Ισλάμ στα Ελληνικά

Κλασσικό

Λίγα έθνη στον κόσμο συνδέθηκαν τόσο πολύ με μια θρησκευτική ταυτότητα όσο οι σύγχρονοι Έλληνες. Γι’ αυτό υπάρχουν φυσικά ιστορικοί λόγοι, που έχουν να κάνουν με το βυζαντινό και κυρίως το οθωμανικό παρελθόν.

Κι όμως, το ότι οι Έλληνες θεωρούνται σήμερα ορθόδοξο έθνος δεν είναι απαραίτητα κάτι αυτονόητο. Αν υπήρχαν άλλες ιστορικές συνθήκες δεν αποκλείεται να ήταν ένα έθνος κατά πλειοψηφία καθολικό ή μουσουλμανικό, όπως είναι π.χ. οι συγγενικοί Αλβανοί. Μ’ ένα θέμα τόσο ευαίσθητο και δύσκολο όπως η ελληνική εθνική ταυτότητα, τα πράγματα ποτέ δεν είναι απλά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι υπήρξαν (και υπάρχουν) ελληνόφωνοι Καθολικοί, Εβραίοι, αλλά και Μουσουλμάνοι. Οι τελευταίοι είναι το θέμα αυτού του άρθρου.

Λινοπάμπακοι: Κρυπτοχριστιανοί ή ιδιαίτεροι Μουσουλμάνοι;

Και μόνο το όνομα αυτής της κυπριακής κοινότητας λέει αρκετά: Λινοπάμπακοι, δηλαδή και λινό και βαμβάκι. Προφανώς τους αποδόθηκε και με μια δόση ειρωνείας, απέναντι στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στο Χριστιανισμό και το Ισλάμ, κρατώντας τα πρακτικά πλεονεκτήματα και από τις δυο θρησκείες.

Για την καταγωγή τους υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες. Πολλοί Ελληνοκύπριοι τους θεωρούν επιφανειακά εξισλαμισμένους (κρυπτοχριστιανούς) πρώην Ορθόδοξους. Η άλλη άποψη είναι ότι ήταν κυρίως εξισλαμισμένοι Καθολικοί, είτε Λατίνοι είτε Μαρωνίτες. Αυτή η εκδοχή (που φαίνεται να δέχονται και πολλοί από τους ίδιους τους σημερινούς απόγονούς τους) μοιάζει και πιο λογική, αφού ήταν οι Καθολικοί που είχαν γνωρίσει διώξεις από το οθωμανικό καθεστώς και είχαν πολύ μεγαλύτερη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν. Όπως και να έχει, ένα είναι σίγουρο: ήταν κατά κανόνα ελληνόφωνοι, μέχρι και πολύ πρόσφατα (ακόμα και σήμερα κάποιοι από τους απογόνους τους διατηρούν την ελληνική κυπριακή διάλεκτό τους, όπως οι σημερινοί κάτοικοι της Γιαλούσας, που κατάγονται κυρίως από την περιοχή της Τηλλυρίας).

Οι Λινοπάμπακοι κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές της Κύπρου. Τόποι που συνδέθηκαν ιδιαίτερα με την ιστορία και τον πολιτισμό των Λινοπάμπακων είναι π.χ. η περιοχή της Τηλλυρίας ή το χωριό Λουρουτζίνα στην επαρχία Λάρνακας.

Χάρτης της Λουρουτζίνας, χωριού που συνδέθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση των Λινοπάμπακων. Πριν το '74 έφτασε να έχει μέχρι 3000 κατοίκους, η απομόνωση (μόνο μια στενή λωρίδα γης το συνδέει με τα υπόλοιπα κατεχόμενα) και η στρατιωτικοποίηση μετά την εισβολή έφεραν και την παρακμή του: μόνο 400-500 κάτοικοι έχουν απομείνει σήμερα. https://tfrnorthcyprus.wordpress.com/2013/10/17/north-cyprus-akincilarlurucina-looking-back-in-time/

Χάρτης της Λουρουτζίνας. Πριν το ’74 έφτασε να έχει μέχρι 3000 κατοίκους, αλλά η απομόνωση (μόνο μια στενή λωρίδα γης το συνδέει με τα υπόλοιπα κατεχόμενα) και η στρατιωτικοποίηση μετά την εισβολή έφεραν και την παρακμή του: μόνο 400-500 κάτοικοι έχουν απομείνει σήμερα.
Πηγή εικόνας

Οι Λινοπάμπακοι την εποχή της Τουρκοκρατίας και στις αρχές της Αγγλοκρατίας ήταν εξωτερικά αναγνωρίσιμοι ως Μουσουλμάνοι (π.χ. μέσω της ενδυμασίας τους), τηρούσαν όμως και πολλές χριστιανικές παραδόσεις (όπως πιθανόν τη βάφτιση), ενώ συχνά είχαν διπλά ονόματα, μουσουλμανικό και χριστιανικό, κατά προτίμηση κάποια κοινά και στις δύο θρησκείες π.χ. Γιουσούφ – Ιωσήφ. Για τους γάμους τους αναφέρεται ότι γινόταν ένας μουσουλμανικός, δημόσια και ανοικτός σε όλους, που τον ακολουθούσε ένας κρυφός χριστιανικός. Επίσης υπάρχουν αναφορές ότι κατανάλωναν και χοιρινό κρέας.

Όλα αυτά ερμηνεύονται συνήθως ως κρυπτοχριστιανισμός. Είναι αλήθεια ότι πολλοί επέστρεψαν στο Χριστιανισμό με την Αγγλοκρατία (αναφέρονται ως παραδείγματα οι κάτοικοι του Λιοπετρίου και του Μοναγρίου). Δεν το έπραξαν όμως όλοι: κάποιοι προτίμησαν αντίθετα να ενταχθούν πιο αποφασιστικά στη μουσουλμανική κοινότητα. Αυτό δείχνει ότι το φαινόμενο των Λινοπαμπάκων είναι μάλλον λιγότερο απλό απ’ ότι κάποιοι θα ήθελαν να είναι.

Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Λινοπάμπακων στην  αρχή της Αγγλοκρατίας διαφέρουν πολύ, από 1200 μέχρι 20000 άτομα (στην τελευταία περίπτωση θα αποτελούσαν περίπου 40% των τότε Τουρκοκυπρίων). Από τότε όμως, υπό την πίεση της ένταξης σε μια από τις δύο θρησκευτικές ομάδες, άρχισαν να μειώνονται ραγδαία. Στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται ότι πολύ λίγοι πλέον αυτοπροσδιορίζονταν ως Λινοπάμπακοι – σημάδι ίσως κι αυτό μιας νέας εποχής λιγότερο ανεκτικής σε «ενδιάμεσες» ή πολλαπλές ταυτότητες. 

Βαλαάδες: Οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας

Όπως ξέρουμε, η σημερινή ελληνική Μακεδονία ήταν κάποτε ένα πραγματικό μείγμα θρησκειών και εθνοτήτων, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή της Βαλκανικής. Επίσης δεν είναι άγνωστο ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων, σχεδόν οι μισοί, ήταν Μουσουλμάνοι, τουρκόφωνοι ή άλλοι. Κάποιοι απ’ αυτούς θα σημάδευαν με τον τρόπο τους το παρόν και το μέλλον του νέου τουρκικού έθνους-κράτους: από τον Κεμάλ Ατατούρκ ως το Ναζίμ Χικμέτ και πολλούς άλλους.

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους Μακεδόνες Μουσουλμάνους υπήρχε και μια μικρή κοινότητα ελληνόφωνων. Αυτοί κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Βόιου στο σημερινό νομό Κοζάνης, καθώς και σε τμήματα των νομών Καστοριάς και Γρεβενών. Τους ονόμαζαν «Βαλαάδες» ή «Βαλαχάδες», λόγω της φράσης «Βαλλαχί» (μα το Θεό). Ήταν μάλλον απόγονοι Ελλήνων της περιοχής που προσχώρησαν στο Ισλάμ για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Φαίνεται ότι τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς ήταν υπό την επιρροή του ετερόδοξου Ισλάμ των Μπεκτασήδων (τέτοιες αναφορές υπάρχουν π.χ. για τους κατοίκους του χωριού Βίνιανη, σήμερα Λευκάδι, ενώ στην περιοχή υπήρχαν και αρκετοί τεκέδες Μπεκτασήδων), χωρίς να λείπουν οι εντάσεις μεταξύ αυτών και των ορθόδοξων Σουνιτών.

Παρά το ότι οι Βαλαάδες παρέμειναν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνοι (με βάση τις πληροφορίες, μόνο όσοι είχαν υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό ήξεραν καλά τούρκικα, ενώ στις γυναίκες η γνώση των τουρκικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη), στα σχολεία τους που άρχισαν να ιδρύονται τότε διδάσκονταν μόνο στα τούρκικα. Το ελληνικό κράτος, στο διάστημα που οι Βαλαάδες ήταν υπό τη διοίκησή του (1912-24), δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε πολύ για τη διδασκαλία τους στα ελληνικά. Είναι κι αυτό ίσως ένα δείγμα της συνηθισμένης άποψης περί ελληνικού έθνους: προφανώς δεν θεωρούνταν δυνατό να αποκτήσουν Μουσουλμάνοι ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμα κι αν μιλούσαν ελληνικά.

Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων πολλά από τα χωριά και τα τζαμιά των Βαλαχάδων λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τους Χριστιανούς, κατά μια άποψη ως αντίποινα για ανάλογες επιθέσεις σε χριστιανικά χωριά (όπως ήταν φυσικό, οι Βαλαάδες χωρικοί είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Οθωμανών). Μετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος το 1912-3 άρχισαν να ανοικοδομούνται. Τελικά όμως οι Βαλλαχάδες γνώρισαν την ίδια τύχη με τους τουρκόφωνους ή σλαβόφωνους ομόθρησκούς τους: συμπεριλήφθηκαν στην ελληνο-τουρκική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24 και βρέθηκαν στην Τουρκία. Αν και δεν έλειψαν και οι απόψεις περί εξαίρεσης τους από την ανταλλαγή (κυρίως φαίνεται από αντιβενιζελικούς παράγοντες, τους οποίους οι Βαλαάδες έτειναν να υποστηρίζουν εναντίων των βενιζελικών) και παρά του ότι αρκετοί απ’ αυτούς φαίνεται ότι ήταν έτοιμοι ακόμα και να εκχριστιανιστούν για να παραμείνουν, τίποτα δεν μπορούσε τελικά να τους σώσει.

Απόγονοι των Βαλαάδων από την Τουρκία επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, τη Νεάπολη Κοζάνης. http://siatistatvradio.webnode.gr/products/%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BD%CE%B5%CE%AC%CF%80/

Απόγονοι των Βαλαάδων από την Τουρκία επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, τη Νεάπολη Κοζάνης.
Πηγή εικόνας

Ισλάμ στα ποντιακά: Οφλήδες και Τονιαλήδες

Στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου, γύρω από την Τραπεζούντα, οι ελληνικές διάλεκτοι μιλιόνταν αδιάκοπα εδώ και σχεδόν τρεις χιλιετίες. Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι ήταν κυρίως Χριστιανοί, και άρα βρέθηκαν όπως ξέρουμε και αυτοί με την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα. Πολλοί θα πίστευαν ότι εξαφανίστηκε έτσι και αυτή η πανάρχαια όσο και απομακρυσμένη εστία ελληνοφωνίας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα τμήμα των Ποντίων είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ, κυρίως από το 15ο ως το 18ο αιώνα. Μπόρεσαν άρα να παραμείνουν στην πατρίδα τους, αφού κριτήριο για την ανταλλαγή ήταν η θρησκεία και όχι η γλώσσα. Σε κάποιες περιοχές οι ελληνικές διάλεκτοι επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας.

Οι περιοχές που ακόμα μιλιούνται μέχρι τις μέρες μας τα ρωμέικα. http://www.romeyka.org/the-romeyka-project/rediscovering-romeyka

Οι περιοχές που ακόμα μιλιούνται και σήμερα τα ρωμέικα.
Πηγή εικόνας

Πιο σημαντική απ’ αυτήν την άποψη είναι η κοιλάδα του Όφι, που δίνει και το όνομά της στους ελληνόφωνους Οφλήδες. Τη γλώσσα τους οι ίδιοι την αποκαλούν «ρωμέικα», και φαίνεται ότι έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τα αρχαία ελληνικά – από γλωσσολόγους θεωρείται μάλιστα η πιο κοντινή σ’ αυτά απ’ όλες τις ζωντανές ελληνικές διαλέκτους. Δυστυχώς, φαίνεται πως μόνο περίπου 5000 άτομα έχουν μείνει στην περιοχή για να τη μιλούν, πράγμα που την έχει κατατάξει στις γλώσσες που κινδυνεύουν από εξαφάνιση.

Τουρκοκρητικοί ή Κρητικοί Μουσουλμάνοι;

Το 1896, 2 χρόνια μόνο πριν την ανακήρυξη της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν ακόμα το 26% του πληθυσμού της Κρήτης (δηλαδή 80,000 άτομα) – κάποιες αναφορές μιλάνε για ακόμα πιο ψηλά ποσοστά παλιότερα. Ήταν απόγονοι εξισλαμισμένων ντόπιων Χριστιανών, Οθωμανών υπαλλήλων και εμπόρων, αλλά και Αφρικανών σκλάβων και εργατών.  Στην μεγάλη τους πλειοψηφία είχαν σαν μητρική γλώσσα τα ελληνικά – παρ’ όλα αυτά έμειναν γνωστοί με το όνομα «Τουρκοκρητικοί».

Οι Μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως στις πόλεις. Στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο αποτελούσαν μέχρι και την περίοδο της κρητικής αυτονομίας την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η συγκέντρωση στις πόλεις ενισχύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, λόγω και των επιθέσεων που αντιμετώπιζαν από τους Χριστιανούς στην επαρχία. Τα ελληνοποιημένα ισλαμικά ονόματά τους ήταν χαρακτηριστικά, π.χ. Μουσταφά Μπέης Δεληαχμετάκης (δήμαρχος Ηρακλείου), Νεσίμ Φαρφουράκης (υπουργός Παιδείας της Κρητικής Πολιτείας). Μόνο στα τελευταία χρόνια της παρουσίας τους στην Κρήτη άρχισαν να μαθαίνουν μαζικά και τα τούρκικα. Κάτι που προφανώς ήταν και ένας τρόπος να τονίσουν τη διαφορετική τους ταυτότητα, σε εποχές που ο εθνικισμός φούντωνε. Πάντως στην καθημερινότητα παρέμεναν ελληνόφωνοι.

Τα τελευταία χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας και με την άνοδο του εθνικισμού, υπήρχαν συνεχώς συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες. Στην περίοδο της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), οι Μουσουλμάνοι είχαν θεωρητικά εγγυημένα δικαιώματα και εκπροσώπηση. Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό δεν τους έβρισκε σύμφωνους και δημιουργούσε πάλι εντάσεις με τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους. Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά. Ήδη το 1900 το ποσοστό τους είχε μειωθεί στο 11%, ενώ το 1911 είχαν απομείνει μόνο περίπου 28.000 άτομα. Ήδη πριν τον τελευταίο ελληνοτουρκικό πόλεμο η μουσουλμανική κοινότητα είχε δηλαδή μειωθεί τόσο πολύ που δεν θύμιζε σε τίποτα το παρελθόν της. Η ανταλλαγή πληθυσμών το 1924 εξαφάνισε και τα τελευταία υπολείμματα.

Τί απέγιναν όμως αυτοί οι Μουσουλμάνοι Κρητικοί; Πολλοί από τους πρώτους που έφυγαν μετανάστευσαν σε άλλα κοντινά νησιά που ήταν ακόμα υπό οθωμανική διοίκηση, όπως η Ρόδος και η Κως – οι απόγονοί τους αποτελούν μέχρι και σήμερα ένα μέρος των ακόμα ζωντανών μουσουλμανικών κοινοτήτων  σ’ αυτά τα νησιά. Οι περισσότεροι βρέθηκαν στη σημερινή Τουρκία, πολλοί απ’ αυτούς στη Σμύρνη, όπου αντικατέστησαν το χριστιανικό πληθυσμό. Η παρουσία τους εκεί πρέπει να έπαιξε ρόλο και στον ιδιαίτερα κοσμικό προσανατολισμό της πόλης (προπύργιο των κεμαλικών), αφού το κρητικό Ισλάμ μάλλον δεν ήταν ποτέ και ιδιαίτερα αυστηρό ή ορθόδοξο. Κάτι που σχετίζεται ίσως και με την έντονη επιρροή των Μπεκτασήδων (και) στην Κρήτη.

Γενικά φαίνεται ότι αυτοί που βρέθηκαν στην Τουρκία απέκτησαν γρήγορα τουρκική εθνική συνείδηση. Παρ’ όλα αυτά πολλοί διατηρούν ακόμα την κρητική τους παράδοση και ταυτότητα, ενώ κάποιοι γέροι μιλούν ακόμα και την παλιά τους κρητική γλώσσα. Ένα μέρος όμως των Κρητικών Μουσουλμάνων βρέθηκε ακόμα πιο μακριά. Και η περίπτωση τους έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Χαμιντιγιέ: μια κρητική νησίδα στη Συρία

Κάπου στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου υπάρχει μια περιοχή που διαφέρει γλωσσικά από τον αραβικό περίγυρό της. Οι κάτοικοί της μιλάνε (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) ακόμα και σήμερα μια ελληνική κρητική διάλεκτο. Περίπου 3000 ζουν στο έδαφος της Συρίας, στην περιοχή Χαμιντιγιέ, και περίπου 7000 από την άλλη πλευρά των συνόρων, τη λιβανέζικη.

Η καταγωγή τους είναι φυσικά από Μουσουλμάνους της Κρήτης. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πολλά μέλη της κοινότητας είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα να εγκαταλείπουν το νησί. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ Β’ φρόντισε να βρει για μερικούς απ’ αυτούς ένα νέο σπίτι στην τότε οθωμανική επαρχία της Συρίας: εις ανάμνησιν του, η περιοχή ονομάστηκε Χαμιντιγιέ.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή μοιράστηκε ανάμεσα στα δύο νεοσύστατα κράτη, το Λίβανο και τη Συρία. Στο Λίβανο κατοικούν σήμερα κυρίως στην περιοχή του λιμανιού της Τρίπολης, την Ελ Μίνα. Το 1996 ίδρυσαν μάλιστα το «Φιλανθρωπικό Κοινωνικό Λιβανέζικο Κρητικό Σύλλογο», με σκοπό μεταξύ άλλων να προωθήσουν και μια επανασύνδεση με την Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι μιλούν ακόμα αρκετά καλά ελληνικά (κρητικά). Το ξέσπασμα του λιβανέζικου εμφυλίου δεν τους άφησε όμως ούτε αυτούς ανεπηρέαστους. Αναγκάστηκαν να σκορπιστούν κι έτσι χάθηκε κάπως η συνοχή τους, όπως χάνεται σιγά σιγά και η γνώση της γλώσσας.

Αντίθετα στη Χαμιντιγιέ της Συρίας, οι Κρητικοί ζουν ακόμα ως περίπου κλειστή κοινότητα, και διατηρούν τη γλώσσα τους σε εντυπωσιακά καλό βαθμό, παρά του ότι κάποιοι είναι ήδη πέμπτης γενιάς. Η γνώση της γλώσσας είναι πάντως μόνο προφορική, κάτι που οφείλεται και στην απουσία ελληνικού σχολείου. Στην καθημερινότητά τους ζουν μάλλον ως δίγλωσσοι, αλλάζοντας από τα κρητικά στα αραβικά και ανάποδα.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι Κρητικοί του Λιβάνου και της Συρίας (κυρίως οι δεύτεροι) διατηρούν τόσο πολύ την ιδιαίτερη ταυτότητά τους και ότι δεν έχουν χάσει τη σύνδεση με τον τόπο καταγωγής τους. Βλέπουν συχνά ελληνική τηλεόραση μέσω δορυφόρου και πολλοί επιδιώκουν να ζήσουν στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι αυτή η σύνδεση παραμένει ζωντανή χωρίς τη συμβολή του ελληνικού κράτους, που τους αντιμετωπίζει αδιάφορα αν όχι και αρνητικά. Λόγω μουσουλμανικής θρησκείας δεν έχουν το στάτους του ομογενούς, δυσκολεύονται να βγάλουν βίζα για την Ελλάδα, ενώ δεν υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια από ελληνικής πλευράς για να τους βοηθήσει στη διατήρηση της γλώσσας και του πολιτισμού τους.


Αυτές οι κοινότητες είναι ορισμένα παραδείγματα ελληνόφωνων Μουσουλμάνων, χωρίς φυσικά να είναι και οι μόνες. Υπάρχουν και άλλες γνωστές κοινότητες που εξαφανίστηκαν στον 20ό αιώνα, όπως οι Τουρκογιαννιώτες, ενώ σίγουρα υπήρξαν και παλαιότερες που χάθηκαν τα ίχνη τους και δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτές. Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα αναφέρει π.χ. ότι στην Πελοπόννησο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων ήταν ελληνόφωνοι.

Όπως είδαμε, κάποιοι απόγονοι αυτών των κοινοτήτων διατηρούν την ελληνική γλώσσα και μια ιδιαίτερη ταυτότητα μέχρι και σήμερα, αν και ελάχιστοι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Η μόνη κοινότητα που φαίνεται να ανέπτυξε ένα είδος ελληνικής εθνικής συνείδησης διατηρώντας και το μουσουλμανικό θρήσκευμα είναι αυτή της Χαμιντιγιέ – ίσως γιατί ήταν ακριβώς αυτή που βρέθηκε εκτός του ελληνοτουρκικού πλαισίου, σ’ ένα χώρο (Συρία) που οι εθνικές ιδεολογίες δεν συνδέονταν κατ’ ανάγκη με τη θρησκεία.

Χωρίς αμφιβολία, αυτοί οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι έχουν υποστεί πολλή πίεση από τις τουρκικές/τουρκοκυπριακές αρχές, προκειμένου να ξεχάσουν τη γλώσσα τους και να γίνουν “σωστοί” Τούρκοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ελληνόφωνων Τουρκοκυπρίων, που έπρεπε να πληρώνουν πρόστιμο όταν μιλούσαν ελληνικά κυπριακά – κάτι που οι γηραιότεροι δεν μπορούσαν να αποφύγουν, μια και δεν ήξεραν άλλη γλώσσα. Επίσης και οι Βαλλαχάδες ή Τουρκοκρητικοί διηγούνται για την εχθρότητα που αντιμετώπισαν από τον ντόπιο πληθυσμό της Τουρκίας μετά την ανταλλαγή, επειδή μιλούσαν τη γλώσσα των γκιαούρηδων. Δεν είναι παράξενο αν σε αντιστάθμισμα κάποιοι απ’ αυτούς έγιναν πολύ εθνικιστές, για να αποδείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι είναι γνήσιοι Τούρκοι και να γίνουν αποδεκτοί (εξ’ άλλου κάτι ανάλογο έγινε και με τουρκόφωνους Χριστιανούς στην Ελλάδα).

Αυτή είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι και οι ελληνικές (ή ελληνοκυπριακές) αρχές και κοινωνία δεν τους πρόσφεραν άλλη εναλλακτική, αντιμετωπίζοντας τους κι αυτές ως Τούρκους λόγω θρησκεύματος. Κάποιοι θα πουν ίσως ότι αυτό ήταν απλά ρεαλισμός: στον ελληνοτουρκικό χώρο η εθνότητα ταυτιζόταν έτσι κι αλλιώς με τη θρησκεία, και το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί αυτήν την πραγματικότητα. Η περίπτωση όμως των Κρητικών της Χαμιντιγιέ στη Συρία δείχνει ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Εξάλλου άλλοι λαοί στην περιοχή μας, όπως οι Αλβανοί (εν μέρει και οι Άραβες), έχουν κτίσει μια εθνική συνείδηση σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τη θρησκεία.

Έχουμε φτάσει τώρα στις αρχές του 21ου αιώνα. Η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο, που σίγουρα τη βοήθησε επί χιλιετίες να επιβιώσει και να εξαπλωθεί, δεν ασκεί πλέον και καμιά ιδιαίτερη έλξη. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι λαοί έχουν ήδη τις δικές τους εθνικές εκκλησίες. Η ελληνική γλώσσα έχει λιγότερο βάρος στην περιοχή απ’ ότι παλιά. Είναι ίσως πλέον η στιγμή να αναρωτηθεί κάποιος: υπάρχει ακόμα η πολυτέλεια για τον Ελληνισμό να αδιαφορεί για ελληνόφωνες κοινότητες λόγω της θρησκευτικής “ιδιαιτερότητάς” τους;


Βιβλιογραφία/ Άρθρα

Δικτατορια στο Νειλο

Κλασσικό

Το βίντεο αυτό παρουσιάζει τη συνέντευξη του Σαμίχ Ναγκίμπ στην εβδομαδιαία εκπομπή του Ταρίκ Αλί «The World Today». Ο Σαμίχ Ναγκίμπ είναι μέλος των Επαναστατών Σοσιαλιστών, μιας οργάνωσης της αιγυπτιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς που έγινε γνωστή και λόγω της δυναμικής της συμμετοχής στην εξέγερση του 2011 και μετά (αναφέρθηκε σύντομα και σ’ αυτό το άρθρο). Βρίσκονταν τα τελευταία χρόνια πάντα με συνέπεια απέναντι στο εκάστοτε καθεστώς, είτε του Μουμπάρακ, είτε στο SCAF, είτε του Μόρσι και τώρα του Σίσι. Νομίζω ότι η συνέντευξη προσφέρει μια διαφορετική άποψη για τα γεγονότα της Αιγύπτου απ’ αυτές που συνηθίζουν να βγαίνουν προς τα έξω.

Σημαντικό σημείο είναι η ιδέα ότι η Επανάσταση προδόθηκε διπλά: μία από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, και μία από την «παραδοσιακή Αριστερά».

Όσον αφορά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη ότι ο λόγος της αποτυχίας τους δεν ήταν η «ακρότητά» τους, αλλά ακριβώς η έλλειψη ριζοσπαστισμού και η βαθιά συστημικότητά τους. Προσπαθώντας να συμβιβαστούν με το (σε μεγάλο βαθμό στρατιωτικό) σύστημα και να κυβερνήσουν περίπου στις γραμμές που κυβέρνησαν οι προκάτοχοί τους, αποξενώθηκαν από τα επαναστατικά κινήματα, χάρη στα οποία είχαν καταφέρει να βρεθούν στην εξουσία. Όταν τελικά τα στοιχεία του προηγούμενου καθεστώτος αποφάσισαν να τους ανατρέψουν, δεν μπορούσαν να ελπίζουν στα κινήματα για να τους υπερασπιστούν.

Από την άλλη, η παραδοσιακή («παλιά» είναι το επίθετο που χρησιμοποιεί ο Ναγκίμπ) κοσμική Αριστερά και οι Νασερικοί δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ένα τόσο αιμοσταγές και συντηρητικό καθεστώς όπως αυτό του Σίσι, με μόνη δικαιολογία ότι αυτό τους απάλλαξε από τους Ισλαμιστές. Αυτό βασίζεται κατά το Ναγκίμπ σε μια αντίληψη ότι ο ισλαμισμός οποιασδήποτε απόχρωσης είναι κάτι σαν το φασισμό, άρα ακόμα και μια σκληρή «κοσμική» και καπιταλιστική δικτατορία είναι προτιμότερη. Μ’ αυτήν τη λογική, και συμμαχώντας ουσιαστικά με μια τέτοια δικτατορία, αφήνουν φυσικά ελεύθερο πεδίο στους ισλαμιστές να παρουσιάζονται ως η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη.

Κατά το Ναγκίμπ, αυτή η στάση της παραδοσιακής Αριστεράς έχει ιστορία πίσω της: ήδη επί Νάσερ αυτή προτίμησε να ανεχτεί ένα περίπου στρατιωτικό καθεστώς. Αν όμως τότε υπήρχε το ελαφρυντικό ότι το καθεστώς Νάσερ ήταν αντι-ιμπεριαλιστικό, φιλολαϊκό και προώθησε πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ποια δικαιολογία μπορεί να ισχύει για τη στήριξη στο Σίσι; Για ένα καθεστώς δηλαδή, που όχι μόνο είναι αυταρχικό και καταπιεστικό, αλλά ταυτόχρονα φιλο-ιμπεριαλιστικό και φιλο-ισραηλινό και με νεοφιλελεύθερο οικονομικό προσανατολισμό; Και που βασίζεται κυρίως στη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας;

Όσον αφορά το μέλλον, ο Ναγκίμπ προβλέπει ότι και το καινούριο καθεστώς θα είναι ασταθές – τόσο για εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς λόγους. Στους εξωτερικούς, σίγουρα λόγος ανησυχίας είναι η ενδεχόμενη αποδυνάμωση της Σαουδικής Αραβίας, του κυριότερου σύμμαχου του Σίσι. Αυτή η αποδυνάμωση φαίνεται π.χ. και τώρα στην περίπτωση της σαουδικής  Υεμένης, αλλά μπορεί να συνεχιστεί με μια πιθανή αμερικανο-ιρανική προσέγγιση. Θα είναι τότε δύσκολο να υποστηριχθεί μια οικονομία τόσο προβληματική όσο της Αιγύπτου, κάτι που θα οδηγήσει πάλι σε κοινωνική αναταραχή. Επικίνδυνη όμως για το καθεστώς είναι και η επαναστατική εμπειρία που άφησε πίσω σε εκατοντάδες χιλιάδες Αιγύπτιους νέους η εξέγερση του 2011: όσο κι αν καταπιεστεί, αυτή δεν μπορεί έτσι απλά να εξαφανιστεί.

Λυση του Κυπριακου για την περιοχη μας

Κλασσικό

Η εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί στην προεδρία της «ΤΔΒΚ» έφερε ξανά μια ελπίδα για επανένωση της Κύπρου. Με αυτά που έχουμε ζήσει τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια (κατ’ ακρίβεια όμως από πιο πριν, από το 1968, όταν ξεκίνησαν οι διακοινοτικές συνομιλίες), είναι φυσικό οι προσδοκίες να είναι συγκρατημένες.  Σίγουρα όμως και μόνο το γεγονός ότι αυτή η ελπίδα παραμένει ζωντανή, μετά από τόσες απογοητεύσεις, λέει πολλά για τη σημασία της ιδέας αυτής για την Κύπρο.

Αυτό που νομίζω ότι λείπει κάπως από τις συζητήσεις για τη λύση του Κυπριακού, είναι η μη-κυπριακή της διάσταση, και κυρίως αυτή που αφορά την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι και το θέμα του άρθρου.

Το Κυπριακό ως μέρος του Ανατολικού Ζητήματος

Αν θέλουμε να δούμε το Κυπριακό από μια ανατολικομεσογειακή οπτική γωνία, πρέπει να ξεκινήσουμε από την Ιστορία. Είναι νομίζω σαφές ότι το Κυπριακό ήταν μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή του προβλήματος σχετικά με το μέλλον των εδαφών της αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σύγχρονη εποχή των εθνικισμών. Η ιδιαιτερότητα της Κύπρου (όπως αναφέρθηκε και σε άλλο άρθρο) είναι ότι η κατάσταση «πάγωσε» κάπως λόγω Αγγλοκρατίας και άρα άργησε λίγο να εμφανιστεί ως εθνικιστική σύγκρουση. Όταν αυτό τελικά έγινε, οι συνθήκες είχαν αλλάξει αρκετά σε σχέση με την εποχή των συγκρούσεων στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Παρ’ όλα αυτά όμως, είχε αρκετά κοινά στοιχεία με τις τελευταίες.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η δημιουργία του Κυπριακού ήταν κι αυτή μια συνέπεια του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού των κοινωνιών της Ανατολικής Μεσογείου. Όπως έγινε και στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία (εν μέρει και στις αραβικές χώρες), μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν και η εισαγωγή των δυτικών εθνικιστικών ιδεών. Και όπως και σ’ αυτές τις περιοχές, η κυπριακή (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα, με την εθνο-θρησκευτική ανάμειξη, δεν πρόσφερε καλές συνθήκες για τη δημιουργία έθνους-κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα. Οι συνθήκες έπρεπε να αλλάξουν, και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσω εθνοκάθαρσης. Είναι άρα λάθος να λέμε ότι η εισβολή το ’74 είναι δείγμα του ότι η Τουρκία δεν ήταν αρκετά ευρωπαϊκή χώρα – αντίθετα, ήταν κατά κάποιον τρόπο απόδειξη του πόσο πολύ προχώρησε ο εξευρωπαϊσμός της. Ήταν μια επέμβαση που έγινε στη βάση δυτικών ιδεών και αρχών.

Αυτό το στοιχείο του Κυπριακού, η δημιουργία του δηλαδή ως μέρος του εκσυγχρονισμού/εκδυτικισμού, είναι κάτι που μάλλον δεν συζητείται αρκετά. Κι αυτό είναι ίσως ακριβώς η συνέπεια του ότι δεν το βλέπουμε από γενική ανατολικο-μεσογειακή σκοπιά. Αλλιώς θα διακρίναμε μάλλον καλύτερα τα κοινά π.χ. με τους πρόσφατους γιουγκοσλαβικούς πολέμους: κι εκεί, όπως και στην Κύπρο, η κατάσταση είχε «παγώσει» (στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας λόγω Τίτο) και η οθωμανική εθνο-θρησκευτική ανάμειξη είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Κάτι που έπρεπε να «διορθωθεί» σε σύντομο χρονικό διάστημα για να μπορέσουν να δημιουργηθούν «σωστά» έθνη-κράτη. Κι αυτό έγινε δυστυχώς με το χειρότερο δυνατό τρόπο (όπως είχε ήδη γίνει παλιότερα με τους Βαλκανικούς και ελληνοτουρκικούς πολέμους στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας-Βουλγαρίας).

Αυτή η ιστορική άποψη μπορεί να είναι χρήσιμη για να δούμε τη σύνδεση του Κυπριακού με το ευρύτερο περιβάλλον και με γενικά με τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της περιοχής. Χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι ήταν κάτι που μπορούσαμε να αποφύγουμε. Τώρα φυσικά ότι έγινε έγινε, η λύση που θα βρεθεί δεν μπορεί παρά να βασίζεται στις πραγματικότητες που δημιουργήθηκαν.

ΔΔΟ ή ευρωδιχοτόμηση

Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει ακόμα η μοναδική λύση υπό συζήτηση από τα δύο διαπραγματευόμενα μέρη – παρά την κριτική που της γίνεται. Είναι ξεκάθαρο ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ελπίδα για συμφωνημένη λύση τα επόμενα χρόνια, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι κάποιου είδους ΔΔΟ.  Οι όποιες άλλες λύσεις συζητούνται, δεν είναι πολιτικά δυνατό να συμφωνηθούν από τις δύο πλευρές στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν προς το παρόν μόνο δύο επιλογές: ΔΔΟ ή συνέχιση του στάτους κβο, δηλαδή της ανεπίσημης διχοτόμησης.

Η λύση του Κυπριακού σ’ αυτήν τη βάση είναι όμως σημαντική και για λόγους που έχουν σχέση με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στις τελευταίες δεκαετίες οι συγκρούσεις στην περιοχή μας μοιάζουν να έχουν όλο και πιο καθαρό εθνο-θρησκευτικό χαρακτήρα. Μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο εθνο-θρησκευτικές κοινότητες για την (επαν)ίδρυση ενός κοινού κράτους, και μάλιστα χωρίς αυτή να γίνεται υπό την πίεση των όπλων, θα ήταν κάτι που θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και θα έστελνε μηνύματα.

Το μάλλον χειρότερο σενάριο για το Κυπριακό απ’ αυτήν την άποψη θα ήταν μια ευρωδιχοτόμηση. Δηλαδή να παραμείνει το νότιο τμήμα της Κύπρου μέρος μιας γερμανοκρατούμενης ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το βόρειο θα ακολουθεί τη μοίρα της Τουρκίας. Η Κύπρος θα έχει έτσι μοιραστεί όχι απλά σε δύο κράτη, αλλά σε δύο διαφορετικούς «κόσμους». Σε μια εποχή που προτεραιότητα στην περιοχή μας θα έπρεπε να ήταν ακριβώς να αποφύγει να περνούν τέτοιες διαχωριστικές γραμμές μέσα από το έδαφός της (όπως επίσης αναφέρθηκε σε άλλο άρθρο).

Ο κίνδυνος μιας ευρωπαϊκής «υπέροχης απομόνωσης»

Ακόμα όμως και η επανένωση της Κύπρου μέσα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν είναι απαραίτητα το ιδανικό σενάριο. Η επανένωση είναι από ανατολικομεσογειακή άποψη θετική, εφ’ όσον είναι ένα πρώτο βήμα για μια γενική ενωτική τάση στην περιοχή και την υπέρβαση των εθνο-θρησκευτικών διαχωρισμών. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος να ενισχύσει την απομόνωση της Κύπρου από το περιβάλλον της (κάτι προς το οποίο ως νησιώτες είναι φυσικό να έχουμε μια τάση).

Εννοείται ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή κυπριακή ταυτότητα ως ενωτικό στοιχείο, για να μπορεί να δουλέψει ένα κοινό κράτος. Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε τον κίνδυνο από την υπερβολική χρήση αυτού του στοιχείου. Αν αυτή βασίζεται στον τονισμό της διαφορετικότητας από τις χώρες που μας περιβάλλουν, θα καταργηθεί μεν το ενδοκυπριακό σύνορο μες στο μυαλό μας, θα γίνουν όμως πιο αδιαπέρατα αυτά με τις γειτονικές μας χώρες.

Η «ευρωπαϊκότητα» της Κύπρου μπορεί να ενισχύσει αυτήν την τάση απομόνωσης, με την έννοια ότι οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται έτσι κι αλλιώς μακριά από την Κύπρο (και όχι μόνο χιλιομετρικά). Είναι ένας αρκετά βολικός τρόπος να δικαιολογήσεις την «υπέροχη απομόνωσή» σου, αν την καλύψεις πίσω από τη μάσκα της συμμετοχής σε μια κοινότητα έτσι κι αλλιώς μακρινή. Αυτός ο «ευρωαπομονωτισμός» είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από μια ενωμένη Κύπρο μέλος της Ε.Ε., ειδικά όταν η τελευταία μετατρέπεται όλο και περισσότερο σ’ ένα κλειστό φρούριο, ένα κλαμπ για λίγους εκλεκτούς. Θα μπορούσε σταδιακά να μετατρέψει την Κύπρο σε κάτι παρόμοιο με το Ισραήλ: ένα κράτος ξένο προς την περιοχή του, που επιβιώνει χάρη στις διεθνείς σχέσεις και τις μόνο περιστασιακές συμμαχίες με τοπικές δυνάμεις.


Το συμπέρασμα που πιστεύω ότι βγαίνει απ’ αυτές οι σκέψεις είναι: η επανένωση της Κύπρου μέσα από μια λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας μπορεί να είναι θετική και για την ευρύτερη περιοχή μας. Αυτό όμως εξαρτάται και από τα ιδεολογικά στοιχεία που θα συνοδεύουν αυτήν την επανένωση. Και σ’ αυτο το κομμάτι πρέπει να δοθεί σημασία, γιατί η κατάσταση στις γειτονικές χώρες αργά η γρήγορα θα επηρεάσει και μας. Δεν είναι κάτι που μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους.