Στα νησια των πριγκηπων

Κλασσικό

Λίγο μετά την έξοδο του Βοσπόρου προς την Προποντίδα, υψώνεται προς τα νοτιοανατολικά μια σειρά από μικρά νησιά. Είναι τα πρώτα που αντικρίζουν τα πλοία που μόλις έχουν διασχίσει τον Βόσπορο, ερχόμενα από τη Μαύρη Θάλασσα. Με άλλα λόγια, τους έτυχε να είναι τα πιο κοντινά νησιά σε μια πρωτεύουσα δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, την Κωνσταντινούπολη.

Με αυτήν τη μοίρα συνδέεται και το όνομά τους: Πριγκηπόνησα. Η εγγύτητά τους στην έδρα της Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη φυσική τους απομόνωση, τα έκανε ιδανικούς τόπους όχι μόνο αναψυχής, αλλά και εξορίας για επικίνδυνους ευγενείς. Έκπτωτοι αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες, στρατηγοί και πατριάρχες που έπεσαν σε δυσμένεια και πολλοί άλλοι πέρασαν χρόνια απομονωμένοι σε αυτά τα νησιά. Εκεί, ο εκάστοτε Βυζαντινός Αυτοκράτορας μπορούσε σχετικά άνετα να ελέγχει τις κινήσεις τους. Για παρέα είχαν τους μοναχούς: χάρη στα πολλά μοναστήρια (μερικά από τα οποία λειτουργούν και σήμερα) τα νησιά ονομάζονταν παλιότερα Παπαδονήσια.

Τα νησιά κράτησαν κάτι από τον αριστοκρατικό τους χαρακτήρα μέχρι και τις μέρες μας. Ιδιαίτερα από τον 19ο αιώνα και μετά, αφού τα νησιά απέκτησαν τακτική συγκοινωνιακή σύνδεση με τη στεριά, έγιναν και αγαπημένος τόπος αναψυχής για εύπορους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, Ρωμιούς, Μουσουλμάνους, Αρμένηδες ή Εβραίους, οι οποίοι έκτισαν εκεί τα εξοχικά τους. Μέχρι τότε πάντως, τα νησιά παρέμεναν σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνα, παρά την τουρκοποίηση της απέναντι μικρασιατικής στεριάς.

Η κοντινή τοποθεσία (περίπου μια ώρα με το καράβι) τα κάνει ιδανική επιλογή για όποιον θέλει να αποδράσει για λίγο από την πολύβουη μεγαλούπολη. Και είναι πραγματικά μια μεγάλη αλλαγή: σε αυτά τα καταπράσινα νησιά με τα ξύλινα σπίτια δεν ακούς ούτε καν θόρυβο μηχανής. Η κυκλοφορία Ι.Χ. αυτοκινήτων δεν επιτρέπεται σε κανένα απ’ αυτά. Στα πιο μεγάλα νησιά κυκλοφορούν άμαξες για τους επισκέπτες που δεν θέλουν να κουραστούν πολύ – κατά τ’ άλλα, τα μόνα μεταφορικά μέσα είναι τα ποδήλατα. Οι κάτοικοι της Πόλης έχουν χορτάσει κίνηση, θόρυβο και κυκλοφοριακό χάος και το τελευταίο που χρειάζονται είναι να το μεταφέρουν σ’ αυτούς τους λίγους χώρους διαφυγής που τους απομένουν.

Συνολικά τα Πριγκηπόνησα είναι εννιά (χωρίς να μετρήσει κάποιος  τις βραχονησίδες Βόρδωνες – στις οποίες όμως παλιότερα λειτουργούσε και μοναστήρι). Μόνο όμως τέσσερα είναι προσβάσιμα με δημόσια συγκοινωνία σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κατά σειρά απόστασης από την Κωνσταντινούπολη είναι η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη και η Πρίγκηπος. Η Αντιρόβυθος (ή Τερέβινθος) κατοικείται και αυτή, λειτουργεί όμως πρακτικά σαν «φρουρούμενη κοινότητα», αφού ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν υπάρχει συγκοινωνιακή σύνδεση, οι επισκέπτες έχουν πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα τμήματα του νησιού. Τα υπόλοιπα τέσσερα πολύ μικρότερα νησιά (Πίτα, Νέανδρος, Οξειά, Πλάτη) είναι ακατοίκητα ή ιδιωτικά.

Το καράβι ξεκινάει για τα νησιά – Ανταλάρ στα τούρκικα – από το Εμίνονου ή το Καμπατάς στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης. Πριν όμως ξανοιχτεί στη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα), κάνει ακόμα μια στάση στην ασιατική πλευρά, στη Χαλκηδόνα (Καντίκιοϋ). Αφού γεμίσει με Κωνσταντινουπολίτες εκδρομείς και από τις δύο «ηπείρους», πλέει πλέον προς τα νησιά.  Οι ψηλές πολυκατοικίες κατά μήκος της ασιατικής ακτής δεν αφήνουν πάντως τους επιβάτες ποτέ να ξεχάσουν το πόσο κοντά βρίσκεται αυτή η μεγαλούπολη των 15 εκατομμυρίων κατοίκων.

Κωνσταντινουπολίτισσες καθ’ οδόν για τα Πριγκηπόνησα κοιτάζουν προς την ασιατική ακτή της Πόλης, ενώ το καράβι ετοιμάζεται να δέσει στην αποβάθρα της Πρώτης.

Μετά από περίπου μισή ώρα ταξιδιού από τη Χαλκηδόνα, το καράβι φτάνει στο πρώτο νησί, το οποίο ονομάζεται στα ελληνικά (χωρίς πολλή φαντασία, είναι η αλήθεια) Πρώτη. Σε σχέση με τα άλλα νησιά, είναι πιο άγονο και λιγότερο πράσινο. Οι Τούρκοι το λένε Κιναλίαντα, από το κοκκινωπό χρώμα των πετρωμάτων: παλαιότερα λειτουργούσαν εκεί μεταλλεία σιδήρου και χαλκού. Το νησί στα τελευταία οθωμανικά χρόνια φιλοξενούσε μια μεγάλη κοινότητα Αρμενίων, οι οποίοι πρώτοι επανεποίκισαν τη Χώρα μεταξύ 1828-30, μετά από πολλές δεκαετίες εγκατάλειψης. Εκεί βρίσκεται εξάλλου και η μοναδική αρμένικη εκκλησία των Πριγκηπονήσων. Ακόμα και σήμερα, παραμένει μια από τις πιο αρμένικες γωνιές της Τουρκίας.

Η παραλία στη Χώρα της Πρώτης.

Η επόμενη στάση είναι η Αντιγόνη. Το νησί ήταν καθαρά ελληνικό μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 3000 κατοίκους είχε, με βάση τις οθωμανικές στατιστικές: όλοι Ρωμιοί και κατά κύριο λόγο ψαράδες. Μέχρι και σήμερα, όταν το καράβι προσεγγίζει το νησί, δεν ξεχωρίζει κάποιο τζαμί, αλλά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, παρά το ότι η ελληνική κοινότητα είναι φυσικά σήμερα πολύ πιο μικρή. Ακόμα και το τουρκικό όνομα, Μπουργκαζαντά, προέρχεται από το ελληνικό «Πύργος», ενώ το σημαντικότερο ύψωμα του νησιού ονομάζεται Hristos Tepesi, δηλαδή Λόφος του Χριστού. Στο νησί έζησε για πολλά χρόνια και ο Τούρκος ποιητής και συγγραφέας διηγημάτων Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ, το σπίτι του οποίου λειτουργεί και σήμερα ως το ομώνυμο μουσείο.

Εικόνα από το καράβι που ετοιμάζεται να δέσει στην αποβάθρα της Αντιγόνης (ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος φαίνεται πίσω δεξιά από το μεγάλο ξύλινο κτίριο).

Η νησίδα Πίτα, με τα ελάχιστα κτίσματά της, βρίσκεται στριμωγμένη ανάμεσα στην Αντιγόνη και τη Χάλκη.

Λίγο μετά την Αντιγόνη και αφού το καράβι προσπεράσει την πολύ μικρότερη Πίτα, ακολουθεί η Χάλκη, ή Χεϊμπελίαντα. Το ελληνικό όνομα προέρχεται μάλλον από τα κοιτάσματα χαλκού, χάρη στα οποία λειτουργούσαν στην Αρχαιότητα και ορυχεία, ενώ το τουρκικό από το σχήμα του νησιού, που μοιάζει με δισάκι (heybeli). Τα παλιά ξύλινα σπίτια, αυτά που έχουν σήμερα σχεδόν εξαφανιστεί από την εικόνα της Πόλης, στη Χάλκη επιμένουν ακόμα να στέκουν, έστω με τα σημάδια του χρόνου πάνω τους.

Παλιά σπίτια στη Χώρα της Χάλκης.

Παλιό ξύλινο αρχοντικό.

Η ορθόδοξη εκκλησία στην κεντρική πλατεία του νησιού, η οποία σήμερα εξυπηρετεί τους λίγους εναπομείναντες Ρωμιούς, δεν μπορούσε παρά να φέρει το όνομα του Άγιου Νικόλαου του θαλασσινού, αφού αυτή ήταν παραδοσιακά η πιο συχνή ασχολία των κατοίκων.

Οι Ρωμιοί ψαράδες της Χάλκης και των άλλων Πριγκηπονήσων αντικαταστάθηκαν πλέον από Τούρκους. Σίγουρα όμως δεν έχει και η αλιεία την ίδια σημασία που είχε άλλοτε για την οικονομία του νησιού.

Όπως το καράβι προσεγγίζει την αποβάθρα της Χάλκης, βλέπει κάποιος στα δεξιά τη μονή της Αγίας Τριάδας, τριγυρισμένη από πευκοδάσος στην κορυφή του Λόφου της Ελπίδας. Εκεί φιλοξενούνταν και η γνωστή Θεολογική Σχολή της Χάλκης, μια από τις πιο σημαντικές σχολές της Ορθοδοξίας και ένα ακόμα από τα θέματα που επιβαρύνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού από το 1971 το τουρκικό κράτος δεν επιτρέπει πλέον τη λειτουργία της. Γενικά η Χάλκη έχει μια παράδοση ως νησί της παιδείας. Εκτός από τη Θεολογική Σχολή, εκεί ήταν και η έδρα της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής από το 1831 ως το 1916. Εκεί βρισκόταν και η οθωμανική Αυτοκρατορική Ναυτική Σχολή, η οποία μετεξελίχθηκε στη σημερινή Σχολή Πολεμικού Ναυτικού.

Η Μονή της Αγίας Τριάδας, όπου στεγαζόταν η Θεολογική Σχολή, βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Στους πρόποδες του λόφου απλώνεται ο παλιός Αντριομαχαλάς, τόπος εγκατάστασης μεταναστών από την Άνδρο, που έφτασαν στο νησί κατά τον 19ο αιώνα.

Οι απόφοιτοι της Σχολής Πολεμικού Ναυτικού στη Χάλκη ετοιμάζονται μάλλον για την ορκωμοσία τους – με την πάντα απαραίτητη εικόνα του Ατατούρκ να τους επιβλέπει.

Το τελευταίο νησί στη σειρά είναι και το πιο σημαντικό, κάτι που φαίνεται ήδη από το όνομά της: Πρίγκηπος. Οι Τούρκοι το λένε Μπουγιούκαντα, δηλαδή Μεγαλονήσι. Είναι όντως με διαφορά το μεγαλύτερο από τα Πριγκηπονήσια, με έκταση 5,5 τ. χλμ. και μόνιμο πληθυσμό περίπου 7000 άτομα, εκ των οποίων και περίπου 100 Ρωμιοί, οι οποίοι άλλοτε ήταν και εδώ πλειοψηφία (5000 στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, μαζί με 800 Τούρκους και 1200 άλλων εθνοτήτων). Στο νησί εδρεύει σήμερα η Μητρόπολη Πριγκηπονήσων, καθώς και το μοναδικό ελληνικό δημοτικό σχολείο που λειτουργεί ακόμα στα νησιά, έστω και με 3 μόνο μαθητές (το 2017).

Η βόρεια ακτή της Πριγκήπου, με τα παλιά και νέα ξύλινα αρχοντικά της, σε ένα εκ των οποίων έζησε για λίγα χρόνια και ο Λέων Τρότσκι. Στο κέντρο περίπου της κορυφογραμμής και περιτριγυρισμένο από πευκοδάσος διακρίνεται το επίσης ξύλινο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου.

Ήδη από παλιά το νησί είχε έναν ταιριαστό στο όνομά του αριστοκρατικό χαρακτήρα, τον οποίο διατηρεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι τις μέρες μας. Οι ξύλινες επαύλεις συναγωνίζονται η μια την άλλη σε μεγαλοπρέπεια, ιδιαίτερα κατά μήκος της βόρειας ακτής. Σε άλλα μέρη του νησιού , π.χ. προς τις πλαγιές του Λόφου του Χριστού (Isa Tepesi) βλέπει κάποιος και πιο ταπεινά παλιά σπίτια – ξύλινα πάντως κι αυτά κατά κανόνα.

Όπως και στα άλλα νησιά, στους δρόμους της Πριγκήπου κινούνται μόνο άμαξες, ποδήλατα και πεζοί.

Έπαυλη στη βόρεια ακτή της Πριγκήπου.

Το παλιό μοναστήρι της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, ή απλώς του Χριστού όπως συνήθως το αποκαλούν, έδωσε το όνομα και στο λόφο που υψώνεται αμέσως νότια της Χώρας: Isa Tepesi (Λόφος του Ιησού).

Είσοδος παλιού ξύλινου σπιτιού στον λόφο, κατηφορίζοντας προς τη Χώρα.

Η βυζαντινή αριστοκρατία ανακάλυψε την αξία του νησιού ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ο γιος και διάδοχος του Ιουστινιανού Ιουστίνος Β’ έκτισε εκεί ένα παλάτι – χάρη σε αυτόν μάλλον έμεινε και το όνομα «Πρίγκηπος». Στους επόμενους αιώνες πάντως, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες θα εκτιμούσαν το νησί περισσότερο ως τόπο εξορίας των επικίνδυνων αντιπάλων τους: εκεί εξόρισε η Αυτοκράτειρα Ειρήνη τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ’, αφού τον εκθρόνισε και τον τύφλωσε, εκεί θα εξοριζόταν κι αυτή με τη σειρά της από τον επόμενο Αυτοκράτορα Νικηφόρο Α’. Στους επόμενους αιώνες θα περνούσαν κάποια χρόνια εκεί μεταξύ άλλων η Αυτοκράτειρα Ζωή, ο Επίσκοπος Αρμενίας Ναρσής και ο Ιωάννης Κομνηνός. Τελευταίος στη σειρά των διάσημων εξόριστων δεν ήταν άλλος από τον Λέων Τρότσκι, o οποίος πέρασε στο νησί το μεγαλύτερο διάστημα της τετραετούς παραμονής του στην Τουρκία. Το κεμαλικό καθεστώς ήταν ένα από τα λίγα που φάνηκαν πρόθυμα να δεχτούν στο έδαφος τους τον επικίνδυνο επαναστάτη, μετά την εκδίωξή του από τον Στάλιν το 1929.

Βαθιά μέσα στο πευκοδάσος στον Λόφο του Χριστού, βρίσκεται ακόμα ένα κτίριο που υποφέρει λόγω των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Πρόκειται για το εντυπωσιακό Εθνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, το μεγαλύτερο ξύλινο κτίριο της Ευρώπης (δεύτερο σε όλο τον κόσμο). Η λειτουργία του απαγορεύτηκε από το τουρκικό κράτος το 1964, με δικαιολογία την ασφάλεια σε περίπτωση πυρκαγιάς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπλέχτηκε σε μια πολυετή διαμάχη με τις τουρκικές αρχές, μέχρι να πετύχει την αναγνώριση της ιδιοκτησίας του στο Ορφανοτροφείο πριν λίγα χρόνια. Έχοντας αφεθεί στη μοίρα του εδώ και πολλές δεκαετίες, σήμερα ρημάζει και έχει ήδη αρχίσει να καταρρέει σε ορισμένα σημεία. Μπορούμε ίσως να ελπίζουμε ότι οι προσπάθειες των τελευταίων χρόνων και η επίσημη αναγνώρισή του ως ένα από τα 7 πλέον κινδυνεύοντα μνημεία στην Ευρώπη θα του δώσει κάποιες πιθανότητες επιβίωσης – γιατί η Φύση δύσκολα συγχωρεί μια τόσο μακριά απραξία.

Η πρόσβαση στο πρώην Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου είναι σήμερα απαγορευμένη, αφού η ξύλινη οικοδομή κινδυνεύει πλέον από κατάρρευση.

Η Ιστορία αυτών των νησιών έχει πλούτο δυσανάλογο προς το μικρό τους μέγεθος. Ξεκινώντας σαν πηγή μεταλλευμάτων στην Αρχαιότητα, έγιναν τοποθεσία μοναχισμού αλλά και εξορίας ευγενών στα βυζαντινά χρόνια. Κατοικούμενα κυρίως από Ρωμιούς ψαράδες και μικροκαλλιεργητές στους επόμενους αιώνες, εξελίχθηκαν στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κορυφαία επιλογή παραθερισμού για τα ανώτερα στρώματα πολλών εθνοτήτων. Παραμένουν και σήμερα τόπος αναψυχής και μονοήμερων εκδρομών για σύγχρονους Κωνσταντινουπολίτες, κουρασμένους από την πίεση της μεγαλούπολης.

Ως ένα από τα λίγα σημεία της Κωνσταντινούπολης όπου τα ίχνη του παρελθόντος διατηρούνται σε τέτοιο βαθμό, μπορεί κάποιος να τα δει και ως πολύτιμα αρχεία μιας ξεχασμένης πολυπολιτισμικής πραγματικότητας, απέναντι στη μονότονη σημερινή εθνο-κρατική ομοιομορφία. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ως τέτοια θα καταφέρουν να διατηρηθούν και στα επόμενα χρόνια, παρά τις δυσκολίες που οφείλονται και στις προβληματικές ελληνο-τουρκικές σχέσεις.


Πηγές: