Ενα ή δυο κρατη στην Παλαιστινη

Κλασσικό

Βρισκόμαστε ήδη στον πέμπτο μήνα πολέμου στη Γάζα. Με την καταστροφή που βλέπουμε, κάθε συζήτηση για τη λύση του Παλαιστινιακού μοιάζει άκαιρη. Είναι ακόμα και ενοχλητικό, όταν ακούμε από επίσημα αμερικανικά ή ευρωπαϊκά χείλη για «λύση δύο κρατών». Μετά από πολλά χρόνια ανοχής σε μια ισραηλινή πολιτική που υπονόμευε συστηματικά μια τέτοια λύση, τη θυμήθηκαν τώρα που φτάσαμε στο σημείο αυτή να έχει γίνει μάλλον αδύνατη.

Έστω και χωρίς γνώση της κατάστασης από κοντά, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς μια «λύση δύο κρατών» θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα. Ας αφήσουμε στην άκρη την (κρυφά ή φανερά) αρνητική στάση όλων των τελευταίων ισραηλινών κυβερνήσεων, με Νετανιάχου ή χωρίς. Ας αγνοήσουμε και τον μειωμένο ενθουσιασμό των ίδιων των Παλαιστινίων για την προοπτική μιας τέτοιας λύσης. Ας υποθέσουμε πως με κάποιον μαγικό τρόπο σχηματίζεται κυβέρνηση στο Ισραήλ που θα συζητούσε την επιστροφή στα σύνορα του 1967 ή κάτι παρόμοιο. Θα μπορούσε να πείσει τους πάνω από μισό εκατομμύριο πλέον έποικους στη Δυτική Όχθη να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους (στα οποία πολλοί έχουν πια γεννηθεί και ζήσει όλη τους τη ζωή), χωρίς να ρισκάρει εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις; Υπάρχει εναλλακτικά περίπτωση αυτοί οι έποικοι να δεχτούν να ζήσουν υπό παλαιστινιακή διοίκηση;

Τέτοια επιχειρήματα ακούμε απ’ όσους θεωρούν ότι η λύση των δύο κρατών είναι ξεπερασμένη, και μοιάζουν πολύ λογικά. Το πρόβλημα είναι ότι και η μόνη προφανής εναλλακτική, η λύση του «ενός κράτους» (ενιαίου, δι-εθνικού, σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη, με ίσα δικαιώματα για Εβραίους και Άραβες), δεν μοιάζει λιγότερο δύσκολη. Ας υποθέσουμε πάλι ότι θα είναι κάποια στιγμή η ισραηλινή κοινωνία ώριμη να τη δεχτεί, κάτι που μόνο κοντινό δεν φαίνεται τώρα. Με τόσο αίμα και τόση καταστροφή που έγινε τους τελευταίους μήνες, θα μπορέσουν π.χ. οι Παλαιστίνιοι της Γάζας να ζήσουν ειρηνικά σε ένα κοινό κράτος με αυτούς που την προκάλεσαν και τη στήριξαν; Μπορεί να γεφυρωθεί το τεράστιο σήμερα χάσμα σε οικονομία και υποδομές; Και θα είναι ποτέ λειτουργικό ένα ενιαίο κράτος, χωρίς να γίνει αυτό; Μπορεί να αντέξει μια τέτοια λύση στις προσπάθειες που με βεβαιότητα θα κάνουν οι εχθροί της για να καταρρεύσει, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, βίαια και μη;

Η τρίτη εναλλακτική, είναι αυτό που θα ονόμαζα (με λίγη πίκρα) «κυπριακή φόρμουλα»: συνοπτικά, η λύση της μη λύσης (βλ. και σχετικό άρθρο, το οποίο να σημειώσουμε ότι διαψεύστηκε τραγικά τουλάχιστον στο κομμάτι της Παλαιστίνης). Αν όμως στην Κύπρο υπάρχει μια περίεργη ισορροπία (στρατιωτική ισχύς υπέρ της Τουρκίας, οικονομική και «νομική» ισχύς υπέρ των Ελληνοκυπρίων), που επιτρέπει στο στάτους κβο να είναι λίγο-πολύ λειτουργικό, στην Παλαιστίνη η ακραία ανισορροπία είναι φανερή σε όλους τους τομείς: οικονομικό, στρατιωτικό, νομικό, ευκαιρίες που δίνονται στους νέους κ.λπ. Μια έστω εύθραυστη σταθερότητα κυπριακού τύπου είναι μάλλον απίθανη. Και για όποιους είχαν τέτοιες ψευδαισθήσεις, αυτές κατέρρευσαν την 7η Οκτωβρίου του 2023.

Με τις περιορισμένες γνώσεις μας, είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν δρόμο πέρα από αυτά τα αδιέξοδα. Το Παλαιστινιακό μοιάζει το πιο δυσεπίλυτο πολιτικό πρόβλημα της περιοχής: σήμερα ίσως ακόμα περισσότερο παρά στις προηγούμενες δεκαετίες. Έχουμε όμως την πολυτέλεια της αδιαφορίας; Είτε το θέλουμε είτε όχι, θα είμαστε από τις πρώτες περιοχές που θα ζήσουν τις συνέπειες της συνέχειας του αδιεξόδου. Οι αναφορές σε ισραηλινά σχέδια μεταφοράς του πληθυσμού της Γάζας μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν: είναι μια πρόγευση αυτών των συνεπειών.

Το πιο θλιβερό στην ελληνική (και κυπριακή) στάση δεν είναι η (υποτιθέμενη) συμμαχία των κυβερνήσεων μας με το σιωνιστικό καθεστώς. Αυτό είναι κάτι που αφορά κυρίως τις ελίτ: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως, έστω με μικρή διαφορά, παραμένουν περισσότεροι οι απλοί πολίτες που τάσσονται στο πλευρό των Παλαιστινίων παρά του Ισραήλ. Πιο ανησυχητικό είναι ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας παραμένει απαθής, σαν να είναι κάτι που γίνεται κάπου πολύ μακριά. Σε άλλες χώρες, οι οποίες είναι όντως μακρινές από την Παλαιστίνη (γεωγραφικά και πολιτισμικά), όπως η Αγγλία ή οι ΗΠΑ, φαίνεται πως η κινητοποίηση ήταν πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα ή την Κύπρο.

Εύκολα όμως μπορεί κάποιος να κατανοήσει αυτήν τη στάση: οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα από το 2015 και μετά, έδειξαν ότι ο λαός έχει πολύ μικρές δυνατότητες να επιδράσει στην πολιτική κατάσταση ακόμα και στη δική του χώρα, πόσο μάλλον σε γειτονικές. Η απάθεια σε ένα τέτοιο περιβάλλον μοιάζει σχεδόν σαν να είναι χωρίς εναλλακτική. Στον 21ο αιώνα, φαίνεται πως ο ρόλος για τον οποίο προοριζόμαστε, είναι απλά να διαχειριζόμαστε τις συνέπειες· γεγονότων, τα οποία είμαστε ανήμποροι να επηρεάσουμε.

Ο Εβραιος μεσα σου

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργος. Σε μια περίοδο μάλιστα που παρακολουθούμε την ατελείωτη σφαγή στη Γάζα στο όνομα της «αυτοάμυνας» του εβραϊκού κράτους, μοιάζει ίσως και προκλητικός. Στην πραγματικότητα όμως, είναι απλά η ελληνική απόδοση ενός τίτλου τραγουδιού, το οποίο είχε γραφτεί πολλά χρόνια πριν για ένα θεατρικό έργο, όχι κατ’ ανάγκη άμεσα συνδεδεμένο με τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη. Ο τραγουδοποιός είναι ο Αμερικανοεβραίος Ντάνιελ Καν, με τον οποίο έχουμε ήδη ασχοληθεί άλλες δύο φορές σε αυτό το μπλογκ.

Η τελευταία απ’ αυτές είχε θέμα ένα άλλο τραγούδι, του οποίου η σύνδεση με τα γεγονότα στη Γάζα είναι ίσως πιο άμεση. Οι σκέψεις στο συγκεκριμένο άρθρο ξεκινούσαν από την καταπίεση της (φυσιολογικής) δίψας των Εβραίων για εκδίκηση για το Ολοκαύτωμα – και πήγαιναν στην κατεύθυνση του πώς μπορεί να ενισχύει ξεσπάσματα βίας σαν αυτό που βλέπουμε στις μέρες μας.

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να πάρουμε τέτοιες σκέψεις ακόμα παραπέρα, με αφορμή τα τελευταία γεγονότα. Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου δεν ήρθε από το πουθενά, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν αυτή την εντύπωση. Στα προηγούμενα χρόνια, ζήσαμε τον αργό θάνατο της ελπίδας για πολιτική λύση στο Παλαιστινιακό, με αποκορύφωμα το κωμικοτραγικό «Σχέδιο Τραμπ» και τον σχηματισμό της πιο ακροδεξιάς και σκληρής κυβέρνησης στην Ιστορία του Ισραήλ. Η απόγνωση των Παλαιστινίων εκφραζόταν με διάφορες εκρήξεις βίας. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν μια κορύφωση με τέτοιο ακραίο τρόπο. Ακόμα πιο βέβαιη ήταν και η αντίδραση του Ισραήλ. Είναι ένα κράτος που, όπως αναφέρθηκε και στο άλλο άρθρο, μοιάζει να είναι εθισμένο στο αίμα: είναι σαν να φροντίζει να διαιωνίζει τη βία εναντίον του, ώστε να του δίνεται η ευκαιρία να εκτονώνεται με τόσο καταστροφικό τρόπο.

Η απλή σκέψη είναι ότι στη ρίζα αυτού του ατελείωτου κύκλου βίας, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η βία της ίδιας της ιδέας ενός έθνους-κράτους σε έδαφος όπου ζει άλλος λαός (ή λαοί). «Η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά είναι παντρεμένη με άλλον», όπως λέγεται ότι διαπίστωναν οι ίδιοι οι πρώτοι Σιωνιστές στην Παλαιστίνη. Από την άλλη όμως, αν επιστρέψουμε νοητά στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, εύκολα θα νιώσουμε κάποια κατανόηση, ακόμα και συμπάθεια γι’ αυτό το εγχείρημα. Ήταν μια εποχή, που κανένα έθνος δεν έμοιαζε πως μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς ένα κράτος να το προστατεύει ταυτιζόμενο μαζί του. Κάθε προσπάθεια να διατηρηθούν τα πολυεθνικά κράτη που είχαν απομείνει από τα παρελθόν αποτύγχανε. Το ίδιο ξεπερασμένη έμοιαζε και η άποψη ότι «οι Εβραίοι δεν είναι έθνος, αλλά θρησκεία», την οποία χρησιμοποιούσαν πιο πριν οι ίδιοι οι Εβραίοι για να τονίσουν την απόλυτη ένταξή τους στα υπάρχοντα έθνη-κράτη. Η εμπειρία του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου τους έδειξε ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί δύσκολα θα τους δεχτούν σαν πλήρες και ισότιμο μέρος του έθνους τους.

Να όμως που, αρκετές δεκαετίες μετά, τα έθνη-κράτη δείχνουν να φτάνουν κι αυτά στα δικά τους αδιέξοδα. Οικονομικοί περιορισμοί, αδυναμία να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μετανάστευσης, πολιτισμική και κοινωνική παρακμή, είναι μόνο κάποια από τα πολλά που μπορούμε να αναφέρουμε. Υπήρχε τελικά, ή τουλάχιστον υπάρχει τώρα κι άλλη επιλογή για τον Εβραϊσμό; Κάτι δηλαδή που να απέχει και από την πάση θυσία αναζήτηση κράτους, αλλά και από την άρνηση ύπαρξης εβραϊκού Έθνους (ή, αν όχι εβραϊκού, τουλάχιστον ασκενάζικου, σεφαρδίτικου, ίσως και μιζραχικού).

Η ίδια σκέψη μπορεί να επεκταθεί και σε όλα τα άλλα έθνη. Οι Εβραίοι είναι απλά αυτοί που, πριν τη δημιουργία του σιωνιστικού κράτους, φαίνονταν ως οι πιο κατάλληλοι για μια τέτοια εναλλακτική εθνική ταυτότητα ή ταυτότητες. Ταυτότητες που θα μπορούσαν να είναι εθνικές, χωρίς να απαιτούν τη σύνδεση με το αίμα ή μια συγκεκριμένη γεωγραφία, ή τουλάχιστον να μη ζητούν την αποκλειστικότητα σε αυτήν. Και αντί ο εβραϊκός εθνισμός να συνδεθεί με την καταπίεση «κατώτερων» λαών, μετατρεπόμενος κι αυτός σε ένα ακόμα παράδειγμα σοβινιστικού εθνο-κρατισμού (το πιο θλιβερό και σκληρό μάλιστα), θα ήταν αυτός που θα έδειχνε τον δρόμο προς ένα μέλλον πιο ελπιδοφόρο.

Κι εδώ μπορεί αυτή η σκέψη να συναντά, σε ένα μέρος της τουλάχιστον, το τραγούδι του Ντάνιελ Καν:

Επομένως, αντί άλλου κλεισίματος του άρθρου, θα κάνω μια απόπειρα μετάφρασης μέρους των στίχων (ξεκινάει από το 6:03):

Αν το να είσαι θύμα ήταν πάντα μέρος του τι σημαίνει να είσαι Εβραίος,

τότε η ασφάλεια ήταν ένα είδος προσφοράς που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε

Ποιος δε θα ήθελε να κερδίσει, όταν το μόνο που κάναμε πάντα ήταν να χάνουμε;

Κι έτσι γυρίσαμε την πλάτη μας σε ό,τι βοήθησε τον λαό μας να επιβιώσει

Και πέτυχε πραγματικά το να δημιουργήσουμε νέα εβραϊκά;

Με τους εχθρούς που σφάζαμε, το μίσος φούντωνε

Μα αυτό που μισείς στους άλλους, είναι αυτό που μισείς σε σένα

Το άλλο πόδι βάζει το παπούτσι

Και πού πήγε όλο λάθος, κανείς δεν ήξερε

Τώρα η εξορία θα επιστρέψει σαν ντεζαβού

Και ίσως θα πρέπει να τη μάθουμε όλοι από την αρχή

όχι πια μόνο ως θύματα, αλλά και ως δράστες.

Να μάθουμε να είμαστε Εβραίοι

Μάθε να είσαι Εβραίος ανάμεσα στους Εβραίους

Εβραίος, Εβραίος, το πρόβλημα δεν είναι καινούριο,

ένας άστεγος Εβραίος κρύβεται μέσα σου

Λοιπόν, η ώρα πέρασε και σύντομα θα πρέπει να πληρώσουμε τις οφειλές μας

Μπορείς να το διαβάσεις στις εφημερίδες, μπορείς να το δεις στις ειδήσεις

Είμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις, όπου όλοι θα πρέπει να κάνουμε επιλογές

και κανείς δεν θα ανακτήσει αυτό που όλοι πρόκειται να χάσουμε.

Ο κόσμος γίνεται πιο κρύος, τα τείχη είναι ψηλά και αληθινά,

όλες οι πόλεις καίγονται σε κάτι σκοτεινό και νέο,

και όλοι οι ουρανοί παίρνουν μια αιματηρή κόκκινη απόχρωση,

η φωτιά και τα σκουπίδια έχουν χτυπήσει τα ουράνια σε μαύρο και μπλε

Και ζεις σε χώρα και εποχή, που δεν είναι φτιαγμένες για σένα

Είσαι πρόσφυγας από πολέμους ανάμεσα σε θρησκευτικές οπτικές γωνίες

και σε όλα τα σπασμένα σύνορα των ονομασιών που σου δίνουν.

Αλλά η Ιστορία είναι ένας ποταμός γεμάτος πράγματα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις

Επομένως, όταν σου ζητήσουν τα χαρτιά σου κι εσύ δεν ξέρεις τι να κάνεις,

θυμήσου εκείνη τη στιγμή τι κουβαλάς μέσα σου,

γιατί θα έρθει η μέρα που θα αρνηθούν όλα τα χαρτιά σου

και τότε θα βρεθείς κι εσύ στην εξορία.

Άρα έχω μια μικρή προφητεία για σένα,

ένα αποκαλυπτικό μυστήριο, ένα στοιχείο:

όσο ο κόσμος γίνεται σαν τη Βαβυλώνα, τόσο γινόμαστε όλοι Εβραίοι.

Όταν η Σιών θα έχει πεθάνει και χαθεί, η υπόσχεση θα πραγματοποιηθεί

Η Βαβυλώνα είναι παντού, και η Σιών είναι μέσα σου.

Επομένως, μάθε να την παίρνεις μαζί σου.

Μάθε να είσαι Εβραίος.

Πολεις ανατολικα του Ιορδανη

Κλασσικό

Ο Ιορδάνης δεν είναι μεγάλος ποταμός, σε παγκόσμια σύγκριση. Με συνολικό μήκος 251 χιλιόμετρα, είναι μικρότερος π.χ. από τον Αλιάκμονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο γνωστός από πολλούς ποταμούς που θα συναντήσουμε σε κάποια λίστα των μεγαλύτερων του κόσμου. Αυτό το οφείλει σε έναν συνδυασμό ιδιαίτερης γεωγραφίας και μιας ακόμα πιο ιδιαίτερης σχέσης με τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Χάρη σε αυτά, πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φέρουν το όνομά του – κι επίσης, ένα κράτος.

Αυτό είναι το Βασίλειο της Ιορδανίας. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους που πήρε το όνομά του από ποταμό: υπάρχουν π.χ. και η Νιγηρία, το Κογκό, η Παραγουάη. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει όμως επιπρόσθετα πολιτικά νοήματα. Η χώρα είχε ονομαστεί αρχικά Υπεριορδανία, όταν ακόμα ήταν απλά μια περιοχή «εντολής» της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν δηλαδή η γη πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική του όχθη, στον δρόμο προς την αφιλόξενη Αραβική Έρημο. Όταν στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ο στρατός του ανεξάρτητου πλέον βασιλείου διασώθηκε κάπως από την αραβική πανωλεθρία και κατάφερε να ελέγξει και μεγάλο μέρος της δυτικής όχθης, θεωρήθηκε πρέπον, ως επιβράβευση, να αλλάξει το όνομά του σε Ιορδανία. Το «Υπέρ» δεν είχε εξάλλου νόημα πια, αφού η επικράτεια εκτεινόταν και στις δύο όχθες του ποταμού.

Χάρτης της Ιορδανίας από το 1948 έως το 1967, όταν ακόμα άξιζε πραγματικά το όνομά της, ελέγχοντας και τις δύο όχθες του Ιορδάνη. Πηγή εικόνας

19 χρόνια αργότερα όμως, οι Ιορδανοί δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τη νέα κτήση τους ενάντια στον ισραηλινό στρατό. Στις 7 Ιουνίου 1967, τρεις μόλις ημέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο τελευταίος έφτασε στον ποταμό και κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική του όχθη. Η γη που άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σε 50 χρόνια (από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς, μετά στους Ιορδανούς και τέλος στους Ισραηλινούς) ονομάζεται έτσι μέχρι σήμερα: Δυτική Όχθη. Το λογικό θα ήταν και η Ιορδανία να επιστρέψει στο παλιό της όνομα, με το «Υπέρ» μπροστά – αν όχι άμεσα, τουλάχιστον το 1988, όταν και παραιτήθηκε επίσημα από κάθε διεκδίκηση στη Δυτική Όχθη, για χάρη ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Η θέα από το όρος Νέμπο λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μαντάμπα. Από εδώ λέγεται ότι αντίκρισε ο Μωυσής για πρώτη φορά τη γης της Επαγγελίας, μετά τη φυγή από την Αίγυπτο και τη μακρά πορεία μέσα από την έρημο. Τη μέρα που πάρθηκε η φωτογραφία βέβαια, λόγω σκόνης και υγρασίας, η Παλαιστίνη, και πιο συγκεκριμένα η Δυτική Όχθη, διακρίνεται μόλις αχνά στο βάθος, πίσω από την κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη.

Επειδή όμως μάλλον κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε το κύρος της δυναστείας που κυβερνά τη χώρα, αυτή ονομάζεται ακόμα και σήμερα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Το επίθετο αναφέρεται στην καταγωγή της δυναστείας από τον Χασέμ, παππού του Προφήτη Μωάμεθ. Η Ιορδανία είναι θεωρητικά συνταγματική μοναρχία και υπάρχει εκλεγμένο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ηγέτης της χώρας. Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα Β’ είναι παντού, από τις εισόδους δημοσίων κτιρίων μέχρι τα γραφεία ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων.

Ως σύμβολο ειρηνικής συμβίωσης των δύο σημαντικότερων θρησκειών της Ιορδανίας, η ελληνορθόδοξη εκκλησία ορθώνεται απέναντι από το λαμπρό Τζαμί του Βασιλιά Αμπντάλα Α’ στο Αμμάν. Πιο δεξιά, η φωτογραφία του συνονόματου δισέγγονου του τελευταίου, καθώς και νυν βασιλιά της χώρας, Αμπντάλα Β’, στέκεται πάνω από την πύλη του Υπουργείου Παιδείας, θέλοντας ίσως να θυμίσει ποιος είναι ο εγγυητής αυτής της συμβίωσης.
Ακόμα και φορτηγάκια μπορεί να διακοσμούνται με την εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, όπως αυτό εδώ στην Ιρμπίντ. Όπως συνηθίζεται, αριστερά του Βασιλιά τοποθετείται ο πατέρας και προκάτοχος του νυν μονάρχη, Βασιλιάς Χουσεΐν, ενώ στα δεξιά ο γιος και διάδοχος, συνονόματος του παππού του. Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσθήκη όμως εδώ είναι και ο.. Σαντάμ Χουσέιν, στα πλάγια.

Η Ιορδανία είναι μια από τις πιο φτωχές σε νερό χώρες στον κόσμο. Η υγρασία που έρχεται με τις δυτικές αέριες μάζες πέφτει ως βροχή στην Παλαιστίνη και όταν αυτές φτάνουν μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, πολύ λίγη τους έχει απομείνει για την ανατολική όχθη. Ακόμα πιο ανατολικά, ξεκινάει η εντελώς άνυδρη Αραβική Έρημος. Κι όμως, σε αυτήν την οριακή για τη ζωή περιοχή, υπάρχουν μεγάλες πόλεις, και μάλιστα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα μάλιστα η Ιορδανία είναι ένα από τα 50 πιο αστικοποιημένα κράτη του κόσμου: πάνω από 90% του πληθυσμού ζει σε πόλεις (για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 80% και στην Αλβανία αρκετά κάτω από 70%). Η εικόνα μιας χώρας Βεδουΐνων που περιπλανώνται με τις καμήλες τους στην έρημο, ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή Ιορδανία – αν είχε ποτέ.

Εικόνα από το παράθυρο του λεωφορείου στον Αυτοκινητόδρομο της Ερήμου, ο οποίος διασχίζει την Ιορδανία στον άξονα Βορρά-Νότου, συνδέοντας την πρωτεύουσα Αμμάν με την Ακάμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, το μοναδικό λιμάνι της χώρας.

Ας δούμε επομένως κάποιους από αυτούς τους αστικούς ιστούς, σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους: μια νέα αναφισβήτητη μεγαλούπολη, το Αμμάν, μια ακόμα που είναι στο δρόμο για να γίνει κι αυτή μεγαλούπολη, την Ιρμπίντ, μια μικρότερη πόλη με λαμπρότερο όμως παρελθόν, τη Μαντάμπα – και μια ακόμα πιο λαμπρή πόλη της Αρχαιότητας, που όμως δεν υπάρχει πια: την Πέτρα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα αυτού του τόσο ιδιαίτερου βασιλείου. Σίγουρα του λείπει πολλή από τη λάμψη γειτονικών πρωτευουσών. Ποτέ δεν ήταν έδρα κάποιας μεγάλης ισλαμικής δυναστείας, όπως η Δαμασκός, η Βαγδάτη ή το Κάιρο, ούτε το είπε κανείς «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» όπως τη Βηρυτό, και βέβαια ποτέ δεν θα μπορούσε να προξενήσει τόσα εθνικο-θρησκευτικά πάθη όσα η γειτονική Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος κάποιας γραφικής παλιάς πόλης. Εξάλλου, πριν οι Χασεμίτες την κάνουν πρωτεύουσα το 1921, δεν ήταν παρά μια κωμόπολη δυο-τριών χιλιάδων κατοίκων.

Κι όμως, χωρίς να το προσέξουν πολλοί, το Αμμάν ήδη έγινε με 4 εκατομμύρια κατοίκους η μεγαλύτερη πόλη της Συροπαλαιστίνης. Έχει αφήσει πίσω του πόλεις σαν τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Ιερουσαλήμ – ποιος θα το φανταζόταν πριν εκατό χρόνια; Μια τέτοια πληθυσμιακή έκρηξη είναι εντυπωσιακή ακόμα και για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Οι συνήθεις ύποπτες, η υψηλή γεννητικότητα και η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, δεν είναι οι μόνες αιτίες. Ο πληθυσμός του Αμμάν υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια μόλις χρονιά: το 1948. Για τους Άραβες, είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής, δηλαδή της ήττας από τις σιωνιστικές δυνάμεις και της απώλειας των 4/5 της Παλαιστίνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σκορπίστηκαν στις γύρω αραβικές χώρες – πάνω απ’ όλα στην Ιορδανία και το Αμμάν.

Αυτό ήταν το πρώτο από πολλά προσφυγικά κύματα. Το 1967, με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ακολούθησαν ακόμα κάποιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, από τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Από το 1975 ως το 1990, κατέφυγαν εδώ και κάποιοι Λιβανέζοι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2003, η πόλη γέμισε με Ιρακινούς πρόσφυγες, που δραπέτευσαν από μια χώρα κατεστραμμένη και χωρίς προοπτικές. Το τελευταίο κύμα είναι αυτό των Σύριων, που ξεφεύγουν από τον δικό τους εμφύλιο. Το Αμμάν είναι μια πραγματική προσφυγούπολη: η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είτε είναι οι ίδιοι πρόσφυγες είτε παιδιά ή εγγόνια προσφύγων.

Θέα από την Ακρόπολη προς το Ανατολικό Αμμάν. Σε αντίθεση με το πιο εύπορο Δυτικό Αμμάν, το Ανατολικό αποτελείται κυρίως από φτωχές λαϊκές συνοικίες, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Κάτω δεξιά διακρίνεται και η Πλατεία Χασεμιτών.
Μια τέτοια νεανική μεγαλούπολη δεν μπορεί παρά να σφύζει από ζωή. Η εικόνα εδώ είναι από δρόμο του κεντρικού Αμμάν, κατά τις 10.00 Παρασκευή βράδυ.

Βέβαια, όταν μιλάμε για το Αμμάν σαν μια νέα πόλη, ας έχουμε υπόψη ότι σε μια τόσο βαρυφορτωμένη με Ιστορία περιοχή αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σχετικό. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, στο λοφώδες τοπίο όπου απλώνεται σήμερα το Αμμάν, βρισκόταν η πόλη της Φιλαδέλφειας. Στην κορυφή ενός κεντρικού λόφου, μπορούν σήμερα οι τουρίστες να επισκεφτούν την ακρόπολη. Είναι από τα σπάνια σημεία στην πόλη όπου μπορεί κάποιος να δει μια ιστορική συνέχεια: ξεκινώντας με τα ίχνη από ένα παλάτι της περιόδου των Αμμωνιτών, περνάμε στον Ναό του Ηρακλή από τα ρωμαϊκά χρόνια κι από εκεί σε μια βυζαντινή εκκλησία. Η αραβική-ισλαμική κατάκτηση σηματοδοτείται με το Παλάτι των Ομεϋάδων και τελικά μπαίνουμε και στη 2η χιλιετία μ.Χ. με τον Πύργο των Αγιουβιδών.

Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα βρίσκεται παντού στο Αμμάν, φυσιολογικά και στην είσοδο της Ακρόπολης.

Η ακρόπολη είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόφους, στους οποίους είναι απλωμένος ο σύγχρονος αστικός ιστός του Αμμάν. Αρχικά, ήταν επτά, ώστε να μπορεί η πόλη να έχει κάτι κοινό με πολύ πιο αυτοκρατορικές πόλεις, όπως η Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Σήμερα όμως, έχουν ξεπεράσει τους 19. Ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλιά, σίγουρα δεν κάνουν την πόλη πολύ φιλική σε ανθρώπους χωρίς καλή φυσική κατάσταση. Το περπάτημα είναι εύκολο μόνο στις στενές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Εδώ εκτείνεται και το κέντρο της πόλης, το Μπαλάντ όπως το λένε οι ντόπιοι.

Στο Μπαλάντ θα βρούμε την κεντρική αγορά, πολλά μαγαζιά με.. κοστούμια, κάποια γνωστά εστιατόρια της πόλης, καθώς και λίγα αρχαία μνημεία, όπως το Νυμφαίο και το Ρωμαϊκό Θέατρο. Δίπλα στο τελευταίο βρίσκεται και η κεντρική πλατεία της πόλης, η Πλατεία Χασεμιτών. Η κυβερνώσα δυναστεία φροντίζει να τονίζει το όνομά της με κάθε ευκαιρία: ο δεσμός αίματος με τον Προφήτη είναι κάτι που στον αραβικό κόσμο μετράει. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει βέβαια ότι μια δυναστεία με τόσο βαρύ όνομα είναι χρήσιμη ως συνδετικό στοιχείο σε μια χώρα με κατά τ’ άλλα μάλλον μικρή συνοχή.

Η Πλατεία Χασεμιτών με το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Ρωμαϊκό Θέατρο και τους λόφους του Ανατολικού Αμμάν από πίσω. Αν και (ακόμα) δεν πληρώνει κάποιος εισιτήριο για την πλατεία, δίνεται μια τέτοια εντύπωση: τα κιγκλιδώματα γύρω γύρω επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Οι κυβερνώντες στην Ιορδανία έμαθαν ίσως κάτι από την Πλατεία Ταχρίρ στο κοντινό Κάιρο και τους κινδύνους που κρύβει (γι’ αυτούς) η ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε έναν τέτοιο ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Οι λόφοι πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το Αμμάν αποτελούνται κυρίως από κρητιδικούς ασβεστόλιθους, κάτι που κάνει εύκολη τη δημιουργία γκρεμών κι επομένως και τους ίδιους ορατούς, ακόμα και στο κέντρο της πόλης: εδώ πίσω από το Νυμφαίο.
Εικόνα από τα στενά της σκεπαστής αγοράς στο Μπαλάντ.

Οι λόφοι (τζαμπάλ λέγονται στα αραβικά) που συναποτελούν τον αστικό ιστό του Αμμάν, έχουν ο καθένας τα δικά του κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο Τζαμπάλ Αμμάν, νοτιοδυτικά της ακρόπολης, είναι πιο αριστοκρατικός, πιο πράσινος, με ευρύχωρα σπίτια και ιδιωτικά σχολεία. Η κεντρική Οδός Ρέινμποου (το όνομα προέρχεται από έναν παλιό κινηματογράφο) διαθέτει άνετες καφετέριες και διάφορα φαγάδικα όπου μπορεί κάποιος να γευτεί, εκτός από ντόπιες φαλάφελ, και σούσι, πίτσες ή ινδικά. Απέναντι προς τα βόρεια, ο λόφος Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ είναι παρόμοιος από κοινωνικο-οικονομική άποψη, και ίσως κάπως πιο καλλιτεχνικός, με τις πολλές μικρές γκαλερί, τα μαγαζιά με μουσικά όργανα και βέβαια το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δυτικά και βόρεια αυτών των δύο λόφων, βρίσκονται πολλές άλλες γειτονιές μεσαίας και ανώτερης τάξης, με νέες πολυκατοικίες, άνετα και καθαρά πεζοδρόμια. Μεταξύ αυτών και το Αμπντάλι, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο, με σύγχρονα καταστήματα και ουρανοξύστες, θυμίζοντας κάτι από Ντουμπάι. Αντίθετα, το Ανατολικό Αμμάν αποτελείται από συνοικίες με πιο λαϊκά χαρακτηριστικά, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Τα κτίρια είναι εδώ πιο κουρασμένα, οι πλαγιές συχνά καλυμμένες με σκουπίδια, και τα δέντρα πιο σπάνια – ίσως καμιά συκιά πού και πού, σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά.

Εδώ, η θέα από τον Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ προς τα νότια: στα δεξιά φαίνεται ο «αριστοκρατικός» λόφος Τζαμπάλ Αμμάν, ενώ στην κοιλάδα ανάμεσα στους δύο λόφους βλέπουμε το Μουσείο Ιορδανίας, το πιο μεγάλο της χώρας. Στους λιγότερο πράσινους λόφους στα αριστερά απλώνονται πιο λαϊκές συνοικίες.
Η Οδός Ρέινμποου είναι δημοφιλής για ντόπιους και τουρίστες. Τέμνει περίπου στη μέση τον Τζαμπάλ Αμμάν.
Σε αντίθεση με τους λόφους του Δυτικού Αμμάν, οι δρόμοι και τα κτίρια στο Ανατολικό Αμμάν είναι λιγότερο φροντισμένα. Εδώ, εικόνα από δρόμο του Λόφου Τζαμπάλ-αλ-Τοφέχ.
Στην περιοχή Αμπντάλι, βορειοδυτικά του κέντρου, δημιουργείται ένα νέο υπερσύγχρονο αστικό κέντρο, με πρότυπα που μάλλον προέρχονται από χώρες του Κόλπου. Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της ανάπλασης ήταν και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων, ο οποίος μετακινήθηκε (πολύ πιο άβολα) στα βόρεια περίχωρα της πόλης.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες στο Αμμάν μπορεί να μην είναι επαρκείς για μια μεγαλούπολη 4 εκατομμυρίων, έχουν όμως γίνει αρκετές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, ακόμα κι αν βασίζονται αποκλειστικά σε λεωφορεία. Μια απ’ αυτές είναι το BRT (Bus Rapid Transit): κάποιες γραμμές που λειτουργούν με απαραβίαστες λεωφορειολωρίδες στη μέση μεγάλων λεωφόρων, κυρίως στα προάστια, και μπορούν να μεταφέρουν με μεγάλη συχνότητα επιβάτες, όπως εδώ στον νέο σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων στο Ταμπαρμπούρ, στα βόρεια περίχωρα).

Η δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ιορδανίας, μετά από αυτή του Αμμάν-Ζάρκα, βρίσκεται κι αυτή στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας – και μάλιστα τόσο βορειοδυτικά, που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με άλλες δύο χώρες, τη Συρία και το Ισραήλ. Η σημερινή Ιρμπίντ, με πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, είναι κι αυτή στον δρόμο για να γίνει μεγαλούπολη. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον των τουριστών γι’ αυτήν είναι σχεδόν μηδενικό – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλά ένας σταθμός στον δρόμο προς το Ουμ Καΐς. Θεωρείται τόσο αδιάφορη, που οι ντόπιοι θα εκπλαγούν αν δουν έναν ξένο να περιμένει λεωφορείο με αυτήν ως προορισμό: «Μα, δεν έχει τίποτα να δεις εκεί».

Η αλήθεια είναι ότι η Ιρμπίντ δεν το κάνει εύκολο στον επισκέπτη να την συμπαθήσει. Είναι μια σύγχρονη βρώμικη τσιμεντούπολη, με πολλές πολυκατοικίες και χωρίς ίχνος γραφικής παλιάς πόλης. Δεν έχει καν κάποια ρωμαϊκά μνημεία όπως το Αμμάν, ή έστω το λοφώδες ανάγλυφο της πρωτεύουσας να της χαρίζει μια γοητεία. Υπάρχει βέβαια μια ατμοσφαιρική αγορά στο κέντρο, όπως όμως περίπου σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Ακόμα ομως και το Wikitravel δυσκολεύεται να εντοπίσει πάνω από 3-4 αξιοθέατα: ένας Πύργος Ρολογιού όπως σε πολλές άλλες μετα-οθωμανικές πόλεις, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νταρ-ας-Σαράγια, κάποια μουσεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη – αυτά.

Εικόνα από την κεντρική αγορά της Ιρμπίντ.
Η «ακρόπολη» της Ιρμπίντ δεν έχει πολλή σχέση με την ακρόπολη του Αμμάν, διαθέτει όμως κάποια από τα λίγα παλιά κτίρια της πόλης. Ο τοίχος με τις βασάλτινες πέτρες στα αριστερά ανήκει στο Νταρ-ας-Σαράγια, κτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς ως καραβάνσεραϊ στο δρόμο του προσκυνήματος και νυν Αρχαιολογικό Μουσείο. Αμέσως δεξιά, η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, συνοδευόμενη από ιορδανικές σημαίες, επιβλέπει και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βασιλείου του.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ιρμπίντ είναι μια εντελώς άχρωμη πόλη. Η νεανικότητα του πληθυσμού της δίνει χαρακτήρα – που ενισχύεται από το γεγονός πως είναι μια πραγματική φοιτητούπολη, με κάποια από τα γνωστότερα και μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ. Τα κτίρια του τελευταίου μαζί με τις φοιτητικές εστίες βρίσκονται κοντά στο κέντρο: η πανεπιστημιούπολη ορίζεται στα δυτικά της από την «Οδό Πανεπιστημίου», τον ίσως πιο γνωστό δρόμο της πόλης, γεμάτο καφετέριες και φαγάδικα όπου συχνάζει η νεολαία και όχι μόνο. Η χαρακτηριστική εικόνα των δρόμων της Ιρμπίντ, η πρώτη ίσως που εντυπώνεται στο μυαλό ενός ξένου επισκέπτη, είναι οι μαντιλοφορούσες και μακιγιαρισμένες νεαρές κοπέλες που κυκλοφορούν με τα βιβλία και τις σημειώσεις τους στο χέρι. Αυτή η νεανική, χαλαρή, ειρηνική ατμόσφαιρα της πόλης είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κάποιος ότι μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα σύνορα με τη Συρία, όπου ακόμα μαίνεται πόλεμος. Η Ιρμπίντ ήταν, μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος για όσους ταξίδευαν ανάμεσα στις δυο χώρες. Τώρα πλέον, είναι ένα από τα κύρια καταφύγια όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: πάνω από ένα τέταρτο του σημερινού πληθυσμού της επαρχίας Ιρμπίντ είναι Σύριοι πρόσφυγες.

Η «Οδός Πανεπιστημίου»: στα αριστερά, καταστήματα, καφετέριες και φαγάδικα ή εστιατόρια, στα δεξιά η Πανεπιστημιούπολη του Γιαρμούκ.
Ήδη από τα προάστια της Ιρμπίντ οι φοιτήτριες που κυκλοφορούν στους δρόμους χαρακτηρίζουν την εικόνα της πόλης. Η τελευταία βέβαια δεν βοηθιέται από τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και τα σπαρμένα με σκουπίδια χωράφια.

Σε σχέση με το Αμμάν και την Ιρμπίντ, η Μαντάμπα έρχεται πολύ πίσω σε μέγεθος. Με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, δεν είναι παρά μια επαρχιακή πόλη, σχεδόν στα περίχωρα του Αμμάν, όχι πάνω από μία ώρα ταξίδι με τα μικρά λεωφορεία που κάνουν τακτικά τη διαδρομή. Ό,τι της λείπει σε μέγεθος όμως, το αναπληρώνει σε ιστορική αξία, και καταφέρνει έτσι να είναι ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός – σε μια χώρα που σίγουρα δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Οι ρίζες της πόλης πάνε πολύ βαθιά: αναφορές για την αρχαία Μαδηβά υπάρχουν ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη. Tα πολλά μωσαϊκά που επιδεικνύει με περηφάνια στους επισκέπτες μαρτυρούν τη σημασία που είχε στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια και της χαρίζουν τον τίτλο «πόλη των ψηφιδωτών». Για να τιμήσει αυτή την παράδοση, υπάρχει και μια σχολή που διδάσκει και σήμερα στους νέους της περιοχής όχι μόνο τη συντήρηση των μωσαϊκών, αλλά και την ίδια αυτή την πανάρχαια τέχνη.

Το «αρχαιολογικό πάρκο» στο κέντρο της πόλης έχει στον κέντρο του μια πρωτοβυζαντινή έπαυλη (μετέπειτα εκκλησία), όπου το ψηφιδωτό στο πάτωμα απεικονίζει την ιστορία του Ιππόλυτου και της Φαίδρας
Στο πάτωμα του ορθόδοξου Ναού του Αγίου Γεωργίου σώζεται ένας σπάνιος αρχαίος χάρτης σε μωσαϊκό, που απεικονίζει την περιοχή της Συροπαλαιστίνης μέχρι και την Αίγυπτο. Εδώ βλέπουμε την εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, με την τοποθεσία του Βαπτίσματος και την Ιεριχώ στη Δυτική Όχθη (κάτω μεριά).

Ένας επιπλέον πόλος έλξης τουριστών είναι το κοντινό όρος Νέμπο, απ’ όπου με βάση την παράδοση ο Μωυσής αντίκρισε για πρώτη φορά τη γη της Επαγγελίας, μετά από το μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο. Σε ανάμνηση αυτής της ιστορίας, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού μια Μονή Φραγκισκανών. Εκεί μπορεί να συναντήσουμε γκρουπ θρησκευτικών τουριστών απ’ όλες τις γωνιές του καθολικού κόσμου, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις Φιλιππίνες.

Παρά όμως το ένδοξο παρελθόν, η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, και έμεινε ξεχασμένη για πολλούς αιώνες. Μέχρι που κάποιες χριστιανικές φυλές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, προς το τέλος του 19ου αιώνα – ανακαλύπτοντας έτσι και τον πλούτο σε μωσαϊκά. Για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια, η Μαντάμπα ήταν γνωστή ως μια χριστιανική πόλη. Μπορεί στις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία να άλλαξε προς όφελος των Μουσουλμάνων, η Μαντάμπα παραμένει όμως ένα σημαντικό κέντρο των Χριστιανών της Ιορδανίας, και το ποσοστό τους στον πληθυσμό της πόλης είναι πολύ υψηλότερο του περίπου 5% σε όλη την χώρα. Η πόλη δικαιούται να περηφανεύεται για την αρμονική συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων και Καθολικών.

Δίπλα στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου (φαίνεται στα δεξιά), βρίσκεται το Νέο Ορθόδοξο Σχολείο, με επιγραφές στα αραβικά και τα αγγλικά. Τα ελληνικά γράμματα περιορίζονται στην πύλη του σχολείου, στο σύμβολο της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας (ΤΦ), το οποίο συναντούμε συχνά στη Μαντάμπα.
Η καθολική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο κέντρο της Μαντάμπα εκπροσωπεί και την τρίτη θρησκευτική κοινότητα της πόλης.
Η Μαντάμπα είναι μια επαρχιακή πόλη, με χαμηλές πολυκατοικίες και πολλά μικρά μαγαζιά. Εδώ η εικόνα από τον σταθμό των λεωφορείων, απ’ όπου μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί σε κάποιο ταλαιπωρημένο λεωφορειάκι με κατεύθυνση το Αμμάν.

Πολύ πιο νότια από τη Μαντάμπα, ουσιαστικά μέσα στην έρημο πλέον, βρίσκεται μια πόλη που δεν κατοικείται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι συνεχώς γεμάτη με κόσμο. Πρόκειται βέβαια για την Πέτρα, την πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των Ναβαταίων. Οι Ναβαταίοι ήταν μια προϊσλαμική αραβική φυλή, με αραμαϊκές και αργότερα και ελληνιστικές επιρροές, όπως μπορεί να δει κάποιος και στην Πέτρα. Το βασίλειο τους άνθισε ελέγχοντας τις διαδρομές του εμπορίου ανάμεσα σε Συροπαλαιστίνη και Ερυθρά Θάλασσα/Αραβική Χερσόνησο, περίπου στα ίδια χρόνια που λίγο πιο βόρεια έζησε και έδρασε κάποιος Ιησούς Ναζωραίος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε στην ακμή της συνεχώς επεκτεινόμενη. Η υποταγή στην τελευταία ήταν μάλλον αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη και τελικά ήρθε το 106 μ.Χ. Ακόμα και μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας της πάντως, η Πέτρα συνέχιζε να ακμάζει, φτάνοντας να έχει πληθυσμό 20 με 30 χιλιάδες κάτοικους. Το ότι μια τέτοια μεγάλη πόλη μπορούσε να υπάρξει πριν δυο χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Όποιος βρεθεί ανάμεσα στα ερείπια της Πέτρας, τα οποία «ανακαλύφθηκαν» (από τον έξω κόσμο) μόλις πριν περίπου δύο αιώνες, εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο: από την αρχιτεκτονική, τα παλάτια, τους τάφους, ακόμα κι ένα θέατρο, όλα λαξευμένα μέσα στους αμμολιθικούς βράχους. Δικαιολογημένα συρρέουν εδώ τουρίστες από όλες τις γωνιές του κόσμου. Οι Ιορδανοί γνωρίζουν βέβαια πως κανείς ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να έρθει στη χώρα χωρίς να περάσει από την Πέτρα, και το εκμεταλλεύονται ανάλογα. Ακόμα κι αν ο τουρίστας καταφέρει να αποφύγει τους Βεδουΐνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι με τα πόδια ή με υποζύγια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο (ενίοτε ντυμένοι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς), πουλώντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, αναγκαστικά θα πρέπει να πληρώσει για την είσοδο. Και το πιο φτηνό εισιτήριο εισόδου, το ημερήσιο, δεν κοστίζει λιγότερα από 80 Ευρώ. Με περίπου 90 Ευρώ, μπορεί βέβαια κάποιος να πάρει εισιτήριο δύο ημερών – κάτι που με την έκταση και τον πλούτο σε μνημεία μπορεί και να αξίζει. Εξάλλου, μπορεί να διανυκτερεύσει άνετα στο Γουάντι Μούσα, έναν οικισμό που αναπτύχθηκε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και ζει σχεδόν αποκλειστικά απ’ αυτόν.

Ανεβαίνοντας στους βασιλικούς τάφους, έχει κάποιος θέα προς την έκταση όπου απλωνόταν η αρχαία πόλη της Πέτρας: μια έρημος με λίγα σκόρπια ανθεκτικά στη ξηρασία φυτά.
Το Θέατρο της Πέτρας λαξεύτηκε στο βράχο περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, όταν η πόλη ήταν ακόμα πρωτεύουσα του ανεξάρτητου βασιλείου των Ναβαταίων.
Το Γουάντι Μούσα (Κοιλάδα του Μούσα) αναπτύχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες χάρη στον τουρισμό της Πέτρας, η οποία ξεκινάει στα υψώματα που φαίνονται στο βάθος.

Από την Πέτρα της Αρχαιότητας, στη Μαντάμπα του πρώιμου Μεσαίωνα και μετά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του Αμμάν και και της Ιρμπίντ: είναι μια εικόνα που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η περιοχή που ονομάζεται σήμερα Ιορδανία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει ρόλο εδώ και χιλιετίες. Το χασεμιτικό Βασίλειο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενο κράτος. Από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ως μη-φυσικό δημιούργημα των αποικιοκρατών, ως κατά βάθος φιλοσιωνιστικό, ως σύμμαχος των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου, ως μόνο κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία και ουσιαστικά αυταρχικό κράτος.

Όπως όμως κι αν θέλει κάποιος να κρίνει την Ιορδανία, πρέπει να παραδεχτεί πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή χώρα. Μια περιοχή οικολογικά οριακή, μεταβατική προς την έρημο, από τις πιο φτωχές σε νερό στον κόσμο, μπορεί να συντηρεί αστικούς ιστούς που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέροντας τους ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης – και μάλιστα χωρίς να έχει το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων. Η χώρα με την παγκοσμίως δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων προς τον συνολικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που στην ουσία αποτελείται πλειοψηφικά από πρόσφυγες ή τους απογόνους τους, με παρουσία διαφορετικών θρησκειών εδώ και χιλιάδες χρόνια, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα σταθερότητας στην περιοχή – και μάλιστα, όταν συνορεύει με τη Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ/Παλαιστίνη. Και αυτό δεν το αποδεικνύουν μόνο οι βαθμολογίες που την κατατάσσουν ως έναν από τους δέκα πιο ασφαλείς προορισμούς στον κόσμο. Υπάρχει και πιο απτή απόδειξη: ακόμα και σήμερα, αποτελεί σημείο όπου προτιμούν να καταφεύγουν άνθρωποι για να γλυτώσουν από πολέμους και διώξεις, όπως πιο χαρακτηριστικά είδαμε τελευταία στον πόλεμο της Συρίας.

Το μέγεθος των προβλημάτων που έχει μπροστά της η Ιορδανία δεν επιτρέπει μεν υπερβολική αισιοδοξία. Ένας ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός, τόσο λόγω γεννήσεων όσο και λόγω προσφυγικών ροών, με ταυτόχρονη εξάντληση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, λόγω κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο: η εξίσωση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αστάθεια που απλώνεται γύρω γύρω από τη χώρα και τη σφίγγει σαν κλοιός: προς το παρόν αντέχει, αλλά για πόσο ακόμα; Είναι όμως μια περιοχή που ξέρει στα δύσκολα και καταφέρνει επί χιλιετίες όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να συντηρεί και να παράγει πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωρίσουμε.

.

Οι Δρουζοι του Βελιγραδιου

Κλασσικό

Το μυθιστόρημα του Ραμπίε Τζαμπίρ «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος το 2012. Ο τίτλος του βέβαια κάνει κάποιον να απορήσει: τι γυρεύουν οι Δρούζοι στο Βελιγράδι; Σήμερα πρόκειται για σχεδόν διαφορετικούς κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βελιγραδίου πιθανότατα ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη των Δρούζων. Κι όμως, έχουν ένα κοινό: οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοι και των δύο ήταν υπήκοοι του ίδιου κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ραμπίε Τζαμπίρ (δεξιά) δέχεται το βραβείο. Πηγή εικόνας: https://www.theguardian.com/books/2012/mar/28/rabee-jaber-international-prize-arabic-fiction

Το ιστορικό γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, είναι ο πόλεμος μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών στον σημερινό Λίβανο, το 1860. Αρχικά ξεκίνησε ως εξέγερση κάποιων Μαρωνιτών αγροτών εναντίον Δρούζων γαιοκτημόνων, σύντομα όμως πήρε διαστάσεις διακοινοτικής σύγκρουσης. Οι Δρούζοι ήταν οι νικητές του πολέμου, αλλά οι σφαγές εναντίον των Μαρωνιτών έγιναν γνωστές στην Ευρώπη, τόσο που να προκαλέσουν και την ευρωπαϊκή, κυρίως γαλλική, επέμβαση. Ο Σουλτάνος τελικά αποφάσισε την τιμωρία των Δρούζων που συμμετείχαν σε αυτές τις σφαγές: κάποιοι απ’ αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου, το οποίο τότε ακόμα ανήκε τυπικά στους Οθωμανούς.

Τα τείχη του φρουρίου Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι σήμερα, στην όχθη του Δούναβη.

Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του βιβλίου, όταν οι Δρούζοι αιχμάλωτοι περιμένουν στο λιμάνι της Βηρυτού για να φορτωθούν στο πλοίο που θα τους οδηγήσει στον τόπο εξορίας. Ένας Δρούζος σεΐχης επισκέπτεται τον πασά που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά, παρακαλώντας τον να λυπηθεί τους πέντε γιους του, που συγκαταλέγονται στους αιχμαλώτους. Η απάντηση του πασά είναι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντικαταστήσει έναν από τους γιους του σεΐχη με κάποιον άλλο τυχαίο περαστικό. Αυτός ο περαστικός θα είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Χάνα Γιακούμπ, ένας Χριστιανός αυγοπώλης, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να προσφέρει αυγά στους στρατιώτες που επιβλέπουν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι. Θα φορτωθεί έτσι στο πλοίο αντί του γιου του σεΐχη και θα βρεθεί φυλακισμένος στο Βελιγράδι. Στα επόμενα χρόνια θα περιπλανηθεί σε διάφορες εντελώς άγνωστες γι’ αυτόν οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων.

Ο Τζαμπίρ είναι Λιβανέζος και βέβαια δεν είναι τυχαίο που επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Οι μνήμες του συγκεκριμένου πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες που συγκατοικούν ακόμα και σήμερα στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η σύγκρουση Δρούζων-Μαρωνιτών ήταν εξάλλου μια σημαντική συνιστώσα και του εμφύλιου πολέμου που γνώρισε η χώρα πριν μερικές δεκαετίες. Ο Τζαμπίρ μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερα τραυματικό για τον Λίβανο πόλεμο, και είναι επόμενο ότι θα έχει σημαδέψει τη γενιά του.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου. ανοικτό ροζ = Σουνίτες σκούρο ροζ = Σιίτες μπεζ = Μαρωνίτες ανοικτό καφε = Ελληνορθόδοξοι σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες) Γαλάζιο = Δρούζοι Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Το βιβλίο όμως έχει ενδιαφέρον για εμάς ως κάτοικους του μετα-οθωμανικού κόσμου, πέρα από τα εσωτερικά του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εξάλλου όχι στον Λίβανο, αλλά στα Βαλκάνια: στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία. Το πιο συγκινητικό στοιχείο είναι πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η τελευταία οθωμανική. Λίγα μόλις χρόνια μετά, η Σερβία θα απαλλασσόταν κι επίσημα από την οθωμανική κυριαρχία και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες θα εγκατέλειπαν ακόμα και το Κάλε Μεγκντάν. Η Βουλγαρία θα γινόταν κι αυτή αυτόνομη ηγεμονία, με τον δικό της βασιλιά. Το ταξίδι του Χάνα Γιακούμπ, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και είναι λογικοφανές για τη δεκαετία του 1860, θα ήταν απλά αδύνατο τη δεκαετία του 1880. Εξάλλου, ακόμα και το ίδιο το Όρος Λίβανος θα γινόταν αυτόνομη περιοχή, ακριβώς λόγω του πολέμου του 1860. Κάποιες δεκαετίες ακόμα πιο μετά, οι Γάλλοι θα αντικαθιστούσαν και τυπικά τους Οθωμανούς ως κυρίαρχοι του Λιβάνου. Η παρουσία των Γάλλων στρατιωτών στο λιμάνι της Βηρυτού, στην αρχή του βιβλίου, θα ήταν ίσως περίεργο θέαμα τότε, αλλά ήταν και μια πρόγευση του μέλλοντος.

Το βιβλίο μας δίνει έτσι μια γεύση της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο κατώφλι της Νεωτερικότητας. Η βαναυσότητα, οι πόλεμοι, η αυθαιρεσία των αρχών, η αμορφωσιά και οι προλήψεις συνοδεύονται από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τις ξένες παρεμβάσεις, αλλά και την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων πέρα από εθνοθρησκευτικά όρια. Ήταν (ακόμα) ένα αχανές κράτος, του οποίου οι κάτοικοι ενός τμήματος είχαν ίσως σχεδόν παντελή άγνοια για τα υπόλοιπα – και το οποίο παρόλα αυτά είχε αντέξει με αυτόν τον τρόπο για πολλούς αιώνες, όπως και πολλές άλλες Αυτοκρατορίες στον ίδιο χώρο πριν από αυτό.

Αυτό το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, όπου κάποιοι αραβόφωνοι Δρούζοι από τα βουνά του Λιβάνου μπορούσαν να βρεθούν να περιπλανούνται στα σλαβόφωνα Βαλκάνια επειδή έτσι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα κράτη στα οποία ζούμε εμείς σήμερα. Στην εποχή μας, αν δούμε Άραβες να περιπλανιούνται στα Βαλκάνια, θα είναι το πιο πιθανόν πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού αντί για μια ενιαία Αυτοκρατορία, σήμερα πρέπει να διασχίσουν πολλές φορές σύνορα (γι’ αυτό εξάλλου λίγοι προτιμούν πλέον αυτή τη διαδρομή). Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψουμε, η γεωγραφία της περιοχής του βιβλίου παραμένει η ίδια, τότε όπως και τώρα.

Συγκρουσεις θρησκευτικων ταυτοτητων;

Κλασσικό

Όποιος παρακολουθεί στις μέρες μας τις ειδήσεις ή τις συζητήσεις για τη Μέση Ανατολή σε αγγλόφωνα μέσα, θα ακούσει συχνά όρους όπως «sectarianism», «sectarian divide», «sectarian violence» κ.λ.π. O αντίστοιχος όρος στα αραβικά είναι ταϊφίγια. Στα ελληνικά, μπορεί να μεταφραστεί ίσως ως «σεκταρισμός», αν και δεν πρέπει φυσικά να τον μπερδεύουμε με τον ιδεολογικό σεχταρισμό: το θέμα είναι οι (εθνο-)θρησκευτικοί διαχωρισμοί. 

Ο διαχωρισμός του πληθυσμού με βάση θρησκευτικές ταυτότητες δεν είναι φυσικά κάτι νέο στη Μέση Ανατολή. Τον ξέρουμε εξάλλου και από τις υπόλοιπες (μετα-)οθωμανικές κοινωνίες – και όχι μόνο. Πολλοί όμως περίμεναν ότι η κοινωνική πρόοδος θα έκανε τέτοιους διαχωρισμούς να μοιάζουν ξεπερασμένοι. Αντί για αυτό, βρεθήκαμε στον 21ο αιώνα στο σημείο αυτοί να θεωρούνται από πολλούς ως ο πιο κρίσιμος παράγοντας για το μέλλον της περιοχής: από το Ιράκ, τη Συρία και το Λίβανο μέχρι την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία ή το Μπαχρέιν. Ο φόβος για τον «σεκταρισμό» είναι τόσο μεγάλος, ώστε να επισκιάζει άλλα προβλήματα της περιοχής, που υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είναι πρώτης προτεραιότητας: π.χ. η λειψυδρία, η ερημοποίηση, το δημογραφικό ή η μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου.

Δεν λείπει βέβαια και ο αντίλογος, από πρόσωπα όπως π.χ. ο Ουσάμα Μακντίσι, ο Ναντέρ Χασέμι ή ο Ντάνυ Πόστελ. Η επιμονή στον «σεκταρισμό» για να εξηγήσει κάποιος όλα τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής κατηγορείται ως μια μορφή οριενταλισμού, αφού αντίστοιχες μορφές διαχωρισμού, είτε αυτές βασίζονται στη θρησκεία είτε όχι, υπάρχουν και σε άλλες περιοχές του κόσμου (μεταξύ άλλων και στις ΗΠΑ π.χ. ανάμεσα σε Λευκούς, Αφροαμερικανούς ή Λατίνους). Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοήσει κάποιος και τον ρόλο της Δύσης στη διαμόρφωση ή και μεγέθυνση του συγκεκριμένου διαχωρισμού στη Μέση Ανατολή. 

Κανείς φυσικά δεν αρνείται ότι οι θρησκευτικές-κοινοτικές ταυτότητες παίζουν ρόλο στις σημερινές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή – αλλά ούτε κανείς μπορεί να ισχυριστεί ότι καθορίζουν τα πάντα. Αυτό γίνεται φανερό παίρνοντας για παράδειγμα το ίσως πιο καυτό ζήτημα σήμερα στην περιοχή: τον πόλεμο στη Συρία. Μπορεί όντως η πλειοψηφία των Αλαουιτών, αλλά και των άλλων μειονοτικών κοινοτήτων (Χριστιανοί, Δρούζοι, Ισμαηλίτες, Δωδεκατιστές Σιίτες), να στηρίζει ή να ανέχεται το καθεστώς Άσαντ, ενώ αντίθετα η ένοπλη αντιπολίτευση είναι πλέον σχεδόν αποκλειστικά σουνιτική. Παράλληλα όμως, ο Άσαντ διατηρεί (τουλάχιστον) και την ανοχή μεγάλης μερίδας της σουνιτικής οικονομικής ελίτ στις πόλεις, ενώ δεν λείπουν οι Σουνίτες από σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος των εσωτερικών προσφύγων που μετακινήθηκαν από τις περιοχές των ανταρτών σε αυτές που ακόμα ελέγχει ο Άσαντ είναι Σουνίτες και η πλειοψηφία του πληθυσμού εκεί παραμένει σουνιτική. Και αν όντως το βαθύτερο πρόβλημα στη Μέση Ανατολή είναι οι θρησκευτικές διαιρέσεις, πως εξηγείται ότι η Λιβύη, ένα από τα πιο θρησκευτικά ομοιογενή κράτη στην περιοχή (97% του πληθυσμού είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι), βυθίστηκε και αυτή στον εμφύλιο πόλεμο;

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων στην περιοχή του Λεβάντε (δεν φαίνεται η σιιτική πλειοψηφία στο νότιο-κεντρικό Ιράκ).

Αναζητώντας τις ρίζες του «σεκταρισμού»

Η πιο εύκολη ερμηνεία της σημερινής κατάστασης είναι ότι πρόκειται για τη συνέχεια προαιώνιων εχθροτήτων: Μουσουλμάνων-Χριστιανών, Σουνιτών-Σιιτών κ.λ.π. Αν όμως τα πράγματα είναι τόσο απλά, γιατί τέτοιες συγκρούσεις δεν κυριαρχούσαν στην περιοχή πριν μερικές δεκαετίες; Ο διαχωρισμός σε θρησκευτικές κοινότητες υπήρχε φυσικά από τότε. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όμως, ως η πιο σημαντική διχοτόμηση του αραβικού κόσμου θεωρούνταν αυτή ανάμεσα στα «προοδευτικά» (αδέσμευτα έως φιλοσοβιετικά) ρεπουμπλικανικά καθεστώτα και στις συντηρητικές (και φιλοδυτικές) μοναρχίες. Στην πρώτη ομάδα ξεχώριζε η Αίγυπτος του Νάσερ και στη δεύτερη η σαουδαραβική δυναστεία: δηλαδή Σουνίτες και από τις δύο πλευρές. Η διαφορά εκφραζόταν περισσότερο με ιδεολογικούς παρά με «σεκταριστικούς» όρους.

Ο διαχωρισμός Σουνιτών-Σιιτών μάλλον σπάνια θεωρούνταν πολιτικά σημαντικός και πολλοί στον κόσμο ίσως δεν τον γνώριζαν καν. Για να φτάσουμε από εκεί στη σημερινή κατάσταση, έπρεπε να μεσολαβήσουν κάποια συνταρακτικά γεγονότα. Το πρώτο, κατά τη γνώμη πολλών αναλυτών, ήταν η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν το 1979. Το ίδιο το καθεστώς του Χομεϊνί μπορεί να μην έβλεπε απαραίτητα τον εαυτό του ως εκπρόσωπο ενός σιιτικού σεκταρισμού. Αντίθετα, προωθούσε έναν αντιιμπεριαλιστικό λόγο που απευθυνόταν σε όλους τους Μουσουλμάνους. Ακριβώς όμως αυτή η ρητορική «εξαγωγής» της Επανάστασης δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει τα γειτονικά εύπορα και φιλοδυτικά καθεστώτα των χωρών του Κόλπου. Ο συνδυασμός Ισλάμ, επαναστατικότητας και αντιιμπεριαλισμού τους φαινόταν ως ένας μεγάλος κίνδυνος – και μάλλον δεν είχαν άδικο. Αφού μια ισλαμική επανάσταση μπορεί να ανατρέψει μια φιλοδυτική μοναρχία όπως αυτή του Σάχη στο Ιράν, γιατί να μην ανατραπεί με παρόμοιο τρόπο π.χ. και η σαουδική μοναρχία; Η κατάληψη του Μεγάλου Τζαμιού της Μέκκας από εξτρεμιστές ισλαμιστές στα τέλη του 1979 έμοιαζε να επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους.

Το ότι αυτή η επικίνδυνη ρητορική προερχόταν από μια σιιτική χώρα (και επιπλέον μη αραβική), ήταν επόμενο να χρησιμοποιηθεί από σουνιτικά καθεστώτα ως γραμμή άμυνας απέναντί της. Η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να αγωνιστεί ενάντια στη «σιιτική» (βλέπε ιρανική) επιρροή, προωθώντας την ιδέα ότι οι Σιίτες είναι επικίνδυνοι αιρετικοί – ή ακόμα και μη πραγματικοί Μουσουλμάνοι. Από την άλλη, το νέο ιρανικό καθεστώς, αντιμετωπίζοντας έναν εχθρικό περίγυρο, ήθελε να ενισχύσει φιλικές ομάδες στις γειτονικές χώρες. Οι περισσότερες ομάδες που ήταν πρόθυμες να συνεργαστούν μαζί του ήταν, αναμενόμενα, σιιτικές (αν και με εξαιρέσεις: η πιο γνωστή είναι η σουνιτική παλαιστινιακή Χαμάς). Η ένταση ανάμεσα σε Ιράν και Σαουδική Αραβία, εξελίχθηκε έτσι περίπου μοιραία σε σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών – ακόμα και αν ουσιαστικά ήταν περισσότερο γεωπολιτική παρά θρησκευτική. 

Πανό της Χεζμπολάχ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού το 2011 (πάνω δεξιά ο ηγέτης Χασάν Νασράλαχ). Η σιιτική οργάνωση δημιουργήθηκε με τη βοήθεια του Ιράν στη δεκαετία του ’80, κατά τη διάρκεια του λιβανέζικου εμφυλίου πολέμου.

Κατά τη δεκαετία του ’90, η ένταση στις σαουδο-ιρανικές σχέσεις υποχώρησε κάπως. Με τον νέο αιώνα όμως, ήρθε το δεύτερο μεγάλο γεγονός: η αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ το 2003. Το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, παρά την αναμφισβήτητη σκληρότητά του, ήταν σημαντικό μέρος μιας ισορροπίας στην περιοχή. Αφού διαταράχτηκε αυτή η ισορροπία, οι γειτονικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχες. Για την Τεχεράνη, η κατάρρευση του καθεστώτος ήταν μια ευκαιρία για να σπάσει την περικύκλωσή της, φροντίζοντας να εξασφαλίσει την επιρροή της στο νέο Ιράκ – και ο πιο εύκολος τρόπος να το κάνει αυτό ήταν η στήριξη ντόπιων σιιτικών ομάδων.  Από την άλλη, η Σαουδική Αραβία και άλλες σουνιτικές δυνάμεις είδαν αυτές τις κινήσεις ως προσπάθεια δημιουργίας ενός «σιιτικού μισοφέγγαρου».

Η πατρότητα του όρου «Σιιτική Ημισέληνος» ανήκει στον βασιλιά Αμπντάλα Β’ της Ιορδανίας, ο οποίος περιέγραψε έτσι το 2004 τη σχηματιζόμενη ζώνη επιρροής του Ιράν, η οποία θα συμπεριελάμβανε πλέον όχι μόνο τη Συρία του Άσαντ και τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, αλλά και το μετά-Σαντάμ Ιράκ. Σήμερα, οι χώρες του Κόλπου φοβούνται και την επέκταση της στην Υεμένη ή το Μπαχρέιν. Στην εικόνα πάνω, φαίνεται το ποσοστό των Σιιτών στον μουσουλμανικό πληθυσμό του κάθε κράτους.
Πηγή εικόνας

Το άνοιγμα του Ιράκ τόσο στην ιρανική επιρροή όσο και στην εισροή σουνιτικών τζιχαντιστικών ομάδων (μεταξύ αυτών και η Αλ Κάιντα, από την οποία μετεξελίχθηκε το γνωστό πλέον σήμερα Ισλαμικό Κράτος) επιτάχυνε τη «σεκταροποίηση» της πολιτικής ζωής. Τρία χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή, το 2006, η χώρα βρισκόταν ήδη σε περίπου εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Η αιματηρή σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών στο Ιράκ δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει τον τρόπο οι δυο κοινότητες έβλεπαν η μια την άλλη, σε όλο τον αραβικό κόσμο – και όχι μόνο.

Το μαυσωλείο Αλ-Ασκάρι στη Σαμάρα, ένας από τους ιερότερους τόπους του σιιτικού Ισλάμ, έγινε στόχος βομβιστικής επίθεσης το 2006 και μιας δεύτερης το 2007. Αν και δεν υπήρξαν νεκροί, η πρώτη επίθεση εξόργισε τη σιιτική κοινότητα και θεωρείται από πολλούς ως σημείο έναρξης της εμφύλιας σύρραξης που συντάραξε το Ιράκ μέχρι το 2008.
Πηγή εικόνας

Ο Ιορδανός Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι (1966-2006) ήταν ο ηγέτης του ιρακινού παραρτήματος της Αλ Κάιντα και γνωστός για ακραίες αντι-σιιτικές απόψεις. Θεωρείται ότι είχε σημαντική ευθύνη στο να κατευθυνθεί η σουνιτική τζιχαντιστική βία εναντίον των Σιιτών, σε σημείο που να τον επικρίνει ακόμα και η ανώτερη ηγεσία της Αλ Κάιντα. 
Πηγή εικόνας

Το τρίτο σημαντικό γεγονός ήταν το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Στα αρχικά της στάδια, πολλοί την έβλεπαν σαν το ξεπέρασμα των «σεκταριστικών» διαφορών. Η πρώτη εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι οι νέοι στις αραβικές χώρες ενώθηκαν για να παλέψουν ενάντια στα καθεστώτα τους, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας ή ακόμα και ιδεολογίας. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες των Αιγυπτίων Χριστιανών που σχημάτιζαν κύκλο για να προστατεύσουν τους Μουσουλμάνους συμπατριώτες τους που προσεύχονταν, κατά τη διάρκεια των κοινών τους διαδηλώσεων.

Αυτή η ελπιδοφόρα εικόνα άλλαξε γρήγορα. Οι επιθέσεις εναντίον Χριστιανών στην Αίγυπτο, η κατάπνιξη της (κατηγορούμενης ως σιιτικής) εξέγερσης στο Μπαχρέιν με τη βοήθεια των γειτονικών σουνιτικών κρατών, η βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και τους σιίτες αντάρτες Χούθι στην Υεμένη, μα πάνω από όλα η τροπή που πήρε η εξέγερση στη Συρία, με την στρατιωτικοποίηση και τη «σουνιτοποίησή» της και κυρίως την εξάπλωση του ακραίου αντι-σιιτικού Ισλαμικού Κράτους: όλα αυτά δημιούργησαν την εντύπωση γενικευμένου πολέμου Σιιτών-Σουνιτών. Τόσο το Ιράν όσο και η Σαουδική Αραβία χρησιμοποίησαν διχαστική γλώσσα για να δικαιολογήσουν τη στήριξη σε φιλικά καθεστώτα που κινδύνευαν: το Ιράν παρουσίασε την αντιπολίτευση στον Άσαντ συνολικά ως φανατισμένους σουνίτες τρομοκράτες, ενώ η Σαουδική Αραβία είδε την εξέγερση στο Μπαχρέιν, όπως και αυτή των Χούθι, ως υποκινούμενες από το Ιράν και μέρος μιας γενικότερης σιιτικής συνωμοσίας.

Η εκτέλεση του δημοφιλή σιίτη κληρικού Νιμρ αλ Νιμρ (2016) στη Σαουδική Αραβία, γνωστού για τη δράση του για τα δικαιώματα της σιιτικής μειονότητας στη χώρα, προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών σε όλη την περιοχή (όπως στο Ιράκ, βλέπε φωτογραφία) και ήταν ακόμα ένα από τα στοιχεία που ενίσχυσαν την εικόνα «σεκταριστικής σύγκρουσης».
Πηγή εικόνας

Σε μια εποχή που όλα είναι πάλι ρευστά και από τη στιγμή που οι εξεγέρσεις εξελίχθηκαν σε αιματηρή σύγκρουση, μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη ότι πολλοί άνθρωποι προτίμησαν να περιχαρακωθούν στην ασφάλεια των κοινοτικών τους ταυτοτήτων. Εξάλλου, η υποβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους (μέρος της παγκόσμιας στροφής προς τον νεοφιλελευθερισμό) τους είχε οδηγήσει ήδη από τα προηγούμενα χρόνια στο να αναζητήσουν καταφύγιο στα ενδοκοινοτικά τους δίκτυα. Τελικά, φάνηκε ότι έλειπαν και εναλλακτικές ενωτικές ιδεολογίες, ικανές να κινητοποιήσουν τις μάζες να παλέψουν στο όνομά τους, ξεπερνώντας τα «σεκταριστικά» όρια: ο παναραβισμός ή ο κομμουνισμός, που έπαιξαν αυτό τον ρόλο στο παρελθόν, είχαν χάσει για διάφορους λόγους την αξιοπιστία τους.

Εδώ είναι που μπορούμε ίσως να δούμε την κατάσταση της περιοχής σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο. Μπορεί να είναι σημάδι μιας εποχής όπου η ταύτιση με «παραδοσιακές κοινότητες» (πραγματικές ή φανταστικές) κερδίζει έδαφος παγκοσμίως, από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη μέχρι την Ινδία και τη Ρωσία. Απλά, η φύση αυτών των παραδοσιακών ταυτοτήτων διαφέρει ανάλογα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες: αλλού μπορεί να είναι γλωσσικές-εθνικές, αλλού θρησκευτικές, αλλού φυλετικές και αλλού τοπικιστικές.

Το μεγάλο ξεκαθάρισμα;

Ο όρος «μεγάλο ξεκαθάρισμα» (Great Sorting-Out)  προέρχεται από τον Αμερικανό ειδικό για τη Συρία Τζόσουα Λάντις. Με βάση αυτήν τη λογική, υπάρχουν αναλογίες των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή με ό,τι έγινε παλαιότερα στην Ευρώπη, όταν μέσα από πολυεθνικές αυτοκρατορίες γεννήθηκαν μικρά αλλά εθνο-θρησκευτικά ομοιογενή κράτη. Εδώ μπορούμε φυσικά να κάνουμε τη σύγκριση και με τα «δικά μας», δηλαδή τη βόρεια πλευρά της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Κρήτη, Κύπρος. Σε αυτές τις περιοχές, η παλιά εθνο-θρησκευτική ποικιλία δεν κατάφερε να επιβιώσει από τις δραματικές αλλαγές του προηγούμενου αιώνα. Η πολυθρησκευτική Αλβανία ή κάποιοι θύλακες εντός των εθνών-κρατών (π.χ. Θράκη στην Ελλάδα, Δοβρουτσά στη Ρουμανία, Σαντζάκι σε Σερβία και Μαυροβούνιο) μοιάζουν να είναι απλά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Είναι αλήθεια ότι και στις αραβικές χώρες υπήρξαν κάποιες (βίαιες ή μη) μετακινήσεις πληθυσμών τα τελευταία χρόνια, οι οποίες μοιάζουν να ενισχύουν την υπόθεση ότι κι εκεί τα πράγματα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, οι διάφορες συγκρούσεις στην περιοχή δεν οδήγησαν σε μόνιμες αλλαγές συνόρων, που να φέρνουν περισσότερη εθνο-θρησκευτική «καθαρότητα» – με μοναδική ίσως εξαίρεση τη διάσπαση του Σουδάν.

Η στιγμή αυτή φαινόταν ίσως να φτάνει πριν από μερικά χρόνια. Το «Ισλαμικό Κράτος» είχε επεκταθεί στη Συρία και στο Ιράκ, καταργώντας πρακτικά το σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες, και ενώνοντας τους Σουνίτες Άραβες που κατοικούσαν και στις δύο πλευρές του. Η περιοχή που ακόμα έλεγχε το καθεστώς Άσαντ κατοικούνταν σε υψηλό ποσοστό από Αλαουίτες και άλλες θρησκευτικές μειονότητες. Τα κουρδόφωνα τμήματα τόσο του βόρειου Ιράκ όσο και της βόρειας Συρίας ελέγχονταν από κουρδικές ένοπλες ομάδες. Όσο για την (κυριαρχούμενη από Σιίτες) κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ, ο έλεγχος της περιοριζόταν κυρίως στις νοτιο-κεντρικές περιοχές της χώρας, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι σιιτική.

Ο εδαφικός έλεγχος της Συρίας και του Ιράκ από τις διάφορες δυνάμεις τον Ιανουάριο 2015.
Πηγή εικόνας (τροποιημένη)

Σήμερα, αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει για ακόμα μια φορά. Το συριο-ιρακινό σύνορο αποκαταστάθηκε στην αρχική μορφή του. Ο Άσαντ ελέγχει το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων πολλών σχεδόν καθαρά σουνιτικών περιοχών. Η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης του ιρακινού Κουρδιστάν φαίνεται προς το παρόν να έχει ναυαγήσει και αν υπήρχαν ελπίδες για ένα εντελώς ανεξάρτητο συριακό Κουρδιστάν, μάλλον δεν είναι ούτε αυτές πολλές τελευταία. Όσο για τους Άραβες Ιρακινούς, έχουν εξαντληθεί από τα πολλά χρόνια αιματηρών συγκρούσεων και μια (ίσως νέας μορφής) ιρακινή εθνική ιδέα και ταυτότητα μοιάζει να ανακάμπτει (βλέπε σχετική συνέντευξη). Επίσης, ο Λίβανος κατάφερε μετά από μεγάλη καθυστέρηση να πραγματοποιήσει τελικά βουλευτικές εκλογές και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας φαίνεται να μην απειλείται άμεσα. Με λίγα λόγια: οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν έχουν μεταφραστεί και σε σταθερά νέα σύνορα (με κάποιες εξαιρέσεις ίσως).

Εδαφικός έλεγχος της Συρίας και του Ιράκ τον Απρίλιο 2019.
Κόκκινο: Συριακή/Ιρακινή Κυβέρνηση
Κίτρινο: Κουρδικές Δυνάμεις
Πράσινο: Συριακή Αντιπολίτευση/Τουρκία
Μαύρο: Ισλαμικό Κράτος
https://isis.liveuamap.com/


Είναι τελικά αυτό που παρατηρούμε σήμερα μια εθνική ολοκλήρωση του «οθωμανικού Νότου», κατά τα πρότυπα του δικού μας «οθωμανικού Βορρά», με τη δημιουργία θρησκευτικά ομοιογενών κρατών; Αν ισχύει αυτό, τότε ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή του δρόμου. Η περιοχή απέχει πολύ από αυτήν την ομοιογένεια και για να φτάσει μέχρι εκεί θα έπρεπε να χυθεί πολύ αίμα ακόμα και να μετακινηθούν πολύ μεγαλύτεροι πληθυσμοί. Για το συμφέρον των λαών της περιοχής, όχι μόνο των αραβικών αλλά και το δικό μας ως γειτόνων, πρέπει να ελπίζουμε ότι υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. 

Οι προβλέψεις είναι γενικά δύσκολες για αυτή την περιοχή και λίγοι θα διακινδύνευαν να τις κάνουν. Μπορούμε όμως να συγκρατήσουμε ότι, ακόμα και με τη σημερινή κατάσταση, πολλά στοιχεία φαίνεται να δείχνουν ότι ένας απόλυτος διαχωρισμός είναι δύσκολος έως αδύνατος. Η συμβίωση ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής μπορεί να περνά μια από τις σκληρότερες δοκιμασίες στην Ιστορία της, αλλά δεν έχουμε φτάσει σε σημείο που μπορεί κάποιος εύκολα να την ξεγράψει.

 

Άρθρα-Βιβλία:

  • Nader Hashemi & Danny Postel (2017): Sectarianization: Mapping the
    New Politics of the Middle East, The Review of Faith & International Affairs, 15:3, 1-13, DOI: 10.1080/15570274.2017.1354462
  • Daniel Byman (2014): Sectarianism Afflicts the New Middle East, Survival, 56:1, 79-100, DOI: 10.1080/00396338.2014.882157
  • Michael Gasper (2016): Sectarianism, Minorities, and the Secular State in the Middle East- Review Article. Int. J. Middle East Stud. 48 (2016), 767–778 doi:10.1017/S002074381600091X
  • Hassan Mneimneh (2016): From Communitarianism to Sectarianism: The Trajectory of Factionalism in the Arab Middle East. The Muslim World 106(1):62-82, DOI: 10.1111/muwo.12134
  • Heather M. Robinson, Ben Connable, David E. Thaler, Ali G. Scotten (2018): Sectarianism in the Middle East – Implications for the United States. RAND Corporation.
  • Ingrid Løland (2019): Between Utopia and Dystopia: Sectarianization through Revolution and War in Syrian Refugee Narratives. Religions 2019, 10, 188; doi:10.3390/rel10030188.
  • Mark Farha (2016): Searching for Sectarianism in the Arab Spring: Colonial Conspiracy or Indigenous Instinct? The Muslim World 106(1):8-61. DOI: 10.1111/muwo.12137
  • Heiko Wimmen (2016): Syria’s Path from Civic Uprising to Civil War.
  • Fanar Haddad (2017): Anti Sunnism and anti-Shi’ism: minorities, majorities and the question of equivalence. Memo prepared for workshop organized by SWAR: Sectarianism in the Wake of the Arab Revolts, “Shi’a and Sunni Islamism(s) in a Sectarianized New Middle East.” Aarhus University, March 16th 2018.
  • Ussama Makdisi (2017): The Mythology of the Sectarian Middle East.
  • Ussama Makdisi (2017): Understanding Sectarianism in the Middle East. The Cairo Review of Global Affairs. 
  • Fabrice Balanche (2018): Sectarianism in Syria’s Civil War – A Geopolitical Study.
  •  Patrick Cockburn (2014): Η επιστροφή των τζιχαντιστών – Το ισλαμικό κράτος και η νέα εξέγερση των σουνιτών. Μεταίχμιο.
     

Συνεντεύξεις:

 

 

 

 

Τεχνητα και φυσικα κρατη στον αραβικο κοσμο

Κλασσικό

Η συζήτηση περί «τεχνητών συνόρων» στον αραβικό χώρο είναι παλιά. Γίνεται όμως ξανά επίκαιρη, βλέποντας τη σημερινή αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Διάφορα αραβικά κράτη (Λιβύη, Υεμένη, Συρία, Ιράκ) έχουν ουσιαστικά καταρρεύσει. Είναι επόμενο να αναρωτιόμαστε αν ζούμε σήμερα το τέλος αυτών των συνόρων και την ανάδυση μιας «νέας τάξης πραγμάτων» στον αραβικό κόσμο.

Τεχνητά ή φυσικά σύνορα

Η λογική αντίδραση όταν ακούει κάποιος για «τεχνητά σύνορα» είναι να αναρωτηθεί: δεν είναι όλα τα σύνορα τεχνητά, αφού τα έχουν καθορίσει οι άνθρωποι; Ακόμα και στην περίπτωση που χρησιμοποιείται ένα πραγματικό φυσικό εμπόδιο, όπως ένα ποτάμι (π.χ. ο Έβρος ή ο Δούναβης), είναι οι άνθρωποι που το μετατρέπουν σε επίσημο σύνορο.

Επομένως, όταν αναφερόμαστε σε αντίθεση «φυσικών» και τεχνητών συνόρων, εννοείται ότι δεν μιλάμε κυριολεκτικά. «Φυσικά» ονομάζονται κράτη τα οποία έχουν πίσω τους μια σημαντική ιστορική παράδοση και τοπικές ρίζες: είτε ως ανεξάρτητες ή ημιαυτόνομες οντότητες, είτε ως παραδοσιακοί χώροι διαμονής συγκεκριμένων εθνοτικών ομάδων. Αντίθετα, «τεχνητά σύνορα» ονομάζονται τέτοια, που δημιουργήθηκαν από εξωτερικές δυνάμεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αγνοώντας την ιστορική παράδοση ή την εθνο-θρησκευτική πραγματικότητα.

Στα Βαλκάνια ή τη Μικρά Ασία τα κράτη μοιάζουν να έχουν κάποια «φυσικότητα»: μπορεί να μην υπήρχε σημαντική συνέχεια με ιστορικές κρατικές οντότητες, στήθηκαν όμως στη βάση κάποιων υπαρκτών εθνοτικών, γλωσσικών ή θρησκευτικών διαφορών. Στην περιοχή που δημιουργήθηκαν η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία, η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν λίγο πολύ ελληνική, τουρκική, αλβανική ή σερβική αντίστοιχα – έστω και αν αυτή η πλειοψηφία δεν ήταν τόσο κυρίαρχη όσο σήμερα και οι έννοιες αυτές όχι τόσο καθαρές.

Τι έγινε όμως στα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Στη Μέση Ανατολή, όπου κυρίαρχη γλώσσα είναι τα αραβικά, δεν δημιουργήθηκε ένα ενιαίο αραβικό κράτος, ούτε τα σύνορα χαράχτηκαν στη βάση των θρησκευτικών διαφορών π.χ. ανάμεσα σε Σουνίτες, Σιίτες, Αλαουίτες ή Χριστιανούς. Εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο δημιουργήθηκε κυρίως με εξωτερική παρέμβαση (των Ευρωπαίων Εβραίων), ενώ μόνο μερική εξαίρεση ήταν ο Λίβανος, που φτιάχτηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να έχει μια (μικρή) χριστιανική πλειοψηφία – η οποία όμως έτσι κι αλλιώς σήμερα δεν υφίσταται.

Αν όμως δεν έπαιξαν ρόλο οι εθνο-θρησκευτικές διαφορές, τότε τι; Είναι τα σημερινά σύνορα στον αραβικό κόσμο απλά μια κληρονομιά των αποικιοκρατών, ή συνέχεια ιστορικών παραδόσεων; Και τι σημαίνει αυτό για την επιβίωση τους; Όπως θα περίμενε κάποιος, εύκολες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν.

Η κληρονομιά των Σάικς-Πικό

Όταν κάποιος μιλάει για τεχνητά αποικιοκρατικά σύνορα στον αραβικό κόσμο, σχεδόν αυτόματα μπαίνει στη συζήτηση και η συμφωνία Σάικς-Πικό. Μ’ αυτό το όνομα (από τους διπλωμάτες οι οποίοι την διαπραγματεύτηκαν) έχει περάσει στην ιστορία η μυστική συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, με την οποία μοίρασαν μεταξύ τους τα οθωμανικά εδάφη της Μέσης Ανατολής το 1916: ενώ δηλαδή η έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε ακόμα κριθεί και οι Αγγλογάλλοι δεν είχαν καν τον έλεγχο στην περιοχή.

Τα όρια των περιοχών αγγλικής και γαλλικής επιρροής/ελέγχου με βάση τη συμφωνία Σάικς-Πικό. Από κάτω φαίνονται τα σύνορα των σημερινών κρατών, ώστε να μπορεί να γίνει η σύγκριση.
Πηγή εικόνας

Όταν το τέλος του πολέμου βρήκε τους Αγγλογάλλους νικητές και τους Οθωμανούς ηττημένους, οι πρώτοι μπορούσαν να εφαρμόσουν την συμφωνία. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως το κεμαλικό κίνημα, οδήγησαν μεν σε σημαντικές τροποποιήσεις (η σημερινή Συρία και ο Λίβανος αντιστοιχούν στην τελική γαλλική περιοχή και το Ισραήλ, τα παλαιστινιακά εδάφη, η Ιορδανία και το Ιράκ στη βρετανική). Σε γενικές γραμμές όμως, βλέπουμε ότι η συμφωνία Σάικς-Πικό παρέμεινε οδηγός για τη μοιρασιά των εδαφών της αραβικής Ανατολής.

Ακόμα και ο εσωτερικός διαχωρισμός της αγγλικής και γαλλικής περιοχής σε κράτη βασίστηκε στις αποφάσεις των εξωτερικών δυνάμεων, έστω με την κάλυψη της Κοινωνίας των Εθνών (τον πρόγονο του ΟΗΕ). Οι Γάλλοι διαίρεσαν την περιοχή εντολής που τους δόθηκε σε 5 «κρατίδια», από τα οποία τα τέσσερα μεν ενώθηκαν στη συνέχεια συγκροτώντας τη σημερινή Συριακή Αραβική Δημοκρατία, το πέμπτο όμως έγινε ξεχωριστό κράτος: ο Λίβανος. Όσο για την αγγλική ζώνη επιρροής, χωρίστηκε σε τρία τμήματα: το Ιράκ, την Υπεριορδανία και την Παλαιστίνη. Τα δύο πρώτα έγιναν τα ανεξάρτητα κράτη που ξέρουμε, ενώ στην μεγαλύτερη έκταση του τρίτου δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, που μετά το 1967 έφερε υπό την κατοχή του και τα υπόλοιπα τμήματα της πρώην βρετανικής Παλαιστίνης.

Η περιοχή Γαλλικής Εντολής, χωρισμένη σε πέντε κρατίδια. Το Σαντζάκι της Αλεξανδρέτας (μπλε) ανήκε αρχικά στο κράτος του Χαλεπίου (κόκκινο), δόθηκε όμως αργότερα στην Τουρκία.
Πηγή: en.academic.ru

Φυσικά, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν ήταν εντελώς αυθαίρετοι. Μια ιστορική περιοχή «Μεσοποταμία» ή «Ιράκ» υπήρχε πάντα: μάλιστα, για μια περίοδο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, λειτουργούσε ως σχεδόν ενιαία και αυτόνομη οντότητα εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, ένα καθεστώς ιδιαίτερης αυτονομίας είχε στα τελευταία οθωμανικά χρόνια και το όρος Λίβανος.

Παρ’ όλα αυτά, στη συμφωνία Σάικς-Πικό γίνεται μια μάλλον βάσιμη κριτική ότι αγνόησε ιστορικές συνέχειες και εθνο-θρησκευτικές ιδιαιτερότητες. Το κράτος του Ιράκ σχηματίστηκε από την ένωση τριών διαφορετικών οθωμανικών επαρχιών (Μοσούλη, Βαγδάτη, Βασόρα), συγκεντρώνοντας σ’ ένα κράτος ετερογενείς πληθυσμούς (Κούρδοι στο Βορρά, Σουνίτες Άραβες στη Δύση, Σιίτες Άραβες στο Νότο). Η «ιστορική Συρία» αντίθετα μοιράστηκε με τρόπο ώστε να εξισορροπηθούν οι αγγλικές και γαλλικές ορέξεις, αγνοώντας λίγο πολύ τα παλιά όρια ανάμεσα στις οθωμανικές επαρχίες και ιστορικές παραδόσεις.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος της 19ου αιώνα.
Πηγή εικόνας

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα σημερινά σύνορα.

Η συμφωνία Σάικς-Πικό είναι πλέον 101 χρονών και παραμένει ένα σύμβολο της αποικιοκρατίας στην περιοχή. Πολλοί την έχουν κατηγορήσει και επίσης πολλοί (παναραβιστές, κομμουνιστές, Σύριοι εθνικιστές, ισλαμιστές) έχουν υποσχεθεί την κατάργηση των συνόρων που βασίστηκαν σ’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα σύνορα παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτα μέχρι τις μέρες μας. Και είναι κάπως τραγικό ότι οι πρώτοι που κατάφεραν να τα καταργήσουν, τουλάχιστον σε ένα μέρος τους (θα δούμε και για πόσο), είναι οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους – κάτι που οι ίδιοι φυσικά δεν παραλείπουν να διαφημίζουν.

Σύγχρονα και παραδοσιακά κράτη στο Μαγκρέμπ

Ας περάσουμε στην άλλη άκρη του αραβικού κόσμου, τo Μαγκρέμπ (Δύση στα αραβικά): Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη. Όλες αυτές οι χώρες γνώρισαν την αποικιοκρατία: την ισπανική ένα μέρος του Μαρόκο, τη γαλλική το υπόλοιπο Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία, την ιταλική η Λιβύη. Έχουν όμως και μια δική τους παράδοση, που πάει πολλούς αιώνες πίσω.

Ξεκάθαρη περίπτωση είναι το Μαρόκο, το οποίο ήταν ήδη ανεξάρτητο σουλτανάτο για πολλούς αιώνες μέχρι και το 1912, όταν μετατράπηκε σε ισπανο-γαλλικό προτεκτοράτο. Ακόμα και τότε διατηρήθηκε ο θεσμός του Σουλτάνου – ο οποίος πήρε τον τίτλο του βασιλιά, όταν το Μαρόκο απέκτησε το 1956 πάλι την ανεξαρτησία του.

Στο υπόλοιπο Μαγκρέμπ δεν υπήρχαν επίσημα ανεξάρτητα κράτη, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία το είχε θέσει υπό την κυριαρχία της.  Υπήρχαν όμως οντότητες, οι οποίες στην ουσία ήταν αυτόνομες, με δικό τους ηγεμόνα η κάθε μια: είχαν μάλιστα ιδιαίτερα κακή φήμη ως κράτη-προστάτες της πειρατείας. Πρωτεύουσες ήταν το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη. Το Αλγέρι και η Τύνιδα διατήρησαν αυτή την αυτονομία τους, μέχρι που έγιναν γαλλικές αποικίες το 1830 και 1881 αντίστοιχα.

Τα παλιά κράτη της Μπαρμπαριάς στη Βόρεια Αφρική.
Πηγή εικόνας

Η Λιβύη είναι κάπως πιο ιδιαίτερη περίπτωση, αφού η Τρίπολη ήταν ημιανεξάρτητη μόνο μέχρι το 1835, όταν οι Οθωμανοί αποφάσισαν να τη θέσουν υπό την απ’ ευθείας διοίκηση τους. Αν και τη διατήρησαν ως ενιαίο βιλαέτι, ιστορικά ξεχώριζαν πάντα η περιοχή της Τριπολίτιδας από την Κυρηναϊκή στα ανατολικά και το Φεζάν στο Νότο. Αυτόν το διαχωρισμό χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί αποικιοκράτες (οι οποίοι μόλις το 1934 ενοποίησαν τις τρεις αυτές αποικίες τους, δίνοντας τους το όνομα «Λιβύη»), αλλά συνεχίστηκε και με την ανεξαρτησία μετά τον Β’ Παγκόσμιο, ως χωρισμός σε τρεις αυτόνομες περιοχές. Ο διαχωρισμός καταργήθηκε μεν στη συνέχεια, η διαφορετική παράδοση αυτών των περιοχών παρέμεινε όμως ενεργή, έτσι ώστε να ξαναζωντανέψει και να παίξει ρόλο και στις σημερινές συγκρούσεις: με την πτώση του Καντάφι, ακούγονται πάλι δυνατά φωνές που ζητούν αυτονομία για την Κυρηναϊκή.

Παρά την ιδιαιτερότητα της Λιβύης, γενικά βλέπουμε ότι στο Μαγκρέμπ τα σημερινά κράτη έχουν πίσω τους μια παράδοση, η οποία μόνο προσωρινά διακόπηκε μέσω της αποικιοκρατίας. Τα ακριβή τους σημερινά σύνορα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Σαχάρας, είναι μεν ως ένα σημείο κληρονομιά των αποικιοκρατών: η Λιβύη απέκτησε π.χ. τη σημερινή της μεγάλη έκταση μετά από παραχωρήσεις των Γάλλων και των Άγγλων από τις δικές τους γειτονικές αποικίες προς την Ιταλία. Παρ’ όλα αυτά, οι πυρήνες των σημερινών κρατών αντιστοιχούν περίπου και στις παλιές κρατικές οντότητες: υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια.

Η Αίγυπτος: το κράτος του Νείλου

Ανάμεσα σε αραβική Δύση και Ανατολή, βρίσκεται το πιο μεγάλο σε πληθυσμό αραβικό κράτος: η Αίγυπτος.  Λίγα κράτη στον κόσμο θα μπορούσαν να είναι τόσο «φυσικά», με μια παράδοση πολλών χιλιετιών, η οποία σε κάποιο βαθμό συνεχίστηκε ακόμα και κάτω υπό την εξουσία ξένων κατακτητών. Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, ο διοικητής της Αιγύπτου είχε μάλιστα το προνόμιο να είναι αντιβασιλέας. Ο Μεχμέτ Αλή ως αντιβασιλέας της Αιγύπτου ήταν τόσο αυτόνομος, που έφτασε να απειλεί την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Και η Αίγυπτος γνώρισε φυσικά την αποικιοκρατία. Η φυσική της ιδιαιτερότητα είναι όμως πολύ καθαρή: η Αίγυπτος είναι η γη του Νείλου, στην κοιλάδα και στο δέλτα του οποίου ζει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Λίγες ηπειρωτικές χώρες στον κόσμο έχουν μια κρατική παράδοση τόσο στενά δεμένη με μια ιδιαίτερη φυσική γεωγραφία.

Χάρτης της σημερινής πυκνότητας πληθυσμού στην Αίγυπτο. Πηγή εικόνας

Η αραβική χερσόνησος

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ποτέ δεν κατάφερε (ή δεν ενδιαφέρθηκε) να κυριαρχήσει εντελώς στην περιοχή της αραβικής χερσονήσου. Στην εποχή της αποικιοκρατίας, τον πρώτο λόγο στην περιοχή τον είχαν οι Βρετανοί. Το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, το Άμπου Ντάμπι και τα άλλα κρατίδια που αποτελούν σήμερα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ομάν, ήταν όλα βρετανικά προτεκτοράτα, επίσημα ή ανεπίσημα. Ως αυτόνομα κρατίδια υπήρχαν όμως από πριν, συνήθως μάλιστα υπό τις δυναστείες που τα κυβερνούν ακόμα και σήμερα: δεν πρόκειται για μια διάσπαση βρετανικής έμπνευσης. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι εδώ η Υεμένη, της οποίας το βόρειο και το νότιο τμήμα έχουν διαφορετική πολιτική ιστορία, φυσική γεωγραφία, ακόμα και θρησκευτικό προσανατολισμό: η συμβίωση τους σ’ ένα κοινό κράτος από το 1990 και μετά ήταν και παραμένει δύσκολη.

Όσο για το τωρινό πιο σημαντικό κράτος της περιοχής, τη Σαουδική Αραβία, οι ρίζες του βρίσκονται ήδη στον 18ο αιώνα, όταν το πουριτανικό ισλαμικό κίνημα του Ουαχαμπιτισμού συμμάχησε με την ντόπια οικογένεια των Σαούντ και κατάφερε να κυριαρχήσει τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του σημερινού ανατολικού τμήματος της χώρας. Τη Χετζάζη πάντως, τη σημερινή δυτική ακτή, την απέκτησαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο. Η συμμαχία με τις ΗΠΑ έπαιξε φυσικά ρόλο στο να πετύχουν οι Σαούντ να διατηρήσουν και τα δύο αυτά ετερογενή τμήματα ενωμένα ως ένα κράτος.

Σύνορα: παρελθόν, παρόν και μέλλον

Πως μπορούν όλα αυτά να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τη σημερινή κατάσταση στις αραβικές χώρες; Ένα μάλλον εύκολο συμπέρασμα που θα έβγαζε κάποιος, είναι ότι τα κράτη, των οποίων η κρατική παράδοση είναι πιο «ρηχή», καταρρέουν πιο εύκολα: η Συρία και το Ιράκ, η Υεμένη, η Λιβύη. Ο Λίβανος γνώρισε τη δική του περίοδο κατάρρευσης από το ’75 ως το ’90 και ακόμα δεν έχει βρει εντελώς τη συνοχή του. Μ’ αυτή τη λογική, η επόμενη υποψήφια θα ήταν μάλλον η Ιορδανία. Αντίθετα, για τα κράτη με πιο «βαθιά» παράδοση ή/και εθνο-θρησκευτική ομοιογένεια, ακόμα κι αν αυτά έχουν ζήσει μπόλικη πολιτική αστάθεια τα τελευταία χρόνια, όπως η Τυνησία και η Αίγυπτος, η επιβίωσή τους δεν φαίνεται να αμφισβητείται σοβαρά.

Δεν είναι όμως αυτή η κατάρρευση το σύμπτωμα μιας εποχής με συγκεκριμένες συνθήκες; Σε μια περίοδο γενικής κρίσης και σε μια εποχή όπου οι εθνο-θρησκευτικές ή οι τοπικές ταυτότητες προβάλλονται ως το πιο σίγουρο καταφύγιο, είναι αναμενόμενο ότι τα πρώτα κράτη που κλονίζονται είναι αυτά που έχουν την πιο αδύνατη κρατική παράδοση ή/και την πιο περίπλοκη εθνο-θρησκευτική σύνθεση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σύνδεση των πολιτών ακόμα και με τέτοια κράτη είναι εντελώς αμελητέα, από τη στιγμή που υπάρχουν ήδη για μερικές δεκαετίες. Εξάλλου, ακόμα και τα πιο «παραδοσιακά» κράτη, δεν ήταν κάποτε και αυτά νέα, που τους αφέθηκε χρόνος να δημιουργήσουν αυτήν την παράδοση;

Επίσης, όταν προβάλλουμε ένα ευρωπαϊκό ή βαλκανικό μοντέλο για τη Μέση Ανατολή, δηλαδή τη δημιουργία νέων κρατών στη βάση εθνο-θρησκευτικής ομοιογένειας, το σκεφτόμαστε καλά; Η υποτιθέμενη σταθερότητα που φέρνουν τέτοια κράτη (την φέρνουν όντως;) ήρθε στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια μόνο μετά από ιδιαίτερα αιματηρούς πολέμους και άγριες εθνοκαθάρσεις – και λίγα χρόνια αφότου τα με τόση βία και κόπο σχηματισμένα σύνορα σταθεροποιήθηκαν, τα ίδια κράτη τα αποδυναμώνουν, για χάρη μιας υπερεθνικής οργάνωσης όπως η Ε.Ε.

Φυσικά, δεν αποκλείεται το οικοδόμημα των Σάικς-Πικό να καταρρεύσει ολοκληρωτικά και να γεννηθούν εντελώς νέα κράτη στη Μέση Ανατολή, π.χ. ένα ή περισσότερα κουρδικά (ένα ενδεχόμενο που μοιάζει να είναι πολύ κοντά), αραβικά-σουνιτικά, αραβικά-σιιτικά κ.ο.κ. Μόνο όμως επειδή βλέπουμε μια τέτοια τάση σήμερα, δεν σημαίνει ότι η κατεύθυνση δεν μπορεί να αλλάξει και τα σημερινά σύνορα τελικά να διασωθούν – ή να αλλάξουν μ’ έναν τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι θα περιμέναμε.


Σχετικά άρθρα

 

 

Η ιδιαιτερη γεωγραφια της ευφορης ημισεληνου

Κλασσικό

Σίγουρα πολλοί έχουν ακούσει για την «εύφορη ημισέληνο» και την τεράστια σημασία της για την ανθρώπινη Ιστορία. Το όνομα δόθηκε σε μια περιοχή που ξεκινάει νοτιο-ανατολικά από την Μεσοποταμία και τα όρη Ζάγκρος, συνεχίζεται στα βόρεια μέσα από το σημερινό Κουρδιστάν, και μετά προς τα νότια καταλήγοντας στη Συροπαλαιστίνη – κάποιοι συμπεριλαμβάνουν και την κοιλάδα του Νείλου, ακόμα και την Κύπρο. Αν την δούμε στο χάρτη, έχει ένα περίπου ημικυκλικό σχήμα, μοιάζοντας με μισοφέγγαρο. Η ιδιαιτερότητά της είναι ότι σ’ αυτήν την περιοχή ο άνθρωπος εγκατέλειψε για πρώτη φορά τη νομαδική ζωή του τροφοσυλλέκτη και κυνηγού, για να παράγει πλέον ο ίδιος την τροφή του, μέσω της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.

Η εύφορη ημισέληνος. https://www.britannica.com/place/Fertile-Crescent

Η εύφορη ημισέληνος.
Πηγή εικόνας

Νεολιθική επανάσταση (;)

Η παραγωγή τροφής μέσω της γεωργίας και της κτηνοτροφίας είναι σίγουρα μια τεράστια αλλαγή, η σημασία της οποίας για τον ανθρώπινο πολιτισμό είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί. Οι ιστορικοί την χρησιμοποιούν για να σηματοδοτήσουν την μετάβαση του ανθρώπου από τη μεσολιθική στη νεολιθική εποχή. Μ’ αυτήν τη λογική επινοήθηκε και ο όρος νεολιθική επανάσταση. Για τη χρήση της λέξης «επανάσταση» δεν λείπουν οι ενστάσεις, αφού πρόκειται για μια πολύ σταδιακή μετάβαση, που χρειάστηκε πολλές γενιές για να ολοκληρωθεί. Σίγουρα όμως δεν αμφισβητείται η τεράστια σημασία αυτής της αλλαγής, η οποία έφερε τόσες άλλες μαζί της, π.χ. στις κοινωνικές δομές ή στη δημογραφική  εξέλιξη.

Στην εύφορη ημισέληνο η μετάβαση έγινε ανάμεσα στο 10.000 με 8.000 π.Χ. Από τον 8ο π.Χ. αιώνα έχουμε πλέον καθαρές αποδείξεις για τη συστηματική καλλιέργεια φυτών (κυρίως δημητριακών και οσπρίων), όπως και για την εξημέρωση κατσικιών και προβάτων. Οι μόνιμοι οικισμοί ήταν ήδη αρκετά μεγάλοι, ώστε να χωρούν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και χιλιάδες κατοίκους.

Αγρότες της νεολιθικής εποχής. https://libcom.org/blog/climate-class-neolithic-revolution-09062014

Αγρότες της νεολιθικής εποχής.
Πηγή εικόνας

Για το πως ξεκίνησε αυτή η «επανάσταση» μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις. Το σίγουρο είναι ότι πολλοί κάτοικοι της περιοχής είχαν ήδη αρκετά πριν εξειδικευτεί στη συλλογή και στην αποθήκευση άγριων δημητριακών. Με κάποιον τρόπο, συνειδητοποίησαν ότι με το να αφήνουν μερικούς σπόρους στο έδαφος εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή αυτών των δημητριακών. Ταυτόχρονα, η ανάγκη μόνιμης εγκατάστασης σε οικισμούς έκανε την εξασφάλιση της ζωικής πρωτεΐνης μέσω του κυνηγιού (το οποίο ειδικά στην περιοχή αυτή απαιτεί τη διαρκή μετακίνηση) πιο δύσκολη. Είναι άρα πιθανόν να ώθησε τον άνθρωπο στο να προσπαθήσει να εξημερώσει κάποια άγρια ζώα, ώστε να μην χρειάζεται να τρέχει συνέχεια από πίσω τους: κάτι που οδήγησε και στην κτηνοτροφία.

Η περιοχή για την οποία μιλάμε δεν ήταν η μόνη στον κόσμο όπου πραγματοποιήθηκε μια τέτοια μετάβαση (άλλα κέντρα ανεξάρτητης «ανακάλυψης» της γεωργίας ήταν π.χ. η Κίνα και η Νέα Γουινέα). Στην εύφορη ημισέληνο όμως συνοδεύτηκε με πολύ μεγάλη ποικιλία χρήσιμων φυτών και ζώων, και από εκεί εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Ποια ήταν η ιδιαιτερότητα της περιοχής, που την έκανε τόσο προνομιακή; 

Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτήν ακριβώς την περιοχή εντοπίζεται και το φυσικό ενδιαίτημα των προγόνων πολλών χρήσιμων φυτών (σιτάρι, κριθάρι, φακές, ρεβύθια, μπιζέλια, λινάρι) και ζώων (πρόβατο, κατσίκα). Η εύκολη απάντηση στο ερώτημα είναι επομένως: η γεωργία και κτηνοτροφία ανακαλύφθηκαν εκεί, επειδή εκεί ήταν διαθέσιμη μια πληθώρα τόσο σε άγρια δημητριακά και όσπρια όσο και σε άγρια ζώα, ικανά για εξημέρωση.

Η περιοχή εξάπλωσης του αγριοκάτσικου κατά την περίοδο της εξημέρωσής του, με ανοικτό γκρίζο χρώμα. Με σκούρο γκρίζο απεικονίζονται οι πιθανές περιοχές πρώτης εξημέρωσής του. Πηγή: Uerpmann (2007).

Η περιοχή εξάπλωσης του αγριοκάτσικου κατά την περίοδο της εξημέρωσής του, με ανοικτό γκρίζο χρώμα. Με σκούρο γκρίζο απεικονίζονται οι πιθανές περιοχές πρώτης εξημέρωσής του. Πηγή: Uerpmann (2007).

Αυτή η απάντηση όμως γεννά η ίδια και άλλα ερωτήματα: γιατί διέθετε ειδικά αυτή η περιοχή τόσα πολλά ή τόσο χρήσιμα είδη προς εξημέρωση; Και ποιοι ήταν οι άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, οι οποίοι ώθησαν τους κατοίκους της περιοχής στο να κάνουν αυτό το βήμα;

Περιβαλλοντικές αλλαγές και κοινωνικές αλλαγές

Ξεκινώντας με το δεύτερο ερώτημα: μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η «επανάσταση» συμπίπτει με εξίσου σημαντικές κλιματικές αλλαγές. Ο πλανήτης άφηνε τότε πίσω του την εποχή των παγετώνων. Η μετάβαση όμως δεν ήταν ομαλή, αλλά πέρασε μέσα από πολλές διακυμάνσεις – σε κάποιες φάσεις, το κλίμα γινόταν και πάλι πιο ψυχρό. Την 11η χιλιετία π.Χ. η Γη πέρασε τελικά την τελευταία ψυχρή περίοδο (Younger Dryas), πριν την οριστική είσοδο στη σημερινή μακρά θερμή περίοδο, το Ολόκαινο.

Για τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι κλιματικές αλλαγές μπορεί να επέδρασαν στην ανακάλυψη και την εδραίωση της γεωργίας, υπάρχουν εντελώς διαφορετικές θεωρίες. Από τη μια, οι πιο δύσκολες συνθήκες της Younger Dryas (πιο ψυχρό αλλά και πιο ξηρό κλίμα) προφανώς ανάγκασαν τους ανθρώπους να βρουν τρόπους για προσαρμοστούν σ’ αυτές. Είναι πιθανόν ο πειραματισμός με την καλλιέργεια των φυτών να ήταν μια τέτοια αντίδραση, γεννημένη από την ανάγκη να γίνει η όσο το δυνατό καλύτερη εκμετάλλευση των πιο περιορισμένων πηγών τροφής. Από την άλλη, είναι πιθανόν η ανακάλυψη της γεωργίας να ήταν η συνέπεια των πιο θερμών, υγρών, σταθερών και άρα και πιο ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών, που ακολούθησαν αμέσως μετά στο Ολόκαινο: σε συνδυασμό ίσως με την πίεση που άσκησε μια αύξηση του πληθυσμού και η εξάντληση άλλων σημαντικών πηγών τροφής, όπως το κυνήγι της γαζέλας.

Όπως και να έχει, είτε είχε ήδη ανακαλυφθεί από πριν είτε όχι, η είσοδος στο Ολόκαινο ευνόησε την ανάπτυξη και την επέκταση της γεωργίας. Σχετικές έρευνες δείχνουν ότι κατά τις ψυχρές περιόδους η περιοχή καλυπτόταν κυρίως από μια κρύα στέπα (με την αρτεμισία να αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά της). Στο Ολόκαινο αυτή η βλάστηση αντικαταστάθηκε σταδιακά από το μεσογειακό δάσος. Σε μια μεταβατική περίοδο όμως (η οποία μπορεί να κράτησε και 4000 χρόνια), φαίνεται ότι ευνοήθηκαν ιδιαίτερα τα αγρωστώδη – δηλαδή φυτά, από τα οποία πολλά αποδείχτηκαν χρήσιμα: συγκεκριμένα οι πρόγονοι των σημερινών εξημερωμένων δημητριακών.

Διάγραμμα γύρης από τη λίμνη Ζεριμπάρ, που απεικονίζει την εξέλιξη της βλάστησης κατά τη μετάβαση από τη ψυχρή (Kaltzeit) στη θερμή περίοδο (Warmzeit). Στην πρώτη στήλη αριστερά βλέπουμε ότι, ενώ στην ψυχρή περίοδο κυριαρχούν οι άλλες πόες (Kräuter) και στη θερμή τα δέντρα (Bäume), στην αρχή της θερμής κυριαρχούν για ένα μεγάλο διάστημα τα αγρωστώδη (Gräser). Αυτή τη μεγάλη αύξηση στα αγρωστώδη τη βλέπουμε και στη τελευταία στήλη στα δεξιά. Η περιοχή εξάπλωσης του αγριοκάτσικου κατά την περίοδο της εξημέρωσής του, με ανοικτό γκρίζο χρώμα. Με σκούρο γκρίζο απεικονίζονται οι πιθανές περιοχές πρώτης εξημέρωσής του. Πηγή: Uerpmann (2007).

Διάγραμμα γύρης από τη λίμνη Ζεριμπάρ στο Ιράν, που απεικονίζει την εξέλιξη της βλάστησης κατά τη μετάβαση από τη ψυχρή (Kaltzeit) στη θερμή περίοδο (Warmzeit). Στην πρώτη στήλη αριστερά βλέπουμε ότι, ενώ στην ψυχρή περίοδο κυριαρχούν διάφορες πόες (Kräuter) και στη θερμή τα δέντρα (Bäume), στην αρχή της θερμής αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό των αγρωστωδών (Gräser). Πηγή: Uerpmann (2007).

Ανατολική Μεσόγειος: η ιδανική τοποθεσία;

Οι παραπάνω θεωρίες εξηγούν ίσως το γιατί οι περιβαλλοντικές αλλαγές στην εύφορη ημισέληνο ευνόησαν τη νεολιθική επανάσταση. Γενικά, το μεσογειακό κλίμα ευνοεί μονοετή φυτά με μεγάλους σπόρους, αφού το φυτό μπορεί έτσι να ζήσει στην βροχερή περίοδο, και ο σπόρος που θα παραχθεί να αντέξει τη μακρά καλοκαιρινή ξηρασία στο έδαφος. Τέτοιες ιδιότητες κάνουν το φυτό χρήσιμο και για τον επίδοξο καλλιεργητή και φυσικά δεν είναι τυχαίο, ότι τέτοια είναι τα χαρακτηριστικά των πρώτων άγριων δημητριακών, που εξημερώθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Ανατολική Μεσόγειος δεν είναι όμως η μόνη περιοχή στον κόσμο με τέτοιο κλίμα. Επιστρέφουμε έτσι στο ερώτημα που τέθηκε πριν: γιατί ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο υπήρχαν στη φύση τόσα διαθέσιμα και χρήσιμα φυτά και ζώα προς εξημέρωση;

Μερικές πιθανές απαντήσεις προσπαθεί να δώσει ο Jared Diamond στο βιβλίο Guns, Germs and Steel. Πρώτα, όσον αφορά τη σύγκριση της Μεσογείου γενικά με άλλες περιοχές στον κόσμο με μεσογειακό κλίμα (Χιλή, Καλιφόρνια, Νότιος Αφρική, Νοτιοδυτική Αυστραλία), αναφέρει τα εξής: α) Η Μεσόγειος είναι σαφώς αυτή με την μεγαλύτερη έκταση, κάτι που σημαίνει και μεγαλύτερη ποικιλία ειδών, β) είναι η περιοχή με τις μεγαλύτερες κλιματικές διακυμάνσεις, οι οποίες έχουν ως συνέπεια ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό μονοετών φυτών.

Τι κάνει όμως την «εύφορη ημισέληνο» ιδιαίτερη σε σχέση με άλλες περιοχές της Μεσογείου; Κατά τον Diamond είναι οι μεγάλες διαφορές σε τοπογραφία και υψόμετρο, άρα και η ποικιλία περιβαλλοντικών συνθηκών: από το πιο χαμηλό σημείο στη Γη (Νεκρά Θάλασσα) μέχρι βουνά που πλησιάζουν τα 6.000μ σε ύψος (Ιράν), τα οποία βρίσκονται όμως και αυτά κοντά σε επίπεδες κοιλάδες ποταμών σε χαμηλό υψόμετρο. Αυτή η ποικιλία πρόσφερε στους κατοίκους πολλές περιβαλλοντικές δυνατότητες, ώστε να πειραματιστούν με την καλλιέργεια φυτών. Επίσης, ένας παράγοντας που μπορεί να έπαιξε ρόλο, είναι η σχετική απουσία ποταμών και ακτογραμμής, που θα μπορούσαν να ήταν εναλλακτικές πηγές τροφής (ψάρι, οστρακοειδή): κάτι που έκανε την απλή συλλογή λιγότερο ανταγωνιστική μέθοδο εξασφάλισης της διατροφής απ’ ό,τι π.χ. στη Δυτική Μεσόγειο.

Ο χάρτης απεικονίζει τα επιβεβαιωμένα κέντρα ανακάλυψης της γεωργίας (πράσινο) και την εξάπλωσή της. https://de.wikipedia.org/wiki/Neolithische_Revolution

Ο χάρτης απεικονίζει τα επιβεβαιωμένα κέντρα ανακάλυψης της γεωργίας (πράσινο) και την εξάπλωσή της.
Πηγή εικόνας

Τέλος, μένει το θέμα της γρήγορης και μεγάλης εξάπλωσης της γεωργίας από το ανατολικο-μεσογειακό της κέντρο σε σχέση με άλλα. Μια προφανής εξήγηση είναι ότι η περιοχή βρίσκεται περίπου στο κέντρο της μεγαλύτερης μάζας στεριάς του πλανήτη (την Ευρασία-Αφρική). Επίσης όμως, αυτή η μάζα εκτείνεται περισσότερο στον άξονα Ανατολής-Δύσης (σε σύγκριση π.χ. με την Αμερική), κάτι που σημαίνει πιο εκτεταμένες ζώνες με παρόμοιο κλίμα και βλάστηση, άρα και ευνοϊκότερες συνθήκες για την εξάπλωση των ανθρώπινων ανακαλύψεων. Αντίθετα, η γεωργία π.χ. από το Μεξικό έπρεπε να διασχίσει ζώνεις βλάστησης εντελώς διαφορετικές (π.χ. ζούγκλα, σαβάννα, έρημος) για να φτάσει στη Βόρειο ή Νότιο Αμερική.


Μπορεί φυσικά κάποιος να διατυπώνει άπειρες τέτοιες θεωρίες και δύσκολα μπορούμε να αποφασίσουμε τι απ’ όλα τελικά ισχύει. Αν μπορεί να βγει ένα γενικό συμπέρασμα, είναι ότι η περιοχή που ονομάστηκε «εύφορη ημισέληνος» ήταν από πολλές γεωγραφικές απόψεις προνομιακή για ανακαλύψεις όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία.

Ακούγεται άρα κάπως παράδοξο, όταν σήμερα θεωρείται οριακή και ξηρή περιοχή, όπου η εντατική γεωργία δημιουργεί πολλά οικολογικά προβλήματα, που κάνουν ακόμα και την ίδια την επιβίωση της γεωργίας αμφισβητήσιμη (βλ. σχετικά άρθρα για την ερημοποίηση και αλάτωση του εδάφους). Η τραγική αυτή εξέλιξη είναι συνέπεια τόσο της κακοδιαχείρισης από τον τοπικό πληθυσμό, όσο και της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Και μπορεί να μην είναι άσχετη με την αποσταθεροποίηση και τη βία που παρατηρούμε στην περιοχή: υπάρχει π.χ. η άποψη ότι η εξέγερση εναντίον του Άσαντ στη Συρία πυροδοτήθηκε μεταξύ άλλων από τη μεγάλη ξηρασία του 2007-10 και τα κοινωνικά προβλήματα που αυτή δημιούργησε.

Ένα ακόμα γενικό συμπέρασμα που μπορούμε ίσως να βγάλουμε: μόνο επειδή μια περιοχή ήταν προνομιακή σε μια περίοδο, δεν σημαίνει ότι θα παραμείνει έτσι για πάντα. Ακόμα και οι ίδιοι οι γεωγραφικοί παράγοντες που ήταν σε μια εποχή ευνοϊκοί, μπορεί να αποδειχτούν σε μια άλλη αρνητικοί. Πάντα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η δράση του ανθρώπου μπορεί να αλλάξει εντελώς και το ρόλο και τη βαρύτητα τέτοιων παραγόντων.

Πηγές:

Παλαιστινιακη Εξοδος και αλλες εθνοκαθαρσεις

Κλασσικό

Οι μεγάλες στιγμές στην Ιστορία της ανθρωπότητας είναι συχνά ωραίες για κάποιους, αλλά πικρές για άλλους. Μια τέτοια ιστορική στιγμή ήταν και το 1948 για την  Παλαιστίνη. Για τους Εβραίους που είχαν μαζευτεί εκεί απ’ όλες τις γωνιές της Γης (αλλά κυρίως από την Ευρώπη), ήταν μια λύτρωση. Ήταν το τέλος μιας μακραίωνης εξορίας, κατά την οποία ζούσαν σκορπισμένοι στον κόσμο ως μειονότητες, στο έλεος των εκάστοτε ηγετών (το οποίο συχνά δεν είχαν). Ο χειρότερος απ’ αυτούς τους διωγμούς είχε τερματιστεί πριν από μόλις 3 χρόνια, έχοντας αφήσει πίσω του 6 εκατομμύρια νεκρούς. Τώρα όμως, οι Εβραίοι αποκτούσαν επιτέλους το δικό τους έθνος-κράτος, όπου θα ήταν αφέντες οι ίδιοι – και μάλιστα στην ιστορική τους κοιτίδα, απ’ όπου (πίστευαν ότι) είχαν εξοριστεί πριν από δύο χιλιετίες.

Το τέλος της (φανταστικής ή όχι) «εξορίας» των Εβραίων ήταν όμως για τους Παλαιστίνιους η αρχή της δικής τους. Για τους Παλαιστίνιους, το 1948 είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής. Από τότε θα μετατρέπονταν σ’ έναν λαό προσφύγων, σκορπισμένοι σε καταυλισμούς στις γειτονικές αραβικές χώρες. Όσοι απέμειναν στην γη των προγόνων τους, θα γίνονταν είτε ξαφνικά καταπιεσμένη μειονότητα στην ίδια τους τη χώρα (όσοι έμειναν στην ισραηλινή επικράτεια), ή θα έμπαιναν 19 χρόνια αργότερα σε καθεστώς μόνιμης ισραηλινής κατοχής (στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας).

Λίγα τοπικά προβλήματα έχουν την ικανότητα να συγκινούν τα πλήθη ανά τον κόσμο επί τόσες πολλές δεκαετίες, όσο το Παλαιστινιακό. Το διεθνές ενδιαφέρον είναι αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της περιοχής. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που συνθέτουν αυτό το πρόβλημα, είναι το προσφυγικό: και αυτό δημιουργήθηκε το 1948, με τον πρώτο αραβο-ισραηλινό πόλεμο.

Μια αναγκαία «μεταφορά»

Όταν μιλούσαν για την Παλαιστίνη, πολλοί ρομαντικοί οπαδοί του Σιωνισμού στην Ευρώπη μπορεί να την φαντάζονταν περίπου ως ένα άδειο κομμάτι γης, που απλά ήταν εκεί και τους περίμενε να έρθουν να το πάρουν. Οι Σιωνιστές ηγέτες όμως, τους οποίους μπορεί κάποιος να κατηγορήσει για πολλά πράγματα αλλά μάλλον όχι για αφέλεια, θα είχαν γνώση της πραγματικής κατάστασης. Στην Παλαιστίνη ζούσαν το 1915 περίπου 600.000 Άραβες (Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί) και μόλις 80.000 Εβραίοι. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν κάποιοι Σιωνιστές απεσταλμένοι, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει εκεί για να διερευνήσουν την κατάσταση: «η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά είναι παντρεμένη με άλλον».

Οι Σιωνιστές, βλέποντας αυτό το βασικό εμπόδιο στα σχέδιά τους, έκαναν από νωρίς σκέψεις για το πώς θα το αντιμετωπίσουν. Ο (θεωρούμενος και «πατέρας του Σιωνισμού») Τέοντορ Χερτζλ, έγραφε ήδη το 1895: «θα προσπαθήσουμε να σπρώξουμε τον φτωχό πληθυσμό έξω από τα σύνορά μας, προσφέροντας του εργασία στις χώρες μεταφοράς, ενώ θα του την αρνούμαστε στη δική μας χώρα». Τέτοιες δημόσιες αναφορές σ’ αυτό το θέμα πάντως είναι σπάνιες. Οι Σιωνιστές είχαν υπόψη το πόσο ευαίσθητο είναι – και είχαν μια κοινή γνώμη απέναντί τους, την οποία έπρεπε να πείσουν για το δίκαιο του σκοπού τους.

Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει κάπως. Η αύξηση της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη και οι βίαιες αντιδράσεις από την αραβική πλευρά, απέδειξαν ότι η τελευταία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα τέτοια σχέδια. Δύσκολα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πειστικά ότι η συνύπαρξη Εβραίων και Αράβων σ’ ένα εβραϊκό κράτος ήταν δυνατή.

Υπήρχε όμως ακόμα μια διαφορά τώρα: το «πετυχημένο» παράδειγμα της ελληνο-τουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών! Αυτή έδειχνε ότι βίαιες μεταφορές ανθρώπων σε τέτοια κλίμακα όχι μόνο είναι εφικτές, αλλά μπορούν να φέρουν και σταθερότητα, ειρήνη και καλές σχέσεις ανάμεσα σε πρώην εχθρούς. Δημιουργήθηκε έτσι ένα ιστορικό προηγούμενο, το οποίο οι  οπαδοί μιας οπαδοί μιας παρόμοιας «λύσης» για την Παλαιστίνη δεν παρέλειψαν να αξιοποιήσουν.

Η σιωνιστική ηγεσία, εγκατεστημένη πλέον στην  Παλαιστίνη, μπορεί ακόμα δημόσια να επέμενε στη ρητορική του «αρκετού χώρου για όλους». Στις συζητήσεις μεταξύ τους όμως, όπως και σ’ αυτές με τους Βρετανούς διοικητές της Παλαιστίνης, οι Σιωνιστές αναφέρονταν πλέον πιο καθαρά στην ανάγκη μιας κάποιας μεταφοράς πληθυσμού, π.χ. προς το Ιράκ ή την Υπεριορδανία. Μια κρίσιμη χρονιά ήταν το 1936: η βρετανική πρόταση για τη λύση του προβλήματος περιείχε τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και την μεταφορά πληθυσμών – κατά προτίμηση εθελοντικής, αλλά αν ήταν ανάγκη και υποχρεωτικής (κάνοντας και ρητή αναφορά στο ελληνο-τουρκικό παράδειγμα). Για τους Σιωνιστές ηγέτες ήταν μια μεγάλη ηθική και πολιτική νίκη.

Το Σχέδιο της Επιτροπής Πηλ για τη διχοτόμηση (ή τριχοτόμηση) της Παλαιστίνης. http://www.jewishvirtuallibrary.org/jsource/History/peel.html

Το Σχέδιο της Επιτροπής Πηλ για τη διχοτόμηση (ή μάλλον τριχοτόμηση) της Παλαιστίνης. Αν και το προτεινόμενο εβραϊκό κράτος αντιστοιχούσε μόνο στο 20% του παλαιστινιακού εδάφους, δηλαδή πολύ πιο κάτω από τις σιωνιστικές διεκδικήσεις, και μόνο ότι έμπαινε στο τραπέζι η ιδέα της μεταφοράς πληθυσμού και ενός καθαρού «εβραϊκού κράτους», είχε μεγάλη αξία για το Σιωνισμό.
Πηγή εικόνας

Τα γεγονότα του 1948 και οι «νέοι ιστορικοί»

Η κατοπινή εξέλιξη της Ιστορίας είναι γνωστή: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ολοκαύτωμα, μαζική εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη, σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ, απόρριψη από τους Άραβες και αποδοχή από τους Εβραίους, ίδρυση του ισραηλινού κράτους, πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος το 1948, αραβική ήττα και φυγή των Παλαιστινίων.

Οι μεγάλες διαφορές βρίσκονται όμως στην ερμηνεία αυτών των γεγονότων. Η επίσημη σιωνιστική γραμμή ήταν ότι δεν υπήρξε καμία προσχεδιασμένη εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού. Η φυγή ήταν κατά κύριο λόγο εθελοντική, και μάλιστα  έπειτα από οδηγίες των ίδιων των Αράβων ηγετών. Ως απόδειξη, αναφέρεται η παραμονή ενός μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων (τότε 150000, που αντιστοιχούσαν περίπου στο 20% του πληθυσμού του νέου ισραηλινού κράτους), στους οποίους δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα και δεν ασκήθηκε καμία πίεση για να φύγουν. Η αραβική ή φιλο-παλαιστινιακή άποψη είναι αντίθετα, ότι τα γεγονότα του 1948 ήταν απλά η τελική εφαρμογή ενός σχεδίου εκκαθάρισης της Παλαιστίνης από τον γηγενή αραβικό πληθυσμό της. Αυτό αποδεικνύεται και από την ισραηλινή άρνηση να επιτρέψει οποιαδήποτε επιστροφή Παλαιστινίων προσφύγων.

Στις τελευταίες δεκαετίες, αναπτύχθηκαν όμως ακόμα και μέσα στο Ισραήλ εναλλακτικές τάσεις στη μελέτη της συγκεκριμένης περιόδου. Φορείς τους ήταν οι λεγόμενοι νέοι ιστορικοί. Αμφισβητώντας (μεταξύ άλλων και) την επίσημη γραμμή της «εθελοντικής εξόδου», έψαξαν το κατά πόσον η φυγή των Παλαιστινίων ήταν όντως μέρος ενός σιωνιστικού σχεδίου – σπάζοντας έτσι και ένα σχετικό ταμπού. Το πλεονέκτημα που είχαν, ήταν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για την έρευνά τους τα ισραηλινά κυβερνητικά αρχεία, που δημοσιοποιήθηκαν πριν μερικά χρόνια.

Στο πόσο πολύ προχωρούν αυτοί οι «νέοι ιστορικοί» ώστε να θεωρήσουν τη φυγή των Παλαιστινίων μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου εθνοκάθαρσης, υπάρχουν πάντως διαφορές. Κατά τον Μπένυ Μόρις, η ιδέα της «μεταφοράς» ήταν μεν μέρος της σιωνιστικής σκέψης και υπήρχε στην ατμόσφαιρα από παλιά. Το ότι όμως τελικά έγινε πραγματικότητα, ήταν η συνέπεια του πολέμου (τον οποίο προκάλεσαν οι Άραβες, τουλάχιστον με βάση τη λογική του Μόρις) και των ιδιαίτερων συνθηκών που αυτός δημιούργησε – δεν ήταν κάτι προσχεδιασμένο. Ακόμα και μέχρι τους πρώτους μήνες της ένοπλης σύγκρουσης του 47-48 δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε σχετικό σχέδιο. Μόνο από τον Απρίλη του ’48 και μετά, ενώ η σύγκρουση γίνεται πιο σκληρή, προχωρούν οι εβραϊκές ένοπλες δυνάμεις, τοπικά μεν, αλλά όλο και πιο συχνά, σε εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού.

Τα βιβλία του Μπένι Μόρις σχετικά με το προσφυγικό πρόβλημα γέννησαν πολλές αντιδράσεις, αν και ο ίδιος έκανε μια καθαρά φιλο-σιωνιστική στροφή. Αν και αναγνωρίζει η παλαιστινιακή έξοδος ήταν σε μεγάλο ποσοστό το επιθυμητό αποτέλεσμα της ισραηλινής πολιτικής, φτάνει στο σημείο να τη θεωρήσει αυτή δικαιολογημένη, ως τη μόνη που θα μπορούσε να φέρει σταθερότητα και ειρήνη. Αυτές οι απόψεις τον έκαναν αντιπαθή και στο αντι-σιωνιστικό και φιλο-παλαιστινιακό στρατόπεδο. http://www.frontpagemag.com/fpm/97766/near-lynching-prof-benny-morris-steven-plaut

Ο Μπένυ Μόρις είναι μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Τα συμπεράσματά του σχετικά με το προσφυγικό αρχικά ενόχλησαν πολύ τους εκπρόσωπους της επίσημης σιωνιστικής γραμμής, αλλά ο ίδιος έκανε αργότερα μια καθαρά φιλο-σιωνιστική στροφή. Αναγνωρίζει μεν ότι η παλαιστινιακή έξοδος ήταν λίγο-πολύ επιθυμητή από τους Σιωνιστές ηγέτες, τουλάχιστον από τον πόλεμο του ’48 και μετά – φτάνει όμως στο σημείο να τους δικαιολογήσει, μια και μόνο έτσι θα μπορούσε να έρθει σταθερότητα και ειρήνη. Αυτές οι απόψεις τον έκαναν αντιπαθή και στο αντι-σιωνιστικό/φιλο-παλαιστινιακό στρατόπεδο.
Πηγή εικόνας

Για άλλους εκπρόσωπους των «νέων ιστορικών» όπως ο Ιλάν Πάπε ή ο Αβί Σλάιμ, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Βασιζόμενοι κατά πολύ στα ίδια αρχεία που χρησιμοποίησε και ο Μόρις, θεωρούν ότι η παλαιστινιακή έξοδος ήταν η συνέπεια ενός σιωνιστικού σχεδίου, που υπήρχε ήδη πριν τον πόλεμο. Το 1948 δόθηκε απλά η ευκαιρία να μπει αυτό το σχέδιο σε εφαρμογή. Ο Ιλάν Πάπε αναφέρει χαρακτηριστικά το πως εγκαταλελειμμένα αραβικά χωριά ισοπεδώνονταν με μπουλντόζες από τους Σιωνιστές ήδη τον Ιούνη του ’48, δηλαδή κατά τη διάρκεια της πρώτης αραβο-ισραηλινής ανακωχής, έτσι ώστε να εξαφανιστεί κάθε πιθανότητα επιστροφής των προσφύγων.

Εθνοκάθαρση: προβληματισμοί για έναν σύγχρονο όρο

Εννοείται ότι οι αντιδράσεις στις θέσεις των «νέων ιστορικών» ήταν πολύ μεγάλες, εντός και εκτός του Ισραήλ. Πέρα από τις αναμενόμενες (και βαρετές) κατηγορίες περί «προδοσίας», τους έχει γίνει και κριτική για την «επιστημονικότητα» της μεθοδολογίας τους. Πολλοί βλέπουν πίσω από τη δουλειά τους καθαρά ιδεολογικά κίνητρα. Αυτό το τελευταίο σε μεγάλο βαθμό μπορεί και να είναι αλήθεια – δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την «αντίπαλη πλευρά», τους υπερασπιστές της επίσημης σιωνιστικής γραμμής; Δεν είναι ίσως ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρχει μια ιδεολογικά ουδέτερη Ιστορία;

Σ’ αυτό το θέμα υπάρχει όμως χώρος και για άλλους προβληματισμούς. Τι χωράει τελικά στον (σχετικά νέο) όρο της «εθνοκάθαρσης«; Πρέπει αναγκαστικά να έρχεται στρατός και να διώχνει τον κόσμο από τα σπίτια του, για να τη θεωρήσουμε ως τέτοια; Πρέπει να υπάρχουν έγγραφα, που να περιγράφουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο εκκένωσης του αλλοεθνούς πληθυσμού; Μ’ έναν τέτοιο αυστηρό ορισμό, είναι αμφίβολο αν πολλά γεγονότα θα μπορούσαν να θεωρηθούν εθνοκαθάρσεις, ακόμα π.χ. και αυτά που οδήγησαν στη δημιουργία της «ΤΔΒΚ» στην Κύπρο.

Προφανώς πρέπει να λάβουμε υπόψη και το ρόλο της γενικής ατμόσφαιρας που δημιουργείται. Μπορεί να μην βρίσκουμε πάντα μια καθαρή σύνδεση ανάμεσα σε διάφορα περιστατικά σφαγών/βιασμών και στην κρατική πολιτική – και οι υπερασπιστές της τελευταίας συχνά αρνούνται οποιαδήποτε σχέση, μειώνοντας τη σημασία των περιστατικών και παρουσιάζοντας τα ως μεμονωμένα και οργανωμένα από περιθωριακές ακραίες ομάδες. Το σίγουρο όμως, είναι πως τέτοια περιστατικά – τα οποία είναι αργά ή γρήγορα αναπόφευκτα σε μια ένοπλη σύγκρουση – οδηγούν στην τρομοκράτηση συγκεκριμένων εθνικών ομάδων, με το αποτέλεσμα τα μέλη τους να φεύγουν μαζικά για να σώσουν τη ζωή και την τιμή τους.

Στον αραβο-ισραηλινό πόλεμο, περιστατικά όπως η σφαγή του Ντεΐρ Γιασίν έπαιξαν τέτοιο ρόλο. Με ανάλογο τρόπο λειτούργησε η Ιστορία και στη Βόρεια Κύπρο το 1974 ή κατά την επιχείρηση Ολούγια το 1995 στην Κράινα της Κροατίας ή στην Τσαμουριά το 1944. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η κρατική πολιτική μετά τη φυγή/εκδίωξη. Ενθάρρυναν ή αποθάρρυναν οι κρατικές αρχές την επιστροφή των προσφύγων, και πως μεταχειρίστηκαν τις περιουσίες τους; Η απάντηση στις περισσότερες αυτών των περιπτώσεων είναι δυστυχώς αρκετά ξεκάθαρη.

Τελικά ίσως η νομικίστικη αντιμετώπιση του θέματος, η αναζήτηση καθαρών ιστορικών «αποδείξεων», να μην είναι το σημείο που πρέπει να επικεντρωθούμε. Μπορούμε απλά να χρησιμοποιήσουμε και την κοινή λογική. Στην περίπτωση του Ισραήλ (ή της Βόρειας Κύπρου) είναι πιστεύω καθαρό, ότι τα κράτη δεν θα μπορούσαν να στηθούν χωρίς να απομακρυνθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού: αφού αυτός εκ των πραγμάτων δεν ανήκε στο έθνος που θα ήταν η βάση του σχεδιαζόμενου κράτος. Σε άλλες περιπτώσεις (όπως π.χ. της Ελλάδας ή της Τουρκίας) μπορεί η εθνοκάθαρση να μην ήταν απαραίτητη, σίγουρα όμως βοηθητική, ειδικά σε περιπτώσεις αλλοεθνών/αλλόθρησκων κοινοτήτων σε συνοριακές περιοχές. Σε μια εποχή που οι συναισθηματικά φορτισμένες συζητήσεις περί γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων γίνονται όλο και πιο συχνές, ίσως είναι χρήσιμο να τις δούμε κι από μια τέτοια άποψη.


Πηγές:

Οι αλλοι Κουρδοι 2: Γιαζιντιτες

Κλασσικό

Μέσα από τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ, πολλοί έμαθαν ίσως για πρώτη φορά την ύπαρξη μιας μικρής θρησκευτικής κοινότητας, με το όνομα «Γιαζίντι» ή «Γεζίντι» – ή πιο ελληνοποιημένα, Γιαζιντίτες. Ως συνέπεια του πολέμου, κάποιοι απ’ αυτούς βρέθηκαν πρόσφατα και ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Αυτό που μάλλον έκανε την διεθνή κοινότητα να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν την μικρή και μυστηριώδη θρησκευτική κοινότητα, ήταν η επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στο Σιντζάρ το 2014, και οι μαζικές σφαγές και σκλαβοποιήσεις Γιαζιντιτών που τη συνόδευσαν.  Αφού οι Γιαζιντίτες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία κουρδόφωνοι, το άρθρο μπορεί να θεωρηθεί και συνέχεια αυτού για τους Ζαζά και Αλεβίτες Κούρδους: περιγράφει μια ακόμα κουρδική ταυτότητα, που αποκλίνει από την τυπική σουνιτική Κουρμαντζί.

Γιαζιντίτες: μια ανθρωπογεωγραφία

Για τον αριθμό των Γιαζιντιτών δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, και οι υπολογισμοί διαφέρουν πολύ. Ο μέσος όρος πάντως κυμαίνεται γύρω στις 500.000-600.000, σε όλο τον κόσμο. Αυτό θα σήμαινε ότι περίπου 2-3% όλων των Κούρδων είναι Γιαζιντίτες. Στο παρελθόν το ποσοστό τους ήταν πιθανότατα μεγαλύτερο, αλλά μειώθηκε λόγω της πίεσης που είχαν σε διάφορες φάσεις της Ιστορίας να αλλαξοπιστήσουν, είτε προς το Ισλάμ είτε προς τον Χριστιανισμό.

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα συριο-ιρακινά σύνορα.

Γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων. Οι γιαζιντίτικοι θύλακες απεικονίζονται με καφέ χρώματα: ο πιο μεγάλος είναι το Σιντζάρ στο συριο-ιρακινά σύνορα.

Επίκεντρο της παρουσίας τους είναι το βόρειο Ιράκ. Εκεί, βόρεια της Μοσούλης, βρίσκεται εξάλλου και η κοιλάδα Λαλίς: ο ιερός τόπος, όπου οι Γιαζιντίτες συρρέουν για να προσκυνήσουν τον τάφο του Σεΐχη Αντί, της ίσως πιο σημαντικής ιστορικής τους προσωπικότητας (έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ.). Η μεγαλύτερη περιοχή με γιαζιντίτικη πλειοψηφία πάντως είναι πιο δυτικά, κοντά στα σύνορα με τη Συρία: το Όρος Σιντζάρ. Έγινε δυστυχώς παγκόσμια γνωστή με την πρόσφατη, ιδιαίτερα άγρια, επίθεση των τζιχαντιστών.

Γιαζιντίτες στον τάφο του Σεΐχη Αντί, στην κοιλάδα Λαλίς. http://www.alamy.com/stock-photo-yazidi-kurds-at-the-tomb-of-sheikh-adi-in-lalish-in-the-foothills-53715227.html

Γιαζιντίτες έξω από τον τάφο του Σεΐχη Αντί.
Πηγή εικόνας

Επίσης, γιαζιντίτικες κοινότητες ζουν σκορπισμένες σε τμήματα της Συρίας και της νοτιονατολικής Τουρκίας, αλλά και βορειότερα, μέχρι τον Καύκασο. Με την μετανάστευση απ’ αυτές τις χώρες στις τελευταίες δεκαετίες, ένας σημαντικός αριθμός βρέθηκε και στη δυτική Ευρώπη. Στη Γερμανία υπολογίζεται σήμερα ότι ζουν περίπου 60.000 Γιαζιντίτες: αυτό θα αντιστοιχούσε περίπου στο ένα δέκατο του παγκόσμιου πληθυσμού τους.

Η Φελεκνάς Ουτζά (γενν. το 1976 στη Γερμανία) ήταν ευρωβουλευτίνα με το γερμανικό κόμμα DIE LINKE (και τον πρόγονό του PDS) από το 1999 ως το 2009. Το 2015 εκλέχθηκε στην τουρκική Βουλή με το αριστερό φιλο-κουρδικό HDP. http://alchetron.com/Feleknas-Uca-870930-W

Η Φελεκνάς Ουτζά (γενν. το 1976 στη Γερμανία) ήταν ευρωβουλευτίνα με το γερμανικό κόμμα DIE LINKE μέχρι το 2009. Το 2015 εκλέχθηκε στην τουρκική Βουλή με το αριστερό φιλο-κουρδικό HDP.
Πηγή εικόνας

Λατρεία του Αγγέλου ή του Διαβόλου;

Πολλοί θεωρούν τον Γιαζιντισμό ως ακόμα μια μορφή συγκρητισμού: σ’ αυτόν συνυπάρχουν επιρροές από τον μουσουλμανικό σουφισμό μέχρι και στοιχεία από τον ζωροαστρισμό και άλλες αρχαίες ιρανικές θρησκείες. Το σίγουρο είναι ότι δέχεται τη βασική αρχή του μονοθεϊσμού. Ο Θεός πάντως κατά τη γιαζιντίτικη θεολογία, αφού δημιούργησε τον Κόσμο, τον εμπιστεύτηκε στη φροντίδα μιας επτάδας αγγέλων. Το πιο σημαντικό μέλος αυτής της επτάδας είναι ο άγγελος-παγόνι Μελέκ Ταούς.

Στη λατρεία του Μελέκ Ταούς βασίζεται όμως και μια ιδιαίτερα κακή φήμη για τον Γιαζιντισμό. Από κάποιους Μουσουλμάνους και Χριστιανούς θεωρείται εκπεσών άγγελος, άρα διάβολος. Οι Γιαζιντίτες κατηγορούνται άρα ότι είναι λάτρεις του Διαβόλου. Η φήμη αυτή παίζει το ρόλο της και στον ιδιαίτερα σκληρό τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζουν οι τζιχαντιστές. Εννοείται ότι οι Γιαζιντίτες απορρίπτουν τέτοιες κατηγορίες, θεωρώντας τις ιδιαίτερα προσβλητικές.

Απεικόνιση του Μελέκ Ταούς. http://www.cais-soas.com/CAIS/Religions/iranian/yazidis.htm

Απεικόνιση του Μελέκ Ταούς.
Πηγή εικόνας

Μια απόλυτα κλειστή κοινότητα;

Προσωπικά, η πρώτη φορά που άκουσα για την ύπαρξη των Γιαζιντιτών, ήταν όταν ζούσα στη Γερμανία, με αφορμή έναν «φόνο τιμής», λόγω ερωτικής σχέσης μιας Γιαζιντίτισσας με μη Γιαζιντίτη. Οι Γιαζιντίτες παρουσιάστηκαν τότε από τον γερμανικό τύπο ως μια κοινότητα ιδιαίτερα αυστηρή ως προς το θέμα της ενδογαμίας – ο γάμος με άτομα εκτός της κοινότητας ήταν το μεγαλύτερο ταμπού, και μπορούσε να οδηγήσει και στο φόνο.

Αν και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις υπερβολές που συνοδεύουν τέτοια στερεότυπα, το σίγουρο είναι ότι η ενδογαμία είναι κεντρικό χαρακτηριστικό των Γιαζιντιτών, και είναι μάλλον αδύνατο για κάποιον να παραμείνει μέλος της κοινότητας αν παντρευτεί εκτός της. Ακόμα κι αν ο επίδοξος μη Γιαζιντίτης γαμπρός (ή νύφη) ήταν πρόθυμος να προσχωρήσει στον Γιαζιντισμό για να γίνει ο γάμος, αυτό δεν θα ήταν δυνατό: Γιαζιντίτης δεν γίνεσαι, γεννιέσαι. Προσηλυτισμός δεν προβλέπεται, σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό ή το Ισλάμ. Η υποχρεωτική ενδογαμία επεκτείνεται ακόμα και στις εσωτερικές γιαζιντιτικές κάστες: οι ομάδες που αναλαμβάνουν ηγετικό θρησκευτικό ρόλο (σεϊχηδες, πιρκαουάλ) οφείλουν να παντρεύονται εντός της κάστας τους και όχι με μέλη του απλού λαού (τους μουρίντ). 

Η ενδογαμία είναι μέρος μιας μάλλον γενικότερης πρακτικής να αποφεύγονται οι επαφές εκτός της κοινότητας, ώστε να διατηρείται η συνοχή της. Αυτό λέγεται ότι έχει παίξει το ρόλο του και στην αρνητική στάση των Γιαζιντιτών απέναντι σε σύγχρονους θεσμούς, οι οποίοι τους έφερναν αναγκαστικά σε επαφή με άλλους, π.χ. τη στρατιωτική θητεία ή την κρατική παιδεία.

Πάντως, θα ήταν μάλλον λάθος να θεωρήσουμε ότι δεν υπήρχαν καθόλου σχέσεις με μη Γιαζιντίτες γείτονες. Κάτι τέτοιο θα ήταν έτσι κι αλλιώς πρακτικά αδύνατο, και οι κοινότητες μπορεί να έδειχναν τελικά μεγαλύτερη ανεκτικότητα η μια στην άλλη, απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος από την πολιτική των ηγεσιών τους. Στο θέμα π.χ. της περιτομής (την οποία εφαρμόζουν και οι Γιαζιντίτες) φαίνεται ότι υπάρχει η συνήθεια αυτή να τελείται από μη Γιαζιντίτες γνωστούς, κάτι που δημιουργεί παραδοσιακά διαρκείς δεσμούς ανάμεσα σε οικογένειες και χρήσιμες διασυνδέσεις εκτός της κοινότητας.

Η σχέση με το κουρδικό εθνικό κίνημα

Όπως είπαμε, οι Γιαζιντίτες μιλούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία κουρδικά (με εξαίρεση δύο αραβόφωνες μικρές πόλεις στο Ιράκ), και συγκεκριμένα Κουρμαντζί. Οι Κούρδοι εθνικιστές τους βλέπουν φυσικά ως μέρος του έθνους τους, με μερικούς απ’ αυτούς να θεωρούν μάλιστα τον Γιαζιντισμό ως την πιο «γνήσια» κουρδική θρησκεία. Τόσο το ΡΚΚ όσο και η αυτόνομη κουρδική διοίκηση στο Βόρειο Ιράκ προσπαθούν να τους εντάξουν στις δομές τους – και τους μπλέκουν έτσι και στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.

Γιαζιντίτες που υπηρετούν στην Πεσμεργκά, το στρατό της αυτόνομης κουρδικής διοίκησης στο Βόρειο Ιράκ. Πηγή: Wolfgang Taucher, Mathias Vogl, Peter Webinger (eds.) (2015).

Γιαζιντίτες που υπηρετούν στην Πεσμεργκά, το στρατό της αυτόνομης κουρδικής διοίκησης στο Βόρειο Ιράκ.
Πηγή: Wolfgang Taucher, Mathias Vogl, Peter Webinger (eds.) (2015).

Γιαζίντι μαχήτρια μαζί με την οικογένειά της, με την εικόνα του Οτζαλάν να φαίνεται πίσω. Το ΡΚΚ και οι συγγενικές του ομάδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στη στρατιωτική οργάνωση των Γιαζίντι γυναικών - κάτι που έχει μια βαρύτητα, όταν αυτές κινδυνεύουν να καταλήξουν ως παλλακίδες μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, όπως ήδη έγινε με πολλές. https://www.theguardian.com/artanddesign/2015/sep/11/women-taking-on-isis-iraq-yazidi-female-fighters

Γιαζίντι 16χρονη μαχήτρια με την οικογένειά της, (η εικόνα του Οτζαλάν πάνω δεξιά). Το ΡΚΚ και οι συγγενικές του ομάδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη στρατιωτική οργάνωση των Γιαζιντιτίσσων, σε μια εποχή που αυτές κινδυνεύουν να καταλήξουν ως ερωτικές σκλάβες των τζιχαντιστών.
Πηγή εικόνας

Είναι πιθανόν η κουρδική εθνική ιδέα να ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στους Γιαζιντίτες, τώρα που η απειλή που νιώθουν από τον σουνιτικό ισλαμισμό όλο και δυναμώνει. Είναι λογικό πολλοί απ’ αυτούς να στρέφονται στη μόνη δύναμη που τους δέχεται ως μέλη του έθνους και είναι έτοιμη να τους υπερασπιστεί – κάτι που φάνηκε και κατά τις τελευταίες επιθέσεις των τζιχαντιστών στο Σιντζάρ.

Η ανταγωνιστική (;) ιδέα μιας ιδιαίτερης εθνικής γιαζιντικής ταυτότητας παραμένει όμως κι αυτή ισχυρή, σε μια κοινότητα έτσι κι αλλιώς παραδοσιακά κλειστή. Εξάλλου, οι γιαζιντίτικες στρατιωτικές ομάδες μπορεί να συνεργάζονται ή και να εντάσσονται στις ευρύτερες κουρδικές δυνάμεις, αλλά μπορεί και να έρθουν σε αντιπαράθεση μαζί τους: όπως έδειξαν π.χ. οι πρόσφατες μικροσυγκρούσεις ανάμεσα σε γιαζιντίτικα σώματα και Μουσουλμάνους Κούρδους Πεσμεργκά, μετά την απελευθέρωση του Σιντζάρ. Δεν λείπουν και φωνές περί μιας ειδικής αυτονομίας στις γιαζιντιτικές περιοχές.


Οι Γιαζιντίτες είναι ένα ακόμα παράδειγμα της εντυπωσιακής θρησκευτικής ποικιλίας στην Εγγύς Ανατολή. Και αυτή η ποικιλία είναι μάλλον πιο μεγάλη ανάμεσα στους Κούρδους, παρά σε οποιονδήποτε άλλο λαό της περιοχής. Ίσως γι’ αυτήν την κουρδική ιδιαιτερότητα να παίζει ρόλο και το ότι ζουν κυρίως σε απόμακρες περιοχές, όπου οι διαδικασίες ομογενοποίησης δεν ήταν τόσο αισθητές.

Δυστυχώς όμως, οι προοπτικές επιβίωσης των Γιαζιντιτών μάλλον δεν είναι και οι καλύτερες. Η γενική αποσταθεροποίηση της περιοχής, αλλά ιδιαίτερα η άνοδος του ακραίου σουνιτικού ισλαμισμού, απειλεί την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας. Θεωρούμενοι ως πολυθεϊστές, ειδωλολάτρες ή ακόμα και λάτρεις του Διαβόλου, στα μάτια των φανατικών ισλαμιστών δεν δικαιούνται  καν την προστασία που έχουν οι «θρησκείες του βιβλίου» (Χριστιανισμός, Εβραϊσμός). Ο φόβος γενοκτονίας σίγουρα δεν είναι αβάσιμος. Τα γεγονότα του 2014 ήταν μεν η χειρότερη έκρηξη βίας που έζησαν οι Γιαζιντίτες τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι και η πρώτη: επιθέσεις με θύματα Γιαζιντίτες υπήρξαν πολλές από τον πόλεμο του Ιράκ (2003) και μετά.

Για πολλούς Γιαζιντίτες, η φυγή προς την Ευρώπη μοιάζει να είναι η μόνη εγγύηση ασφάλειας. Από την άλλη όμως, το περιβάλλον μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας μάλλον δεν ευνοεί τη διατήρηση του κλειστού χαρακτήρα της κοινότητας, που ήταν τόσο σημαντικός για την επιβίωση της ιστορικά. Όπως και με τόσες άλλες εθνο-θρησκευτικές κοινότητες, η παγκοσμιοποίηση βάζει τους Γιαζιντίτες μπροστά σε δύσκολα διλήμματα. Το μέλλον θα δείξει αν θα καταφέρουν να δώσουν τις σωστές απαντήσεις.


Πηγές:

Κουρδικο ζητημα και ιδεολογικες αναζητησεις

Κλασσικό

Στο χώρο της Μεσογείου ζήσαμε από το 2010 μέχρι το 2013 μια σειρά από εξεγέρσεις, που αρχικά έδωσαν πολλές ελπίδες. Στις αρχές του 2016, η απογοήτευση από την εξέλιξή τους δύσκολα θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Στην Αίγυπτο υπάρχει μια στρατιωτική δικτατορία χειρότερη ίσως από την προηγούμενη, ενώ η Συρία έχει βυθιστεί σ’ έναν καταστροφικό και ανούσιο εμφύλιο πόλεμο. Στην Τουρκία το αυταρχικό καθεστώς του Ερντογάν μοιάζει να κρατά γερά στα χέρια του το μέλλον της χώρας. Στην Ελλάδα η επικράτηση του Μνημονίου μοιάζει να είναι οριστική, και η απουσία εναλλακτικού πολιτικού οράματος μεγαλύτερη από ποτέ. Ακόμα και στην Ισπανία δεν φαίνεται να υπάρχουν προοπτικές μιας πραγματικής αλλαγής, μέσω κατάληψης της εξουσίας από τους Ποδέμος.

Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα ήττας, υπάρχει όμως ίσως και μια εξαίρεση: το κουρδικό κίνημα. Η τοπική αυτονομία στη Ροζάβα μοιάζει να είναι η μόνη ελπιδοφόρα κατάσταση που γεννήθηκε από τον πόλεμο της Συρίας, ενώ και στο τουρκικό τμήμα του Κουρδιστάν η λαϊκή αντίσταση δεν φαίνεται να κάμπτεται εύκολα. Ήρθε ίσως η ώρα να ασχοληθούμε περισσότερο και με το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των κινημάτων.

Από τον κουρδικό εθνικισμό στη δημοκρατική αυτονομία

Ο χώρος που παραδοσιακά κατοικούν οι Κούρδοι είναι η συνοριακή περιοχή Τουρκίας-Συρίας-Ιράκ-Ιράν-Αρμενίας. Σε μια μεγάλη ενιαία έκταση αποτελούν την καθαρή πλειοψηφία, με ένα σύνολο πληθυσμού πάνω από 20 εκατομμύρια. Είναι έτσι μοναδική περίπτωση λαού στην περιοχή μας που δεν έχει το δικό του έθνος-κράτος, αν και υπάρχουν καθαρά οι προϋποθέσεις γι’ αυτό.

Η ενιαία περιοχή όπου οι Κούρδοι αποτελούν την πλειοψηφία - το Κουρδιστάν, όπως το αποκαλούν οι ίδιοι. http://www.bbc.com/news/world-middle-east-29702440

Η ενιαία περιοχή με κουρδική πλειοψηφία στον πληθυσμό: το Κουρδιστάν.
Πηγή εικόνας

Οι ίδιοι οι Κούρδοι βλέπουν το Κουρδιστάν ως χωρισμένο σε 4 μέρη, ανάλογα με το κράτος στο οποίο ανήκουν: το Βορρά (Τουρκία), τη Δύση (Συρία), το Νότο (Ιράκ) και την Ανατολή (Ιράν). Το Νότιο (ιρακινό) Κουρδιστάν είναι το μόνο που, τουλάχιστον ως την έναρξη του πολέμου στη Συρία, φαινόταν να έχει πετύχει την αυτονομία του. Κυριαρχείται από τις οικογένειες Μπαρζανί και Ταλαμπανί, που είναι μάλλον κάτι σαν κουρδική Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά αντίστοιχα. Το άρθρο αυτό δεν ασχολείται μαζί τους, αλλά επικεντρώνεται στην πιο αριστερή εκδοχή του κουρδικού κινήματος, που είναι ιδιαίτερα δυνατή στην Τουρκία και τη Συρία.

Το σημαντικότερο μέρος του Κουρδιστάν, τόσο σε πληθυσμό όσο και σε έκταση, είναι το τουρκικό. Η ιδιαίτερη Ιστορία του ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της κουρδικής εθνικής ιδέας. Οι Κούρδοι θεωρήθηκαν μεν ως Μουσουλμάνοι μέρος του τούρκικου έθνους, και συμμετείχαν στον «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ. Στα ακόλουθα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας όμως, αυτή η ένταξη στο τουρκικό έθνος σήμαινε τη σκληρή καταπίεση κάθε ιδέας ιδιαίτερης κουρδικής ταυτότητας. Η κατάσταση έφτασε στο σημείο οι Κούρδοι να αναφέρονται ως «ορεινοί Τούρκοι» και ακόμα και η ομιλία στα κουρδικά να γίνει παράνομη. Παράλληλα, το Κουρδιστάν αγνοήθηκε από τους πολιτικούς και παρέμεινε ένα από τα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας.

Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν η περίοδος που στην Τουρκία άνθισαν τα αριστερά και ριζοσπαστικά κινήματα – αρχικά ήταν ειρηνικά, αλλά στη συνέχεια τμήματά τους έγιναν όλο και πιο βίαια, αντιδρώντας και στη σκληρή κρατική και παρακρατική βία. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε και το PKK, το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν. Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι οι ρίζες του δεν ήταν στις (παράνομες) κουρδικές εθνικές οργανώσεις, κάποιες από τις οποίες συνδέονταν με το κόμμα του Μπαρζανί στο Ιράκ. Αντίθετα, τα πρώτα στελέχη του προέρχονται από την (επίσης παράνομη) τουρκική επαναστατική Αριστερά – κάτι που μάλλον παίζει το ρόλο του και σήμερα.

Ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν ή "Άπο", με τη σημαία του ΡΚΚ. http://www.thetimes.co.uk/tto/news/world/europe/article3716538.ece

Ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν ή «Άπο» (=Θείος), ηγέτης του ΡΚΚ, στο πρόσωπο του οποίου υπάρχει μια σχεδόν θρησκευτική προσήλωση. Όπως και τα περισσότερα στελέχη του ΡΚΚ, έχει φτωχή αγροτική καταγωγή και ξεκίνησε την πολιτική του δραστηριότητα στους κόλπους της τουρκικής επαναστατικής Αριστεράς.
Πηγή εικόνας

Μπορούμε να δούμε το PKK σαν ένα από τα τριτοκοσμικά κινήματα που προσπάθησαν να συνδυάσουν τον μαρξισμό-λενινισμό με την ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης, βασιζόμενα (παρά τη μαρξιστική «ορθοδοξία») σ’ έναν κυρίως αγροτικό πληθυσμό. Εχθρός ήταν το τουρκικό κράτος/παρακράτος, αλλά και η «ντόπια φεουδαρχία», οι πλούσιοι Κούρδοι γαιοκτήμονες που συνεργάζονταν με τις κρατικές αρχές. Η ίδρυση ενός ανεξάρτητου κουρδικού έθνους-κράτους θεωρήθηκε ως ο μόνος δρόμος για την κοινωνική και εθνική απελευθέρωση. Αυτή η συγκέντρωση στο εθνικό ζήτημα έφερε όμως φυσικά μια αποξένωση του PKK από την υπόλοιπη τουρκική Αριστερά.

Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’80, το πολιτικό περιβάλλον της Τουρκίας έγινε ακόμα πιο ασφυκτικό. Με την απουσία οποιασδήποτε δημοκρατικής και ειρηνικής δυνατότητας, η ένοπλη πάλη έμοιαζε πλέον μονόδρομος και ξεκίνησε το 1984. Το ΡΚΚ κατάφερε να κερδίσει υποστήριξη – ή τουλάχιστον συμπάθεια – από τμήματα του κουρδικού πληθυσμού κυρίως στην ύπαιθρο. Η σύγκρουση εντάθηκε και έγινε ιδιαίτερα σκληρή στη δεκαετία του ’90, όταν χιλιάδες κουρδικά χωριά καταστράφηκαν από τον τουρκικό στρατό και εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδοι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν, εντός ή εκτός Τουρκίας. Ήταν μια περίοδος που ενίσχυσε την αντίληψη πολλών Κούρδων, ότι το τουρκικό κράτος είναι κάτι εχθρικό – μια αντίληψη που προφανώς επιβιώνει και σήμερα.

Το διεθνές περιβάλλον, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ήταν πάντως ευνοϊκό για το PKK, που αναγκάστηκε σταδιακά να εγκαταλείψει τον στόχο της ανεξαρτησίας και να περιοριστεί στο αίτημα τοπικής αυτονομίας. Το 1999 τελικά η Τουρκία πέτυχε (με τον γνωστό σε μας τρόπο) τη σύλληψη του Οτζαλάν.

Φυλακισμένος πλέον στο νησί Ιμραλί και με τον ένοπλο αγώνα να μοιάζει χαμένος, ο Οτζαλάν άρχισε να ψάχνει νέες ιδεολογικές βάσεις για το κίνημα. Αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης ήταν και οι ιδέες της «δημοκρατικής αυτονομίας» και του «δημοκρατικού συνομοσπονδισμού«.

Από τη Βόρεια Αμερική στο Κουρδιστάν

Το μοντέλο του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα έργα του Μάρεϋ Μπούκτσιν, με τον οποίο ο Οτζαλάν είχε εξάλλου αλληλογραφία. Ο Μπούκτσιν ήταν Αμερικάνος διανοούμενος με σοσιαλιστικές και αναρχικές επιρροές. Είναι ο κύριος θεωρητικός της «κοινωνικής οικολογίας» και του “ελευθεριακού δημοτισμού”.

Ο Μάρεϊ Μπούκτσιν (1921-2006). https://libcom.org/library/between-30s-60s-murray-bookchin

Ο Μάρεϋ Μπούκτσιν (1921-2006).
Πηγή εικόνας

Ο στόχος του ελευθεριακού δημοτισμού είναι να ανακτήσουν οι δήμοι και κοινότητες – δηλαδή ο λαός – τον έλεγχο της κοινωνίας από το έθνος-κράτος, μέσω δημοτικών συνελεύσεων που θα λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά. Ανάλογες κινήσεις αποκέντρωσης και λαϊκού ελέγχου πρέπει να γίνουν και στο πεδίο της οικονομίας (π.χ. αγροκτήματα, εργοστάσια).

Ο Μπούκτσιν αναγνωρίζει ότι διάφορα θέματα (π.χ. πολλά οικολογικά προβλήματα, ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων) δεν μπορούν να ρυθμιστούν αποτελεσματικά στο δημοτικό επίπεδο. Γι’ αυτόν το λόγο, οι δήμοι/κοινότητες πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους σε συνομοσπονδίες. Οι δημοτικές συνελεύσεις αποστέλλουν έτσι εκπροσώπους (ανά πάσα στιγμή μετακλητούς) σε ένα συνομοσπονδιακό συμβούλιο, του οποίου οι αρμοδιότητες είναι όμως μόνο συντονιστικές και διοικητικές – η πραγματική εξουσία πηγάζει από τις δημοτικές συνελεύσεις. Ο στόχος είναι, αυτά τα συνομοσπονδιακά συμβούλια να μπορέσουν σταδιακά να γίνουν μια εναλλακτική απέναντι στα έθνη-κράτη.

Δεν είναι περίεργο που μια τέτοια ιδεολογία φάνηκε ενδιαφέρουσα στην ηγεσία ενός εθνικού κινήματος, το οποίο μόλις είχε χάσει μια μάχη ενάντια στο πανίσχυρο τουρκικό έθνος-κράτος. Υιοθετώντας ιδέες από τον ελευθεριακό δημοτισμό, η πάλη μετατίθεται σ’ ένα άλλο πεδίο. Σκοπός δεν θα ήταν πλέον η άσκηση κρατικής εξουσίας, αλλά η δημιουργία εναλλακτικών μορφών εξουσίας/αυτο-οργάνωσης.

Ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός είναι έτσι πλέον ο επίσημος στόχος του ΡΚΚ και των συνδεόμενων μ’ αυτό οργανώσεων. Περιγράφεται ως “μη-κρατική πολιτική διοίκηση ή δημοκρατία χωρίς κράτος” και είναι «ευέλικτος, πολυπολιτισμικός, αντιμονοπωλιακός και με συναινετικό προσανατολισμό». Οι βασικές του αρχές (με βάση τα κείμενα του Οτζαλάν) μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

  • Αμεσοδημοκρατική λήψη αποφάσεων, στο επίπεδο των κοινοτήτων. Αυτές συνδέονται σε συνομοσπονδίες, που έχουν συντονιστικές αρμοδιότητες.
  • Οικολογία και εναλλακτική οικονομία, που θα αυξάνει τους πόρους της κοινωνίας αντί να τους εκμεταλλεύεται.
  • Φεμινισμός (ο σεξισμός αντιμετωπίζεται και αυτός ως κάτι συνδεδεμένο με το έθνος-κράτος).
  • Απόρριψη του συγκεντρωτισμού και της ομογενοποίησης που απαιτεί το καπιταλιστικό έθνος-κράτος (προφανώς εδώ παίζει ρόλο και η ειδική εμπειρία της Τουρκίας, όπου αυτή η ομογενοποίηση ήταν ιδιαίτερα βίαιη).
  • Ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτικών, πολιτισμικών ή θρησκευτικών ομάδων.

Ο Οτζαλάν απορρίπτει πλέον κάθε ιδέα για κουρδικό έθνος-κράτος. Αντίθετα, στόχος είναι να εφαρμοστούν στα ήδη υπαρκτά κράτη (Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν) ομοσπονδιακές δομές ανοικτές για τους Κούρδους – και ταυτόχρονα να σχηματιστεί και μια συνομοσπονδία των κουρδικών περιοχών που να ξεπερνά τα κρατικά όρια. Ένα δημοκρατικό πρόγραμμα για τους Κούρδους μπορεί έτσι να γίνει η αρχή για τον εκδημοκρατισμό όλης της Μέσης Ανατολής.

Έχοντας στο νου ότι το PKK παραμένει (και) στρατιωτικό κίνημα, ενδιαφέρον έχουν και οι απόψεις του Οτζαλάν για το θέμα της αυτοάμυνας. Παρά την αντίθεση προς το έθνος-κράτος, δεν αποκλείει την ειρηνική συνύπαρξη των θεσμών της δημοκρατικής αυτονομίας μ’ αυτό – έτσι δεν είναι πλέον στόχος η στρατιωτική ανατροπή του τουρκικού κράτους. Το να ξεπεραστεί το κράτος είναι έτσι κι αλλιώς μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, κατά την οποία ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός πρέπει ακόμα να αποδείξει την ικανότητά του να λύνει τα κοινωνικά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοάμυνα είναι αναγκαία, όταν το κράτος επεμβαίνει σε κεντρικά θέματα αυτοδιοίκησης και αυτο-οργάνωσης. Ο ρόλος των τοπικών ενόπλων δυνάμεων είναι να προστατεύουν “την ελεύθερη βούληση της κοινωνίας από εσωτερικές και εξωτερικές επεμβάσεις”. Αυτή η αρχή βρίσκει την εφαρμογή της σήμερα στη Συρία και την Τουρκία.

Από τη θεωρία στην πράξη: Ροζάβα

Ο πόλεμος της Συρίας έφερε πολύ πόνο και καταστροφή. Ταυτόχρονα όμως έδωσε, χάρη στο κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε, και την ευκαιρία για έναν πειραματισμό με την εφαρμογή αυτών των ιδεολογικών αρχών. Το PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης), συγγενική οργάνωση του PKK στη Συρία, κατάφερε να κερδίσει το στρατιωτικό έλεγχο τμημάτων της Βόρειας Συρίας, με κουρδική πλειοψηφία. Η περιοχή αυτή ονομάζεται από τους Κούρδους Ροζάβα, δηλαδή Δύση.

Τα τρία καντόνια της Ροζάβα: Αφρίν, Κομπάνε και Τζαζίρα. Ο χάρτης περιγράφει την κατάσταση πριν από ενάμιση χρόνο. Εν τω μεταξύ, το PYD έχει επεκτείνει την περιοχή του, ενώνοντας τα δυο ανατολικά καντόνια και ελέγχοντας το μεγαλύτερο τμήμα των τουρκο-συριακών συνόρων - κάτι ανησυχεί ιδιαίτερα την Τουρκία. http://www.tangledwilderness.org/wp-content/uploads/2015/03/rojavamap-colored.png

Τα τρία καντόνια της Ροζάβα: Αφρίν, Κομπάνε και Τζαζίρα. Ο χάρτης δείχνει την κατάσταση πριν από ενάμιση χρόνο. Εν τω μεταξύ, οι κουρδικές δυνάμεις έχουν επεκταθεί, ενώνοντας τα δυο ανατολικά καντόνια και ελέγχοντας σχεδόν όλο το μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων.
Πηγή εικόνας

Η Ροζάβα και ιδιαίτερα το κεντρικό της καντόνι, το Κομπάνε (Αΐν-αλ-Αράμπ στα αραβικά), έγιναν πρόσφατα παγκόσμια γνωστά λόγω της ηρωικής αντίστασης στους τζιχαντιστές. Η εικόνα που κράτησαν πολλοί στο μυαλό είναι αυτή των γυναικών-μαχητριών. Ο φεμινισμός είναι όπως και να ‘χει ένα από τα βασικά στοιχεία της νέας ιδεολογίας του κουρδικού κινήματος. Λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό (περισσότερο όμως στο αριστερό) είναι ότι εκεί γίνεται μια γενική προσπάθεια εφαρμογής των αρχών του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού, ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση.

Ας δούμε λίγο τις βασικές αρχές αυτού του συστήματος, όπως τουλάχιστον τις παρουσιάζουν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του συριακού κουρδικού κινήματος και οι συμπαθούντες:

  • Η διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων βασίζεται σε «κοινότητες«, που αποτελούνται από μερικές οικογένειες η κάθε μια και λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά. Η κοινότητα έπειτα στέλλει αντιπρόσωπους, που μεταφέρουν αυτές τις αποφάσεις, στο συμβούλιο της γειτονιάς, αυτό στο συμβούλιο της περιφέρειας κ.ο.κ. μέχρι το ανώτερο επίπεδο της καντονιακής διοίκησης. Η εξουσία δηλαδή κινείται από τα κάτω προς τα πάνω κι όχι ανάποδα – τουλάχιστον θεωρητικά. Τα τοπικά συμβούλια συναποφασίζουν με εκπρόσωπους από κόμματα, εργατικά συμβούλια, θρησκευτικές οργανώσεις κ.ά., ενώ έχουν αρμοδιότητες σε τομείς όπως η δημόσια τάξη, η δικαιοσύνη, η κατανομή του ψωμιού και της βενζίνης.
  • Ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα είναι αυτό των δια-εθνοτικών σχέσεων. Η πλειοψηφία του πληθυσμού μπορεί να είναι κουρδική στις περιοχές που ελέγχει το PYD, υπάρχουν όμως και πολλές άλλες εθνο-θρησκευτικές ομάδες. Θεωρητικά ο εθνικισμός απορρίπτεται, στα ανώτερα επίπεδα εφαρμόζεται ποσόστωση, ενώ στο κατώτερο τοπικό επίπεδο υπάρχουν και ξεχωριστά συμβούλια της κάθε θρησκευτικής ή εθνοτικής ομάδας. Αυτό δεν σημαίνει ότι λείπουν και κατηγορίες περί πίεσης εναντίον Τουρκομάνων και Αράβων – πρέπει πάντως να είμαστε προσεκτικοί μ’ αυτές, ως το κατά πόσο συνδέονται με την τουρκική προπαγάνδα.
  • Επίσης φαίνεται ότι στη Ροζάβα γίνονται και ενδιαφέροντα πειράματα στο πεδίο της οικονομίας. Βασική αρχή είναι η κοινωνική οικονομία, δηλαδή με προσανατολισμό την ικανοποίηση των αναγκών της κοινότητας. Κεντρικό στοιχείο είναι η ίδρυση συνεταιρισμών σε όλους τους τομείς (εμπόριο, κατασκευές, γεωργία), που μπορεί να συνδέονται με τις κοινότητες. Υπάρχουν και ιδιωτικές εταιρείες που  συνεργάζονται με τις καντονιακές διοικήσεις (π.χ. στον τομέα της διύλισης πετρελαίου).  Δεν απορρίπτεται η ατομική ιδιοκτησία, αλλά δίνεται βάρος στην κοινή ιδιοκτησία σε τομείς όπως τα γεωργικά μηχανήματα ή στην παραγωγή ρεύματος και πόσιμου νερού. Ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας πρέπει να παραμένει σε δημόσια (κατά προτίμηση κοινοτική) διαχείριση, για να διασφαλίζεται η οικονομική και οικολογική ισορροπία.

Βόρειο Κουρδιστάν, τρεις δεκαετίες μετά

Μπορεί λόγω των τωρινών συνθηκών η Ροζάβα να έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς για το κουρδικό κίνημα, το τούρκικο τμήμα του Κουρδιστάν παραμένει όμως λόγω μεγέθους το πιο σημαντικό. Τι έχει αλλάξει από το 1984 που ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ μέχρι σήμερα;

Ήδη από το 1990, το κουρδικό κίνημα στην Τουρκία δοκιμάζει (παράλληλα με την ένοπλη πάλη) και τα κοινοβουλευτικά μέσα. Φιλο-κουρδικά κόμματα διαδέχονται το ένα το άλλο, με διαφορετικά (αν και συχνά παραπλήσια) ονόματα. Αντέχουν κατά κανόνα μόνο λίγα χρόνια μέχρι να απαγορευτούν, συνήθως κατηγορούμενα ότι έχουν διασυνδέσεις με το ΡΚΚ – κάτι όμως που δεν τα εμποδίζει να έχουν μια συνέχεια και να εκλέγουν «ανεξάρτητους» βουλευτές σε κάποιες περιφέρειες.

Το τελευταίο κόμμα σ’ αυτήν τη σειρά, τo HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών), έγινε η πρώτη αριστερή δύναμη που κατάφερε το 2015 να ξεπεράσει το (άκρως αντιδημοκρατικό) όριο εισδοχής του 10% και να μπει απ’ ευθείας στην τουρκική βουλή, χωρίς να χρησιμοποιήσει πλάγιους δρόμους. Πρόκειται για έναν συνασπισμό του κουρδικού κινήματος με δυνάμεις της τουρκικής Αριστεράς, με έμφαση τόσο στη λύση του κουρδικού, όσο και σε θέματα οικολογίας, ισότητας των φύλων, κριτικής στην καπιταλιστική οικονομία. Γίνεται έτσι μια προσπάθεια να ξεπεράσει το κίνημα τα εθνικά κουρδικά όρια.

Τα ποσοστά του HDP στις εκλογές του Ιουνίου 2015. http://www.konda.com.tr/en/raporlar/KONDAJune7ElectionandElectorateAnalysis.pdf

Τα ποσοστά του HDP στις εκλογές του Ιουνίου 2015.
Πηγή εικόνας

Παρ’ όλα αυτά, κύρια δύναμη του κόμματος παραμένει η νοτιοανατολική Τουρκία, όπου το HDP ελέγχει και πολλούς δήμους. Εκεί έγιναν προσπάθειες να δημιουργηθούν «συνελεύσεις των γειτονιών», ενώ οργανώνονται και εναλλακτικές υπηρεσίες προς τους πολίτες, π.χ. μέριμνα ώστε οι δημοτικές υπηρεσίες να παρέχονται σε όλες τις γλώσσες των κατοίκων της περιοχής.

Ήδη από το 2005 λειτουργεί στην περιοχή και ένα σώμα συνδεόμενο με το ΡΚΚ, το οποίο μπορεί να ειδωθεί και ως η έκφραση του δημοκρατικού συνομοσπονδισμου: το KCK (Σύνδεσμος Κοινοτήτων του Κουρδιστάν). Είναι ένα δίκτυο από λαϊκά συμβούλια σε επίπεδο χωριών, πόλεων και περιοχών, που φιλοδοξεί να γίνει μια εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης. Με τα λόγια ενός μέλους τέτοιου συμβουλίου στο Ντιγιάρμπακιρ: «ο στόχος μας είναι να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα στις ζωές μας, στις γειτονιές μας, και να τα λύνουμε μόνοι μας, χωρίς να είμαστε εξαρτημένοι από το κράτος ή να το έχουμε ανάγκη“. Αυτό συμπεριλαμβάνει προσπάθειες δημιουργίας ενός τοπικού νομικού συστήματος, εναλλακτικών συστημάτων εκπαίδευσης, τοπικών οικονομικών συνεταιρισμών. Σ’ αυτά τα πλαίσια, μερικές πόλεις στα νοτιοανατολικά κήρυξαν ήδη «τοπική αυτονομία».

Παρά τη σκληρή καταστολή από το τουρκικό κράτος που είδαμε τους τελευταίους μήνες (νόμος απαγόρευσης κυκλοφορίας, καθεστώς πολιορκίας σε πόλεις όπως η Τζίζρε με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές), αυτό σίγουρα δεν είναι κάτι με το οποίο θα ξεμπερδέψει εύκολα. Η ιδέα της δημοκρατικής αυτονομίας φαίνεται να βρίσκει στήριξη από μεγάλο μέρος του πληθυσμού των κουρδικών πόλεων και χωριών, που είναι έτοιμο να την υπερασπιστεί και με τα όπλα αν χρειαστεί.


Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε εμείς απ’ όλα αυτά; Είναι φυσικό να αντιμετωπίζεται με κάποια δυσπιστία η μετάβαση του PKK από έναν συνδυασμό κουρδικού εθνικισμού και μαρξισμού σταλινικού/μαοϊκού τύπου στη «δημοκρατική αυτονομία». Η απόρριψη του εθνο-κρατισμού είναι ειλικρινής, ή απλά μια προσωρινή τακτική κίνηση; Θα είναι όντως στην πράξη η συμμετοχή των Αράβων και των Τούρκων/Τουρκομάνων ισότιμη; Λειτουργούν μήπως τελικά οι συνομοσπονδιακές δομές με τέτοιον τρόπο που να αφήνουν τον ουσιαστικό έλεγχο σε έναν περιορισμένο κύκλο προσώπων γύρω από τον Οτζαλάν; Και πώς ταιριάζει ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού με μια τόσο φανερή προσωπολατρία;

Είναι καλό γενικά να είμαστε λίγο επιφυλακτικοί, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να έχουμε και άμεση εμπειρία από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη Ροζάβα ή στη  νοτιοανατολική Τουρκία. Οι αναφορές ξένων ακτιβιστών αντικατοπτρίζουν την εικόνα που οι ντόπιοι εκπρόσωποι του κουρδικού κινήματος θέλουν να τους δείξουν ή και οι ίδιοι θέλουν να δουν.

Όπως και να ‘χει, το κουρδικό εθνικό κίνημα είναι ένα από τα πρώτα που τουλάχιστον επιφανειακά απορρίπτει τον εθνο-κρατισμό και μοιάζει να είναι πιο κοντά σε έναν πολιτισμικό εθνικισμό (βλέπε σχετικό άρθρο). Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι οι προσπάθειες εφαρμογής του δημοκρατικού συνομοσπονδισμού μοιάζουν περισσότερο με πραγματική αντι-συστημική εναλλακτική, απ’ ό,τι άλλο έχουν προσφέρει αριστερά κινήματα στην περιοχή μας τα τελευταία χρόνια (στην Ελλάδα και στην Κύπρο έχουμε πρόσφατη πείρα από πειράματα “κυβερνώσας Αριστεράς”). Αν απ’ αυτήν την κατάσταση δημιουργηθεί πραγματικά κάτι που θα αφορά όχι μόνο τους Κούρδους, αλλά όλους τους λαούς της περιοχής, είναι σίγουρα κάτι στο οποίο αξίζει να δώσουμε κι εμείς ιδιαίτερη προσοχή.


Πηγές