Αγροτικο ζητημα στα Βαλκανια: απο τα τσιφλικια στην κολλεκτιβοποιηση

Κλασσικό

Σε μια εποχή που η οικονομία κυριαρχείται από τον τομέα των υπηρεσιών, τα αγροτικά ζητήματα μπορεί να μην ακούγονται σαν πρώτης προτεραιότητας.  Παρ’ όλα αυτά στις βαλκανικές χώρες η γεωργία απασχολεί ακόμα ένα συγκριτικά σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού: 7% στη Βουλγαρία, 11% στην Κροατία, 13% στην Ελλάδα, 22% στη Σερβία, 28% στη Ρουμανία, 44% στην Αλβανία – σε σύγκριση με ποσοστά που κυμαίνονται ανάμεσα στο 2-4% σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, ή η Ιταλία. Σε όχι τόσο μακρινές εποχές, η πλειοψηφία του βαλκανικού πληθυσμού ήταν ακόμα αγροτικός, και το θέμα της ιδιοκτησίας στην αγροτική γη ήταν από τα πιο καυτά. Αξίζει να κάνουμε μια αναδρομή στην Ιστορία αυτού του θέματος.

Φεουδαρχία (;) οθωμανικού τύπου: από τα τιμάρια στα τσιφλίκια

Όταν μιλάμε για τα Βαλκάνια σαν ενιαίο χώρο, είναι λογικό να ξεκινήσουμε από το πιο κοντινό κοινό τους παρελθόν: κι αυτό είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το κατά πόσον το οθωμανικό σύστημα γαιοκτησίας μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος φεουδαρχίας, ανάλογο με αυτό της Δυτικής Ευρώπης, είναι κάτι για το οποίο υπάρχουν πολλές απόψεις.

Στην εποχή της ακμής της Αυτοκρατορίας, το μεγαλύτερο τμήμα της αγροτικής γης ήταν κατά βάση κρατική (μιρί). Χωριζόταν σε τιμάρια (και σε χάσια ή ζιαμέτια), τα οποία διαχειρίζονταν στελέχη του οθωμανικού στρατού, οι σπαχήδες. Θεωρητικά, σ’ αυτό το σύστημα οι αγρότες ήταν λιγότερο ευάλωτοι απέναντι σε αυθαιρεσίες, σε σύγκριση με τη φεουδαρχία δυτικού τύπου. Κύριος σκοπός των σπαχήδων ήταν η συλλογή των φόρων, και μπορούσαν θεωρητικά να μεταφερθούν οποιαδήποτε στιγμή αλλού. Οι αγρότες από την άλλη είχαν κληρονομικά δικαιώματα κατοχής στη γη τους. Μπορούσαν επίσης να προσφύγουν σε δικαστήρια ανεξάρτητα από τους σπαχήδες και ακόμα να χρησιμοποιήσουν την απειλή της φυγής, σε περίπτωση που το φορολογικό βάρος γινόταν δυσβάσταχτο.

Από τα τέλη του 16ου αιώνα όμως και μετά, αυτό το σύστημα άρχισε να αποδυναμώνεται. Τυπικά, η γη μπορεί να έμενε σε κρατικά χέρια. Δημιουργήθηκε όμως μια «επαρχιακή αριστοκρατία», η οποία κατάφερε να αποκτήσει δικαιώματα σε όλο και μεγαλύτερες γεωργικές εκτάσεις. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν τα γνωστά μας μεγάλα τσιφλίκια. Ένα παράδειγμα μεγαλοτσιφλικά, που χρησιμοποίησε αυτήν την συλλογή γαιών για να αυξήσει την πολιτική του δύναμη (και αντίστροφα), ήταν και ο Αλή Πασάς.

Για τους αγρότες, το να πέσει το χωριό τους σε χέρια τσιφλικάδων ήταν υποβιβασμός. Έχαναν τα δικαιώματα πάνω στη γη (ή τουλάχιστον μέρος τους) και στην ουσία και την ελευθερία τους. Ήταν πλέον αδύναμοι ενάντια στην αυθαιρεσία των μεγαλογαιοκτημόνων, οι οποίοι συχνά στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα κέρδη γίνονταν όλο και πιο καταπιεστικοί.

Τα μεγάλα τσιφλίκια πάντως δεν εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία στον ίδιο βαθμό. Σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων, αυτά που δημιουργήθηκαν ήταν λίγα, ή τουλάχιστον δεν σταθεροποιήθηκαν. Επεκτάθηκαν αντίθετα κυρίως σε περιοχές με μεγάλη πεδιάδα, όπως στον θεσσαλικό κάμπο ή σε πολλά τμήματα της Μακεδονίας, όπου υπήρχαν μεγάλα περιθώρια κέρδους. Ακόμα πιο κυρίαρχη όμως ήταν η μεγαλοϊδιοκτησία στις τεράστιες πεδιάδες των παραδουνάβιων ηγεμονιών, στη Μολδοβλαχία. Εκεί μάλιστα, λόγω του καθεστώτος αυτονομίας, οι μεγαλογαιοκτήμονες ήταν συχνά ντόπιοι Χριστιανοί, οι λεγόμενοι βογιάροι. Η σχέση τους με τους απλούς αγρότες ήταν πολύ παρόμοια με τη δουλοπαροικία.

Η επίπεδη και εύφορη γη της Βλαχίας (εδώ νότια του Βουκουρεστίου), μαζί με την εγγύτητα στις ευρωπαϊκές αγορές, ευνόησε την ανάπτυξη της μεγάλης ιδιοκτησίας, κληροδοτώντας στη Ρουμανία και ένα σοβαρό αγροτικό πρόβλημα.

Η επίπεδη και εύφορη γη της Βλαχίας (εδώ νότια του Βουκουρεστίου) και της Μολδαβίας, μαζί με την εγγύτητα στις ευρωπαϊκές αγορές, ευνόησε την ανάπτυξη της μεγάλης ιδιοκτησίας – κληροδοτώντας στη Ρουμανία και ένα ιδιαίτερα οξύ αγροτικό πρόβλημα (βλ. και πιο κάτω).

Συμπερασματικά: όταν τον 19ο αιώνα έγινε σταδιακά και στην οθωμανική επικράτεια (ή στα νεοσύστατα βαλκανικά κρατίδια που τη διαδέχτηκαν) η μετάβαση από την κρατική στην ατομική ιδιοκτησία, δεν υπήρχε μια ενιαία εικόνα όσον αφορά την αγροτική γη. Αλλού επικρατούσε η μικροϊδιοκτησία φτωχών αγροτών με σκοπό την αυτοσυντήρηση, και αλλού τα μεγάλα τσιφλίκια με εξαγωγικό προσανατολισμό και με ακτήμονες αγρότες να εργάζονται σ’ αυτά – με διάφορες ενδιάμεσες ή ανάμικτες καταστάσεις.

Αγροτικές εξεγέρσεις και αναδιανομή της γης

Στις περιοχές με μεγάλα τσιφλίκια, η κατάσταση των αγροτών δεν άλλαξε αναγκαστικά προς το καλύτερο με την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Συχνά, η κύρια αλλαγή ήταν ότι οι Μουσουλμάνοι τσιφλικάδες αντικαταστάθηκαν από νέους Χριστιανούς (στην αυστρο-ουγγρική Βοσνία δεν έγινε καν αυτό – Χριστιανοί αγρότες, Σέρβοι ή Κροάτες, συνέχιζαν να δουλεύουν στη γη Μουσουλμάνων γαιοκτημόνων). Παρά τον δημόσιο λόγο περί ελευθερίας, οι ηγεσίες των νεοσύστατων βαλκανικών κρατιδίων μάλλον δεν είχαν πολλή διάθεση να συγκρουστούν με μια τόσο ισχυρή τάξη μεγαλογαιοκτημόνων. Σε διάφορα μέρη των Βαλκανίων δημιουργήθηκε έτσι μια εκρηκτική κατάσταση στον αγροτικό κόσμο.

Γνωστή σε μας είναι φυσικά η εξέγερση του Κιλελέρ. Η πιο σημαντική ίσως έγινε όμως στη Ρουμανία τρία χρόνια νωρίτερα, το 1907. Οι βογιάροι είχαν καταφέρει να εμποδίσουν ή να αποδυναμώσουν κάθε προσπάθεια σοβαρής αναδιανομής της γης τις προηγούμενες δεκαετίες – ήταν μάλλον προβλέψιμο ότι το πράγμα κάποια στιγμή θα έφτανε ως την εξέγερση. Ξέσπασε αρχικά στη ρουμανική Μολδαβία, για να επεκταθεί γρήγορα και στη Βλαχία. Μπόρεσε να καταπνιγεί μόνο μετά από μεγάλη χρήση βίας, αφήνοντας πίσω της γύρω στους 11000 νεκρούς.

Η αφύπνιση του αγροτικού κόσμου και η καλύτερη οργάνωσή του (εδώ μπορούν να αναφερθούν και τα αγροτικά κόμματα, που απέκτησαν μεγάλη πολιτική δύναμη π.χ. στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία), οδήγησαν τελικά σε μια σημαντική αναδιανομή της γης κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Στην Γιουγκοσλαβία, το ένα τέταρτο των αγροτών απέκτησε γη μετά τον Α’ Παγκόσμιο. Στη Ρουμανία πάνω από το 21% (κατά άλλες πηγές το ένα τρίτο) της συνολικής καλλιεργήσιμης γης συμπεριλήφθηκε στην αναδιανομή. Στη Βουλγαρία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 6%, αλλά εκεί επικρατούσε έτσι κι αλλιώς από πριν η μικροϊδιοκτησία. Στην Ελλάδα έφτασε το εντυπωσιακό 38%: εδώ έπαιξε φυσικά ρόλο και η ανταλλαγή πληθυσμών και η τουρκική ιδιοκτησία που δόθηκε σε πρόσφυγες.

Το γενικό αποτέλεσμα ήταν άρα να ενισχυθεί η μικροϊδιοκτησία σε βάρος της μεγάλης, ακόμα και στις περιοχές που προηγουμένως κυριαρχούσε η τελευταία (εξαίρεση ήταν π.χ. η Αλβανία, όπου η αναδιανομή ήταν μικρής έκτασης και τα μεγάλα τσιφλίκια στις παράκτιες πεδιάδες επηρεάστηκαν ελάχιστα). Δεν ήταν απαραίτητα μια εξέλιξη τόσο ευχάριστη όσο ακούγεται: μαζί με τη δημογραφική αύξηση, που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη κατάτμηση της γης, η μέση έκταση των αγροτεμαχίων μειώθηκε τόσο που υπήρχε πρόβλημα παραγωγικότητας. Οι παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις όμως θα ανέτρεπαν πάλι τα πράγματα.

Η κολλεκτιβοποίηση έρχεται στα Βαλκάνια

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, οι βαλκανικές χώρες (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Τουρκία) βρέθηκαν να κυβερνούνται από μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα. Λίγα μόλις χρόνια πριν είχε πραγματοποιηθεί η μεγάλη (και βίαια) κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής γης στη σοσιαλιστική «μητέρα-πατρίδα», τη Σοβιετική Ένωση. Οι Βαλκάνιοι κομμουνιστές φυσικά προσδοκούσαν να εφαρμόσουν κι αυτοί ανάλογα μέτρα.

Παραδόξως, ο Τίτο στη Γιουγκοσλαβία το 1949 ήταν από τους πρώτους που το επιχείρησαν – αυτός ακριβώς δηλαδή που μόλις είχε συγκρουστεί με τη ΕΣΣΔ και αποχωρήσει από το φιλοσοβιετικό στρατόπεδο. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και η αγωνία των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών σ’ αυτές τις συνθήκες να αποδείξουν την πίστη τους στην ιδεολογία τους. Οι ενέργειες που έγιναν πάντως αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση των αγροτών, Σέρβων, Κροατών ή Μουσουλμάνων.

Το 1953 η πολιτική της αναγκαστικής κολλεκτιβοποίησης τελικά εγκαταλείφθηκε: η ατομική ιδιοκτησία στη γεωργική γη έγινε αποδεκτή, και δόθηκε το δικαίωμα στους αγρότες να εγκαταλείψουν τους συνεταιρισμούς που είχαν ήδη δημιουργηθεί, ή και να τους διαλύσουν εντελώς. Το ΚΚΓ αναγνώρισε εσωτερικά την προηγούμενη πολιτική ως λάθος, αποδίδοντας την στον βολικό εχθρό: την ιδεολογική επιρροή του σταλινισμού. Εδώ μπορεί να έπαιξε ρόλο μια άλλη ιδιαιτερότητα του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού: το καθεστώς του Τίτο είχε σημαντική σύνδεση με τον αγροτικό πληθυσμό, λόγω της Αντίστασης στους Γερμανούς, και δεν ήθελε να τη χάσει με τέτοια αντιδημοφιλή μέτρα.

Στη Ρουμανία υπήρξαν επίσης αντιδράσεις, με πιο βίαιη όμως καταστολή, που κόστισε τη ζωή σε πολλούς χωρικούς. Οι κομμουνιστές, χωρίς να διαθέτουν την κοινωνική βάση που είχαν στη Γιουγκοσλαβία (το ΚΚΡ είχε ελάχιστα μέλη το 1944), ήταν αρχικά αρκετά διστακτικοί. Απέφυγαν να αγγίξουν την μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, και προτίμησαν να κρατικοποιήσουν τη γη που είχε απομείνει στα χέρια των μεγαλογαιοκτημόνων, της βασιλικής οικογένειας ή της Ουνιτικής Εκκλησίας. Από το 1949 όμως, ξεκίνησαν κανονικά προγράμματα κολλεκτιβοποίησης, αν και όχι πάντα με την ένταση που επιθυμούσαν οι Σοβιετικοί «προστάτες».

Γενικά, οι φάσεις βίαιης επιβολής εναλλάσσονταν με περιόδους υπαναχώρησης και συμβιβαστικών κινήσεων. Επίσης, η ένταση με την οποία έγιναν οι προσπάθειες διέφερε από περιοχή σε περιοχή: σε συνοριακές περιοχές με εθνική ανάμιξη ή/και γεωστρατηγική σημασία δόθηκε προτεραιότητα – κάτι που δείχνει και το ότι η κολλεκτιβοποίηση ήταν στα μάτια των ηγεσιών και ένας τρόπος να εξασφαλίσουν τον έλεγχο ενός τόπου.

Ποσοστό της κολλεκτιβοποιημένης γης στη Ρουμανία το 1958. Πηγή: Iordachi & Bauerkamper (2014).

Ποσοστό της κολλεκτιβοποιημένης γης στη Ρουμανία το 1958. Είναι εμφανής η προτεραιότητα που δόθηκε π.χ. στο Μπανάτο ή στη Δοβρουτσά.
Πηγή: Iordachi & Bauerkamper (2014).

Το 1962 κηρύχθηκε τελικά η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος. Η Ρουμανία διατήρησε πάντως μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ένα ποσοστό 13% της γεωργικής γης σε ιδιωτική κτήση (επρόκειτο είτε για οικογενειακούς κήπους, είτε για γη σε ορεινές περιοχές): το δεύτερο μεγαλύτερο στο ανατολικό μπλοκ, μετά την Πολωνία. Για τους αγρότες φαίνεται ότι ήταν αρκετά σημαντικό: η προσπάθεια του Τσαουσέσκου να το κρατικοποιήσει κι αυτό, για να αντιμετωπίσει τη βαθιά οικονομική κρίση εκείνων των χρόνων, εξόργισε πολλούς και ήταν τελικά από τους παράγοντες που οδήγησαν στη βίαιη ανατροπή του.

Η Βουλγαρία, η χώρα που είχε πάντα τη φήμη της πιο πιστής στη Μόσχα («16η σοβιετική δημοκρατία»), φρόντισε να την επιβεβαιώσει και σ’ αυτόν τον τομέα, καταφέρνοντας να κινηθεί στα σοβιετικά χνάρια σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (σε σύγκριση με άλλες ανατολικές χώρες). Το πρόγραμμα κολλεκτιβοποίησης ξεκίνησε το 1948, και μέχρι τα τέλη της επόμενης δεκαετίας είχε κιόλας ολοκληρωθεί. Αν και η ισχυρή αντίσταση που συνάντησε η κομμουνιστική ηγεσία από την αγροτιά, ειδικά στη βορειοδυτική Βουλγαρία, την ανάγκασε προσωρινά να χαμηλώσει κάπως τους ρυθμούς, από το 1956 ξεκίνησε η δεύτερη φάση εντατικής (και βίαιης) κολλεκτιβοποίησης, που κάλυψε ακόμα και τις ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές της χώρας.

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου στην Αλβανία, την οικονομικά πιο υπανάπτυκτη χώρα της Ευρώπης,  ένα ακόμα μεγάλο μέρος της γης ανήκε σε τσιφλικάδες. Η πρώτη κίνηση της κομμουνιστικής ηγεσίας ήταν άρα να μοιράσει τη γη σε ακτήμονες ή φτωχούς αγρότες, ενισχύοντας έτσι αρχικά την μικροϊδιοκτησία. Στα επόμενα χρόνια όμως, ακολούθησε κι αυτή την πολιτική της κολλεκτιβοποίησης. Η διαδικασία προχώρησε με μάλλον αργούς ρυθμούς, διαρκώντας δεκαετίες, αλλά τελικά με επιτυχία: στο τέλος της δεκαετίας του ’60 περίπου όλη η αγροτική γη ανήκε στο κράτος ή σε συνεταιρισμούς. Η αλλαγή ήταν ακόμα πιο δραστική από άλλες χώρες.

Ο Ενβέρ Χότζα, ο μοναδικός σύμμαχος της μαοϊκής Κίνας στα Βαλκάνια, επέμενε να διακηρύττει την αλβανική ιδιαιτερότητα και στον αγροτικό τομέα, διαχωρίζοντας τις δικές του προσπάθειες απ’ αυτές των «σοβιετικών δορυφόρων». Κατά πόσον αυτές οι διαφορές ήταν τόσο σημαντικές, είναι φυσικά συζητήσιμο. Πάντως, εκτός από την κολλεκτιβοποίηση έγιναν και σημαντικές προσπάθειες. εντατικοποίησης της γεωργίας, επεκτείνοντας κυρίως την αρδευόμενη έκταση. Ιδιαίτερη σημασία είχαν στην Αλβανία και τα κρατικά αγροκτήματα (αντιστοιχούσαν το 1990 σε περίπου 24% της αρώσιμης γης), που λειτουργούσαν περίπου «βιομηχανικά», με γεωργικούς εργάτες να δουλεύουν σ’ αυτά με σταθερούς μισθούς.

Μιλώντας γενικά για τα Βαλκάνια, φαίνεται ότι η ιδέα της κολλεκτιβοποίησης δεν ήταν μόνο ένα θέμα κομμουνιστικής ιδεολογικής καθαρότητας ή ένα πρακτικό ζήτημα αύξησης της γεωργικής παραγωγικότητας – είχε και άλλες διαστάσεις. Ήταν μια πραγματικά ριζική αλλαγή, σε κοινωνίες που ήταν ακόμα αγροτικές – και έπαιξε το ρόλο της στη γρήγορη μετατροπή τους σε αστικές. Σχετιζόταν φυσικά και με μια προσπάθεια να ελέγξουν οι κομμουνιστικές ηγεσίες τον αγροτικό κόσμο: αυτός ακόμα αποτελούσε στις αρχές της κομμουνιστικής διακυβέρνησης την πλειοψηφία του πληθυσμού στις υπανάπτυκτες βαλκανικές χώρες.

Η αντίσταση των απλών αγροτών στην κολλεκτιβοποίηση ήταν μεγάλη, και σίγουρα δεν προερχόταν μόνο από την πιο εύπορη μερίδα τους (οι κομμουνιστές προσπάθησαν να επενδύσουν στις ταξικές διαφορές μεταξύ αγροτών, με μικρή επιτυχία όμως – πολλοί φτωχοί αγρότες αισθάνονταν τους πιο εύπορους συντοπίτες τους, παρά τους όποιους ανταγωνισμούς, πιο κοντά σ’ αυτούς παρά τους κομμουνιστές των πόλεων). Αυτή η σύνδεση του αγρότη με τη γη του,  ήταν ένας παράγοντας που οι κομμουνιστικές ηγεσίες μάλλον υποτίμησαν. Ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να συγκρίνουμε την πρόσληψη της κολλεκτιβοποίησης από την αγροτιά με την ανάλογη της τσιφλικοποίησης σε προηγούμενους αιώνες. Οι αντιδράσεις έφταναν στο σημείο π.χ. στη Γιουγκοσλαβία, να καίνε οι αγρότες το σιτάρι τους, να σκοτώνουν τα ζώα τους και να καταστρέφουν τα εργαλεία τους, πριν να γίνουν (υποχρεωτικά) μέρος ενός συνεταιρισμού.

Επιστροφή στη βαλκανική μικροϊδιοκτησία

Παρά τις τοπικές διαφορές (που είχαν να κάνουν και με τη διαφορετική σχέση με την ΕΣΣΔ), το τέλος του Ψυχρού Πολέμου βρήκε τις βαλκανικές σοσιαλιστικές χώρες σε στάδιο προχωρημένης κολλεκτιβοποιημένης/κρατικοποιημένης γεωργίας – με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία. Με το νέο καπιταλιστικό μοντέλο όμως, ήταν αναπόφευκτο να έρθει το τέλος και αυτού του μοντέλου.

Όπως αποδείχτηκε, η διαδικασία της ακύρωσης της κολλεκτιβοποίησης δεν ήταν κατ’ ανάγκη λιγότερο δύσκολη από τη δημιουργία της. Η γενική αρχή ήταν η επιστροφή γης στους αρχικούς ιδιοκτήτες της και τους απογόνους τους (νέα αναδιανομή της κολλεκτιβοποιημένης ή κρατικής γης σε μεγάλη έκταση υπήρχε απ’ ό,τι ξέρω μόνο στην Αλβανία). Μετά από τόσα χρόνια όμως, αυτό δεν ήταν καθόλου απλό και οι περιπτώσεις καταπάτησης γης έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο.

Όπως και να ‘χει, η μικροϊδιοκτησία έχει επιστρέψει για τα καλά στα Βαλκάνια. Οι βαλκανικές χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) έχουν σήμερα από τους χαμηλότερους μέσους όρους έκτασης αγροτεμαχίων στην Ευρώπη – κάτι από πολλούς που θεωρείται ότι έχει και σαν αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα της γεωργίας.

Όπως είδαμε, οι βαλκανικές χώρες γνώρισαν σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα πολλές αλλαγές του κυρίαρχου μοντέλου γαιοκτησίας. Οι ιστορικές εμπειρίες απ’ αυτές μπορούν να φανούν χρήσιμες για τα ανάλογα μοντέλα του μέλλοντος. Μπορεί οι βαλκανικοί λαοί να είναι σήμερα κι αυτοί σε μεγάλο βαθμό αστικοποιημένοι, αυτό δεν αλλάζει όμως το γεγονός ότι βασίζονται στη γεωργία για τη διατροφή τους. Ακόμα και σήμερα, το αγροτικό ζήτημα δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί.


Πηγές

  • Klaus Kreiser, Christoph K. Neumann (2005): Kleine Geschichte der Türkei.
  • Çağlar Keyder, ‎Faruk Tabak (eds.) (1991): Landholding and Commercial Agriculture in the Middle East.
  • Gábor Ágoston & Bruce Masters (2009): Encyclopedia of the Ottoman Empire.
  • Θάνος Βερέμης (2016): Βαλκάνια: Ιστορία και κοινωνία – ένα πολύχρωμο υπόδειγμα εθνικισμού.
  • Κυριάκος Μελέτης/ Παναγιώτης Ξανθόπουλος (2006): Οι συνεταιριστικές μορφές συνεργασίας και οι συνθήκες ανάδυσής τους – Μέρος Β’Μηνιαία Επιθεώρηση.
  • Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη (2010): Η Προεπαναστική Ελλάδα (1821 – Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Τόμος Α’).
  • Constantin Iordachi & Arnd Bauerkämper (2014): The Collectivization of Agriculture in Communist Eastern Europe – Comparison and Entanglements.
  • Elisabeth Lichtenberger (1976): Albanien – der isolierte Staat.
  • Wim van Meurs (1999): Land Reform in Romania – A Never-Ending Story. In: South-East Europe Review.

Παλαιστινιακη Εξοδος και αλλες εθνοκαθαρσεις

Κλασσικό

Οι μεγάλες στιγμές στην Ιστορία της ανθρωπότητας είναι συχνά ωραίες για κάποιους, αλλά πικρές για άλλους. Μια τέτοια ιστορική στιγμή ήταν και το 1948 για την  Παλαιστίνη. Για τους Εβραίους που είχαν μαζευτεί εκεί απ’ όλες τις γωνιές της Γης (αλλά κυρίως από την Ευρώπη), ήταν μια λύτρωση. Ήταν το τέλος μιας μακραίωνης εξορίας, κατά την οποία ζούσαν σκορπισμένοι στον κόσμο ως μειονότητες, στο έλεος των εκάστοτε ηγετών (το οποίο συχνά δεν είχαν). Ο χειρότερος απ’ αυτούς τους διωγμούς είχε τερματιστεί πριν από μόλις 3 χρόνια, έχοντας αφήσει πίσω του 6 εκατομμύρια νεκρούς. Τώρα όμως, οι Εβραίοι αποκτούσαν επιτέλους το δικό τους έθνος-κράτος, όπου θα ήταν αφέντες οι ίδιοι – και μάλιστα στην ιστορική τους κοιτίδα, απ’ όπου (πίστευαν ότι) είχαν εξοριστεί πριν από δύο χιλιετίες.

Το τέλος της (φανταστικής ή όχι) «εξορίας» των Εβραίων ήταν όμως για τους Παλαιστίνιους η αρχή της δικής τους. Για τους Παλαιστίνιους, το 1948 είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής. Από τότε θα μετατρέπονταν σ’ έναν λαό προσφύγων, σκορπισμένοι σε καταυλισμούς στις γειτονικές αραβικές χώρες. Όσοι απέμειναν στην γη των προγόνων τους, θα γίνονταν είτε ξαφνικά καταπιεσμένη μειονότητα στην ίδια τους τη χώρα (όσοι έμειναν στην ισραηλινή επικράτεια), ή θα έμπαιναν 19 χρόνια αργότερα σε καθεστώς μόνιμης ισραηλινής κατοχής (στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας).

Λίγα τοπικά προβλήματα έχουν την ικανότητα να συγκινούν τα πλήθη ανά τον κόσμο επί τόσες πολλές δεκαετίες, όσο το Παλαιστινιακό. Το διεθνές ενδιαφέρον είναι αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της περιοχής. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που συνθέτουν αυτό το πρόβλημα, είναι το προσφυγικό: και αυτό δημιουργήθηκε το 1948, με τον πρώτο αραβο-ισραηλινό πόλεμο.

Μια αναγκαία «μεταφορά»

Όταν μιλούσαν για την Παλαιστίνη, πολλοί ρομαντικοί οπαδοί του Σιωνισμού στην Ευρώπη μπορεί να την φαντάζονταν περίπου ως ένα άδειο κομμάτι γης, που απλά ήταν εκεί και τους περίμενε να έρθουν να το πάρουν. Οι Σιωνιστές ηγέτες όμως, τους οποίους μπορεί κάποιος να κατηγορήσει για πολλά πράγματα αλλά μάλλον όχι για αφέλεια, θα είχαν γνώση της πραγματικής κατάστασης. Στην Παλαιστίνη ζούσαν το 1915 περίπου 600.000 Άραβες (Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί) και μόλις 80.000 Εβραίοι. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν κάποιοι Σιωνιστές απεσταλμένοι, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει εκεί για να διερευνήσουν την κατάσταση: «η νύφη είναι πανέμορφη, αλλά είναι παντρεμένη με άλλον».

Οι Σιωνιστές, βλέποντας αυτό το βασικό εμπόδιο στα σχέδιά τους, έκαναν από νωρίς σκέψεις για το πώς θα το αντιμετωπίσουν. Ο (θεωρούμενος και «πατέρας του Σιωνισμού») Τέοντορ Χερτζλ, έγραφε ήδη το 1895: «θα προσπαθήσουμε να σπρώξουμε τον φτωχό πληθυσμό έξω από τα σύνορά μας, προσφέροντας του εργασία στις χώρες μεταφοράς, ενώ θα του την αρνούμαστε στη δική μας χώρα». Τέτοιες δημόσιες αναφορές σ’ αυτό το θέμα πάντως είναι σπάνιες. Οι Σιωνιστές είχαν υπόψη το πόσο ευαίσθητο είναι – και είχαν μια κοινή γνώμη απέναντί τους, την οποία έπρεπε να πείσουν για το δίκαιο του σκοπού τους.

Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει κάπως. Η αύξηση της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη και οι βίαιες αντιδράσεις από την αραβική πλευρά, απέδειξαν ότι η τελευταία δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα τέτοια σχέδια. Δύσκολα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πειστικά ότι η συνύπαρξη Εβραίων και Αράβων σ’ ένα εβραϊκό κράτος ήταν δυνατή.

Υπήρχε όμως ακόμα μια διαφορά τώρα: το «πετυχημένο» παράδειγμα της ελληνο-τουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών! Αυτή έδειχνε ότι βίαιες μεταφορές ανθρώπων σε τέτοια κλίμακα όχι μόνο είναι εφικτές, αλλά μπορούν να φέρουν και σταθερότητα, ειρήνη και καλές σχέσεις ανάμεσα σε πρώην εχθρούς. Δημιουργήθηκε έτσι ένα ιστορικό προηγούμενο, το οποίο οι  οπαδοί μιας οπαδοί μιας παρόμοιας «λύσης» για την Παλαιστίνη δεν παρέλειψαν να αξιοποιήσουν.

Η σιωνιστική ηγεσία, εγκατεστημένη πλέον στην  Παλαιστίνη, μπορεί ακόμα δημόσια να επέμενε στη ρητορική του «αρκετού χώρου για όλους». Στις συζητήσεις μεταξύ τους όμως, όπως και σ’ αυτές με τους Βρετανούς διοικητές της Παλαιστίνης, οι Σιωνιστές αναφέρονταν πλέον πιο καθαρά στην ανάγκη μιας κάποιας μεταφοράς πληθυσμού, π.χ. προς το Ιράκ ή την Υπεριορδανία. Μια κρίσιμη χρονιά ήταν το 1936: η βρετανική πρόταση για τη λύση του προβλήματος περιείχε τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και την μεταφορά πληθυσμών – κατά προτίμηση εθελοντικής, αλλά αν ήταν ανάγκη και υποχρεωτικής (κάνοντας και ρητή αναφορά στο ελληνο-τουρκικό παράδειγμα). Για τους Σιωνιστές ηγέτες ήταν μια μεγάλη ηθική και πολιτική νίκη.

Το Σχέδιο της Επιτροπής Πηλ για τη διχοτόμηση (ή τριχοτόμηση) της Παλαιστίνης. http://www.jewishvirtuallibrary.org/jsource/History/peel.html

Το Σχέδιο της Επιτροπής Πηλ για τη διχοτόμηση (ή μάλλον τριχοτόμηση) της Παλαιστίνης. Αν και το προτεινόμενο εβραϊκό κράτος αντιστοιχούσε μόνο στο 20% του παλαιστινιακού εδάφους, δηλαδή πολύ πιο κάτω από τις σιωνιστικές διεκδικήσεις, και μόνο ότι έμπαινε στο τραπέζι η ιδέα της μεταφοράς πληθυσμού και ενός καθαρού «εβραϊκού κράτους», είχε μεγάλη αξία για το Σιωνισμό.
Πηγή εικόνας

Τα γεγονότα του 1948 και οι «νέοι ιστορικοί»

Η κατοπινή εξέλιξη της Ιστορίας είναι γνωστή: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ολοκαύτωμα, μαζική εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη, σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ, απόρριψη από τους Άραβες και αποδοχή από τους Εβραίους, ίδρυση του ισραηλινού κράτους, πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος το 1948, αραβική ήττα και φυγή των Παλαιστινίων.

Οι μεγάλες διαφορές βρίσκονται όμως στην ερμηνεία αυτών των γεγονότων. Η επίσημη σιωνιστική γραμμή ήταν ότι δεν υπήρξε καμία προσχεδιασμένη εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού. Η φυγή ήταν κατά κύριο λόγο εθελοντική, και μάλιστα  έπειτα από οδηγίες των ίδιων των Αράβων ηγετών. Ως απόδειξη, αναφέρεται η παραμονή ενός μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων (τότε 150000, που αντιστοιχούσαν περίπου στο 20% του πληθυσμού του νέου ισραηλινού κράτους), στους οποίους δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα και δεν ασκήθηκε καμία πίεση για να φύγουν. Η αραβική ή φιλο-παλαιστινιακή άποψη είναι αντίθετα, ότι τα γεγονότα του 1948 ήταν απλά η τελική εφαρμογή ενός σχεδίου εκκαθάρισης της Παλαιστίνης από τον γηγενή αραβικό πληθυσμό της. Αυτό αποδεικνύεται και από την ισραηλινή άρνηση να επιτρέψει οποιαδήποτε επιστροφή Παλαιστινίων προσφύγων.

Στις τελευταίες δεκαετίες, αναπτύχθηκαν όμως ακόμα και μέσα στο Ισραήλ εναλλακτικές τάσεις στη μελέτη της συγκεκριμένης περιόδου. Φορείς τους ήταν οι λεγόμενοι νέοι ιστορικοί. Αμφισβητώντας (μεταξύ άλλων και) την επίσημη γραμμή της «εθελοντικής εξόδου», έψαξαν το κατά πόσον η φυγή των Παλαιστινίων ήταν όντως μέρος ενός σιωνιστικού σχεδίου – σπάζοντας έτσι και ένα σχετικό ταμπού. Το πλεονέκτημα που είχαν, ήταν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για την έρευνά τους τα ισραηλινά κυβερνητικά αρχεία, που δημοσιοποιήθηκαν πριν μερικά χρόνια.

Στο πόσο πολύ προχωρούν αυτοί οι «νέοι ιστορικοί» ώστε να θεωρήσουν τη φυγή των Παλαιστινίων μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου εθνοκάθαρσης, υπάρχουν πάντως διαφορές. Κατά τον Μπένυ Μόρις, η ιδέα της «μεταφοράς» ήταν μεν μέρος της σιωνιστικής σκέψης και υπήρχε στην ατμόσφαιρα από παλιά. Το ότι όμως τελικά έγινε πραγματικότητα, ήταν η συνέπεια του πολέμου (τον οποίο προκάλεσαν οι Άραβες, τουλάχιστον με βάση τη λογική του Μόρις) και των ιδιαίτερων συνθηκών που αυτός δημιούργησε – δεν ήταν κάτι προσχεδιασμένο. Ακόμα και μέχρι τους πρώτους μήνες της ένοπλης σύγκρουσης του 47-48 δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε σχετικό σχέδιο. Μόνο από τον Απρίλη του ’48 και μετά, ενώ η σύγκρουση γίνεται πιο σκληρή, προχωρούν οι εβραϊκές ένοπλες δυνάμεις, τοπικά μεν, αλλά όλο και πιο συχνά, σε εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού.

Τα βιβλία του Μπένι Μόρις σχετικά με το προσφυγικό πρόβλημα γέννησαν πολλές αντιδράσεις, αν και ο ίδιος έκανε μια καθαρά φιλο-σιωνιστική στροφή. Αν και αναγνωρίζει η παλαιστινιακή έξοδος ήταν σε μεγάλο ποσοστό το επιθυμητό αποτέλεσμα της ισραηλινής πολιτικής, φτάνει στο σημείο να τη θεωρήσει αυτή δικαιολογημένη, ως τη μόνη που θα μπορούσε να φέρει σταθερότητα και ειρήνη. Αυτές οι απόψεις τον έκαναν αντιπαθή και στο αντι-σιωνιστικό και φιλο-παλαιστινιακό στρατόπεδο. http://www.frontpagemag.com/fpm/97766/near-lynching-prof-benny-morris-steven-plaut

Ο Μπένυ Μόρις είναι μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Τα συμπεράσματά του σχετικά με το προσφυγικό αρχικά ενόχλησαν πολύ τους εκπρόσωπους της επίσημης σιωνιστικής γραμμής, αλλά ο ίδιος έκανε αργότερα μια καθαρά φιλο-σιωνιστική στροφή. Αναγνωρίζει μεν ότι η παλαιστινιακή έξοδος ήταν λίγο-πολύ επιθυμητή από τους Σιωνιστές ηγέτες, τουλάχιστον από τον πόλεμο του ’48 και μετά – φτάνει όμως στο σημείο να τους δικαιολογήσει, μια και μόνο έτσι θα μπορούσε να έρθει σταθερότητα και ειρήνη. Αυτές οι απόψεις τον έκαναν αντιπαθή και στο αντι-σιωνιστικό/φιλο-παλαιστινιακό στρατόπεδο.
Πηγή εικόνας

Για άλλους εκπρόσωπους των «νέων ιστορικών» όπως ο Ιλάν Πάπε ή ο Αβί Σλάιμ, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Βασιζόμενοι κατά πολύ στα ίδια αρχεία που χρησιμοποίησε και ο Μόρις, θεωρούν ότι η παλαιστινιακή έξοδος ήταν η συνέπεια ενός σιωνιστικού σχεδίου, που υπήρχε ήδη πριν τον πόλεμο. Το 1948 δόθηκε απλά η ευκαιρία να μπει αυτό το σχέδιο σε εφαρμογή. Ο Ιλάν Πάπε αναφέρει χαρακτηριστικά το πως εγκαταλελειμμένα αραβικά χωριά ισοπεδώνονταν με μπουλντόζες από τους Σιωνιστές ήδη τον Ιούνη του ’48, δηλαδή κατά τη διάρκεια της πρώτης αραβο-ισραηλινής ανακωχής, έτσι ώστε να εξαφανιστεί κάθε πιθανότητα επιστροφής των προσφύγων.

Εθνοκάθαρση: προβληματισμοί για έναν σύγχρονο όρο

Εννοείται ότι οι αντιδράσεις στις θέσεις των «νέων ιστορικών» ήταν πολύ μεγάλες, εντός και εκτός του Ισραήλ. Πέρα από τις αναμενόμενες (και βαρετές) κατηγορίες περί «προδοσίας», τους έχει γίνει και κριτική για την «επιστημονικότητα» της μεθοδολογίας τους. Πολλοί βλέπουν πίσω από τη δουλειά τους καθαρά ιδεολογικά κίνητρα. Αυτό το τελευταίο σε μεγάλο βαθμό μπορεί και να είναι αλήθεια – δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την «αντίπαλη πλευρά», τους υπερασπιστές της επίσημης σιωνιστικής γραμμής; Δεν είναι ίσως ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρχει μια ιδεολογικά ουδέτερη Ιστορία;

Σ’ αυτό το θέμα υπάρχει όμως χώρος και για άλλους προβληματισμούς. Τι χωράει τελικά στον (σχετικά νέο) όρο της «εθνοκάθαρσης«; Πρέπει αναγκαστικά να έρχεται στρατός και να διώχνει τον κόσμο από τα σπίτια του, για να τη θεωρήσουμε ως τέτοια; Πρέπει να υπάρχουν έγγραφα, που να περιγράφουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο εκκένωσης του αλλοεθνούς πληθυσμού; Μ’ έναν τέτοιο αυστηρό ορισμό, είναι αμφίβολο αν πολλά γεγονότα θα μπορούσαν να θεωρηθούν εθνοκαθάρσεις, ακόμα π.χ. και αυτά που οδήγησαν στη δημιουργία της «ΤΔΒΚ» στην Κύπρο.

Προφανώς πρέπει να λάβουμε υπόψη και το ρόλο της γενικής ατμόσφαιρας που δημιουργείται. Μπορεί να μην βρίσκουμε πάντα μια καθαρή σύνδεση ανάμεσα σε διάφορα περιστατικά σφαγών/βιασμών και στην κρατική πολιτική – και οι υπερασπιστές της τελευταίας συχνά αρνούνται οποιαδήποτε σχέση, μειώνοντας τη σημασία των περιστατικών και παρουσιάζοντας τα ως μεμονωμένα και οργανωμένα από περιθωριακές ακραίες ομάδες. Το σίγουρο όμως, είναι πως τέτοια περιστατικά – τα οποία είναι αργά ή γρήγορα αναπόφευκτα σε μια ένοπλη σύγκρουση – οδηγούν στην τρομοκράτηση συγκεκριμένων εθνικών ομάδων, με το αποτέλεσμα τα μέλη τους να φεύγουν μαζικά για να σώσουν τη ζωή και την τιμή τους.

Στον αραβο-ισραηλινό πόλεμο, περιστατικά όπως η σφαγή του Ντεΐρ Γιασίν έπαιξαν τέτοιο ρόλο. Με ανάλογο τρόπο λειτούργησε η Ιστορία και στη Βόρεια Κύπρο το 1974 ή κατά την επιχείρηση Ολούγια το 1995 στην Κράινα της Κροατίας ή στην Τσαμουριά το 1944. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η κρατική πολιτική μετά τη φυγή/εκδίωξη. Ενθάρρυναν ή αποθάρρυναν οι κρατικές αρχές την επιστροφή των προσφύγων, και πως μεταχειρίστηκαν τις περιουσίες τους; Η απάντηση στις περισσότερες αυτών των περιπτώσεων είναι δυστυχώς αρκετά ξεκάθαρη.

Τελικά ίσως η νομικίστικη αντιμετώπιση του θέματος, η αναζήτηση καθαρών ιστορικών «αποδείξεων», να μην είναι το σημείο που πρέπει να επικεντρωθούμε. Μπορούμε απλά να χρησιμοποιήσουμε και την κοινή λογική. Στην περίπτωση του Ισραήλ (ή της Βόρειας Κύπρου) είναι πιστεύω καθαρό, ότι τα κράτη δεν θα μπορούσαν να στηθούν χωρίς να απομακρυνθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού: αφού αυτός εκ των πραγμάτων δεν ανήκε στο έθνος που θα ήταν η βάση του σχεδιαζόμενου κράτος. Σε άλλες περιπτώσεις (όπως π.χ. της Ελλάδας ή της Τουρκίας) μπορεί η εθνοκάθαρση να μην ήταν απαραίτητη, σίγουρα όμως βοηθητική, ειδικά σε περιπτώσεις αλλοεθνών/αλλόθρησκων κοινοτήτων σε συνοριακές περιοχές. Σε μια εποχή που οι συναισθηματικά φορτισμένες συζητήσεις περί γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων γίνονται όλο και πιο συχνές, ίσως είναι χρήσιμο να τις δούμε κι από μια τέτοια άποψη.


Πηγές: