Ιδεολογια στον αραβικο χωρο – 3: Τοπικοί Εθνικισμοί

Κλασσικό

Εκτός από τις ιδεολογίες που ζητούσαν την ενοποίηση, βασισμένη είτε στη γλώσσα (παναραβισμός), είτε στη θρησκεία (ισλαμισμός), είτε στην κοινωνική τάξη (μαρξισμός), στον αραβικό χώρο υπήρξαν και αυτές που αποδέχτηκαν λίγο πολύ τα σύνορα που χάραξαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήρθαν σε σύγκρουση με αυτές.

Τέτοιες ιδεολογίες ήταν π.χ. ο τυνησιακός, ο αιγυπτιακός και ο λιβανέζικος εθνικισμός. Σε κάποιες απ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα αποικιοκρατικά σύνορα δεν ήταν εντελώς τεχνητά, αφού βασίζονταν σε γεωγραφικές και ιστορικές πραγματικότητες (π.χ. Μαρόκο, Αίγυπτος). Σε άλλες περιπτώσεις, ο εθνικισμός βασίστηκε μεν στη κοινή γεωγραφία, αλλά όχι στη βάση των αποικιοκρατικών συνόρων, τα οποία ήθελε επίσης να υπερβεί, π.χ. ο συριακός εθνικισμός. Επίσης, οι τοπικοί εθνικισμοί δεν ήταν πάντα εντελώς ανταγωνιστικοί με τον αραβικό, αφού μπορεί να θεωρούσαν το έθνος τους ως μια υποδιαίρεση του ευρύτερου αραβικού έθνους.

Αιγυπτιακός εθνικισμός

Η Αίγυπτος είναι με διαφορά το μεγαλύτερο σε πληθυσμό αραβικό κράτος. Επίσης έχει μια ιδιαίτερη ιστορία ως αποτέλεσμα μιας επίσης εντελώς ιδιαίτερης γεωγραφίας. Δεν είναι άρα περίεργο που υπάρχει μια δυνατή αιγυπτιακή τοπική ταυτότητα. Η Αίγυπτος μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί «τεχνητό» αποικιογενές κράτος όπως άλλα στην περιοχή.

Η Αίγυπτος είναι κυριολεκτικά η χώρα του Νείλου, του ποταμού έκανε περιοχή που κανονικά θα έπρεπε να ήταν έρημος σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες του πλανήτη.

Η Αίγυπτος είναι κυριολεκτικά η χώρα του Νείλου, του ποταμού που μετέτρεψε μια περιοχή που κανονικά θα έπρεπε να ήταν έρημος σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες του πλανήτη. Πηγή εικόνας

Η Κοιλάδα του Νείλου, όπως φαίνεται μέσα από την έρημο στη τοποθεσία Σακάρα, νότια του Καΐρου. Σ' αυτήν τη στενή λωρίδα γης στριμώχνονται οι γεωργικές, οικοδομικές και βιομηχανικές δραστηριότητες.

Η Κοιλάδα του Νείλου, όπως φαίνεται μέσα από την έρημο στην τοποθεσία Σακάρα, νότια του Καΐρου. Σ’ αυτήν τη στενή λωρίδα γης στριμώχνονται οι γεωργικές, οικοδομικές και βιομηχανικές δραστηριότητες.

Το ότι άρα η πρώτη σύγχρονη ιδεολογία που επικράτησε στην Αίγυπτο δεν ήταν ο ισλαμισμός ή ο παναραβισμός, αλλά ο αιγυπτιακός εθνικισμός, δεν είναι περίεργο – ούτε φυσικά το ότι σ’ αυτόν καταφεύγει και το τωρινό αιγυπτιακό καθεστώς για να καλύψει κάπως το ιδεολογικό του κενό.

Όπως άλλοι εθνικισμοί στον «τρίτο κόσμο», έτσι και ο αιγυπτιακός γεννήθηκε μέσα από την πάλη ενάντια στην αποικιοκρατία. Τουλάχιστον σ’ αυτό το στάδιο, ο αιγυπτιακός εθνικισμός φαίνεται ότι ήταν πιο ελκυστικός στις μάζες από τον παναραβικό. Σημαντικός εκπρόσωπός του θεωρείται ο Σαάντ Ζαγκλούλ, που ήταν και ο πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός της Αιγύπτου ως (τυπικά) ανεξάρτητου κράτους.

Ο Σάαντ Ζαγκλούλ (1857-1927) ήταν αγροτικής καταγωγής, κάτι που στήριξε την εικόνα "παιδιού του λαού" και τον βοήθησε να κερδίσει τις μάζες για τους πολιτικούς του στόχους. http://www.aljazeera.com/focus/arabunity/2008/02/200852518509467595.html

Ο Σαάντ Ζαγκλούλ (1857-1927) ήταν αγροτικής καταγωγής, κάτι που στήριξε την εικόνα «παιδιού του λαού» και τον βοήθησε να κερδίσει τις μάζες.
Πηγή εικόνας

Τα στοιχεία του αιγυπτιακού εθνικισμού ήταν (και μάλλον ακόμα είναι), εκτός φυσικά από την ιδέα της αιγυπτιακής ιδιαιτερότητας, η ενότητα και ισοτιμία Μουσουλμάνων και Χριστιανών, η εκτίμηση στην αιγυπτιακή διάλεκτο και στο αρχαίο αιγυπτιακό παρελθόν. Επίσης συνδέθηκε και με τη φιλελεύθερη και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση του Ζαγκλούλ και του κόμματός του, Αλ Γουάφντ. Το τελευταίο ακόμα παίζει ρόλο στην πολιτική ζωή της Αιγύπτου.

Το σύμβολο του Αλ Γουάφντ: το μισοφέγγαρο και ο σταυρός συμβολίζουν την ενότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Πηγή: http://revolutionegypt.blogs.wm.edu/2014/12/12/success-and-failure-revolutions-of-1919-and-2011/

Το σύμβολο του Αλ Γουάφντ: το μισοφέγγαρο και ο σταυρός συμβολίζουν την ενότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Πηγή εικόνας

Η απομάκρυνση από την ιδέα του παναραβισμού μετά τον Νάσερ (στην οποία έπαιξε ρόλο και η συντριβή του ’67, κατά την οποία η Αίγυπτος έχασε τη χερσόνησο του Σινά) βοήθησε και στην επιστροφή του αιγυπτιακού εθνικισμού. Αυτό μάλλον υποστηρίχτηκε και από τις ελίτ, γιατί βοηθούσε όχι μόνο στην εκτόνωση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ Κοπτών και Μουσουλμάνων, αλλά και τη σταθερότητα του κράτους – και μαζί του, και του πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου. Κατά κάποιον τρόπο εξελίχθηκε δηλαδή και σε συντηρητική ιδεολογία. Η Πλατεία Ταχρίρ έδειξε όμως τουλάχιστον στιγμιαία και το επαναστατικό της δυναμικό.

Ταχρίρ 2

Διαδηλωτές στην πλατεία Ταχρίρ ποζάρουν με την αιγυπτιακή σημαία πάνω σε αστυνομικό όχημα που κατέλαβαν.

Λιβανέζικος εθνικισμός

Ο λιβανέζικος εθνικισμός έχει τουλάχιστον ένα σημαντικό κοινό με τον αιγυπτιακό. Και στις δύο χώρες υπάρχουν κάτι σαν «εθνικές» εκκλησίες (Κόπτες στην Αίγυπτο, Μαρωνίτες στο Λίβανο) που τα μέλη τους, αν και αραβόφωνα, συχνά απορρίπτουν την αραβικότητά τους και διεκδικούν αντίθετα μια καταγωγή από τους «αυτόχθονους» πληθυσμούς (αρχαίους Αιγύπτιους και Φοίνικες αντίστοιχα).

Αν και οι δύο κοινότητες αποτελούν σημαντικό κοινωνικό στήριγμα των αντίστοιχων εθνικών ιδεολογιών, οι Μαρωνίτες στην περίπτωση του Λιβάνου είναι μάλλον κάτι παραπάνω: ο λιβανέζικος εθνικισμός γεννήθηκε εξ’ αρχής ως αντίδραση στον αραβικό (και το συριακό) εθνικισμό, προτείνοντας μια εναλλακτική εθνική ταυτότητα, που ταίριαζε κυρίως στους Μαρωνίτες.

Η Παναγία των Χαρίτων, η εκκλησία των Μαρωνιτών στην παλιά Λευκωσία, με τη σημαία του Λιβάνου.

Η Παναγία των Χαρίτων, η εκκλησία των Μαρωνιτών στην παλιά Λευκωσία, με τη σημαία του Λιβάνου να δείχνει τη σύνδεση ανάμεσα στη θρησκευτική κοινότητα και τη χώρα.

Η μαρωνίτικη κοινότητα ήταν πάντα συνδεδεμένη με την περιοχή του Όρους Λιβάνου, έχοντας την αίσθηση μιας απειλούμενης χριστιανικής-καθολικής νησίδας περικυκλωμένης από Μουσουλμάνους. Αυτή η θέση οδήγησε σε μια τάση απόρριψης της ένωσης με γειτονικές περιοχές και αντίθετα σ’ έναν προσανατολισμό προς τη Δύση (αν και όπως αναφέρθηκε σε άλλα άρθρα αυτό δεν ήταν απόλυτο: υπήρξαν και πολλοί Μαρωνίτες που υποστήριξαν τον παναραβισμό). Η ιδέα ενός ξεχωριστού λιβανέζικου έθνους, με φοινικική αντί αραβική καταγωγή, αποτέλεσε ιδεολογικό στήριγμα αυτής της απόρριψης.

Γεωφυσικός χάρτης του Λιβάνου.

Γεωφυσικός χάρτης του Λιβάνου: ο δυσπρόσιτος ορεινός όγκος ήταν η περιοχή που παραδοσιακά κατέφευγαν οι Μαρωνίτες. Πηγή εικόνας

Το φαράγγι Καντίσα με τις βουνοκορφές του Λιβάνου από πάνω, όπως φαίνονται από το Μπσαρέ. Στις άκρες του γκρεμού έχουν κτιστεί εκκλησίες και μοναστήρια.

Το φαράγγι Καντίσα με τις βουνοκορφές του όρους Λιβάνου, όπως φαίνονται από το Μπσαρέ. Αυτή η περιοχή είναι η καρδιά του μαρωνίτικου πολιτισμού και του λιβανέζικου εθνικισμού: μάλλον δεν είναι τυχαίο που ο κέδρος ως ορεινό δέντρο έχει γίνει και σύμβολό του.

Ο λιβανέζικος εθνικισμός αποτέλεσε την κύρια ιδεολογία της μαρωνίτικης ελίτ που κυβέρνησε το Λίβανο επί δεκαετίες, ιδιαίτερα της σκληρής μαρωνίτικης Δεξιάς, π.χ. της Φάλαγγας. Στον πόλεμο του ’58 όπως και στον κυρίως ειπείν εμφύλιο πόλεμο έπαιξε σημαντικό ρόλο ως ο ιδεολογικός αντίπαλος απέναντι στον παναραβισμό, το συριακό εθνικισμό και το σοσιαλισμό.

Άγαλμα του ιδρυτή της Φάλαγγας, Πιέρ Τζεμαγέλ, με φρουρά από Φαλαγγίτες. Δίπλα το σήμα της οργάνωσης.  Πηγή: www.aminegemayel.org

Άγαλμα του Πιέρ Τζεμαγέλ, ιδρυτή της Φάλαγγας, που συνδέθηκε με το λιβανέζικό εθνικισμό: όπως δείχνει και ο λιβανέζικος κέδρος (δεξιά) ως σύμβολό της.
Πηγή εικόνας

Σήμερα πάντως οι Μαρωνίτες έχουν χάσει ένα μέρος του κεντρικού τους ρόλου στο Λίβανο – επομένως και στη διαμόρφωση του λιβανέζικου εθνικισμού. Η «Επανάσταση των Κέδρων» το 2005, μάλλον η πιο πρόσφατη σημαντική έκφραση λιβανέζικου εθνικισμού (κύριο αίτημα ήταν ο τερματισμός της συριακής επιρροής και ο σεβασμός της λιβανέζικης ανεξαρτησίας) ήταν έργο μιας συμμαχίας Σουνιτών, Χριστιανών και Δρούζων, της οποίας δεν ηγούνταν κατ’ ανάγκην Μαρωνίτες.

Συριακός εθνικισμός

Ο συριακός εθνικισμός είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Κατ’ αρχήν, δεν πρέπει να τον μπερδεύουμε με το σημερινό συριακό κράτος, που αποτελεί μόνο ένα μέρος αυτού που οι Σύριοι εθνικιστές αντιλαμβάνονται ως Μεγάλη Συρία. Αυτή συμπεριλαμβάνει και την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και φυσικά το Λίβανο. Κάποιοι βλέπουν επιπρόσθετα σαν μέρος της και το Ιράκ, τη χερσόνησο του Σινά, τμήματα της Νότιας Τουρκίας – και την Κύπρο. Ο συριακός εθνικισμός στοχεύει άρα στην υπέρβαση και όχι στη διατήρηση των αποικιοκρατικών συνόρων: μ’ αυτήν την έννοια είναι ίσως πιο κοντά στον παναραβισμό παρά στο λιβανέζικο εθνικισμό.

Τα όρια της Μεγάλης Συρίας σύμφωνα με το Σ.Σ.Ε.Κ., το σύμβολο του οποίου απεικονίζεται πάνω αριστερά: η ομοιότητα με τη ναζιστική σβάστικα είναι εμφανής. Πηγή: http://www.geocurrents.info/geopolitics/greater-syria-and-the-challenge-to-syrian-nationalism

Τα όρια της Μεγάλης Συρίας σύμφωνα με το Σ.K.Ε.Κ., το σύμβολο του οποίου απεικονίζεται πάνω αριστερά.
Πηγή εικόνας

Οι ρίζες του συριακού εθνικισμού βρίσκονται ήδη στους διανοούμενους του 19ου αιώνα (με διαφορετικές απόψεις όσον αφορά την αραβικότητα της Συρίας). Κεντρική προσωπικότητα της ιδεολογίας αυτής έμελλε να γίνει όμως τον επόμενο αιώνα ο Λιβανέζος Αντούν Σααντέχ. Η ελληνορθόδοξη καταγωγή του μάλλον δεν είναι τυχαία: η περιοχή συγκέντρωσης της ελληνορθόδοξης αραβικής κοινότητας συμπίπτει λίγο πολύ με τη Μεγάλη Συρία, και δεν ήταν λίγα τα μέλη της που έδειξαν ενδιαφέρον γι’ αυτήν την ιδεολογία. Εξάλλου, παρά την αντίθεση στον παναραβισμό, και οι δύο ιδεολογίες συμφωνούσαν στο θέμα της κοσμικότητας και στην ανάγκη διαχωρισμού κράτους και θρησκείας, κάτι που στη Μέση Ανατολή γενικά συμφέρει τις χριστιανικές κοινότητες.

Το 1932 ο Σααντέχ ίδρυσε το Συριακό Κοινωνικό Εθνικιστικό Κόμμα, έχοντας ίσως εμπνευστεί και από τα φασιστικά κινήματα της εποχής (όπως και να ‘χει, η πειθαρχία, η ιεραρχία, η αλληλεγγύη και η πίστη στη στρατιωτική δύναμη ήταν βασικά στοιχεία του).  Παρά τα όποια φασιστικά πρότυπα, θα μπορούσε όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι η ιδεολογία του ήταν ίσως η πιο ανθρωπιστική, αφού αναγνώριζε ως ισότιμο μέρος του βασισμένου στη Γεωγραφία «συριακού έθνους» όλες τις θρησκευτικές (Χριστιανούς ή Μουσουλμάνους) ή εθνικές ομάδες (Άραβες, Κούρδους, Αρμένιους κ.α.). Με μια εξαίρεση: τους Εβραίους. Αυτό ήταν μάλλον συνέπεια του σιωνιστικού κινδύνου: ας μην ξεχνάμε ότι  οι Σιωνιστές έποικοι διεκδικούσαν ένα σημαντικό μέρος της Μεγάλης Συρίας, την Παλαιστίνη.

Ο Αντούν Σααντέχ γεννήθηκε το 1904 στο Λίβανο. Πίστευε στη γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα της "Μεγάλης Συρίας" σε σχέση με τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Εκτελέστηκε το 1949 μετά από αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στο Λίβανο. Πηγή: http://www.aljazeera.com/focus/arabunity/2008/02/2008525183842614205.html

Ο Αντούν Σααντέχ γεννήθηκε το 1904. Πίστευε στη γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα της «Μεγάλης Συρίας» σε σχέση με τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Εκτελέστηκε το 1949 μετά από αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στο Λίβανο.
Πηγή εικόνας

Το κόμμα απέκτησε σύντομα σημαντική δύναμη κυρίως στο Λίβανο, όπου οργάνωσε και τη δική του ένοπλη ομάδα. Έλαβε μέρος στον μίνι-εμφύλιο του ’58 στο πλευρό του Προέδρου Σαμούν και της Φάλαγγας, ενάντια δηλαδή στην Αριστερά και τους Παναραβιστές.

Τις επόμενες δεκαετίες πάντως το κόμμα άλλαξε τον προσανατολισμό του και κινήθηκε προς τα αριστερά. Στον «επίσημο» εμφύλιο του Λιβάνου (1975-90) συμμάχησε αυτήν τη φορά με την Αριστερά, τους Παναραβιστές και τους Παλαιστίνιους ενάντια στη χριστιανική Δεξιά και στη συνέχεια έλαβε μέρος και στην αντι-ισραηλινή αντίσταση. Είχε στενές σχέσεις με το συριακό καθεστώς του Άσαντ – παρ’ όλο που στην ίδια τη Συρία το κόμμα ήταν απαγορευμένο! Ήταν επίσης μια από τις οργανώσεις που χρησιμοποίησαν ως όπλο τις επιθέσεις αυτοκτονίας (αυτές δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» των ισλαμιστικών ομάδων, όπως πολλοί νομίζουν), βοηθώντας την στο να χτίσει το μύθο της.

Η Λιβανέζα Σανάα Μεχάιντλι ήταν το 1985 ίσως η πρώτη γυναίκα παγκοσμίως που πραγματοποίησε επίθεση αυτοκτονίας, σε ηλικία μόλις 16 ετών, ως μέρος της αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή της πατρίδας της. Μαζί της παρέσυρε στο θάνατο δύο ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν μέλος του Σ.Σ.Ε.Κ. Πηγή: http://www.aljazeera.com/programmes/general/2010/04/2010413115916795784.html

Η Λιβανέζα Σανάα Μεχάιντλι ήταν το 1985 ίσως η πρώτη γυναίκα παγκοσμίως που πραγματοποίησε επίθεση αυτοκτονίας, σε ηλικία μόλις 16 ετών, ως μέρος της αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή της πατρίδας της. Μαζί της παρέσυρε στο θάνατο δύο ισραηλινούς στρατιώτες. Ήταν μέλος του Σ.Κ.Ε.Κ.
Πηγή εικόνας  

Το κόμμα συμμετέχει σήμερα στο Λίβανο στη συμμαχία της «8ης Μαρτίου» (υπέρ δηλαδή του καθεστώτος Άσαντ και μαζί με τη Χεζμπολάχ). Μετά από πολλές δεκαετίες, είναι τώρα ξανά νόμιμο και στη Συρία. Είναι πάντως αμφίβολο κατά πόσον η ιδεολογία του είναι ελκυστική για τους σημερινούς νέους στην περιοχή – τουλάχιστον στα διεθνή μέσα ακούγεται πολύ λιγότερο από άλλες ιδεολογίες.

Παλαιστινιακός εθνικισμός

Πρόκειται επίσης για ιδιαίτερη περίπτωση, αν και με διαφορετικό τρόπο. Σε αντίθεση με άλλους τοπικούς εθνικισμούς, ο παλαιστινιακός δεν έχει ένα κράτος προς υπεράσπιση: η ίδρυση αυτού του κράτους είναι το ζητούμενο. Η αντι-ισραηλινή αντίσταση ήταν και είναι ο πυρήνας της ιδεολογίας.

Οι ρίζες του παλαιστινιακού εθνικισμού βρίσκονται στην εποχή του Μεσοπολέμου, στις πρώτες διαμάχες ανάμεσα στους ντόπιους αραβικούς πληθυσμούς της Παλαιστίνης και τους Σιωνιστές έποικους. Ο σιωνιστικός κίνδυνος, η προοπτική ίδρυσης δηλαδή ενός κράτους με ξένο πληθυσμό στην ίδια τους τη γη, ανησύχησε όπως ήταν φυσικό τους Παλαιστίνιους. Αυτός ο κίνδυνος δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα το 1948, οδηγώντας τους μισούς περίπου Παλαιστίνιους στην προσφυγιά. Δεν είναι περίεργο που οι Άραβες αναφέρονται σ’ αυτά τα γεγονότα ως «Νάκμπα«, δηλαδή καταστροφή (κάτι ανάλογο με τη Μικρασιατική Καταστροφή στην Ελλάδα).

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πάντως η σύγκρουση δεν ήταν απλά ανάμεσα σε Σιωνιστές και Παλαιστίνιους, αλλά ανάμεσα στο σιωνισμό και τον αραβικό εθνικισμό γενικά. Οι Παλαιστίνιοι εναπόθεταν τις ελπίδες τους στην αραβική ενότητα και τους Άραβες ηγέτες: ιδιαίτερα τον Νάσερ της Αιγύπτου, ο οποίος μιλούσε συνεχώς για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης.

Τελικά, η απογοήτευση από τους ενδοαραβικούς ανταγωνισμούς και την ανικανότητα των αραβικών χωρών να βοηθήσουν ουσιαστικά τον παλαιστινιακό σκοπό, άρχισαν να οδηγούν και σε άλλες σκέψεις. Ιδιαίτερα μετά την ήττα του ’67, οι Παλαιστίνιοι κινήθηκαν αποφασιστικά προς την ιδέα ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Μαζί του ήρθε και η επανεκτίμηση μιας ιδιαίτερης παλαιστινιακής ταυτότητας, η οποία εκφράστηκε και με σύμβολα όπως π.χ. η κεφίγιε, το γνωστό παλαιστινιακό μαντήλι. Ο παλαιστινιακός εθνικισμός αντικατέστησε έτσι σταδιακά τον παναραβικό – χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι οι Παλαιστίνιοι παραιτήθηκαν από την ιδέα ενός ευρύτερου αραβικού έθνους, το οποίο οφείλει να τους συμπαραστέκεται στον αγώνα τους.

Ο Γιασέρ Αραφάτ (), ο ίδιος ως πρόσωπο σύμβολο του παλαιστινιακού εθνικισμού, φορούσε τη κεφίγιε με τρόπο που σχημάτιζε περίπου το τριγωνικό σχήμα της Παλαιστίνης. http://www.brisbanetimes.com.au/ftimages/2009/01/16/1231608943745.html

Ο Γιασέρ Αραφάτ συνήθιζε να φοράει τη κεφίγιε με τρόπο που σχημάτιζε την τριγωνική μορφή του χάρτη της Παλαιστίνης.
Πηγή εικόνας 

Ο βασικά κοσμικός χαρακτήρας του παλαιστινιακού εθνικισμού, όπως τον εκφράζει η Φατάχ και γενικά η ΟΑΠ, μαζί με το κοινό όραμα ίδρυσης ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και της απαλλαγής από την ισραηλινή κατοχή, είναι στοιχείο που ενώνει Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Παλαιστίνιους. Τις τελευταίες δεκαετίες πάντως ο κύριος εσωτερικός αντίπαλος του κοσμικού παλαιστινιακού εθνικισμού δεν είναι ο παναραβισμός, αλλά ο ισλαμισμός, όπως τον εκφράζουν οργανώσεις σαν τη Χαμάς. Ακόμα κι αυτές πάντως δεν αρνούνται τη ρητορική και τα σύμβολα του παλαιστινιακού εθνικισμού: σημάδι για την απήχηση και το ενωτικό δυναμικό της ιδεολογίας.

Διαδήλωση υπέρ της παλαιστινιακής ενότητας και της προσέγγισης μεταξύ Χαμάς και Φατάχ. http://www.theguardian.com/world/2011/apr/28/egypt-revolution-players-palestinian-pieces

Διαδήλωση υπέρ της παλαιστινιακής ενότητας και της προσέγγισης μεταξύ Χαμάς και Φατάχ.
Πηγή εικόνας 

Συμπεράσματα

Οι στόχοι των τοπικών εθνικισμών (μ’ εξαίρεση ίσως το συριακό) μπορεί να φαίνονται λιγότερο μεγαλεπήβολοι, σε σύγκριση μ’ αυτούς του παναραβισμού ή του μαρξισμού. Δεν είναι ίσως παράξενο που οι τελευταίοι ακούγονταν περισσότερο σε μια εποχή που γενικά ο κόσμος ενθουσιαζόταν με τις μεγάλες ιδεολογίες, ενώ οι πρώτοι είχαν μπει στο περιθώριο. Την εποχή μας πάντως φαίνονται να έχουν επανέλθει δυναμικά, και να είναι ως κοσμικές ιδεολογίες οι κύριοι ιδεολογικοί αντίπαλοι του ισλαμισμού.

Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε πως τα αποικιοκρατικά ενδοαραβικά σύνορα άντεξαν τελικά πολύ περισσότερο απ’ ότι προέβλεπαν πολλοί. Σίγουρα δεν μπορούμε να ρίξουμε το φταίξιμο για την αποτυχία των ενωτικών ιδεολογιών μόνο στις δυτικές παρεμβάσεις ή το Ισραήλ – κάποιες από τις αιτίες είναι προφανώς ενδογενείς. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι μόνοι που κατάφεραν να καταργήσουν (προσωρινά ή όχι) τουλάχιστον τα πιο τεχνητά και αφύσικα σύνορα, αυτά μεταξύ Ιράκ και Συρίας, είναι οι πλέον φανατικοί ισλαμιστές (Ισλαμικό Κράτος). Ούτε οι μαρξιστές, ούτε οι σύριοι εθνικιστές, ούτε οι παναραβιστές είχαν πλησιάσει αυτό το στόχο, κι ας είχαν καταλάβει την εξουσία σ’ αυτές τις χώρες. Στο τέλος λύγισαν μπροστά στη δύναμη (και) των τοπικών ανταγωνισμών.

Οι τοπικοί εθνικισμοί είναι πολύ πιθανόν να διατηρήσουν τη δύναμή τους για αρκετό καιρό ακόμα. Έχουν το πλεονέκτημα ότι βασίζονται σε σταθερά ισχυρές τοπικές ταυτότητες, και προβάλλουν στόχους που μοιάζουν σχετικά εύκολα πραγματοποιήσιμοι. Το ερώτημα είναι, κατά πόσον θα αποτελέσουν εμπόδιο για μια ενδοαραβική συνεννόηση, ή θα γίνουν μέρος μιας γόνιμης σύνθεσης, που θα λαμβάνει υπόψη της και τα κοινά αραβικά συμφέροντα.

Βιβλιογραφία:

Ιδεολογια στον αραβικο χωρο – 2: Ισλαμισμος

Κλασσικό

Ο ισλαμισμός είναι μάλλον η πρώτη ιδεολογία που έρχεται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη φράση «αραβικός κόσμος». Για τους περισσότερους έχει συνδεθεί με ιδιαίτερα αρνητικές εικόνες, όπως οι πρόσφατοι αποκεφαλισμοί από το Ισλαμικό Κράτος. Όπως όμως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, δεν ήταν πάντα αυτή η σημαντικότερη ιδεολογία στον αραβικό χώρο – ούτε είναι κατ’ ανάγκη σήμερα. Είναι παρ’ όλα αυτά σημαντικό να δούμε τι είναι ο ισλαμισμός και οι εσωτερικές του διαφοροποιήσεις.

Οι ρίζες: Σαλαφίγια και πανισλαμισμός

Όταν μιλάμε για τις ρίζες του ισλαμισμού, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι στον αραβόφωνο χώρο η εξουσία είχε επί 13 αιώνες και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα έτσι κι αλλιώς αναφορά στο Ισλάμ και τη Σαρία (τον ιερό νόμο). Το ερώτημα που έμπαινε δηλαδή στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν ήταν τόσο αν πρέπει η Σαρία να είναι ο νόμος του κράτους, όπως τίθεται από τους σημερινούς ισλαμιστές ως αντίδραση στην εκκοσμίκευση.

Το κύριο πρόβλημα που μάλλον απασχολούσε τους Άραβες διανοούμενους της εποχής ήταν η ολοένα και πιο εμφανής υπανάπτυξη σε σχέση με τη Δύση. Η πολιτική της επίπτωση ήταν ότι πολλές αραβικές χώρες βρέθηκαν για πρώτη φορά υπό έντονη δυτική μη-μουσουλμανική εξάρτηση, που έμελλε σύντομα να εξελιχθεί σε ανοικτή αποικιοκρατία, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αφρική. Το οθωμανικό πλαίσιο φαινόταν να είναι όχι μόνο ανίκανο να υπερασπιστεί τη «χώρα του Ισλάμ» από τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και εσωτερικά εντελώς αναποτελεσματικό. Ήταν φανερό ότι υπήρχε η ανάγκη μιας ανανέωσης.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, γεννήθηκε κυρίως ανάμεσα στους διανοούμενους της Αιγύπτου το σαλαφιστικό κίνημα. Σήμερα μπορεί η λέξη «σαλαφισμός» να μας φέρνει στο νου το πιο ακραίο και δογματικό Ισλάμ, τότε όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Οι διανοούμενοι που εκπροσωπούσαν αυτό το κίνημα (π.χ. ο Μουχάμαντ Αμπντούχήθελαν μάλλον ένα Ισλάμ ικανό να ανταγωνιστεί τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, με έμφαση στην αρχή της λογικής και στον εκσυγχρονισμό της παιδείας. Η εξιδανίκευση της εποχής του Μωάμεθ και η ανάγκη επιστροφής σ’ αυτό το ιδανικό (από το οποίο οι σύγχρονες μουσουλμανικές κοινωνίες είχαν κατά την άποψή τους απομακρυνθεί), είναι πάντως κάτι κοινό με τα ισλαμιστικά κινήματα που θα ακολουθούσαν – εκεί βρίσκονται και οι ρίζες αυτού που ονομάζουμε σήμερα φονταμενταλισμό.

Παράλληλα και σε σύνδεση μ’ αυτό αναπτύχθηκαν πανισλαμιστικές ιδέες, δηλαδή της ένωσης όλων των Μουσουλμάνων σ’ ένα κράτος, προκειμένου να μπορούν να αντισταθούν με επιτυχία στο δυτικό επεκτατισμό. Αυτός ο πανισλαμισμός  ήταν περισσότερο μια εστίαση στην κοινή ισλαμική ταυτότητα. Πολλοί από τους κύριους εκφραστές του είχαν μάλλον  εκσυγχρονιστικό προφίλ. Πιο σωστό θα ήταν ίσως να τον θεωρήσουμε ως ένα είδος μουσουλμανικού «εθνικισμού» – ο οποίος πάντως επίσης υιοθετήθηκε από τους ισλαμιστές του επόμενου αιώνα.

Ο Τζαμάλ αλ-Ντιν αλ-Αφγκάνι (1838-1897) ήταν παρά το όνομά του μάλλον περσικής σιιτικής καταγωγής (την οποία πιθανόν να ήθελε να κρύψει, δρώντας στη σουνιτική Οθωμανική Αυτοκρατορία). Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Μουσουλμάνους φιλόσοφους του 19ου αιώνα: τόνιζε τη σημασία της θρησκείας στην κοινωνία, καθώς και την ανάγκη ισλαμικής ενότητας και καταπολέμησης της ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Από πολλούς Μουσουλμάνους ηγέτες θεωρήθηκε πάντως αιρετικός και αναγκάστηκε κατά διαστήματα να διαφύγει στην Ευρώπη. Πηγή: www.britannica.com

Ο Τζαμάλ αλ-Ντιν αλ-Αφγκάνι (1838-1897) ήταν παρά το όνομά του μάλλον περσικής σιιτικής καταγωγής (την οποία πιθανόν να ήθελε για ευνόητους λόγους να κρύψει). Τόνιζε τη σημασία της θρησκείας στην κοινωνία, καθώς και την ανάγκη ισλαμικής ενότητας και αντίστασης στη δυτική κυριαρχία – λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις της Δύσης. Από πολλούς Μουσουλμάνους θεωρήθηκε πάντως αιρετικός και αναγκάστηκε κατά διαστήματα να διαφύγει στην Ευρώπη.
Πηγή εικόνας

Η δεξιά στροφή στον αραβικό κόσμο

Στη συνέχεια, όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, οι πανισλαμικές ιδέες μπήκαν στο περιθώριο. Οι Τούρκοι και οι Πέρσες πήραν τους δικούς τους ξεχωριστούς δρόμους και στους Άραβες επικράτησε η αραβική εθνική ιδέα, που ένωνε Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Τη δεκαετία του ’50 και του ’60 αυτή η ιδέα πήρε σοσιαλιστικά και κοσμικά χαρακτηριστικά.

Αυτή η κατάσταση άλλαξε όμως πάλι μετά την τραυματική συντριβή των Αράβων από το Ισραήλ το 1967. Η παναραβική ιδέα έμοιαζε πλέον αποτυχημένη. Αυτό οδήγησε από τη μια μεριά σε αριστερή ριζοσπαστικοποίηση (όπως θα δούμε σε ένα από τα επόμενα άρθρα), από την άλλη όμως και σε μια πιο συντηρητική στροφή, πίσω πάλι στις παλιές ισλαμικές αξίες. Πιο καθαρά εκφράστηκε αυτή η στροφή στην Αίγυπτο, όπου ο διάδοχος του Νάσερ, ο Σαντάτ, εγκατέλειψε τα σοσιαλιστικά στοιχεία για χάρη του οικονομικού φιλελευθερισμού, προσέγγισε τις ΗΠΑ εις βάρος της ΕΣΣΔ – και ταυτόχρονα προώθησε το ρόλο του Ισλάμ στην κοινωνία, κάνοντας και τη Σαρία μέρος του Συντάγματος.

Σ’ αυτήν τη «δεξιά στροφή» έπαιξε όμως ρόλο και μια άλλη σημαντική γεωπολιτική αλλαγή: ο πλουτισμός των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου μέσω του πετρελαίου. Αυτός αύξησε και το πολιτικό τους βάρος μέσα στον αραβικό κόσμο. Κεντρικό ρόλο έπαιξε (και παίζει) η Σαουδική Αραβία, μια απόλυτη μοναρχία που στηρίζεται στη συμμαχία με τον ουαχαμπιτισμό. Ο τελευταίος είναι μια μορφή ακραίου πουριτανικού Ισλάμ, που γεννήθηκε τον 18ο αιώνα. Η σαουδική μοναρχία επιδίωξε να αυξήσει την επιρροή της σε άλλες αραβικές χώρες: σ’ αυτό ανήκε φυσικά και η χρηματοδότηση ομάδων με ιδεολογία κοντινή στη δική της.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα ως δημοκρατικός ισλαμισμός;

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα («Ιχουάν» στα αραβικά) είχε ήδη ιδρυθεί το 1928 από τον Αιγύπτιο δάσκαλο Χασάν αλ Μπάνα. Εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Αμπντούχ και του αλ-Αφγκάνι, θέλοντας να τις εφαρμόσει στην πολιτική πράξη. Η ρητορική περί κοινωνικής αλληλεγγύης και ο αγώνας ενάντια στην αποικιοκρατία τη βοήθησαν να προσελκύσει οπαδούς. Απέρριπτε και το δυτικό καπιταλισμό και τον κομμουνισμό λόγω της κοσμικής τους φύσης: πρότεινε έναν τρίτο δρόμο, που θα ερχόταν με την εγκατάσταση μιας «ισλαμικής τάξης». Εναντιώθηκε στο διαχωρισμό κράτους-θρησκείας, που είχε ήδη αρχίσει να φτάνει και στον αραβικό κόσμο. Ταυτόχρονα όμως δεχόταν την αρχή της λαϊκής δημοκρατικής συμμετοχής στη διακυβέρνηση, ερμηνεύοντας την μάλιστα ως αρχαία ισλαμική αρχή – έπρεπε φυσικά να μένει στα πλαίσια του ιερού νόμου. Ουσιαστικά γεννιέται έτσι ο ισλαμισμός ως σύγχρονη ιδεολογία.

Η Αδελφότητα υποστήριξε την επανάσταση του Νάσερ, γρήγορα όμως συγκρούστηκε μαζί του λόγω της κοσμικότητας του καθεστώτος. Αυτός αποφάσισε να καταστείλει την οργάνωση με σκληρό τρόπο. Πολλά μέλη της συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Αυτή η καταπίεση οδήγησε και σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση, όπως θα δούμε πιο κάτω. Μετά τον Νάσερ πάντως, η καταστολή εναντίον της Αδελφότητας χαλάρωσε αρκετά. Πολλά μέλη της προσπάθησαν να ασκήσουν επιρροή συμμετέχοντας στο υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Αυτή η μισο-νομιμότητα εξηγεί ίσως και τους αρχικούς δισταγμούς της ηγεσίας της να συμμετάσχει στην πρόσφατη εξέγερση που οδήγησε στην ανατροπή του Μουμπάρακ.

Το σύμβολο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.  Πηγή:  www.investigativeproject.org

Το σύμβολο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Πηγή εικόνας

Παραρτήματα της Μ. Α. ή συγγενικές οργανώσεις ιδρύθηκαν σε πολλές αραβικές χώρες. Προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία με διαφορετικούς τρόπους: μέσω (αποτυχημένης) επανάστασης στη Συρία το 1979-82, μέσω εκλογών και στη συνέχεια με ένοπλο κίνημα στην Αλγερία. Η Χαμάς το πέτυχε (μερικώς) το 2006 μέσω εκλογών, ενώ με την Αραβική Άνοιξη ακολούθησε πρώτα η Εννάχντα στην Τυνησία και μετά η ίδια η Αδελφότητα στην Αίγυπτο.

Πώς όμως έφτασαν τέτοια κινήματα να έχουν τόση αποδοχή και να διεκδικούν την εξουσία; Εκτός από τους λόγους που αναφέρθηκαν πριν, ένα ρόλο πρέπει να έπαιξαν και η άνοδος του οικονομικού φιλελευθερισμού μαζί με την απόσυρση του κράτους από διάφορες κοινωνικές υπηρεσίες. Οργανώσεις όπως η Αδελφότητα (αν και ακόμα παράνομη) ήταν εκεί για να αναπληρώσουν το κενό – έκαναν φιλανθρωπικές δράσεις, διαχειρίζονταν νοσοκομεία, σχολεία, νηπιαγωγεία που συχνά λειτουργούσαν καλύτερα από τα αντίστοιχα κρατικά. Σιγά σιγά άρχιζαν να αποκτούν ρίζες στον κόσμο.

Σήμερα κάποιοι βλέπουν σ’ αυτές τις οργανώσεις τη δύναμη ενός δημοκρατικού, ίσως ακόμα και φιλοκαπιταλιστικού ισλαμισμού, στα πρότυπα του ερντογανικού κινήματος (το οποίο τα θεωρεί συγγενικά του) – κάτι σαν το ανάλογο της Χριστιανοδημοκρατίας στην Ευρώπη. Μένει ακόμα να δούμε την εξέλιξή τους – η συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση, εκεί όπου αυτή τους επιτρέπεται, τα αναγκάζει σίγουρα να είναι πιο μετριοπαθή. Πάντως δεν έχουν καταφέρει να πείσουν τους εχθρούς τους ότι δεν είναι επικίνδυνα, όπως είδαμε από την πολύ μεγάλη αντίδραση εναντίον τους στην Αίγυπτο, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησής τους μετά από μόλις έναν χρόνο.

Ο Ρασίντ Γκανούσι, ιδρυτής και πνευματικός ηγέτης του κόμματος Εννάχντα. Το κόμμα ήταν ο πυρήνας της πρώτης δημοκρατικά κυβέρνησης της Τυνησίας μετά την εξέγερση του '11. Τα τρία χρόνια διακυβέρνησης δεν θεωρήθηκαν πετυχημένα - οι εκλογές του '14 το έβαλαν σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πηγή εικόνας: http://www.aljazeera.com/indepth/opinion/2012/04/20124795440442662.html

Ο Ρασίντ Γκανούσι, ιδρυτής και πνευματικός ηγέτης του κόμματος Εννάχντα. Το κόμμα ήταν ο πυρήνας της πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της Τυνησίας μετά την εξέγερση του ’11. Τα τρία χρόνια διακυβέρνησης δεν θεωρήθηκαν πετυχημένα – οι εκλογές του ’14 το έβαλαν σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πηγή εικόνας 

Τα δείγματα που έχουν δώσει αυτές οι οργανώσεις μέχρι τώρα δείχνουν πάντως ότι διαφέρουν τουλάχιστον σ’ έναν τομέα από αυτές που θα περιγραφούν στη συνέχεια: αν και σουνιτικές, δεν διστάζουν να προσεγγίσουν ή ακόμα και να συνεργαστούν (στην περίπτωση της Χαμάς) με το σιιτικό Ιράν. Αυτό πρέπει ίσως να το δούμε όντως ως ένα στοιχείο μετριοπάθειας.

Σαλαφιστές και Τζιχαντιστές

Όπως ήδη είπαμε, η  γενική αποτυχία των εθνικιστικών καθεστώτων τόσο εξωτερικά (πάλη ενάντια στο Ισραήλ, αραβική ενοποίηση, απεξάρτηση από τις πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις) όσο και εσωτερικά (αποδυνάμωση κοινωνικού κράτους, διαφθορά, οικονομική στασιμότητα, ανεργία) έκανε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτά. Αυτό το κενό το εκμεταλλεύτηκαν όχι μόνο οργανώσεις όπως η Αδελφότητα ή η Χαμάς, αλλά και άλλες πιο ακραίες.

Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα ανανεώθηκε το σαλαφιστικό κίνημα (από τη λέξη σαλάφ: αναφέρεται στους πρώτους Μουσουλμάνους της εποχής του Προφήτη), αλλά με αρκετά διαφορετικό χαρακτήρα από τον πρόγονό του του 19ου αιώνα. Οι οργανώσεις αυτές πρεσβεύουν ένα ακραία πουριτανικό και δογματικό Ισλάμ – εξάλλου συχνά η χρηματοδότησή τους προέρχεται από την ουαχαμπιτική Σαουδική Αραβία. Παίρνουν τα ιερά κείμενα κατά λέξη και απορρίπτουν κάθε προσπάθεια λογικής ερμηνείας τους. Σε αντίθεση με την Αδελφότητα δίνουν περισσότερο βάρος στην προσωπική ηθική παρά σε ένα γενικό πολιτικό πρόγραμμα και απορρίπτουν την ιδέα της δημοκρατίας. Έβλεπαν μάλιστα την πολιτική συμμετοχή της Αδελφότητας ως παρέκκλιση από τον σωστό ισλαμικό δρόμο. Μόλις μετά την εξέγερση του ’11 αποφάσισαν τελικά κάποια τμήματα του αιγυπτιακού σαλαφισμού να συμμετάσχουν στον πολιτικό στίβο, πετυχαίνοντας μάλιστα με 28% τη δεύτερη θέση στις εκλογές – μια σίγουρα περίεργη απόφαση, με βάση τη μέχρι τώρα πορεία τους. 

Εκδήλωση Σαλαφιστών στην Αίγυπτο. Πηγή: www.nytimes.com/2011/12/11/world/middleeast/salafis-in-egypt-have-more-than-just-religious-appeal.html?pagewanted=all&_r=0

Εκδήλωση Σαλαφιστών στην Αίγυπτο.
Πηγή εικόνας

Στη μεγάλη του πλειοψηφία πάντως το σαλαφιστικό κίνημα είναι ειρηνικό. Παράλληλα και σε σύνδεση με αυτό όμως αναπτύχθηκε και μια ιδιαίτερη τάση, που έμελλε να γίνει παγκόσμια γνωστή, μέσω οργανώσεων όπως η Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος. Πρώτα όμως ας επιστρέψουμε μερικά χρόνια πίσω.

Σημείο αναφοράς για το ισλαμιστικό κίνημα είναι ο Αιγύπτιος Σαγίντ Κουτμπ, γεννημένος το 1906. Στα πρώτα του χρόνια ήταν μάλλον απλά ένας φιλελεύθερος διανοούμενος, στη συνέχεια όμως στράφηκε στην αναζήτηση του ιδανικού Ισλάμ, όπως είχε υπάρξει την εποχή του Μωάμεθ και των πρώτων διαδόχων του. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και η διετής του παραμονή στις ΗΠΑ και αυτό που εισέπραξε ως δυτικό πολιτισμό: υλισμό, ανηθικότητα και ρατσισμό.

Τα γραπτά του είχαν ένα έντονα ριζοσπαστικό και επαναστατικό ύφος σε μια περίεργη ανάμειξη με θρησκευτικό φονταμενταλισμό – κάποιοι το ονόμασαν «αναρχο-ισλαμισμό». Αρνείται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε ανθρώπινη εξουσία ή νόμο άλλoν από τον ιερό νόμο του Θεού. Τα αραβικά καθεστώτα (όπως και τη σύγχρονη αραβική κοινωνία γενικά) δεν τα δέχεται ως γνήσια μουσουλμανικά και άρα τα θεωρεί εχθρούς. Ενώ ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει εξαναγκασμός στο Ισλάμ, επιβάλλεται να επικρατήσει παντού ο ιερός νόμος – που θα δώσει την ελευθερία σε κάθε άνθρωπο να αποφασίσει μόνος του αν θα ακολουθήσει το δρόμο του Θεού ή όχι. Αυτό είναι δυνατόν μόνο αν καταστραφούν μέσω της τζιχάντ όλοι οι θεσμοί που τον εμποδίζουν.

Ο Σαΐντ Κουτμπ () θεωρείται ένας από τους κύριους εμπνευστές του τζιχαντιστικού κινήματος, ασχέτως των πραγματικών του προθέσεων. Υπήρξε μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ως μέρος της καταστολής από το νασερικό καθεστώς, συνελήφθηκε το1954 και εκτελέστηκε το 1966. Πηγή: www.economist.com/node/16588026

Ο Σαγίντ Κουτμπ θεωρείται ένας από τους κύριους εμπνευστές του τζιχαντιστικού κινήματος, ασχέτως των πραγματικών του προθέσεων. Υπήρξε μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ως μέρος της καταστολής από το νασερικό καθεστώς, συνελήφθηκε το1954 και εκτελέστηκε το 1966.
Πηγή εικόνας

Ο,τι και αν εννοούσε ο Κουτμπ όταν διατύπωνε αυτές τις θεωρίες, βοήθησαν στο να εμπνεύσουν τη βίαιη δράση του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Η πρώτη έκφραση του τελευταίου ήταν πάλι στην Αίγυπτο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ιδρύθηκαν πολλές μικρές ισλαμιστικές οργανώσεις. Τα μέλη τους ήταν κυρίως νέοι από τα κατώτερα μεσαία στρώματα, όχι σπάνια με κάποιου είδους σπουδές, αλλά συνήθως άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Απογοητευμένοι από τη γενική κατάσταση, που κατά την άποψή τους δεν είχε καμία σχέση με τις διδαχές του Προφήτη, στράφηκαν στην αναζήτηση του «πραγματικού Ισλάμ».

Η ιδιαιτερότητά τους, τουλάχιστον ενός μέρους τους, ήταν ότι έβλεπαν ως κεντρικό μουσουλμανικό καθήκον την τζιχάντ: εξ’ου και ο όρος τζιχαντισμός. Στην ισλαμική παράδοση η έννοια τζιχάντ αναφέρεται σε διάφορες μορφές πάλης,  από τις οποίες η ένοπλη είναι μόνο μία. Αυτοί όμως επικεντρώνονται ακριβώς εκεί (χαρακτηριστική για το βάρος που δίνεται στη βίαιη τζιχάντ είναι π.χ. η ένδειξη ότι οι δράστες της 11ης Σεπτεμβρίου κατανάλωσαν αλκοόλ την προηγούμενη νύχτα – αυτή η μικρή αμαρτία θεωρούνταν ασήμαντη σε σχέση με την επικείμενη πράξη τους, που θα τους εξασφάλιζε τη θέση στον παράδεισο). Επίσης σημαντική διαφορά από οργανώσεις όπως η Αδελφότητα είναι ο ελιτισμός που τους χαρακτηρίζει: δεν έχουν καμιά εκτίμηση σε δημοκρατικές διαδικασίες, αφού έτσι κι αλλιώς το έργο τους είναι υπόθεση λίγων εκλεκτών.

Το αιγυπτιακό κράτος το έβλεπαν ως μη-μουσουλμανικό και άρα ως νόμιμο στόχο. Έγιναν διάφορες βομβιστικές επιθέσεις και απαγωγές, ενώ η μεγάλη τους επιτυχία ήταν η δολοφονία του Προέδρου Σαντάτ. Η ίδια απόρριψη ίσχυε για τους «επίσημους» ιερωμένους, των οποίων οι αποφάσεις ή απόψεις θεωρούνται από τους τζιχαντιστές έτσι κι αλλιώς άκυρες.

Το κομβικό σημείο όμως για την εξάπλωση του τζιχαντισμού ήταν ο πόλεμος του Αφγανιστάν ενάντια στη σοβιετική εισβολή, ο οποίος στηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Αν και οι ντόπιοι μαχητές είχαν πιθανόν τοπικά κίνητρα, πολλοί νέοι από αραβικές (και άλλες) χώρες ήρθαν να τους ενισχύσουν. Επιστρέφοντας από το Αφγανιστάν, έφερναν ήδη την εμπειρία της «τζιχάντ» μαζί τους. Αυτή η εμπειρία μπορούσε τώρα να εφαρμοστεί όπου ανά τον κόσμο κρινόταν αναγκαίο: στη Βοσνία, την Τσετσενία – και τώρα στη Συρία ή τη Λιβυή. Ένα τζιχαντιστικό δίκτυο εξαπλώθηκε στον κόσμο, με οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα ή τώρα το Ισλαμικό Κράτος. Ως εχθροί ορίζονται π.χ. η Δύση, τα (ημι-)κοσμικά αραβικά καθεστώτα – και τελευταία, όλο και πιο πολύ οι Σιίτες.

Παρέλαση των στρατιωτών του Ισλαμικού Κράτους στην προσωρινή πρωτεύουσα τους, τη Ράκκα της Συρίας. Πηγή

Παρέλαση των στρατιωτών του Ισλαμικού Κράτους στην πρωτεύουσά τους, τη Ράκκα της Συρίας.
Πηγή εικόνας

Σιιτικός Ισλαμισμός: μια ιδιαίτερη περίπτωση

Τα κινήματα και τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν μέχρι στιγμής ανήκουν όλα στην παράδοση του σουνιτικού Ισλάμ, το οποίο ακολουθεί και η μεγάλη πλειοψηφία των Μουσουλμάνων ανά τον κόσμο. Ισλαμιστικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν όμως και στο σιιτικό χώρο, ιδιαίτερα μετά την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν. Σήμερα έχουν σημαντικό πολιτικό ρόλο σε αραβικές χώρες που οι Σιίτες αποτελούν την πλειοψηφία ή ισχυρή μειοψηφία. Οι Χούτι της Υεμένης έχουν τμήματα της επικράτειας υπό τον έλεγχό τους, στο Ιράκ ο πρωθυπουργός προέρχεται από το σιιτικό ισλαμιστικό κόμμα Νταγουά, ενώ στο Λίβανο η γνωστή Χεζμπολάχ παίζει κεντρικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Το πιο σημαντικό κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι οργανώσεις είναι η σύνδεσή τους με το Ιράν – τουλάχιστον έτσι τις βλέπουν οι σουνιτικές ελίτ.

Το ποσοστό των Σιιτών ανα χώρα (σ' αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι Αλεβίτες και Αλαουίτες, που είναι ειδικές περιπτώσεις).

Το ποσοστό των Σιιτών ανα χώρα (σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι Αλεβίτες και Αλαουίτες). Πηγή εικόνας

Ο σιιτικός ισλαμισμός έχει όμως ακόμα μια σημαντική ιδιαιτερότητα: έφερε στους κόλπους του ισλαμισμού το όπλο των επιθέσεων αυτοκτονίας, που πολλοί βλέπουν πλέον ως κάτι τυπικό της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Η πρώτη που τόλμησε να χρησιμοποιήσει αυτό το όπλο ήταν η Χεζμπολάχ το 1982, στα πλαίσια της αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή. Αυτό ίσως δεν είναι ασύνδετο με μια τάση αναζήτησης του μαρτυρικού θανάτου, που είναι πιο ισχυρή στην παράδοση του σιιτικού παρά του σουνιτικού Ισλάμ.

Σήμερα πάντως ο σιιτικός ισλαμισμός φαίνεται να είναι περισσότερο μια έκφραση σιιτικού «εθνικισμού», η υπεράσπιση των συμφερόντων της σιιτικής κοινότητας. Ταυτόχρονα μοιάζει να είναι η πιο μαχητική δύναμη ενάντια στο σουνιτικό τζιχαντισμό. Οι αναφερθείσες οργανώσεις πολεμούν ενάντια στην Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος σε όλα τα μέτωπα: στο Ιράκ, στη Συρία, στην Υεμένη. Αν μάλιστα το Ισλαμικό Κράτος επιτεθεί στο Λίβανο, θα δούμε πολύ πιθανόν τη Χεζμπολάχ στο ρόλο του στρατιωτικού υπερασπιστή της κοσμικότητας και του θρησκευτικού πλουραλισμού. Κάτι που σίγουρα θα μπερδέψει τους ανά τον κόσμο ισλαμοφοβικούς.

Πανό της Χεζμπολάχ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού. Πάνω δεξιά ο αρχηγός Χασάν Νασράλαχ. Οι δύο νεαροί άντρες είναι πιθανόν μάρτυρες της οργάνωσης.

Πανό της Χεζμπολάχ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού. Πάνω δεξιά ο αρχηγός Χασάν Νασράλαχ. Οι δύο νεαροί άντρες είναι πιθανόν μάρτυρες της οργάνωσης.

Συμπεράσματα

Πολύς κόσμος συνηθίζει να βλέπει τον ισλαμισμό σαν μια επιμονή στην παράδοση, την απόρριψη του σύγχρονου κόσμου και του εκδυτικισμού. Μ’ αυτό το άρθρο προσπάθησα να δείξω ότι δεν είναι τόσο απλό: ο ισλαμισμός είναι ένα σύγχρονο ρεύμα, το οποίο δημιουργήθηκε σε μια διαλεκτική σχέση με τη Δύση, δεχόμενο επιρροές και απορρίπτοντας άλλες – και πάντα εξαρτημένο από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Δεν είναι απίθανο να έχει και εκσυγχρονιστικά στοιχεία, όπως π.χ. η απόρριψη των μυστικιστικών πρακτικών και προλήψεων που χαρακτηρίζουν το λαϊκό Ισλάμ. Επίσης, ο παγκόσμιος ισλαμισμός σίγουρα δεν είναι κάτι ενιαίο, όπως φάνηκε καθαρά και στο πρόσφατο αιγυπτιακό πραξικόπημα: ένα μεγάλο κομμάτι των Σαλαφιστών μαζί με τη ουαχαμπιτική Σαουδική Αραβία υποστήριξαν τον αιγυπτιακό στρατό ενάντια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Πάντως ο ισλαμισμός φαίνεται να παραμένει μια συντηρητική ως οπισθοδρομική ιδεολογία, παρά τις όποιες εκσυγχρονιστικές ή και σοσιαλιστικές τάσεις του. Η σημαντικότερη προσπάθεια ενός «αριστερού ισλαμισμού» δεν προέρχεται από τον αραβικό χώρο, αλλά από το Ιράν (Αλί Σαριάτι, Μουτζαχεντίν του Λαού) και ακόμα και εκεί έχει χάσει μάλλον κάθε δυναμική. Ένα μέρος του σημερινού ισλαμισμού στις αραβικές χώρες μπορεί ίσως να είναι τύπου Ερντογάν – δηλαδή κάτι σαν μια κεντροδεξιά δύναμη.

Φυσικά ως τέτοια πρέπει να γίνει σεβαστή και να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει ισότιμα στην πολιτική ζωή. Η καταστολή το μόνο που θα κάνει είναι να δυναμώσει την τζιχαντιστική παράταξη (όπως ήδη έγινε στο παρελθόν), αφού ενισχύει και την άποψη της τελευταίας, ότι η ισλαμική πολιτική δραστηριότητα δεν είναι δυνατή μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια. Έχουμε ήδη το κακό παράδειγμα της Αλγερίας, που δυστυχώς φαίνεται να επαναλαμβάνεται σήμερα στην Αίγυπτο.

Υπάρχει όμως ακόμα ένας σοβαρός λόγος, που ο ισλαμισμός δεν μπορεί να γίνει πραγματική δύναμη ενότητας και απεξάρτησης από τη Δύση. Αυτός είναι η θρησκευτική ποικιλία της αραβικής Ανατολής (το Μαγκρέμπ είναι άλλη ιστορία). Είναι σχεδόν απίθανο ένα ισλαμιστικό κόμμα να γίνει αποδεκτό από μεγάλα τμήματα του χριστιανικού πληθυσμού (η περίπτωση της Χεζμπολάχ είναι πολύ ειδική, και εξάλλου αυτή έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό τους θεοκρατικούς της στόχους), αλλά ούτε από τους Δρούζους ή τους Αλαουίτες. Επίσης, αν το κόμμα είναι σουνιτικό, θα αντιμετωπιστεί πιθανότατα εχθρικά από τους Σιίτες – και αντίστροφα. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι όπου δυναμώνουν ισλαμιστικά κινήματα, οδηγούν σε διχόνοια που εμποδίζει τον εκδημοκρατισμό.

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων στην περιοχή του Λεβάντε.

Η θρησκευτική γεωγραφία της περιοχής του Λεβάντε – που δείχνει και τη βασική αδυναμία του Ισλαμισμού ως ενωτική ιδεολογία. Πηγή εικόνας

Είναι τέλος σημαντικό να κατανοήσουμε, ότι η σημερινή δύναμη των ισλαμιστικών κομμάτων είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων συγκυριών (στη διαμόρφωση των οποίων η Δύση κάθε άλλο παρά αμέτοχη ήταν) και όχι κάτι αναπόφευκτο στη Μέση Ανατολή. Το παράδειγμα της Τυνησίας δείχνει ότι οι ισλαμιστές μπορεί να φύγουν δημοκρατικά από την εξουσία τόσο γρήγορα όσο ήρθαν. Τόσο τα αραβικά δικτατορικά καθεστώτα όσο και οι (κρυφοί ή όχι) θαυμαστές τους, δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούν αιώνια αυτή τη δικαιολογία για να εμποδίσουν τον εκδημοκρατισμό του αραβικού κόσμου.

Βιβλιογραφία

  • Peter Heine (2004): Terror in Allahs Name – Extremistische Kräfte in Islam.
  • Μαξίμ Ροντινσόν (1980): Οι Άραβες.
  • Andreas Meier (1995): Politische Strömungen im modernen Islam.
  • Sayyid Qutb (1964): Milestones.
  • Ali Bakr (2012): Egypt’s Salafists – A closer look. In: Ahram Online. (σύνδεσμος)
  • Nico Prucha (2012): An Interview with Islamist Scholar Abd al-Mun’im Moneep. In: Perspectives on Terrorism. (σύνδεσμος)

Σχετικά ντοκυμαντέρ/συνεντεύξεις:

Ιδεολογια στον αραβικο χωρο – 1: Αραβικος Εθνικισμος

Κλασσικό

Ο «αραβικός κόσμος» έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια πάλι στο επίκεντρο της παγκόσμιας επικαιρότητας, είτε με θετικό (Αραβική Άνοιξη) είτε με αρνητικό τρόπο (Συριακός Εμφύλιος, Ισλαμικό Κράτος). Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή για να ασχοληθούμε με τις κύριες ιδεολογίες που σχημάτισαν αυτές τις κοινωνίες στη σύγχρονη εποχή. Ζούμε εξάλλου πολύ κοντά για να έχουμε την πολυτέλεια να τις αγνοήσουμε.

Αυτό το άρθρο είναι το πρώτο μιας σειράς με θέμα τις 4 κύριες ιδεολογίες που καθόρισαν το παρόν των αραβικών χωρών: τον αραβικό εθνικισμό, τους τοπικούς εθνικισμούς, τον ισλαμισμό, αλλά και τον κομμουνισμό.

Η γέννηση της αραβικής εθνικής ιδέας

Όπως κάθε εθνικισμός, έτσι και ο αραβικός εστιάζει στα συμφέροντα του αραβικού έθνους και έχει ως κεντρικό στόχο τη δημιουργία αραβικού έθνους-κράτους. Η ιδέα άρχισε να σχηματίζεται το 19ο αιώνα στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για τους πρώτους διανοητές του στόχος δεν ήταν απαραίτητα η αραβική ανεξαρτησία, αλλά τουλάχιστον μια αραβική πολιτιστική Αναγέννηση – όπως έμελλε να ονομαστεί αυτό το κίνημα («Νάχντα» στα αραβικά). Η κοινή γλώσσα, ο κοινός πολιτισμός, η κοινή ιστορία θα ήταν η βάση γι’ αυτό.

Ο Μπούτρους-αλ-Μπουστάνι (1819-1883), ένας από τους κύριους εκπρόσωπους της αραβικής πολιτιστικής Αναγέννησης ("Νάχντα"). Γεννήθηκε ως Μαρωνίτης Χριστιανός στο σημερινό Λίβανο, αργότερα προσχώρησε στον Προτεσταντισμό. Η εντύπωση των βίαιων αυγκρούσεων Δρούζων-Μαρωνιτών στην πατρίδα του τον οδήγησε στην ιδέα μιας αραβικής εθνικής ταυτότητας, ως το μόνο μέσο που θα μπορούσε να φέρει την ενότητα και να αποτρέψει παρόμοιες εντάσεις στο μέλλον. Πηγή: en.wikipedia.org

Ο Μπούτρους-αλ-Μπουστάνι (1819-1883), ένας από τους κύριους εκπρόσωπους της «Νάχντα». Γεννήθηκε ως Μαρωνίτης Χριστιανός στο σημερινό Λίβανο, αργότερα προσχώρησε στον Προτεσταντισμό. Η εντύπωση των βίαιων συγκρούσεων Δρούζων-Μαρωνιτών στην πατρίδα του τον οδήγησε στην ιδέα μιας αραβικής εθνικής ταυτότητας, ως το μόνο μέσο που θα μπορούσε να φέρει την ενότητα και να αποτρέψει παρόμοιες εντάσεις στο μέλλον.
Πηγή: en.wikipedia.org

Δεν είναι τυχαίο που πολλοί από τους πρωτεργάτες της ήταν Χριστιανοί διανοούμενοι από τη Συρία και το Λίβανο. Όχι μόνο οι επαφές τους με τα ευρωπαϊκά διανοητικά ρεύματα ήταν μεγαλύτερες (ας μην ξεχνάμε ότι ο εθνικισμός είναι ιδεολογία δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης), αλλά δεν είχαν και πολλούς λόγους να νιώθουν σύνδεση με ένα οθωμανικό κράτος που αντλούσε τη νομιμοποίησή του κυρίως από τις ισλαμικές αναφορές του. Αντίθετα, σ’ ένα πλαίσιο βασισμένο στη κοινή αραβική γλώσσα και τον αραβικό πολιτισμό, οι Χριστιανοί θα γίνονταν ισότιμο μέρος του έθνους, αφού σ’ αυτούς τους τομείς δεν διέφεραν από τους Μουσουλμάνους συμπατριώτες τους.

Παραδόξως όμως, ήταν η αυξανόμενη εκκοσμίκευση της οθωμανικής διοίκησης, που έδωσε μια ακόμα ώθηση στην αραβική εθνική ιδέα – ιδιαίτερα μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, που δυνάμωσε και τις τούρκικες εθνικιστικές τάσεις. Τώρα πλέον και οι Μουσουλμάνοι Άραβες είχαν λόγους να νιώθουν αποξενωμένοι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν αλ-Καγουάκιμπι 1849-1902) ήταν Μουσουλμάνος από τη Συρία. Θεωρούσε τη μη-αραβική επιρροή ως αρνητική για το Ισλάμ. Ζητούσε μεγαλύτερη αυτονομία για τους Άραβες εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αντικατάσταση του οθωμανικού-τούρκικου Χαλιφάτου με ένα αραβικό. Πηγή: www.arabicbookshop.net

Ο Αμπντ αλ-Ραχμάν αλ-Καγουάκιμπι 1849-1902) ήταν Μουσουλμάνος από τη Συρία. Θεωρούσε τη μη-αραβική επιρροή ως αρνητική για το Ισλάμ. Ζητούσε μεγαλύτερη αυτονομία για τους Άραβες εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αντικατάσταση του οθωμανικού-τούρκικου Χαλιφάτου με ένα αραβικό.
Πηγή: http://www.arabicbookshop.net

Συμπερασματικά: η ιδέα ενός αραβικού έθνους στη βάση κοινής γλώσσας και πολιτισμού δεν ήταν κάτι αυτονόητο, αλλά γέννημα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Όπως λέει ο Μαξίμ Ροντινσόν, «χρειάσθηκε η παγκόσμια κυριαρχία των γλωσσικά προσδιορισμένων εθνικών ιδεολογιών, η τάση για κοσμικοποίηση και last not least η άνοδος μιας πολυδογματικής αστικής τάξης, που μιλούσε αραβικά, που είχε κοινά συμφέροντα και είχε εμπλακεί σε ένα λίγο πολύ κοινό αγώνα για να καταλήξουμε στην ηγεμονία (ίσως προσωρινή) μιας ιδεολογίας για την εθνότητα και το έθνος που θεωρεί κριτήριο τη γλώσσα (με τις επιφυλάξεις που θα δούμε), και που θέτει ως ιδεώδες τη δημιουργία ενός έθνους-κράτους».

Από τη θεωρία στην πράξη

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Άγγλοι έδωσαν ουσιαστικά την πρώτη μεγάλη ελπίδα σ’ αυτήν την ιδέα: υποσχέθηκαν στον Σερίφη της Μέκκας Χουσεΐν ένα μεγάλο αραβικό κράτος, ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά του στον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Ήδη από τότε αυτό είχε κάτι αντιφατικό μέσα του, αφού οι Άγγλοι και οι σύμμαχοί τους (Γάλλοι και Ιταλοί) διοικούσαν μεγάλο τμήμα του αραβόφωνου κόσμου ως αποικίες, κυρίως τη Βόρεια Αφρική. Πολύ περισσότερο μετά το τέλος του πολέμου, όταν οι Σύμμαχοι έσπασαν την υπόσχεσή τους και μοίρασαν και τις υπόλοιπες αραβικές χώρες (Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία) μεταξύ τους, ως «περιοχές εντολής» – ένας κάπως πιο εύπεπτος όρος από «αποικίες», αλλά πρακτικά μια παρόμοια κατάσταση.

Η σημαία της Μεγάλης Αραβικής Επανάστασης (1916-1918) υπό τον Σερίφη της Μέκκας, Χουσεΐν. Παραλλαγές της χρησιμοποιούνται ως εθνικές σημαίες σε πολλά αραβικά κράτη. Πηγή: www.pbase.com

Η σημαία της Μεγάλης Αραβικής Επανάστασης (1916-1918) ενάντια στους Οθωμανούς, υπό τον Σερίφη της Μέκκας, Χουσεΐν. Παραλλαγές της χρησιμοποιούνται σήμερα ως εθνικές σημαίες σε πολλά αραβικά κράτη. Η εικόνα είναι από την Ακάμπα της Ιορδανίας.
Πηγή: http://www.pbase.com

Ο αραβικός εθνικισμός στράφηκε τώρα εναντίον των νέων κατακτητών, Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών: έγινε έτσι και αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία. Και στην εξάπλωσή του συνεισέφερε φυσικά και ο ολοένα πιο έντονος σιωνιστικός κίνδυνος. Το 1931 εγκρίθηκε στην Ιερουσαλήμ, όπου είχαν μαζευτεί αντιπρόσωποι από τις περισσότερες αραβικές περιοχές, το Αραβικό Εθνικό Σύμφωνο: αναγνωριζόταν ότι οι αραβικές χώρες συναποτελούν μια αδιαίρετη μονάδα.

Σοσιαλιστικός παναραβισμός

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αραβικός εθνικισμός, προσαρμοσμένος και στο κλίμα της εποχής, έγινε πιο ριζοσπαστικός και συνδέθηκε με σοσιαλιστικές ιδέες. Από ιδεολογία της ανώτερης τάξης άρχισε να γίνεται ιδεολογία των μεσαίων στρωμάτων. Στα πλαίσια της αναπτύχθηκαν και τάσεις εναντίον της μοναρχίας και των φεουδαρχικών δομών. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο φυσικά και η εντύπωση από την ταπεινωτική ήττα των συντηρητικών αραβικών μοναρχιών στον πόλεμο εναντίον των Σιωνιστών το 1948, που είχε ως συνέπεια την απώλεια του μεγαλύτερου τμήματος της Παλαιστίνης.

Μια σειρά από ρεπουμπλικανικά καθεστώτα (λίγο-πολύ αυταρχικά, αλλά με σημαντική λαϊκή υποστήριξη), κατέλαβαν την εξουσία σε διάφορες αραβικές χώρες – συνήθως μέσω στρατιωτικού πραξικοπήματος. Κεντρική ιδεολογική αναφορά τους ήταν αυτό το μείγμα αντι-ιμπεριαλισμού, παναραβισμού και σοσιαλισμού. Ως «σοσιαλισμό» αντιλαμβάνονταν μάλλον ένα είδος κρατικού/σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού, που θα εξασφάλιζε την εσωτερική ενότητα και θα επέτρεπε μια αυτόνομη ανάπτυξη. Ενώ το αίτημα για ισότητα και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των αδύνατων ήταν σημαντικό, δεν συνοδευόταν από διάθεση π.χ. για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ως σημαντικότερη προσωπικότητα του κινήματος αναδείχτηκε ο χαρισματικός ηγέτης της Αιγύπτου, Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, στο πρόσωπο του οποίου πολλοί Άραβες έβλεπαν τον ηγέτη που θα πετύχαινε την αραβική ενότητα και θα νικούσε το Σιωνισμό.

Στον Γκαμάλ Αμπτνέλ Νάσερ (1918-1970) προσωποποιήθηκε η ελπίδα για αραβική ενότητα επί δύο δεκαετίες. Πηγή: www.ilprimatonazionale.it

Στον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ (1918-1970) προσωποποιήθηκε η ελπίδα για αραβική ενότητα επί δύο δεκαετίες. Μετά από μια αρχικά σχετικά φιλική πολιτική προς τις ΗΠΑ, προσέγγισε γρήγορα τη Σοβιετική Ένωση και έγινε ένας από τους ιδρυτές του Κινήματος των Αδεσμεύτων.
Πηγή: http://www.ilprimatonazionale.it

Η άλλη σημαντική δύναμη του σοσιαλιστικού παναραβισμού ήταν το κόμμα Μπάαθ, που ιδρύθηκε το 1946 στη Συρία, με παρακλάδια σε πολλές αραβικές χώρες, κυρίως στην Ανατολή (Ιορδανία, Λίβανος, Ιράκ). Η ιδεολογία του συνοψιζόταν στη φράση «ένα αραβικό έθνος με μια αιώνια αποστολή». Κατάφερε να αναλάβει την διακυβέρνηση στο Ιράκ και τη Συρία – στη δεύτερη παραμένει στην εξουσία μέχρι και σήμερα, έστω και σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου. Στο Ιράκ η μπααθική κυριαρχία (υπό τον Σαντάμ Χουσέιν) τερματίστηκε το 2003 από την αμερικανική εισβολή.

Ο εκ των ιδρυτών του κόμματος Μπάαθ, Μισέλ Αφλάκ (δεξιά), μαζί με τον ακόμα νεαρό τότε Σαντάμ Χουσέιν. Ο Αφλάκ (1910-1989) γεννήθηκε ως Ουνίτης Χριστιανός στη Συρία. Αρχικά μέσα από την αντίδραση στη γαλλική κυριαρχία στη χώρα του, οδηγήθηκε στο στόχο της ένωσης όλων των αραβικών χωρών σε ένα σοσιαλιστικό κράτος. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στης προσπάθειες ενοποίησης κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60. Πηγή: www.democraticunion.eu

Ο εκ των ιδρυτών του κόμματος Μπάαθ, Μισέλ Αφλάκ (δεξιά), μαζί με τον ακόμα νεαρό τότε Σαντάμ Χουσέιν (αριστερά). Ο Αφλάκ (1910-1989) γεννήθηκε ως ορθόδοξος χριστιανός στη Δαμασκό. Αρχικά λόγω αντίδρασης στη γαλλική κυριαρχία στη χώρα του, οδηγήθηκε στο στόχο της ένωσης όλων των αραβικών χωρών σε ένα σοσιαλιστικό κράτος. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες αραβικής ενοποίησης κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Πηγή: http://www.democraticunion.eu

Η κυριαρχία του αραβικού εθνικισμού στο ιδεολογικό πεδίο είχε όμως τερματιστεί ουσιαστικά πολύ πιο πριν. Η αποτυχημένη ένωση Συρίας-Αιγύπτου, που κράτησε μόλις τρία χρόνια πριν καταρρεύσει λόγω ηγεμονικών τάσεων της Αιγύπτου, ήταν το πρώτο σημαντικό πλήγμα στην ιδέα της αραβικής ενότητας. Κομβικό σημείο όμως ήταν η συντριβή από το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Η αδυναμία των αραβικών στρατών όχι μόνο να απελευθερώσουν τη χαμένη Παλαιστίνη, αλλά και να εμποδίσουν την απώλεια της υπόλοιπης, έπληξε πολύ το γόητρο του αραβικού εθνικισμού και του Νάσερ προσωπικά.

Αν και τέτοια καθεστώτα παρέμειναν στην εξουσία σε πολλές χώρες για μερικές δεκαετίες ακόμα, η παναραβική αναφορά τους κατάντησε όλο και περισσότερο κενό γράμμα. Ακόμα και οι δύο χώρες που κυβερνιούνταν από το κόμμα Μπάαθ (Συρία και Ιράκ) κατέληξαν να είναι εχθρικές μεταξύ τους. Οι συγκρούσεις μεταξύ δυνάμεων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν όλες το όραμα της αραβικής ενότητας, έκαναν το τελευταίο να μοιάζει ουτοπικό όσο ποτέ. Ταυτόχρονα, το αργότερο με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αυτά τα κράτη εισήγαγαν και στοιχεία νεοφιλελευθερισμού, που βρίσκονταν σε αντίθεση με τις κρατικο-σοσιαλιστικές αρχές τους. Η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών, πραγμάτων που μέχρι τότε συγκαταλέγονταν στις σχετικές επιτυχίες αυτών των καθεστώτων, οδήγησε στην αποξένωση μεγάλου τμήματος των λαϊκών μαζών. Κάτι που δημιούργησε φυσικά πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση άλλων αντίπαλων ιδεολογιών: κυρίως του ισλαμισμού, όπως βλέπουμε σήμερα.

Συμπεράσματα

Θα ήταν λάθος να πούμε ότι, λόγω της εν μέρει χριστιανικής του προέλευσης και του κατά βάση κοσμικού του χαρακτήρα, τα ισλαμικά στοιχεία λείπουν εντελώς από τον αραβικό εθνικισμό. Οι αναφορές των Αράβων εθνικιστών διανοούμενων στο Ισλάμ ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητες δεν ήταν σπάνιες, ο Νάσερ είχε στο δημόσιο λόγο του και πανισλαμικές τάσεις, ενώ και ο Σαντάμ Χουσέιν κάλεσε σε «τζιχάντ» κατά των Αμερικάνων στον Πόλεμο του Κόλπου. Πράγμα λογικό, μια και μέσω των θρησκευτικών αναφορών εύκολα αγγίζεις τη ψυχή του λαού – και ο αραβικός λαός ήταν και είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία μουσουλμανικός. Ακόμα και πολλοί χριστιανοί Άραβες εθνικιστές εκτιμούσαν τη συνεισφορά του Μωάμεθ από εθνική άποψη και αποδέχονταν τη σύνδεση του αραβικού έθνους με το Ισλάμ.

Παρ’ όλα αυτά, είναι επίσης αρκετά καθαρό ότι (για τα δεδομένα των αραβικών κοινωνιών) η ιδεολογία του αραβικού εθνικισμού εκπροσωπεί μια σχετικά κοσμική και ενωτική τάση. Ενδεικτικός γι’ αυτό είναι και ο ρόλος των θρησκευτικών μειονοτήτων. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν προσέλκυσε και πολλούς Σουνίτες και Σιίτες Μουσουλμάνους. Εξάλλου οι περισσότεροι σημαντικοί του ηγέτες (Νάσερ, Σαντάμ Χουσέιν, Καντάφι, Αραφάτ) ήταν Σουνίτες, ενώ στην ειδική περίπτωση του Λιβάνου το νασερικό Μουραμπιτούν ήταν ένα κυρίως σουνιτικό κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, από τη γενική εικόνα είναι σαφές ότι το ποσοστό των Χριστιανών ή «αιρετικών Μουσουλμάνων» ανάμεσα στους κύριους διανοούμενους του κινήματος είναι μεγαλύτερο απ’ το ποσοστό τους στο συνολικό πληθυσμό. Και στο Μπάαθ υπερεκπροσωπούνταν οι Ελληνορθόδοξοι, οι Δρούζοι και οι Αλαουίτες.

Λόγω και της σύνδεσης της ιδεολογίας με το σοσιαλισμό και τον αντι-ιμπεριαλισμό, φάνηκε να έχει για πολλά χρόνια έναν προοδευτικό χαρακτήρα. Yπερβάλλοντας λίγο, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι έπαιξε για μια περίοδο το ρόλο της Αριστεράς στον αραβικό κόσμο. Εξάλλου, σε αντίθεση π.χ. με τον ελληνικό, το σερβικό ή και τον τουρκικό εθνικισμό, ο αραβικός είναι μια δύναμη που έχει στόχο να καταργήσει σύνορα παρά να τα κτίσει.

Η γεωγραφική εξάπλωση της αραβικής γλώσσας. Πηγή: world-of-languages.com/learn-arabic/

Η γεωγραφική εξάπλωση της αραβικής γλώσσας.
Πηγή: world-of-languages.com/learn-arabic/

Αναμφίβολα η πρώτη περίοδος της εξουσίας του αραβικού εθνικισμού σοσιαλιστικής απόχρωσης σημαδεύτηκε από βαριές αποτυχίες. Σ’ αυτό έπαιξε μάλλον ρόλο και η ανάθεση της ηγεσίας σε λίγες χαρισματικές προσωπικότητες, που κυβέρνησαν αυταρχικά στήνοντας όλο τον κρατικό μηχανισμό γύρω απ’ το πρόσωπό τους. Επίσης, η βιασύνη με την οποία ολοκληρώθηκε π.χ. η ένωση Αιγύπτου-Συρίας, ο κακός σχεδιασμός της πολιτικής ενάντια στο σιωνισμό, δείχνουν μια ανωριμότητα: μια τάση να δίνεται βάρος σε κινήσεις εντυπωσιασμού παρά στην κατάρτιση ενός μακρόπνοου σχεδίου.

Σε πολλούς μπορεί σήμερα ο αραβικός εθνικισμός να μοιάζει ξεπερασμένη ιδεολογία. Πολλοί απ’ τους λόγους όμως που οδήγησαν στην δημιουργία και την εξάπλωσή του δεν εξαφανίστηκαν. Αντίθετα, υπάρχουν και νέες ευνοϊκές παγκόσμιες τάσεις: οι δυνατότητες διαδικτυακής επικοινωνίας και πληροφόρησης, τα τηλεοπτικά κανάλια παναραβικής εμβέλειας, οι αυξανόμενες μετακινήσεις εκτός συνόρων είναι όλα στοιχεία που μπορούν να ενισχύσουν το κτίσιμο μιας ενιαίας ταυτότητας βασισμένης σε μια κοινή γλώσσα.

Προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες, μαθαίνοντας απ’ τα λάθη του παρελθόντος, ξαναβρίσκοντας τα σοσιαλιστικά και αντι-ιμπεριαλιστικά της στοιχεία, η ιδέα μιας αραβικής ενότητας ανεξαρτήτως κράτους και θρησκείας θα μπορούσε να ξαναπαίξει ένα σημαντικό ρόλο. Τα πρώτα δειλά δείγματα τα είδαμε ίσως με την Αραβική Άνοιξη.

Βιβλιογραφία

  • Paul Salem (1994): Bitter Legacy – Ideology and politics in the Arab world.
  • Μαξίμ Ροντινσόν (1980): Οι Άραβες.
  • Andreas Meier (1995): Politische Strömungen im modernen Islam.
  • Abdelaziz A. Ayyad (1999): Arab Nationalism and the Palestinians 1850-1939.

Σχετικό Ντοκυμαντέρ του Al Jazeera:

  • A Question of Arab Unity (τα επεισόδια μπορεί κάποιος να τα βρει στο www.dailymotion.com)