Οι αλλοι Κουρδοι: Ζαζα, Αλεβιτες και Ντερσιμ

Κλασσικό

Tο κουρδικό ζήτημα είναι σήμερα αναμφίβολα ένα από τα πιο καυτά της περιοχής. Σε χώρες όπως η Τουρκία, το Ιράκ, η Συρία, οι εξελίξεις στο κουρδικό μοιάζουν να είναι το κλειδί για την ίδια την επιβίωσή τους ως κράτη. Είναι ένα θέμα που πλέον κανένας δεν μπορεί να αποφύγει.

Πέρα από την ιδεολογική διάσταση του κουρδικού ζητήματος, για να το καταλάβουμε πρέπει να ασχοληθούμε και με τις γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές στο εσωτερικό του «κουρδικού έθνους».

Κουρδιστάν: ένα θρησκευτικό και γλωσσικό μωσαϊκό

Έχουμε μάθει να ταυτίζουμε τα έθνη με μια συγκεκριμένη γλώσσα ή/και θρησκεία. Ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε μια τέτοια ομοιομορφία, τα σύγχρονα έθνη-κράτη ανέλαβαν να τη δημιουργήσουν, με όχι ευκαταφρόνητη επιτυχία. Τι γίνεται όμως με τους Κούρδους, ένα έθνος που βρίσκεται ακόμα στις αρχές της εθνογένεσής του, χωρίς ένα κράτος για να αναλάβει αυτήν τη διαδικασία ομογενοποίησης; Οι Κούρδοι δεν έχουν ούτε ενιαία θρησκεία, ούτε ακριβώς ενιαία γλώσσα. Το να αποφασίσεις ποιος είναι Κούρδος και ποιος όχι, δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Ας ξεκινήσουμε με τη θρησκεία: η πλειοψηφία των Κούρδων, δηλαδή του κουρδόφωνου πληθυσμού που ζει μοιρασμένος σε τέσσερις κύριες χώρες (Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν), είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, σε ποσοστό περίπου 60%: οι περισσότεροι ακολουθούν τη σαφιιτική σχολή (ενώ η πλειοψηφία των Τούρκων τη χαναφιτική – οι θεολογικές διαφορές ανάμεσα στις σουνιτικές σχολές μπορεί να είναι μικρές, αλλά για τον κουρδικό εθνικισμό είναι σίγουρα ένα χρήσιμο διαφοροποιητικό στοιχείο). Το υπόλοιπο 40% είναι είτε Αλεβίτες (κυρίως στην Τουρκία) είτε δωδεκατιστές Σιίτες (στο Ιράν και στο Ιράκ). Υπάρχουν τέλος και οπαδοί ακόμα πιο ιδιαίτερων θρησκειών, όπως οι Γιαζιντίτες (Γιαζίντι), για τους οποίους θα γίνει λόγος σε ξεχωριστό άρθρο.

Με μια τέτοια θρησκευτική ανομοιογένεια, θα περίμενε ίσως κάποιος πως, όταν μιλάμε για Κούρδους, πρόκειται για μια ομάδα που ξεχωρίζει από άλλες τουλάχιστον γλωσσικά. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Όλες οι κουρδικές διάλεκτοι ανήκουν μεν στο ιρανικό παρακλάδι των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών – ξεχωρίζουν έτσι καθαρά από τα αραβικά και τα τουρκικά. Τα όρια με άλλες ιρανικές γλώσσες είναι όμως για κάποιες απ’ αυτές πολύ λιγότερο σαφή.

Χάρτης των κουρδικών διαλέκτων. Τα Κουρμαντζί και Μπαχντανί (ανοικτό και σκούρο πράσινο αντίστοιχα) είναι ουσιαστικά το ίδιο, ενώ οι δύο παραλλαγές των Ζαζακί (Κιρμαντζκί και Ντιμλί) παρουσιάζονται με πιο κόκκινα χρώματα. Τα Σορανί (κίτρινο) έχουν επίσημο στάτους στο ημιανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν. http://www.kurdica.com/News-sid-Sprachen-in-Kurdistan-767.html

Χάρτης των κουρδικών διαλέκτων. Τα Κουρμαντζί και Μπαχντανί (ανοικτό και σκούρο πράσινο αντίστοιχα) είναι ουσιαστικά το ίδιο, ενώ οι δύο παραλλαγές των Ζαζακί (Κιρμαντζκί και Ντιμλί) παρουσιάζονται με πιο κόκκινα χρώματα. Τα Σορανί (κίτρινο) έχουν επίσημο στάτους στο ημιανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν.
Πηγή εικόνας

Η πιο σημαντική διάλεκτος από αριθμητική άποψη είναι τα Κουρμαντζί, που μιλιούνται από τα 2/3 όλων των Κούρδων. Τα Ζαζακί μιλιούνται κυρίως σε περιοχές της κεντρο-ανατολικής Τουρκίας, από περίπου 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Διαφέρουν τόσο πολύ από τα Κουρμαντζί, ώστε κάποιοι να τα θεωρούν ξεχωριστή γλώσσα, περισσότερο συγγενική με άλλες, μη κουρδικές ιρανικές γλώσσες.

Ζαζαϊκός εθνικισμός εναντίον κουρδικού

Η γλωσσική ιδιαιτερότητα των Ζαζά, σε συνδυασμό με κάποια ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία, οδήγησαν στην άποψη ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή κοινότητα. Μέχρι όμως και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, συνήθως δεν έφτανε κάποιος στο σημείο να τους δει ως διακριτό έθνος, αντί απλά μέρος του κουρδικού ή τουρκικού.

Ήταν κυρίως κάποιοι Ζαζά διανοούμενοι της Διασποράς, που είχαν πρώτοι αυτήν την ιδέα. Με τη μετανάστευση σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ένας σημαντικός κουρδόφωνος πληθυσμός βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα περιβάλλον πολύ πιο φιλελεύθερο απ’ αυτό της Τουρκίας, όσον αφορά τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Αυτό βοήθησε από τη μια την εξάπλωση μιας κουρδικής εθνικής ταυτότητας. Από την άλλη, οδήγησε σε προβληματισμούς εκείνους που δεν ταίριαζαν απόλυτα στο «πρότυπο» του τυπικού Κουρμαντζί-Κούρδου (π.χ. ποια γλώσσα ήθελαν τα παιδιά τους στη Διασπορά να διδαχτούν ως μητρική;).

Σημαντική προσωπικότητα για τη ζαζαϊκή εθνική ιδέα ήταν ο Εμπουμπεκίρ Παμουκτσού, ο οποίος εξέδωσε στη Σουηδία την πρώτη εφημερίδα στα Ζαζακί, την Piya. http://www.zazaki-institut.de/peseroki/cime/Cime3.pdf

O Εμπουμπεκίρ Παμουκτσού εκπροσωπεί για πολλούς τον ζαζαϊκό εθνικισμό. Εξέδωσε στη Σουηδία την πρώτη εφημερίδα στα Ζαζακί.
Πηγή εικόνας

Στο ίδιο το «Ζαζαϊστάν» πάντως, οι περισσότεροι κάτοικοι ακόμα μάλλον αυτοχαρακτηρίζονται ως Κούρδοι – η ιδέα μιας ξεχωριστής ζαζαϊκής εθνικής ταυτότητας δεν φαίνεται να απέκτησε βαθιές ρίζες.  Οι Κούρδοι εθνικιστές απορρίπτουν τέτοιες ιδέες κατηγορηματικά, θεωρώντας τις υποκινούμενες από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, στη λογική του «διαίρει και βασίλευε». Από την άλλη, όσοι Ζαζά θεωρούν τους εαυτούς τους ξεχωριστό έθνος, αντιλέγουν ότι οι Κούρδοι εθνικιστές κάνουν σ’ αυτούς το ίδιο πράγμα για το οποίο κατηγορούν το τουρκικό κράτος: τους αρνούνται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού.

Ο ζαζαϊκός εθνικισμός δεν έχει όμως ως μόνη δυσκολία τον ανταγωνισμό από τον κουρδικό και τουρκικό. Πρέπει να αντιμετωπίσει και τον θρησκευτικό διαχωρισμό: περίπου οι μισοί ομιλούντες τα Ζαζακί είναι Αλεβίτες, κυρίως αυτοί στη σημερινή τουρκική επαρχία Τούντζελι και τμήματα γειτονικών επαρχιών (την ιστορική περιοχή του Ντερσίμ) – αυτοί όμως που κατοικούν πιο νότια ή ανατολικά, είναι κυρίως Σουνίτες. Αυτή η κρίσιμη διαφορά απέτρεψε πολλές φορές στο παρελθόν μια κοινή δράση.

Ντερσίμ και Ζαζά: μια ιστορία επαναστάσεων

Σχεδόν ένα τρίτο των Κούρδων της Τουρκίας υπολογίζεται ότι είναι Αλεβίτες. Ένα μεγάλο μέρος τους προέρχεται από το Ντερσίμ, την πιο καθαρά αλεβίτικη περιοχή της Τουρκίας. Το Ντερσίμ διαφέρει επομένως από τον τουρκικό-κουρδικό περίγυρό του και γλωσσικά (Ζαζά) και θρησκευτικά (Αλεβιτισμός). Όντας ταυτόχρονα και μια ορεινή απομονωμένη περιοχή, ήταν φυσικό να έχει μια τάση αυτονόμησης. Και το νέο εθνικιστικό τουρκικό κράτος, που πάσχιζε να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο τουρκικό ομοιογενές έθνος, δεν μπορούσε να ανεχτεί τέτοιες παρεκκλίσεις.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο, οι Κούρδοι (ή Ζαζά) Αλεβίτες ξεχώρισαν για τη βοήθεια που έδωσαν σε πολλούς Αρμένιους για να ξεφύγουν από τη Γενοκτονία, καθώς και τη μάλλον χλιαρή συμμετοχή τους στις πολεμικές συγκρούσεις. Κάποιες φυλές του Ντερσίμ μάλιστα ξεκίνησαν εξέγερση το 1916, φοβούμενες ίσως ότι θα είχαν τη τύχη των Αρμενίων. Ακόμα μια εξέγερση σημειώθηκε το 1920-21, εναντίον της προσωρινής επαναστατικής (κεμαλικής) κυβέρνησης στην Άγκυρα. Αν και ζητούσε την κουρδική ανεξαρτησία, δεν υπήρχε ουσιαστική στήριξη από Σουνίτες Κούρδους – αυτοί ένιωθαν προφανώς πιο κοντά στο κεμαλικό κίνημα, που εκείνη την περίοδο ακόμα μιλούσε τη γλώσσα της «μουσουλμανικής ενότητας».

Είναι ενδιαφέρον ότι και η επόμενη κουρδική εξέγερση, το 1925, έγινε από Ζαζά – αλλά με εντελώς αντίστροφο χαρακτήρα. Τώρα ήταν η σειρά σουνιτικών φυλών να επαναστατήσουν, υπό την ηγεσία του Σεΐχη Σαΐντ. Απ’ ό,τι φαίνεται, το κύριο κίνητρο της πάλι δεν ήταν κουρδικό-εθνικό (αν και υποκινήθηκε από κάποιες μάλλον περιθωριακές κουρδικές εθνικιστικές ομάδες). Ο Ατατούρκ είχε ήδη κάνει σαφές, με μια σειρά από αλλαγές (κατάργηση του Χαλιφάτου, κλείσιμο των θρησκευτικών σχολών κ.ά.), ότι ήθελε να κάνει τη νέα Τουρκία κοσμικό κράτος, κάτι που στους συντηρητικούς Σουνίτες Κούρδους σίγουρα δεν άρεσε. Στην ουσία, έτσι έσπαζε ο μόνος σύνδεσμος που είχαν με ένα τουρκικό κράτος: αυτός της θρησκείας.

Ο Σεΐχης Σαΐντ ζητούσε μεταξύ άλλων και την επιστροφή στον θρησκευτικό νόμο. Δεν ήταν περίεργο που οι Κούρδοι/Ζαζά Αλεβίτες όχι μόνο δεν βοήθησαν τους Σουνίτες ομόγλωσσούς τους, αλλά αντίθετα κάποιοι ενίσχυσαν το κεμαλικό κράτος στην καταστολή της εξέγερσης. Ο κοσμικός κεμαλισμός φαινόταν τώρα γι’ αυτούς λιγότερο απειλητικός από τον σουνιτικό συντηρητισμό.

Η πολιτική ομογενοποίησης και συγκεντρωτισμού που ακολούθησε ο Κεμάλ δεν μπορούσε όμως παρά να φέρει πάλι αντιδράσεις, σε μια παραδοσιακά μάλλον δύσπιστη προς την κεντρική εξουσία περιοχή. Στην εξέγερση του 1937-38 συμμετείχαν και Ζαζά και Κουρμαντζί Αλεβίτες, αλλά το επίκεντρο της ήταν το Ντερσίμ.  Ήταν μια κουρδική εθνική επανάσταση; Θα ήταν μάλλον υπερβολικό να την δούμε έτσι. Δεν βρήκε καμία σημαντική στήριξη εκτός από αλεβιτικές κοινότητες, και ο ίδιος ο ηγέτης της εξέγερσης Σεΐντ Ριζά είπε λίγο πριν την εκτέλεσή του: «Είμαστε οι απόγονοι της Κέρμπαλα» (μια καθαρή αναφορά στην Ιστορία του Σιιτισμού, του οποίου ο Αλεβιτισμός ήταν αρχικά παρακλάδι).

Ο Σεΐντ Ριζά (1863-1937), Αλεβίτης Ζαζά ηγέτης που έλαβε μέρος στην εξέγερση του Ντερσίμ. http://alchetron.com/Seyid-Riza-1210687-W

Ο Σεΐντ Ριζά (1863-1937), Αλεβίτης Ζαζά ηγέτης που έλαβε μέρος στην εξέγερση του Ντερσίμ. Λέγεται ότι κατάλαβε ότι πρόκειται να εκτελεστεί, μόλις όταν αντίκρισε την αγχόνη (αφού η δίκη έγινε στα τούρκικα, μια γλώσσα που ο ίδιος δεν μιλούσε).
Πηγή εικόνας

Η καταστολή της εξέγερσης από το κεμαλικό καθεστώς πήρε διαστάσεις  εθνοκάθαρσης: υπολογίζεται ότι πάνω από 10000 κάτοικοι του Ντερσίμ έπεσαν θύματα, μεταξύ αυτών πολλά γυναικόπαιδα. Πάρα πολλοί εκτοπίστηκαν στη Δυτική Τουρκία. Ήταν φανερό ότι οι κεμαλικοί ήθελαν να ξεμπερδεύουν οριστικά με μια τόσο «προβληματική» περιοχή.

Έχοντας υπόψη αυτήν την ιστορία, προκαλεί ίσως εντύπωση ότι πολλοί Ντερσιμήδες ψήφιζαν παρ’ όλα αυτά στις επόμενες δεκαετίες το CHP, το κατ’ εξοχήν κεμαλικό κόμμα. Για να το εξηγήσουμε αυτό, δεν φτάνει μόνο ο φόβος από την καταστολή που έζησαν, ούτε η εκστρατεία εκτουρκισμού, που είχε όντως μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι σε άλλες κουρδικές περιοχές. Ας έχουμε πάντα υπόψη, ότι ο κοσμικός αριστερίζων κεμαλισμός παρέμενε για Αλεβίτες καλύτερη εναλλακτική σε σχέση με τον σουνιτικό συντηρητισμό.

Εξάλλου, ακόμα και οι Ντερσιμήδες με πιο ριζοσπαστικές τάσεις (κι αυτοί δεν ήταν λίγοι), έκλιναν από τη δεκαετία του ’60 περισσότερο προς τον αριστερό ριζοσπαστισμό παρά προς τον κουρδικό εθνικισμό. Το Ντερσίμ ήταν μέχρι και τη δεκαετία του ’80 το τελευταίο προπύργιο του μαοϊκού αντάρτικου της TİKKO/TKP-ML, οργάνωσης με (τουλάχιστον αρχικά) υπερεθνικό χαρακτήρα.  Το ΡΚΚ συνάντησε δυσκολίες στο να εξαπλωθεί εκεί, περισσότερες παρά σε άλλες κουρδικές περιοχές.

Ζαζά-αλεβίτικες ταυτότητες στην εποχή του εθνικισμού

Η περίπτωση του Ντερσίμ (Τούντζελι) είναι μέχρι και σήμερα χαρακτηριστική για το πόσο μπερδεμένα είναι στην Τουρκία ακόμα τα πράγματα όσον αφορά το θέμα της εθνικής ταυτότητας. Για τους Ντερσιμήδες ανταγωνίζονται ταυτόχρονα πολλές εθνικές ιδεολογίες: και η τουρκική, και η κουρδική, και η ζαζαϊκή και η αλεβίτικη. Διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί σε διαφορετικές στιγμές να ένιωσαν έλξη προς μια ή περισσότερες απ’ αυτές τις ταυτότητες – καταλήγοντας ίσως και στην ιδέα μιας ξεχωριστής «ντερσιμικής ιδιαιτερότητας», που συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία. Παράδειγμα μιας ανάδυσης αυτής της ιδιαίτερης ταυτότητας του Ντερσίμ, ως συνδυασμού της Ζαζά και της αλεβιτικής παράδοσης, θεωρείται η μουσική των αδελφών Καχραμάν, Μετίν και Κεμάλ – και ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι ζουν στη Διασπορά (έχοντας παρελθόν φυλακίσεων και βασανιστηρίων στην Τουρκία, λόγω αριστερού ακτιβισμού).

Η σχέση του κουρδικού εθνικού κινήματος με τον αλεβιτισμό είναι περίπλοκη. Οι Κούρδοι Αλεβίτες μπορεί να αισθάνονται και σήμερα πιο κοντά στους Τούρκους ομόδοξούς τους, παρά στους Κούρδους Σουνίτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν πολλοί συμμεριστεί την κουρδική εθνική ιδέα. Τείνουν όμως να μην συγκαταλέγουν στους εχθρούς τους τους Τούρκους Αλεβίτες, ενώ κάποιοι θεωρούν τους τελευταίους ως τουρκοποιημένους Κούρδους.

Αν πάντως δούμε το παρελθόν, η αλεβίτικη ταυτότητα ήταν μάλλον ισχυρότερη για τους περισσότερους Κούρδους ή Ζαζά Αλεβίτες, παρά η κουρδική ή Ζαζά. Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η «Αλεβιτική Αναγέννηση» (από τη δεκαετία του ’80) εκλαμβάνεται ως απειλή από Κούρδους εθνικιστές – κάποιοι τη θεωρούν μάλιστα κι αυτήν ως υποκινούμενη από το τουρκικό κράτος. Μπορεί όντως να έφερε μια πρόσκαιρη αποστασιοποίηση Κούρδων Αλεβιτών από το ΡΚΚ.

Στη δεκαετία του ’90 όμως, περιοχές όπως το αλεβιτικό Ντερσίμ πλήγηκαν ιδιαίτερα σκληρά από τη δράση του τουρκικού στρατού. Επίσης, η αυξανόμενη σύνδεση του τουρκικού κράτους με το σουνιτικό ισλαμισμό ήδη από τότε, έγινε αντιληπτή από πολλούς Αλεβίτες ως εχθρότητα προς αυτούς (βλέπε π.χ. τα γεγονότα του Γκαζί). Οι Κούρδοι-Ζαζά Αλεβίτες σίγουρα δεν ένιωθαν πολύ άνετα με τη διακυβέρνηση του Ερντογάν – ακόμα λιγότερο τώρα, με τη στροφή του τελευταίου στον σκληρό τουρκικό εθνικισμό. Όπως και να έχει, στις τελευταίες εκλογές το φιλοκουρδικό κόμμα HDP (που πολλοί συνδέουν με το ΡΚΚ) θριάμβευσε και στο Τούντζελι -Ντερσίμ.

Ο εκλογικός χάρτης της Τουρκίας το 2011 και το 2015. Το 2011 η επαρχία Τούντζελι (Ντερσίμ) ξεχωρίζει ακόμα ως η μόνη κεμαλική νησίδα στα ανατολικά, ενώ το 2015 (Νοέμβρης) περνάει στα χέρια των φιλοκουρδικών αριστερών δυνάμεων, όπως και οι υπόλοιπες κουρδόφωνες επαρχίες. Βασισμένο στους χάρτες του en.wikipedia.org.

Ο εκλογικός χάρτης της Τουρκίας το 2011 και το 2015. Το 2011 η επαρχία Τούντζελι ξεχωρίζει ακόμα ως η μόνη κεμαλική νησίδα στα ανατολικά, ενώ το 2015 (Νοέμβρης) περνάει στα χέρια του HDP, όπως και οι υπόλοιπες κουρδόφωνες επαρχίες.
Βασισμένο στους χάρτες του en.wikipedia.org.

Είναι σίγουρα δύσκολο να βγει ένα συμπέρασμα για την εθνική ταυτότητα τέτοιων κοινοτήτων, που διεκδικούνται από πολλούς εθνικισμούς, αλλά δεν ταιριάζουν απόλυτα σε κανέναν απ’ αυτούς. Τώρα, που οι φυλετικές παραδόσεις αποδυναμώθηκαν, και οι πληθυσμοί μετακινούνται, εντός κι εκτός Τουρκίας, τα όρια γίνονται ίσως ακόμα πιο ρευστά.

Το σίγουρο είναι, ότι μ’ ένα κράτος που θα ορίζει τον εαυτό του ως αυστηρά σουνιτικό και τουρκικό, ομάδες όπως οι Ζαζά Αλεβίτες δεν έχουν πολλά να μοιραστούν. Κι αυτό είναι κάτι που οι κυβερνώντες στην Τουρκία θα πρέπει να το έχουν υπόψη.


Πηγές:

Φυσικη Γεωγραφια του Λεκανοπεδιου Αττικης

Κλασσικό

Το Λεκανοπέδιο Αττικής είναι ο πιο αστικοποιημένος γεωγραφικός χώρος στην Ελλάδα, κι ένας από τους κυριότερους της Ανατολικής Μεσογείου. Η πυκνή δόμηση κυριαρχεί από τη μια άκρη ως την άλλη, με μόνο λίγες σκόρπιες ελεύθερες επιφάνειες. Ο τίτλος «Φυσική Γεωγραφία του Λεκανοπεδίου Αττικής» ακούγεται άρα κάπως περίεργος, σε μια περιοχή που δεν μοιάζει να έχει μεγάλη σχέση με τη φύση. Το υπόβαθρο πάνω στο οποίο συγκεντρώθηκαν όλες αυτές οι ανθρώπινες δραστηριότητες παραμένει όμως ένας φυσικός χώρος. Και όποιος αγνοεί την γεωγραφία του τιμωρείται (όπως αποδεικνύουν π.χ. οι πλημμύρες που ταλαιπώρησαν την περιοχή τις προηγούμενες δεκαετίες).

Το Λεκανοπέδιο Αττικής ορίζεται από τα βουνά που το περιβάλλουν σαν ένα πεταλοειδές τείχος (Αιγάλεω, Ποικίλο Όρος, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττός), ενώ στα νότια το όριό της είναι η ακτογραμμή του Σαρωνικού. Θέμα αυτού του άρθρου είναι η περιγραφή των στοιχείων που αποτελούν το φυσικό περιβάλλον σ’ αυτόν τον χώρο: της ατμόσφαιρας, των πετρωμάτων, των μορφών της επιφάνειας, του νερού, του εδάφους,  αλλά και των ζωντανών οργανισμών (χλωρίδας και πανίδας).

  1. Κλιματολογία

Η Αττική έχει ένα τυπικό μεσογειακό κλίμα, με ήπιους βροχερούς χειμώνες και θερμά ξηρά καλοκαίρια. Εμάς αυτή η εναλλαγή μας φαίνεται τόσο φυσική, που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αποτελεί μάλλον παγκόσμια εξαίρεση παρά κανόνα. Η εξήγηση γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα είναι η θέση ανάμεσα στη βροχερή ζώνη των δυτικών επικρατούντων ανέμων στα βόρεια (δυτική-κεντρική Ευρώπη) και στην υποτροπική ξηρή ζώνη στα νότια (Σαχάρα). Η πρώτη επεκτείνεται το χειμώνα προς τα νότια και η δεύτερη το καλοκαίρι προς τα βόρεια.

Οι επικρατούντες άνεμοι ειδικά στην περιοχή της Αθήνας είναι βόρειοι/βορειανατολικοί (σ’ αυτούς ανήκουν και τα γνωστά μελτέμια, που φέρνουν δροσιά στους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες). Η μέση θερμοκρασία Ιουλίου (μετρημένη στο Εθνικό Αστεροσκοπείο) στο διάστημα 1961-1990 ήταν 27°C και Ιανουαρίου 9,3°C. Σε μια περιοχή πάντως με τέτοιες υψομετρικές διαφορές, είναι μεγάλες και οι διαφορές στη μέση θερμοκρασία. Οι πιο ψηλές θερμοκρασίες (το καλοκαίρι μπορεί να ξεπεράσουν τους 40°C) καταγράφονται στο κεντροδυτικό τμήμα του Λεκανοπεδίου.

Η Αττική έχει ιδιαίτερα ξηρό κλίμα, σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ο μέσος ετήσιος υετός (βροχή + χιόνι + χαλάζι κ.λπ.) στο κέντρο της Αθήνας είναι 401 mm: σημαντικά πιο χαμηλός από τη Δυτική Ελλάδα (π.χ. στον Πύργο Ηλείας: 921 mm). Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι υγρές αέριες μάζες του χειμώνα έρχονται από τα δυτικά, ακολουθώντας την πορεία των δυτικών ανέμων της εποχής. Τα ψηλά βουνά της Πίνδου και της Πελοποννήσου λειτουργούν σαν φράγμα και συγκρατούν στη δυτική πλαγιά τους (την ομβροπλευρά) τη βροχή που φέρνουν αυτές οι μάζες, αφήνοντας μόνο λίγη για την ανατολική πλευρά (την ομβροσκιά), όπου βρίσκεται η Αττική. Ακόμα όμως και μέσα στο ίδιο το Λεκανοπέδιο υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις από την ξηρότητα του κλίματος.

Ο ετήσιος υετός (βροχή + χιόνι + χαλάζι κ.α.) στο λεκανοπέδιο, στο διάστημα 2010-2016. http://antisimvatikos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_2.html

Διαφορές στον ετήσιο υετό στο Λεκανοπέδιο: στα (πιο ορεινά) βόρεια προάστια ξεπερνάει εύκολα τα 500 mm, ενώ στον Πειραιά δεν φτάνει ούτε καν τα 400. Πηγή εικόνας

Εκτός από τις ήδη ψηλές θερμοκρασίες από φυσικούς λόγους, στο λεκανοπέδιο προστίθεται φυσικά και ο ανθρώπινος παράγοντας: η πυκνή δόμηση, αλλά και η καταστροφή των γειτονικών δασών, ευνοούν την αύξηση της θερμοκρασίας. Σε διάστημα ενός αιώνα έχει καταγραφεί άνοδος 1,5°C – σ’ αυτή συμμετέχει φυσικά και η γενική κλιματική αλλαγή στον πλανήτη.

Η κλιματική αλλαγή φαίνεται να επηρεάζει και τη βροχόπτωση. Αν και ο μέσος ετήσιος υετός στο σταθμό του Θησείου παραμένει στο διάστημα 1891-2010 σχετικά σταθερός, παρατηρείται μια σημαντική άνοδος στη ραγδαιότητα: τα ποσοστά των ημερών που υπερβαίνουν τα 10, 20, 30 ή και 50 mm υετού έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά περίπου από το 1990 και μετά. Αυτός είναι ένας λόγος να ανησυχούμε, αφού ένας ημερήσιος υετός άνω των 50 mm (ενίοτε και των 30) θεωρείται ικανός να προκαλέσει πλημμυρικά επεισόδια.

Το ποσοστό των ημερών με υετό >50mm στο σύνολο ετήσιων υετίσιμων ημερών, στο σταθμό του Θησείου κατά το διάστημα 1891-2010. http://www.meteoclub.gr/themata/egkyklopaideia/4392-yetiko-istoriko-athinas

Το ποσοστό των ημερών με υετό >50mm στο σύνολο ετήσιων υετίσιμων ημερών (Θησείο, διάστημα 1891-2010).
Πηγή εικόνας

2. Γεωλογία

Ολόκληρη η ελληνική χερσόνησος βρίσκεται σε μια γεωλογικά ενεργή περιοχή: κάτι που φαίνεται και με τους συχνούς σεισμούς. Η βαθύτερη αιτία είναι η σύγκρουση της αφρικανικής με την ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα (η πρώτη βυθίζεται κάτω από τη δεύτερη), που κρατάει εδώ και αρκετά εκατομμύρια χρόνια.

Τα όρια των τεκτονικών πλακών και οι κινήσεις τους. http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-B106/382/2534,9803/

Τα όρια των τεκτονικών πλακών και οι κινήσεις τους: η σύγκρουση της αφρικανικής με την ευρασιατική πλάκα δημιουργεί και άλλες μικροπλάκες με δική τους κίνηση, όπως η Πλάκα Ανατολίας ή η Απουλία Πλάκα.
Πηγή εικόνας

Η σύγκρουση αυτή ξεκίνησε όταν οι δύο μεγάλες πλάκες άρχισαν να κινούνται η μια προς την άλλη, κλείνοντας τον μεγάλο ωκεανό που τις χώριζε (Τηθύς Θάλασσα), απομεινάρι του οποίου είναι σήμερα η Μεσόγειος. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να πτυχωθούν και να ανυψωθούν τα πετρώματα από το βυθό της θάλασσας, δημιουργώντας τα ψηλά απότομα βουνά, χαρακτηριστικά για τον μεσογειακό χώρο. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε Αλπική Ορογένεση (από τις Άλπεις) και είναι νέα από γεωλογική άποψη: ξεκίνησε πριν από μόλις 60 εκατομμύρια χρόνια. Συνεπώς, και το Λεκανοπέδιο αποτελείται στην ουσία:

  • από τους αλπικούς σχηματισμούς (2,3,4 στην εικόνα κάτω), δηλαδή αυτούς που ανυψώθηκαν με την Αλπική Ορογένεση, και σχηματίζουν σήμερα τα βουνά που περικλείουν το λεκανοπέδιο, αλλά και τη λοφώδη περιοχή στο κέντρο του (Φιλοπάππου, Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Τουρκοβούνια κ.λπ.)
  • από τους μεταλπικούς σχηματισμούς (1 στην εικόνα κάτω), δηλαδή τα ιζήματα που έχουν αποτεθεί στη λεκάνη των Αθηνών μετά την ανύψωση των ορεινών όγκων, προερχόμενα κυρίως από τη διάβρωση των τελευταίων.
Απλοποιημένος Γεωλογικός Χάρτης του Λεκανοπεδίου. 1 (κίτρινο): μεταλπικά ιζήματα 2 (μπλε): μη μεταμορφωμένα πετρώματα 3 (κόκκινο): αλλόχθονο σύστημα (σχιστόλιθος Αθηνών) 4 (πράσινο): μεταμορφωμένα πετρώματα 5: κύρια ρήγματα 6: μεγάλης κλίμακας τεκτονική επαφή. Πηγή: Michael Foumelis, Ioannis Fountoulis, Ioannis D. Papanikolaou, Dimitrios Papanikolaou (2013): Geodetic evidence for passive control of a major Miocene tectonicboundary on the contemporary deformation field of Athens(Greece). In: ANNALS OF GEOPHYSICS, 56, 6, 2013, S0674; doi:10.4401/ag-6238

Απλοποιημένος Γεωλογικός Χάρτης του Λεκανοπεδίου.
1 (κίτρινο): μεταλπικά ιζήματα
2 (μπλε): μη μεταμορφωμένα πετρώματα
3 (κόκκινο): αλλόχθονο σύστημα (σχιστόλιθος Αθηνών)
4 (πράσινο): μεταμορφωμένα πετρώματα
5: κύρια ρήγματα
6: μεγάλης κλίμακας τεκτονική επαφή.
Πηγή: Michael Foumelis, Ioannis Fountoulis, Ioannis D. Papanikolaou, Dimitrios Papanikolaou (2013): Geodetic evidence for passive control of a major Miocene tectonicboundary on the contemporary deformation field of Athens(Greece). In: ANNALS OF GEOPHYSICS, 56, 6, 2013, S0674; doi:10.4401/ag-6238

Τα κύρια πετρώματα που αποτελούν τους ανυψωμένους αλπικούς σχηματισμούς είναι:

  • οι μη μεταμορφωμένοι ασβεστόλιθοι (2 στο χάρτη) των δυτικών ορεινών όγκων (Αιγάλεω, Ποικίλο Όρος, Πάρνηθα). Είναι πετρώματα που σχηματίστηκαν πριν περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια, από αποθέσεις σε θαλάσσιο περιβάλλον: όπως είδαμε, ο χώρος ήταν τότε ένας μεγάλος ωκεανός.
  • Τα μεταμορφωμένα πετρώματα (4 στο χάρτη) των ανατολικών ορεινών όγκων (Υμηττός, Πεντέλη). Πρόκειται για πετρώματα που μεταμορφώθηκαν κάτω από συνθήκες ψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Τα κυριότερα είναι τα μάρμαρα, δηλαδή μεταμορφωμένοι ασβεστόλιθοι (παράδειγμα είναι το γνωστό πεντελικό μάρμαρο) και οι σχιστόλιθοι.
  • Οι «σχιστόλιθοι Αθηνών» (3 στο χάρτη) όπως επικράτησε να λέγονται, αν και κάπως παραπλανητικά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σύνθετο σύστημα διαφορετικών πετρωμάτων (πηλίτες, αργιλικοί σχιστόλιθοι, μάργες, ψαμμίτες), που σχηματίστηκαν στο βυθό της θάλασσας κατά τη διάρκεια της ανύψωσης των ορεινών όγκων που αναφέρθηκαν πριν. Πάνω από το σχιστόλιθο των Αθηνών επικάθονται σε ορισμένα σημεία υπολείμματα σχετικά νέου ασβεστόλιθου, σχηματίζοντας κορυφές λόφων (π.χ. Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Τουρκοβούνια).
Αργιλικό πέτρωμα στους πρόποδες του Αρδηττού (δίπλα στο Καλλιμάρμαρο): δείγμα του "Σχιστολίθου Αθηνών".

Αργιλικό πέτρωμα στους πρόποδες του Αρδηττού (δίπλα στο Καλλιμάρμαρο), μέρος του «Σχιστολίθου Αθηνών».

Ασβεστόλιθος στα Τουρκοβούνια.

Ασβεστόλιθος στα Τουρκοβούνια.

Κατά τ’ άλλα, κυριαρχούν  οι μεταλπικοί σχηματισμοί που αναφέρθηκαν πριν, δηλαδή τα ιζήματα που εναποτέθηκαν μετά την Αλπική Ορογένεση, στη λεκάνη που είχε σχηματιστεί ανάμεσα σ’ αυτά τα βουνά. Σε πολλά σημεία αυτές οι νεογενείς αποθέσεις είναι τόσο παλιές ώστε να έχουν εξελιχθεί σε αρκετά συνεκτικά πετρώματα (π.χ. μάργες, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες). Σ’ ένα μεγάλο μέρος του νότιου Λεκανοηπεδίου (κυρίως γύρω από την κοιλάδα του Κηφισού), καθώς και στους πρόποδες των βουνών, είναι όμως τόσο νέες, που συχνά πρόκειται απλά για στρώσεις από χαλαρά ασύνδετα υλικά.

Ψαμμίτης Πάρκο Τρίτση

Νεογενή πετρώματα στο πάρκο Τρίτση (Ίλιον): ψαμμίτης (πάνω) και κροκαλοπαγές (κάτω).

Νεογενή πετρώματα στο πάρκο Τρίτση (Ίλιον): ψαμμίτης από λεπτή άμμο (πάνω) και κροκαλοπαγές από αποθέσεις βοτσάλων σε ποτάμια (κάτω).

3. Γεωμορφολογία

Γενικά στη βόρεια ακτή της Μεσογείου, η μορφολογία της επιφάνειας της Γης εξαρτάται κυρίως από τη γεωλογία, καθώς και τη δράση του νερού και της βαρύτητας. Σε αντίθεση με τη Βόρεια Ευρώπη, ο πάγος δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο, αφού ούτε καν στην εποχή των παγετώνων δεν κάλυψε μεγάλα τμήματα. Ούτε το κλίμα όμως ήταν τόσο ξηρό, ώστε να είναι κεντρικός ο ρόλος του αέρα, όπως είναι π.χ. νοτιότερα στη Σαχάρα.

Όσον αφορά το ρόλο του νερού, σημαντική δεν είναι μόνο η παράκτια ή η ποτάμια γεωμορφολογία (δηλαδή η μορφολογία του αναγλύφου που δημιουργήθηκε μέσω της δράσης του τρεχούμενου νερού), αλλά και η καρστική: αυτή δηλαδή που βασίζεται στη διάλυση μέσω της χημικής αντίδρασης με το νερό, κυρίως των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Όπως είδαμε πιο πριν, τέτοια πετρώματα δεν λείπουν στο Λεκανοπέδιο.

Μικροκαρστικά φαινόμενα: δακτυλογλυφές (κυρίως πάνω αριστερά) καθώς και μεγαλύτερες τρύπες που σχηματίστηκαν μέσω της χημικής διάλυσης του ασβεστολίθου από το νερό.

Kαρστικά φαινόμενα στο Χολαργό (πρόποδες Υμηττού): δακτυλογλυφές (πιο καθαρά φαίνονται πάνω αριστερά) καθώς και μεγαλύτερες τρύπες (πάνω κεντρικά, κάτω δεξιά) που σχηματίστηκαν μέσω της επιφανειακής διάλυσης του ασβεστολίθου.

Σπήλαιο σε ασβεστολιθικό πέτρωμα στο Λόφο Φιλοπάππου.

Σπήλαιο στο Λόφο Φιλοπάππου, που σχηματίστηκε από την υπόγεια διάλυση του ασβεστολιθικού πετρώματος, από νερό που είχε διεισδύσει μέσω ρωγμών.

Το Λεκανοπέδιο Αττικής είναι γενικά µία περιοχή µε χαµηλό µέσο υψόµετρο, η οποία περιβάλλεται όμως από ορεινούς όγκους που φτάνουν τα 1.423 μ (Πάρνηθα). Σημαντική εξαίρεση στο σχετικά ομαλό ανάγλυφο είναι η γνωστή σειρά από λόφους κατά μήκος του κεντρικού άξονα του Λεκανοπεδίου: Λόφος Σικελίας, Ζωοδόχος Πηγή, Αρδηττός, Φιλοπάππου, Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Στρέφη, Τουρκοβούνια. Κάποιοι από τους λόφους αυτούς έχουν απότομες, σχεδόν κάθετες πλαγιές, λόγω των σκληρών ασβεστολιθικών πετρωμάτων που αποτελούν τις κορυφές τους.

Σχεδόν κάθετες πλαγιές της κορυφής του Λυκαβηττού, ο οποίος αποτελεί υπόλειμμα από τη γενική διάβρωση του ασβεστολιθικού λοφώδους τοπίου.

Η κορυφή του Λυκαβηττού, ο οποίος αποτελεί υπόλειμμα από τη γενική διάβρωση του ασβεστολιθικού λοφώδους τοπίου.

Στους πρόποδες των βουνών η επιφάνεια έχει μια κλίση προς το κέντρο του Λεκανοπεδίου. Το υλικό εδώ προέρχεται από τη διάβρωση του εκάστοτε γειτονικού ορεινού όγκου, και εναποτέθηκε άμεσα πάνω στα όριά του. Η σχετικά μεγάλη κλίση αυτών των αποθέσεων είναι συνέπεια της απότομης αλλαγής υψομέτρου.

Η Πάρνηθα, με τον οικισμό των Θρακομακεδόνων να απλώνεται πάνω στο ομώνυμο ριπίδιο στους πρόποδες.

Η Πάρνηθα, με τον οικισμό των Θρακομακεδόνων να απλώνεται πάνω στο ομώνυμο ριπίδιο στους πρόποδες.

Κατά τ’ άλλα, στο εσωτερικό του Λεκανοπεδίου, ιδιαίτερα στο κεντρο-νοτιοδυτικό του τμήμα (γύρω από τον Κηφισό) το ανάγλυφο είναι γενικά ομαλό. Σ’ αυτήν την περιοχή συγκεντρώθηκαν υλικά από τη διάβρωση όλων των γύρω ορεινών όγκων και λόφων.

Άποψη του Λεκανοπεδίου από τα Τουρκοβούνια. Ανάμεσα στους διαβρωμένους ασβεστολιθικούς λόφους με τις απότομες πλαγιές (Λυκαβηττός, Ακρόπολη) στα αριστερά και στους πρόποδες του Αιγάλεω στα δεξιά, απλώνεται μια μεγάλη σχετικά επίπεδη έκταση γύρω από την κοιλάδα του Κηφισού.

Άποψη του Λεκανοπεδίου από τα Τουρκοβούνια. Ανάμεσα στους διαβρωμένους ασβεστολιθικούς λόφους με τις απότομες πλαγιές (Λυκαβηττός, Ακρόπολη) στα αριστερά και στους πρόποδες του Αιγάλεω στα δεξιά, απλώνεται μια μεγάλη σχετικά επίπεδη έκταση γύρω από την κοιλάδα του Κηφισού.

Οι μεγάλες υψομετρικές διαφορές έχουν σαν αποτέλεσμα και την ορμητικότητα των ποταμών και ρεμάτων. Επομένως και οι κοιλάδες είναι συχνά απότομες και στενές, ιδιαίτερα όσο πιο κοντά είμαστε στα βουνά.

 Η απότομη και στενή κοιλάδα του Κηφισού, ανάμεσα στην Πάρνηθα (πίσω) και την Πεντέλη. Η κοίτη του ποταμού διακρίνεται από τα φυλλοβόλα πλατάνια, που ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη αειθαλή βλάστηση.

Η απότομη και στενή κοιλάδα του Κηφισού, ανάμεσα στην Πάρνηθα (πίσω) και την Πεντέλη (όριο Δήμων Κηφισιάς –  Αχαρνών).

4. Υδρογεωγραφία

Το υδρογραφικό δίκτυο του Λεκανοπεδίου είναι σαφώς πιο ανεπτυγμένο στο βόρειο του τμήμα. Το μεγαλύτερο κομμάτι (371-381 km²) ανήκει  στη λεκάνη απορροής του Κηφισού, η οποία ορίζεται από τις κορυφογραμμές του Αιγάλεω, του Ποικίλου Όρους, της Πάρνηθας, της Πεντέλης και εν μέρει του Υμηττού στα δυτικά και βόρεια, και από λόφους όπως η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός νοτιοανατολικά. Τα περισσότερα ρέματα του Λεκανοπεδίου (Ποδονίφτης, ρέμα Κοκκιναρά, Φλέβα Ρουβίκωνος) είναι δηλαδή παραπόταμοι, που συλλέγουν το νερό απ’ όλη αυτήν τη μεγάλη περιοχή και το φέρνουν στον Κηφισό, ο οποίος το οδηγεί στον Σαρωνικό, στον Φαληρικό Όρμο.

Η λεκάνη απορροής του Κηφισού. http://eclass.hua.gr/modules/document/file.php/GEO155/%CE%A3%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82%20%CF%85%CE%B4%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%CF%82/epilegmena_idrologika_themata.pdf

Η λεκάνη απορροής του Κηφισού.
Πηγή εικόνας

Πολύ πιο μικρή είναι η λεκάνη απορροής του Ιλισού, η οποία ακολουθεί νότια αυτής του Κηφισού. Ακόμα νοτιότερα, μέχρι και τη Βουλιαγμένη, το υδρογραφικό δίκτυο είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένο, συνήθως με  εποχιακούς κλάδους µικρού µήκους, με εξαίρεση κάποια σχετικά μεγάλα ρέματα όπως αυτό της Πικροδάφνης, τα οποία εκβάλλουν απ’ ευθείας στη θάλασσα.

Τα ρέματα του Λεκανοπεδίου σήμερα είναι συνήθως υποβαθμισμένα. Μεγάλα τους τμήματα έχουν μπαζωθεί ή διευθετηθεί και εγκιβωτιστεί. Σε συνδυασμό με την πυκνή δόμηση και άρα την έτσι κι αλλιώς πολύ περιορισμένη διείσδυση του νερού στο έδαφος, το αποτέλεσμα είναι οι ραγδαίες βροχοπτώσεις να οδηγούν συχνά σε πλημμύρες. Επίσης, ακόμα και στα σημεία που τα εγκιβωτισμένα υπόγεια ρέματα βγαίνουν στην επιφάνεια, χρησιμοποιούνται παράνομα για απόρριψη σκουπιδιών ή αποβλήτων. Το αποτέλεσμα είναι σ’ έναν φαύλο κύκλο να εκλαμβάνονται από τους κατοίκους ως κάτι αρνητικό, και να απαιτείται το μπάζωμα ή εγκιβωτισμός ακόμα των λίγων εναπομείναντων «ελεύθερων» τμημάτων.

Το ρέμα του Ποδονίφτη (όρια Νέας Χαλκηδόνας - Δήμου Αθηναίων). Σ' αυτό το τμήμα του ρέει ελεύθερα, αλλά η δόμηση που φτάνει σχεδόν ως στην κοίτη του όπως και η απόθεση σκουπιδιών και αποβλήτων έχουν οδηγήσει στην υποβάμισή του.

Το ρέμα του Ποδονίφτη (όρια Νέας Χαλκηδόνας – Δήμου Αθηναίων). Σ’ αυτό το τμήμα του ρέει ελεύθερα, αλλά η δόμηση που φτάνει σχεδόν ως στην κοίτη του, όπως και η απόθεση σκουπιδιών και αποβλήτων, έχουν οδηγήσει στην υποβάθμισή του.

Τα υπόγεια ύδατα του Λεκανοπεδίου έχουν μάλλον λίγο ενδιαφέρον, αφού οι κάτοικοί του βασίζονται για την υδροδότηση σε νερό που προέρχεται από τα φράγματα του Μαραθώνα και του Μόρνου και τη λίμνη Υλίκη. Πάντως, γενικά υδροφόρες θεωρούνται οι νεώτερες αποθέσεις, ιδιαίτερα στην  κοιλάδα του Κηφισού, ή οι βαθύτεροι ορίζοντες σε ασβεστόλιθους μεγάλου πάχους (καρστικό νερό).

5. Εδαφολογία

Σ’ ένα τόσο αστικοποιημένο περιβάλλον όπως αυτό της Αθήνας, είναι αναμενόμενο να κυριαρχούν τα ανθρωπογενή εδάφη. Τα φυσικά εδάφη, όπου αυτά έχουν απομείνει, είναι συνήθως αβαθή: η υψηλή διάβρωση και το θερμό ξηρό κλίμα δεν επέτρεψαν τον εμπλουτισμό σε οργανικό υλικό.

Αβαθές αργιλώδες έδαφος στο πάρκο Τρίτση.

Αβαθές αργιλώδες έδαφος στο πάρκο Τρίτση στο Ίλιον (η ανάπτυξη εδάφους δεν ξεπερνάει τα λίγα εκατοστά, ενώ πιο κάτω το λευκό μητρικό πέτρωμα είναι ακόμα ανεπηρέαστο).

Με βάση τον πρόσφατο χάρτη εδαφικών ενώσεων της Ελλάδας, βλέπουμε να κυριαρχούν τέτοια «υπανάπτυκτα» αβαθή εδάφη, με πολύ λεπτό οργανικό ορίζοντα: είτε πάνω σε χαλαρά υλικά (calcaric Fluvisols/Regosols), είτε πάνω σε σκληρό, κατά κανόνα ασβεστολιθικό, πέτρωμα (calcaric–lithic Leptosols,  συχνά πρόκειται για ρεντζίνες). Οι τυπικές μεσογειακές τέρα ρόσα, δηλαδή κοκκινωπά αργιλώδη εδάφη πάνω σε ασβεστόλιθο, συγκαταλέγονται στις rhodic Luvisols που συναντούνται κυρίως στα ανατολικά. Γενικά τα εδάφη είναι πλούσια σε ασβέστιο (αποτέλεσμα της γεωλογίας, με τα πολλά ασβεστολιθικά πετρώματα), και αυτό έχει και ως συνέπεια να είναι γενικά αλκαλικά, με pH ανάμεσα στο 7 και στο 9.

Χάρτης των εδαφικών ενοτήτων στην περιοχή του Λεκανοπεδίου. Τα χρώματα αντιστοιχούν στον κυρίαρχο τύπο εδάφους: Μαύρο: βράχοι Γκρίζο: Leptosols Μπεζ: Regosols Κιτρινο-πορτοκαλί: Cambisols Ροζ: Luvisols Γαλάζιο: Fluvisols Απόσπασμα από: Χάρτης Εδαφικών Ενώσεων της Ελλάδος 1: 850000 (Συντάκτης: Νίκος Γιασόγλου).

Χάρτης των εδαφικών ενοτήτων στην περιοχή του Λεκανοπεδίου. Τα χρώματα αντιστοιχούν στον κυρίαρχο τύπο εδάφους:
Μαύρο: βράχοι
Γκρίζο: Leptosols
Μπεζ: Regosols
Πορτοκαλί: Cambisols
Ροζ: Luvisols
Γαλάζιο: Fluvisols
Απόσπασμα από: Χάρτης Εδαφικών Ενώσεων της Ελλάδος 1: 850000 (Συντάκτης: Νίκος Γιασόγλου).

Σ’ έναν χώρο τόσο αστικοποιημένο, η πιο σημαντική απειλή για το έδαφος είναι φυσικά η σφράγιση. Όσον αφορά την άλλη σημαντική απειλή που θα ανέμενε κάποιος σε μια μεγαλούπολη, τη ρύπανση, η σχετική απουσία βαριάς βιομηχανίας φαίνεται να έσωσε την Αθήνα από μια υπερβολική επιβάρυνση. Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι οι τιμές σε βαρέα μέταλλα όπως ο χαλκός, ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος και το κάδμιο είναι πιο χαμηλές απ’ ό,τι σε άλλες συγκρίσιμες μεγαλουπόλεις (με περιοχές πάντως όπως το κέντρο της Αθήνας και ο Πειραιάς να έχουν σημαντικά πιο ψηλή επιβάρυνση απ’ ό,τι άλλες στο Λεκανοπέδιο). Οι τιμές σε αρσενικό, χρώμιο, νικέλιο και κοβάλτιο είναι μεν ψηλότερες, αλλά οφείλονται μάλλον στην ιδιαίτερη γεωλογία του αθηναϊκού χώρου, παρά στη δράση του ανθρώπου.

Τέλος, όσον αφορά τη διάβρωση, την παραδοσιακά μεγάλη απειλή για τα εδάφη της Μεσογείου, μπορεί το μεγαλύτερο μέρος στο εσωτερικό του Λεκανοπεδίου να μην κινδυνεύει πια – είναι έτσι κι αλλιώς σφραγισμένο. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα βουνά γύρω απ’ το Λεκανοπέδιο, όπου οι συχνές πυρκαγιές αφήνουν πίσω τους αποψιλωμένες εκτάσεις, που σε συνδυασμό με τους φυσικούς παράγοντες (ραγδαίες βροχοπτώσεις, μεγάλη κλίση του εδάφους) είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στη διάβρωση.

6. Βιογεωγραφία

Το να μιλάμε για χλωρίδα και πανίδα μιας τέτοιας πυκνοδομημένης περιοχής Αττικής ακούγεται πάλι κάπως περίεργο. Μπορεί τόσο η βιομάζα (πλην ανθρώπων) όσο και η βιοποικιλότητα να έχουν μειωθεί δραστικά τον προηγούμενο αιώνα, λόγω της σχεδόν ανεξέλεγκτης επέκτασης του αστικού ιστού, συχνά καταστρέφοντας αξιόλογους βιότοπους (π.χ. δάση). Υπάρχουν όμως και είδη που είτε επιβίωσαν, είτε ακόμα και ευνοήθηκαν απ’ αυτό (τα λεγόμενα ανθρωπόφιλα).

Πάντως, ακόμα και στα υπολείμματα αδόμητης επιφάνειας, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματικά «φυσική» βλάστηση. Ο χώρος της Μεσογείου βρίσκεται έτσι κι αλλιώς κάτω από εντατική ανθρώπινη επίδραση επί πολλές χιλιετίες, και η χλωρίδα δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη.

Η φυσική μεσογειακή βλάστηση θεωρείται το δάσος που αποτελείται από σκληρόφυλλα αειθαλή δέντρα, όπως η αριά. Στα σημεία του Λεκανοπεδίου όμως που απομένουν σχετικά φυσικά, βλέπουμε να κυριαρχούν: α) τα πευκοδάση, αποτελούμενα κυρίως από τη χαλέπιο πεύκη (η οποία ευνοείται από τις πυρκαγιές για την εξάπλωσή της, αφού για να ανοίξουν οι κώνοι της και να απελευθερωθούν οι σπόροι χρειάζεται η έκθεση σε θερμότητα), συχνά μαζί με ελιές, χαρουπιές ή κυπαρίσσια, β) η θαμνώδης βλάστηση, είτε η πιο ψηλή (1-2 μ) τύπου μακίας, είτε η πιο χαμηλή τύπου φρυγάνων. Η μακία και τα φρύγανα είναι κυρίως αποτέλεσμα της υποβάθμισης και διάβρωσης του εδάφους μέσω της μακραίωνης χρήσης από τον άνθρωπο (φωτιές, καλλιέργειες, υπερβόσκηση) – γι’ αυτό είναι συνηθισμένο να συνυπάρχουν με τμήματα εντελώς γυμνού πετρώματος. Δεν λείπουν πάντως και (μάλλον σχετικά νέες) ελεύθερες επιφάνειες, που καλύπτονται με σχεδόν αποκλειστικά ποώδη βλάστηση.

Δάσος με πεύκα, κυπαρίσσια και ελιές στα Τουρκοβούνια.

Δάσος με πεύκα, κυπαρίσσια και ελιές στα Τουρκοβούνια.

Μακία στον Χολαργό, στους πρόποδες του Υμηττού, με σχίνους, αγριελιές και πουρνάρια.

Μακία στον Χολαργό, στους πρόποδες του Υμηττού, με σχίνους, αγριελιές και πουρνάρια – και γυμνό πέτρωμα.

Φρύγανα στου Παπάγου, με κυρίαρχα είδη το θυμάρι, τη λαδανιά, τις αστοιβίδες, τους ασφόδελους.

Φρύγανα στου Παπάγου, με κυρίαρχα είδη το θυμάρι, τη λαδανιά, τις αστοιβίδες, τους ασφόδελους.

Παράδειγμα λιβαδικής διάπλασης στο Άλσος Βεΐκου, με άγρια βρώμη και μαργαρίτες.

Λιβάδι στο Άλσος Βεΐκου, με ποώδη βλάστηση (μπροστά κυρίως άγρια βρώμη και μαργαρίτες).

Τα φυτά σ’ ένα τυπικό μεσογειακό κλίμα, όπως αυτό της Αττικής, έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μια δύσκολη κατάσταση: στην εποχή του χρόνου που προσφέρεται καλύτερα για φωτοσύνθεση, δηλαδή στο καλοκαίρι με τη μεγάλη ηλιοφάνεια, λείπει το βασικό συστατικό, το νερό.  Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ξηρασία, που συνδυάζεται και με πολύ ψηλές θερμοκρασίες, η φυσική βλάστηση αναγκάστηκε να βρει μηχανισμούς για να μειώσει τις απώλειες νερού, π.χ. τα μικρά δερματώδη φύλλα (αριά, πουρνάρι, σχίνος, ελιά). Επίσης, οι φρυγανικοί θάμνοι έχουν συχνά την πολύ χρήσιμη ιδιότητα να «αλλάζουν» τα φύλλα τους το καλοκαίρι με πιο μικρά, που έχουν μικρότερη διαπνοή (εποχιακός διμορφισμός).

Σε αντίθεση με την κεντρική Ευρώπη, αλλά και με πιο βόρειες ή ορεινές περιοχές της Ελλάδας, τα φυλλοβόλα δεν είναι συχνά: όπως είπαμε πριν, η καλοκαιρινή ξηρασία στην Αττική είναι πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα παρά το (σχετικά ήπιο) κρύο του χειμώνα, άρα δεν είναι και πολύ έξυπνο για ένα φυτό να ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα. Τα φυλλοβόλα περιορίζονται συνήθως στις όχθες των ποταμών και των ρεμάτων: εκεί π.χ. τα πλατάνια συμβιώνουν μαζί με συγκεκριμένα αειθαλή φυτά, τα οποία έχουν επίσης μεγάλη ανάγκη από νερό (πικροδάφνες, ευκάλυπτοι, καλαμιές).

 Η απότομη και στενή κοιλάδα του Κηφισού, ανάμεσα στην Πάρνηθα (πίσω) και την Πεντέλη. Η κοίτη του ποταμού διακρίνεται από τα φυλλοβόλα πλατάνια, που ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη αειθαλή βλάστηση.

Η κοίτη του Κηφισού διακρίνεται από τα φυλλοβόλα πλατάνια, που ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη αειθαλή βλάστηση (η φωτογραφία είναι από το Φλεβάρη του ’16).

Στη βλάστηση του λεκανοπεδίου ανήκει φυσικά και αυτή που είναι αποτέλεσμα ευθείας ανθρώπινης επέμβασης π.χ. στα πεζοδρόμια ή στα αστικά πάρκα (νεραντζιές, μουριές, πικροδάφνη κλπ). Πέρα απ’ αυτά όμως, υπάρχουν και είδη που, χωρίς να τα φυτεύει ο ίδιος ο άνθρωπος, ευνοήθηκαν απ’ αυτόν για να εξαπλωθούν σε ανθρωπογενείς εκτάσεις, εκεί όπου άλλα είδη δυσκολεύονται. Παράδειγμα είναι η βρωμοκαρυδιά (Ailanthus altissima), ξενικό και ιδιαίτερα επιθετικό είδος από την Άπω Ανατολή, που εισήχθηκε επί Όθωνα για τον Βασιλικό Κήπο, και έκτοτε εξαπλώθηκε σε εγκαταλελειμμένες επιφάνειες μέσα στον αστικό ιστό. Υπάρχουν φυσικά και πολλές πόες που είναι ακόμα πιο προσαρμοσμένες στο περιβάλλον της πόλης, όπως το περδικάκι (Parietaria judaica), που εξαπλώνεται ακόμα και στα κενά των πεζοδρομίων ή στους τοίχους εγκαταλελειμμένων σπιτιών, .

Εγκαταλελειμμένο οικόπεδο στα Πετράλωνα με παρατημένα αυτοκίνητα. Γύρω από το αυτοκίνητο στα δεξιά ευδοκιμεί το περδικάκι, ενώ ανάμεσα στα δύο αυτοκινητα έχει φυτρώσει μια βρωμοκαρυδιά.

Εγκαταλελειμμένο οικόπεδο στα Πετράλωνα με παρατημένα αυτοκίνητα. Γύρω από το αυτοκίνητο στα δεξιά ευδοκιμεί το περδικάκι, ενώ ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα έχει φυτρώσει μια βρωμοκαρυδιά.

Η πανίδα του Λεκανοπεδίου Αττικής είναι ακόμα ένας τομέας που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του ανθρώπου. Πέρα από τα πολλά έντομα (μύγες, κατσαρίδες, μυρμήγκια) και πτηνά (π.χ. σπουργίτια, περιστέρια), ζώα ανθρωπόφιλα και προσαρμοσμένα στον βιότοπο μιας πυκνοδομημένης πόλης, υπάρχουν όμως και τα ζώα που συναντά κανείς στις λίγες σκόρπιες εστίες πρασίνου μέσα στην πόλη. Οι χελώνες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά συναντά κανείς και άλλα ερπετά (σαύρες, λίγα είδη φιδιών), πτηνά (κοτσύφια, τσαλαπετεινοί), καθώς και αμφίβια (βατράχια, νεροχελώνες) στα ρέματα και στις λίμνες των πάρκων. Όσον αφορά τα θηλαστικά, εκτός από νυχτερίδες και σκαντζόχοιρους, στα Τουρκοβούνια εντοπίστηκε τελευταία και ένας μικρός αριθμός αλεπούδων.

Χελώνα στα Τουρκοβούνια (Δήμος Αθηναίων).

Χελώνα στα Τουρκοβούνια.


Πηγές