Μετά τα πρόσφατα γεγονότα στο Παρίσι, πρέπει ίσως να παραδεχτούμε ότι οι αντιδράσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ ήταν σχετικά προσεκτικές. Με θλιβερή εξαίρεση το Σαμαρά, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το περιστατικό στον προεκλογικό του αγώνα, γενικά φαίνεται να απέφυγαν – τουλάχιστον προς το παρόν – να δώσουν διάσταση «πολιτισμικού πολέμου» («διαφωτισμένοι Ευρωπαίοι» εναντίον «φανατικών Μουσουλμάνων») και να ποντάρουν στα ξενοφοβικά αισθήματα των πληθυσμών τους.
Δυστυχώς, αυτό δε σημαίνει ότι τέτοιες σκέψεις δεν περνούν από το μυαλό των Ευρωπαίων πολιτών. Αυτό φαίνεται κι από το ότι αναφέρεται ως περίεργο που ένας από τους νεκρούς αστυνομικούς ήταν Μουσουλμάνος, περίπου σαν να ήταν λάθος των δολοφόνων. Προφανώς ο κόσμος ξεχνά ή αγνοεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανά τον κόσμο θυμάτων των φανατικών ισλαμιστών είναι οι κι ίδιοι Μουσουλμάνοι, όχι κατ’ ανάγκη λιγότερο θρήσκοι: στη Συρία, τη Λιβυή, το Ιράκ, το Πακιστάν ή το Αφγανιστάν. Για όλα αυτά τα χιλιάδες θύματα η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν ενδιαφέρεται και πολύ. Εξαίρεση είναι μάλλον όταν οι φανατικοί ισλαμιστές δολοφονούν μη-Μουσουλμάνους.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τις αντιφάσεις στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, που εξεγείρεται όταν φανατικοί ισλαμιστές διαπράττουν μια τέτοια δολοφονία (με σχετικά λίγα θύματα), αδιαφορεί όμως όταν εκατοντάδες μετανάστες που προσπαθούν ακριβώς να ξεφύγουν από τους ίδιους φανατικούς πνίγονται στα νερά της Μεσογείου – ως αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθούν οι εκλεγμένοι της ηγέτες στο όνομά της. Το θέμα είναι ότι πολλοί Ευρωπαίοι ερμηνεύουν γεγονότα όπως αυτά του Παρισίου ως μέρος ενός «πολέμου πολιτισμών». Κάτι που δυστυχώς δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Ελλάδα – πριν λίγες μέρες είδα σε ελληνική εφημερίδα άρθρο με ακριβώς αυτόν τον τίτλο.
Φαινόμενα όπως η άνοδος λαϊκιστικών κινημάτων με ακροδεξιές τάσεις συνδέονται μ’ αυτό. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι π.χ. το νεογέννητο κίνημα PEGIDA στη Γερμανία, που ακόμα και στο ίδιο του το όνομα («Πατριώτες Ευρωπαίοι Ενάντια στον Εξισλαμισμό Της Δύσης») δηλώνει την πίστη στην ύπαρξη αυτού του πολέμου των πολιτισμών. Χαρακτηριστικό αυτών των κινημάτων είναι ότι σε αντίθεση με την παραδοσιακή ακροδεξιά δεν είναι εχθρικά σε αξίες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου, ακόμα κι η αποδοχή των ομοφυλοφίλων. Αντίθετα, παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν τους υπερασπιστές ακριβώς αυτών των αξιών – απέναντι στους οπισθοδρομικούς μουσουλμάνους μετανάστες. Κι όση αντίδραση σ’ αυτό κι αν υπάρχει, δεν μπορεί κανείς να κλείσει τα μάτια μπροστά στην πέραση που έχουν αυτές οι ιδέες σε πολλούς Ευρωπαίους πολίτες, ακόμα και μορφωμένους.
Η κατά Χάντινγκτον σύγκρουση των πολιτισμών
Πολλοί έχουν ακούσει για τον Σάμιουελ Χάντινγκτον και τις θεωρίες του. Σε αντίθεση με άλλους που προέβλεπαν ότι με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έρχεται και το «τέλος της Ιστορίας», ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας είχε ήδη μιλήσει από το 1993 για την επερχόμενη «σύγκρουση των πολιτισμών». Αυτή θα αντικαθιστούσε τις μέχρι τώρα κυρίαρχες ιδεολογικές συγκρούσεις, που χαρακτήριζαν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Για να στοιχειοθετήσει τη θεωρία του, ο Χάντινγκτον χώρισε τον πλανήτη σε 9 πολιτιστικές περιοχές, αναμένοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους να είναι η κύρια πηγή συγκρούσεων. Σαν κύριο στοιχείο διαχωρισμού φαίνεται να θεωρεί τη θρησκεία. Ας σημειωθεί για τους φιλοδυτικούς Έλληνες θαυμαστές των ιδεών του, ότι την Ελλάδα και την Κύπρο δεν τις κατατάσσει στο «δυτικό κόσμο», αλλά στο «σλαβο-ορθόδοξο».
Ήδη τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ο Χάντινγκτον τον ερμήνευσε ως επιβεβαίωση των θεωριών του. Εκεί συγκρούονταν ο ορθόδοξος με το δυτικό και τον ισλαμικό κόσμο, στην περιοχή που αυτοί συνόρευαν ο ένας στον άλλο. Η θέση που πήραν οι εξωτερικοί παράγοντες (Γερμανία υπέρ των Κροατών, Ελλάδα και Ρωσία υπέρ των Σέρβων, Τουρκία υπέρ των Μουσουλμάνων) έμοιαζε να ενισχύει αυτήν τη θέση. Κι αν ζούσε σήμερα ο Χάντινγκτον, σίγουρα θα έβλεπε και τη σύγκρουση στην Ουκρανία (στην οποία έιχε αναφερθεί στο βιβλίο του πολύ πριν ξεσπάσει) σαν πανηγυρική επιβεβαίωση. Εννοείται φυσικά ότι με ανάλογο τρόπο θα έβλεπε και τα γεγονότα στο Παρίσι.
Φυσικά οι θεωρίες του Χάντινγκτον αντιμετώπισαν – δικαίως – και έντονη κριτική. Εξάλλου είναι καθαρό ότι έχουν ένα δυνατό αντιδραστικό στοιχείο μέσα τους: με τον τρόπο που ο Χάντιγκτον αρνείται τον ιδεολογικό χαρακτήρα των παγκόσμιων συγκρούσεων, είναι λες και γυρίζει τον κόσμο μερικούς αιώνες πριν. Παρ’ όλα αυτά μοιάζουν να είναι κι ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας: όσο περισσότεροι πείθονται να δουν τον κόσμο απ’ αυτήν την οπτική γωνία, τόσο περισσότερο γίνονται κι αυτές οι «πολιτισμικές συγκρούσεις» πραγματικότητα που δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε.
Το πιο πιθανό είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς που ερμηνεύουν την πραγματικότητα με βάση την ιδέα των πολιτισμικών συγκρούσεων αγνοούν το θεωρητικό υπόβαθρό της. Ο Χ ‘Ελληνας αρθρογράφος που δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο «Πόλεμος των πολιτισμών» για να περιγράψει μια δολοφονία από μια μικρή ομάδα παρανοϊκών φανατικών στη Γαλλία, μπορεί να μην έχει ακούσει ποτέ το όνομα «Σάμιουελ Χάντινγκτον». ‘Η να μην αντιλαμβάνεται καθόλου τις συνέπειες που έχει αυτός ο τρόπος σκέψης.
Κι όμως, αν είχε κάποιος ασχοληθεί σοβαρά με τις θεωρίες του Χάντινγκτον, θα αντιλαμβανόταν και τον κίνδυνο που περιέχουν ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Γιατί είτε κάποιος βλέπει την Ελλάδα και την Κύπρο ως μέρος του «δυτικού κόσμου» είτε ως του «ορθόδοξου κόσμου», ένα είναι το σίγουρο: ότι ζούμε κοντά στις διαχωριστικές γραμμές αυτών των πολιτισμικών περιοχών. Δηλαδή σε ένα χώρο που η μοίρα του είναι κατά το Χάντινγκτον να εμπλέκεται σε τέτοιες πολιτισμικές συγκρούσεις – με κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Αυτός είναι ο λόγος που ένας κάτοικος της Ελλάδας ή της Κύπρου με στοιχειώδη πατριωτισμό πρέπει να ανατριχιάζει μόνο κι όταν ακούει τέτοιες φράσεις όπως «σύγκρουση των πολιτισμών». Αλλά όσο αληθινές κι αν μοιάζουν αυτές οι θεωρίες, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι είναι μόνος ένας τρόπος για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, ένας από τους πολλούς που υπάρχουν.
Αν δούμε π.χ. την περίπτωση του Κυπριακού: μπορεί κάποιος να τη δει σαν σύγκρουση του ορθόδοξου και του ισλαμικού κόσμου κατα μήκος της διαχωριστικής τους γραμμής – ή σε μια παραλλαγή που θα άρεσε σε όσους ονειρεύονται την πλήρη ένταξή μας στη Δύση, του δυτικού και του ισλαμικού κόσμου. Σίγουρα οι ανά τον κόσμο (συνειδητά ή όχι) οπαδοί του Χάντινγκτον, που συχνά ούτε ξέρουν ούτε τους ενδιαφέρει να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για την Κύπρο, το βλέπουν με τέτοιο τρόπο. Αυτό το διαπίστωσα κι εγώ ο ίδιος στο εξωτερικό – και δυστυχώς όχι μόνο εκεί.
Θα μπορούσε όμως κάποιος να αναφέρει ότι παρά τις όποιες (έτσι κι αλλιώς μάλλον μικρές) πολιτισμικές διαφορές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αυτοί είναι από πολιτισμική άποψη πολύ πιο κοντά ο ένας στον άλλο απ’ ό,τι π.χ. στους Ρώσους ή στους Πακιστανούς αντίστοιχα, ότι πολλοί απ’ αυτούς που εμπλέκονταν στη σύγκρουση είχαν ελάχιστη αίσθηση ότι ανήκουν σε τέτοιους «κόσμους», ότι η θέση που πήραν εξωτερικοί παράγοντες ελάχιστα ταυτιζόταν με τη θρησκεία. Ή ακόμα ότι ανάλογες συγκρούσεις, όχι μικρότερης έντασης, υπήρξαν και υπάρχουν και μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων/Σλαβομακεδόνων, ή μεταξύ Τούρκων και Κούρδων.
Τελικά είναι εμείς που επιλέγουμε με ποιον τρόπο θα ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα γύρω μας. Αλλά ταυτόχρονα η επιλογή μας έχει συνέπειες και στη διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας.