μπέης Καπετάνοβιτς Λιούμπουσακ, που εξέδιδε και την εφημερίδα «Βοσνιακός».

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη τέθηκε υπό αυστροουγγρική διοίκηση, ενώ μια περιοχή ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμεινε οθωμανική: το σημερινό Σαντζάκι.
Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ήταν άρα επόμενο που η μουσουλμανική-σλαβική ταυτότητα συνδέθηκε με τη βοσνιακή. Όταν στη Γιουγκοσλαβία του ’60 αναγνωρίστηκε η «μουσουλμανική» εθνότητα, πολλοί Βόσνιοι Μουσουλμάνοι δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι. Πράγματι, ο όρος «Μουσουλμάνοι» είναι κάπως παράδοξος, όταν πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν θρήσκοι, μπορεί μάλιστα να ήταν και άθεοι κομμουνιστές. Όταν οι υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές εθνότητες είχαν μια καθαρά εθνική ταυτότητα και γεωγραφική αναφορά, οι «Μουσουλμάνοι» έπρεπε να αρκεστούν σ’ ένα τίτλο που παρέπεμπε περισσότερο σε θρησκευτική ομάδα. Για να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο, έγραφαν Μουσουλμάνοι με κεφαλαίο Μ, όταν αναφέρονταν στην εθνότητα, και με μικρό μ, όταν επρόκειτο για τη θρησκεία – μια μάλλον όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική λύση.

Από τότε τα χρόνια πέρασαν και πολλά πράγματα άλλαξαν. Η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγινε ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος. Η ιδέα της ενιαίας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας υποχώρησε και οι Βόσνιοι μουσουλμανικής καταγωγής βρέθηκαν πλέον αναγκασμένοι να ξεκαθαρίσουν το θέμα της εθνικής τους ταυτότητας.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Χάρτης της σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Από το 1993, επικράτησε τελικά το όνομα Βοσνιακοί αντί Μουσουλμάνοι ως επίσημο εθνικό. Σημασία έχει η χρήση του όρου «Βοσνιακός» (Bosnjak) και σε αντίθεση με το «Βόσνιος» (Bosanac): ενώ ο πρώτος περιγράφει συγκεκριμένα την εθνοτική ομάδα με μουσουλμανικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά (χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι όλα τα μέλη της θρήσκοι Μουσουλμάνοι), ο δεύτερος είναι καθαρά γεωγραφικός. Αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας, δηλαδή και τους Κροάτες και τους Σερβοβόσνιους.

Παρά τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει το Ισλάμ στο βοσνιακό εθνικισμό ως στοιχείο που τους διαφοροποιεί από Σέρβους και Κροάτες, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο αυτός είναι μία κατά βάση κοσμική ιδεολογία. Και η βοσνιακή κοινωνία παραμένει γενικά κοσμική και όχι ιδιαίτερα θρήσκα, παρά την όποια θρησκευτική αναγέννηση των τελευταίων δεκαετιών.

Ονομάζοντας τους εαυτούς τους «Βοσνιακούς», οι Μουσουλμάνοι ελπίζουν ότι πέτυχαν αυτό που ήδη είχαν καταφέρει οι Σέρβοι και οι Κροάτες: να θεωρηθούν πραγματικό ξεχωριστό έθνος, ακόμα και ανεξάρτητα από την θρησκεία. Και όπως οι Κροάτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, ανακήρυξαν και αυτοί τη διάλεκτο τους ως ξεχωριστή γλώσσα (βοσνιακά) – αν και πρακτικά μάλλον λίγες διαφορές έχει από τα πρώην ενιαία σερβοκροατικά.

Ως συνήθως όμως στην περιοχή μας, τέτοια προβλήματα ταυτότητας δεν λύνονται έτσι εύκολα. Σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι υπάρχουν και εκτός Βοσνίας: ανήκουν και αυτοί στη βοσνιακή εθνότητα;

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Ένα σαντζάκι στον 21ο αιώνα

«Σαντζάκι» ήταν ο τίτλος οθωμανικής διοικητικής υποδιαίρεσης. Με το τέλος της Αυτοκρατορίας, εξαφανίστηκαν και τα πολλά σαντζάκια που τη συναποτελούσαν. Εκτός από ένα: το σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, η σημερινή συνοριακή περιοχή Σερβίας- Μαυροβουνίου. Εκεί το όνομα διατηρήθηκε – σε συντομία αποκαλείται σήμερα απλά Σαντζάκι και οι κάτοικοι του Σαντζακλήδες (Sandžaklije).

Αυτή δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα της περιοχής. Είναι επίσης το μοναδικό τμήμα της Σερβίας που ο πληθυσμός είναι κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός (το μαυροβουνιακό τμήμα του Σαντζακίου έχει μικρή χριστιανική πλειοψηφία). Πολλοί Βοσνιακοί θεωρούν τους Σαντζακλήδες ως μέρος του έθνους τους, και οι υπερεθνικιστές ελπίζουν μάλιστα σε μια ένωση των δύο περιοχών, Βοσνίας και Σαντζακίου. Όπως και να έχει, για το βοσνιακό εθνικισμό το Σαντζάκι έχει μάλλον σημασία και ως αντίβαρο για τις πιο επικίνδυνες σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Ο μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτ από το Σαντζάκι εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους. http://www.rferl.org/content/Serbias_Sandzak_Becomes_Balkans_Latest_Hot_Spot/2170477.html

Ο Σαντζακλής μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτς εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι μάλλον δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους.
Πηγή εικόνας

Το πώς η μπερδεμένη αυτή κατάσταση μπορεί να αγγίξει τα όρια του παραλογισμού, φαίνεται στο θέμα της γλώσσας. Οι κάτοικοι του Σαντζακίου μιλούσαν πάντα την ίδια τοπική σερβοκροατική διάλεκτο, ανεξαρτήτως θρησκείας. Με τη διάσπαση των γλωσσών όμως, μουσουλμανικές οργανώσεις του Σαντζακίου προσπάθησαν και εν  μέρει πέτυχαν να καθιερώσουν τα βοσνιακά ως «επίσημη» γλώσσα των Μουσουλμάνων – δηλαδή μια «γλώσσα» που βασίζεται στη διάλεκτο του Σαράγεβο και που στο Σαντζάκι στην πράξη δεν μιλάει κανείς, ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Μουσουλμάνοι. Αυτό ήδη προκαλεί προβλήματα και αντιδράσεις από τους Σέρβους του Σαντζακίου π.χ. στο θέμα της σχολικής διδασκαλίας, που (ακόμα) είναι κοινή.

Ποιά είναι η άποψη όμως του ίδιου του λαού για όλα αυτά; Στην τελευταία απογραφή του 2011 στη Σερβία, 145.278 δήλωσαν ως εθνότητα τη βοσνιακή. Υπάρχουν όμως και 22.301 που επιμένουν να δηλώνουν ως εθνότητα «Μουσουλμάνος», όπως στην εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Στο γειτονικό Μαυροβούνιο, οι Σαντζακλήδες Μουσουλμάνοι τείνουν μεν και αυτοί προς τη βοσνιακή ταυτότητα, όχι όμως και οι Μουσουλμάνοι στο δυτικό τμήμα της χώρας. Υπάρχουν κιόλας δύο οργανώσεις που εκφράζουν αυτήν την αντιπαράθεση: η Μάτιτσα Μουσλιμάνσκα και η Μάτιτσα Μποσνιάκα. Συμπερασματικά, ενώ η βοσνιακή εθνική ιδέα φαίνεται να έχει όντως μεγάλη πέραση, δεν λείπει και η αντίδραση και τα πράγματα είναι ακόμα ρευστά.

Πομάκοι, Τορμπές και Γκοράνοι

Τόσο οι Βόσνιοι όσο και οι Σαντζακλήδες μιλούν παραλλαγές της πρώην ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Δεν είναι όμως οι μόνοι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι των Βαλκανίων: υπάρχουν και αυτοί που μιλούν διαλέκτους πιο συγγενικές στα βουλγάρικα. Μεγαλύτερη ομάδα είναι οι γνωστοί μας Πομάκοι, που κατοικούν στα βουνά της Ροδόπης, στην ελληνική και τη βουλγαρική μεριά.

Εκτός της Βουλγαρίας και της Ελλάδας όμως, υπάρχουν και στην πρώην Γιουγκοσλαβία τέτοιες γλωσσικές ομάδες. Αν και πολλοί τους θεωρούν Πομάκους, είναι αμφίβολο αν βλέπουν κι οι ίδιοι τους εαυτούς τους έτσι. Οι Τορμπές στην πΓΔΜ μιλούν, όπως και οι Ορθόδοξοι συμπατριώτες τους, σλαβομακεδόνικα. Η γλώσσα θεωρείται πολύ συγγενική στα βουλγάρικα, πολλοί Βούλγαροι μάλιστα τη θεωρούν δική τους διάλεκτο, κάτι που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες όμως απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Οι Τορμπές υπολογίζονται στις 60-70.000 – μόλις όμως περίπου 15.000 δηλώνουν σήμερα επίσημα ότι είναι Μακεδόνες-Μουσουλμάνοι (επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, έφτασαν τις 40.000). Άλλοι προτιμούν να θεωρούνται Τούρκοι ή Αλβανοί. Μπορεί ακόμα και τρία αδέλφια να δηλώνουν ο ένας Τούρκος, ο άλλος Μακεδόνας Μουσουλμάνος και ο τρίτος Αλβανός! Οι Τορμπές διεκδικούνται επίσης όχι μόνο από το σλαβομακεδονικό και τον τουρκικό ή αλβανικό εθνικισμό ως «δικοί τους», αλλά και το βουλγάρικο (ως Πομάκοι) – ακόμα και τον ελληνικό (!), βάσει της θεωρίας περί θρακικής καταγωγής των Πομάκων.

Παρά την επιμονή των Σλαβομακεδόνων ότι οι Τορμπές είναι μέρος του έθνους τους, αυτό υπονομεύεται από τους ίδιους, όταν συνδέουν την εθνική τους ταυτότητα με την Ορθοδοξία και αντιμετωπίζουν τους Τορμπές με δυσπιστία, ως πιθανούς σύμμαχους των Αλβανών ή των Τούρκων. Την ανάλογη αντιφατική στάση τη γνωρίζουμε φυσικά κι από τους Έλληνες, τους Βούλγαρους και τους Σέρβους στη σχέση με τις μουσουλμανικές τους μειονότητες.

Οι Γκοράνοι είναι μια ακόμα ξεχωριστή ομάδα που κατοικεί στο συνοριακό τρίγωνο Κοσσυφοπεδίου-Αλβανίας-πΓΔΜ. Είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν μια νοτιοσλαβική διάλεκτο, σε αντίθεση με τον αλβανόφωνο περίγυρό τους. Από κάποιους αυτή η διάλεκτος θεωρείται μεταβατική ανάμεσα στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα και τα σερβοκροατικά. Το όνομα τους προέρχεται από τη σλαβική λέξη «Γκόρα», δηλαδή βουνό – όπως ονομάζεται και η περιοχή τους.

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: Αλβανούς, Σέρβους, Τούρκους, Ρομά, Βοσνιακούς - και Γκοράνους. By Cradel (current version), earlier version by Ningyou - Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: μια απ’ αυτές και οι Γκοράνοι.
By Cradel (current version), earlier version by Ningyou – Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Η περίπτωση των Γκοράνων του Κοσσυφοπεδίου είναι ιδιαίτερη, λόγω της ταραγμένης πρόσφατης Ιστορίας της χώρας. Αν και Μουσουλμάνοι, δεν φαίνονται να ταυτίζονται με τους ομόθρησκους τους Αλβανούς, ούτε καν με τους επίσης σλαβόφωνους Βοσνιακούς, ενώ φαίνεται να δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους σέρβικους θεσμούς, στους οποίους τείνουν να καταφεύγουν για ιατρική περίθαλψη, παιδεία κ.λπ. Από κάποιους Αλβανούς εκλαμβάνονται ως συνεργάτες των Σέρβων, γι’ αυτό έχουν γίνει και στόχος επιθέσεων. Όπως και να’ χει, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά πολλοί έφυγαν από το Κόσοβο: σήμερα απομένουν μόνο περίπου 11000 στη χώρα. Η περίπτωση τους δείχνει ότι ούτε η κοινή θρησκεία (με τους Αλβανούς) είναι αρκετή για να αποφευχθούν εθνικές τριβές.

Η επιμονή των Τορμπές και των Γκοράνων στη διαφορετικότητά τους, δείχνει ότι τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα απ’ ότι θα περιμέναμε. Επί ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, τουλάχιστον οι Γκοράνοι κατηγοριοποιούνταν εθνοτικά ως «Μουσουλμάνοι», μαζί με τους Βόσνιους και τους Σαντζακλήδες. Τέτοιες μικρές πληθυσμιακές ομάδες όμως μπορεί να έχουν μια εντελώς ξεχωριστή ταυτότητα. Και να προσπαθούν να τη διατηρήσουν, παρά τις δυσκολίες της κατάστασης που βρίσκονται, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά διαφορετικών εθνικισμών.


Όπως και με τους Αλβανούς και τους Τούρκους, ο εθνικισμός έφτασε στους Σλάβους Μουσουλμάνους καθυστερημένα, σε σχέση με τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού ήταν εκ των πραγμάτων πιο συνδεδεμένοι με το οθωμανικό καθεστώς, και η ρήξη μαζί του ήταν πιο δύσκολη. Στη γιουγκοσλαβική περίπτωση όμως, το ιδιαίτερο κοσμικό περιβάλλον της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, που ήταν για τη μουσουλμανική κοινότητα αρκετά ικανοποιητικό, καθυστέρησε μια πραγματική εθνογένεση ακόμα περισσότερο.

Στην ουσία, μόλις τώρα με την (ιδιαίτερα βίαιη) μετάβαση στη νέα τάξη αναγκάστηκαν και οι Γιουγκοσλάβοι Μουσουλμάνοι να ολοκληρώσουν την εθνογένεσή τους – αλλού αυτό προχώρησε ήδη αρκετά (Βοσνία) κι αλλού λιγότερο (Γκοράνοι, Τορμπές). Βλέπουμε έτσι ζωντανά πώς εξελίσσεται μια τέτοια διαδικασία, που έγινε παλιότερα και στα άλλα βαλκανικά έθνη, μεταξύ αυτών και στους Έλληνες.

Αυτή είναι μια ακόμα ένδειξη ότι τα σύγχρονα έθνη δεν είναι ιστορικές σταθερές, αλλά ένα νέο φαινόμενο, με τα όρια μεταξύ τους να έχουν αποφασιστεί – και να μεταβάλλονται ακόμα – ανάλογα με τις συγκυρίες. Ούτε η κοινή γλώσσα ούτε η θρησκεία ή γεωγραφία φτάνουν για να οριστεί αντικειμενικά ένα έθνος. Οι διαφορετικές εθνικές επιλογές των Σλάβων Μουσουλμάνων, αλλά και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η εθνική τους ταυτότητα απ’ έξω, το αποδεικνύουν αυτό. Εδώ ταιριάζει και η ακόλουθη ιστορία από το Σαντζακλή ιστορικό και συγγραφέα Ζούβντια Χότζιτς από το Γκουσίνιε (πόλη στο Μαυροβούνιο, με ανάμικτο αλβανικό και σλαβικό-μουσουλμανικό πληθυσμό):

«Ήρθα στην Κωνσταντινούπολη και ο κόσμος με ρωτούσε: «Ποιός είσαι;». Είπα «Τούρκος», αλλά κούνησαν το κεφάλι τους: «Ε, δεν είσαι. Είσαι Αρναούτης (=Αλβανός)». Άρα ήρθα στο Σκαντάρ ως Αλβανός, παρ’ όλα αυτά, μου είπαν ότι είμαι Βοσνιακός. Επομένως πήγα στο Σαράγεβο ως Βοσνιακός και ο κόσμος γύρω μου ρωτούσε από πού ήμουνα. Απάντησα: «Βοσνιακός». Με πήραν για τρελό και μου είπαν ότι είμαι Μαυροβούνιος με μουσουλμανική θρησκεία. Τότε στην Ποντγκόριτσα ένας τύπος μου είπε ότι δεν είμαι τίποτα άλλο από Τούρκος. Ε λοιπόν, δεν μπορεί κάποιος να το καταλάβει αυτό. Ποιός είμαι και τί είμαι; Κανένας.«


Πηγές: