Αγροτες στην εξουσια 1: Βουλγαρια

Ήχος

Όταν ακούμε για πάλη των τάξεων, ο νους μας πάει, λόγω της επιρροής της μαρξιστικής παράδοσης, συνήθως σ’ αυτήν ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Σπανιότερα σκέφτεται κάποιος τους αγρότες. Δεν έλειψαν όμως από τη σύγχρονη Ιστορία και οι προσπάθειες να αναπτυχθούν ιδεολογίες και πολιτικά κινήματα με πυρήνα την αγροτική τάξη. Τέτοιες προσπάθειες υπήρξαν και στα Βαλκάνια, με πιο σημαντικές αυτές σε τρεις χώρες: τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία.

«Αγροτισμός» είναι ο γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να καλύψει τέτοια κινήματα. Ανάλογα με τον τόπο ή τον χρόνο, πήρε διάφορες μορφές. Το κοινό ήταν η πίστη στην αξία της αγροτικής ζωής (σε μια εποχή που αυτή φαινόταν να απειλείται από την επέκταση του καπιταλισμού και την εκβιομηχάνιση), μαζί με την προσπάθεια να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντα των αγροτών απέναντι σε ένα αστικό σύστημα, το οποίο έμοιαζε να είναι φτιαγμένο για να τους αποκλείει. Οι αγροτιστές έτειναν να ταυτίζουν την «αγροτιά» (που αποτελούσε ακόμα τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού)  με τον «λαό» γενικά – ως αντίδραση ίσως και στην υποτίμηση που αυτή εισέπραττε από τις αστικές ελίτ.

Η άνοδος και η πτώση του βουλγαρικού αγροτισμού

Όταν η Βουλγαρία δημιουργήθηκε ως αυτόνομο κρατίδιο το 1878, τα τσιφλίκια των Οθωμανών μοιράστηκαν στους απλούς χωρικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχεί σχεδόν παντού η μικροϊδιοκτησία. Αυτοί οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Στην πολιτική όμως κυριαρχούσαν ο βασιλιάς μαζί με μια μικρή αστική τάξη, οι οποίοι είχαν ελάχιστη επαφή με την ύπαιθρο και περίπου αδιαφορούσαν για τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου: τον έβλεπαν το πολύ ως πηγή φορολογικών εσόδων και εύκολων ψήφων. Οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1890 ήταν ίσως σημάδι αυτής της αποξένωσης της βουλγαρικής αγροτιάς από τις νέες εθνικές ελίτ.

Βούλγαροι αγρότες σε απεικόνιση της Laura Lushington
Πηγή εικόνας

Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, ιδρύθηκε το 1899 η Βουλγαρική Αγροτική Εθνική Ένωση (Β.Α.Ε.Ε.). Η έμπνευση γι’ αυτήν την κίνηση ήρθε κυρίως από ένα τμήμα της διανόησης, το οποίο δεν ήταν τόσο δεμένο με το καθεστώς και τις ελίτ, ούτε αποκομμένο από τις λαϊκές μάζες. Πιο συγκεκριμένα, κεντρικό ρόλο έπαιξαν δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων στα χωριά, οι οποίοι λόγω της θέσης τους είχαν επαφή και με τους δύο διαφορετικούς κόσμους, τον «πρωτόγονο» αγροτικό και τον «πολιτισμένο» αστικό.

Σύντομα η ΒΑΕΕ κατάφερε να αποκτήσει ρίζες ανάμεσα στον αγροτικό κόσμο: ο οποίος, ας έχουμε υπόψη, τότε αποτελούσε ακόμα τα 4/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αν και αρχικά οι σκοποί της ήταν κυρίως εκπαιδευτικοί-οικονομικοί (π.χ. να βελτιωθεί το μορφωτικό επίπεδο των αγροτών και να εκσυγχρονιστούν οι γεωργικές πρακτικές), πολλά στελέχη διέκριναν ότι τίποτα δεν μπορούσε να πετύχει χωρίς να αλλάξει και η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Η Ένωση αποφάσισε τελικά να γίνει κανονικό πολιτικό κίνημα και το 1913 είχε ήδη εξελιχθεί στην πιο σημαντική δύναμη της αντιπολίτευσης, κερδίζοντας 21% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές.

Το τέλος των Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Βουλγαρία στη μεριά των ηττημένων. Η εικόνα των παλιών κυρίαρχων κομμάτων είχε καταστραφεί, μέσα στη γενική ατμόσφαιρα κρίσης από τις εδαφικές απώλειες, τις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η χώρα, τον πληθωρισμό και την αυξημένη φορολογία. Έτσι άνοιγε ο δρόμος σε νέες πολιτικές δυνάμεις, όπως τους σοσιαλδημοκράτες, τους κομμουνιστές, αλλά και τους αγροτιστές.

Σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό επικράτησε τελικά η ΒΑΕΕ: κέρδισε τις εκλογές του 1919, παίρνοντας το 28% των ψήφων (για την Ιστορία: δεύτερο ήταν το κομμουνιστικό κόμμα με 18% και τρίτο το σοσιαλδημοκρατικό με 13%). Ο ηγέτης της Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με μικρότερα κόμματα, αλλά κήρυξε το 1920 πάλι εκλογές. Αυτήν την φορά κατάφερε να εξασφαλίσει αυτοδυναμία: για πρώτη φορά, ένα αγροτικό κόμμα αναλάμβανε μόνο του την εξουσία ενός βαλκανικού κράτους.

Ο Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι γεννήθηκε το 1879 σε οικογένεια αγροτών στη Σλαβοβίτσα της Βουλγαρίας. Αφού σπούδασε σε αγροτικό κολέγιο στη Γερμανία, έγινε επιστρέφοντας στη χώρα του στέλεχος και σύντομα ηγέτης της ΒΑΕΕ. Το 1915 αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε ισόβια. Απελευθερώθηκε με το τέλος του πολέμου και ανέλαβε ξανά την ηγεσία της ΒΑΕΕ.
Πηγή εικόνας

Ο Σταμπολίσκι δεν πρόλαβε να χαρεί για πολύ αυτήν την εντυπωσιακή επιτυχία. Η άρχουσα τάξη της Βουλγαρίας μπορεί να τον προτιμούσε από τους κομμουνιστές (οι οποίοι ήταν η επόμενη υπολογίσιμη δύναμη), αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έβλεπε με συμπάθεια τον μεταρρυθμιστικό του ζήλο. Ο Σταμπολίσκι έσπασε το μονοπώλιο των εμπόρων στα δημητριακά, εισήγαγε την προοδευτική φορολογία στο εισόδημα και ξεκίνησε μια αναδιανομή της γης προς όφελος των πιο φτωχών, ορίζοντας τα 30 εκτάρια ως ανώτατο όριο γαιοκτησίας για μια οικογένεια. Αντικατέστησε τη στρατιωτική θητεία με μια γενική «θητεία εργασίας» (π.χ. σε δημόσια έργα), κάτι που φυσικά οι εχθροί του κατηγόρησαν ως δουλεία. Προώθησε επίσης την ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών, με σκοπό να απελευθερώσει τους φτωχούς αγρότες από την εξάρτηση από τους τοκογλύφους και τους μεσάζοντες.

Τέτοιες κινήσεις δεν μπορούσαν παρά να κάνουν τις βουλγαρικές ελίτ να τον βλέπουν με δυσπιστία.  Παράλληλα όμως, τα λάθη των ίδιων των αγροτιστών πολιτικών βοήθησαν στο να δυναμώσουν οι φωνές εναντίον του. Οι αυταρχικές τάσεις της νέας κυβέρνησης, μαζί με την γρήγορη εξάπλωση της διαφθοράς, έδειχναν προς τα έξω μια εικόνα που δεν διέφερε πολύ από τα προηγούμενα καθεστώτα.

Αυτό όμως που έμελλε να αποδειχτεί μοιραίο, ήτανε η αντιπολεμική και συμβιβαστική πολιτική του Σταμπολίσκι απέναντι στα γειτονικά κράτη. Υπογράφοντας τη συνθήκη του Νεϊγύ το 1919 και τη συμφωνία της Νις το 1923, ουσιαστικά εγκατέλειψε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (τη σημερινή πΓΔΜ). Για τους Βούλγαρους-Μακεδόνες εθνικιστές, ήταν μια ασυγχώρητη προδοσία. Το Ιούνη του 1923 μέλη της οργάνωσής τους κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Σταμπολίσκι: χαρακτηριστικά, του έκοψαν και το χέρι με το οποίο είχε υπογράψει τη συμφωνία με τους Σέρβους.

Η βουλγαρική Δεξιά κατάφερε σ’ αυτήν την αναταραχή να ξαναπάρει την εξουσία, και τη χρησιμοποίησε για να διώξει σκληρά τόσο τους κομμουνιστές όσο και τους αγροτιστές. Οι τελευταίοι, από τη στιγμή που έλειπε πλέον και ο χαρισματικός τους ηγέτης, δεν μπορούσαν παρά να περάσουν σε μια περίοδο παρακμής. Το 1931 το κόμμα έγινε ξανά νόμιμο, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει αυτό που ήταν κάποτε.

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ΒΑΕΕ εξαφανίστηκε. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, οι αγροτιστές συμμετείχαν αρχικά στην κυβέρνηση του «Πατριωτικού Μετώπου», η οποία σχηματίστηκε από όλες τις δυνάμεις που είχαν αντιταχθεί στον Άξονα, αλλά σύντομα κυριαρχήθηκε από τους κομμουνιστές. Η προσπάθεια της ΒΑΕΕ να εμποδιστεί το μονοπώλιο των κομμουνιστών στην εξουσία, κατέληξε σε αποτυχία και ο ηγέτης της εκτελέστηκε. Παρ’ όλα αυτά, οι κομμουνιστές ανέχθηκαν την ύπαρξη της (ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν, δηλαδή την αριστερή φιλοκομμουνιστική της πτέρυγα) και για τις επόμενες δεκαετίες: ήταν το μοναδικό κόμμα εκτός από το κομμουνιστικό που είχε αυτό το προνόμιο, έστω και μόνο για να δείχνει μια κάπως πιο δημοκρατική εικόνα για το καθεστώς.

Η θέση της ΒΑΕΕ στο πολιτικό φάσμα

Ο βουλγαρικός αγροτισμός είναι ένα ιδεολογικό ρεύμα που δύσκολα μπορεί κάποιος να εντάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς, εθνικισμού-διεθνισμού, φιλελευθερισμού-συντηρητισμού. Κάποιοι τον τοποθετούν στο Κέντρο. Αυτό είναι όμως μάλλον αποτέλεσμα της δυσκολίας να τον κατατάξει κάποιος στην Αριστερά ή τη Δεξιά, παρά της ομοιότητας με αυτό που φανταζόμαστε σήμερα ως κεντρώο κόμμα. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να τον θεωρήσει και ως ένα άλλο είδος Αριστεράς.

Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Σταμπολίσκι ήταν συχνά προοδευτικά και η ιδεολογία του είχε έντονα ριζοσπαστικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Σταμπολίσκι απέρριπτε μεν τον κομμουνισμό πιστεύοντας στην ατομική ιδιοκτησία (κάτι που εξάλλου ήταν απαράβατος κανόνας για όποιον ήθελε να εκπροσωπήσει μια μάζα από μικροϊδιοκτήτες αγρότες). Ταυτόχρονα όμως προσπάθησε, όπως είδαμε, να προωθήσει την ιδέα των αγροτικών συνεταιρισμών, ως τη μόνη οδό που θα εξασφάλιζε πραγματική ελευθερία στους αγρότες.

Η αποτελούμενη από αγρότες παραστρατιωτική «Πορτοκαλί Φρουρά» που δημιούργησε ο Σταμπολίσκι, ήταν δραστήρια τόσο εναντίον των εχθρών από αριστερά (σημαντικός ήταν ο ρόλος της στην καταστολή της πολύμηνης απεργίας στις συγκοινωνίες, η οποία υποκινήθηκε από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες), όσο και αυτών από δεξιά (παλαιοκομματικοί, Μακεδόνες εθνικιστές). Επίσης, ο Σταμπολίσκι δεν φαίνεται να εκτιμούσε πολύ το πολυκομματικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, όπως κάθε αγροτικό κόμμα, ήταν υπέρ της αποκέντρωσης και της αυτονομίας-αυτοδιοίκησης των αγροτικών κοινοτήτων. Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης Σταμπολίσκι δεν ήταν κάτι τόσο διαφορετικό απ’ αυτόν που βλέπουμε σε όλες τις κυβερνήσεις της εποχής, είτε στη Βουλγαρία είτε στις γειτονικές χώρες.

Η παραστρατιωτική Πορτοκαλί Φρουρά ονομάστηκε έτσι από το επίσημο χρώμα της ΒΑΕΕ. Βοήθησε τόσο στο να καταπολεμηθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι όσο και στην εφαρμογή των μέτρων της κυβέρνησης Σταμπολίσκι. Δεν κατάφερε όμως να υπερασπίσει την κυβέρνηση κατά το πραξικόπημα του 1923 και διαλύθηκε την ίδια χρονιά.
Πηγή εικόνας

Η εμμονή στη σημασία της «αγροτικής ζωής» και τις παραδοσιακές αγροτικές αξίες, μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν ως συντηρητισμός. Η αγροτιστική κυβέρνηση ήταν όμως κι αυτή που έκανε τη δευτεροβάθμια παιδεία υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και έκτισε σχολεία σε όλη τη χώρα. Ο Σταμπολίσκι πίστευε σε μια εξελικτική πορεία της κοινωνίας, με κρίσιμο σημείο τη διάδοση των ιδεών των πολιτικών δικαιωμάτων στα κατώτερα στρώματα, κάτι που θα τους έκανε να ξεσηκωθούν ενάντια στα ανώτερα.

Ο άνθρωπος που οραματιζόντουσαν οι Βούλγαροι αγροτιστές δεν ήταν δηλαδή ο αμόρφωτος και πειθήνιος αγρότης των προηγούμενων αιώνων, αλλά ένας αγρότης με ευρεία μόρφωση, που ξέρει να διεκδικεί τα δικαιώματά του, και θα απολάμβανε και όλα τα αγαθά του σύγχρονου κόσμου (συγκοινωνίες, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κ.ά.). Η ιδέα ότι η Βουλγαρία θα μπορούσε να κάνει το άλμα προς τον σύγχρονο πολιτισμό αποφεύγοντας τα κακά της εκβιομηχάνισης και διατηρώντας την αγροτική της ψυχή, μπορεί να μη φαίνεται ρεαλιστική, αλλά δεν είναι και τόσο απλά συντηρητική.

Όσο για τον αντισημιτισμό, ήταν μάλλον αναμενόμενο ότι δεν θα έλειπαν εντελώς  και στελέχη με τέτοιες απόψεις. Οι Εβραίοι ήταν εξάλλου μια κοινότητα που ζούσε σχεδόν αποκλειστικά στις πόλεις: ο πειρασμός να τους συνδέσει κάποιος με τη μισητή αστική διανόηση και ελίτ ήταν μεγάλος. Φαίνεται όμως ότι οι αντισημιτικές τάσεις ήταν σχετικά αδύναμες και εγώ τουλάχιστον δεν συνάντησα καμία αντισημιτική δήλωση ή πράξη του ίδιου του Σταμπολίσκι ή των πιο στενών συνεργατών του.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του αγροτισμού με τον εθνικισμό. Σ’ ένα κόμμα που εκπροσωπούσε αγρότες δεμένους με τη γη τους, λογικά δινόταν σημασία στην τοπική ταυτότητα – δεν είχε όμως τον ίδιο χαρακτήρα με αυτήν των κλασικών εθνικιστών. Η αγροτιστική κυβέρνηση ακολούθησε ανεκτική πολιτική απέναντι στην τουρκική-μουσουλμανική μειονότητα της χώρας, η οποία εξάλλου αποτελούνταν επίσης κυρίως από αγρότες. Ο Σταμπολίσκι συμμετείχε στην «Πράσινη Διεθνή» και φαίνεται ότι οραματιζόταν κι αυτός, όπως και οι κομμουνιστές της εποχής, μια Βαλκανική Ομοσπονδία. Σ’ αυτήν έβλεπε τη μοναδική δυνατότητα της χώρας του να απαλλαχθεί από την εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Στην εξωτερική πολιτική, ο Σταμπολίσκι απέρριψε τον αλυτρωτισμό, που χαρακτήριζε τις άλλες βουλγαρικές κυβερνήσεις της εποχής: γι’ αυτό εξάλλου και δολοφονήθηκε. Εκτός από τον συμβιβασμό με τους Σέρβους, ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν το κεμαλικό κίνημα στην Τουρκία ως νόμιμη κυβέρνηση και ήταν υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα. Πριν τον Πόλεμο και όσο ήταν ακόμα αρχηγός της αντιπολίτευσης, όταν κατηγορήθηκε στη Βουλή ότι είναι «Σέρβος» λόγω της συμβιβαστικής του πολιτικής, απάντησε «δεν είμαι ούτε Σέρβος, ούτε Βούλγαρος: είμαι Νοτιοσλάβος». Για  μια περίοδο εθνικιστικού παροξυσμού, ήταν σίγουρα μια εντυπωσιακά τολμηρή δήλωση.


Ο βουλγαρικός αγροτισμός είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, στην οποία κατά την άποψη μου δεν έχουμε δώσει, ως κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, τη σημασία που της αξίζει. Στο επόμενο άρθρο το θέμα θα είναι τα αγροτιστικά κινήματα σε άλλες βαλκανικές χώρες, για να καταλήξουμε μετά σε μια συνολική αποτίμηση του βαλκανικού αγροτισμού.


Πηγές:

  • Μιχαήλ Π. Σάρρας (2014): Ο Αγροτισμός ως πολιτική τάση στα Βαλκάνια του Μεσοπολέμου – Διαμόρφωση δομών και κοινωνική εξέλιξη στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία (Εισαγωγή στη διδακτορική διατριβή).
  • Federal Research Division, Library of Congress ; edited by Glenn E. Curtis (1993): Bulgaria : a country study.
  • Jesse Rakoske (2012): War and Democratization – A Case Study: The Bulgarian experience of World War I.
  • Bell, John D. (1975): The genesis of Agrarianism in Bulgaria. In: Balkan Studies; 16.2: 73-92.
  • Eric D. Halsey (2012): New Nation, New Nationalism: Agrarian Theory and Policy in Bulgaria from 1919-1923.
  • Johan Eellend (2008): Agrarianism and Modernization in Inter-War Eastern Europe. In: Societal change and ideological formation among the rural population of the Baltic area 1880-1939; s. 35-56.
  • Nicos Mouzelis (1976): Greek and Bulgarian Peasants: Aspects of Their Sociopolitical Situation during the Interwar Period. In: Comparative Studies in Society and History. Vol. 18, No. 1, pp. 85-105