Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Β’

Κλασσικό

ΜΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

Η Συμφωνία του Ντέιτον αναφέρθηκε σύντομα και στο προηγούμενο πρώτο μέρος. Με αυτήν τερματίστηκε το 1995 ο πιο σκληρός και αιματηρός των γιουγκοσλαβικών πολέμων, ο πόλεμος της Βοσνίας. Είχαμε μπει (για λίγο) στη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν το (συν)ομοσπονδιακό κράτος, τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Η άλλη οντότητα όμως είναι και η ίδια ομοσπονδία, μια ομοσπονδία δηλαδή μέσα σε άλλη. Για να μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, έχει το ίδιο όνομα με τη χώρα: είναι η Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οποία αποτελεί περίπου το 51% του συνολικού κράτους.

Αυτή η.. «εσωτερική» Ομοσπονδία μέσα στην Ομοσπονδία αποτελείται από δέκα καντόνια. Κάποια απ’ αυτά έχουν καθαρά μουσουλμανική πλειοψηφία, άλλα καθαρά κροατική, ενώ άλλα (λιγότερα) είναι ακόμα αρκετά ανάμικτα. Αυτή η διαρρύθμιση ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην προτίμηση των Βοσνιακών για ενιαίο κράτος και αυτή των Κροατών για τη δική τους κροατική δημοκρατία μέσα στο έδαφος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, κατά το σερβικό πρότυπο. Το πόσο λειτουργικός και σταθερός είναι αυτός ο συμβιβασμός, μένει ακόμα να αποδειχτεί στο μέλλον. Εμείς πάντως, περνάμε από μόλις τρία καντόνια: Ερζεγοβίνη-Νερέτβα, Σαράγεβο και Κεντρική Βοσνία (το Ζένιτσα-Ντόμποϊ το διασχίζουμε ξυστά μέσω του αυτοκινητόδρομου, επομένως δεν το υπολογίζουμε). Τα πρώτο έχει κροατική πλειοψηφία, τα άλλα δύο βοσνιακή (μουσουλμανική), αλλά η Ερζεγοβίνη-Νερέτβα και η Κεντρική Βοσνία είναι ταυτόχρονα και τα πιο ανάμικτα καντόνια (η πληθυσμιακή αναλογία είναι και στα δύο περίπου 60-40). Για να κάνουμε αυτήν τη διαδρομή που απαιτεί το να διασχίσουμε δύσβατες οροσειρές, ακολουθούμε την πορεία μεγάλων ποταμών. Σε μια τόσο ορεινή χώρα, αυτές οι κοιλάδες ήταν πάντα αναγκαστικά οι κύριες οδικές αρτηρίες.

Τα δέκα καντόνια της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μαζί με τα εδάφη της Ρεπούμπλικα Σρπσκα (ροζ) και την ειδικού καθεστώτος επαρχία του Μπρτσκο (πολύ ανοικτό πράσινο). Πηγή: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/b/bb/Bih_cantons_en.png
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Περνώντας τα σύνορα με την Κροατία, μπαίνουμε πρώτα στο καντόνι της Ερζεγοβίνης-Νερέτβα. Το όνομα προέρχεται από τον ποταμό Νερέτβα, κατά μήκος του οποίου κινούμαστε κι εμείς με προορισμό την πρωτεύουσα του καντονίου, το Μόσταρ. Στα περισσότερα χωριά απ’ όπου περνούμε, βλέπουμε καθολικές εκκλησίες· σπανιότερα και κάποια τζαμιά. Η ερζεγοβίνικη επαρχία κυριαρχείται από τον καθολικισμό, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή στα μετα-οθωμανικά Βαλκάνια. Εξάλλου, στο μέσο της διαδρομής θα παρατηρήσουμε και την πινακίδα προς Μετζουγκόριε. Εδώ στρίβουν οι προσκυνητές που συρρέουν από όλο τον καθολικό κόσμο, χάρη στα θαύματα που (λέγεται ότι) έκανε πριν κάποιες δεκαετίες η Παναγία (το Βατικανό δεν την έχει εγκρίνει επίσημα ως ιερό τόπο προσκυνήματος, στην πράξη όμως μάλλον υπάρχει κάποια σιωπηρή αποδοχή).

Όταν φτάσουμε στο Μόσταρ, τη μεγαλύτερη πόλη ολόκληρης της Ερζεγοβίνης, η εικόνα ανατρέπεται κάπως, με μια πιο έντονη μουσουλμανική παρουσία. «Μοστ» στα πρώην σερβοκροάτικα και νυν σερβικά/κροατικά/βοσνιακά/μαυροβουνιακά, σημαίνει γέφυρα. Και πράγματι, το σημαντικότερο μνημείο-σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά οθωμανική γέφυρα. Οι τουρίστες συνωστίζονται πάνω της βγάζοντας φωτογραφίες και αν είναι τυχεροί, θα θαυμάσουν τις εντυπωσιακές βουτιές τολμηρών Μοσταρινών (και άλλων), από την κορυφή της γέφυρας στο ποτάμι. Μετά, πλημμυρίζουν και τα γραφικά στενά της παλιάς οθωμανικής πόλης στις δύο όχθες του Νερέτβα· σε βαθμό που χάνεται τελικά και μέρος της γραφικότητάς της.

Η γέφυρα του Μόσταρ κτίστηκε τον 16ο αιώνα. Το κτίριο στα δεξιά της γέφυρας προοριζόταν για τους φύλακες της γέφυρας, τους «Μοστάρι», από τους οποίους παίρνει και το όνομα της η πόλη. Πάνω στο βουνό, ένας μεγάλος σταυρός επιβλέπει την παλιά πόλη, σχεδόν προκλητικά θα λέγαμε, μια και αυτή κατοικείται κυρίως από Μουσουλμάνους. Κατασκευάστηκε με την αλλαγή της χιλιετίας και έχει ύψος 33 μέτρα, όσα και τα χρόνια ζωής του Χριστού. Ίσως όχι τυχαία, από το ίδιο περίπου σημείο το κροατικό πυροβολικό βομβάρδιζε το αποκλεισμένο μουσουλμανικό Μόσταρ στο διάστημα 1993-4.
Αυτή η πινακίδα, στην είσοδο της γέφυρας και δίπλα σε ένα μαγαζί με σουβενίρ, φροντίζει να μας υπενθυμίζει την πρόσφατη Ιστορία (βλ. παρακάτω).

Η τουριστική (υπερ)συγκέντρωση μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη, αν αναλογιστούμε τι έζησε η πόλη στα χρόνια του πολέμου. Η ίδια η γέφυρα δεν είναι στην πραγματικότητα αυτή που έκτισαν οι Οθωμανοί, αλλά μια πιστή ανακατασκευή: η αρχική γκρεμίστηκε από τις βολές του κροατικού πυροβολικού το 1993. Η παλιά πόλη και το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία στο διάστημα 1992-94 ένας μουσουλμανικός θύλακας, περικυκλωμένος από κροατικά στρατεύματα. Όχι μόνο η γέφυρα, αλλά περίπου τα 4/5 όλων των κτιρίων έπαθαν κάποια ζημιά από τις συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού. Πολλά τέτοια κτίρια στέκονται μισοκατεστραμμένα ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά, ενώ και σε πολλά άλλα φαίνονται τα ίχνη του πολέμου.

Το κτίριο στα δεξιά ήταν τράπεζα στα γιουγκοσλαβικά χρόνια, αλλά στη διάρκεια του πολέμου βρέθηκε στο «σύνορο» ανάμεσα σε κροατικό και μουσουλμανικό τομέα και έγινε γνωστό ως «Φωλιά των Ελεύθερων Σκοπευτών». Ακόμα φαίνονται στα απέναντι κτίρια οι τρύπες στους τοίχους από τις σφαίρες.
Στην «Ισπανική Πλατεία» θα δούμε κι αυτό το μνημείο εις μνήμην των Ισπανών στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου στο Μόσταρ, προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσουν τις αγριότητες ανάμεσα στους πρώην σύμμαχους και πλέον ανοιχτούς εχθρούς· και μετέπειτα πάλι σύμμαχους.

Ακόμα πιο τραυματική από την καταστροφή στα κτίρια ήταν όμως αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις. Το παλιό κοσμοπολίτικο Μόσταρ, σύμβολο της «αδελφοσύνης και ενότητας» και με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικτών γαμών στη Γιουγκοσλαβία, δεν επέστρεψε ποτέ. Οι Σέρβοι, ένα πέμπτο του πληθυσμού πριν τον πόλεμο, εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς. Το Μόσταρ είναι σήμερα μοιρασμένο ανάμεσα στους Βοσνιακούς από τη μια και τους Κροάτες από την άλλη· περίπου κατά μήκος της ίδιας γραμμής που τους χώριζε στον πόλεμο. Επίσημα ο διαχωρισμός έχει καταργηθεί, αλλά ακόμα και σήμερα τα δύο τμήματα, κροατικό και μουσουλμανικό, λειτουργούν από πολλές απόψεις σχεδόν σαν δύο διαφορετικές πόλεις.

Το ιστορικό Γυμνάσιο του Μόσταρ είχε κτιστεί στην εποχή των Αψβούργων με χαρακτηριστική «ψευδο-μαγκρεμπίνικη» τεχνοτροπία (βλ. πιο κάτω). Επισκευάστηκε από τις ζημιές του πολέμου και επαναλειτουργεί σήμερα ως το μοναδικό κοινό σχολείο Κροατών-Βοσνιακών. Δε γίνονται βέβαια όλα τα μαθήματα από κοινού, αλλά μόνο τα «μη επικίνδυνα», όπως Γυμναστική κ.λπ.· κι ακόμα κι αυτό, παρά τις αντιδράσεις τοπικών πολιτικών, όπως της (Κροατοβόσνιας) Υπουργού Παιδείας που έκανε την περίφημη σχετική δήλωση ότι «αχλάδια και μήλα δεν αναμειγνύονται».

Φεύγοντας από το Μόσταρ, συνεχίζουμε να κινούμαστε προς τα ανάντη στην εντυπωσιακή κοιλάδα του Νερέτβα, η οποία μοιάζει σε πολλά σημεία πιο πολύ με φαράγγι. Δεν είναι τυχαίος ποταμός: η «Μάχη του Νερέτβα» ήταν μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρυσής εποχής του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου. Αναφέρεται σε μια επιχείρηση των Γερμανών και των συνεργατών τους ενάντια στους Παρτιζάνους του Τίτο το 1943, από την οποία οι τελευταίοι βγήκαν, αν όχι νικητές, τουλάχιστον σώοι. Στη διαδρομή περνάμε κι από τη Γιαμπλάνιτσα. Εκεί βρίσκεται το Μουσείο για τη Μάχη του Νερέτβα, μέρος του οποίου είναι και μια κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα. Γκρεμίστηκε πρώτα από τους Παρτιζάνους για να διακόψουν τις συγκοινωνίες του γερμανικού στρατού, ξανακτίστηκε από τους Γερμανούς, και ξαναγκρεμίστηκε το 1968 για.. τις ανάγκες της ταινίας. Μια ακόμα γέφυρα με ιδιαίτερη ιστορία δηλαδή, μετά απ’ αυτήν του Μόσταρ και του Τρέμπινιε: για μια χώρα όπου τα ποτάμια είναι τόσο σημαντικά, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ανάλογη σημασία πρέπει να έχουν και οι γέφυρες.

Η κοιλάδα του Νερέτβα διασχίζει τις δύσβατες ασβεστολιθικές Δειναρικές Άλπεις.

Εγκαταλείπουμε την κοιλάδα του Νερέτβα στη μικρή πόλη Κόνιτς· και όχι πάνω από μια ώρα αργότερα, συναντούμε αυτήν του ποταμού Μπόσνα, ο οποίος δίνει το όνομά του και σε ολόκληρη χώρα. Σε αυτό περίπου το σημείο βρίσκεται και η πρωτεύουσά της, το Σαράγεβο. Η τοποθεσία είναι στρατηγική, αφού βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής, η οποία, πρώτα κατά μήκος του Νερέτβα και μετά του Μπόσνα, συνδέει την ακτή της Αδριατικής με τα απέραντα παννονικά πεδία, βοηθώντας ταξιδιώτες και εμπόρους να ξεπεράσουν το φυσικό εμπόδιο των Δειναρικών Άλπεων. Ήταν αυτή η τοποθεσία που επέτρεψε στους Οθωμανούς να εξελίξουν την πόλη σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς κόμβους των Βαλκανίων.

Η πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είναι επομένως μια πραγματικά μετα-οθωμανική πόλη. Αυτό όμως δεν οφείλεται μόνο στην οθωμανική της ρίζα, που φαίνεται εξάλλου και στο όνομα (σαράι). Ούτε απλά στο οθωμανικό χρώμα της παλιάς πόλης, με τα χάνια, τα μπεζεστένια, τα στενά με τα χρυσοχοεία ή τα καζαντζίδικα στην κεντρική συνοικία, η οποία φέρει εξάλλου ένα χαρακτηριστικά τουρκογενές όνομα: Μπαστσάρσια. Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος που συνδέει την πόλη με το οθωμανικό παρελθόν: μέχρι πολύ πρόσφατα άντεχε εδώ ακόμα η συμβίωση θρησκευτικών κοινοτήτων, Μουσουλμάνων, Ορθοδόξων, Καθολικών και Εβραίων, όπως ξεκίνησε στα οθωμανικά χρόνια και συνεχίστηκε στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή δηλαδή η συμβίωση που είχαν χάσει εδώ και πολλές δεκαετίες σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις στα Βαλκάνια, της ίδιας της Κωνσταντινούπολης μη εξαιρουμένης.

Οι ξύλινες βρύσες Σέμπιλι είναι κεντρικό σημείο αναφοράς στην Μπαστσάρσια.
Το μπεζεστένι του Χουσρέβ Μπέη (αριστερά) λειτουργεί ακόμα από τα οθωμανικά χρόνια, όταν το Σαράγεβο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας.
Το σύμβολο του Πρωθυπουργικού Γραφείου της Τουρκίας, σημάδι των καιρών και της τουρκικής διείσδυσης σε όλες τις μουσουλμανικές (κυρίως) γωνιές των Βαλκανίων. Είμαστε εδώ στη στάση «Μπαστσάρσια»: το τραμ τρέχει στους δρόμους της πόλης από το 1884 και είναι ένα από τα αρχαιότερα της Ευρώπης: μέρος της προσπάθειας των Αψβούργων να κάνουν την Βοσνία μια πραγματικά σύγχρονη χώρα, λίγα χρόνια αφού πήραν τον έλεγχό της από τους Οθωμανούς.
Το στενό Μπραβατζιλούκ στη Μπαστσάρσια, γνωστό για τα φαγάδικα του (κυρίως τα τσεβαπτζίδικα), οδηγεί στο Δημαρχείο· κι αυτό όπως το Γυμνάσιο του Μόσταρ (βλ. πιο πάνω) κτισμένο με ψευδο-μαγκρεμπίνικη αρχιτεκτονική (μια τεχνοτροπία που χρησιμοποιήθηκε από τους Αψβούργους σε κυρίως μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας, με σκοπό την προώθηση μιας βοσνιακής ταυτότητας ξεχωριστής τόσο από την οθωμανική όσο και τη σλαβική). Γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα, όπως αυτές που φαίνονται κάτω αριστερά, είναι ακόμα σπάνιο θέαμα στους δρόμους του Σαράγεβου· σε αντίθεση όμως με το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, όχι πια αδύνατο.
Δυτικά της Μπαστσάρσια ξεκινάει σχεδόν κολλητά το «Σαράγεβο των Αψβούργων», όπου η αρχιτεκτονική θυμίζει πια περισσότερο Κεντρική Ευρώπη παρά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ η κεντρική Λεωφόρος Μαρσάλα Τίτα (Στρατάρχη Τίτο: το Σαράγεβο σε αντίθεση με Βελιγράδι, Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνα, δεν άλλαξε αυτό το όνομα, κάτι που μάλλον δεν είναι τυχαίο). Στο κέντρο της εικόνας, η Αιώνια Φλόγα καίει ακόμα εις μνήμην των πεσόντων στον Β’ Παγκόσμιο, όπως και στα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας.

Το Μεγάλο Πάρκο του Σαράγεβου χωροθετήθηκε από τους Αψβούργους, λόγω έλλειψης χώρου σε έκταση πρώην μουσουλμανικού νεκροταφείου: οι στήλες μουσουλμανικών τάφων έχουν απομείνει για να θυμίζουν την παλιά του χρήση.

Το Σαράγεβο επιδεικνύει με περηφάνια τους ναούς των τεσσάρων μεγάλων θρησκειών (σουνιτικό Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Εβραϊσμός) στο κέντρο του ως δείγμα της θρησκευτικής συνύπαρξης. Μόνο που είναι πλέον κι εδώ περισσότερο ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Περίπου το 90% του πληθυσμού της πόλης είναι σήμερα Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί· το 1991, ήταν μόλις 50%. Η θλιβερή κανονικότητα του εθνο-θρησκευτικού διαχωρισμού έφτασε και στο Σαράγεβο. Οι περισσότεροι Σέρβοι είτε έφυγαν, είτε συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος των προαστίων που ανήκει στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα: η τελευταία προσπαθεί να δημιουργήσει εκεί ουσιαστικά μια νέα πόλη, που θα λειτουργεί ως πρωτεύουσά της. Αρχικά ονομάστηκε «Σέρβικο Σαράγεβο», αλλά πλέον λέγεται (πολιτικά ορθότερα) Ανατολικό Σαράγεβο.

Ανατολικό Σαράγεβο: η επίσημη πρωτεύουσα της Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Οι πιο πολλές πολυκατοικίες είναι καινούριες και συνεχίζουν ακόμα να κτίζονται δίπλα σε σχεδόν έρημες εκτάσεις, όπως εδώ.

Θλιβερό στο Σαράγεβο δεν είναι μόνο ότι έχασε την πολυθρησκευτική του ταυτότητα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έγινε. Η πολιορκία από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις των Κάρατζιτς και Μλάντιτς ήταν η μακρύτερη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία: ξεκίνησε τον Απρίλη του 1992 και τελείωσε (επίσημα) τον Φλεβάρη του 1996. Σε αυτά τα τριάμισι χρόνια, οι κάτοικοι της πόλης έπρεπε να ζήσουν χωρίς βασικά αγαθά όπως τρεχούμενο νερό και ρεύμα, κουβαλώντας προμήθειες στα σπίτια τους τροχάδην υπό τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών, και κάτω από τους συνεχείς βομβαρδισμούς του εχθρικού πυροβολικού. Οι πλαγιές των βουνών που το περιτριγυρίζουν, στις οποίες πριν μόλις 8 χρόνια διαγωνίζονταν οι κορυφαίοι σκιέρ του κόσμου στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς (το Σαράγεβο παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική βαλκανική πόλη εκτός Αθήνας που φιλοξένησε Ολυμπιάδα), γέμισαν με ναρκοπέδια. Πάνω από δέκα χιλιάδες νεκρούς μέτρησε η πόλη σε αυτή την περίοδο: πολλοί απ’ αυτούς είναι θαμμένοι όχι μακριά από το κέντρο.

Το λυκάκι ανάμεσα σε μαγνητάκια, φλυτζανάκια, μπρίκια και άλλα τοπικά σουβενίρ, είναι ο Βούτσκο, η μασκότ των Χειμερινών Ολυμπιακών του 1984.
Τα μουσουλμανικά νεκροταφεία απλώνονται συνήθως σε βουνοπλαγιές, κι απ’ αυτές υπάρχουν άφθονες στο Σαράγεβο. Το συγκεκριμένο νεκροταφείο λίγο βορειότερα της Μπαστσάρσια είναι όμως πιο ιδιαίτερο, αφού σε αυτό αναπαύονται μαχητές που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την πόλη το 1992-95.

Το Σαράγεβο είναι μια μάλλον μακρόστενη πόλη: αφού περιβάλλεται από ψηλά βουνά, αναγκαστικά η ανάπτυξη της κατευθύνθηκε κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του μικρού ποταμού Μιλιάτσκα. Ήδη στα προάστια της πόλης, αυτός χύνεται στον Μπόσνα, ο οποίος ακολουθεί βόρεια πορεία μέχρι να εκβάλει και αυτός στον Σάβο. Σήμερα, ο Μπόσνα συνοδεύεται από τον αυτοκινητόδρομο A1, τον (ακόμα ημιτελή) κεντρικό οδικό άξονα της Βοσνίας. Μαζί με τον ποταμό προχωρούμε κι εμείς, αλλά όχι μέχρι την εκβολή του: στα μέσα της διαδρομής θα τον εγκαταλείψουμε για έναν άλλο παραπόταμό του, τον Λάσβα.

Ο Μπόσνα κυλάει σε πολλά σημεία ακριβώς κάτω από τον αυτοκινητόδρομο, όπως εδώ στην έξοδο προς Τράβνικ (και την κοιλάδα του Λάσβα).

Η κοιλάδα του Λάσβα έχει κι αυτή τη δική της τραγική Ιστορία. Στα χωριά και τις πόλεις από όπου περνάμε, βλέπουμε τζαμιά να εναλλάσσονται με καθολικές εκκλησίες και βοσνιακές σημαίες με κροατικές. Η Κεντρική Βοσνία είναι ακόμα μια περιοχή ανάμικτη, με Κροάτες και Βοσνιακούς (οι Σέρβοι είναι πολύ λίγοι, ειδικά μετά τον πόλεμο). Ήταν επόμενο ότι θα γινόταν ένας από τους κύριους χώρους της κροατο-μουσουλμανικής σύγκρουσης. Οι Κροάτες ήθελαν να εντάξουν την περιοχή στη δική τους σχεδιαζόμενη οντότητα, την Ερζεβο-Βοσνία. Και όπως ήταν ο σχεδόν γενικός κανόνας στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους σε ανάμικτες περιοχές, τέτοιοι στόχοι απαιτούσαν δραστικά μέτρα: έμειναν γνωστά ως η «εθνοκάθαρση της κοιλάδας του Λάσβα«.

Το Άχμιτσι είναι ένα μικρό χωριό στην κοιλάδα του Λάσβα, με μια ιδιαίτερη ιστορία όμως: εδώ έφτασε η κροατική εκστρατεία εθνοκάθαρσης στην κορύφωσή της. Τον Απρίλιο του 1993, οι κροατικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό, γκρέμισαν τα τζαμιά και εξόντωσαν τους περισσότερους Μουσουλμάνους κατοίκους του, πάνω από 100 άτομα: κάποιοι απ’ αυτούς κάηκαν ζωντανοί στα σπίτια τους. Η σφαγή έπρεπε να λειτουργήσει ως παραδειγματισμός, για το τι μπορούν να πάθουν οι Μουσουλμάνοι και σε άλλες περιοχές της κοιλάδας του Λάσβα, αν δεν αποχωρήσουν εθελοντικά.
Το Ντόνιι Βακούφ είναι μια μικρή πόλη της Κεντρικής Βοσνίας, η οποία (ταιριαστά με το όνομά της) έχει μετά τον πόλεμο συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία· πριν τον πόλεμο, υπήρχε και ένα 30% Σέρβων, από τους οποίους έχουν μείνει μόνο λίγες δεκάδες. Εκτός από τις δημογραφικές αλλαγές, έγιναν πιο έντονα στην εικόνα της πόλης και τα ισλαμικά-βοσνιακά σύμβολα, όπως έγινε αντίστοιχα και στα κροατικά χωριά ή πόλεις της Κεντρικής Βοσνίας.

Αφήνοντας τον Λάσβα, περνάμε στην επόμενη κοιλάδα, αυτήν του Βρμπας. Είμαστε εδώ στην Μποσάνσκα Κράινα, η οποία χρησιμοποιείται μεν ως γεωγραφικός-ιστορικός όρος για την περιοχή, δεν υπάρχει όμως αντίστοιχα διοικητικά, αφού είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο καντόνια της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας και τη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Το Γιάιτσε βρίσκεται στο σημείο που ο παραπόταμος Πλίβα εκβάλει στον Βρμπας, σχηματίζοντας τους καταρράκτες που είναι πόλος έλξης τουριστών εντός και εκτός της χώρας. Σήμερα είναι μια μικρή πόλη, έχει όμως ένα πιο ένδοξο παρελθόν, ως (κατά διαστήματα) πρωτεύουσα του πολύ ιδιαίτερου μεσαιωνικού Βασιλείου της Βοσνίας.

Η Μποσάνσκα Κράινα (εδώ στην κοιλάδα του Βρμπας) που αποτελεί το βορειοδυτικό άκρο της χώρας είναι μια περιοχή καλυμμένη με πυκνά δάση.
Οι καταρράκτες του Πλίβα, με την παλιά πόλη του Γιάιτσε στα αριστερά να σκαρφαλώνει προς το κάστρο. Ο Βρμπας φαίνεται στα δεξιά.

Το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς που κυβερνούσε το Βασίλειο είχε υιοθετηθεί για ένα διάστημα και από το σύγχρονο κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (πριν αναγκαστεί να το εγκαταλείψει λόγω σερβικών ενστάσεων). Αν και χριστιανικό, με την Ιστορία του Βασιλείου νιώθουν μάλλον πιο κοντά οι Μουσουλμάνοι. Εξάλλου, ο Χριστιανισμός του ήταν πολύ ιδιαίτερος: στο Βασίλειο συνυπήρχαν, εκτός από την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, και η θεωρούμενη συχνά από τις δύο άλλες ως αιρετική Εκκλησία της Βοσνίας. Αυτή η Εκκλησία, στην οποία πολλοί μελετητές βλέπουν αποκρυφιστικά ή γνωστικιστικά στοιχεία, είχε τόση εξάπλωση, ώστε ακόμα και κάποιοι από τους βασιλιάδες του οίκου Κοτρομάνιτς να ανήκουν σε αυτήν. Αν και υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα για το τι ήταν ακριβώς αυτή η θρησκευτική ομάδα, το σίγουρο είναι ότι ήταν μέρος μιας γενικά μεταβατικής κατάστασης. Είναι ίσως και μια εξήγηση, γιατί ο εξισλαμισμός αποδείχτηκε τόσο πετυχημένος στη Βοσνία, ώστε οι Μουσουλμάνοι να είναι σήμερα η μεγαλύτερη κοινότητα.

Στον κεντρικό πεζόδρομο του Γιάιτσε, το μνημείο των Κροατών πεσόντων στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, αντικρίζει αυτό των Βοσνιακών στην αυλή του Τζαμιού της Εσμέ Σουλτάνας. Στο μουσουλμανικό μνημείο στα αριστερά ξεχωρίζει το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς.
Εδώ στον Ναό της Παναγίας του Γιάιτσε στέφθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Βοσνίας, Στέφανος, λίγα χρόνια πριν το βασίλειο υποταχθεί στους Οθωμανούς. Σε αυτό το στάδιο, η δυναστεία Κοτρομάνιτς είχε ήδη δεχτεί πλήρως τον Καθολικισμό και απομακρυνθεί από την (θεωρούμενη ως αιρετική) Εκκλησία της Βοσνίας.

Η Βοσνία είναι έτσι σήμερα ένας προωθημένος βορειοδυτικός θύλακας μουσουλμανικού πολιτισμού, ένα γνήσιο «ευρωπαϊκό Ισλάμ» με ρίζες αιώνων, πολύ πριν εφεύρει η Ευρώπη αυτόν τον όρο ως ζητούμενο· και με μακριά παράδοση συνύπαρξης με τον Χριστιανισμό, που επιβιώνει σε κάποιο βαθμό και σήμερα, έστω και βαριά τραυματισμένη. Εμείς πάντως, συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε στην κοιλάδα του Βρμπας. Σύντομα αφήνουμε πίσω την Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, για να επιστρέψουμε στη (σχεδόν) εκκαθαρισμένη από μουσουλμανικά στοιχεία Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου.

Σχετική βιβλιογραφία:

  1. Aquilué, I. & Roca, E. (2016): Urban development after the Bosnian War: The division of Sarajevo’s territory and the construction of East Sarajevo. Cities, 58, pp. 152–163, doi: https://doi.org/10.1016/j.cities.2016.05.008.
  2. Borić, F. (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  3. Bublin, M. (2008): Sarajevo throughout the history: from a neolithic settlement to a metropolis. Sarajevo, Buybook.
  4. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  5. Fine, J. V.A. (1975): The Bosnian Church – A New Interpretation. East European Quarterly.
  6. Gosztonyi, K. D. (2004): Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina. FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  7. Luchetta, A. (2009): Mostar  and  the  Loss  of  Its  (Partial)  Uniquess:  A  History,  1990-2009. Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva.
  8. Terry, S. (2007): Students mingle – sort of – in postwar Bosnia’s only integrated school. Christian Science Monitor, 27/09/2007. Διαθέσιμο στο: https://www.csmonitor.com/2007/0927/p20s01-wogn.html
  9. Troncotă, M. (2015): Sarajevo – a border city caught between its multicultural past, the Bosnian war and a European future. Eurolimes, 19, pp. 119–138.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Α’

Κλασσικό

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ

Στο μπλογκ ασχολούμαστε συχνά με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια: αυτός ο γεωγραφικός χώρος είναι ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα του κεντρικού (γεω)πολιτικού προβλήματος στη γωνιά του κόσμου που ζούμε. Παλιότερα το λέγαμε «Ανατολικό Ζήτημα». Στην ουσία, μιλάμε για μια μεγάλη μετάβαση, που διαρκεί τώρα πάνω από δύο αιώνες χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα: από την παλιά αυτοκρατορική-πολυεθνοτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών.

Το άρθρο περιγράφει ένα πρόσφατο ταξίδι μέσα από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας. Ήταν το τμήμα της χώρας που υπέφερε πιο σκληρά από την κατάρρευση, ειδικά την πρώτη πενταετία 1991-1995. Δεν είναι η πρώτη φορά που έζησε τέτοια καταστροφή: και στη δεκαετία του 1940 ήταν από τις περιοχές που σημαδεύτηκαν από σφαγές και εθνοκάθαρση όσο λίγες άλλες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα, παρά το βάρος ενός τέτοιου παρελθόντος, η συμβίωση διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Αφετηρία μας είναι οι όχθες της Λίμνης Σκόδρας, περίπου 12 ώρες με το αυτοκίνητο από Αθήνα. Από εκεί, μπαίνουμε στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Διασχίζουμε γρήγορα το Μαυροβούνιο και συνεχίζουμε μέσα από Ερζεγοβίνη, Δαλματία, Βοσνία, Σλαβονία, Σερβία. Καταλήγουμε στην (πρώην) πρωτεύουσα, το Βελιγράδι.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Η Λίμνη Σκόδρα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας τις γειτονικές της Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα. Και οι τρεις λίμνες έχουν το κοινό ότι είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Στην περίπτωση της Σκόδρας, αυτά είναι η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Το Σιρόκα είναι μια μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό, στη νότια αλβανική όχθη της λίμνης, όχι μακριά από την ίδια την πόλη Σκόδρα. Διαθέτει λίγα ξενοδοχεία, έναν ωραίο παραλίμνιο δρόμο με καφετέριες και ταβέρνες, καθώς κι ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία: δείγμα της χαρακτηριστικής για τη βόρεια Αλβανία συγκατοίκησης σουνιτικού Ισλάμ και καθολικισμού (σε αντίθεση με την μπεκτασίδικη-ορθόδοξη σύνθεση της νότιας Αλβανίας).

Το αλβανικό τμήμα της Λίμνης Σκόδρας, όπως φαίνεται από το Σιρόκε κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά. Δεξιά ξεχωρίζει η πόλη της Σκόδρας (αχνοφαίνονται οι πολυκατοικίες) και στο βάθος φαίνονται τα περίφημα Καταραμένα Βουνά.
Ο παραλίμνιος δρόμος στο Σιρόκα γεμίζει τα πρωινά με κόσμο που απολαμβάνει τον καφέ του δίπλα στο νερό.

Η Σκόδρα δεν είναι κλειστή λίμνη: το νερό της τροφοδοτεί τον ποταμό Μπούνα ή Μπογιάνα, ο οποίος ξεκινάει τη σύντομη πορεία του από το νοτιοανατολικό της άκρο. Μετά από μόλις 41 χιλιόμετρα μαιανδρικής διαδρομής, στο δεύτερο μισό της οποίας αποτελεί και το σύνορο Αλβανίας-Μαυροβουνίου, ο ποταμός εκβάλει στην Αδριατική Θάλασσα. Στο δέλτα του, σχηματίζεται το νησάκι Άντα Μπογιάνα· το οποίο φιλοξενεί και μια από τις πιο πιο γνωστές και παλιές αποικίες γυμνιστών στα Βαλκάνια.

Ο ποταμός Μπογιάνα λίγο μετά την έξοδο του από τη λίμνη της Σκόδρας. Πάνω στον λόφο φαίνεται το Κάστρο της Ροζάφα, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη γυναίκα που, με βάση τον θρύλο, έπρεπε να κτιστεί μέσα στο κάστρο ώστε αυτό να στεριώσει.

Εμείς πάντως διασχίζουμε τα σύνορα λίγο πιο βόρεια, ανάμεσα στα χωριά Στουφ και Σουκόμπιν. Αν και το δεύτερο βρίσκεται στη μαυροβουνιακή πλευρά, κατοικούνται και τα δύο από Αλβανούς. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα χωριά της περιοχής. Εδώ στον συνοριακό Δήμο Ούλτσινι, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβόφωνη και ορθόδοξη, αλλά αλβανική και μουσουλμανική. Το ότι παρόλα αυτά ανήκει στο Μαυροβούνιο, σίγουρα θα ενοχλεί κάποιους Αλβανούς εθνικιστές, ως (άλλη) μια απόδειξη αδικίας στη μοιρασιά των εδαφών μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας.

Προς το παρόν όμως, τα πράγματα είναι ειρηνικά και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη (και τα δύο πλέον μέλη του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ) καλές. Είναι μάλλον τόσο καλές μάλιστα, που η συγκεκριμένη συνοριακή διάβαση είναι η μοναδική σε όλο το ταξίδι όπου ο έλεγχος δεν είναι διπλός, αλλά ένας και κοινός, από Αλβανούς και Μαυροβούνιους συνοριοφύλακες μαζί. Λίγο μετά τα σύνορα, συναντούμε και την ακτή της Αδριατικής. Ακολουθούμε τον παραλιακό δρόμο του Μαυροβουνίου, μέσα από Μπαρ, Σβέτι Στεφάν, Μπούντβα (βλέπε και σχετικό άρθρο) και Τιβάτ. Η ατμόσφαιρα παραμένει ειρηνική: εξάλλου, το Μαυροβούνιο είναι η μόνη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας που δεν έζησε άμεσα στο έδαφός της πολεμικές συγκρούσεις· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεινε αμέτοχη, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Το Σβέτι Στεφάν στα αριστερά και η Μπούντβα στα δεξιά στο βάθος: ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, με ελιές και πευκοδάση, στην μαυροβουνιακή ακτή της Αδριατικής.

Στο μικρό χωριό Λεπετάνι, παίρνουμε το φέρι κι έπειτα συνεχίζουμε την παραλιακή πορεία ως το Χέρτζεγκ Νόβι. Εκεί εγκαταλείπουμε (προσωρινά) τη θάλασσα και ανηφορίζουμε προς τα επόμενα σύνορα. Η βλάστηση γίνεται πιο αραιή και το έδαφος βραχώδες. Είναι ένα καρστικό τοπίο, άξιο της φήμης της Γιουγκοσλαβίας ως «πατρίδας» αυτού του είδους της γεωμορφολογίας, η οποία χαρακτηρίζει περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που διαλύεται με το νερό.

Το Λεπετάνι, απ’ όπου ξεκινάει το φέρι για να μεταφέρει τους ταξιδιώτες απέναντι στο Καμενάρι. Βρισκόμαστε στο στόμιο του Κόλπου του Κοτόρ, εκεί όπου αυτός συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα της Αδριατικής. Το ταξίδι με το φέρι διαρκεί μόλις 5 λεπτά, και γλυτώνει τους ταξιδιώτες από μια διαδρομή περίπου μιας ώρας γύρω από τον Κόλπο.
Τραχύ καρστικό τοπίο κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη (Βοσνία-)Ερζεγοβίνη. Το έδαφος που έχει απομείνει είναι ελάχιστο και η βλάστηση περιορισμένη, σε αντίθεση με τα πυκνά δάση των πολύ κοντινών (κι επίσης καρστικών) δαλματικών ακτών.

Το κράτος στο οποίο εισερχόμαστε είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με το που περνάμε όμως τα σύνορα, βλέπουμε μια μεγάλη πινακίδα «Καλώς ήλθατε στη Δημοκρατία της Σρπσκα». Για να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όποιος δεν γνωρίζει την πολιτική κατάσταση της περιοχής, οδηγώντας εδώ θα συναντήσει ελάχιστες ως καθόλου σημαίες του κράτους στο οποίο ανήκει. Θα δει όμως άφθονες σερβικές σημαίες. Η Ανατολική Ερζεγοβίνη είναι μέρος της σερβικής «Ρεπούμπλικα Σρπσκα», τη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν τη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τραυματικού εμφυλίου πολέμου της Βοσνίας, ανάμεσα στις τρεις εθνότητες που μοιράζονται τη χώρα: Βοσνιακούς (δηλ. Μουσουλμάνους, από πολιτισμική αλλά όχι απαραίτητα θρησκευτική άποψη), Σέρβους και Κροάτες.

Αμέσως αφού περάσουμε τον συνοριακό έλεγχο από το Μαυροβούνιο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μας καλωσορίζει η «Δημοκρατία της Σρπσκα», ώστε να μη μένει αμφιβολία για το ποιος είναι ο κύριος σε αυτό το τμήμα της χώρας Ακόμα και η χρήση του κυριλλικού (αντί του λατινικού) αλφαβήτου υπογραμμίζει αυτή τη δήλωση.
Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με βάση τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995): με ροζ η σερβική «Δημοκρατία της Σρπσκα» (το Τρέμπινιε φαίνεται στο νότιο της άκρο), με γαλάζιο η κροατο-μουσουλμανική «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω (κατά το ελβετικό πρότυπο) σε δέκα καντόνια. Η μικρή επαρχία του Μπρτσκο (με πράσινο) έχει ειδικό καθεστώς. (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Το Τρέμπινιε είναι μάλλον μικρή πόλη, μόλις 30.000 κατοίκων. Είναι παρόλα αυτά η μεγαλύτερη της Ανατολικής Ερζεγοβίνης, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Tα άγρια ασβεστολιθικά βουνά που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Τρέμπινιε βρίσκεται στο Τρέμπινσκο Πόλιε, δηλαδή σε ένα πλατύ και εύφορο καρστικό πεδίο, γεμάτο με ιζήματα από τη διάβρωση της γύρω περιοχής.

Το Τρέμπινσκο Πόλιε, όπως φαίνεται εδώ από τα προάστια του Τρέμπινιε: το «πόλιε» είναι διεθνής γεωμορφολογικός όρος, αλλά προέρχεται από τα σερβοκροάτικα (όπου σημαίνει απλά χωράφι, πεδίο), όπως και οι περισσότεροι όροι που συνδέονται με την καρστική γεωμορφολογία.

Πριν τον πόλεμο, οι Σέρβοι αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της πόλης. Τώρα πια, υπερβαίνουν το 90%, αφού οι περισσότεροι Κροάτες και Βοσνιακοί έφυγαν ή εκδιώχθηκαν, όπως έγινε και αλλού στη «Ρεπούμπλικα Σρπσκα». Στη μικρή εντός των τειχών παλιά πόλη, θα συναντήσουμε παρόλα αυτά δύο καλοδιατηρημένα (σε αντίθεση με αλλού στη Σρπσκα) παλιά τζαμιά, ως ίχνη μιας χαμένης πολυθρησκευτικότητας. Γενικότερα, το Τρέμπινιε διατηρεί πολλή από την ομορφιά του, με τα τείχη δίπλα στο ποτάμι, τα παλιά κτίρια, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τους πλάτανους. Εδώ δεν έχουν φτάσει ακόμα τα πλήθη των τουριστών για να παραμορφώσουν την εικόνα της πόλης, όπως στο γειτονικό Ντουμπρόβνικ ή το Μόσταρ.

Μικρή πλατεία στην εντός των τειχών παλιά πόλη του Τρέμπινιε, με το Τζαμί του Οσμάν Πασά Ρεσουλμπέγκοβιτς στα δεξιά.
Τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούν άμεσα στην όχθη του ποταμού Τρεμπίσνιτσα, ώστε να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι.
Η παλιά οθωμανική γέφυρα του Αρσλάναγιτς, όπως φαίνεται από τον παραποτάμιο πεζόδρομο. Είχε κτιστεί τον 16o αιώνα σε απόσταση 10 χιλιόμετρων στα ανάντη. Όταν στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού κατασκευάστηκε εκεί υδροηλεκτρικό φράγμα, μεταφέρθηκε πέτρα-πέτρα στην τωρινή της θέση.

Πράγματι, το Ντουμπρόβνικ είναι μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά και ο μόνιμος πληθυσμός του μόνο λίγο μεγαλύτερος του Τρέμπινιε, αλλά από άποψη φασαρίας, ατμόσφαιρας και τιμών είναι ένας άλλος κόσμος. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης σταματούν σειρά τα λεωφορεία που ξεφορτώνουν τουρίστες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η ιστορία της ως το κέντρο της πολύ ιδιαίτερης Δημοκρατίας της Ραγκούσας, η οποία κατάφερε επί αιώνες να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική, η Αυστριακή και η Βενετική και παρόλα αυτά διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σίγουρα της δίνει μια αίγλη. Μάλλον όμως βοήθησε το ότι έγιναν εκεί και κάποια γυρίσματα του Game of Thrones.

Το Ντουμπρόβνικ όπως φαίνεται από ψηλά. Η εντός των τειχών πόλη ήταν πριν πολλούς αιώνες βραχονησίδα: εκεί κατέφυγαν οι κάτοικοι της κοντινής Επιδαύρου (σημερινό Τσαβτάτ) για να ξεφύγουν από τις σλαβικές επιδρομές. Με τους αιώνες εξελίχθηκε σε ένα (περίπου) ανεξάρτητο κράτος και έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της Αδριατικής.
Οι τουρίστες εξερευνούν τα πλακόστρωτα στενά της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ: είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που όταν τύχει να δούμε κάποια σημάδια μόνιμης κατοίκησης (π.χ. απλωμένα ρούχα), σχεδόν παραξενευόμαστε. Στα δεξιά, το Παλάτι του Ρέκτορα, ο οποίος κατείχε την εκτελεστική εξουσία στη Δημοκρατία της Ραγκούσας για πάνω από τέσσερις αιώνες. Ευθεία στο βάθος, το Παλάτι Σπόντζα, όπου βρίσκεται και ο Χώρος Μνήμης για τους Πεσόντες (βλ. πιο κάτω): το 1991-92 ανήκε στα κτίρια που βομβαρδίστηκαν από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Βλέποντας τα πλήθη των τουριστών που περιφέρονται σε μια πόλη που μοιάζει να είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς, δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι η ίδια ήταν και από τα πρώτα θέατρα των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Κι όμως, οι κροατικές αρχές φροντίζουν, ανάμεσα στα μπαρόκ πετρόκτιστα σπίτια, τα παλάτια, τις παλιές καθολικές εκκλησίες και τις πλακόστρωτες πλατείες με τις ακριβές καφετέριες, να υπενθυμίζουν στους τουρίστες κι αυτή την πρόσφατη Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1991 είχαν ήδη περάσει κάποιοι μήνες αφού η Κροατία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της και αντίστοιχα οι Σέρβοι της Κροατίας τη δική τους αυτονομία. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει σε διαφιλονικούμενα μέρη της χώρας. Πολλοί δεν περίμεναν ίσως ότι το Ντουμπρόβνικ και η γύρω περιοχή θα ανήκε σε αυτά, αφού δεν είχε μεγάλο σερβικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, από (κυρίως) τις σερβο-μαυροβουνιακές ελίτ καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι αποτελούσε κρίσιμη απειλή για τις γειτονικές της περιοχές και ιδίως το Μαυροβούνιο. Τον Οκτώβριο του 1991, ο ελεγχόμενους από Σέρβους (και Μαυροβούνιους) γιουγκοσλαβικός στρατός είχε ήδη καταλάβει όλη την περιοχή, εκτός από την ίδια την πόλη του Ντουμπρόβνικ, την οποία έθεσε σε πολιορκία πολλών μηνών. Οι σκληροί βομβαρδισμοί, που εκτός από στρατιώτες και άμαχους είχαν ως θύματα και πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, έφεραν βέβαια διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ζημιές στη δημόσια εικόνα της σερβικής πλευράς· θα ακολουθούσαν πολλές.

Ο «Χώρος Μνήμης για τους Υπερασπιστές του Ντουμπρόβνικ» στο Παλάτι Σπόντζα, με τις φωτογραφίες των μαχητών που έπεσαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.
Ο χάρτης σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης απεικονίζει την καταστροφή των κτιρίων στο Ντουμπρόβνικ από τους βομβαρδισμούς, τη «σερβο-μαυροβουνιακή επίθεση» όπως την ονομάζουν, για να υπενθυμίσουν και τον σημαντικό ρόλο μονάδων και εφέδρων από το κοντινό Μαυροβούνιο σε αυτήν. Ο Μίλο Τζουγκάνοβιτς, ηγέτης του Μαυροβουνίου και τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, απολογήθηκε αργότερα γι’ αυτήν τη συμμετοχή, αφού συγκρούστηκε πια κι αυτός με τη σειρά του με τη σερβική ηγεσία.
Τα από τις σερβικές δυνάμεις και τον γιουγκοσλαβικό στρατό ελεγχόμενα εδάφη της Κροατίας στις αρχές του 1992. Μέσα στην ίδια χρονιά ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή του Ντουμπρόβνικ, ο σερβικός έλεγχος στην Κράινα και τη Σλαβονία παρέμεινε όμως για κάποια χρόνια ακόμα. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Siege_of_Dubrovnik (με τροποποιήσεις)

Παρόλα αυτά, ο πόλεμος εδώ στη νότια Δαλματία δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1992. Η κροατική πλειοψηφία παραήταν σαφής, για να αντέξουν οι όποιες σερβικές ή μαυροβουνιακές διεκδικήσεις. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το σοκ της παγκόσμιας κοινότητας από τον βομβαρδισμό ενός τόσο γνωστού και υψηλής ιστορικής αξίας μέρους όπως το Ντουμπρόβνικ, δεν εμπόδισε τελικά τη Δαλματία να ανακάμψει και να γίνει πάλι σύντομα κορυφαίος τουριστικός προορισμός. Διασχίζοντας σήμερα τις καταπράσινες δαλματικές ακτές με τα απότομα ασβεστολιθικά βουνά και τους σχεδόν παράλληλους με την ακτογραμμή μακρόστενους κόλπους, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εύπορες περιοχές της Κροατίας, ίσως και ολόκληρων των Βαλκανίων.

Η Γέφυρα Φράνιο Τούτζμαν ονομάστηκε προς τιμήν του (τουλάχιστον αμφιλεγόμενου) εθνικιστή πρώτου προέδρου της Κροατικής Δημοκρατίας. Περνάει πάνω από τον στενό κόλπο Ριέκα Ντουμπροβάσκα: κατ’ εξαίρεση για τη Δαλματία, μάλλον κάθετος παρά παράλληλος στη γενική ακτογραμμή.

Δεν πρόκειται όμως να μείνουμε για πολύ ακόμα στις δαλματικές ακτές. Περνώντας ακόμα μια φορά τα σύνορα, επιστρέφουμε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και συγκεκριμένα στη Δυτική-Κεντρική Ερζεγοβίνη. Είναι μια περιοχή σαφώς πιο φτωχή, που υπέφερε και πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο, για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Pavlovic, Srdja (2005): Reckoning – The 1991 Siege of Dubrovnik and the Consequences of the «War for Peace». In: spacesofidentity 5.1, p. 55-88.

Πολεις ανατολικα του Ιορδανη

Κλασσικό

Ο Ιορδάνης δεν είναι μεγάλος ποταμός, σε παγκόσμια σύγκριση. Με συνολικό μήκος 251 χιλιόμετρα, είναι μικρότερος π.χ. από τον Αλιάκμονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο γνωστός από πολλούς ποταμούς που θα συναντήσουμε σε κάποια λίστα των μεγαλύτερων του κόσμου. Αυτό το οφείλει σε έναν συνδυασμό ιδιαίτερης γεωγραφίας και μιας ακόμα πιο ιδιαίτερης σχέσης με τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Χάρη σε αυτά, πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φέρουν το όνομά του – κι επίσης, ένα κράτος.

Αυτό είναι το Βασίλειο της Ιορδανίας. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους που πήρε το όνομά του από ποταμό: υπάρχουν π.χ. και η Νιγηρία, το Κογκό, η Παραγουάη. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει όμως επιπρόσθετα πολιτικά νοήματα. Η χώρα είχε ονομαστεί αρχικά Υπεριορδανία, όταν ακόμα ήταν απλά μια περιοχή «εντολής» της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν δηλαδή η γη πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική του όχθη, στον δρόμο προς την αφιλόξενη Αραβική Έρημο. Όταν στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ο στρατός του ανεξάρτητου πλέον βασιλείου διασώθηκε κάπως από την αραβική πανωλεθρία και κατάφερε να ελέγξει και μεγάλο μέρος της δυτικής όχθης, θεωρήθηκε πρέπον, ως επιβράβευση, να αλλάξει το όνομά του σε Ιορδανία. Το «Υπέρ» δεν είχε εξάλλου νόημα πια, αφού η επικράτεια εκτεινόταν και στις δύο όχθες του ποταμού.

Χάρτης της Ιορδανίας από το 1948 έως το 1967, όταν ακόμα άξιζε πραγματικά το όνομά της, ελέγχοντας και τις δύο όχθες του Ιορδάνη. Πηγή εικόνας

19 χρόνια αργότερα όμως, οι Ιορδανοί δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τη νέα κτήση τους ενάντια στον ισραηλινό στρατό. Στις 7 Ιουνίου 1967, τρεις μόλις ημέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο τελευταίος έφτασε στον ποταμό και κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική του όχθη. Η γη που άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σε 50 χρόνια (από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς, μετά στους Ιορδανούς και τέλος στους Ισραηλινούς) ονομάζεται έτσι μέχρι σήμερα: Δυτική Όχθη. Το λογικό θα ήταν και η Ιορδανία να επιστρέψει στο παλιό της όνομα, με το «Υπέρ» μπροστά – αν όχι άμεσα, τουλάχιστον το 1988, όταν και παραιτήθηκε επίσημα από κάθε διεκδίκηση στη Δυτική Όχθη, για χάρη ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Η θέα από το όρος Νέμπο λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μαντάμπα. Από εδώ λέγεται ότι αντίκρισε ο Μωυσής για πρώτη φορά τη γης της Επαγγελίας, μετά τη φυγή από την Αίγυπτο και τη μακρά πορεία μέσα από την έρημο. Τη μέρα που πάρθηκε η φωτογραφία βέβαια, λόγω σκόνης και υγρασίας, η Παλαιστίνη, και πιο συγκεκριμένα η Δυτική Όχθη, διακρίνεται μόλις αχνά στο βάθος, πίσω από την κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη.

Επειδή όμως μάλλον κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε το κύρος της δυναστείας που κυβερνά τη χώρα, αυτή ονομάζεται ακόμα και σήμερα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Το επίθετο αναφέρεται στην καταγωγή της δυναστείας από τον Χασέμ, παππού του Προφήτη Μωάμεθ. Η Ιορδανία είναι θεωρητικά συνταγματική μοναρχία και υπάρχει εκλεγμένο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ηγέτης της χώρας. Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα Β’ είναι παντού, από τις εισόδους δημοσίων κτιρίων μέχρι τα γραφεία ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων.

Ως σύμβολο ειρηνικής συμβίωσης των δύο σημαντικότερων θρησκειών της Ιορδανίας, η ελληνορθόδοξη εκκλησία ορθώνεται απέναντι από το λαμπρό Τζαμί του Βασιλιά Αμπντάλα Α’ στο Αμμάν. Πιο δεξιά, η φωτογραφία του συνονόματου δισέγγονου του τελευταίου, καθώς και νυν βασιλιά της χώρας, Αμπντάλα Β’, στέκεται πάνω από την πύλη του Υπουργείου Παιδείας, θέλοντας ίσως να θυμίσει ποιος είναι ο εγγυητής αυτής της συμβίωσης.
Ακόμα και φορτηγάκια μπορεί να διακοσμούνται με την εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, όπως αυτό εδώ στην Ιρμπίντ. Όπως συνηθίζεται, αριστερά του Βασιλιά τοποθετείται ο πατέρας και προκάτοχος του νυν μονάρχη, Βασιλιάς Χουσεΐν, ενώ στα δεξιά ο γιος και διάδοχος, συνονόματος του παππού του. Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσθήκη όμως εδώ είναι και ο.. Σαντάμ Χουσέιν, στα πλάγια.

Η Ιορδανία είναι μια από τις πιο φτωχές σε νερό χώρες στον κόσμο. Η υγρασία που έρχεται με τις δυτικές αέριες μάζες πέφτει ως βροχή στην Παλαιστίνη και όταν αυτές φτάνουν μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, πολύ λίγη τους έχει απομείνει για την ανατολική όχθη. Ακόμα πιο ανατολικά, ξεκινάει η εντελώς άνυδρη Αραβική Έρημος. Κι όμως, σε αυτήν την οριακή για τη ζωή περιοχή, υπάρχουν μεγάλες πόλεις, και μάλιστα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα μάλιστα η Ιορδανία είναι ένα από τα 50 πιο αστικοποιημένα κράτη του κόσμου: πάνω από 90% του πληθυσμού ζει σε πόλεις (για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 80% και στην Αλβανία αρκετά κάτω από 70%). Η εικόνα μιας χώρας Βεδουΐνων που περιπλανώνται με τις καμήλες τους στην έρημο, ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή Ιορδανία – αν είχε ποτέ.

Εικόνα από το παράθυρο του λεωφορείου στον Αυτοκινητόδρομο της Ερήμου, ο οποίος διασχίζει την Ιορδανία στον άξονα Βορρά-Νότου, συνδέοντας την πρωτεύουσα Αμμάν με την Ακάμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, το μοναδικό λιμάνι της χώρας.

Ας δούμε επομένως κάποιους από αυτούς τους αστικούς ιστούς, σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους: μια νέα αναφισβήτητη μεγαλούπολη, το Αμμάν, μια ακόμα που είναι στο δρόμο για να γίνει κι αυτή μεγαλούπολη, την Ιρμπίντ, μια μικρότερη πόλη με λαμπρότερο όμως παρελθόν, τη Μαντάμπα – και μια ακόμα πιο λαμπρή πόλη της Αρχαιότητας, που όμως δεν υπάρχει πια: την Πέτρα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα αυτού του τόσο ιδιαίτερου βασιλείου. Σίγουρα του λείπει πολλή από τη λάμψη γειτονικών πρωτευουσών. Ποτέ δεν ήταν έδρα κάποιας μεγάλης ισλαμικής δυναστείας, όπως η Δαμασκός, η Βαγδάτη ή το Κάιρο, ούτε το είπε κανείς «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» όπως τη Βηρυτό, και βέβαια ποτέ δεν θα μπορούσε να προξενήσει τόσα εθνικο-θρησκευτικά πάθη όσα η γειτονική Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος κάποιας γραφικής παλιάς πόλης. Εξάλλου, πριν οι Χασεμίτες την κάνουν πρωτεύουσα το 1921, δεν ήταν παρά μια κωμόπολη δυο-τριών χιλιάδων κατοίκων.

Κι όμως, χωρίς να το προσέξουν πολλοί, το Αμμάν ήδη έγινε με 4 εκατομμύρια κατοίκους η μεγαλύτερη πόλη της Συροπαλαιστίνης. Έχει αφήσει πίσω του πόλεις σαν τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Ιερουσαλήμ – ποιος θα το φανταζόταν πριν εκατό χρόνια; Μια τέτοια πληθυσμιακή έκρηξη είναι εντυπωσιακή ακόμα και για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Οι συνήθεις ύποπτες, η υψηλή γεννητικότητα και η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, δεν είναι οι μόνες αιτίες. Ο πληθυσμός του Αμμάν υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια μόλις χρονιά: το 1948. Για τους Άραβες, είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής, δηλαδή της ήττας από τις σιωνιστικές δυνάμεις και της απώλειας των 4/5 της Παλαιστίνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σκορπίστηκαν στις γύρω αραβικές χώρες – πάνω απ’ όλα στην Ιορδανία και το Αμμάν.

Αυτό ήταν το πρώτο από πολλά προσφυγικά κύματα. Το 1967, με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ακολούθησαν ακόμα κάποιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, από τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Από το 1975 ως το 1990, κατέφυγαν εδώ και κάποιοι Λιβανέζοι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2003, η πόλη γέμισε με Ιρακινούς πρόσφυγες, που δραπέτευσαν από μια χώρα κατεστραμμένη και χωρίς προοπτικές. Το τελευταίο κύμα είναι αυτό των Σύριων, που ξεφεύγουν από τον δικό τους εμφύλιο. Το Αμμάν είναι μια πραγματική προσφυγούπολη: η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είτε είναι οι ίδιοι πρόσφυγες είτε παιδιά ή εγγόνια προσφύγων.

Θέα από την Ακρόπολη προς το Ανατολικό Αμμάν. Σε αντίθεση με το πιο εύπορο Δυτικό Αμμάν, το Ανατολικό αποτελείται κυρίως από φτωχές λαϊκές συνοικίες, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Κάτω δεξιά διακρίνεται και η Πλατεία Χασεμιτών.
Μια τέτοια νεανική μεγαλούπολη δεν μπορεί παρά να σφύζει από ζωή. Η εικόνα εδώ είναι από δρόμο του κεντρικού Αμμάν, κατά τις 10.00 Παρασκευή βράδυ.

Βέβαια, όταν μιλάμε για το Αμμάν σαν μια νέα πόλη, ας έχουμε υπόψη ότι σε μια τόσο βαρυφορτωμένη με Ιστορία περιοχή αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σχετικό. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, στο λοφώδες τοπίο όπου απλώνεται σήμερα το Αμμάν, βρισκόταν η πόλη της Φιλαδέλφειας. Στην κορυφή ενός κεντρικού λόφου, μπορούν σήμερα οι τουρίστες να επισκεφτούν την ακρόπολη. Είναι από τα σπάνια σημεία στην πόλη όπου μπορεί κάποιος να δει μια ιστορική συνέχεια: ξεκινώντας με τα ίχνη από ένα παλάτι της περιόδου των Αμμωνιτών, περνάμε στον Ναό του Ηρακλή από τα ρωμαϊκά χρόνια κι από εκεί σε μια βυζαντινή εκκλησία. Η αραβική-ισλαμική κατάκτηση σηματοδοτείται με το Παλάτι των Ομεϋάδων και τελικά μπαίνουμε και στη 2η χιλιετία μ.Χ. με τον Πύργο των Αγιουβιδών.

Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα βρίσκεται παντού στο Αμμάν, φυσιολογικά και στην είσοδο της Ακρόπολης.

Η ακρόπολη είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόφους, στους οποίους είναι απλωμένος ο σύγχρονος αστικός ιστός του Αμμάν. Αρχικά, ήταν επτά, ώστε να μπορεί η πόλη να έχει κάτι κοινό με πολύ πιο αυτοκρατορικές πόλεις, όπως η Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Σήμερα όμως, έχουν ξεπεράσει τους 19. Ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλιά, σίγουρα δεν κάνουν την πόλη πολύ φιλική σε ανθρώπους χωρίς καλή φυσική κατάσταση. Το περπάτημα είναι εύκολο μόνο στις στενές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Εδώ εκτείνεται και το κέντρο της πόλης, το Μπαλάντ όπως το λένε οι ντόπιοι.

Στο Μπαλάντ θα βρούμε την κεντρική αγορά, πολλά μαγαζιά με.. κοστούμια, κάποια γνωστά εστιατόρια της πόλης, καθώς και λίγα αρχαία μνημεία, όπως το Νυμφαίο και το Ρωμαϊκό Θέατρο. Δίπλα στο τελευταίο βρίσκεται και η κεντρική πλατεία της πόλης, η Πλατεία Χασεμιτών. Η κυβερνώσα δυναστεία φροντίζει να τονίζει το όνομά της με κάθε ευκαιρία: ο δεσμός αίματος με τον Προφήτη είναι κάτι που στον αραβικό κόσμο μετράει. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει βέβαια ότι μια δυναστεία με τόσο βαρύ όνομα είναι χρήσιμη ως συνδετικό στοιχείο σε μια χώρα με κατά τ’ άλλα μάλλον μικρή συνοχή.

Η Πλατεία Χασεμιτών με το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Ρωμαϊκό Θέατρο και τους λόφους του Ανατολικού Αμμάν από πίσω. Αν και (ακόμα) δεν πληρώνει κάποιος εισιτήριο για την πλατεία, δίνεται μια τέτοια εντύπωση: τα κιγκλιδώματα γύρω γύρω επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Οι κυβερνώντες στην Ιορδανία έμαθαν ίσως κάτι από την Πλατεία Ταχρίρ στο κοντινό Κάιρο και τους κινδύνους που κρύβει (γι’ αυτούς) η ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε έναν τέτοιο ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Οι λόφοι πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το Αμμάν αποτελούνται κυρίως από κρητιδικούς ασβεστόλιθους, κάτι που κάνει εύκολη τη δημιουργία γκρεμών κι επομένως και τους ίδιους ορατούς, ακόμα και στο κέντρο της πόλης: εδώ πίσω από το Νυμφαίο.
Εικόνα από τα στενά της σκεπαστής αγοράς στο Μπαλάντ.

Οι λόφοι (τζαμπάλ λέγονται στα αραβικά) που συναποτελούν τον αστικό ιστό του Αμμάν, έχουν ο καθένας τα δικά του κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο Τζαμπάλ Αμμάν, νοτιοδυτικά της ακρόπολης, είναι πιο αριστοκρατικός, πιο πράσινος, με ευρύχωρα σπίτια και ιδιωτικά σχολεία. Η κεντρική Οδός Ρέινμποου (το όνομα προέρχεται από έναν παλιό κινηματογράφο) διαθέτει άνετες καφετέριες και διάφορα φαγάδικα όπου μπορεί κάποιος να γευτεί, εκτός από ντόπιες φαλάφελ, και σούσι, πίτσες ή ινδικά. Απέναντι προς τα βόρεια, ο λόφος Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ είναι παρόμοιος από κοινωνικο-οικονομική άποψη, και ίσως κάπως πιο καλλιτεχνικός, με τις πολλές μικρές γκαλερί, τα μαγαζιά με μουσικά όργανα και βέβαια το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δυτικά και βόρεια αυτών των δύο λόφων, βρίσκονται πολλές άλλες γειτονιές μεσαίας και ανώτερης τάξης, με νέες πολυκατοικίες, άνετα και καθαρά πεζοδρόμια. Μεταξύ αυτών και το Αμπντάλι, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο, με σύγχρονα καταστήματα και ουρανοξύστες, θυμίζοντας κάτι από Ντουμπάι. Αντίθετα, το Ανατολικό Αμμάν αποτελείται από συνοικίες με πιο λαϊκά χαρακτηριστικά, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Τα κτίρια είναι εδώ πιο κουρασμένα, οι πλαγιές συχνά καλυμμένες με σκουπίδια, και τα δέντρα πιο σπάνια – ίσως καμιά συκιά πού και πού, σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά.

Εδώ, η θέα από τον Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ προς τα νότια: στα δεξιά φαίνεται ο «αριστοκρατικός» λόφος Τζαμπάλ Αμμάν, ενώ στην κοιλάδα ανάμεσα στους δύο λόφους βλέπουμε το Μουσείο Ιορδανίας, το πιο μεγάλο της χώρας. Στους λιγότερο πράσινους λόφους στα αριστερά απλώνονται πιο λαϊκές συνοικίες.
Η Οδός Ρέινμποου είναι δημοφιλής για ντόπιους και τουρίστες. Τέμνει περίπου στη μέση τον Τζαμπάλ Αμμάν.
Σε αντίθεση με τους λόφους του Δυτικού Αμμάν, οι δρόμοι και τα κτίρια στο Ανατολικό Αμμάν είναι λιγότερο φροντισμένα. Εδώ, εικόνα από δρόμο του Λόφου Τζαμπάλ-αλ-Τοφέχ.
Στην περιοχή Αμπντάλι, βορειοδυτικά του κέντρου, δημιουργείται ένα νέο υπερσύγχρονο αστικό κέντρο, με πρότυπα που μάλλον προέρχονται από χώρες του Κόλπου. Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της ανάπλασης ήταν και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων, ο οποίος μετακινήθηκε (πολύ πιο άβολα) στα βόρεια περίχωρα της πόλης.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες στο Αμμάν μπορεί να μην είναι επαρκείς για μια μεγαλούπολη 4 εκατομμυρίων, έχουν όμως γίνει αρκετές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, ακόμα κι αν βασίζονται αποκλειστικά σε λεωφορεία. Μια απ’ αυτές είναι το BRT (Bus Rapid Transit): κάποιες γραμμές που λειτουργούν με απαραβίαστες λεωφορειολωρίδες στη μέση μεγάλων λεωφόρων, κυρίως στα προάστια, και μπορούν να μεταφέρουν με μεγάλη συχνότητα επιβάτες, όπως εδώ στον νέο σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων στο Ταμπαρμπούρ, στα βόρεια περίχωρα).

Η δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ιορδανίας, μετά από αυτή του Αμμάν-Ζάρκα, βρίσκεται κι αυτή στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας – και μάλιστα τόσο βορειοδυτικά, που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με άλλες δύο χώρες, τη Συρία και το Ισραήλ. Η σημερινή Ιρμπίντ, με πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, είναι κι αυτή στον δρόμο για να γίνει μεγαλούπολη. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον των τουριστών γι’ αυτήν είναι σχεδόν μηδενικό – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλά ένας σταθμός στον δρόμο προς το Ουμ Καΐς. Θεωρείται τόσο αδιάφορη, που οι ντόπιοι θα εκπλαγούν αν δουν έναν ξένο να περιμένει λεωφορείο με αυτήν ως προορισμό: «Μα, δεν έχει τίποτα να δεις εκεί».

Η αλήθεια είναι ότι η Ιρμπίντ δεν το κάνει εύκολο στον επισκέπτη να την συμπαθήσει. Είναι μια σύγχρονη βρώμικη τσιμεντούπολη, με πολλές πολυκατοικίες και χωρίς ίχνος γραφικής παλιάς πόλης. Δεν έχει καν κάποια ρωμαϊκά μνημεία όπως το Αμμάν, ή έστω το λοφώδες ανάγλυφο της πρωτεύουσας να της χαρίζει μια γοητεία. Υπάρχει βέβαια μια ατμοσφαιρική αγορά στο κέντρο, όπως όμως περίπου σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Ακόμα ομως και το Wikitravel δυσκολεύεται να εντοπίσει πάνω από 3-4 αξιοθέατα: ένας Πύργος Ρολογιού όπως σε πολλές άλλες μετα-οθωμανικές πόλεις, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νταρ-ας-Σαράγια, κάποια μουσεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη – αυτά.

Εικόνα από την κεντρική αγορά της Ιρμπίντ.
Η «ακρόπολη» της Ιρμπίντ δεν έχει πολλή σχέση με την ακρόπολη του Αμμάν, διαθέτει όμως κάποια από τα λίγα παλιά κτίρια της πόλης. Ο τοίχος με τις βασάλτινες πέτρες στα αριστερά ανήκει στο Νταρ-ας-Σαράγια, κτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς ως καραβάνσεραϊ στο δρόμο του προσκυνήματος και νυν Αρχαιολογικό Μουσείο. Αμέσως δεξιά, η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, συνοδευόμενη από ιορδανικές σημαίες, επιβλέπει και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βασιλείου του.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ιρμπίντ είναι μια εντελώς άχρωμη πόλη. Η νεανικότητα του πληθυσμού της δίνει χαρακτήρα – που ενισχύεται από το γεγονός πως είναι μια πραγματική φοιτητούπολη, με κάποια από τα γνωστότερα και μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ. Τα κτίρια του τελευταίου μαζί με τις φοιτητικές εστίες βρίσκονται κοντά στο κέντρο: η πανεπιστημιούπολη ορίζεται στα δυτικά της από την «Οδό Πανεπιστημίου», τον ίσως πιο γνωστό δρόμο της πόλης, γεμάτο καφετέριες και φαγάδικα όπου συχνάζει η νεολαία και όχι μόνο. Η χαρακτηριστική εικόνα των δρόμων της Ιρμπίντ, η πρώτη ίσως που εντυπώνεται στο μυαλό ενός ξένου επισκέπτη, είναι οι μαντιλοφορούσες και μακιγιαρισμένες νεαρές κοπέλες που κυκλοφορούν με τα βιβλία και τις σημειώσεις τους στο χέρι. Αυτή η νεανική, χαλαρή, ειρηνική ατμόσφαιρα της πόλης είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κάποιος ότι μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα σύνορα με τη Συρία, όπου ακόμα μαίνεται πόλεμος. Η Ιρμπίντ ήταν, μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος για όσους ταξίδευαν ανάμεσα στις δυο χώρες. Τώρα πλέον, είναι ένα από τα κύρια καταφύγια όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: πάνω από ένα τέταρτο του σημερινού πληθυσμού της επαρχίας Ιρμπίντ είναι Σύριοι πρόσφυγες.

Η «Οδός Πανεπιστημίου»: στα αριστερά, καταστήματα, καφετέριες και φαγάδικα ή εστιατόρια, στα δεξιά η Πανεπιστημιούπολη του Γιαρμούκ.
Ήδη από τα προάστια της Ιρμπίντ οι φοιτήτριες που κυκλοφορούν στους δρόμους χαρακτηρίζουν την εικόνα της πόλης. Η τελευταία βέβαια δεν βοηθιέται από τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και τα σπαρμένα με σκουπίδια χωράφια.

Σε σχέση με το Αμμάν και την Ιρμπίντ, η Μαντάμπα έρχεται πολύ πίσω σε μέγεθος. Με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, δεν είναι παρά μια επαρχιακή πόλη, σχεδόν στα περίχωρα του Αμμάν, όχι πάνω από μία ώρα ταξίδι με τα μικρά λεωφορεία που κάνουν τακτικά τη διαδρομή. Ό,τι της λείπει σε μέγεθος όμως, το αναπληρώνει σε ιστορική αξία, και καταφέρνει έτσι να είναι ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός – σε μια χώρα που σίγουρα δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Οι ρίζες της πόλης πάνε πολύ βαθιά: αναφορές για την αρχαία Μαδηβά υπάρχουν ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη. Tα πολλά μωσαϊκά που επιδεικνύει με περηφάνια στους επισκέπτες μαρτυρούν τη σημασία που είχε στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια και της χαρίζουν τον τίτλο «πόλη των ψηφιδωτών». Για να τιμήσει αυτή την παράδοση, υπάρχει και μια σχολή που διδάσκει και σήμερα στους νέους της περιοχής όχι μόνο τη συντήρηση των μωσαϊκών, αλλά και την ίδια αυτή την πανάρχαια τέχνη.

Το «αρχαιολογικό πάρκο» στο κέντρο της πόλης έχει στον κέντρο του μια πρωτοβυζαντινή έπαυλη (μετέπειτα εκκλησία), όπου το ψηφιδωτό στο πάτωμα απεικονίζει την ιστορία του Ιππόλυτου και της Φαίδρας
Στο πάτωμα του ορθόδοξου Ναού του Αγίου Γεωργίου σώζεται ένας σπάνιος αρχαίος χάρτης σε μωσαϊκό, που απεικονίζει την περιοχή της Συροπαλαιστίνης μέχρι και την Αίγυπτο. Εδώ βλέπουμε την εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, με την τοποθεσία του Βαπτίσματος και την Ιεριχώ στη Δυτική Όχθη (κάτω μεριά).

Ένας επιπλέον πόλος έλξης τουριστών είναι το κοντινό όρος Νέμπο, απ’ όπου με βάση την παράδοση ο Μωυσής αντίκρισε για πρώτη φορά τη γη της Επαγγελίας, μετά από το μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο. Σε ανάμνηση αυτής της ιστορίας, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού μια Μονή Φραγκισκανών. Εκεί μπορεί να συναντήσουμε γκρουπ θρησκευτικών τουριστών απ’ όλες τις γωνιές του καθολικού κόσμου, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις Φιλιππίνες.

Παρά όμως το ένδοξο παρελθόν, η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, και έμεινε ξεχασμένη για πολλούς αιώνες. Μέχρι που κάποιες χριστιανικές φυλές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, προς το τέλος του 19ου αιώνα – ανακαλύπτοντας έτσι και τον πλούτο σε μωσαϊκά. Για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια, η Μαντάμπα ήταν γνωστή ως μια χριστιανική πόλη. Μπορεί στις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία να άλλαξε προς όφελος των Μουσουλμάνων, η Μαντάμπα παραμένει όμως ένα σημαντικό κέντρο των Χριστιανών της Ιορδανίας, και το ποσοστό τους στον πληθυσμό της πόλης είναι πολύ υψηλότερο του περίπου 5% σε όλη την χώρα. Η πόλη δικαιούται να περηφανεύεται για την αρμονική συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων και Καθολικών.

Δίπλα στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου (φαίνεται στα δεξιά), βρίσκεται το Νέο Ορθόδοξο Σχολείο, με επιγραφές στα αραβικά και τα αγγλικά. Τα ελληνικά γράμματα περιορίζονται στην πύλη του σχολείου, στο σύμβολο της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας (ΤΦ), το οποίο συναντούμε συχνά στη Μαντάμπα.
Η καθολική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο κέντρο της Μαντάμπα εκπροσωπεί και την τρίτη θρησκευτική κοινότητα της πόλης.
Η Μαντάμπα είναι μια επαρχιακή πόλη, με χαμηλές πολυκατοικίες και πολλά μικρά μαγαζιά. Εδώ η εικόνα από τον σταθμό των λεωφορείων, απ’ όπου μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί σε κάποιο ταλαιπωρημένο λεωφορειάκι με κατεύθυνση το Αμμάν.

Πολύ πιο νότια από τη Μαντάμπα, ουσιαστικά μέσα στην έρημο πλέον, βρίσκεται μια πόλη που δεν κατοικείται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι συνεχώς γεμάτη με κόσμο. Πρόκειται βέβαια για την Πέτρα, την πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των Ναβαταίων. Οι Ναβαταίοι ήταν μια προϊσλαμική αραβική φυλή, με αραμαϊκές και αργότερα και ελληνιστικές επιρροές, όπως μπορεί να δει κάποιος και στην Πέτρα. Το βασίλειο τους άνθισε ελέγχοντας τις διαδρομές του εμπορίου ανάμεσα σε Συροπαλαιστίνη και Ερυθρά Θάλασσα/Αραβική Χερσόνησο, περίπου στα ίδια χρόνια που λίγο πιο βόρεια έζησε και έδρασε κάποιος Ιησούς Ναζωραίος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε στην ακμή της συνεχώς επεκτεινόμενη. Η υποταγή στην τελευταία ήταν μάλλον αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη και τελικά ήρθε το 106 μ.Χ. Ακόμα και μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας της πάντως, η Πέτρα συνέχιζε να ακμάζει, φτάνοντας να έχει πληθυσμό 20 με 30 χιλιάδες κάτοικους. Το ότι μια τέτοια μεγάλη πόλη μπορούσε να υπάρξει πριν δυο χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Όποιος βρεθεί ανάμεσα στα ερείπια της Πέτρας, τα οποία «ανακαλύφθηκαν» (από τον έξω κόσμο) μόλις πριν περίπου δύο αιώνες, εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο: από την αρχιτεκτονική, τα παλάτια, τους τάφους, ακόμα κι ένα θέατρο, όλα λαξευμένα μέσα στους αμμολιθικούς βράχους. Δικαιολογημένα συρρέουν εδώ τουρίστες από όλες τις γωνιές του κόσμου. Οι Ιορδανοί γνωρίζουν βέβαια πως κανείς ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να έρθει στη χώρα χωρίς να περάσει από την Πέτρα, και το εκμεταλλεύονται ανάλογα. Ακόμα κι αν ο τουρίστας καταφέρει να αποφύγει τους Βεδουΐνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι με τα πόδια ή με υποζύγια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο (ενίοτε ντυμένοι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς), πουλώντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, αναγκαστικά θα πρέπει να πληρώσει για την είσοδο. Και το πιο φτηνό εισιτήριο εισόδου, το ημερήσιο, δεν κοστίζει λιγότερα από 80 Ευρώ. Με περίπου 90 Ευρώ, μπορεί βέβαια κάποιος να πάρει εισιτήριο δύο ημερών – κάτι που με την έκταση και τον πλούτο σε μνημεία μπορεί και να αξίζει. Εξάλλου, μπορεί να διανυκτερεύσει άνετα στο Γουάντι Μούσα, έναν οικισμό που αναπτύχθηκε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και ζει σχεδόν αποκλειστικά απ’ αυτόν.

Ανεβαίνοντας στους βασιλικούς τάφους, έχει κάποιος θέα προς την έκταση όπου απλωνόταν η αρχαία πόλη της Πέτρας: μια έρημος με λίγα σκόρπια ανθεκτικά στη ξηρασία φυτά.
Το Θέατρο της Πέτρας λαξεύτηκε στο βράχο περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, όταν η πόλη ήταν ακόμα πρωτεύουσα του ανεξάρτητου βασιλείου των Ναβαταίων.
Το Γουάντι Μούσα (Κοιλάδα του Μούσα) αναπτύχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες χάρη στον τουρισμό της Πέτρας, η οποία ξεκινάει στα υψώματα που φαίνονται στο βάθος.

Από την Πέτρα της Αρχαιότητας, στη Μαντάμπα του πρώιμου Μεσαίωνα και μετά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του Αμμάν και και της Ιρμπίντ: είναι μια εικόνα που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η περιοχή που ονομάζεται σήμερα Ιορδανία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει ρόλο εδώ και χιλιετίες. Το χασεμιτικό Βασίλειο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενο κράτος. Από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ως μη-φυσικό δημιούργημα των αποικιοκρατών, ως κατά βάθος φιλοσιωνιστικό, ως σύμμαχος των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου, ως μόνο κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία και ουσιαστικά αυταρχικό κράτος.

Όπως όμως κι αν θέλει κάποιος να κρίνει την Ιορδανία, πρέπει να παραδεχτεί πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή χώρα. Μια περιοχή οικολογικά οριακή, μεταβατική προς την έρημο, από τις πιο φτωχές σε νερό στον κόσμο, μπορεί να συντηρεί αστικούς ιστούς που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέροντας τους ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης – και μάλιστα χωρίς να έχει το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων. Η χώρα με την παγκοσμίως δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων προς τον συνολικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που στην ουσία αποτελείται πλειοψηφικά από πρόσφυγες ή τους απογόνους τους, με παρουσία διαφορετικών θρησκειών εδώ και χιλιάδες χρόνια, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα σταθερότητας στην περιοχή – και μάλιστα, όταν συνορεύει με τη Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ/Παλαιστίνη. Και αυτό δεν το αποδεικνύουν μόνο οι βαθμολογίες που την κατατάσσουν ως έναν από τους δέκα πιο ασφαλείς προορισμούς στον κόσμο. Υπάρχει και πιο απτή απόδειξη: ακόμα και σήμερα, αποτελεί σημείο όπου προτιμούν να καταφεύγουν άνθρωποι για να γλυτώσουν από πολέμους και διώξεις, όπως πιο χαρακτηριστικά είδαμε τελευταία στον πόλεμο της Συρίας.

Το μέγεθος των προβλημάτων που έχει μπροστά της η Ιορδανία δεν επιτρέπει μεν υπερβολική αισιοδοξία. Ένας ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός, τόσο λόγω γεννήσεων όσο και λόγω προσφυγικών ροών, με ταυτόχρονη εξάντληση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, λόγω κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο: η εξίσωση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αστάθεια που απλώνεται γύρω γύρω από τη χώρα και τη σφίγγει σαν κλοιός: προς το παρόν αντέχει, αλλά για πόσο ακόμα; Είναι όμως μια περιοχή που ξέρει στα δύσκολα και καταφέρνει επί χιλιετίες όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να συντηρεί και να παράγει πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωρίσουμε.

.

Απ’ τον Τιγρη στον Ευφρατη – κι απ’ το Κουρδισταν στη Μεσογειο

Κλασσικό

Αν μας ρωτούσαν σε ποιο κράτος ανήκει σήμερα η ιστορική γη της Μεσοποταμίας, πολλοί θα την ταύτιζαν με το Ιράκ. Δε θα είχαν απόλυτο άδικο, αφού η χώρα είναι αυτό που είναι χάρη στους δύο ποταμούς που τη διατρέχουν από Βορρά ως Νότο, τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Κάποιοι θα θυμόντουσαν και τη Συρία. Η εύφορη κοιλάδα του Ευφράτη διασχίζει το ανατολικό μισό της χώρας, χαρίζοντας απρόσμενα ζωή στην έρημο.

Οι περισσότεροι όμως μάλλον θα ξεχνούσαν το κράτος, από το οποίο πηγάζουν και οι δύο ποταμοί: την Τουρκία. Μια νοτιοανατολική γωνιά της χώρας ανήκει κι αυτή στη Μεσοποταμία. Μάλλον όχι τυχαία, είναι και από τα πιο εθνικά ανάμικτα και διαφιλονικούμενα μέρη της Τουρκίας. Κούρδοι, Τούρκοι, Άραβες, παλιότερα και Αρμένηδες, Ασσύριοι και Γιαζιντίτες, μοιράζονται μια γη φορτωμένη με Ιστορία όσο ελάχιστες άλλες περιοχές του κόσμου.

Στη διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο ξεκινάμε από τα ανατολικά, τις όχθες του Τίγρη στο Βόρειο Κουρδιστάν, και κατευθυνόμαστε προς τα δυτικά. Περνάμε και τον Ευφράτη, αλλά συνεχίζουμε ακόμα πιο δυτικά. Αφού διασχίσουμε ψηλά βουνά, φτάνουμε στην εύφορη πεδιάδα της Κιλικίας. Από εκεί, καταλήγουμε στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, στον Κόλπο της Μερσίνης.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία είναι το Ντιγιάρμπακιρ, η αρχαία Αμίδα – «Αμέντ» ονομάζουν και σήμερα την πόλη πολλοί Κούρδοι. Η άτυπη πρωτεύουσα του (Βόρειου) Κουρδιστάν είναι μια ωραία, αλλά παράξενη πόλη. Αυτός είναι μάλλον ο χαρακτηρισμός που της ταιριάζει καλύτερα. Για να ξεκινήσουμε με τα εύκολα, παράξενη είναι ακόμα και η γεωγραφία της. Το ιστορικό κέντρο της πόλης δεν βρίσκεται.. κεντρικά, αλλά στη νοτιοανατολική άκρη του αστικού ιστού. Κλεισμένο μέσα στα ρωμαϊκά τείχη από βασάλτη, το Σουρ (έτσι ονομάζεται η παλιά πόλη) γειτνιάζει άμεσα με την κοιλάδα του Τίγρη. Είναι ίσως λογικό ότι η πόλη δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί εις βάρος των εύφορων εδαφών της κοιλάδας. Μάλλον δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εξάπλωση του αστικού ιστού βόρεια και δυτικά του κέντρου.

Τα βασάλτινα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ: η νότια πλευρά.
Η κοιλάδα του Τίγρη, όπως φαίνεται από τα νότια τείχη. Πάνω αριστερά διακρίνεται λίγο ο ποταμός, μαζί με την πέτρινη γέφυρα.
Ο Τίγρης με την παλιά πέτρινη γέφυρα, χτισμένη κι αυτή από βασάλτη όπως σχεδόν όλα τα ιστορικά κτίρια στο Ντιγιάρμπακιρ.
Όπως και σε τόσες άλλες πόλεις της Τουρκίας, η νέα εκτός των τειχών πόλη αποτελείται κυρίως από καινούριες ψηλές πολυκατοικίες. Εδώ, πολυσύχναστος πεζόδρομος στην περιοχή του Οφίς.

Ας πάμε όμως τώρα στα πιο δύσκολα. Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ότι πρώτη πολιτική δύναμη στην πόλη είναι, αναμενόμενα, το αριστερό-φιλοκουρδικό HDP. Παρ’ όλα αυτά, περπατώντας στους δρόμους του Ντιγιάρμπακιρ, θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει ένα σύμβολο αυτού του κόμματος. Αντίθετα, τον περασμένο Οκτώβρη θα έβλεπε παντού την εικόνα του μισητού εχθρού, του Ερντογάν, ο οποίος ετοίμαζε τότε επίσκεψη στην πόλη. Επίσης, πολύ κεντρικά και ορατά είναι τα γραφεία του αντιπολιτευόμενου κεμαλικού CHP, ακόμα και του εθνικιστικού Καλού Κόμματος (ιδιαίτερα το τελευταίο, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι βρίσκει εύκολα ακροατήριο στους Κούρδους). Ο εκλεγμένος από τον λαό δήμαρχος του HDP έχει απομακρυνθεί από τη θέση του, κατηγορούμενος για «διασυνδέσεις με την τρομοκρατία». Ο αντικαταστάτης του είναι διορισμένος από την κυβέρνηση στην Άγκυρα, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.

Τα γκρουπ των τουριστών που έρχονται για να θαυμάσουν τα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ, συνοδεύονται από γιγαντοαφίσες του Ερντογάν (αριστερά) και του κυβερνώντος κόμματος (δεξιά). Τα κιγκλιδώματα της αστυνομίας παντού, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις ότι δε βρίσκεται σε μια τυχαία πόλη της Τουρκίας, αλλά σε μια περιοχή υπό καθεστώς που μοιάζει με στρατιωτική κατοχή.

Η ιστορία αυτή κρύβει ακόμα περισσότερη καταπίεση, απ’ ό,τι θα δει κάποιος με την πρώτη ματιά. Μεγάλο μέρος της εντός των τειχών πόλης έχει σχεδόν ισοπεδωθεί και η πρόσβαση σε αυτό είναι απαγορευμένη. Πριν 7 χρόνια, εδώ είχαν στηθεί οδοφράγματα και ο τουρκικός στρατός αντάλλαζε πυρά με το ΡΚΚ. Μετά την (αιματηρή) επικράτησή του, ο Ερντογάν αποφάσισε ότι η παλιά πόλη πρέπει να ξανακτιστεί με νέα πρότυπα και να αξιοποιηθεί τουριστικά. Είναι μια ευγενοποίηση, η οποία γίνεται με κρατικό σχέδιο και κυριολεκτικά με τη βία: μια μέθοδος, με την οποία το τουρκικό κράτος αντιμετώπιζε συχνά αυτή την παραμεθόρια περιοχή, που είχε την ατυχή συνήθεια να μιλάει διαφορετική γλώσσα (ή γλώσσες) από την επίσημη.

Μεγάλο μέρος του κατεστραμμένου, ανατολικού κυρίως, τμήματος του Σουρ, βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία ανοικοδόμησης. Τουρκική σημαία, εικόνα του Ατατούρκ, του Ερντογάν και της TOKİ, δίνουν το ιδεολογικό στίγμα αυτής της ανοικοδόμησης, ενώ δίπλα διαφημίζονται συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, αφήνοντας ίσως μια εντύπωση ειρήνευσης.
Ο Άγιος Κήρυκος (Σουρπ Γκιραγκός) στο Σουρ θεωρείται η μεγαλύτερη αρμένικη εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Για έναν αιώνα παρατημένη και υπό κατάρρευση, ανοικοδομήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, για να καταστραφεί πάλι (εν μέρει) κατά τις συγκρούσεις του 2015. Το τουρκικό κράτος την κατέσχεσε κι αυτή όπως μεγάλο μέρος του Σουρ, προκαλώντας αντιδράσεις στις αρμένικες κοινότητες και όχι μόνο. Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν αυτή τη χρονιά και η εκκλησία είναι πάλι ανοιχτή στο κοινό.
Η ανοικοδόμηση του Σουρ στοχεύει και στην τουριστική αξιοποίησή του, και οι νέες καφετέριες στην Οδό Γενίκαπι (πάντα συνοδευόμενες από τουρκικές σημαίες) στοχεύουν προφανώς και στον εξευγενισμό της εικόνας του.

Το δυτικό τμήμα του Σουρ καλύπτεται ακόμα από φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα κτίρια, όπου τα παιδιά παίζουν στα στενά μαζί με γάτες και κότες – αν και η ευγενοποίηση αρχίζει σιγά σιγά να εξαπλώνεται κι εδώ. Λίγα βήματα πιο πέρα, τα γκρουπ των (ακόμα κυρίως Τούρκων) τουριστών τριγυρίζουν θαυμάζοντας το Ουλού Τζαμί, το Χασάν Πασά Χάνι και τη θέα από τα τείχη. Πάντως, δεν λείπουν και σκόρπια στοιχεία που δείχνουν ίσως κάποια μορφή αντίστασης. Η πορεία του κουρδικού κινήματος μπορεί να μην οδηγήσει τελικά στην ανεξαρτησία, ίσως ούτε καν στον δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Σίγουρα όμως δεν τελείωσε το 2015, ό,τι κι αν θέλουν να ελπίζουν οι ιθύνοντες στην Άγκυρα.

Σοκάκι σε γειτονιά του Σουρ, κοντά στη συριοορθόδοξη εκκλησία Μεριέμ Ανά.
Ακόμα πάντως και στις φτωχογειτονιές του δυτικού Σουρ έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν τέτοια μαγαζιά.
Οι τουρίστες συρρέουν στο Ντιγιάρμπακιρ μεταξύ άλλων και για το (όντως ιδιαίτερο) Ουλού Τζαμί, στο κέντρο του Σουρ.
Το Σουλουκλού Χάνι είναι μικρότερο, λιγότερο τουριστικό και (κατά την άποψή μου) περισσότερο συμπαθητικό από το γειτονικό Χασάν Πασά Χάνι. Χρειάζεται πάντως κάποια προσπάθεια για να το εντοπίσεις.
Ενδιαφέρον έχει κι αυτή η πινακίδα με πληροφορίες για το Σουλουκλού Χάνι και ιδιαίτερα η επιλογή των γλωσσών: ξεκινάει (μάλλον) με αραμαϊκά, συνεχίζει με αρμένικα, αραβικά, κουρδικά (πιθανόν Κουρμαντζί και Ζαζά) και αφήνει τελευταία τα τουρκικά. Μπορεί η σειρά να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.
Σαββατόβραδο στο κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ: δύο μουσικοί του δρόμου τραγουδούν στα κούρδικα. Oι περαστικοί έχουν στήσει χορό στο πεζοδρόμιο, που μεγαλώνει όσο περνά η ώρα.

Φεύγοντας από το Ντιγιάρμπακιρ και διασχίζοντας τις κοντινές εξοχές, αντιλαμβάνεται κάποιος έναν ακόμα λόγο για τον οποίο η περιοχή είναι μια από τις πιο φτωχές της Τουρκίας, εκτός από τους ιστορικούς/εθνοτικούς/πολιτικούς. Αχανείς εκτάσεις καλύπτονται με μεγάλες σκούρες πέτρες από βασάλτη, και είναι μάλλον χρήσιμες μόνο για εκτατική κτηνοτροφία. Εκεί όπου έχει επιχειρηθεί μια γεωργική αξιοποίηση, οι σωροί από πέτρες στα χωράφια δείχνουν πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Όσο βέβαια πλησιάζουμε προς την Ούρφα, αρχίζουν να πυκνώνουν στην εικόνα του τοπίου οι γνωστές μας μεσογειακές καλλιέργειες: σιτηρά, φιστικιές ελιές. Στον δρόμο, τα λεωφορεία που έρχονται από το Κουρδιστάν, θα σταματήσουν σε μπλόκα του στρατού ή της αστυνομίας, όπου θα ελεγχθούν οι ταυτότητες όλων των επιβατών. Το ίδιο το τουρκικό κράτος μοιάζει να θέλει να δείξει πως αυτή η περιοχή δεν είναι μια φυσιολογική περιοχή της Τουρκίας.

Τέτοιες απέραντες εκτάσεις καλυμμένες με πέτρες είναι χαρακτηριστική εικόνα στον δρόμο από Ντιγιάρμπακιρ προς Σιβερέκ.

Στην Ούρφα έχουμε ήδη απομακρυνθεί από τις πιο «καθαρές» κουρδικές περιοχές. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι πρόκειται για μια εθνοτικά ομοιογενή τουρκική πόλη. Στην πόλη μιλιούνται ως μητρικές γλώσσες τουρκικά, κουρδικά και αραβικά. Το υψηλό ποσοστό Αράβων δεν οφείλεται μόνο στην πρόσφατη μετανάστευση Συρίων: στην Ούρφα έχει παραμείνει από τα οθωμανικά χρόνια, μπορεί να είναι και η πιο μεγάλη εθνοτική ομάδα. Είναι ίσως ένας ακόμα από τους λόγους που η πόλη έχει τη φήμη της πιο «μεσανατολίτικης» πόλης της Τουρκίας. Όπως και να έχει, και παρά αυτή την πολυεθνική σύνθεση, η συντηρητική Ούρφα παραμένει προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ.

«Εμείς είμαστε η Τουρκία», διαβάζει ο ταξιδιώτης μόλις φτάνει στη Σανλίουρφα, στον σταθμό των λεωφορείων. Αναλογιζόμενος πάντως το υψηλό ποσοστό μη τουρκόφωνων στον πληθυσμό της πόλης, πιθανόν να προβληματιστεί για τη σκοπιμότητα της επιγραφής.
Μια από τις εισόδους της φημισμένης κεντρικής αγοράς της Ούρφα.

Αν και όλοι την αποκαλούν απλά «Ούρφα», το πλήρες επίσημο όνομα της πόλης είναι Σανλίουρφα. Το επίθετο «Σανλί» σημαίνει ιερή και προστέθηκε πριν μερικές δεκαετίες. Ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλούμενη, στην πόλη υπάρχει όντως μια ιερή ατμόσφαιρα. Κι αυτό δεν είναι μόνο γιατί ο πληθυσμός της είναι πολύ θρήσκος – αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε τουρκικές επαρχιακές πόλεις. Η πόλη θεωρείται γενέτειρα του Αβραάμ, και στο σημείο όπου γεννήθηκε υπάρχει σήμερα ένα συγκρότημα από τζαμιά, το οποίο προσελκύει καθημερινά πλήθη προσκυνητών και τουριστών. Η περιοχή ονομάζεται Μπαλικλίγκιολ, δηλαδή λίμνη των ψαριών. Και όντως, στο πάρκο που συνοδεύει τα τζαμιά υπάρχουν λίμνες με έναν εντυπωσιακό πληθυσμό σε ψάρια, τα οποία η παράδοση θέλει επίσης.. ιερά.

Στη σπηλιά εδώ στο κέντρο της Ούρφα γεννήθηκε με βάση την παράδοση ο Αβραάμ. Η υπόθεση μπορεί να είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά ήταν αρκετή για να κτιστούν τζαμιά γύρω από τη σπηλιά και να γίνει ο χώρος στόχος αμέτρητων προσκυνητών και τουριστών.
Οι λίμνες στο πάρκο που περιβάλλει τα τζαμιά φιλοξενούν μεγάλο αριθμό ψαριών, τα οποία ταΐζει εδώ το κοριτσάκι. Ένας θρύλος τα θέλει να προέρχονται από τη φωτιά που ο Βασιλιάς Νιμρόντ ετοίμαζε για να κάψει τον Αβραάμ: ο Θεός μετέτρεψε τη φωτιά σε νερό και τα καυσόξυλα σε ψάρια.

Η ιερότητα της Ούρφα όμως δεν περιορίζεται στο Μπαλικλίγκιολ, ούτε καν στις αβρααμιτικές μονοθεϊστικές θρησκείες. Σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πόλη, σε έναν λόφο που ονομάζεται Γκιομπεκλίτεπε, ανακαλύφθηκε πριν κάποια χρόνια το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίσμα στην (προ)ϊστορία της ανθρωπότητας, ηλικίας τουλάχιστον 10.000 ετών. Είναι μια ένδειξη για το πόσο νωρίς οι άνθρωποι είχαν ανάγκη για μόνιμους χώρους θρησκευτικών τελετών – ίσως πριν ακόμα αποκτήσουν μόνιμες κατοικίες, αφού κατά μια άποψη οι θαμώνες του Γκιομπεκλίτεπε πιθανόν να ήταν ακόμα νομάδες τροφοσυλλέκτες. Είναι βέβαια πολύ ταιριαστό ότι αυτή η ανακάλυψη έγινε στην ιερή Ούρφα.

Είναι μάλλον σπάνιο για τουρκικούς δήμους να έχουν ως σύμβολο μιναρέδες, για την ιερή Ούρφα όμως γίνεται μια εξαίρεση, όπως βλέπουμε εδώ στη σημαία του Δήμου που κυματίζει δεξιά από την τουρκική. Πίσω φαίνεται το προάστιο του Καράκιοπρου, όπου οικοδομούνται πανύψηλες νέες πολυκατοικίες για τη στέγαση του ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού της πόλης.

Μιάμιση περίπου ώρα με το λεωφορείο από τη Σανλί-Ούρφα, φτάνουμε και στον δεύτερο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη, βρίσκεται η άλλη μεγαλούπολη με προσωνυμία, η Γκαζί-Αντέπ. Αν η Ούρφα είναι ιερή πόλη, η δόξα της Αντέπ είναι πιο κοσμική: Γκαζί σημαίνει νικήτρια. Ο τίτλος της δόθηκε για τη συνεισφορά της στον κεμαλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, συγκεκριμένα για τον αγώνα ενάντια στους Γάλλους (επίδοξους) αποικιοκράτες. Θα μπορούσαμε βέβαια να παρατηρήσουμε ότι οι τελευταίοι δεν ήταν και οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι και επιπλέον πως η μάχη που έγινε ειδικά για την πόλη της Αντέπ έληξε με γαλλική νίκη (ασχέτως του ότι λίγους μήνες μετά οι Γάλλοι την εγκατέλειψαν λόγω συμφωνίας με τον Κεμάλ). Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν εμπόδισε τους Τούρκους, εκτός από να προσθέσουν το «Γκαζί» στην ονομασία της πόλης, να φτιάξουν κι ένα Μουσείο για τον πόλεμο στο Κάστρο της Αντέπ.

Περνώντας στη δυτική όχθη του Ευφράτη, αφήνουμε πίσω μας την «τουρκική Μεσοποταμία».
Το κάστρο της Αντέπ, του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά/ρωμαϊκά χρόνια, ακόμα και την εποχή των Χετταίων, επιβλέπει το κέντρο της πόλης.

Η Αντέπ είναι πάντως περισσότερο γνωστή για τον καρπό που στην Ελλάδα ονομάζεται «φιστίκι Αιγίνης», και στην Τουρκία βέβαια «φιστίκι Αντέπ». Κατ’ επέκταση, εξίσου φημισμένη είναι και για τον μπακλαβά που παρασκευάζεται με βάση αυτόν τον καρπό. Το αντίστοιχο όνομα στην Κύπρο είναι «χαλεπιανό» – και δεν είναι τυχαίο που το Χαλέπι βρίσκεται μόλις 120 χιλιόμετρα μακριά από την Αντέπ. Στα οθωμανικά χρόνια η Αντέπ, όπως και η Ούρφα, ανήκε στο βιλαέτι του Χαλεπίου. Ήταν το βιλαέτι όπου η τουρκοφωνία συναντούσε και αναμιγνυόταν με την αραβοφωνία, και οι δύο συνοδεύονταν από ένα επίσης πολύ ισχυρό αρμενικό στοιχείο. Το τελευταίο σχεδόν εξαφανίστηκε το 1915 με την Γενοκτονία, όπως και το ασσυριακό. Λίγα χρόνια αργότερα, το βιλαέτι χωρίστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στη νέα Τουρκική Δημοκρατία και την αραβική (ακόμα υπό γαλλική εντολή) Συρία.

Οι εξοχές γύρω από την Αντέπ καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από φιστικιές/χαλεπιανιές, και η ίδια η πόλη είναι γεμάτη με μαγαζιά που πουλούν τον καρπό, τους «φιστικτζήδες» (εδώ αριστερά). Αντίστοιχα, υπάρχουν και τα μπακλαβατζίδικα (δεξιά), τα οποία πουλούν το γλυκό που κατά κανόνα κυριαρχείται εδώ από το πράσινο χρώμα του χαλεπιανού.
Ένα από τα πιο τραγικά αξιοθέατα της Γκαζίαντεπ: η πρώην αρμένικη εκκλησία της Παναγίας δεν είναι τόσο παλιά, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για να εξυπηρετήσει την ακόμα τότε ακμάζουσα αρμενική κοινότητα της πόλης. Δεν πρόλαβαν να την χαρούν πολύ: λίγα χρόνια μετά, οι περισσότεροι Αρμένηδες θα χανόντουσαν στις πορείες θανάτου, στην κοντινή Έρημο της Συρίας. Χωρίς αρμενική κοινότητα πια στην πόλη, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, μέχρι να αποφασιστεί η μετατροπή του σε τζαμί τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή του ονόματος «Τζαμί της Απελευθέρωσης» μοιάζει σχεδόν προκλητική. Ίσως δείχνει όμως και το πόσο απέχουν οι ερμηνείες της Ιστορίας τους από λαούς που άλλοτε μοιράζονταν την ίδια γη.

Σήμερα, η Αντέπ είναι με ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και έχει μάλλον ξεπεράσει σε πληθυσμό την αλλοτινή πρωτεύουσα του βιλαετίου, το κατεστραμμένο πλέον από τον πόλεμο Χαλέπι. Εξάλλου, πολλοί έχουν μετακινηθεί λόγω του πολέμου από τη μια πόλη στην άλλη. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Σύριοι πρόσφυγες κατοικούν σήμερα είτε στην πόλη, είτε γύρω απ’ αυτήν, με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, το κέντρο της Αντέπ διατηρεί την ομορφιά του, με τα πέτρινα κτίρια και τα πλακόστρωτα στενά του, τα χάνια απ’ όπου τα βράδια ακούμε μουσικές, την αγορά των μπακιρτζήδων και τα μπεζεστένια – και βέβαια, τα αμέτρητα φιστικάδικα και μπακλαβατζίδικα. Μετά από το κέντρο ακολουθεί βέβαια η απαραίτητη ζώνη των γκετζέκοντου, φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένες κατοικίες. Ακόμα πιο έξω, απλώνονται οι σύγχρονες πολυκατοικίες της TOKİ, που όπως σε κάθε τουρκική μεγαλούπολη αντικαθιστούν σταδιακά τα γκετζέκοντου. Τέλος, όταν βγαίνουμε από την πόλη, περνάμε μέσα από τη βιομηχανική ζώνη, μια από τις μεγαλύτερες σε όλη την Τουρκία: η Γκαζίαντεπ φημίζεται (και) για την ανεπτυγμένη βιομηχανία της.

Είναι μυστήριο πως η χελώνα βρέθηκε μέσα στο «Χάνι του Έθνους» (ονομασία που του δόθηκε βέβαια στην κεμαλική περίοδο, αν και είναι πολύ παλιότερο), στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Αντέπ.
Το Μπέη ήταν παλιότερα μια πολυεθνοτική γειτονιά της Αντέπ και είναι σήμερα μια από τις πιο ήσυχες και ευχάριστες του κέντρου. Πολλά από τα παλιά αρμένικα ή εβραϊκά σπίτια της πόλης λειτουργούν σήμερα ως καφενεία ή πολιτιστικά κέντρα.
Φεύγοντας το λεωφορείο από την Αντέπ, περνάει μέσα και από τη μεγάλη βιομηχανική ζώνη. Τα φουγάρα που καπνίζουν θυμίζουν ότι η πόλη είναι κι αυτή μια «τίγρη της Ανατολίας», ένας από τους νέους βιομηχανικούς γίγαντες της Τουρκίας.

Επόμενος σταθμός στη διαδρομή προς τα δυτικά είναι η μεγαλούπολη του βαμβακιού, τα Άδανα. Βρίσκεται στο μέσο της απέραντης πεδιάδας της Κιλικίας, την Τσουκούροβα όπως την λένε οι Τούρκοι. Τέτοιοι πλατιοί κάμποι είναι σπάνιοι στη νότια ακτή της Τουρκίας, που κατά τ’ άλλα κυριαρχείται από άγρια βουνά και ιδιαίτερα την Οροσειρά του Ταύρου. Ήταν επόμενο ότι θα αξιοποιούνταν για την ιδιαίτερα προσοδοφόρα βαμβακοκαλλιέργεια, αν και σήμερα η Τσουκούροβα πρωτοστατεί και σε άλλες καλλιέργειες, από το καλαμπόκι μέχρι τα εσπεριδοειδή. Ο Γιασάρ Κεμάλ πάντως, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή των Αδάνων, έχει στήσει το μυθιστόρημά του «Μεσόστυλος» γύρω από τη παραγωγή βαμβακιού. Το βιβλίο ξεκινάει με τους κινούμενους αγκαθόθαμνους που σηματοδοτούν ότι το άνθος του βαμβακιού έχει ανοίξει στην Τσουκούροβα και ότι ήρθε η στιγμή για τους χωρικούς των γύρω βουνών να κατεβούν στον κάμπο για να το συλλέξουν.

Το Πολιτιστικό Κέντρο Γιασάρ Κεμάλ είναι ένας φόρος τιμής για τον κουρδικής καταγωγής συγγραφέα, έναν από τους σημαντικότερους που ανέδειξαν όχι μόνο τα Άδανα, αλλά και ολόκληρη η Τουρκία στον 20ό αιώνα.

Τέτοιες καλλιέργειες βέβαια απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού. Ευτυχώς για την Τσουκούροβα, εκτός από την υψηλή βροχόπτωση, τη διασχίζουν και τα ποτάμια που πηγάζουν από τις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου. Ένα απ’ αυτά είναι και ο Σάρος ή Σεϋχάν, στις όχθες του οποίου είναι κτισμένα τα Άδανα, μια πόλη από τις αρχαιότερες του κόσμου, ηλικίας πολλών χιλιετιών. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα θα βρούμε στοιχεία που να το θυμίζουν αυτό. Είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη των 2 εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν έχει ούτε γραφικά πλακόστρωτα στενά, ούτε ατμοσφαιρικά παζάρια, ούτε πολλά ιδιαίτερα αξιοθέατα, όπως οι προηγούμενες τρεις πόλεις. Το μέρος που ξεχωρίζει πάντως είναι το μεγάλο παραποτάμιο πάρκο που ξεκινάει από την πέτρινη γέφυρα και περιτριγυρίζει το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας.

Η ρωμαϊκή Πέτρινη Γέφυρα ενώνει εδώ και δύο χιλιετίες τη δυτική όχθη του Σάρου (όπου και το κέντρο των Αδάνων) με την ανατολική.
Εντός του παραποτάμιου πάρκου των Αδάνων βρίσκεται και το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Τουρκίας. Κτισμένο σε νεο-οθωμανικό στυλ το 1988, είναι ίσως και δείγμα της κρατικά στηριζόμενης θεωρίας της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, που ουσιαστικά έστρωσε τον δρόμο για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και του Ερντογάν.

Οι Αρεταίος και Αγγελετόπουλος στο (σιδηροδρομικό) οδοιπορικό τους μέσα από διάφορες πόλεις της Τουρκίας, ονομάζουν τα Άδανα «γκρίζα ζώνη». Ο λόγος είναι η πολιτική-κοινωνική ποικιλία της πόλης: δεν έχει ούτε την καθαρά κοσμική-κεμαλική ταυτότητα της Σμύρνης, ούτε ψηφίζει φανατικά Ερντογάν όπως το Ικόνιο ή η Καισαρεία, ούτε είναι προπύργιο του κουρδικού κινήματος όπως το Ντιγιάρμπακιρ. Όλες αυτές οι παρατάξεις έχουν παραδοσιακά δύναμη στην πόλη, όπως επίσης ψηλό ποσοστό έχουν και τα εθνικιστικά κόμματα. Καμία όμως δεν μπορεί να επικρατήσει απόλυτα και αναγκάζονται να συνυπάρξουν σχετικά ειρηνικά. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη στη σειρά των πόλεων που είδαμε μέχρι τώρα, που βρίσκεται τώρα στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο δήμαρχος προέρχεται από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ενώ το ΑΚΡ του Ερντογάν ακόμα διοικεί την Αντέπ, την Ούρφα και το Ντιγιάρμπακιρ (το τελευταίο, μετά από την απομάκρυνση του δημοκρατικά εκλεγμένου δήμαρχου που προέρχεται βέβαια από το φιλοκουρδικό HDP). Οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές των μεσογειακών μικρασιατικών παραλίων ήταν μάλλον σχετικά δεκτικές στην κεμαλική προσπάθεια εκκοσμίκευσης. Ειδικά στα Άδανα όμως, μπορεί να παίζει και ρόλο η σημαντική παρουσία Αλεβιτών.

Η Πλατεία 5ης Ιανουαρίου στο κέντρο των Αδάνων, με το άγαλμα του Ατατούρκ, θυμίζει τη μέρα υποχώρησης του γαλλικού στρατού το 1922 και ουσιαστικά την ένταξη στο νέο κεμαλικό κράτος. Δεξιά, ένα «Erotik Shop» και αριστερά το Μεστάν Χαμάμ, από τα λίγα οθωμανικά κτίρια που έχουν απομείνει στην πόλη. Αριστερά του χαμάμ, διαφημίζεται μάλλον κάποια προσεχής ομιλία του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (και, όπως φαίνεται, επίδοξου νέου πρόεδρου της Τουρκίας), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το πρόσφατο περιστατικό στα Άδανα, όπου σπίτια Αλεβιτών σημάνθηκαν από άγνωστους με σταυρούς και τη (μάλλον υποτιμητική) ονομασία «Κιζιλμπάς» (=κοκκινοκέφαλοι), ξύπνησε τραυματικές μνήμες από αντι-αλεβιτικά πογκρόμ. Αναφερόμαστε βέβαια ιδιαίτερα στα γεγονότα του 1978 στο γειτονικό Μαράς που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 100 Αλεβίτες, σχετιζόμενα και με τη σκληρή σύγκρουση ανάμεσα σε ακροδεξιές και αριστερές ομάδες εκείνη την εποχή. Πηγή εικόνας: https://bianet.org/english/religion/249389-alevi-homes-marked-in-adana-in-38th-similar-incident-in-a-decade

Μια πεδιάδα όπως η Κιλικία, ήδη από τον 19ο αιώνα προσανατολισμένη στο εξαγωγικό εμπόριο (βοηθά βέβαια η εγγύτητα στη θάλασσα), χρειάζεται και το λιμάνι της. Και αυτό τον ρόλο ανέλαβε η Μερσίνη, ο τελευταίος σταθμός αυτής της διαδρομής στη νοτιοανατολική Τουρκία. Αν και μια μάλλον ασήμαντη κωμόπολη πριν δύο αιώνες, η εξαγωγή του βαμβακιού οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη τόσο του λιμανιού όσο και της ίδιας της πόλης, ο πληθυσμός της οποίας σήμερα προσεγγίζει το ένα εκατομμύριο. Βρίσκεται σε απόσταση μόλις μιας ώρας με το τρένο από τα Άδανα.

Εικόνα του εύφορου κάμπου της Τσουκούροβα, από το τρένο που τον διασχίζει τακτικά με τη διαδρομή Άδανα-Ταρσός-Μερσίνη.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μερσίνης. Όπως και σε άλλες πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, οι φοινικιές κυριαρχούν στην εικόνα.

Είναι μάλλον επόμενο, ότι μια πόλη με τόσο πρόσφατη αλλά παρ’ όλα αυτά εκπληκτική ανάπτυξη, δεν έχει πολλά για να τραβήξει τουρίστες, εκτός βέβαια από τις κοντινές της παραλίες. Παρ’ όλα αυτά, έχει τη μίνιμουμ γοητεία που έχουν όλες οι πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πιο ευχάριστο μέρος στο κέντρο της πόλης είναι βέβαια το μεγάλο παραθαλάσσιο πάρκο. Ένας κουρασμένος ταξιδιώτης μπορεί να ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι στη σκιά ενός δέντρου, παρακολουθώντας τα ξύλινα καράβια που αναζητούν επιβάτες για βόλτα στον κόλπο της Μερσίνης – και χαλάνε με τις δυνατές μουσικές τους την ησυχία του πάρκου. Δεν αποκλείεται να έχει θέα και στο πραγματικό λιμάνι, εμπορικό κυρίως, που ξεκινάει εκεί που τελειώνει το πάρκο. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα πάντως, από τη Μερσίνη πλέει και το πλοίο για Αμμόχωστο, κουβαλώντας μαζί του, εκτός από τα φορτηγά με τις προμήθειες των κατεχόμενων, και λίγους επιβάτες. Αναχωρεί στις 9 το βράδυ από Μερσίνη, έτσι ώστε κατά τις 9 το επόμενο πρωί να έχει φτάσει στην Κύπρο.

Πολλά φαγάδικα στη Μερσίνη ειδικεύονται στην τοπική σπεσιαλιτέ της περιοχής, το ταντούνι (ψιλοκομμένο τηγανητό κρέας που σερβίρεται σε πίτα) – όπως κι αυτό εδώ, πολύ κοντά στο λιμάνι. Πίσω φαίνεται η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Το μεγάλο παραθαλάσσιο Πάρκο Ατατούρκ απλώνεται νοτιοδυτικά από το Λιμάνι της Μερσίνης, το οποίο φαίνεται στα αριστερά.

Έτσι τελειώνει αυτό το οδοιπορικό μέσα από αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή της Τουρκίας, όπου το κουρδικό κίνημα συναντά τον σκληρό τουρκικό εθνικισμό, ο ερντογανισμός τον κεμαλισμό, το σουνιτικό Ισλάμ τον αλεβιτισμό, η τουρκοφωνία την κουρδοφωνία και την αραβοφωνία. Αν και σχετικά φτωχό, περιφερειακό και μάλλον παραμελημένο τμήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας (με εξαίρεση την πεδιάδα της Κιλικίας), στις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκε στο επίκεντρο όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά για όλη την περιοχή, ίσως και τον κόσμο. Από τη μια η κουρδική εθνική αφύπνιση, τα όνειρα για ένα κουρδικό κράτος ή τουλάχιστον κάποια αυτονομία και οι συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, από την άλλη ο Πόλεμος της Συρίας που είχε ιδιαίτερη ένταση στις περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία – και βέβαια προκάλεσε και τα κύματα προσφύγων, ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα πόλεις όπως η Γκαζίαντεπ, αλλά φοβίζει και ολόκληρη την Ευρώπη.

Όλα αυτά είχαν μεγάλο κόστος, μεταξύ άλλων και σε ανθρώπινες ζωές. Η βία δεν είναι εδώ κάποια πολύ μακρινή ανάμνηση. Με ένα ολιγοήμερο ταξίδι μέσα απ’ αυτές τις πόλεις βέβαια, δύσκολα το φαντάζεται κάποιος. Η ατμόσφαιρα μοιάζει ειρηνική, και οι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους, με τις καθημερινές δυσκολίες και τις μικρές απολαύσεις της – ιδιαίτερα τις γαστριμαργικές.

Αν δούμε όμως τα πράγματα από ιστορική σκοπιά, συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μια περιοχή σε μετάβαση, ίσως όσο καμία άλλη στην Τουρκία. Προς τα πού θα πάει και αν και πόση βία ακόμα θα χρειαστεί για να φτάσει ως εκεί, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ίσως τα καταφέρει και χωρίς αυτή. Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι ότι η περιοχή έχει πίσω της πολλές χιλιετίες συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτικών απόψεων, όσο λίγες άλλες στον κόσμο. Μπορεί ο εκσυγχρονισμός της να σήμανε την εξαφάνιση πολλών στοιχείων αυτής της συνύπαρξης. Η ομογενοποίηση μιας τέτοιας περιοχής σίγουρα όμως δεν είναι εύκολο πράγμα – και πλέον, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι τη θέλουμε.

Απο τη Μακεδονια στο Κοσσυφοπεδιο

Κλασσικό

Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του 19ου αιώνα. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Map-of-Ottoman-Empire-in-1900-German.svg

Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.

Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη που επιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.

Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων.

Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.

Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».
Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.
Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.

Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.

Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.
Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.
Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.

Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.
Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.

Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.

Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.
Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.

Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.

Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.

Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.

Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.
Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.

Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.

Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.
Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.

Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.

Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.
Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.

Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.

Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.
Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.
Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.

Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.

Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.
Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».
Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.
Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.

Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.

Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.
«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.
Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.

Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).

Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».

Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.
Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.
Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.

Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Στα νησια των πριγκηπων

Κλασσικό

Λίγο μετά την έξοδο του Βοσπόρου προς την Προποντίδα, υψώνεται προς τα νοτιοανατολικά μια σειρά από μικρά νησιά. Είναι τα πρώτα που αντικρίζουν τα πλοία που μόλις έχουν διασχίσει τον Βόσπορο, ερχόμενα από τη Μαύρη Θάλασσα. Με άλλα λόγια, τους έτυχε να είναι τα πιο κοντινά νησιά σε μια πρωτεύουσα δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, την Κωνσταντινούπολη.

Με αυτήν τη μοίρα συνδέεται και το όνομά τους: Πριγκηπόνησα. Η εγγύτητά τους στην έδρα της Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη φυσική τους απομόνωση, τα έκανε ιδανικούς τόπους όχι μόνο αναψυχής, αλλά και εξορίας για επικίνδυνους ευγενείς. Έκπτωτοι αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες, στρατηγοί και πατριάρχες που έπεσαν σε δυσμένεια και πολλοί άλλοι πέρασαν χρόνια απομονωμένοι σε αυτά τα νησιά. Εκεί, ο εκάστοτε Βυζαντινός Αυτοκράτορας μπορούσε σχετικά άνετα να ελέγχει τις κινήσεις τους. Για παρέα είχαν τους μοναχούς: χάρη στα πολλά μοναστήρια (μερικά από τα οποία λειτουργούν και σήμερα) τα νησιά ονομάζονταν παλιότερα Παπαδονήσια.

Τα νησιά κράτησαν κάτι από τον αριστοκρατικό τους χαρακτήρα μέχρι και τις μέρες μας. Ιδιαίτερα από τον 19ο αιώνα και μετά, αφού τα νησιά απέκτησαν τακτική συγκοινωνιακή σύνδεση με τη στεριά, έγιναν και αγαπημένος τόπος αναψυχής για εύπορους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, Ρωμιούς, Μουσουλμάνους, Αρμένηδες ή Εβραίους, οι οποίοι έκτισαν εκεί τα εξοχικά τους. Μέχρι τότε πάντως, τα νησιά παρέμεναν σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνα, παρά την τουρκοποίηση της απέναντι μικρασιατικής στεριάς.

Η κοντινή τοποθεσία (περίπου μια ώρα με το καράβι) τα κάνει ιδανική επιλογή για όποιον θέλει να αποδράσει για λίγο από την πολύβουη μεγαλούπολη. Και είναι πραγματικά μια μεγάλη αλλαγή: σε αυτά τα καταπράσινα νησιά με τα ξύλινα σπίτια δεν ακούς ούτε καν θόρυβο μηχανής. Η κυκλοφορία Ι.Χ. αυτοκινήτων δεν επιτρέπεται σε κανένα απ’ αυτά. Στα πιο μεγάλα νησιά κυκλοφορούν άμαξες για τους επισκέπτες που δεν θέλουν να κουραστούν πολύ – κατά τ’ άλλα, τα μόνα μεταφορικά μέσα είναι τα ποδήλατα. Οι κάτοικοι της Πόλης έχουν χορτάσει κίνηση, θόρυβο και κυκλοφοριακό χάος και το τελευταίο που χρειάζονται είναι να το μεταφέρουν σ’ αυτούς τους λίγους χώρους διαφυγής που τους απομένουν.

Συνολικά τα Πριγκηπόνησα είναι εννιά (χωρίς να μετρήσει κάποιος  τις βραχονησίδες Βόρδωνες – στις οποίες όμως παλιότερα λειτουργούσε και μοναστήρι). Μόνο όμως τέσσερα είναι προσβάσιμα με δημόσια συγκοινωνία σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κατά σειρά απόστασης από την Κωνσταντινούπολη είναι η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη και η Πρίγκηπος. Η Αντιρόβυθος (ή Τερέβινθος) κατοικείται και αυτή, λειτουργεί όμως πρακτικά σαν «φρουρούμενη κοινότητα», αφού ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν υπάρχει συγκοινωνιακή σύνδεση, οι επισκέπτες έχουν πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα τμήματα του νησιού. Τα υπόλοιπα τέσσερα πολύ μικρότερα νησιά (Πίτα, Νέανδρος, Οξειά, Πλάτη) είναι ακατοίκητα ή ιδιωτικά.

Το καράβι ξεκινάει για τα νησιά – Ανταλάρ στα τούρκικα – από το Εμίνονου ή το Καμπατάς στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης. Πριν όμως ξανοιχτεί στη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα), κάνει ακόμα μια στάση στην ασιατική πλευρά, στη Χαλκηδόνα (Καντίκιοϋ). Αφού γεμίσει με Κωνσταντινουπολίτες εκδρομείς και από τις δύο «ηπείρους», πλέει πλέον προς τα νησιά.  Οι ψηλές πολυκατοικίες κατά μήκος της ασιατικής ακτής δεν αφήνουν πάντως τους επιβάτες ποτέ να ξεχάσουν το πόσο κοντά βρίσκεται αυτή η μεγαλούπολη των 15 εκατομμυρίων κατοίκων.

Κωνσταντινουπολίτισσες καθ’ οδόν για τα Πριγκηπόνησα κοιτάζουν προς την ασιατική ακτή της Πόλης, ενώ το καράβι ετοιμάζεται να δέσει στην αποβάθρα της Πρώτης.

Μετά από περίπου μισή ώρα ταξιδιού από τη Χαλκηδόνα, το καράβι φτάνει στο πρώτο νησί, το οποίο ονομάζεται στα ελληνικά (χωρίς πολλή φαντασία, είναι η αλήθεια) Πρώτη. Σε σχέση με τα άλλα νησιά, είναι πιο άγονο και λιγότερο πράσινο. Οι Τούρκοι το λένε Κιναλίαντα, από το κοκκινωπό χρώμα των πετρωμάτων: παλαιότερα λειτουργούσαν εκεί μεταλλεία σιδήρου και χαλκού. Το νησί στα τελευταία οθωμανικά χρόνια φιλοξενούσε μια μεγάλη κοινότητα Αρμενίων, οι οποίοι πρώτοι επανεποίκισαν τη Χώρα μεταξύ 1828-30, μετά από πολλές δεκαετίες εγκατάλειψης. Εκεί βρίσκεται εξάλλου και η μοναδική αρμένικη εκκλησία των Πριγκηπονήσων. Ακόμα και σήμερα, παραμένει μια από τις πιο αρμένικες γωνιές της Τουρκίας.

Η παραλία στη Χώρα της Πρώτης.

Η επόμενη στάση είναι η Αντιγόνη. Το νησί ήταν καθαρά ελληνικό μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 3000 κατοίκους είχε, με βάση τις οθωμανικές στατιστικές: όλοι Ρωμιοί και κατά κύριο λόγο ψαράδες. Μέχρι και σήμερα, όταν το καράβι προσεγγίζει το νησί, δεν ξεχωρίζει κάποιο τζαμί, αλλά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, παρά το ότι η ελληνική κοινότητα είναι φυσικά σήμερα πολύ πιο μικρή. Ακόμα και το τουρκικό όνομα, Μπουργκαζαντά, προέρχεται από το ελληνικό «Πύργος», ενώ το σημαντικότερο ύψωμα του νησιού ονομάζεται Hristos Tepesi, δηλαδή Λόφος του Χριστού. Στο νησί έζησε για πολλά χρόνια και ο Τούρκος ποιητής και συγγραφέας διηγημάτων Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ, το σπίτι του οποίου λειτουργεί και σήμερα ως το ομώνυμο μουσείο.

Εικόνα από το καράβι που ετοιμάζεται να δέσει στην αποβάθρα της Αντιγόνης (ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος φαίνεται πίσω δεξιά από το μεγάλο ξύλινο κτίριο).

Η νησίδα Πίτα, με τα ελάχιστα κτίσματά της, βρίσκεται στριμωγμένη ανάμεσα στην Αντιγόνη και τη Χάλκη.

Λίγο μετά την Αντιγόνη και αφού το καράβι προσπεράσει την πολύ μικρότερη Πίτα, ακολουθεί η Χάλκη, ή Χεϊμπελίαντα. Το ελληνικό όνομα προέρχεται μάλλον από τα κοιτάσματα χαλκού, χάρη στα οποία λειτουργούσαν στην Αρχαιότητα και ορυχεία, ενώ το τουρκικό από το σχήμα του νησιού, που μοιάζει με δισάκι (heybeli). Τα παλιά ξύλινα σπίτια, αυτά που έχουν σήμερα σχεδόν εξαφανιστεί από την εικόνα της Πόλης, στη Χάλκη επιμένουν ακόμα να στέκουν, έστω με τα σημάδια του χρόνου πάνω τους.

Παλιά σπίτια στη Χώρα της Χάλκης.

Παλιό ξύλινο αρχοντικό.

Η ορθόδοξη εκκλησία στην κεντρική πλατεία του νησιού, η οποία σήμερα εξυπηρετεί τους λίγους εναπομείναντες Ρωμιούς, δεν μπορούσε παρά να φέρει το όνομα του Άγιου Νικόλαου του θαλασσινού, αφού αυτή ήταν παραδοσιακά η πιο συχνή ασχολία των κατοίκων.

Οι Ρωμιοί ψαράδες της Χάλκης και των άλλων Πριγκηπονήσων αντικαταστάθηκαν πλέον από Τούρκους. Σίγουρα όμως δεν έχει και η αλιεία την ίδια σημασία που είχε άλλοτε για την οικονομία του νησιού.

Όπως το καράβι προσεγγίζει την αποβάθρα της Χάλκης, βλέπει κάποιος στα δεξιά τη μονή της Αγίας Τριάδας, τριγυρισμένη από πευκοδάσος στην κορυφή του Λόφου της Ελπίδας. Εκεί φιλοξενούνταν και η γνωστή Θεολογική Σχολή της Χάλκης, μια από τις πιο σημαντικές σχολές της Ορθοδοξίας και ένα ακόμα από τα θέματα που επιβαρύνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού από το 1971 το τουρκικό κράτος δεν επιτρέπει πλέον τη λειτουργία της. Γενικά η Χάλκη έχει μια παράδοση ως νησί της παιδείας. Εκτός από τη Θεολογική Σχολή, εκεί ήταν και η έδρα της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής από το 1831 ως το 1916. Εκεί βρισκόταν και η οθωμανική Αυτοκρατορική Ναυτική Σχολή, η οποία μετεξελίχθηκε στη σημερινή Σχολή Πολεμικού Ναυτικού.

Η Μονή της Αγίας Τριάδας, όπου στεγαζόταν η Θεολογική Σχολή, βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Στους πρόποδες του λόφου απλώνεται ο παλιός Αντριομαχαλάς, τόπος εγκατάστασης μεταναστών από την Άνδρο, που έφτασαν στο νησί κατά τον 19ο αιώνα.

Οι απόφοιτοι της Σχολής Πολεμικού Ναυτικού στη Χάλκη ετοιμάζονται μάλλον για την ορκωμοσία τους – με την πάντα απαραίτητη εικόνα του Ατατούρκ να τους επιβλέπει.

Το τελευταίο νησί στη σειρά είναι και το πιο σημαντικό, κάτι που φαίνεται ήδη από το όνομά της: Πρίγκηπος. Οι Τούρκοι το λένε Μπουγιούκαντα, δηλαδή Μεγαλονήσι. Είναι όντως με διαφορά το μεγαλύτερο από τα Πριγκηπονήσια, με έκταση 5,5 τ. χλμ. και μόνιμο πληθυσμό περίπου 7000 άτομα, εκ των οποίων και περίπου 100 Ρωμιοί, οι οποίοι άλλοτε ήταν και εδώ πλειοψηφία (5000 στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, μαζί με 800 Τούρκους και 1200 άλλων εθνοτήτων). Στο νησί εδρεύει σήμερα η Μητρόπολη Πριγκηπονήσων, καθώς και το μοναδικό ελληνικό δημοτικό σχολείο που λειτουργεί ακόμα στα νησιά, έστω και με 3 μόνο μαθητές (το 2017).

Η βόρεια ακτή της Πριγκήπου, με τα παλιά και νέα ξύλινα αρχοντικά της, σε ένα εκ των οποίων έζησε για λίγα χρόνια και ο Λέων Τρότσκι. Στο κέντρο περίπου της κορυφογραμμής και περιτριγυρισμένο από πευκοδάσος διακρίνεται το επίσης ξύλινο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου.

Ήδη από παλιά το νησί είχε έναν ταιριαστό στο όνομά του αριστοκρατικό χαρακτήρα, τον οποίο διατηρεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι τις μέρες μας. Οι ξύλινες επαύλεις συναγωνίζονται η μια την άλλη σε μεγαλοπρέπεια, ιδιαίτερα κατά μήκος της βόρειας ακτής. Σε άλλα μέρη του νησιού , π.χ. προς τις πλαγιές του Λόφου του Χριστού (Isa Tepesi) βλέπει κάποιος και πιο ταπεινά παλιά σπίτια – ξύλινα πάντως κι αυτά κατά κανόνα.

Όπως και στα άλλα νησιά, στους δρόμους της Πριγκήπου κινούνται μόνο άμαξες, ποδήλατα και πεζοί.

Έπαυλη στη βόρεια ακτή της Πριγκήπου.

Το παλιό μοναστήρι της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, ή απλώς του Χριστού όπως συνήθως το αποκαλούν, έδωσε το όνομα και στο λόφο που υψώνεται αμέσως νότια της Χώρας: Isa Tepesi (Λόφος του Ιησού).

Είσοδος παλιού ξύλινου σπιτιού στον λόφο, κατηφορίζοντας προς τη Χώρα.

Η βυζαντινή αριστοκρατία ανακάλυψε την αξία του νησιού ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ο γιος και διάδοχος του Ιουστινιανού Ιουστίνος Β’ έκτισε εκεί ένα παλάτι – χάρη σε αυτόν μάλλον έμεινε και το όνομα «Πρίγκηπος». Στους επόμενους αιώνες πάντως, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες θα εκτιμούσαν το νησί περισσότερο ως τόπο εξορίας των επικίνδυνων αντιπάλων τους: εκεί εξόρισε η Αυτοκράτειρα Ειρήνη τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ’, αφού τον εκθρόνισε και τον τύφλωσε, εκεί θα εξοριζόταν κι αυτή με τη σειρά της από τον επόμενο Αυτοκράτορα Νικηφόρο Α’. Στους επόμενους αιώνες θα περνούσαν κάποια χρόνια εκεί μεταξύ άλλων η Αυτοκράτειρα Ζωή, ο Επίσκοπος Αρμενίας Ναρσής και ο Ιωάννης Κομνηνός. Τελευταίος στη σειρά των διάσημων εξόριστων δεν ήταν άλλος από τον Λέων Τρότσκι, o οποίος πέρασε στο νησί το μεγαλύτερο διάστημα της τετραετούς παραμονής του στην Τουρκία. Το κεμαλικό καθεστώς ήταν ένα από τα λίγα που φάνηκαν πρόθυμα να δεχτούν στο έδαφος τους τον επικίνδυνο επαναστάτη, μετά την εκδίωξή του από τον Στάλιν το 1929.

Βαθιά μέσα στο πευκοδάσος στον Λόφο του Χριστού, βρίσκεται ακόμα ένα κτίριο που υποφέρει λόγω των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Πρόκειται για το εντυπωσιακό Εθνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, το μεγαλύτερο ξύλινο κτίριο της Ευρώπης (δεύτερο σε όλο τον κόσμο). Η λειτουργία του απαγορεύτηκε από το τουρκικό κράτος το 1964, με δικαιολογία την ασφάλεια σε περίπτωση πυρκαγιάς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπλέχτηκε σε μια πολυετή διαμάχη με τις τουρκικές αρχές, μέχρι να πετύχει την αναγνώριση της ιδιοκτησίας του στο Ορφανοτροφείο πριν λίγα χρόνια. Έχοντας αφεθεί στη μοίρα του εδώ και πολλές δεκαετίες, σήμερα ρημάζει και έχει ήδη αρχίσει να καταρρέει σε ορισμένα σημεία. Μπορούμε ίσως να ελπίζουμε ότι οι προσπάθειες των τελευταίων χρόνων και η επίσημη αναγνώρισή του ως ένα από τα 7 πλέον κινδυνεύοντα μνημεία στην Ευρώπη θα του δώσει κάποιες πιθανότητες επιβίωσης – γιατί η Φύση δύσκολα συγχωρεί μια τόσο μακριά απραξία.

Η πρόσβαση στο πρώην Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου είναι σήμερα απαγορευμένη, αφού η ξύλινη οικοδομή κινδυνεύει πλέον από κατάρρευση.

Η Ιστορία αυτών των νησιών έχει πλούτο δυσανάλογο προς το μικρό τους μέγεθος. Ξεκινώντας σαν πηγή μεταλλευμάτων στην Αρχαιότητα, έγιναν τοποθεσία μοναχισμού αλλά και εξορίας ευγενών στα βυζαντινά χρόνια. Κατοικούμενα κυρίως από Ρωμιούς ψαράδες και μικροκαλλιεργητές στους επόμενους αιώνες, εξελίχθηκαν στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κορυφαία επιλογή παραθερισμού για τα ανώτερα στρώματα πολλών εθνοτήτων. Παραμένουν και σήμερα τόπος αναψυχής και μονοήμερων εκδρομών για σύγχρονους Κωνσταντινουπολίτες, κουρασμένους από την πίεση της μεγαλούπολης.

Ως ένα από τα λίγα σημεία της Κωνσταντινούπολης όπου τα ίχνη του παρελθόντος διατηρούνται σε τέτοιο βαθμό, μπορεί κάποιος να τα δει και ως πολύτιμα αρχεία μιας ξεχασμένης πολυπολιτισμικής πραγματικότητας, απέναντι στη μονότονη σημερινή εθνο-κρατική ομοιομορφία. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ως τέτοια θα καταφέρουν να διατηρηθούν και στα επόμενα χρόνια, παρά τις δυσκολίες που οφείλονται και στις προβληματικές ελληνο-τουρκικές σχέσεις.


Πηγές:

 

Ταξιδευοντας στις πολεις του Ποντου

Κλασσικό

Η σημασία της θάλασσας για τον ανθρώπινο πολιτισμό ήταν και είναι μεγάλη.  Τόσο μεγάλη που, όχι σπάνια, δίνει το όνομά της και σε περιοχές της στεριάς. Έτσι και η Μαύρη Θάλασσα, ή Εύξεινος Πόντος, χάρισε το όνομά της σ’ ένα τμήμα της στεριάς την οποία βρέχει, αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε Πόντο.

Ο Πόντος για την ελληνική μυθολογία ήταν η γη των Αργοναυτών και των Αμαζόνων. Η απόμακρη τοποθεσία μαζί με το ιδιαίτερο κλίμα και βλάστηση, τον έκαναν ίσως ιδανικό χώρο για να τοποθετήσεις μύθους. Στα ελληνιστικά χρόνια γεννήθηκε εκεί το Βασίλειο του Πόντου, ένα ελληνοπερσικό κράμα το οποίο υπό τον Μιθριδάτη ΣΤ’ έφτασε να απειλήσει ακόμα και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – για να νικηθεί όμως στο τέλος. Μετά από αιώνες υποταγής πρώτα στη Ρώμη και μετά στην Κωνσταντινούπολη, ο Πόντος έγινε στον 13ο αιώνα πάλι από μόνος του ένα βασίλειο, ελληνορθόδοξο αυτήν τη φορά: η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στην οθωμανική περίοδο, συναντήθηκαν εκεί το Ισλάμ και η Χριστιανοσύνη, τα τουρκικά με τα ελληνικά και τις διαλέκτους των Καυκάσιων: Αρμενίων, Λαζών και Μιγγρελών. Σήμερα, αντιστοιχεί στο ένα από τα μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα της σύγχρονης Τουρκίας, αυτό της Μαύρης Θάλασσας ή Καραντενίζ στα τουρκικά.

Για να ταξιδέψει κάποιος από την Κωνσταντινούπολη προς τον Πόντο, οι επιλογές είναι οδικώς ή αεροπορικώς. Το σιδηροδρομικό δίκτυο σ’ αυτήν την περιοχή είναι από υποτυπώδες ως εντελώς ανύπαρκτο και η ακτοπλοϊκή σύνδεση φαίνεται ότι καταργήθηκε. Τα λεωφορεία όμως στην Τουρκία είναι αρκετά συχνά και άνετα, ώστε ένα τέτοιο ταξίδι να είναι σχετικά εύκολο.

Πριν φτάσει στον κυρίως ειπείν Πόντο, το λεωφορείο διασχίζει την  Παφλαγονία, όπως λεγόταν μέχρι τα βυζαντινά χρόνια αυτή η ορεινή περιοχή μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Βιθυνία. Η εξοχή ακόμα έχει σχετικά μεσογειακή εικόνα, με ξηρικές καλλιέργειες και πευκοδάση. Η βροχή εδώ ακόμα δεν είναι τόσο άφθονη, όσο γίνεται πιο ανατολικά.

Εικόνα από την εξοχή της Παφλαγονίας, ανάμεσα στην Κασταμονή και τη Σινώπη.

Μετά από περίπου πέντε ώρες, το λεωφορείο φτάνει στο Καραμπούκ. Πριν έναν αιώνα ακόμα ένα μικρό ασήμαντο χωριό, το Καραμπούκ είναι σήμερα μια πόλη των 110000 κατοίκων περίπου, αρκετών για να την κάνουν πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Την ανάπτυξη αυτήν τη χρωστάει κυρίως στη βιομηχανία χάλυβα και σιδήρου που εγκαταστάθηκε εκεί στη δεκαετία του ’30. Είναι μια από τις πιο καθαρά βιομηχανικές πόλεις της τουρκικής επαρχίας.

Τα εργοστάσια της βιομηχανίας χάλυβα και σιδήρου Καρντεμίρ – η πόλη του Καραμπούκ που αναπτύχθηκε χάρη σ’ αυτήν φαίνεται στο βάθος δεξιά.

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη του Καραμπούκ επισκίασε τη γειτονική και πιο ιστορική Σαφράμπολη (οι δυο πόλεις συναποτελούν έναν ενιαίο αστικό ιστό). Αυτό όμως ίσως την βοήθησε να γλυτώσει τις σύγχρονες ψηλές πολυκατοικίες, που θα της έδιναν μια βαρετή εικόνα παρόμοια με άλλες επαρχιακές πόλεις της Τουρκίας. Μεγάλο κομμάτι της πόλης αποτελείται ακόμα από παλιά οθωμανικά κτίρια, πολλά από τα οποία αναπαλαιώθηκαν και λειτουργούν ως ξενώνες. Από τον 13ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα,  η Σαφράμπολη ήταν κεντρικός σταθμός των καραβανιών που έκαναν τη διαδρομή Ανατολής-Δύσης, κάτι που την έκανε να γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη και να γίνει και αρχιτεκτονικό πρότυπο για άλλες μικρασιατικές πόλεις.  Η πόλη αναγνωρίστηκε επίσημα ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ το 1994.

Παραδοσιακά οθωμανικά σπίτια στο Κιρανκιοϋ της Σαφράμπολης, κάποια από τα οποία χρησιμοποιούνται πλέον ως ξενώνες.

Η «πόλη του σαφράν» (η περιοχή ήταν από παλιά τόπος παραγωγής και εξαγωγής του κρόκου, ο οποίος είναι εξάλλου και το σύμβολο του Δήμου) αποτελείται από σχεδόν ξεχωριστές μεταξύ τους συνοικίες. Στο δυτικό υψίπεδο βρίσκεται το Κιράνκιοϋ, όπου ζούσαν παλιότερα οι μη-Μουσουλμάνοι και όπου εκτείνεται το σύγχρονο κέντρο και το (όχι και τόσο μεγάλο) νεόδμητο τμήμα της πόλης. Απέναντι και χαμηλά στην ανατολική πλευρά, βρίσκεται το Τσουκούρ, το ιστορικό κέντρο, ενώ πιο βόρεια εκτείνεται το Μπαγλάρ, μια συνοικία θερινών κατοικιών με μεγάλους κήπους.  Για τη συγκοινωνία ανάμεσα στο Κιράνκιοϋ και το Τσουκούρ λειτουργούν δημοτικά λεωφορεία – μπορεί όμως κάποιος να το κάνει και με τα πόδια, διασχίζοντας την κοιλάδα με τις απότομες πλαγιές που χωρίζει τις δύο συνοικίες. Θα πάρει έτσι και μια γεύση χωριού, από τα παλιά σπίτια της κοιλάδας με τα κοτέτσια και τους κήπους τους.

Το Κιράνκιοϋ, όπως φαίνεται από την απέναντι πλευρά της κοιλάδας.

Παλιά οθωμανικά κτίρια δίνουν τον τόνο σε όλες αυτές τις συνοικίες, η πιο σημαντική από τουριστική άποψη είναι όμως σαφώς το Τσουκούρ, και ιδιαίτερα το Τσαρσί (=Αγορά). Εκεί θα δει κάποιος πολλά μαγαζιά με σουβενίρ και τοπικά προϊόντα, καθώς και ταβέρνες και καφενεία, ενώ δεν αποκλείεται να συναντήσει και γκρουπ Κινέζων τουριστών.

Το Τσαρσί της Σαφράμπολης.

Από την Σαφράμπολη το λεωφορείο χρειάζεται μιάμιση με δυο ώρες μέχρι την επόμενη ιστορική πόλη της Παφλαγονίας, την ορεινή (σε υψόμετρο 900 μ) Κασταμονή. Η πόλη καταγωγής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών (το όνομα της προέρχεται μάλλον από το «Κάστρα Κομνηνών») έγινε στον 14ο αιώνα  η πρωτεύουσα της τουρκικής δυναστείας των Τζαντάρογλου. Όταν οι Οθωμανοί με τη σειρά τους κατέκτησαν την περιοχή, σεβάστηκαν την ιστορία της πόλης και την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετιού, που εκτεινόταν από τα ασιατικά προάστια της Πόλης μέχρι τη Σινώπη. Κάποιοι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί συνέχισαν να κατοικούν στην περιοχή μέχρι και την ανταλλαγή πληθυσμών. Στην Κασταμονή γεννήθηκε και ο Γιάννης Εϊριτζίδης, γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς (το παρατσούκλι του το χάρισε η θητεία του ως λοχίας στον οθωμανικό στρατό), ο οποίος φαίνεται ότι μετέφερε και παραδοσιακές μελωδίες της πατρίδας του στο ελληνικό ρεμπέτικο.

Το κάστρο της Κασταμονής είχε ήδη κτιστεί από τους Βυζαντινούς, τροποποιήθηκε όμως στη συνέχεια από τους Τζαντάρογλου και τους Οθωμανούς.

Η σύγχρονη Κασταμονή είναι μια μάλλον συντηρητική επαρχιακή πόλη, η οποία εκτείνεται περίπου γραμμικά γύρω από το ποτάμι, περιτριγυρισμένη από βουνά. Το βόρειο τμήμα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από σύγχρονες ψηλές πολυκατοικίες. Στο ιστορικό κέντρο όμως, που βρίσκεται πιο νότια, έχουν επιβιώσει αρκετά σκόρπια παλιά σπίτια, όπως και χάνια και παλιά τζαμιά, που θυμίζουν κάτι από το οθωμανικό παρελθόν.

Το κέντρο της Κασταμονής με το Νασρουλάχ Τζαμί, το Κουρσουνλού Χάνι στα δεξιά (το οποίο ακόμα λειτουργεί ως ξενοδοχείο) και το Χάνι του Ασίρ Εφέντη πιο πίσω.

Η γέφυρα Νασρουλάχ ή, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, η γέφυρα της Καμπούρας (Kambur Köprü), είναι μια από τις πολλές που ενώνουν τις δύο όχθες του ποταμού, στις οποίες εκτείνεται ο κεντρικός οδικός άξονας της πόλης.

Δρόμος της Κασταμονής με παλιά μαγαζιά.

Από την Κασταμονή ξεκινάνε λεωφορεία για τις κοντινές ακτές του Δυτικού Πόντου. Μετά από περίπου τρεις ώρες, το λεωφορείο κατηφορίζει από τα δασώδη βουνά της Παφλαγονίας προς τη χερσόνησο της Σινώπης, με την ομώνυμη πόλη να απλώνεται στις πλαγιές της. Αυτό είναι το μόνο σημείο στη σχετικά ευθυγραμμισμένη μικρασιατική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, όπου σχηματίζεται ένας τέτοιος κόλπος που επιτρέπει σε ένα λιμάνι να κοιτάει νότια. Προστατεύεται δηλαδή από τον κύριο όγκο της Μαύρης Θάλασσας, αυτής της τεράστιας μάζας νερού χωρίς νησιά: η επόμενη ξηρά απέναντι από την βόρεια ακτή της Σινώπης είναι η Κριμαία.

Η χερσόνησος και πόλη της Σινώπης.

Η ιδιαίτερη φυσική γεωγραφία καθόρισε και την Ιστορία της Σινώπης, η οποία για πολλούς αιώνες παρέμεινε ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Αυτήν την ιδιαιτερότητα αντιλήφθηκαν μάλλον και οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι επέλεξαν την τοποθεσία για να ιδρύσουν τον 7ο αιώνα π.Χ. μια από τις πρώτες αποικίες τους στη Μαύρη Θάλασσα. Από τη Σινώπη καταγόταν και ο φιλόσοφος Διογένης: οι σύγχρονοι Σινωπείς τιμούν το διάσημο αρχαίο συμπατριώτη τους με άγαλμα κοντά στην είσοδο της πόλης.

Το άγαλμα του Διογένη κοντά στα τείχη της πόλης, που κτίστηκαν επί Μιθριδάτη ΣΤ’, του οποίου η Σινώπη ήταν γενέτειρα και πρωτεύουσα του βασιλείου του – όλοι οι επόμενοι κατακτητές, Βυζαντινοί, Σελτζούκοι και Οθωμανοί, έκαναν προσθέσεις σ’ αυτά.

Παλιά λεγόταν ότι η Μαύρη Θάλασσα έχει τρία σίγουρα λιμάνια: τον Ιούλη, τον Αύγουστο και τη Σινώπη. Λίγες ώρες στην πόλη ήταν αρκετές για να αντιληφθώ γιατί. Όταν στην εκτεθειμένη βόρεια ακτή της χερσονήσου η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη και τα κύματα τρομακτικά, στην προστατευμένη νότια ακτή επικρατεί απόλυτη ηρεμία. Μπορείς να κάνεις περίπατο στο λιμανάκι με τις ταβέρνες και τις καφετέριες ή στον παραλιακό πεζόδρομο δίπλα στο παραθαλάσσιο πάρκο, χωρίς να έχεις ιδέα για το τι συμβαίνει στην ανοικτή θάλασσα, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά.

Το λιμάνι της Σινώπης, με το κέντρο της πόλης να εκτείνεται προς τα πίσω.

Η βόρεια ακτή της χερσονήσου με τα τείχη που φτάνουν μέχρι την παραλία: εδώ στην τοποθεσία Κουμκαπί, όχι μακριά από το κέντρο της πόλης

Από τη Σινώπη πλέον και προς τα ανατολικά, το ταξίδι γίνεται παραθαλάσσιο. Ο δρόμος ακολουθεί την ακτογραμμή της Μαύρης Θάλασσας – σε κάποια σημεία μάλιστα, όπου λόγω απότομου γκρεμού η συνέχιση του δρόμου στην ακτή δεν ήταν δυνατή, οι Τούρκοι δεν δίστασαν να επεκτείνουν τον δρόμο με επιχωμάτωση μέσα στη θάλασσα.

Εικόνα από τα παράθυρο του λεωφορείου Σινώπης-Σαμψούντας, από τμήμα του δρόμου που εκτείνεται μέσα στη θάλασσα.

Σε τρεις ώρες το λεωφορείο φτάνει στην μεγαλύτερη πόλη της μικρασιατικής Μαύρης Θάλασσας (με πάνω από 500.000 κατοίκους), τη Σαμψούντα ή Αμισό, όπως λεγόταν παλιότερα. Είναι και αυτή μια καθαρά παραθαλάσσια πόλη, με έναν παραλιακό πεζόδρομο ο οποίος εκτείνεται για χιλιόμετρα, ενοποιημένος με πάρκα και άλλους χώρους αναψυχής. Παράλληλα με την παραλία κινείται και το τραμ, το μόνο ΜΜΜ σταθερής τροχιάς στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

Περπατώντας στον παραλιακό πεζόδρομο και κοιτάζοντας προς το λιμάνι της Σαμψούντας.

Η σημερινή Σαμψούντα δεν έχει πάντως πολλά για να θυμίζουν την μακριά της ιστορία: είναι μια σχετικά άχρωμη σύγχρονη τσιμεντούπολη. Οι κάτοικοί της το Σάββατο πλημμυρίζουν τους εμπορικούς δρόμους με τα άφθονα καταστήματα – ο καταναλωτισμός δεν λείπει από τη σύγχρονη Τουρκία του Ερντογάν.

Η Λεωφόρος Γκαζή είναι από τους κεντρικούς δρόμους της αγοράς της Σαμψούντας.

Για την Τουρκία έχει πάντως μια ιδιαίτερη βαρύτητα η σύγχρονη Ιστορία της Σαμψούντας. Εδώ αποβιβάστηκε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς στις 19 Μαΐου 1919, έχοντας αποστολή από τον Σουλτάνο να αντιμετωπίσει τις σκόρπιες αντάρτικες ομάδες, κατά τις απαιτήσεις των ξένων δυνάμεων που κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Αυτός όμως, παίρνοντας ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο, παράκουσε την εντολή και ήρθε σε συνεννόηση μεταξύ άλλων και με τέτοιες ομάδες, ώστε να οργανωθεί η αντίσταση ενάντια στα ξένα στρατεύματα, αλλά και να χτυπηθούν οι χριστιανικές αντάρτικες ομάδες. Έτσι καθορίστηκε το μέλλον της Μικράς Ασίας: ο Μουσταφά Κεμάλ θα γινόταν Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων) και το τίμημα θα το πλήρωναν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. Ούτε αυτοί του Δυτικού Πόντου, αν και σε μεγάλο ποσοστό τουρκόφωνοι, θα γλίτωναν τη μοίρα των σφαγών και της ανταλλαγής πληθυσμών.

Η απόβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα έχει τόση σημασία για τη σύγχρονη Τουρκία, ώστε στο σημείο αυτό να υπάρχει μια μόνιμη αναπαράστασή της με αντίγραφο του πλοίου και ομοιώματα των προσώπων που συμμετείχαν.

Ακόμα και η ημερομηνία της απόβασης μοιάζει να συμβολίζει τη διαφορά ανάμεσα στην τουρκική και ελληνική οπτική της Ιστορίας. Για τους Τούρκους είναι εθνική γιορτή, αφού χάρη σ’ αυτήν θεωρούν ότι κέρδισαν την επιβίωση τους ως έθνος. Στη Σαμψούντα αυτή την περηφάνια τη βλέπεις στα μνημεία, στα ονόματα των δρόμων, στα μουσεία. Αντίθετα, η Ελλάδα όρισε αυτή την μέρα ως μαύρη επέτειο της Γενοκτονίας των Ποντίων (αν και αυτή ξεκίνησε κάποια χρόνια πιο πριν).

Μια από τις πιο κεντρικές λεωφόρους της Σαμψούντας ονομάζεται «19ης Μαΐου»¨: ο Ατατούρκ καβάλα στο άλογο είναι το σύμβολο του Δήμου.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Σαμψούντα έχει ξεχάσει εντελώς τις αρχαίες της ρίζες. Τα Σαββατοκύριακα οι Σαμψούντιοι ανεβαίνουν με το τελεφερίκ στον Λόφο της Αμισού (Amisos Tepesi) για να απολαύσουν τη θέα και να περπατήσουν ανάμεσα στα ελληνιστικά ερείπια. Κάτω στην παραλία ξεχωρίζει το άγαλμα της Μεγάλης Αμαζόνας, ενώ λίγο πιο νότια βρίσκεται και το τεχνητό «Χωριό των Αμαζόνων». Δεν ξέρουμε κατά πόσον αυτές οι τρομερές πολεμίστριες της μυθολογίας υπήρξαν στην πραγματικότητα – η θεωρία όμως ότι το βασίλειο τους βρισκόταν στην περιοχή της Σαμψούντας αρκεί στους κατοίκους για να τις κάνουν σύμβολο της πόλης.

Θέα από τον Λόφο της Αμισού προς την ακτή και το Άγαλμα της Μεγάλης Αμαζόνας, με τα δυο λιοντάρια που την περιστοιχίζουν. Στα αριστερά φαίνεται η αφετηρία του τελεφερίκ και δεξιά της ο καπνός από το ψήσιμο στο πάρκο: επίσης αγαπημένη συνήθεια των τουρκικών οικογενειών.

Συνεχίζοντας στον παραθαλάσσιο δρόμο προς την Τραπεζούντα, η πυκνή βλάστηση στις πλαγιές των βουνών εναλλάσσεται με καταπράσινα λιβάδια που τα διασχίζουν ποτάμια. Ο Ανατολικός Πόντος είναι μια από τις πιο υγρές περιοχές κοντινές σε μας: οι βροχές δεν σταματούν ούτε το καλοκαίρι.

Πυκνή βλάστηση του Ανατολικού Πόντου,  δυτικά της Ορντού.

Αυτή είναι η περιοχή όπου επιβίωσε μέχρι πολύ πρόσφατα η ιδιαίτερη ποντιακή ελληνική διάλεκτος που γνωρίζουμε, δίπλα σ’ αυτές των άλλων λαών της Μαύρης Θάλασσας, Τούρκων, Λαζών ή Αρμενίων. Στον ανατολικό Πόντο μάλιστα δεν ήταν μόνο οι Ελληνορθόδοξοι που μιλούσαν ποντιακά ελληνικά, αλλά και αρκετοί Μουσουλμάνοι, οι οποίοι παρέμειναν στην περιοχή και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κάποιες μικρές εστίες ελληνοφωνίας επιβιώνουν (με δυσκολία) μέχρι και τις μέρες μας.

Πάνω στα βουνά του Ανατολικού Πόντου βρίσκονται μερικές σκόρπιες περιοχές όπου ακόμα μιλιούνται τα ποντιακά: μεταξύ αυτών και η Τόνια, στα βουνά που φαίνονται πίσω από τη κωμόπολη Μπεσίκντουζου, απ’ όπου πάρθηκε η φωτογραφία.

Μετά από πέντε ώρες ταξιδιού, το λεωφορείο φτάνει στην αναμφισβήτητη πρωτεύουσα του Ανατολικού Πόντου: την Τραπεζούντα. Ξεκινώντας ως ελληνική αποικία στην αρχαιότητα, έγινε πρωτεύουσα της δικής της ομώνυμης Αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας έζησε από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα, για να υποταχθεί στους Οθωμανούς μόλις το 1461.

Η Τραπεζούντα έρχεται δεύτερη σε πληθυσμό στον Πόντο μετά τη Σαμψούντα, την κερδίζει όμως μάλλον σε προσωπικότητα. Η Άγκυρα και η Πόλη μοιάζουν εδώ πολύ μακρινές – και είναι (η πτήση Τραπεζούντα-Κωνσταντινούπολη διαρκεί δύο ώρες). Η Τραπεζούντα ζει στους δικούς της ρυθμούς.

Το λιμάνι της Τραπεζούντας, ένα από τα πιο σημαντικά του Πόντου, έχει απ’ ευθείας ακτοπλοϊκή σύνδεση με το Σότσι της Ρωσίας.

Το πάρκο της κοιλάδας του Ζανός: αριστερά (ανατολικά) είναι η εντός των τειχών πόλη, ενώ στην απέναντι μεριά ξεκινάει η συνοικία Ορταχισάρ (Μεσαίο Κάστρο).

Η περηφάνια της Τραπεζούντας απέναντι στην κυρίαρχη Κωνστανινούπολη εκφράζεται και ποδοσφαιρικά. Η Τραμπζόνσπορ είναι το καμάρι της περιοχής, αφού είναι η μόνη ομάδα που κατάφερε επανειλημμένα να κοντράρει στα ίσα τις ομάδες της Κωνσταντινούπολης, κερδίζοντας και έξι πρωταθλήματα. Στην πόλη βλέπεις παντού σημαίες της ομάδας και μέχρι και το έμβλημα του δήμου έχει τα μπορντό-μπλε της χρώματα. Ακόμα και ονόματα δρόμων της έχουν αφιερώσει: το στάδιο της ομάδας βρίσκεται στην Λεωφόρο Τραμπζόνσπορ.

Το Στάδιο της Τραμπζόνσπορ, βαμμένο στα χρώματα της ομάδας.

Σημαίες της Τραμπζόνσπορ σε σοκάκι του Ορταχισάρ.

Ο ρόλος της ως αυτοκρατορική πρωτεύουσα ήταν ίσως αυτό που άφησε στην Τραπεζούντα τόσα πολλά στοιχεία μιας ελληνοχριστιανικής παράδοσης, ώστε να σώζονται κάποια και σήμερα. Η Μονή Θεοσκεπάστου βρίσκεται μέσα στην πόλη, ενώ το πιο γνωστό μοναστήρι της Σουμελάς σε απόσταση περίπου 45 χλμ. (τον Οκτώβρη του 2017 ήταν και τα δύο υπό επισκευή). Η Αγιά Σοφιά λίγο έξω από το κέντρο έχει μια ιστορία  παρόμοια με τη διάσημη συνονόματή της στην Κωνσταντινούπολη: από βυζαντινή εκκλησία έγινε τζαμί στα οθωμανικά χρόνια και μετά μουσείο επί Κεμάλ. Από το 2013 λειτουργεί πάλι ως τζαμί: κάτι που κάποιοι βλέπουν με ανησυχία και σαν προετοιμασία για ανάλογη κίνηση και στην Αγιά Σοφιά της Πόλης.

Η Αγιά Σοφιά της Τραπεζούντας.

Πίσω από την Τραπεζούντα υψώνονται οι Ποντικές Άλπεις. Ο δρόμος που συνδέει την Τραπεζούντα με την Αργυρούπολη περνάει από την Ματσούκα, μια κωμόπολη χτισμένη σε μια κοιλάδα και περιτριγυρισμένη από βουνά, όπου ενώνονται δύο από τα πολλά ποτάμια που διασχίζουν την πολύ υγρή αυτή περιοχή. Πιο γνωστή είναι ως σταθμός στο δρόμο για το  μοναστήρι της Σουμελάς: μέχρι εκεί υπάρχει τακτική συγκοινωνία με λεωφορεία από την Τραπεζούντα, αλλά για τα 20 χλμ. που απομένουν χρειάζεται ταξί.

Στο κέντρο της Ματσούκας, κάτω από το ξενοδοχείο «Σουμελά», ενώνονται δύο ποτάμια που κουβαλούν υλικό από τη διάβρωση των Ποντικών Άλπεων μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.

Πίσω στην Τραπεζούντα και συνεχίζοντας παραθαλάσσια προς τα ανατολικά, το λεωφορείο σε μια ώρα και κάτι φτάνει στη Ριζούντα. Εδώ βρισκόμαστε σχεδόν στο βορειοανατολικό άκρο της Τουρκίας, τα σύνορα με τη Γεωργία απέχουν μόλις 110 χλμ. Το κλίμα γίνεται όλο και πιο υγρό: ιδιαίτερα εντυπωσιακή εικόνα στη διαδρομή είναι οι καταρράκτες που πέφτουν ο ένας δίπλα στον άλλο από τον γκρεμό, ενώ από την άλλη πλευρά του δρόμου ξεκινά σχεδόν άμεσα η Μαύρη Θάλασσα.

Ένα δώρο της άφθονης βροχής, που θυμίζει τροπικούς, είναι και οι φυτείες τσαγιού, οι οποίες καλύπτουν σχεδόν κάθε βουνοπλαγιά στην περιοχή της Ριζούντας. Εδώ παράγεται το μεγαλύτερο μέρος του πιο αγαπημένου πλέον ροφήματος των Τούρκων (η Τουρκία είναι έκτος μεγαλύτερος παραγωγός τσαγιού στον κόσμο, αλλά και οι Τούρκοι πρώτοι στην κατά κεφαλή κατανάλωση).

Φυτεία τσαγιού στα προάστια της Ριζούντας.

Η Ριζούντα είναι μια μεσαίου μεγέθους μαυροθαλασσίτικη πόλη, γνωστή στην Τουρκία μεταξύ άλλων και ως πόλη καταγωγής του προέδρου Ερντογάν. Οι περισσότεροι κάτοικοι της συντηρητικής Ριζούντας είναι μάλλον περήφανοι γι’ αυτό, όπως φαίνεται π.χ. και από το ότι ήδη μετονόμασαν το τοπικό πανεπιστήμιο σε «Πανεπιστήμιο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν».

«Η Ριζούντα μαζί σου» λέει η αφίσα με τον Ερντογάν στο κέντρο της πόλης, δίπλα από τα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος.

Πέρα όμως από τον Ερντογάν, η Μαύρη Θάλασσα έχει γενικά τη φήμη μιας περιοχής όπου ο ακραίος εθνικισμός έχει πολλή δύναμη. Κάποιοι δεν θεωρούν τυχαίο ότι από την Τραπεζούντα ήταν και ο Ογκιούν Σαμάστ,  ο έφηβος που πριν 10 χρόνια δολοφόνησε τον Αρμένη δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ, κατηγορώντας τον ότι προσέβαλε το τουρκικό έθνος. Ίσως δεν είναι κάτι που πρέπει να μας εκπλήσσει: δεν είναι εκείνα τα τμήματα ενός νέου έθνους που είναι λιγότερο «καθαρά», συχνά τα ίδια που προσπαθούν να καλύψουν αυτήν την έλλειψη με υπέρμετρο εθνικισμό; Για μια περιοχή όπως ο Πόντος, είναι μάλλον αδύνατο να μην κάνει κάποιος αυτήν τη σκέψη.

Τα γραφεία του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης στο Αρσίν (ανατολικά της Τραπεζούντας), μαζί με αυτά της οργάνωσης νεολαίας των «ιδεαλιστών».

Η δύναμη του τουρκικού εθνικισμού δεν σημαίνει ότι έχει χαθεί η συνείδηση της σχέσης με την ελληνική ποντιακή παράδοση. Η ανάμιξή της με τη σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα φαίνεται π.χ. και στο πως ένα τραγούδι, που τραγουδά στα «ρωμέικα» ο Φουάτ Σακά (γνωστός τραγουδοποιός της περιοχής), μπορεί με στίχους στα τουρκικά να γίνει ύμνος της Τραμπζόνσπορ:

Στον Πόντο γρήγορα καταλαβαίνει κάποιος ότι βρίσκεται σε μια πολιτισμικά ιδιαίτερη περιοχή. Με τις ιδιαιτερότητες που έχει,παραμένει και ένα στοιχείο που συνδέει τα δύο έθνη, ελληνικό και τουρκικό. Ίσως τελικά όσο ζωντανές μένουν οι τοπικές ταυτότητες, τόσο  πιο διαπερατά να μοιάζουν τα εθνικά σύνορα.

Στα ιχνη του κυπριακου σιδηροδρομου

Κλασσικό

Πρόσφατα στην Κύπρο, μια ομάδα δευτεροετών φοιτητών του τμήματος Πολιτικής Μηχανικής και Γεωπληροφορικής  του ΤΕΠΑΚ ανέλαβε να κάνει τεχνοοικονομική μελέτη για την κατασκευή σιδηρόδρομου. Για τους λάτρεις του τρένου στην Κύπρο, μια τέτοια ιδέα ακούγεται ίσως πολύ ωραία για να γίνει αληθινή. Θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί;

Οι παλιότεροι όμως θυμούνται ότι πριν αρκετές δεκαετίες ήταν ήδη πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, στην Κύπρο λειτουργούσε κρατικός σιδηρόδρομος, ο οποίος στην μεγαλύτερη του ανάπτυξη συνέδεε την Ευρύχου με την Αμμόχωστο. Μετέφερε επιβάτες, εμπορεύματα, μεταλλεύματα, αλλά και το ταχυδρομείο.

Η σιδηρηδρομική ιστορία της Κύπρου

http://www.bigcyprus.com.cy/el/blog/155-kypriakos-kyvernitikos-sidirodromos-i-anaptyksi-kai-to-anapofefkto-telos

Ο κυπριακός σιδηρόδρομος σε λειτουργία. Μέχρι και τη δεκαετία ’40, όταν οι μηχανές μετατράπηκαν σε ντηζελοκίνητες, ως καύσιμα χρησιμοποιούνταν ξύλα και κάρβουνα. Πηγή εικόνας

Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος (ή Cyprus Government Railways) λειτούργησε από το 1905 ως το 1951. Το 1905 μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα έργα της εμβάθυνσης του λιμανιού της Αμμοχώστου και της κατασκευής της νέας αποβάθρας, που θα το έκαναν πάλι κύριο λιμάνι του νησιού όπως στα πολύ παλιά χρόνια. Και για να μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λιμάνι, χρειαζόταν προφανώς και ένα επαρκές σύστημα συγκοινωνιών – ένας τομέας τον οποίο η προηγούμενη οθωμανική διοίκηση είχε παραμελήσει.

Αρχικά, ο σιδηρόδρομος δυσκολεύτηκε να γίνει ελκυστικός για επιβάτες, αφού οι ντόπιοι το έβλεπαν περισσότερο ως αξιοθέατο παρά ως κάτι χρήσιμο – προτιμούσαν τα παραδοσιακά τους μέσα για τις μεταφορές. Εξάλλου, δεν ήταν και ιδιαίτερα γρήγορο μέσο: η ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα 25 μίλια την ώρα και συχνά το τρένο έπρεπε να σταματάει, μέχρι να απομακρυνθούν τα πρόβατα και τα κατσίκια από τις γραμμές. Η διαδρομή Λευκωσία-Αμμόχωστος διαρκούσε 2 με 3 ώρες (αναλόγως των στάσεων), η διαδρομή Λευκωσία-Μόρφου 2 ώρες και η διαδρομή Μόρφου-Καλό Χωριό 1 ώρα. 

Ο κυπριακός σιδηρόδρομος όμως έδειξε τελικά την χρησιμότητά του με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτούς συγκαταλέγεται και η υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των Συμμάχων κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω της μεταφοράς εφοδίων, ξυλείας και στρατιωτών – γι’ αυτό εξάλλου έγινε και στόχος βομβαρδισμών από τις δυνάμεις του Άξονα. Σε καιρούς ειρήνης, ιδιαίτερα δημοφιλή έγιναν τα φτηνά ειδικά δρομολόγια, π.χ. για τη μεταφορά κόσμου στις παραλίες τις Κυριακές, στο ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού στην Αμμόχωστο ή στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου στις μέρες των ιπποδρομιών.

Η διαδρομή

Ξεκινώντας από την Ευρύχου, το τρένο περνούσε από τη Μόρφου και τη Λευκωσία για να καταλήξει στην πόλη και στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ενδιάμεσα έκανε στάση σε διάφορα χωριά. Ας δούμε όμως αυτήν τη διαδρομή, μέσα από τα ίχνη που έχουν απομείνει μέχρι και σήμερα.

Η διαδρομή και οι στάσεις του Κυπριακού Σιδηρόδρομου, στην πλήρη του ανάπτυξη, με ένα συνολικό μήκος 122 χλμ. (από το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου). Ήταν επιλεγμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν και ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές περιοχές. https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/6/65/Map_of_Cyprus_Government_Railway.svg

Η διαδρομή και οι στάσεις του Κυπριακού Σιδηρόδρομου, στην πλήρη του ανάπτυξη, με ένα συνολικό μήκος 122 χλμ. (από το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου). Ήταν επιλεγμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν και ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές περιοχές.
Πηγή εικόνας

Ο δυτικός τερματικός σταθμός ήταν αυτός της Ευρύχου. Αυτό ήταν και το μοναδικό τμήμα όπου το τρένο ανέβαινε προς τα βουνά: κοντά στο σταθμό υπήρχαν πανδοχεία, για όσους θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με άλλα μέσα προς τις κορυφές του Τροόδους. Η κατασκευή του σταθμού ευνόησε την ανάπτυξη και την ανάδειξη της Ευρύχου σε περιφερειακό κέντρο και κεφαλοχώρι της Σολέας.

Η επέκταση προς την Ευρύχου έγινε το 1915, με σκοπό την εκμετάλλευση των προϊόντων της Σολέας (μεταξύ αυτών και της ξυλείας) και της Λεύκας, αλλά και με την προοπτική επέκτασης προς το Τρόοδος. Τελικά, έμεινε σε λειτουργία μόνο μέχρι το 1932, αφού οι απότομες κλίσεις καταπονούσαν τη μηχανή, ενώ η βελτίωση του οδικού δικτύου μείωσε την επιβατική κίνηση (κατά μια άλλη εκδοχή, ο πραγματικός λόγος που έκλεισε αυτό το τμήμα ήταν ως.. τιμωρία για την κακή υποδοχή που επιφύλαξαν οι Ευρυχιώτες στον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού το 1931, μετά τα Οκτωβριανά). Από τότε, ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, έγινε αργότερα στόχος εμπρησμού από την ΕΟΚΑ (ως αγγλική ιδιοκτησία), και τελικά εγκαταλείφθηκε και παρέμεινε ως ένα ερείπιο λίγο έξω από το χωριό. Πρόσφατα όμως αναπαλαιώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, απ’ όπου προέρχονται και πολλές από τις πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε αυτό το άρθρο.

Ο πρώην σταθμός της Ευρύχου, τερματικός σταθμός της γραμμής και νυν Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου.

Ο πρώην σταθμός της Ευρύχου, τερματικός σταθμός της γραμμής και νυν Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, βρίσκεται ανάμεσα στον οικισμό της Ευρύχου και τον ποταμό Καρκώτη. Φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την μεταφορά ξυλείας.

Ξεκινώντας το ταξίδι του, το τρένο κατηφόριζε στην κοιλάδα της Σολιάς παράλληλα περίπου με τον ποταμό Καρκώτη, όπου λίγο μετά γινόταν η συμβολή με την ιδιωτική σιδηροδρομική γραμμή της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας, που μετέφερε το υλικό από τα μεταλλεία της περιοχής. Στη συνέχεια, το τρένο διέσχιζε την πεδιάδα της Μόρφου, με σημαντικότερη στάση στην ομώνυμη κωμόπολη. Ακολουθώντας έπειτα μια διαδρομή που περνούσε σε μεγάλο τμήμα της μέσα από τη σημερινή νεκρή ζώνη (από τη δεκαετία του ’40 και μετά, σταματούσε και στο νεόκτιστο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), έφτανε στα προάστια της Λευκωσίας, κάνοντας στάση στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου. Η επόμενη στάση ήταν ο κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας, ανάμεσα στην Πύλη Κερύνειας και τη Νεάπολη.

Ο κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας βρισκόταν στο σημερινό κατεχόμενο τμήμα, ανάμεσα στην Πύλη Κερύνειας και τη Νεάπολη, στην τότε Οδό Σιδηροδρόμου (νυν οδός Αμπντί Ιπεκτσί). Με βάση κάποιες αναφορές το κτίριο στα δεξιά (κτισμένο το 1907) ήταν το κτίριο του Σταθμού. Αυτό δεν ταιριάζει όμως ούτε με τις φωτογραφίες ούτε με τους χάρτες της εποχής, με βάση τους οποίου ο σταθμός βρισκόταν στην αριστερή (βόρεια) πλευρά του δρόμου, στην οποία σήμερα υπάρχουν νέα κτίρια.

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας βρισκόταν στο σημερινό κατεχόμενο τμήμα, στην τότε Οδό Σιδηροδρόμου (νυν οδός Αμπντί Ιπεκτσί). Με βάση κάποιες αναφορές, το κτίριο στα δεξιά (κτισμένο το 1907) ήταν το κτίριο του Σταθμού. Αυτό δεν ταιριάζει όμως ούτε με τις φωτογραφίες ούτε με τους χάρτες της εποχής, με βάση τους οποίου ο σταθμός βρισκόταν στην αριστερή (βόρεια) πλευρά του δρόμου, στην οποία σήμερα υπάρχουν νέα κτίρια. Είναι πιθανόν πάντως να πρόκειται για ένα βοηθητικό κτίριο.

Παλιά φωτογραφία του Σ.Σ. Λευκωσίας (πηγή: Μουσείο Κυπριακού Σιδηροδρόμου).

Παλιά φωτογραφία του Σ.Σ. Λευκωσίας (πηγή: Μουσείο Κυπριακού Σιδηροδρόμου).

Το όνομα της καντίνας (βρίσκεται στον ίδιο δρόμο, λίγα μέτρα μακριά), είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε ήταν εκεί ο Σ.Σ. Λευκωσίας.

Το όνομα αυτής της καντίνας (βρίσκεται στον ίδιο δρόμο, λίγα μέτρα μακριά), είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε ήταν εκεί ο κεντρικός σταθμός της πόλης.

Μετά τον σταθμό, η σιδηροδρομική γραμμή συνέχιζε βορειο-ανατολικά προς την Ομορφίτα. Αυτό το μικρό αδιέξοδο δρομάκι διατηρεί το όνομα Tren Yolu Sokak, δηλαδή Οδός Σιδηρόδρομου, δείχνοντας και τη διαδρομή που ακολουθούσε (κάποια από τα κτίρια που βρίσκονται σ' αυτόν τον δρόμο ήταν προφανώς βοηθητικά του Κεντρικού Σταθμού).

Μετά τον σταθμό, η σιδηροδρομική γραμμή συνέχιζε βορειο-ανατολικά προς την Ομορφίτα. Αυτό το μικρό αδιέξοδο δρομάκι διατηρεί το όνομα Tren Yolu Sokak, δείχνοντας και τη διαδρομή που ακολουθούσε το τρένο (κάποια από τα παλιά κτίρια που βρίσκονται σ’ αυτόν τον δρόμο ήταν προφανώς βοηθητικά του Κεντρικού Σταθμού).

Το τρένο συνέχιζε τη διαδρομή του κοντά στην Ομορφίτα, πριν κάνει ακόμα μια στάση στα προάστια της Λευκωσίας, στο Καϊμακλί. Στη συνέχεια, ακολουθούσε μια διαδρομή μέσα από την πεδιάδα της Μεσαορίας, σταματώντας σε διάφορα χωριά πριν καταλήξει στην Αμμόχωστο.

Μετά την Ομορφίτα, το τρένο περνούσε από τη σημερινή Οδό Συνεργασίας στο Καϊμακλί (απ' όπου και η φωτογραφία).

Μετά την Ομορφίτα, το τρένο περνούσε από τη σημερινή Οδό Συνεργασίας στο Καϊμακλί (απ’ όπου και η φωτογραφία).

Το σημερινό γραμμικό πάρκο Καϊμακλίου είναι το τελευταίο ίχνος της σιδηροδρομικής γραμμής, που περιοχή υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνέχεια της γραμμής προς την Αμμόχωστο ακολουθούσε μια διαδρομή, που βρίσκεται σήμερα εξ' ολοκλήρου στα κατεχόμενα.

Το σημερινό γραμμικό πάρκο Καϊμακλίου είναι το τελευταίο ίχνος της σιδηροδρομικής γραμμής, στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνέχεια της γραμμής προς την Αμμόχωστο ακολουθούσε μια διαδρομή, η οποία βρίσκεται σήμερα εξ’ ολοκλήρου στα κατεχόμενα.

Ο σύγχρονος αυτοκινητόδρομος που συνδέει τη Λευκωσία με την Αμμόχωστο, ακολουθεί σε μεγάλο του τμήμα την παλιά σιδηροδρομική γραμμή, η οποία διέσχιζε τη Μεσαορία.

Ο σύγχρονος δρόμος που συνδέει τη Λευκωσία με την Αμμόχωστο διασχίζοντας την Μεσαορία (η φωτογραφία είναι από το λεωφορείο που κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή), ακολουθεί σε μεγάλο του τμήμα την παλιά σιδηροδρομική γραμμή.

Ο σταθμός της Αμμοχώστου ήταν ο ανατολικός τερματικός της διαδρομής. Η τοποθεσία του είχε επιλεχθεί ώστε να βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά πόλη και τα Βαρώσια (εξυπηρετώντας έτσι και τον μουσουλμανικό και τον χριστιανικό πληθυσμό). Ένα ακόμα μικρό τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής ένωνε εξάλλου και το σταθμό με το πολύ κοντινό λιμάνι, απ’ όπου τα εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν και εκτός Κύπρου.

Η παλιά ατμομηχανή του τρένου εκτίθεται μπροστά στον πρώην Σιδηροδρομικό Σταθμό Αμμοχώστου, στον οποίο στεγάζεται σήμερα το Κτηματολόγιο της Αμμοχώστου.

Η παλιά ατμομηχανή του τρένου εκτίθεται μπροστά στον πρώην Σιδηροδρομικό Σταθμό Αμμοχώστου, στον οποίο στεγάζεται σήμερα το Κτηματολόγιο της Αμμοχώστου. Στο ισόγειο βρισκόταν η αίθουσα υποδοχής επιβατών και στον πρώτο όροφο τα γραφεία του κέντρου διοίκησης.

Πίσω από τον παλιό Σταθμό, βρίσκονται εγκαταλελειμμένα διάφορα βοηθητικά κτίρια (μηχανοστάσια, αμαξοστάσια) - λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από την κλειστή πόλη του Βαρωσίου.

Πίσω από τον παλιό Σταθμό, βρίσκονται εγκαταλελειμμένα διάφορα βοηθητικά κτίρια (εργαστήρια, αμαξοστάσια, αποθήκες εμπορευμάτων), ακόμα και μια παλιά μηχανή – σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από την κλειστή πόλη του Βαρωσίου.

Από τον κεντρικό σταθμό της Αμμοχώστου, μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε με προορισμό το λιμάνι, όπου τα εμπορεύματα φορτώνονταν ή ξεφορτώνονταν από τα καράβια.

Από τον κεντρικό σταθμό της Αμμοχώστου, μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε με προορισμό το λιμάνι, όπου τα εμπορεύματα φορτώνονταν ή ξεφορτώνονταν από τα καράβια.

Το τέλος

Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος έκανε το τελευταίο του δρομολόγιο στις 31 Δεκεμβρίου 1951. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες που τον είχαν σχεδιάσει και θέσει σε λειτουργία, ήταν οι ίδιοι που έμελλε να τον διαλύσουν, χωρίς να αφήσουν κάποια δυνατότητα για την επαναλειτουργία του στο μέλλον. Το δίκτυο αποσυναρμολογήθηκε και το υλικό της γραμμής μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Οι ατμομηχανές και τα μεταλλικά πλαίσια των βαγονιών κομματιάστηκαν και πουλήθηκαν ως σίδερα. Τα βαγόνια πουλήθηκαν σε ιδιώτες στην Κύπρο, για να καταλήξουν ως τροχόσπιτα, αποθήκες και κοτέτσια.

Η εξήγηση που δίνεται για την εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου είναι η κακή οικονομική του κατάσταση. Λόγω ίσως και κάποιων κακών επιλογών (όπως π.χ. την μη επαρκή προσαρμογή του στη μεταφορά μεταλλευμάτων και την ακύρωση της επέκτασης προς το Καραβοστάσι, που θα πρόσφερε σημαντικά έσοδα λόγω των κοιτασμάτων που ανακαλύφθηκαν), ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδρηρόδρομος μάλλον ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει μια πραγματικά κερδοφόρα επιχείρηση. Η ανάπτυξη των οδικών συγκοινωνιών αναπόφευκτα έφερε και άλλη μείωση των εσόδων. Μπορούμε ίσως να δούμε το κλείσιμο του σιδηροδρόμου και σαν μέρος της παγκόσμιας τάσης της εποχής (στον καπιταλιστικό κόσμο τουλάχιστον) προς τις οδικές συγκοινωνίες σε βάρος των σιδηροδρομικών. Αυτό είχε σαν συνέπεια, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες της σχετικά υπανάπτυκτης μας περιοχής, ότι ποτέ δεν θα αποκτούσαμε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο ικανοποιητικό σε πυκνότητα και ποιότητα.

Δεν ξέρουμε αν κάποια στιγμή δούμε ξανά τρένα να διασχίζουν την κυπριακή εξοχή. Ακόμα πάντως κι αν γίνει αυτό, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα ακολουθούν την παλιά τους διαδρομή: μια διαδρομή που μοιάζει σήμερα ως μια ειρωνεία της Ιστορίας, με τις συνεχείς αλλαγές από τα κατεχόμενα στη νεκρή ζώνη, στην σημερινή ελληνοκυπριακή περιοχή και μετά πίσω στα κατεχόμενα.

Η σημερινή Κύπρος μπορεί να διαφέρει πολύ από τότε, ακόμα και στο θέμα των συγκοινωνιών. Ένα πυκνό ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο έχει κάνει και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του νησιού εύκολα προσβάσιμες, ενώ ως κράτος η Κύπρος έχει τα περισσότερα χλμ. αυτοκινητόδρομου ανά κάτοικο στην Ε.Ε.. Ας θυμόμαστε πάντως ότι στην Κύπρο της δεκαετίας του ’20, μια υπανάπτυκτη τριτοκοσμική αποικία, κάποιος μπορούσε να πάρει το τρένο από την Ευρύχου, να περάσει από Μόρφου, Κοκκινοτριμιθιά, Άγιο Δομέτιο, Βόρεια Λευκωσία, Καϊμακλί και να καταλήξει στην Αμμόχωστο, διασχίζοντας μόνο μια χώρα, χωρίς σύνορα.


Πηγές: