Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Οθωμανοι πασαδες: μεταρρυθμιστες και αποστατες

Κλασσικό

Στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, ήταν ήδη φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή. Οι εθνικές ιδεολογίες έκαναν τότε σιγά-σιγά την είσοδό τους στην περιοχή μας: δύσκολα μπορούσε κάποιος τότε να προβλέψει ότι αυτές θα ξανάφτιαχναν τον χάρτη της περιοχής μας από την αρχή, με την ίδρυση μιας σειράς από νέα έθνη-κράτη. Ότι η Αυτοκρατορία στην παλιά της μορφή δύσκολα θα επιβίωνε, μπορεί να ήταν ήδη αρκετά εμφανές, αλλά όχι και το τι θα την αντικαθιστούσε.

Εκείνα τα χρόνια εμφανίστηκαν σε διάφορα κομμάτια της οθωμανικής επικράτειας επαρχιακοί διοικητές, οι οποίοι λειτουργούσαν σχεδόν ανεξάρτητα από την Υψηλή Πύλη. Τα «κράτη» που έστησαν ήταν ίσως από πολλές απόψεις πιο λειτουργικά από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αλή Πασάς ο Τεπελενλής

Η ιστορία του Αλή Πασά είναι πολύ γνωστή στον ελληνικό χώρο. Γεννήθηκε στο Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου και, ακολουθώντας και μια οικογενειακή παράδοση, ως νέος επιδόθηκε σε ληστρική δραστηριότητα. Αυτό το χρησιμοποίησε για να αποδείξει τις πολεμικές του ικανότητες και να βρει τη θέση του στην υπηρεσία του κράτους (για την σχέση αυτή ανάμεσα στη ληστεία και τα οθωμανικά αξιώματα, υπάρχει άλλο άρθρο στο μπλογκ). Το 1788 κατορθώνει να γίνει πασάς (περιφερειακός διοικητής) στα Ιωάννινα. Στις καλύτερές του στιγμές, θα φτάσει να ελέγχει μια τεράστια περιοχή, από την Κεντρική Αλβανία μέχρι τη Θεσσαλία και την Ανατολική Στερεά (πλην Αττικής). Οι τάσεις αυτονόμησής του όμως θα οδηγήσουν σε σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη, και τελικά στην καθαίρεση και εκτέλεσή του το 1822.

Το άγαλμα του Αλή Πασά στο Τεπελένι. https://en.wikipedia.org/wiki/Ali_Pasha_of_Ioannina#/media/File:Ali_Pashas_in_Tepelena.jpg

Το άγαλμα του Αλή Πασά στο Τεπελένι.
Πηγή εικόνας

Πέρα από τον μύθο που περιτριγυρίζει την ιστορία του Αλή Πασά, υπάρχει όμως και το ερώτημα του τι σήμαινε πραγματικά η διακυβέρνησή του για τον τόπο. Έχουμε από τη μια την εικόνα ενός αιμοσταγή τυράννου, από την άλλη όμως και ενός αποτελεσματικού κυβερνήτη που φρόντισε για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των υπηκόων του. Μπορεί τελικά το ένα να μην αποκλείει το άλλο. Στα χρόνια του δημιουργήθηκε στον ελληνο-αλβανικό χώρο κάτι που θύμιζε τουλάχιστον σύγχρονο συνεκτικό κράτος. Ο ρόλος που έπαιξαν ως θεμέλιο για την ίδρυση του νεοελληνικού σύγχρονου έθνους-κράτους, έχει ήδη επισημανθεί.

Η ληστεία καταπολεμήθηκε και τα ταξίδια και το εμπόριο έγιναν σχετικά ασφαλή. Η γεωργία ενισχύθηκε με  υδραυλικά έργα και αποξηράνσεις ελών. Το οδικό δίκτυο βελτιώθηκε και σε κάποια τμήματα του έγινε μάλιστα ικανό και για συγκοινωνία με άμαξες. Στην επικράτεια του Αλή κυριαρχούσε σχετική ανεξιθρησκεία (κάτι που κατά μια άποψη συνδέεται και με τις ισχυρές επιρροές που αυτός είχε από τον μπεκτασισμό): στα χρόνια του κτίστηκαν και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Η ελληνική παιδεία στα Γιάννενα μπόρεσε να αναπτυχθεί, όπως και η τοπική βιοτεχνία. Ο Αλή Πασάς  ακολουθούσε ακόμα και μια δική του εξωτερική πολιτική, δείχνοντας μάλλον μια προτίμηση προς την Αγγλία.

Το αν ο Αλής έβλεπε τον εαυτό του απλά σαν τοπικό ηγέτη μιας (έστω μεγάλης) οθωμανικής επαρχίας ή αν στόχευε σε μια ελληνο-αλβανική ανεξαρτησία, ή ακόμα, εντελώς αντίθετα, στον σουλτανικό θρόνο, είναι ένα θέμα για το οποίο διαφωνούν οι ιστορικοί. Δεν πρέπει να παραλείψουμε όμως και κάτι ακόμα σημαντικό. Ο Αλή Πασάς, εκτός από πολιτικός ηγέτης, είχε γίνει και μεγαλοτσιφλικάς. Η οικονομική του δύναμη βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα που εισέπραττε από την καταπίεση των κολίγων στα τσιφλίκια του.

Οσμάν Πασβάνογλου, ο βεζύρης του Βιδινίου

Ο Οσμάν Πασβάνογλου γεννήθηκε στο Βιδίνιο, ένα λιμάνι του Δούναβη στη σημερινή βορειοδυτική Βουλγαρία. Ο πατέρας του ήταν γενίτσαρος: η σχέση του Οσμάν με τους γενίτσαρους της περιοχής θα αποδεικνυόταν καθοριστική για την πολιτική του πορεία. Συμμαχώντας μαζί τους ξεκίνησε εξέγερση εναντίον του Σουλτάνου Σελίμ Γ’, ο οποίος προωθούσε μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν τη δύναμή τους. Ταυτόχρονα, κέρδισε και συμπάθειες από τους ντόπιους χωρικούς, που δεν ήθελαν να πληρώσουν τους αυξημένους φόρους, οι οποίοι ήταν επίσης μέρος της νέας σουλτανικής πολιτικής. Ο Σουλτάνος τελικά αναγκάστηκε το 1798 να αναγνωρίσει τη δύναμη του Πασβάνογλου, ανακηρύσσοντας τον σε Βεζίρη του Βιδινίου.

Ο Οσμάν ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις στην Ευρώπη, και προσπάθησε να αναπτύξει απ’ ευθείας σχέσεις με δυνάμεις όπως η Γαλλία και η Ρωσία, παρακάμπτοντας την Υψηλή Πύλη. Η συμμαχία με τους γενίτσαρους πιθανόν να τον έκανε δημοφιλή ανάμεσα στους Μουσουλμάνους. Ταυτόχρονα όμως, ο Πασβάνογλου είχε μια ιδιαίτερη σχέση και με τους Χριστιανούς. Πολλοί απ’ αυτούς κατείχαν σημαντικό ρόλο στο διπλωματικό του σώμα, στον διοικητικό μηχανισμό και στον στρατό του. Εξάλλου, είναι γνωστός και για τη σχέση που είχε με το Ρήγα Βελεστινλή. Λέγεται ότι ο λόγος που ο τελευταίος εκτελέστηκε στο Βελιγράδι αντί να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, ήταν γιατί ο Σουλτάνος ήθελε να αποφύγει το ταξίδι μέσα από την επικράτεια του Πασβάνογλου, ο οποίος θα φρόντιζε για την απελευθέρωση του φίλου του. Ο Ρήγας του αφιέρωσε και τους ακόλουθους στίχους από το Θούριο:

Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, ο Πασβάνολγου φρόντισε για τη βελτίωση της ασφάλειας και των υποδομών. Ανέπτυξε το οδικό δίκτυο, έκτισε χάνια και διοικητικά κτίρια.  Οι φόροι σταθεροποιήθηκαν σε λογικά επίπεδα, ενώ υπήρχε αρκετή θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα μ’ αυτό όμως, το όνομα του συνδέθηκε και με την ανάπτυξη του συστήματος των τσιφλικιών, της οθωμανικής εκδοχής της φεουδαρχίας.

Το τζαμί Οσμάν Πασβάνογλου με την Βιβλιοθήκη στα αριστερά. http://www.panoramio.com/photo_explorer#view=photo&position=32062&with_photo_id=56543337&order=date_desc&user=6063809

Το τζαμί Οσμάν Πασβάνογλου με την ομώνυμη βιβλιοθήκη στα αριστερά, στο Βιδίνιο.
Πηγή εικόνας

Μεχμέτ Αλή Πασάς: από την Καβάλα στην Αίγυπτο

Στην νεοελληνική Ιστορία μας είναι γνωστά τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ και ο ρόλος που έπαιξαν στην καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης. Το ότι αυτά πέτυχαν εκεί που ο οθωμανικός στρατός είχε αποτύχει, έχει να κάνει και με το ότι ήταν πιο προσαρμοσμένα στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό πάλι, έχει σχέση με το αιγυπτιακό καθεστώς της εποχής.

Ο Ιμπραήμ ήταν ο γιος του Μεχμέτ Αλή, του τότε κυβερνήτη της Αιγύπτου. Ο Μεχμέτ Αλή (ή Μωχάμετ Αλή) γεννήθηκε στην Καβάλα το 1769, πιθανότατα σε αλβανική οικογένεια. Το πιο κρίσιμο γεγονός για την μετέπειτα πορεία του ήταν η εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798. Ο Μεχμέτ Αλή στάλθηκε εκεί ως αρχηγός μιας αλβανικής στρατιωτικής ομάδας, για να αντιμετωπίσει τα γαλλικά στρατεύματα, και μέσα από διάφορες συμμαχίες κατάφερε το 1805 να διοριστεί αντιβασιλέας της (ακόμα οθωμανικής) Αιγύπτου.

Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς. https://www.britannica.com/place/Egypt/Muhammad-Ali-and-his-successors-1805-82

Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς.
Πηγή εικόνας

Έδειξε από νωρίς την πρόθεσή του να μετατρέψει την Αίγυπτο σε κράτος με ισχυρή κεντρική εξουσία – δηλαδή τη δική του. Το πρώτο βήμα ήταν η νικηφόρα σύγκρουση με την ντόπια αριστοκρατία (τους Μαμελούκους) και τον «κλήρο» (τους ουλεμάδες): ήταν η προϋπόθεση για να γίνει πραγματικός «μονάρχης» της Αιγύπτου. Αυτή η δύναμη έγινε όμως και η αδυναμία του, αφού οι προσπάθειες εκσυχρονισμού που έκανε ήταν στην ουσία προσωπικές, χωρίς να υπάρχει μια σημαντική στήριξη ούτε καν από τους ίδιους τους κρατικούς αξιωματούχους.

Ο Μεχμέτ Αλή προώθησε σημαντικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα σχολείων και εξειδικευμένων σχολών (π.χ. ιατρικής), στις οποίες δίδασκαν και Ευρωπαίοι. Επένδυσε στον εξαγωγικό τομέα της γεωργίας και ιδιαίτερα στην καλλιέργεια του βαμβακιού, που του έφερνε μεγάλα έσοδα – αφού είχε εξασφαλίσει το κρατικό μονοπώλιο στο εμπόριο τέτοιων προϊόντων. Έγιναν ακόμα και κάποιες προσπάθειες εκβιομηχάνισης, ίσως οι πρώτες σημαντικές στην περιοχή μας, κυρίως σε κλάδους όπως η υφαντουργία. Η βιομηχανία έφτασε στο σημείο να απασχολεί περίπου το 4% του πληθυσμού: για την εποχή, μάλλον καθόλου μικρό ποσοστό.

Η αυξανόμενη δύναμή του όμως τον έφερε και αυτόν σε σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη. Λίγα χρόνια μόνο αφού βοήθησε στην καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης, βρέθηκε ο ίδιος να στέλνει στρατό στη Συρία εναντίον του Σουλτάνου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κινδύνεψε ίσως όσο ποτέ άλλοτε από ένα τέτοιο εσωτερικό κίνημα: τα στρατεύματα του Μεχμέτ Αλή έφτασαν μέχρι το Ικόνιο, βαθιά μέσα στην Μικρά Ασία. Εξεγέρσεις όπως αυτές του Γκιαούρ Ιμάμη στην Κύπρο το 1833 μπορεί και να σχετίζονται ακριβώς με αυτήν την άνοδο του Μεχμέτ Αλή, και τις ελπίδες που άρχισαν να γεννιούνται για κάτι καλύτερο που μπορούσε να αντικαταστήσει την οθωμανική δυναστεία.

Στο τέλος, ήταν η παρέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας, που έσωσε τον Σουλτάνο. Ο Μεχμέτ Αλή αναγκάστηκε μετά το 1841 να περιοριστεί πάλι στην Αίγυπτο, όπου θα πέθαινε λίγα χρόνια μετά. Υποχρεώθηκε επίσης να καταργήσει τα γεωργικά μονοπώλια (στα έσοδα των οποίων στηριζόταν και η χρηματοδότηση των μεταρρυθμίσεων του), όπως και τα όποια προστατευτικά μέτρα ενάντια στα φτηνά δυτικά εισαγόμενα προϊόντα – με καταστροφικές συνέπειες για την ανάπτυξη της ντόπιας βιομηχανίας.

Για το πόσο πετυχημένη ήταν τελικά η διακυβέρνησή του όσον αφορά τον εκσυχρονισμό της Αιγύπτου, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Την εποχή του πάντως μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός ξεχωριστού αιγυπτιακού κράτους. Οι απόγονοι του θα κυβερνούσαν την Αίγυπτο μέχρι και την ανατροπή της μοναρχίας από τον Νάσερ, το 1952.


Όπως είδαμε, αυτοί οι τοπικοί Οθωμανοί κυβερνήτες στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, λειτουργούσαν περίπου σαν ηγέτες ανεξάρτητων κρατών, με τους δικούς τους στρατούς και τη δική τους εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Αν και τυπικά ήταν κάτω από τις εντολές του Σουλτάνου και δρούσαν στο όνομά του, δεν δίσταζαν να συγκρουστούν με την Υψηλή Πύλη, όταν το έκριναν αναγκαίο – ακόμα και με στρατιωτικά μέσα.

Στην περιοχή που έλεγχαν, την οποία προσπαθούσαν συνεχώς να επεκτείνουν, προσπάθησαν να στήσουν δομές που τουλάχιστον θυμίζουν κάπως λειτουργικό κράτος. Η επιτυχία τους ήταν περιορισμένη, ειδικά αυτή των ιδιαίτερα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων του Μεχμέτ Αλή – αλλά πάντως, ίσως μεγαλύτερη απ’ αυτήν των αντίστοιχων σουλτανικών πρωτοβουλιών την ίδια εποχή. Στο τοπικό επίπεδο, φαίνεται ότι οι δυνατότητες για σημαντικές αλλαγές ήταν μεγαλύτερες.

Το να τους δούμε ως πραγματικά εκσυγχρονιστές ηγέτες μπορεί να είναι υπερβολικό: και οι τρεις είχαν μάλλον περιορισμένη μόρφωση και είναι πολύ αμφίβολο αν αντιλαμβάνονταν την σημασία των κοινωνικών αλλαγών στην Δύση εκείνη την εποχή, ή απλά εντυπωσιάζονταν από τα τεχνολογικά της επιτεύγματα. Από μια άποψη, ήταν τυπικοί Οθωμανοί τοπικοί άρχοντες που κυβερνούσαν απολυταρχικά, ενδιαφερόμενοι κυρίως ν’ αυξήσουν την προσωπική τους δύναμη και να συλλέξουν πλούτο.

Αν και Μουσουλμάνοι ηγέτες πάντως, είναι ένα κοινό τους ότι επέτρεψαν σημαντική θρησκευτική ελευθερία και δεν δίστασαν να συνεργαστούν με Χριστιανούς. Στα «κράτη» του Αλή Πάσα ή του Πασβάνογλου οι ντόπιοι Χριστιανοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο σε πολλά επίπεδα, από το οικονομικό, το διοικητικό μέχρι και το στρατιωτικό. Ο Μεχμέτ Αλή δεν δίστασε, παρά τις αντιδράσεις, να δώσει σημαντικά πόστα σε πολλούς ειδικούς από την ανεπτυγμένη χριστιανική Δύση για να πραγματοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις του, ανταμείβοντάς τους πλουσιοπάροχα.

Κάτω από άλλες συνθήκες, θα ήταν ίσως δυνατό αυτές οι ημιαυτόνομες προσωποκεντρικές ηγεμονίες να εξελιχθούν σε πραγματικά κράτη, που θα αντικαθιστούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Θα ήταν αυτά πολυπολιτισμικά κράτη, διαφορετικά από τα έθνη-κράτη των Βαλκανίων όπως τα ξέρουμε σήμερα; Οι υποθέσεις στην Ιστορία είναι σίγουρα δύσκολο πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, ας έχουμε υπόψη ότι η τελική κατάληξη του «Ανατολικού Ζητήματος» δεν ήταν αυτονόητη, κι ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν εντελώς διαφορετικά.


Πηγές:

Ελλαδα-Αλβανια με το λεωφορειο

Κλασσικό

Για να ταξιδέψει κάποιος στην Αλβανία από την Αθήνα, φτάνει απλά να πάει στην Πλατεία Καραϊσκάκη (σταθμός μετρό Μεταξουργείο). Εκεί θα βρει άφθονα γραφεία  που προσφέρουν αυτήν τη διαδρομή. Αν και οι εταιρείες είναι πολλές, τα χαρακτηριστικά των δρομολογίων  είναι περίπου τα ίδια. Υπάρχουν δύο βασικές διαδρομές με τελικό προορισμό τα Τίρανα. Η μία μέσω Ρίου – Αντιρρίου – Ιωαννίνων – Αργυροκάστρου – Τεπελενίου – Δυρραχίου, που περνάει απ’ τη συνοριακή διάβαση της Κακαβιάς: η τιμή εισιτηρίου είναι 50 Ευρώ με ανοικτή επιστροφή, 30 Ευρώ σε μία κατεύθυνση (τον Απρίλη του ’13) και με διάρκεια περίπου 13-15 ώρες. Η άλλη μέσω της Ε.Ο. Αθήνας-Θεσσαλονίκης και της συνοριακής διάβασης της Κρυσταλλοπηγής, περνάει από την Κορυτσά και είναι λίγο πιο ακριβή. Τα περισσότερα δρομολόγια ξεκινούν από την Αθήνα είτε πολύ νωρίς το πρωί είτε αργά το απόγευμα: στην πρώτη περίπτωση φτάνεις στην Αλβανία το ίδιο βράδυ, στη δεύτερη ταξιδεύεις νύχτα και φτάνεις το  άλλο πρωί.

Γεωφυσικός χάρτης της Αλβανίας Πηγή: www.worldatlas.com

Γεωφυσικός χάρτης της Αλβανίας
Πηγή: http://www.worldatlas.com

Πρώτος σταθμός του δικού μας ταξιδιού ήταν το Δυρράχιο (Durrës), όπου το λεωφορείο μας άφησε λίγο έξω από την πόλη, σε σημείο που μπορεί κάποιος να πάρει αστικό λεωφορείο για το κέντρο. Είναι το ίσως πιο σημαντικό λιμάνι της Αλβανίας και πρώην προσωρινή πρωτεύουσα, πριν αναλάβουν τα Τίρανα αυτό τον ρόλο. Όπως σ’ όλη τις αλβανικές πόλεις, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική με τις πολυκατοικίες-κουτιά είναι η εικόνα που επικρατεί, ιδίως γύρω από το ιστορικό κέντρο. Tο κέντρο της όμως είναι ευχάριστο για περπάτημα, όπως συχνά σε ιστορικές πόλεις-λιμάνια.

Για το ταξίδι Δυρράχιο-Τίρανα υπάρχει επιλογή ανάμεσα στα λεωφορεία και τα φουργκόν (όπως λέγονται στην Αλβανία τα μικρά λεωφορεία) που σταθμεύουν έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο της πόλης. Κατά την άποψή μου, όμως, το πιο ενδιαφέρον είναι το ταξίδι με το τρένο. Αν και τα τρένα της Αλβανίας γενικά δεν έχουν καλή φήμη και ο κόσμος τείνει να προτιμά τα λεωφορεία, που συμφέρουν σαφώς κι από άποψη χρόνου, η διαδρομή Δυρράχιο-Τίρανα είναι πολύ σύντομη (κάτι παραπάνω από μια ώρα) και άνετη.

Τα Τίρανα είναι μια σύγχρονη πόλη, με μεγάλη διαφορά η πιο μεγάλη της Αλβανίας (περίπου 800.000 κατοίκων). Το κέντρο διασχίζει μια πλατιά κεντρική λεωφόρος, κατασκευασμένη ακόμα από τα χρόνια που η Αλβανία ήταν υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας. Ξεκινά βόρεια, από το σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει νότια, στην Πλατεία Μητέρας Τερέζας, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο και ξεκινάει το μεγάλο πάρκο της πόλης. Στη διαδρομή περνάει και πολλά αξιοθέατα των Τιράνων, όπως το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας, την Πυραμίδα του Ενβέρ Χότζα ή το Τζαμί του Ετχέμ Μπέη. Το τελευταίο είναι από τα λίγα που επιβίωσαν από την εκστρατεία ενάντια στη θρησκεία του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, η οποία ήταν πολύ πιο σκληρή απ’ ό,τι σε άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Αν και στα Τίρανα επικρατεί η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική, ο πρώην δήμαρχος (και νυν πρωθυπουργός) Έντι Ράμα, ο οποίος ήταν παλιότερα και ζωγράφος, φρόντισε να ξαναβαφτούν τα κτήρια με διάφορα χρώματα. Ενδιαφέρον έχει και η γειτονιά Μπλόκου, στην οποία την εποχή του κομμουνισμού κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και δεν ήταν προσβάσιμη στους κοινούς πολίτες. Σήμερα πλέον λειτουργεί κυρίως σαν περιοχή νυχτερινής διασκέδασης.

Η Αλβανία είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που ο υιός Μπους τιμάται δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας. Οι Αλβανόι δεν ξεχνούν το ρόλο των ΗΠΑ στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.

Η Αλβανία είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που ο υιός Μπους τιμάται δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας. Οι Αλβανοί δεν ξεχνούν το ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.

Στα μέσα περίπου της κεντρικής λεωφόρου βρίσκεται η πλατεία Σκεντέρμπεη (Skanderbeg) με το ανάλογο άγαλμα. Όποιος σχεδιάζει να ταξιδέψει στην Αλβανία είναι καλά να ξέρει μερικά πράγματα για τον εθνικό ήρωα της χώρας. Ο Γεώργιος Καστριώτης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1405 στη σημερινή βόρεια Αλβανία, ως γιος χριστιανού πρίγκηπα. Σε μικρή ηλικία παραδόθηκε ως όμηρος στον Οθωμανό Σουλτάνο στην Αδριανούπολη, όπου ασπάστηκε το Ισλάμ και υπηρέτησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πήρε το όνομα Ισκεντέρ (Αλέξανδρος) και έφτασε ως τον τίτλο του Μπέη – εξού και το «Σκεντέρμπεης». Το 1443 όμως εγκατέλειψε το Σουλτάνο και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου αλλαξοπίστησε ακόμα μια φορά και έγινε πάλι Χριστιανός. Οργάνωσε μια συμμαχία από τοπικούς Αλβανούς πρίγκηπες και αντιστάθηκε με επιτυχία στην οθωμανική επέκταση, αποκρούοντας όχι λιγότερες από 13(!) εισβολές. Μόνο μετά το θάνατό του (1468) θα κατάφερναν οι Οθωμανοί να κατακτήσουν την Αλβανία. Το ότι οι (κατά πλειοψηφία Μουσουλμάνοι, τυπικά τουλάχιστον) Αλβανοί έκαναν εθνικό τους ήρωα κάποιον που άλλαξε θρησκεία δυο φορές, είναι ίσως χαρακτηριστικό για την αλβανική ανεξιθρησκεία.

Η κεντρική πλατεία των Τιράνων με το άγαλμα του εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη. Πίσω μια τοιχογραφία μάλλον από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Η κεντρική πλατεία των Τιράνων με το άγαλμα του εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη (στα δεξιά). Πίσω φαίνεται το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας.

Ένας ταξιδιώτης μπορεί να χρησιμοποιήσει τα Τίρανα και σαν βάση για να εξερευνήσει την υπόλοιπη Αλβανία, μια και βρίσκονται κεντρικά και πολλές άλλες πόλεις είναι σε απόσταση που επιτρέπει ημερήσιες εκδρομές. Τα λεωφορεία ή φουργκόν ξεκινάνε από διαφορετικά σημεία, ανάλογα με τον προορισμό τους. Αυτά με νότιους προορισμούς συνήθως ξεκινούν  από το σταθμό Κομπινάτι, ο οποίος είναι προσβάσιμος με τα αστικά λεωφορεία. Από εκεί μπορεί π.χ. να πάει κάποιος στο Βεράτι (Berati, 3 ώρες διαδρομή). Το Βεράτι έχει ανακυρηχθεί μνημείο της Ουνέσκο λόγω των καλοδιατηρημένων οθωμανικών κτηρίων που αποτελούν το κέντρο της πόλης.

Η παλιά πόλη του Βερατίου, με την οθωμανική της αρχιτεκτονική.

Η παλιά πόλη του Βερατίου

Για να πάει κάποιος προς το Βορρά μπορεί να χρησιμοποιήσει και το λεωφορείο που ξεκινά από το σιδηροδρομικό σταθμό των Τιράνων και καταλήγει στο κέντρο της Σκόδρας (2-2,5 ώρες). Η Σκόδρα (Shkodra) είναι η μεγαλύτερη πόλη του Βορρά, με κυρίως καθολικό και μουσουλμανικό πληθυσμό. Είναι κτισμένη δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, τη μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αν και ο παραλίμνιος πεζόδρομος είναι σε κάποια απόσταση από το κέντρο της πόλης. Το κέντρο φαίνεται να το έχουν φροντίσει αρκετά, αφού είναι γεμάτο με ανακαινισμένα παλιά κτήρια και πεζόδρομους.

Σοκάκι στο κέντρο της Σκόδρας

Σοκάκι στο κέντρο της Σκόδρας

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από τον παραλίμνιο πεζόδρομο.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από τον παραλίμνιο πεζόδρομο.

Για να πάει κάποιος προς τα νοτιο-ανατολικά (π.χ. Πόγραδετς, Κορυτσά) είναι καλύτερα να πάρει ένα φουργκόν κοντά στο Στάδιο των Τιράνων. Η Κορυτσά (Korça) είναι σε απόσταση περίπου 4 ωρών, ενώ στη διαδρομή διασχίζεις τα βουνά και συνεχίζεις κατά μήκος της ακτής της λίμνης Οχρίδας μέχρι το Πόγραδετς, απ’ όπου είναι ακόμα μια ώρα δρόμος. Η Κορυτσά είναι μια ήσυχη πόλη, με κυρίως ορθόδοξο πληθυσμό, όπου τα ελληνικά είναι πολύ πιο χρήσιμα για έναν τουρίστα από τα αγγλικά. Στο κέντρο της πόλης υπάρχουν πολλά πετρόκτιστα παλιά σπίτια.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Κορυτσάς, με την εκκλησία του .... Στο βάθος ο Γράμμος.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Κορυτσάς, με τον καθεδρικό ναό της Αναστάσεως του Κυρίου.

Σοκάκια στο κέντρο της Κορυτσάς, με τα τυπικά πετρόκτιστα σπίτια

Στενό στο κέντρο της Κορυτσάς, με πετρόκτιστα σπίτια.

Μια πολύ χρονοβόρα αλλά και ωραία διαδρομή είναι αυτή από Κορυτσά μέχρι Αργυρόκαστρο (το λεωφορείο συνεχίζει και τερματίζει στους Αγίους Σαράντα). Αν κι η απόσταση είναι περίπου 200 χιλιόμετρα, το ταξίδι μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο διαρκεί περίπου 7 ώρες! Αξίζει όμως το κόπο, μια και διασχίζεις μια περιοχή γεμάτη δάση, βουνά και ποτάμια.

Τοπίο από την εξοχή της Βορείας Ηπείρου, από τη διαδρομή Κορυτσά-Αργυρόκαστρο.

Τοπίο από την εξοχή της Βορείας Ηπείρου, από τη διαδρομή Κορυτσά-Αργυρόκαστρο.

Η παλιά πόλη του Αργυροκάστρου (Gjirokastra – το λεωφορείο σε αφήνει στη νέα πόλη που χτίστηκε στην κοιλάδα, απ’ όπου μπορείς να πάρεις λεωφορείο ή ταξί για την παλιά πόλη στη βουνοπλαγιά) είναι επίσης μνημείο της Ουνέσκο. Αποτελείται από πλακόστρωτους δρόμους και παλιά καλοδιατηρημένα άσπρα κτήρια με γκρίζες σκεπές. Απ’ αυτήν την πόλη καταγόταν ο πρώην δικτάτορας Ενβέρ Χότζα, αλλά και ο διάσημος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ. Από θρησκευτική άποψη είναι μικτή ορθόδοξη και μουσουλμανική, ενώ ανάμεσα στους Μουσουλμάνους πρέπει να ήταν αρκετά ισχυρή η επιρροή του Μπεκτασισμού: δείγμα της είναι και οι τάφοι των Μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο. Ακόμα, σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι ελληνικό, όπως φαίνεται και από την παρουσία του ελληνικού προξενείου.

Το Αργυρόκαστρο όπως φαίνεται από το κάστρο. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας η παλιά πόλη, στη μέση η καινούρια με τις πολυκατοικίες και στο βάθος η κοιλάδα του ...

Το Αργυρόκαστρο όπως φαίνεται από το κάστρο. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας η παλιά πόλη, στη μέση η καινούρια με τις πολυκατοικίες και πιο πίσω η κοιλάδα του Δρίνου.

Το κάστρο, από το οποίο παίρνει το όνομα της κι η πόλη κι είναι εύκολα προσβάσιμο με τα πόδια από την παλιά πόλη, αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη. Όχι μόνο για το ίδιο το κάστρο, αλλά και για τη θέα προς την πόλη, την κοιλάδα και τα γύρω βουνά. Εκεί βρίσκεται και ένα παλιό αμερικάνικο αεροπλάνο, το οποίο ο Χότζα παρουσίαζε σαν να είχε καταρρίψει. Τελικά όπως αποδείχτηκε μετά από χρόνια, απλά είχε κάνει αναγκαστική προσγείωση.

Το κάστρο από το οποίο παίρνει και το όνομα της η πόλη. Κάτω μερικά σπίτια της παλιάς πολης, με τα τυπικά κεραμίδια από γκρίζο τοπικό πέτρωμα.

Πάνω το κάστρο από το οποίο παίρνει και το όνομα της η πόλη. Κάτω μερικά σπίτια της παλιάς πόλης, με τις τυπικές σκεπές από γκρίζο πέτρωμα (μάλλον σχιστόλιθος).

Τάφοι μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο, με τα αφιερώματα των πιστών.

Τάφοι μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο, με τα αφιερώματα των πιστών.

Για έναν κάτοικο της Ελλάδας, υπάρχουν πιστεύω αρκετά κίνητρα για ένα ταξίδι στην Αλβανία:

Πρώτο, σε εποχές κρίσης είναι μια πολύ οικονομική και εύκολη δυνατότητα να ταξιδέψει κάποιος εκτός Ελλάδας.

Δεύτερο, υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις σχεδόν ανέγγικτης φύσης, κυρίως προς τα ορεινά, καθώς και πόλεις που έχουν κέντρα καλοδιατηρημένα με παλιά αρχιτεκτονική, όπως το Αργυρόκαστρο, το Βεράτι, η Κορυτσά ή η Σκόδρα.

Τρίτο, είναι κάτι ιδιαίτερο να βλέπεις μια χώρα της περιοχής που όλες οι κύριες θρησκείες των Βαλκανίων (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Σουνιτικό Ισλάμ, Ισλάμ των Μπεκτασήδων) συνυπάρχουν ειρηνικά. Οι Αλβανοί είναι περήφανοι γι’ αυτό τους το επίτευγμα, που πράγματι μοιάζει να είναι μοναδική περίπτωση στα Βαλκάνια. Η αλβανική εθνική ταυτότητα είναι μάλλον η μοναδική από τις βαλκανικές που δεν συνδέεται άμεσα με καμία θρησκεία, παρά μόνο με τη γλώσσα. Όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους Αλβανούς, χωρίς η μία θρησκεία να κάνει τον έναν λιγότερο ή περισσότερο Αλβανό από τον άλλο.

Επίσκεψη του Πάπα στην Αλβανία, με την παρουσία των προκαθήμενων των άλλων τριών θρησκευτικών κοινοτήτων (από αριστερά προς δεξιά: Σουνίτης, Ορθόδοξος, Μπεκτασής)

Επίσκεψη του Πάπα στην Αλβανία, με την παρουσία των προκαθήμενων των άλλων τριών θρησκευτικών κοινοτήτων (από αριστερά προς δεξιά: Σουνίτης, Ορθόδοξος, Μπεκτασής). Πηγή: fbcdn-sphotos-h-a.akamaihd.net

Τέταρτο, η Αλβανία είναι χώρα με πολύ φιλόξενους και βοηθητικούς κατοίκους. Είναι επίσης και η χώρα όπου ένας Έλληνας ταξιδιώτης έχει τις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσει ανθρώπους που να μιλούν τη γλώσσα του – ειδικά στο Νότο μπορεί να είναι και η πρώτη ξένη γλώσσα (στα Τίρανα και στο Βορρά είναι μάλλον τα ιταλικά). Η φιλικότητα των Αλβανών ήταν μια μικρή έκπληξη για μένα, αν σκεφτείς τα πολιτικά θέματα που επιβαρύνουν κάπως τις σχέσεις των δυο λαών (ελληνική μειονότητα στη Βόρεια Ήπειρο, στάση της Ελλάδας στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου, αλλά φυσικά και το θέμα των Τσάμηδων, που φαίνεται ότι δεν έχει ξεχαστεί στην Αλβανία). Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά παίζουν μικρότερο ρόλο για το μέσο Αλβανό απ’ ό,τι ίσως φανταζόμουν, ή τουλάχιστον ο κόσμος εκεί ξέρει να διαχωρίζει την πολιτική από την παραδοσιακή φιλοξενία.

Πέμπτο και ίσως πιο σημαντικό, οι Έλληνες κι οι Αλβανοί είναι δυο λαοί με βαθιά γεωγραφική, ιστορική και πολιτιστική συγγένεια (υπόψη ότι τα αλβανικά είναι μαζί με τα ελληνικά οι δυο γλώσσες που έχουν επιβιώσει στα Βαλκάνια από την πρώιμη Αρχαιότητα μέχρι σήμερα). Για πολλούς αιώνες έχουν ζήσει δίπλα δίπλα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο (βόρεια και νότια), αλλά όχι μόνο, επηρεάζοντας φυσικά και ο ένας τον άλλο: μοιράζονται π.χ. και την ίδια εθνική ενδυμασία, τη φουστανέλα. Μετά από πολλές δεκαετίες σχεδόν απόλυτου χωρισμού και αποξένωσης, οι περισσότεροι Αλβανοί έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια, θέλοντας και μη, μια αρκετά πλήρη εικόνα για την Ελλάδα, λόγω κυρίως της μετανάστευσης. Μάλλον δεν ισχύει όμως το αντίστοιχο και για τους Έλληνες, που σχηματίζουν εικόνα με βάση κυρίως τους οικονομικούς μετανάστες, χωρίς συχνά να έχουν την παραμικρή ιδέα για την Αλβανία ως χώρα. Τέτοια ταξίδια είναι ένας καλός τρόπος να διορθωθεί αυτή η παραφωνία, που είναι υπόλειμμα του Ψυχρού Πολέμου.

Το αιρετικο Ισλαμ της περιοχης μας

Κλασσικό

Στις ημέρες που ζούμε έχει γίνει (με τραγικό τρόπο) ξεκάθαρο ότι, όπως ακριβώς κι ο Χριστιανισμός, έτσι και το Ισλάμ είναι διασπασμένο σε διάφορα δόγματα και κατευθύνσεις. Ο πιο γνωστός και σήμερα γεωπολιτικά σημαντικός διαχωρισμός είναι αυτός ανάμεσα σε Σουνίτες και Σιίτες. Είναι αυτός που επηρεάζει τις περισσότερες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, από το Λίβανο και τη Συρία μέχρι το Ιράκ και το Μπαχρέιν. Λιγότερο γνωστός είναι ο ρόλος που έχουν παίξει (κι εν μέρει παίζουν ακόμα) αυτοί οι διαχωρισμοί όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια.

shia

Βασικό χαρακτηριστικό του σιιτικού Ισλάμ είναι η αναφορά στον Αλή, τον ξάδελφο (και γαμπρό) του Προφήτη Μωάμεθ, που ενώ αναγνωρίζεται κι από τους Σουνίτες ως αξιοσέβαστη προσωπικότητα, δεν έχει σ’ αυτούς τον κεντρικό ρόλο που παίζει στη θεολογία των Σιιτών. Εξ’ άλλου, και το ίδιο το όνομα Σι’α σημαίνει μερίδιο, κόμμα, το κόμμα δηλαδή του Αλή.

ali2

Ο Αλή

Ξεκινώντας απ’ αυτόν τον βασικό κορμό έχουν αναπτυχθεί διάφορα παρακλάδια. Ενώ το κύριο τμήμα του σιιτικού Ισλάμ, ο Δωδεκατισμός (επίσημη θρησκεία σήμερα στο Ιράν) δεν διαφέρει και πολύ στις θρησκευτικές πρακτικές από το “ορθόδοξο” Σουνιτικό Ισλάμ, άλλες ομάδες έχουν σαφώς πιο ετερόδοξη κατεύθυνση, σε σημείο που πολλοί να αμφισβητούν κατά πόσον μπορούν πλέον να θεωρούνται μουσουλμανικές. Τέτοιες ομάδες είναι οι Αλεβίτες στην Τουρκία (μ’ αυτούς είναι συνδεδεμένο και το τάγμα των Μπεκτασήδων), οι Αλαουίτες/Νουσαΐρι στη Συρία και οι Δρούζοι.

Αλεβίτες

Όταν πριν από μερικά χρόνια παρουσιάστηκε σε μια γερμανική τηλεοπτική σειρά μια υπόθεση αιμομιξίας σε τούρκικη οικογένεια, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από ένα τμήμα της τουρκικής κοινότητας, ενώ από άλλα αντιμετωπίστηκε μάλλον αδιάφορα. Η εν λόγω οικογένεια ήταν αλεβιτική και η φήμη της αιμομιξίας είναι ένα γνωστό στερεότυπο των Σουνιτών για τους Αλεβίτες. Η γερμανική τηλεόραση κατηγορήθηκε από τους Αλεβίτες ότι ενισχύει τον σουνιτικό ρατσισμό εναντίον τους. Έτσι, η γερμανική κοινωνία αντιλήφθηκε, ίσως για πρώτη φορά, ότι οι Τούρκοι μετανάστες δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα θρησκευτικά ενιαίο σώμα. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το συγκεκριμένο διαχωρισμό πρέπει να γυρίσουμε μερικούς αιώνες πίσω.

Τον 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπισε μια σοβαρή απειλή: το σιιτικών τάσεων κίνημα του Ισμαήλ, του ιδρυτή της δυναστείας των Σαφαβιδών. Η δυναστεία έμελλε να κυβερνήσει το Ιράν επί μερικούς αιώνες και να το μετατρέψει σε κέντρο του σιιτικού Ισλάμ. Αυτό, παρά την ήττα του Ισμαήλ στην περιοχή της Μικράς Ασίας, που έφερε οριστικά την τελευταία υπό την κυριαρχία των Οθωμανών – και μαζί μ’ αυτών και του σουνιτικού Ισλάμ.

ali

Ο Σάχης Ισμαήλ

Στον αγώνα του ο Ισμαήλ είχε βρει πολλούς συμμάχους ανάμεσα στις τουρκομανικές φυλές της Μικράς Ασίας: πληθυσμούς που διατηρούσαν πολλά από τα αρχαία τουρκικά τους έθιμα και παραδόσεις, ζούσαν με τους δικούς τους κανόνες που δεν συνάδουν πάντα με την Ισλαμική ορθοδοξία – και δεν ήταν έτοιμοι να αναγνωρίσουν την κυριαρχία των Οθωμανών Σουλτάνων, ιδιαίτερα με τις τάσεις συγκεντρωτισμού που έδειχναν οι τελευταίοι όσο η Αυτοκρατορία μεγάλωνε και σταθεροποιούνταν. Οι πολεμιστές τους συνήθιζαν να φορούν στο κεφάλι έναν κόκκινο σκούφο: από εκεί προέρχεται ο όρος κιζιλμπάς (στα ελληνικά “κοκκινοκέφαλοι”), που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως ονομασία για τους Αλεβίτες. Ο ίδιος ο νεώτερος όρος “Αλεβίτες” (Alevi στα τούρκικα) προέρχεται φυσικά από τον Αλή.

alevitisses

Με την τελική επικράτηση των Οθωμανών στη Μικρά Ασία, οι Αλεβίτες υπέστησαν διώξεις και αιώνες καταπίεσης. Παρ’ όλα αυτά, έχουν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα να συνιστούν με βάση τις εκτιμήσεις 10-30% του πληθυσμού της Τουρκίας. Η πλειοψηφία τους είναι από εθνολογική άποψη Τούρκοι, αλλά υπάρχουν και πολλοί Αλεβίτες Κούρδοι ή Ζαζά (π.χ. στην περιοχή Ντερσίμ ή Τούντζελι).

Την επιβίωση τους την οφείλουν στο ότι λειτουργούσαν σαν κλειστή κοινότητα, καθώς ίσως και στην χρήση της τακιγιέ: μιας πρακτικής που υπάρχει και σε άλλες αιρέσεις σιιτικής προέλευσης, και που επιτρέπει στους ακόλουθους να κρύβουν τα πραγματικά τους πιστεύω για λόγους ασφάλειας.

Χαρακτηριστικά των αλεβιτικών κοινοτήτων είναι η πνευματική ηγεσία ενός ντεντέ (παππού), τα τζεμεβί ως χώρος λατρείας αντί του τζαμιού, ο μυστικισμός, οι τελετουργίες που συμπεριλαμβάνουν μουσική και χορό (στις οποίες συμμετέχουν από κοινού άντρες και γυναίκες, κάτι το οποίο ενέπνευσε στους εχθρούς τους και φήμες περί …οργίων). Γενικά υπάρχει μια ανάμιξη της ισλαμικής θεολογίας με αρχαιότερες τουρκικές σαμανιστικές ή ζωροαστρικές παραδόσεις ή και χριστιανικές πρακτικές, όπως π.χ. η απόρριψη του διαζυγίου.

Το τζέμεβι του Γκαζί, αλεβίτικης συνοικίας της Κωνσταντινούπολης,  με την εικόνα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, μορφής με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα για τους Αλεβίτες.

Το τζέμεβι του Γκαζί, αλεβίτικης συνοικίας της Κωνσταντινούπολης, με την εικόνα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, μορφής με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα για τους Αλεβίτες.

Ιδιαίτερη είναι επίσης η σχέση με το Κοράνι και τη Σαρία (το θρησκευτικό νόμο). Οι Αλεβίτες δεν θεωρούν ότι οφείλουν να υπακούν σε απαγορεύσεις, όπως π.χ. αυτή του αλκοόλ: αυτές αφορούν μόνο όσους βρίσκονται στο πρώτο στάδιο της ισλαμικής πίστης, ενώ αυτοί έχουν ήδη προχωρήσει στο επόμενο (Ταρικάτ, η δεύτερη από τις 4 πύλες του Ισλάμ). Με άλλα λόγια, η υπακοή στη Σαρία μπορεί να είναι κατά τους Αλεβίτες κάτι σαν… Ισλάμ για αρχάριους. Στις κατηγορίες περί παραβίασης του Ιερού Νόμου μπορεί να απαντήσουν ότι “οι Σουνίτες διαβάζουν το Κοράνι με τα μάτια, εμείς το διαβάζουμε με την καρδιά”.

Υπάρχουν πάντως και μερικές ομάδες των Αλεβιτών, π.χ. ένα μέρος της τούρκικης αλεβίτικης κοινότητας στη Γερμανία, που δεν βλέπουν τους εαυτούς τους καν σαν Μουσουλμάνους, αλλά σαν μια εντελώς ξεχωριστή θρησκεία. Όπως υπάρχουν και ομάδες που θεωρούν τους εαυτούς τους απλό παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ. Γενικά, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι δεν υπάρχει μια ενιαία διοίκηση της θρησκευτικής κοινότητας και άρα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και ως προς τη φύση της θρησκείας.

Επίσης σημαντικός είναι ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει η λατρεία συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων, κάτι που θυμίζει ίσως το ρόλο των αγίων στην Ορθοδοξία. Εκτός φυσικά από τον Αλή, πολύ κεντρική φυσιογνωμία είναι ο Χατζή Μπεκτάς Βελή, ένας Τούρκος ντερβίσης που έζησε τον 13ο αιώνα. Στις προσωπικότητες που εκτιμούνται ιδιαίτερα ανήκει και ο Κεμάλ Ατατούρκ.

cemevi

Εικόνα από το εσωτερικό ενός τζεμεβί. Στις φωτογραφίες απεικονίζονται αριστερά της τουρκικής σημαίας ο Αλή και ο Χατζή Μπεκτάς και δεξιά της ο Ατατούρκ.

Στη σύγχρονη Τουρκία φυσικά τα όρια ανάμεσα στους Σουνίτες και τους Αλεβίτες δεν είναι πλέον τόσο καθαρά. Μικτοί γάμοι φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο σπάνιοι. Για κάποιους από τους νέους στα αστικά κέντρα, ο Αλεβιτισμός μπορεί να μην είναι κάτι παραπάνω από μια πολιτιστική αναφορά, ένα στοιχείο ταυτότητας, παρά πραγματικά μια θρησκεία. Παρ’ όλα αυτά, ο διαχωρισμός αυτός επηρεάζει την πολιτική ζωή της σύγχρονης Τουρκίας μέχρι και τις μέρες μας. Ταυτόχρονα, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια αναβίωση της αλεβίτικης ταυτότητας, κάτι που έχει σχέση με τον αυξημένο ρόλο που παίζουν θέματα πολιτιστικής ταυτότητας στην Τουρκία (όπως και στον κόσμο γενικά) μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Υπάρχει μία άποψη, που ερμηνεύει το διαχωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς στην Τουρκία ως συνέχεια του διαχωρισμού Αλεβίτες-Σουνίτες. Αν και αυτό μπορεί να είναι υπερβολικό, είναι καθαρό ότι οι πολιτικά ενεργοί Αλεβίτες έχουν την τάση να κλίνουν προς προοδευτικές ιδεολογίες, όπως το σοσιαλισμό ή τον προοδευτικό εθνικισμό (είτε τον τουρκικό είτε τον κουρδικό), ενώ είναι αρκετά σπάνιο να συμμετέχουν σε δεξιά κόμματα. Ο σημερινός ηγέτης του κεμαλικού (ας πούμε κεντροαριστερού) κόμματος, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, είναι εξ’ άλλου Αλεβίτης, ενώ το κόμμα του Ερντογάν έχει κυρίως Σουνίτες οπαδούς.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί (αλεβιτική συνοικία της Κωνσταντινούπολης) είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις.

Στη σύγχρονη Τουρκία, οι Αλεβίτες δεν αντιμετωπίζουν τον αποκλεισμό στον ίδιο βαθμό με την οθωμανική εποχή. Παρ’ όλα αυτά, οι οργανώσεις τους έχουν και σήμερα αρκετά παράπονα από την κεντρική εξουσία. Η μη αναγνώριση των τζεμεβί τους και η υποχρεωτική σχολική διδασκαλία των θρησκευτικών στη βάση του Σουνιτικού Ισλάμ, είναι μερικά απ’ αυτά. Ζωντανά στη μνήμη τους μένουν όμως και κάποια τραγικά γεγονότα των προηγούμενων δεκαετιών. Το πιο γνωστό (αλλά δυστυχώς όχι το μόνο) είναι αυτό στο ξενοδοχείο Μαντιμάκ της Σεβάστειας το 1993, κατά την οποία 35 άνθρωποι, κυρίως Αλεβίτες διανοούμενοι, έχασαν τη ζωή τους από εμπρησμό που ξεκίνησε από επίθεση φανατικών Σουνιτών – με τις κρατικές αρχές να κατηγορούνται για αδιαφορία.

sivas

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι και στην πρόσφατη εξέγερση του 2013 στην Τουρκία οι αλεβιτικές κοινότητες έπαιξαν το ρόλο τους. Η λαϊκή συνοικία Γκαζί στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης, κατοικημένη κυρίως από Αλεβίτες και Κούρδους, ήταν ένα από τα κύρια επίκεντρα της εξέγερσης (η περιοχή έχει και παρελθόν, καθώς το 1995 ξεκίνησε εκεί μια άλλη αλεβίτικη εξέγερση). Ένα σημαντικό συμβολικό ρόλο στην οργή εναντίον του Ερντογάν έπαιξε και η πρόθεση της κυβέρνησής του να ονομάσει την καινούρια γέφυρα του Βοσπόρου εις μνήμην του Σουλτάνου Σελίμ – ο οποίος έχει μείνει στην Ιστορία για τις σφαγές που διέπραξε εναντίον των Αλεβιτών.

Το τάγμα των Μπεκτασήδων

Με τον Αλεβιτισμό είναι στενά συνδεδεμένη και η παράδοση των Μπεκτασήδων (οι οποίοι παίρνουν το όνομά τους από τον Χατζή Μπεκτάς Βελή). Κατά μία άποψη, αποτελούν μαζί την αστική (Μπεκτασισμός) και την αγροτική (Αλεβιτισμός) έκφραση του ίδιου φαινομένου. Επίσης, ενώ οι Αλεβίτες ήταν σαν ομάδα περιορισμένη κυρίως στη Μικρά Ασία, ο Μπεκτασισμός φαίνεται ότι είχε μεγάλη επιρροή στα Βαλκάνια: από την Αλβανία και τη Βοσνία μέχρι την Κρήτη.

Οι Μπεκτασήδες ήταν οργανωμένοι σαν θρησκευτικό τάγμα, όπως οι Νακσιμπεντί και οι Μεβλεβί, αλλά πολύ πιο διαφοροποιημένοι από τη σουνιτική “ορθοδοξία” και με πιο έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού. Στις θρησκευτικές τους πρακτικές ανήκουν π.χ. ο εορτασμός του ζωροαστρικού νέου έτους, αλλά και χριστιανικά στοιχεία. Κάτι που βοηθούσε ίσως τη στενή τους σύνδεση με το σώμα των (χριστιανικής καταγωγής) Γενίτσαρων, οι οποίοι είχαν περίπου το ρόλο του προστάτη του τάγματος. Η εξόντωση των τελευταίων από τον Σουλτάνο Μαχμούτ στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης φαίνεται ότι έχει σχέση και με τις προσπάθειες να περιοριστεί η επιρροή του Μπεκτασισμού.

Παρά τις διώξεις που ακολούθησαν από τους Οθωμανούς, το τάγμα επιβίωσε και πολλοί Μπεκτασήδες αναμείχθηκαν ενεργά σε επαναστατικά κινήματα, όπως αυτό των Νεότουρκων. Μετά την επικράτηση του Ατατούρκ στην Τουρκία και τη γενική απαγόρευση όλων των θρησκευτικών ταγμάτων, οι Μπεκτασήδες αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την έδρα τους στην Αλβανία – σε κάποιο βαθμό συνδέθηκαν μάλιστα με τον ακόμα τότε πολύ νέο αλβανικό εθνικισμό (μερικοί Αλβανοί εθνικιστές έβλεπαν σ’ αυτόν κάτι σαν αλβανική εθνική θρησκεία). Αυτό πάντως δεν τους γλύτωσε στη συνέχεια από τη γενική καταπίεση των θρησκειών, που εφάρμοσε το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.

Σήμερα η άμεση επιρροή του Μπεκτασισμού στα Βαλκάνια είναι μάλλον μικρή. Πάντως το τέλος του καθεστώτος του Χότζα έφερε και μια σχετική αναβίωση στην Αλβανία. Στην τελευταία απογραφή δήλωσε περίπου 2% του πληθυσμού τον Μπεκτασισμό ως το δικό του δόγμα. Η επιρροή του Μπεκτασισμού, ιδιαίτερα στη Νότια Αλβανία, μπορεί όμως να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι δείχνει αυτό το ποσοστό, αφού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι όλοι όσοι ακολουθούν τις πρακτικές του το δηλώνουν και σαν ξεχωριστό θρήσκευμα.

bektashi

Τάφος μπεκτασή μπαμπά στο Αργυρόκαστρο

Κοινότητες υπάρχουν επίσης στο Κοσσυφοπέδιο, στην πΓΔΜ, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στην Ελλάδα φαίνεται ότι οι Μπεκτασήδες είχαν σημαντική επιρροή σε διάφορες περιοχές, μεταξύ άλλων στην Ήπειρο και στους (ελληνόφωνους) Μουσουλμάνους της Κρήτης, οι οποίοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών βρέθηκαν στην Τουρκία. Σήμερα απομένουν λίγες χιλιάδες ακόλουθοι των Μπεκτασήδων (αναφέρονται και ως Αλεβίτες, τα όρια ανάμεσα στους δύο όρους δεν είναι καθαρά) σε ορεινά μουσουλμανικά χωριά των νομών Ροδόπης και Έβρου (μεταξύ άλλων: Χλόη (Ebilköy), Γονικό (Babalar), Κέχρος (Merkoz)), μ’ ένα ακόμη ενεργό τεκέ στη Ρούσσα (Rushenler) του Έβρου. Ο τεκές του Ντουρμπαλί Πασά στην Ασπρόγεια -Ιρενί Φαρσάλων σταμάτησε να λειτουργεί το 1973, αλλά γνώρισε παραδόξως ένα είδος αναβίωσης χάρη στις κοινότητες Αλβανών μεταναστών μπεκτασιδικής καταγωγής, οι οποίοι τον ανακάλυψαν πάλι στη δεκαετία του ’90.

τεκες

Δυτικός τουρμπές του τεκέ στην Ασπρόγεια (Ιρενί) Φαρσάλων

Αλαουίτες-Νουσαϊρί

Η κοινότητα των αραβόφωνων Αλαουιτών (ή αλλιώς Νουσαϊρί) κατοικεί στην Συρία (κυρίως στα βουνά στο δυτικό μέρος της χώρας και στα παράλια), στο βόρειο Λίβανο, αλλά και στην εθνικά ανάμεικτη περιοχή της Αλεξανδρέτας (Χατάι) στην Τουρκία. Από τις τρεις χώρες τη σημαντικότερη παρουσία την έχουν σαφώς στη Συρία, όπου συνιστούν περίπου 12% του πληθυσμού και κατέχουν σημαντικές θέσεις στο στρατό και στην πολιτική, μεταξύ άλλων και αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας: πράγμα που παίζει κρίσιμο ρόλο στον τωρινό εμφύλιο.

syria

Παρά την όποια συγγένεια με τους τουρκόφωνους (ή κουρδόφωνους) Αλεβίτες, σήμερα προτιμούν να θεωρούνται δύο ξεχωριστές κοινότητες. Σ’ αυτό πιθανόν να παίζει και ρόλο το ότι και οι δύο συνδέθηκαν με τον προοδευτικό εθνικισμό στις χώρες τους, τον αραβικό οι μεν και τον τουρκικό (ή κουρδικό) οι δε.

Οι ρίζες των Αλαουιτών πάνε πίσω στον 9ο αιώνα, όταν ζούσε ο Μουχάμαντ Ιμπν Νουσαΐρ, τον οποίο οι οπαδοί του θεωρούσαν αντιπρόσωπο του δωδέκατου και τελευταίου Ιμάμη. Όπως και οι Αλεβίτες, φαίνεται ότι ερμηνεύουν το Κοράνι μάλλον αλληγορικά, έχοντας στη θεολογία τους και πολλά στοιχεία συγκρητισμού (π.χ. πίστη στη μετενσάρκωση, λατρεία μιας μορφής (Χουντρ) που μοιάζει στον Άγιο Γεώργιο). Αυτά, μαζί με τα στοιχεία που δείχνουν λατρεία προς τον Αλή σε βαθμό περίπου θεϊκό, τους έκαναν στα μάτια όχι μόνο των Σουνιτών, αλλά ακόμα και των κανονικών δωδεκατιστών Σιιτών, τουλάχιστον ύποπτους: σε κάποιες πιο ακραίες περιπτώσεις έχουν οδηγήσει στην εντύπωση ότι πρόκειται για αποστάτες από το Ισλάμ. Αυτό εξηγεί ίσως και το πάθος με το οποίο πολεμούν οι ομάδες των φανατικών Σουνιτών εναντίον του καθεστώτος Άσαντ (που στα μάτια τους ταυτίζεται με τους Αλαουίτες).

Ακόμα μια ομοιότητα με τους Αλεβίτες, ήταν άρα ότι και οι Αλαουίτες έπρεπε να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ζώντας κάτω από σουνιτική κυριαρχία. Λειτούργησαν και αυτοί ως κλειστή κοινότητα, κρύβοντας πολλά από τα στοιχεία της θρησκείας τους από το ευρύ κοινό. Αυτό το εχθρικό περιβάλλον ήταν κι ο λόγος που κατέφυγαν στα βουνά της σημερινής δυτικής Συρίας, τα οποία παραμένουν μέχρι και σήμερα η κοιτίδα τους. Το κατά πόσον φυσικά οι νέοι Αλαουίτες σήμερα ενδιαφέρονται για θεολογικά ερωτήματα είναι αμφίβολο: μάλλον το πιο σημαντικό συνδετικό τους στοιχείο είναι η κοινή πολιτιστική ταυτότητα, αλλά και η αίσθηση της ιστορικής αδικίας από τη σουνιτική καταπίεση.

Πάντως μια διαφορά των Αράβων Αλαουιτών σε σχέση με τους Τούρκους Αλεβίτες είναι η πιο στενή σύνδεση των πρώτων με το “επίσημο” σιιτικό Ισλάμ, δηλαδή τους Δωδεκατιστές Σιίτες (άρα και το Ιράν). Αυτό έχει μάλλον κυρίως πολιτικούς λόγους και είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το πιο σημαντικό σημείο σ’ αυτή ήταν η επίσημη αναγνώριση των Αλαουιτών ως Μουσουλμάνους, εκ μέρους του Λιβανέζου Σιίτη θρησκευτικού ηγέτη Αλ-Σαντρ, το 1973. Αυτή η αναγνώριση είχε μεγάλη πολιτική σημασία, γιατί βοήθησε τον Χάφεζ αλ Άσαντ να νομιμοποιήσει την εξουσία του, ακόμα (αλλά όχι μόνο) και από καθαρά νομική άποψη (με βάση το συριακό Σύνταγμα μόνο Μουσουλμάνοι μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση του Προέδρου).

asad

Ο Χάφεζ αλ Άσαντ μαζί με τον Μούσα αλ Σαντρ

Η σύνδεση αυτή με τους Δωδεκατιστές Σιίτες εκφράζεται καθαρά και μέσα από τις συμμαχίες στο σημερινό εμφύλιο πόλεμο. Στο πλευρό του Άσαντ πολεμάνε τόσο Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης όσο και Λιβανέζοι Σιίτες μαχητές της Χιζμπολάχ. Κι αυτό, παρ’ όλο που πρόκειται για ισλαμιστικές οργανώσεις, ενώ ο Άσαντ ηγείται ενός κόμματος με κοσμική ιδεολογία.

Δρούζοι

Αν για τους Αλεβίτες επίκεντρο είναι η Τουρκία και για τους Αλαουίτες η Συρία, για τους Δρούζους αυτό το ρόλο παίζει μάλλον ο Λίβανος. Οι Δρούζοι αποτελούν την τοπική πλειοψηφία στην περιοχή των βουνών Σουφ, νότια της Βυρηττού. Εκτός από το Λίβανο, μεγάλες κοινότητες Δρούζων υπάρχουν και στη γειτονική Συρία (μεταξύ άλλων και στα κατεχόμενα υψίπεδα Γκολάν), αλλά και στο Ισραήλ.

druzewomen

Γυναίκες σε συνέδριο Δρούζων, με άσπρο μαντήλι

Οι Δρούζοι είναι κοινότητα συγγενική περισσότερο με τους Ισμαηλίτες (κι αυτοί σιιτικό παρακλάδι), παρά με τους Αλεβίτες/Αλαουίτες: σε αντίθεση με τους τελευταίους, πιστεύουν σε μια σειρά από επτά Ιμάμηδες αντί δώδεκα, η οποία όμως επίσης ξεκινά με τον Αλή. Οι ρίζες της βρίσκονται στον  11ο αιώνα, συγκεκριμένα στην εποχή του (ισμαηλίτη) Χαλίφη της Αιγύπτου, Αλ-Χακίμ, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Μια ομάδα οπαδών του θεωρούσε ότι ο Αλ-Χακίμ είχε κηρύξει τον ερχομό μιας νέας εποχής και μιας νέας πίστης, καταδιώχθηκαν όμως από τον διάδοχό του. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους μουγουαχιντούν (δηλαδή μονοθεϊστές), αλλά οι αντίπαλοί τους τους αποκαλούσαν με το όνομα ενός πρώην ηγέτη τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν απορρίψει ως αποστάτη, τον Αντ -Νταραζί: από εκεί προέρχεται και το όνομα Δρούζοι.

Όπως και οι άλλες κοινότητες που αναφέρθηκαν, έτσι και οι Δρούζοι αντιμετωπίζουν την αμφισβήτηση της «μουσουλμανικότητάς» τους. Η επιρροή από πολλές διαφορετικές πηγές (μεταξύ αυτών και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία) είναι χαρακτηριστική για τη θεολογία τους. Ένα μεγάλο μέρος της, πάντως, είναι άγνωστο ακόμα και στην πλειοψηφία των ίδιων των Δρούζων, αυτούς που δεν είναι μυημένοι στα μυστικά της θρησκείας τους και αποκαλούνται juhal. Η μειοψηφία των μυημένων (uqqal) διαφέρει ακόμα κι εμφανισιακά από τους juhal, π.χ. μέσω της ενδυμασίας τους. Το σύμβολο των Δρούζων είναι το πεντάχρωμο αστέρι, ενώ η βασική αρχή τους είναι η πίστη σε 7 εντολές.

druzetemple

Ναός των Δρούζων

Η ικανότητα προσαρμογής των Δρούζων φαίνεται κι από την διαφορετική πολιτική τους συμπεριφορά από χώρα σε χώρα. Στο Ισραήλ φαίνεται να είναι πιο ενταγμένοι στις κρατικές δομές από τις άλλες μειονότητες: π.χ. η θητεία στον ισραηλινό στρατό είναι γι’ αυτούς υποχρεωτική, κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τους Σουνίτες ή Χριστιανούς Άραβες πολίτες της χώρας.

Αντίθετα, οι Δρούζοι του Λιβάνου βρίσκονταν συχνά στην πρώτη σειρά του αντι-ισραηλινού αγώνα. Ο χαρισματικός ηγέτης των Δρούζων Καμάλ Τζουμπλάτ θεωρείται ταυτόχρονα και σαν ιστορικός ηγέτης της (πιο έντονα αντι-ισραηλινής) λιβανέζικης Αριστεράς. Μετά τη δολοφονία του, τον διαδέχθηκε ο γιος του Ουαλίντ. Το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του οποίου ηγείται, θεωρείται και σήμερα η πιο σημαντική πολιτική δύναμη των Δρούζων, αν και επίσημα πρόκειται για κοσμικό κόμμα ανοικτό σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες.

jumblatt

Ο Ουαλίντ Τζουμπλάτ μαζί με Δρούζους uqqal


Η ύπαρξη ομάδων όπως οι Αλεβίτες/Μπεκτασήδες, οι Αλαουίτες, οι Δρούζοι, δείχνει πόσο μεγάλη είναι η ποικιλομορφία του Ισλάμ στην περιοχή μας. Ακόμα κι αν δεχόμασταν την (κατά τη γνώμη μου υπερβολική) άποψη ότι όλοι αυτοί δεν είναι πραγματικά Μουσουλμάνοι, είναι καθαρό ότι έχουν αναπτυχθεί μέσα απο μια ισλαμική παράδοση. Το ότι αυτές οι καθαρά αιρετικές κοινότητες κατάφεραν να επιβιώσουν επί τόσους αιώνες μέσα σε θεωρητικά εχθρικό περιβάλλον, και μάλιστα να παραμείνουν πολυάριθμες, είναι εντυπωσιακό από μόνο του. Δεν μπορεί να οφείλεται μόνο σε πράγματα όπως η τακίγια. Είναι ίσως και μια ένδειξη μιας παραδοσιακής θρησκευτικής ανεκτικότητας στις κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου, που συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρά τη συχνά αντίθετη στάση της κεντρικής εξουσίας (που είναι όμως κι αυτή αναγκασμένη να προσαρμοστεί σε κάποιο βαθμό). Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι μια τόσο μακριά παράδοση δεν θα τελειώσει στον 21ο αιώνα.

Βιβλιογραφία:

Πηγές εικόνων: