Πρασινο Κινημα του Ιραν: 6 χρονια μετα

Κλασσικό

Το Ιράν δεν ήταν μια από τις χώρες που προσέξαμε πολύ κατά το πρόσφατο παγκόσμιο κύμα εξεγέρσεων, το οποίο ξεκίνησε με την Αραβική Άνοιξη το 2011. Την κορύφωση της δικής της εξέγερσης η ιρανική νεολαία την είχε ήδη ζήσει δύο χρόνια νωρίτερα, το 2009.

Ιράν: Θεοκρατία και Δημοκρατία

Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα του 2009, όπως κι αυτά που ακολούθησαν, πρέπει να έχουμε υπόψη το ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα του Ιράν, αποτέλεσμα της επίσης πολύ ιδιαίτερης Ισλαμικής Επανάστασης του 1979.

Το ιρανικό καθεστώς παρουσιάζεται συχνά ως δικτατορικό, κάτι ανάλογο με τη Χούντα στα δικά μας. Χωρίς να είναι εντελώς λάθος, αυτή η οπτική γωνία μας εμποδίζει ίσως να καταλάβουμε την πραγματική κατάσταση. Η Ισλαμική Επανάσταση ήταν ένα κίνημα με δημοκρατικά αιτήματα και με γνήσια λαϊκή στήριξη, απέναντι στο απολυταρχικό, ξενοκίνητο (και κοσμικό) καθεστώς του Σάχη. Το νέο καθεστώς, που δημιούργησε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, δεν έβλεπε τον εαυτό του μόνο ως ισλαμικό-θεοκρατικό, αλλά και ως δημοκρατικό.

Η σημερινή Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν είναι φυσικά μια τυπική δημοκρατία, με βάση το δυτικο-ευρωπαϊκό μοντέλο. Για οπαδούς κοσμικών ιδεολογιών δεν υπάρχει χώρος. Οι υποψήφιοι στις εκλογές πρέπει να εγκριθούν από το Συμβούλιο Φυλάκων του Συντάγματος – αυτό πάλι ελέγχεται από τον θρησκευτικό Ανώτατο Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ. Είναι δηλαδή ουσιαστικά αδύνατο για κάποιον να συμμετάσχει στην πολιτική, χωρίς την έγκριση της θρησκευτικής ηγεσίας και κυρίως του Χαμενεΐ.

Ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, διάδοχος του Χομεϊνί, είναι εδώ και 27 χρόνια Ανώτατος Ηγέτης και άρα και το πιο ισχυρό πρόσωπο στο Ιράν. http://www.washingtontimes.com/news/2016/jan/19/khamenei-irans-supreme-leader-warns-against-us-dec/

Ο Αλί Χαμενεΐ, διάδοχος του Χομεϊνί, είναι εδώ και 27 χρόνια Ανώτατος Ηγέτης και άρα και το πιο ισχυρό πρόσωπο στο Ιράν. Πηγή εικόνας

Παρ’ όλα αυτά, δημοκρατικές εκλογικές αναμετρήσεις υπάρχουν, και δεν είναι απλά τυπικές με προκαθορισμένο αποτέλεσμα, όπως είναι σε πολλές γειτονικές χώρες. Οι εκλογές στο Ιράν εκφράζουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα και απόψεις στους κόλπους τόσο της ισλαμιστικής ελίτ, όσο και γενικά της ιρανικής κοινωνίας. Ο ιρανικός λαός βλέπει ότι υπάρχουν κάποιες δυνατότητες αλλαγής μέσα από τις εκλογές: η συμμετοχή π.χ. στις τελευταίες προεδρικές ήταν σαφώς μεγαλύτερη απ’ αυτήν στις τελευταίες ελληνικές βουλευτικές (73% έναντι 57%). Αν έπρεπε άρα να κάνουμε μια παρομοίωση με τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, αυτή μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι με τη Χούντα, αλλά ίσως με την περίοδο του 1949-1967, όπου οι δημοκρατικές διαδικασίες ήταν, παρ’ όλους τους περιορισμούς, υπαρκτές και συγκέντρωναν το ενδιαφέρον του κόσμου.

Οι προεδρικές του 1997 έκαναν μεγάλη αίσθηση, βγάζοντας ως νικητή τον μεταρρυθμιστή Μοχάμαντ Χαταμί. Αυτός εξέφραζε μάλλον τις φιλελεύθερες διαθέσεις μιας ανερχόμενης μεσαίας τάξης. Βασικό στοιχείο της πολιτικής του ήταν επίσης και η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Δύση. Αυτή η πολιτική τελικά απέτυχε όχι μόνο εξ’ αιτίας των εσωτερικών αντιδράσεων, αλλά και λόγω της έλλειψης ανταπόκρισης από την πλευρά των Αμερικάνων. Παρά την καλή διάθεση που επέδειξε το Ιράν (π.χ. δίνοντας ανεπίσημα σημαντική βοήθεια στις ΗΠΑ στον πόλεμο του Αφγανιστάν το 2001), ο Μπους ο νεώτερος βιάστηκε να το εντάξει στον περίφημο «άξονα του κακού«, μαζί με το Ιράκ και τη Βόρεια Κορέα.

Ο Μοχάμεντ Χαταμί ήταν επί 8 χρόνια Πρόεδρος του Ιράν, και παραμένει και σήμερα σημαντική προσωπικότητα για το μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο.

Ο Μοχάμαντ Χαταμί ήταν Πρόεδρος του Ιράν από το 1997 ως το 2005. Πηγή εικόνας

Τις εκλογές του 2005 κέρδισε ο δημοφιλής δήμαρχος της Τεχεράνης, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, από το αντίπαλο στρατόπεδο των σκληροπυρηνικών, εκμεταλλευόμενος την απογοήτευση του κόσμου από την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης Χαταμί. Σε αντίθεση μ’ αυτόν, ο λαϊκιστής Αχμαντινετζάντ εξέφραζε κυρίως τη δυσαρέσκεια των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τις οικονομικές ανισότητες και τη διαφθορά. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από έναν έντονα αντιαμερικάνικο και αντιισραηλινό δημαγωγικό λόγο, ο οποίος κινήθηκε γύρω από την αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ήταν πρόεδρος του Ιράν από το 2005 ως το 2013. http://www.theguardian.com/world/2010/jun/08/ahmadinejad-un-iran-sanctions-nuclear-talks

Ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ήταν πρόεδρος του Ιράν από το 2005 ως το 2013. Πηγή εικόνας

Οι εκλογές του 2009 και τα γεγονότα που ακολούθησαν

Εν τω μεταξύ όμως, τα διεθνή δεδομένα άλλαξαν πάλι το 2008, όταν ο Μπους αντικαταστήθηκε από τον Ομπάμα, ο οποίος έδειχνε να έχει περισσότερη διάθεση συμφιλίωσης. Από την άλλη, στο εσωτερικό του Ιράν η προεδρία του Αχμαντινετζάντ κρινόταν από πολλούς ως αποτυχημένη. Οι  εκλογές του 2009 έρχονταν, με το στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών να επενδύει πολλές ελπίδες σ’ αυτές.

Οι μεταρρυθμιστές κατέβηκαν τελικά με δύο υποψήφιους: τον Μεχντί Καρουμπί και τον Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί. Ο δεύτερος ήταν αυτός που ενσάρκωσε περισσότερο τις ελπίδες του κόσμου για μια πολιτική αλλαγή. Το αποτέλεσμα όμως, ήταν μια οδυνηρή έκπληξη: 62% για τον Αχμαντινετζάντ και μόλις 34% για τον Μουσαβί.

Πώς εξηγείται αυτό; Για  τους ψηφοφόρους του Μουσαβί, υπήρξε καθαρή παραποίηση μέσω νοθείας. Για τους φιλικούς προς τον Αχμαντινετζάντ, το αποτέλεσμα ήταν γνήσιο και απόδειξη ότι ο τελευταίος διατηρούσε τη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Είναι πιθανόν φυσικά η αλήθεια να είναι κάπου στη μέση: αν και ο Αχμαντινετζάντ θα ερχόταν πρώτος έτσι κι αλλιώς, το σύστημα που τον στήριζε φρόντισε να «φουσκώσει» κάπως το ποσοστό του.

Όπως και να έχει, για τους εξαγριωμένους ψηφοφόρους του Μουσαβί τα πράγματα ήταν καθαρά: ο Αχμαντινετζάντ ήταν απατεώνας και ο Μουσαβί ο πραγματικός νικητής των εκλογών. Γρήγορα βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Πού είναι η ψήφος μου;«. Ο Μουσαβί αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και τέθηκε στην ηγεσία ενός κινήματος «αποκατάστασης της Δημοκρατίας» μαζί με τη γυναίκα του Ζαχρά Ραχναβάρντ (πρώην καθηγήτρια πανεπιστημίου και επίσης γνωστό δημόσιο πρόσωπο), και τον άλλο υποψήφιο Καρουμπί. Το κίνημα κέρδισε και τη στήριξη του πρώην προέδρου Χαταμί: αυτός έδωσε στον Μουσαβί την πράσινη κορδέλα, που έγινε το χρώμα-σύμβολο της εξέγερσης.

Ο Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί μαζί με τη γυναίκα του Ζαχρά Ραχναβάρντ (πρώην καθηγήτρια του Πανεπιστήμιου Αλ Ζαχρά της Τεχεράνης) ηγετικές φυσιογνωμίες του Πράσινου Κινήματος. http://www.welt.de/politik/article3837638/Im-Iran-praegt-eine-Frau-den-Wahlkampf.html

Ο Μουσαβί μαζί με τη γυναίκα του, δυο ηγετικές φυσιογνωμίες του Πράσινου Κινήματος. Πηγή εικόνας

Παρά την έγκριση του αποτελέσματος από τον Ανώτατο Ηγέτη Χαμενεΐ, οι διαμαρτυρίες όχι μόνο δεν κόπασαν, αλλά γιγαντώθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν τελικά να απονομιμοποιηθεί και ο ίδιος ο Χαμενεΐ στα μάτια των διαδηλωτών, οι οποίοι συνέχισαν να κατακλύζουν τους δρόμους της Τεχεράνης σε κάθε ευκαιρία για πολλούς μήνες, παρά τη σκληρή καταστολή (με πάνω από 100 νεκρούς, και πολλά περισσότερα θύματα βασανιστηρίων). Ο Μουσαβί, η Ραχναβάρντ και ο Καρουμπί τέθηκαν το 2011 σε κατ’ οίκον περιορισμό, αφού κάλεσαν τον κόσμο σε διαδηλώσεις συμπαράστασης στην Αραβική Άνοιξη – κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.

Η 26χρονη φοιτήτρια Νεντά Αγά Σολτάν σκοτώθηκε από πυροβολισμό στις διαδηλώσεις και έγινε σύντομα σύμβολο του κινήματος. http://www.frontpagemag.com/fpm/63062/green-revolution-isnt-over-ryan-mauro

Η 26χρονη φοιτήτρια Νεντά Αγά Σολτάν σκοτώθηκε από πυροβολισμό στις διαδηλώσεις και έγινε σύμβολο του κινήματος. Πηγή εικόνας

Τελικά, μπορεί το καθεστώς με τη σκληρή καταστολή να πέτυχε το τέλος των διαδηλώσεων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πέθανε το κίνημα. Τα γεγονότα έπαιξαν το ρόλο τους στην εκλογή του μετριοπαθούς Ρουχανί στις προεδρικές εκλογές του 2013 (οι αποκαλούμενοι «μετριοπαθείς» έχουν μια κεντρώα θέση ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και τους σκληροπυρηνικούς), με τον οποίο ξεκίνησε και η σημερινή αποκλιμάκωση στις σχέσεις με τη Δύση.

Τι ήταν στην ουσία το Πράσινο Κίνημα;

Ως εξωτερικοί παρατηρητές, που βασιζόμαστε αναγκαστικά και οι ίδιοι κυρίως σε απόψεις άλλων εξωτερικών παρατηρητών, είναι φυσικό να έχουμε μια τάση να προτιμήσουμε τις εύκολες λύσεις. Μια τέτοια λύση είναι να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα στη βάση απλών διχοτομικών σχημάτων (κοσμικοί φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι εναντίον αντιδυτικών αντι-ιμπεριαλιστών Ισλαμιστών, μορφωμένες μεσαίες τάξεις εναντίον συντηρητικών θρήσκων φτωχών) – και ανάλογα με την ιδεολογική μας ταυτότητα να επιλέξουμε και πλευρά.

Χωρίς αυτές οι ερμηνείες να είναι εντελώς λάθος, έχει ενδιαφέρον να προχωρήσουμε και λίγο παραπέρα: πιο κοντά σε μια άποψη που ίσως πλησιάζει σ’ αυτήν του μέσου Ιρανού που συμμετείχε στο κίνημα. Για να φτάσουμε εκεί, είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε από κάποιες απλές διαπιστώσεις:

Λόγω και του πολιτικού συστήματος, όλοι οι ενεργοί πολιτικοί στο Ιράν είναι κατά βάση ισλαμιστές. Οι λεγόμενοι «μεταρρυθμιστές» είναι στην ουσία παλιοί συνοδοιπόροι του Χομεϊνί, που απλά ερμηνεύουν τις αρχές της Ισλαμικής Επανάστασης μ’ έναν πιο φιλελεύθερο τρόπο. O ίδιος ο Μουσαβί ήταν πρωθυπουργός του Χομεϊνί στο διάστημα 1981-1988, ενώ ο Καρουμπί ήταν Πρόεδρος της Βουλής μέχρι και το 2004. Ο στόχος τους δεν είναι να ανατρέψουν το ισλαμιστικό καθεστώς, αλλά να το διασώσουν, φιλελευθεροποιώντας και εκδημοκρατίζοντάς το. Αν διαβάσουμε το «Καταστατικό του Πράσινου Κινήματος» (γραμμένο από τον Μουσαβί το 2010), βλέπουμε μεν να κυριαρχεί ένας τόνος ενάντια στον αυταρχισμό και υπέρ της ελευθερίας λόγου και σκέψης και γενικά μιας ανοικτής κοινωνίας. Όλο το κείμενο, όμως, μιλάει τη γλώσσα της Ισλαμικής Επανάστασης, εξυμνεί τον Χομεϊνί και τις ισλαμικές αξίες. Ακόμα και όταν ζητάει κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί ως κοσμικό στοιχείο (την ανεξαρτησία των θρησκευτικών οργανώσεων από την κυβέρνηση), το κάνει στο όνομα της «προστασίας της υψηλής ηθικής θέσης της θρησκείας».

Ο Μοχσέν Μιρνταμαντί, είναι επίσης μια γνωστή προσωπικότητα του Κινήματος και τώρα εκτίει ποινή φυλάκισης λόγω της συμμετοχής του σ' αυτό. Το 1979 ήταν ανάμεσα στους φοιτητές που οργάνωσαν τη γνωστή κατάληψη της Πρεσβείας των ΗΠΑ, με τις ευλογίες του Χομεϊνί.

Ο Μοχσέν Μιρνταμαντί, είναι επίσης μια γνωστή προσωπικότητα του Κινήματος και τώρα εκτίει ποινή φυλάκισης λόγω της συμμετοχής του σ’ αυτό. Το 1979 ήταν ανάμεσα στους φοιτητές που οργάνωσαν τη γνωστή κατάληψη της Πρεσβείας των ΗΠΑ, με τις ευλογίες του Χομεϊνί.

– Για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι καλά να έχουμε στον νου τι ήταν η Ισλαμική Επανάσταση: το γέννημα μιας αλληλεπίδρασης αντι-ιμπεριαλιστικών, σοσιαλιστικών, δημοκρατικών και ισλαμιστικών ιδεών. Δεν έλειπαν και οι προσπάθειες ερμηνείας του Ισλάμ σ’ ένα πιο αριστερό πλαίσιο (κορυφαίος ιδεολόγος του «αριστερού ισλαμισμού» ήταν ο Αλί Σαριάτι, για τον οποίο ίσως γίνει λόγος σε άλλο άρθρο). Στο νέο καθεστώς του Χομεϊνί βρήκαν θέση και αρκετά πρόσωπα που ήταν επηρεασμένα απ’ αυτές τις ιδέες: πολλοί (μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Μουσαβί και η γυναίκα του) έμελλε να παίξουν κεντρικό ρόλο στο Πράσινο Κίνημα. Από την έμφαση σε θέματα οικονομικής αναδιανομής και αντι-ιμπεριαλισμού που έδιναν τότε, πέρασαν τώρα στην έμφαση σε θέματα ελευθερίας και δικαιωμάτων: κάτι ανάλογο δηλαδή και με την πορεία που έκανε και ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας Αριστεράς.

– Όσον αφορά στις μάζες που στήριξαν το κίνημα, μπορούμε ίσως να τις δούμε σαν μια συμμαχία:

  • μεταρρυθμιστών ισλαμιστών (όπως αυτοί που αναφέρθηκαν, και για πρακτικούς λόγους ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να αναλάβουν την ηγεσία του),
  • αντικαθεστωτικών (κοσμικών, σοσιαλιστών, κλπ)
  • και, ίσως κυριότερα, πολλών μέχρι τότε σχετικά απολίτικων νέων, ιδίως φοιτητών, που ζητούσαν απλά μια βελτίωση των συνθηκών ζωής και των προοπτικών τους.

– Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ήταν ένα κίνημα περιορισμένο στις μεγάλες πόλεις, μακριά από τον αγροτικό πληθυσμό, αλλά ίσως και τα φτωχότερα στρώματα των πόλεων, που συχνά συνέχιζαν να υποστηρίζουν τον Αχμαντινετζάντ. Δύσκολα μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι εξέφραζε την πλειοψηφία των Ιρανών. Μια κριτική που έγινε στην ηγεσία του Πράσινου Κινήματος είναι πως δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να πει στο πεδίο της οικονομίας (στο καταστατικό του υπάρχουν αναφορές περί δίκαιης κατανομής των οικονομικών πόρων, αλλά χωρίς σαφείς προτάσεις). Πάντως, όπως φάνηκε με την αποτυχία των σκληροπυρηνικών στις εκλογές του 2013, ούτε οι τελευταίοι μπορούν να έχουν σίγουρη τη στήριξη των κατώτερων στρωμάτων, αν δεν έχουν κάτι χειροπιαστό στην οικονομία να τους προσφέρουν.

Η σύγχρονη ιρανική κοινωνία και το μέλλον

Μέσα σ’ όλα αυτά, πρέπει φυσικά να δούμε και ποια είναι η ιρανική κοινωνία σήμερα. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού (περίπου τα 2/3) είναι κάτω των 25 ετών. Το μορφωτικό επίπεδο αυξάνεται, και περίπου τα 2/3 των φοιτητών στα πανεπιστήμια είναι γυναίκες. Είναι μια κοινωνία που, παρά τον αποκλεισμό, έχει και αρκετά ανοίγματα, ώστε να επηρεάζεται από τις παγκόσμιες τάσεις. Είναι, τέλος, μια κοινωνία που έχει περάσει από βαθιά τραυματικές εμπειρίες στη δεκαετία του ’80 με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, και πάνω απ’ όλα διψάει για ζωή.

Η υπεριδεολογικοποίηση των προηγούμενων δεκαετιών που βασιζόταν σε διχοτομικά σχήματα (κοσμικοί εναντίον ισλαμιστών, φιλοδυτικοί εναντίον αντι-ιμπεριαλιστών, σοσιαλιστές εναντίον καπιταλιστών), έχει λιγότερη απήχηση σε μια νεολαία που τη νοιάζει περισσότερο πώς θα αντιμετωπίσει πρακτικά τα προβλήματα που έχει μπροστά της: την υψηλή ανεργία, την έλλειψη ελευθερίας, τη διαφθορά.

Εδώ ταιριάζει και η περιγραφή της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας στο βιβλίο του Χαμίντ Νταμπασί: «μια κοινωνία με δύο μεγάλες εμπειρίες κοσμικού και ισλαμιστικού αυταρχισμού, που όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μια μετα-ισλαμιστική, μετα-ιδεολογική πλουραλιστική κοινωνία«. Το σύνθημα π.χ. που ακούστηκε στις διαδηλώσεις «Ούτε για τη Γάζα ούτε για το Λίβανο – η ψυχή μου θυσιάζεται για το Ιράν» (αναφορά στην ενίσχυση της Χαμάς και της Χεζμπολάχ από το ιρανικό καθεστώς) δεν πρέπει να ιδωθεί κατ’ ανάγκη ως θέληση αλλαγής γεωπολιτικού στρατοπέδου, όπως θα ήθελαν πολλοί να το δουν στη Δύση. Ίσως είναι απλά ένας πραγματισμός, που βάζει τα εσωτερικά πρακτικά προβλήματα του Ιράν πιο πάνω από ιδεολογικοποιημένες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις. Με ανάλογο τρόπο, και το σύνθημα «Με τσαντόρ ή χωρίς τσαντόρ, θάνατος στον Δικτάτορα» δείχνει ίσως μια υπέρβαση του κλασικού διλήμματος «κοσμικό κράτος – ισλαμισμός».

Αυτήν την πραγματιστική αντιμετώπιση μπορούμε και να τη διαβάσουμε μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις. Το Πράσινο Κίνημα δεν εξελίχθηκε σε κάποια βίαιη εξέγερση εναντίον του καθεστώτος: τα γεγονότα της Συρίας ή της Λιβύης είναι το αρνητικό παράδειγμα, που η ιρανική νεολαία δεν φαίνεται να θέλει ν’ ακολουθήσει. Τα εκατομμύρια Ιρανοί που βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν, δεν επέλεξαν όλοι τη συνολική απόρριψη του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, το 2013 πολλοί ψήφισαν έναν υποψήφιο (η συμμετοχή στις εκλογές δεν ήταν πολύ χαμηλότερη από άλλες εκλογικές αναμετρήσεις), ο οποίος μπορούσε να εφαρμόσει έστω κάποιες από τις απαιτήσεις τους, αλλά να είναι ταυτόχρονα και πιο αποδεκτός από το καθεστώς. Και σήμερα πολλοί είναι περισσότερο απασχολημένοι με το να υπερασπίζονται τον Πρόεδρο που ψήφισαν από τις επιθέσεις των σκληροπυρηνικών, παρά να σχεδιάζουν την ανατροπή του καθεστώτος.

Αν όλα αυτά ισχύουν, και σε συνδυασμό με τη χαλάρωση του αποκλεισμού και την καλυτέρευση των σχέσεων με τη Δύση, η ιρανική κοινωνία μπορεί να πετύχει μια σταδιακή και ειρηνική μετάβαση σ’ ένα πιο ελεύθερο σύστημα. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η πολιτική ασάφεια και ο πραγματισμός των κοινωνικών κινημάτων, μπορεί από δύναμη να γίνει και η αδυναμία τους. Αν δεν μπορούν να δώσουν π.χ. απάντηση στο θέμα των οικονομικών αδικιών και ανισοτήτων, θ’ αφήσουν χώρο για δημαγωγικές συντηρητικές ή αντιδραστικές δυνάμεις να προσεταιρίζονται τα πιο αδύνατα οικονομικά στρώματα, κάτι που μάλλον έγινε και το 2005-9. Και που δεν είναι ίσως τόσο διαφορετικό από το τι γίνεται στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια σήμερα.


Πηγές

Κλεφτες, Χαιντουκοι και Ζειμπεκοι

Κλασσικό

Όλοι στο σχολείο έχουμε μάθει για τους κλέφτες και τους αρματωλούς, ως ήρωες της Επανάστασης. Από τότε μας έκανε εντύπωση η λέξη «κλέφτες» για να περιγράψει ήρωες, ενώ στη κανονική ζωή η λέξη αυτή περιγράφει κάτι αρνητικό. Υπάρχουν τελικά δύο είδη κλεφτών;

Οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊντούκοι στο βορειότερο βαλκανικό, οι χαΐνηδες στην Κρήτη, ή ακόμα ίσως και οι ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία, είναι διάφορες τοπικές εκφράσεις ενός παρόμοιου πράγματος. Ο λαός γοητευόταν και γοητεύεται από τους παράνομους, ακόμα κι αν κάποτε έπεφτε θύμα της δράσης τους. Και όσο περισσότερο η κρατική εξουσία μοιάζει ξένη και εχθρική, τόσο πιο εύκολα αυτοί που την αψηφούν γίνονται ήρωες στα μάτια του κόσμου.

Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

Η ληστεία ήταν κάτι διαδεδομένο στην οθωμανική επικράτεια. Λόγοι που ωθούσαν άντρες να βγαίνουν στην παρανομία υπήρχαν αρκετοί: αποφυγή της σκληρής φορολογίας, φυγοδικία, οικογενειακή/τοπική παράδοση ή βεντέτες. Και τα ψηλά βουνά με τις απότομες πλαγιές και χαράδρες και τα πυκνά δάση, κεντρικό στοιχείο της ελληνικής φυσικής γεωγραφίας, έμοιαζαν σαν να τους προσκαλούν.

Οι κλέφτες οργανώνονταν σε ομάδες, υπό την ηγεσία ενός καπετάνιου, και ζούσαν από τη ληστεία. Διοικώντας μια τέτοια αχανή επικράτεια, οι Οθωμανοί ήταν συχνά ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό προτιμούσαν να αναθέτουν αυτήν την αποστολή σε ντόπιες ένοπλες ομάδες, συχνά Χριστιανών, με τα έξοδα της συντήρησής τους να βαραίνουν τις τοπικές κοινότητες. Αυτοί ήταν οι αρματολοί, που έπαιζαν δηλαδή περίπου το ρόλο της αστυνομίας – αλλά με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ειδικά όσο η Αυτοκρατορία βυθιζόταν στην παρακμή. Μια τρίτη κατηγορία ενόπλων ήταν οι κάποι, που είχαν επίσης τοπικές αστυνομικές αρμοδιότητες αλλά και καθήκοντα σωματοφυλάκων π.χ. των προεστών. Κάπος ήταν για ένα διάστημα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (στην οικογένεια Δεληγιάννη).

Τα όρια ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες, κλέφτες, αρματολούς και κάπους, ήταν δυσδιάκριτα. Οι Οθωμανοί συχνά ανέθεταν τα αρματολίκια σε πρώην κλέφτες, που είχαν αποδείξει τις πολεμικές τους ικανότητες – εξουδετέρωναν έτσι και μια σημαντική απειλή, φέρνοντάς τους με το μέρος τους. Αν όμως οι αρματολοί δεν πετύχαιναν στη δουλειά τους, το αρματολίκι μπορούσε να τους αφαιρεθεί – πράγμα που συνήθως σήμαινε ότι έβγαιναν πάλι στην παρανομία και γίνονταν ξανά κλέφτες. Οι επιθέσεις των κλεφτών είχαν άρα εξελιχθεί και σε ένα μέσο πίεσης, το οποίο χρησιμοποιούσαν με τη φιλοδοξία να αναλάβουν αρματολίκια. Αυτό δείχνει και το γνωστό τετράστιχο:

Τούρκοι, για κάμετε καλά,

γιατί σας καίμε τα χωριά.

Γλίγωρα τ’ αρματωλίκι,

γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

Η σχέση των Χριστιανών χωρικών με τους κλέφτες είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Αν και κάποτε έπεφταν και αυτοί θύματα της δράσης τους, η εικόνα του κλέφτη ως αυτού που αψηφούσε την εξουσία της καταπιεστικής οθωμανικής (και όχι μόνο) άρχουσας τάξης, δεν έπαυε να ασκεί γοητεία. Αυτό εξηγεί και την ηρωοποίησή τους στα μάτια πολλών χωρικών, που συχνά οδηγούσε και στην έμπρακτη υποστήριξή τους. Αντίθετα, μέλη των ανώτερων χριστιανικών τάξεων (προεστοί, πλούσιοι γαιοκτήμονες) συχνά αναφέρονταν με σκληρές κατηγορίες ενάντια στους κλέφτες.

Το να φανταζόμαστε τους κλέφτες εξ’ ορισμού ως ήρωες εμπνευσμένους από ένα εθνικό όραμα είναι άρα μάλλον υπερβολικό. Παρ’ όλα αυτά, μιλάμε για μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από το διαχωρισμό σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με το διαχωρισμό αυτό να έχει και ταξικά χαρακτηριστικά: οι Μουσουλμάνοι στη Νότια Ελλάδα ήταν συχνά εύποροι κάτοικοι των πόλεων, ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί ήταν φτωχοί αγρότες. Φυσιολογικά αυτές οι διαφορές έπαιζαν το ρόλο τους και στη σχέση με τους κλέφτες.

Ως το μέρος του χριστιανικού πληθυσμού που είχε όπλα, πολεμική πείρα και γενικά μια επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία, ήταν επόμενο ότι οι κλεφταρματολοί θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο σε μια αντι-οθωμανική εξέγερση. Εξάλλου εκείνη την εποχή, τα αρματολίκια είχαν αρχίσει να αφαιρούνται από Χριστιανούς και να παραδίδονται σε Μουσουλμάνους (κυρίως «Τουρκαλβανούς»). Ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους (για τα οποία μάλλον δύσκολα μπορούμε να κάνουμε γενικεύσεις), πάρα πολλοί ήρωες της Επανάστασης προέρχονται από τις τάξεις των κλεφταρματολών-κάπων και είναι αμφίβολο αν αυτή θα μπορούσε να πετύχει χωρίς αυτούς: δικαίως άρα έγιναν και εθνικό σύμβολο.

Στις επόμενες δεκαετίες πάντως, όσοι από τους κλέφτες δεν εντάχθηκαν στους μηχανισμούς του νεοελληνικού κράτους, ξαναβγήκαν στα βουνά και γύρισαν στην παλιά τους τέχνη – έστω και με νέους εχθρούς, αφού οι Οθωμανοί δεν υπήρχαν πλέον. Ο Νταβέλης, ο Γιαγκούλας, ο Γκαντάρας είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που έγιναν (πάλι) λαϊκός θρύλος. Φαίνεται ότι και αυτοί είχαν σημαντική στήριξη και συμπάθειες στον αγροτικό πληθυσμό: σε κάποιες περιπτώσεις στη δεκαετία του ’20 ολόκληρα χωριά εξορίστηκαν, λόγω υποστήριξης προς τους ληστές. Αν και αυτές οι ομάδες είχαν ουσιαστικά εξοντωθεί μέχρι τη δεκαετία του 1930, με τη γερμανο-ιταλική κατοχή επανεμφανίστηκαν στα ελληνικά βουνά: πολλές απ’ αυτές εντάχθηκαν αργότερα στον ΕΛΑΣ και έγιναν πλέον κανονικοί αντάρτες.

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας (δεύτερος από δεξιά) με μέλη της συμμορίας του. http://policenet.gr:8081/article/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BB%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

Ο Θωμάς Γκαντάρας (δεύτερος από δεξιά) ήταν, μαζί με το Φώτη Γιαγκούλα (τον αυτοαποκαλούμενο και «βασιλιά των ορέων), ένας από τους τελευταίους μεγάλους λήσταρχους. Σκοτώθηκε το 1923 και το κεφάλι του κόπηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα (μια πρακτική που όπως ξέρουμε συνέχιζε να εφαρμόζεται για εχθρούς του κράτους μέχρι και δύο δεκαετίες αργότερα).
Πηγή εικόνας

Χαϊντούκοι

Ό,τι στην Ελλάδα ήταν οι κλεφταρματολοί, στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές ήταν οι χαϊντούκοι. Αν και η λέξη έχει μάλλον τουρκική ή ουγγρική ρίζα, επικράτησε κυρίως στις σλαβόφωνες περιοχές, ιδιαίτερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία – όπου οι χαϊντούκοι έχουν και τον ανάλογο ρόλο στην εθνική μυθολογία. Ο επικεφαλής μιας ομάδας χαϊντούκων (αποτελούμενης συνήθως από 10-15 άντρες) λεγόταν χαράμπασας. Οι παντούροι, που είχαν καθήκοντα τοπικής αστυνομίας, ήταν συχνά μετανοημένοι πρώην χαϊντούκοι – μια ένδειξη ίσως ότι κι εδώ τα όρια ήταν δυσδιάκριτα.

Οι λόγοι που ωθούσαν κάποιον να βγει στα βουνά και να γίνει χαϊντούκος ήταν παρόμοιοι με των κλεφτών: φυγοδικία, εκδίκηση (π.χ. εναντίον ενός συγκεκριμένου Μουσουλμάνου), αλλά και η αναζήτηση της ελευθερίας και της περιπέτειας. Σε όλα αυτά έπαιζε φυσικά ρόλο και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς ένα κράτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους μη Μουσουλμάνους ως υποδεέστερους.

Οι χαϊντούκοι στόχευαν φυσιολογικά κυρίως έμπορους και μεγαλογαιοκτήμονες. Βλέπουμε άρα όπως και στους κλέφτες ένα ταξικό χαρακτηριστικό, που συνέβαλε στην ηρωοποίησή τους από τον απλό λαό. Εξάλλου, από τη στιγμή που (επίσης όπως και οι κλέφτες) τον χειμώνα έβγαιναν εκτός δράσης και τον περνούσαν σε χωριά, έπρεπε να διατηρούν κάποιες καλές σχέσεις με τους χωρικούς. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι δεν υπέφεραν κατά καιρούς και απλοί χωρικοί από τη δράση των χαϊντούκων – συχνά όμως τους έβλεπαν σαν το μικρότερο κακό σε σχέση με τους Οθωμανούς, ή ως αυτούς που κάπως αποκαθιστούσαν την τιμή τους.

Θεωρούσαν επίσης τους εαυτούς τους καλούς Χριστιανούς και τηρούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις – δεν θεωρούσαν τη ληστρική τους δραστηριότητα ως κάτι αντιφατικό μ’ αυτό. Αν και υπήρχαν και ομάδες Μουσουλμάνων ληστών (οι λεγόμενοι κρντζάλιε), ο όρος «χαϊντούκοι» ήταν συνδεδεμένος με τους Χριστιανούς – εξάλλου συνήθως και οι σημαίες τους είχαν πάνω το σταυρό.

Μια ιδιαιτερότητα στη Σερβία ήταν η θέση της στα όρια με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (την μετέπειτα Αυστροουγγαρία). Χαϊντούκοι χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις περιστάσεις κι από τις δύο γειτονικές αυτοκρατορίες, κάτι που τους έδωσε την ευκαιρία να εκπαιδευτούν με βάση τα πρότυπα ενός τακτικού στρατού. Απέκτησαν έτσι γνώσεις και εμπειρίες που πήγαιναν πέρα από τον κλεφτοπόλεμο. Σ’ αυτούς ανήκε και ο μετέπειτα μεγάλος εθνικός ήρωας των Σέρβων, ο Καρατζόρτζε Πέτροβιτς.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου. Αρχικά ήταν χαϊντούκος, εντάχθηκε έπειτα στην υπηρεσία των Αψβούργων εναντίον των Οθωμανών και στη συνέχεια ηγήθηκε της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης.

Ήταν αυτοί οι χαϊντούκοι που θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στο ξέσπασμα της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης (1804-1813), το πρώτο σε μια σειρά από βήματα που θα έφερναν αρχικά την αυτονομία και μετά την ανεξαρτησία της Σερβίας. Όσοι όμως απ’ αυτούς δεν εντάχθηκαν στις δομές του νεοσύστατου κράτους και συνέχισαν τη ληστρική τους δραστηριότητα, γρήγορα έγιναν από εθνικοί ήρωες ο νούμερο ένα εχθρός.

Ιδιαίτερα στη νοτιοδυτική Σερβία, σε ορεινές περιοχές με πυκνά δάση, χαϊντούκοι συνέχισαν να είναι δραστήριοι σε όλο τον 19ο αιώνα. Οι λόγοι που τους ωθούσαν να βγαίνουν στην παρανομία δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από πριν: φυγοδικία, βεντέτες, αντίδραση στην κρατική καταπίεση. Το σέρβικο κράτος, που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε χαϊντούκους, θα τους πολεμούσε τώρα με σκληρότητα που δεν είχε να ζηλέψει πολλά απ’ αυτήν των Οθωμανών. Για να καταφέρει να τους εξαφανίσει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τον επόμενο αιώνα.

Ζεϊμπέκοι και εφέδες

Βλέποντας το οθωμανικό παρελθόν από μια «εθνική» σκοπιά, περιμένουμε ίσως τέτοιες ομάδες όπως οι κλέφτες και οι χαϊντούκοι να είναι χριστιανικής καταγωγής. Η αλήθεια είναι μάλλον πως, αν και δεν έλειπαν και οι Μουσουλμάνοι ληστές ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Σερβία, το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται κυρίως με Χριστιανούς. Ήταν αναμενόμενο, αφού αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονταν από έναν διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα αστικό μουσουλμανικό πληθυσμό και έναν κυρίως αγροτικό χριστιανικό πληθυσμό – ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου ήταν ορεινός, και είχε μια σχεδόν φυσική ροπή προς την αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας.

Τι γινόταν όμως σε περιοχές που η πλειοψηφία του ορεινού αγροτικού πληθυσμού ήταν μουσουλμανική; Ένα παράδειγμα ήταν οι (επίσης θρυλικοί) ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία – που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό. Ήταν ένοπλες ομάδες ατάκτων, κυρίως τουρκόφωνων Μουσουλμάνων, η κάθε μια υπό την ηγεσία ενός εφέ.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για μια υποτιθέμενη φυλετική προέλευση των ζεϊμπέκων. Φαίνεται πάντως πως στους τελευταίους οθωμανικούς αιώνες ο όρος «ζεϊμπέκ» ήταν συνδεδεμένος μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που βασιζόταν στη ληστεία των πλουσίων και την απόρριψη της οθωμανικής εξουσίας. Φορούσαν ειδικά ρούχα, για να ξεχωρίζουν. Συχνά μας μεταφέρεται σήμερα η εικόνα «Ρομπέν των δασών», με τους ζεϊμπέκους να βοηθούν τους απλούς χωρικούς και να τους προστατεύουν από την κρατική αυθαιρεσία. Πρέπει φυσικά να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες αναφορές, αφού (όπως είδαμε και στις προηγούμενες περιπτώσεις) ο λαός έχει έτσι κι αλλιώς μια τάση να εξιδανικεύει αυτούς που αντιστέκονται σε μια άδικη κρατική εξουσία.

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στα βουνά και στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από έναν Οθωμανό αξιωματικό. Είχε τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. Σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με οθωμανικές δυνάμεις ασφαλείας, για να γίνει θρύλος τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτόν έχουν γραφτεί τραγούδια, βιβλία και γυριστεί ταινίες. http://insan-insanca.blogspot.gr/2016/01/cakrcal-mehmet-efe-efsanesi.html

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από Οθωμανό αξιωματικό, κατά μια εκδοχή, ή κυνηγημένος για λαθρεμπόριο καπνού κατά μια άλλη. Έγινε θρύλος για τη δράση του (με τραγούδια, βιβλία και ταινίες γι’ αυτόν), τόσο στους Τούρκους όσο και στους Έλληνες, έχοντας τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. 
Πηγή εικόνας

Ενδιαφέρον είναι ότι τα υπολείμματά τους έπαιξαν ρόλο και στον «Πολέμο της Ανεξαρτησίας», συντασσόμενοι με τον κεμαλικό κίνημα και πολεμώντας τα ελληνικά στρατεύματα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεισφορά τους στην περιοχή του Αϊδινίου, όπου φαίνεται ότι ανέλαβαν το κύριο βάρος του πολέμου, με ηγέτη τον μετέπειτα εθνικό ήρωα Γιορούκ Αλί Εφέ.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών, τους ζεϊμπέκηδες (που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα, και με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στο προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ήταν συχνά ζεϊμπέκοι, που δρούσαν στην περιοχή  ήδη από τον 17ο αιώνα.

Στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, και αφού τέτοιες ομάδες είχαν πλέον εξαλειφθεί ή ενταχθεί στον κανονικό στρατό, η ζεϊμπέκικη κουλτούρα έγινε μάλλον ένα φολκλορικό στοιχείο. Πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (χωρίς να μπορώ να κρίνω αν έχει πραγματική βάση) είναι μια αναφορά, που βρήκα σ’ ένα κείμενο για τη σημερινή στάση του τουρκικού πληθυσμού απέναντι στο στρατό: ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτή είναι πιο αρνητική  στην περιοχή του Αιγαίου (σε σύγκριση π.χ. με τη Θράκη, την Προποντίδα, την Κεντρική Ανατολία) – ακριβώς λόγω της ζεϊμπέκικης παράδοσης δυσπιστίας απέναντι στην κρατική εξουσία.

Γενικές σκέψεις

Οι ομοιότητες αυτών των ομάδων στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία είναι φανερές. Δείχνουν ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με όρους εθνικής/θρησκευτικής αντιπαράθεσης (αν και αυτή έπαιξε το ρόλο της τοπικά ή χρονικά).

Είναι ένας τρόπος ζωής που συνδέεται άμεσα και με τη φυσική γεωγραφία της περιοχής μας, με τα ψηλά δύσβατα βουνά, που ευνοούν όποιον θέλει να ζήσει ελεύθερα χωρίς τους περιορισμούς μιας καταπιεστικής κρατικής εξουσίας. Δεν είναι απλά παρανομία, έχει και μια κάποιου είδους επαναστατική πολιτική διάσταση. Αυτή η διάσταση εξηγεί και τη συμπάθεια πολλών απλών ανθρώπων για τους ληστές, όποιο όνομα και να είχαν, και όποια να ήταν και η εκάστοτε εξουσία.

Όπως είδαμε, πολλά από τα σύγχρονα κράτη της περιοχής βασίστηκαν στις πολεμικές ικανότητες αυτών των ανθρώπων για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, και τους αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα ως εθνικούς ήρωες. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι αυτά ακριβώς τα κράτη τελικά κατάφεραν να εξοντώσουν αυτόν τον τρόπο ζωής – σ’ αυτόν τον τομέα ήταν πιο αποφασισμένα και αποτελεσματικά από τους Οθωμανούς. Οι κλεφταρματολοί, οι χαϊντούκοι και οι ζεϊμπέκοι, βοηθώντας τα να δημιουργηθούν, συντέλεσαν οι ίδιοι στην εξαφάνισή τους ως κοινωνική ομάδα.


Πηγές