Η συγκρουση των παραλογισμων

Κλασσικό

Τις τελευταίες εβδομάδες, όσο πλησιάζει η μέρα για το δημοφήφισμα στην Τουρκία, παρακολουθούμε και την κρίση στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ακούμε διάφορα για την εξέλιξη της Τουρκίας: ότι απομακρύνεται από την Ευρώπη, ότι μετατρέπεται σε προσωποκεντρική δικτατορία κ.λπ. Ο ίδιος ο Ερντογάν βάζει και θέμα νέου δημοψηφίσματος: αυτήν τη φορά για τη συνέχιση ή διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., οι οποίες μοιάζουν σήμερα έτσι κι αλλιώς ανούσιες.

Η τουρκική πολιτική ελίτ φαίνεται να καταφεύγει όλο και περισσότερο σε έναν ακραίο εθνικισμό (ενισχυμένο με μια γερή δόση Ισλάμ), που αντιλαμβάνεται τη Δύση και την Ευρώπη ως περίπου εχθρικούς χώρους. Ακόμα, το παραλήρημα του Ερντογάν, ο οποίος δεν διστάζει να παρομοιάσει τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες με τους Ναζί και τους Σταυροφόρους, δίνει μια εικόνα τεράστιας απόστασης από αυτό που πολλοί ονομάζουν «ευρωπαϊκές αξίες» ή «ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό».

Σύγκρουση πολιτισμών;

Δεν μας εκπλήσσει επομένως, όταν πολλοί βιάζονται να  διαγνώσουν μια «σύγκρουση πολιτισμών». Μπορεί ο Σάμιουελ Χάντιγκτον να πέθανε, αλλά οι ιδέες που προώθησε παραμένουν (δυστυχώς) πολύ ζωντανές. Πριν μερικές ημέρες έτυχε να παρακολουθήσω ένα δελτίο ειδήσεων ελληνικού ιδιωτικού σταθμού, το οποίο παρουσίαζε τα γεγονότα βασιζόμενο σ’ ένα τέτοιο απλοϊκό σχήμα – και δεν έλειπαν φυσικά από το ρεπορτάζ και οι απαραίτητες εικόνες από.. μαντιλοφορούσες γυναίκες.

Τέτοιες αναλύσεις μπορεί να ανταποκρίνονται στο ισλαμοφοβικό κλίμα των καιρών και να γίνονται έτσι εύκολα αποδεκτές. Αγνοούν όμως ότι τα προηγούμενα, κοσμικά – υποτίθεται – καθεστώτα της Τουρκίας δεν ήταν ούτε λιγότερο αυταρχικά ούτε λιγότερο εθνικιστικά και δεν δίσταζαν ακόμα, αν κρινόταν απαραίτητο, να  εργαλειοποιήσουν και αυτά τη θρησκεία. Παραβλέπουν επίσης ότι αυτή η τάση προς τον αυταρχισμό και τη φτηνή εθνικιστική δημαγωγία είναι κάτι που παρατηρείται σε πολλές άλλες κοντινές χώρες, χριστιανικές και ευρωπαϊκές: από την Ουγγαρία του Ορμπάν στη Ρωσία του Πούτιν, και από την Πολωνία του Κατσίνσκι στην πΓΔΜ του Γκρουέφσκι. Είναι μάλλον πιο χρήσιμο να δούμε τα γεγονότα στην Τουρκία σαν μέρος μιας παγκόσμιας πολιτικής και ιδεολογικής παρακμής, η οποία επιτρέπει σε πολιτικούς να αναδειχθούν με μια τέτοια δημαγωγία χαμηλού επιπέδου.

Αυτή η τάση δεν περιορίζεται μόνο στην Τουρκία ή την Ανατολική Ευρώπη ή στις ΗΠΑ του Τραμπ. Ακόμα και στη Δυτική Ευρώπη, βλέπουμε να αναδύονται πολιτικές δυνάμεις όπως η Λεπέν, ο Βίλντερς, η AfD ή το UKIP. Ο δεξιότροπος (όχι κλασικά ακροδεξιός) λαϊκισμός μοιάζει αυτήν τη στιγμή να είναι σχεδόν η μόνη πολιτική ιδεολογία, η οποία έχει πραγματική δυναμική.

Η δημαγωγία των «μετριοπαθών»

Σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσε κάποιος να υπενθυμίσει ότι τα «δεξιά-λαϊκιστικά» κόμματα απέχουν πολύ από το να κατακτήσουν την εξουσία σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Μια δυναμική ιδεολογία όμως δεν επηρεάζει μόνο τα κόμματα τα οποία κατ’ εξοχήν την εκφράζουν, αλλά γενικά την κοινωνία και άρα και τους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους. Έτσι δεν ήταν εξάλλου σε άλλες εποχές και με τον σοσιαλισμό;

Πολλοί ανακουφίστηκαν που τελικά το κόμμα του Βίλντερς δεν κέρδισε τις εκλογές στην Ολλανδία, αλλά η Κεντροδεξιά του Μαρκ Ρούτε. Για να το πετύχει αυτό όμως ο τελευταίος, επένδυσε και στην εικόνα σύγκρουσης με τον Ερντογάν, η οποία δημιουργήθηκε με τις απαγορεύσεις συγκεντρώσεων στην Ολλανδία υπέρ του «Ναι» στο τουρκικό δημοψήφισμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Ρούτε προσπάθησε να υιοθετήσει στοιχεία από τον ξενοφοβικό/ισλαμοφοβικό λόγο του Βίλντερς.

Από πολιτική άποψη, τέτοιες κινήσεις (προηγήθηκαν και ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) τελικά μάλλον ενισχύουν την εκστρατεία του Ερντογάν. Όταν ο μέσος Τούρκος νιώθει τους Δυτικούς να παρεμβαίνουν σε ένα θέμα καθαρά εσωτερικό, είναι πιο πιθανόν να πειστεί να κάνει από αντίδραση το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θέλουν οι ξένοι – ακριβώς δηλαδή όπως θα πράξει και ο μέσος Έλληνας (το είδαμε και στο δημοψήφισμα του 2015). Επίσης, για έναν δυνητικό υποστηρικτή του Ερντογάν, επιβεβαιώνει ότι οι ευρωπαϊκές κατηγορίες εναντίον του είναι υποκριτικές, αφού οι Ευρωπαίοι εμποδίζουν και αυτοί την ελευθερία του λόγου. Σημασία δεν έχει αν αυτή η εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά ότι αυτή είναι η εντύπωση που δημιουργείται.

Αν πραγματικά κάποιος θέλει να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και να εμποδίσει τη μετατροπή της Τουρκίας σε δικτατορία (όπως υποτίθεται ότι είναι ο στόχος πολλών Ευρωπαίων επικριτών του Ερντογάν), είναι επομένως μια ανούσια κίνηση. Ο παραλογισμός στον λόγο του Ερντογάν συναντά τον παραλογισμό της ευρωπαϊκής αντίδρασης εναντίον του. Ο δεύτερος είναι μεν λιγότερο χοντροκομμένος, δεν σταματάει πάντως να είναι παράλογος.

Πολιτισμικές συγκρούσεις και πολιτικές συγκλίσεις

Η πραγματική ουσία τέτοιων κινήσεων, που δείχνουν «σκληρή στάση» απέναντι στον Ερντογάν (τον ισλαμιστή ηγέτη μιας μουσουλμανικής χώρας, από την οποία τυχαίνει να προέρχονται και πολλοί μετανάστες στην Ευρώπη), είναι ότι ενισχύουν τους κυβερνώντες στις ευρωπαϊκές χώρες, ακριβώς λόγω της διάχυτης ισλαμοφοβίας. Όπως είδαμε στην Ολλανδία, τους βοηθά να κερδίσουν εκλογικές αναμετρήσεις σε καιρούς ιδιαίτερα δύσκολους για τα συστημικά κόμματα. Στην ουσία, ο Ερντογάν και ο (όποιος) Ρούτε βοηθούν ο ένας τον άλλο στις προεκλογικές τους εκστρατείες.

Αυτή η επιφανειακή εικόνα σύγκρουσης και απομάκρυνσης μπορεί να κρύβει επομένως μια πραγματικότητα σύγκλισης. Τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στην Τουρκία ακούμε για πολιτισμικά στοιχεία, που οφείλει κάποιος να υπερασπιστεί, είτε αυτά είναι οι «ευρωπαϊκές αξίες» είτε μια τουρκική-μουσουλμανική ταυτότητα.

Ο κάθε Ρούτε ή Βίλντερς μπορεί να αισθάνεται άνετα, παίζοντας με τις ιδέες πολιτισμικής σύγκρουσης. Βρίσκεται σε σχετική απόσταση ασφαλείας από το «μέτωπο», τις διαχωριστικές γραμμές των πολιτισμικών χώρων κατά τον Χάντιγκτον. Όχι ότι δεν υπάρχουν πολιτικές συνέπειες μέσα στην ίδια την Ολλανδία (λίγοι μάλλον πρόσεξαν, ότι ανάμεσα στους νικητές των ολλανδικών εκλογών ήταν και το πρωτοεμφανιζόμενο «μεταναστευτικό» και κατηγορούμενο ως φιλο-ερντογανικό κόμμα DENK, το οποίο αναφέρθηκε και σε άλλο άρθρο), αλλά αυτές μπορούν να θεωρηθούν σχετικά μικρές και ελεγχόμενες, σε σχέση με το πολιτικό κέρδος.

Όσοι όμως σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος ελπίζουν να επενδύσουν σε τέτοια πολιτικά παιχνίδια του Ρούτε και του Ερντογάν, για να εκμεταλλευτούν π.χ. το αντι-τουρκικό κλίμα στην Ευρώπη και να κερδίσουν πόντους στα ελληνο-τουρκικά, καλά θα ήταν να το ξανασκεφτούν. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στο «μέτωπο» των (υποτιθέμενων) πολιτισμικών συγκρούσεων. Θα αισθανθεί πιο έντονα και τις συνέπειες, αν τελικά αυτός ο τρόπος σκέψης επικρατήσει.

 

 

Υποταγη ή προσαρμογη

Κλασσικό

Αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν το βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ «Υποταγή». Ο τίτλος μάλλον δεν είναι τυχαίος: σε «υποταγή» μπορεί να μεταφραστεί και η λέξη «Ισλάμ», κάτι που χρησιμοποιείται φυσικά και για ισλαμοφοβική προπαγάνδα.

Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται στη Γαλλία του 2022, χρονιά προεδρικών εκλογών. Οι δύο σημαντικότερες πολιτικές παρατάξεις είναι πλέον η γαλλική Ακροδεξιά και οι ισλαμιστές, ενώ τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα έχουν μπει στο περιθώριο. Στους δρόμους επικρατεί μια κατάσταση σχεδόν εμφυλιοπολεμική, ανάμεσα στους ακραίους των δύο πλευρών. Ο υποψήφιος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας κερδίζει τελικά τις εκλογές και η Γαλλία αποκτά έτσι έναν (μετριοπαθή) ισλαμιστή πρόεδρο.

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, ένα βιβλίο με τέτοιο θέμα δεν είναι προορισμένο να αντιμετωπιστεί απλά ως λογοτεχνικό έργο. Ο συγγραφέας γνωρίζει προφανώς τι είδους συζητήσεις θα προκαλούσε, σε μια ατμόσφαιρα όπως τη σημερινή. Και είτε το θέλουμε είτε όχι, τέτοιες συζητήσεις μας αφορούν και μας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ταυτότητα μέσα στην πολιτική παρακμή

Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση διαβάζοντας το βιβλίο, είναι οι αναφορές στο ταυτοτικό κίνημα, για την ύπαρξη του οποίου δεν είχα ιδέα. Πρόκειται για ένα δίκτυο οργανώσεων σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το οποίο θα μπορούσε κάποιος να κατατάξει στην Ακροδεξιά ή τη λεγόμενη «λαϊκιστική Δεξιά». Τουλάχιστον επίσημα όμως, αυτές οι οργανώσεις απορρίπτουν τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Ζητούν μόνο να γίνεται σε όλο τον κόσμο σεβαστή η κυριαρχία της κάθε εθνότητας και πολιτισμού στην ιστορική του περιοχή. Σε αντίθεση δηλαδή με την επιθετική ευρωπαϊκή αποικιοκρατική νοοτροπία, η στάση τους είναι αμυντική: για τους ταυτοτικούς, η Ευρώπη είναι το θύμα της επίθεσης, είναι αυτή που κινδυνεύει από την ισλαμοποίηση και την αμερικανοποίηση.

Εικόνα από διαδήλωση του Ταυτοτικού Κινήματος Αυστρίας. http://www.breitbart.com/london/2016/08/13/german-intelligence-confirms-observation-identitarian-movement/

Εικόνα από διαδήλωση του Ταυτοτικού Κινήματος Αυστρίας.
Πηγή εικόνας

Στην ουσία, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά των ταυτοτικών με ξενοφοβικά-ισλαμοφοβικά κινήματα όπως η PEGIDA, και εξάλλου φαίνεται ότι συνδέονται με τέτοια. Έχει όμως ενδιαφέρον η επιλογή του ονόματος «ταυτοτικοί». Μπορούμε να το δούμε ως μέρος μιας παγκόσμιας τάσης επικέντρωσης στην πολιτισμική ταυτότητα, ως αντίδραση στην ομογενοποίηση που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση.

Επιστρέφοντας στο κύριο θέμα του βιβλίου: γνωρίζουμε ότι σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης υπάρχει πλέον ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που είναι Μουσουλμάνοι – όχι κατ’ ανάγκη θρήσκοι, αλλά τουλάχιστον προέρχονται από μια μουσουλμανική παράδοση. Το ποσοστό λογικά θα αυξηθεί στο μέλλον, τόσο μέσω νέας μετανάστευσης όσο και λόγω σχετικά ψηλότερης γεννητικότητας (έστω κι αν η διαφορά αυτή είναι μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί φαντάζονται). Οι φόβοι των ταυτοτικών γι’ αυτό σίγουρα δεν είναι εντελώς αβάσιμοι. Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι χώρες δεν θα μπορούν πλέον να θεωρούνται μονοθρησκευτικές, όπως λίγο-πολύ ήταν μέχρι τώρα.

Υπό άλλες συνθήκες, αυτό μπορεί να μην ήταν κάτι τόσο σημαντικό. Σήμερα όμως, η πολιτική ζωή βρίσκεται σε μια κατάσταση γενικής παρακμής. Οι διαφορές ανάμεσα στα κυρίαρχα κόμματα, τόσο στην πολιτική που ασκούν όσο και στις κοινωνικές τάξεις που εκπροσωπούν, μοιάζουν ελάχιστες, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν και άλλες ριζοσπαστικές ιδεολογίες που να προσφέρουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα. Η αίσθηση που έχουν οι λαοί είναι ότι η πολιτική είναι έτσι κι αλλιώς προκαθορισμένη από τα πάνω, και ότι η αντιπαράθεση Δεξιάς-Αριστεράς είναι ανούσιο απομεινάρι άλλων εποχών.

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι επόμενο τα θέματα πολιτισμικής ταυτότητας να κερδίζουν σημασία, ακόμα και να γίνονται το κύριο μέσο πολιτικοποίησης. Στο βιβλίο του Ουελμπέκ οι ισλαμιστές μαζί με τους πιστούς καθολικούς παρουσιάζονται ως οι μόνοι που έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν, που έχουν ένα όραμα για τη Γαλλία του μέλλοντος – σε αντίθεση με τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς), για τις οποίες ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και ο κόσμος γενικά αδιαφορεί. Αυτή ακριβώς η πολιτική παρακμή είναι κατά την άποψή μου το κύριο θέμα: αυτή είναι που δίνει την ευκαιρία ανάδειξης σε πολιτικές δυνάμεις που βασίζονται στη θρησκευτική παράδοση, είτε αυτή είναι η ισλαμική είτε η καθολική.

Ισλαμιστική Ευρώπη: μια εικόνα από το μέλλον;

Το ερώτημα σχετικά με την «Υποταγή» είναι, αν πέρα από τη λογοτεχνική της αξία, μπορούμε να το πάρουμε σοβαρά και ως προφητικό έργο. Ο Ουελμπέκ έχει εισπράξει αρκετά ειρωνικά σχόλια, είναι όμως τελικά η εξέλιξη αυτή στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τόσο απίθανη;

Το εξώφυλλο της Charlie Hebdo σχετικά με το βιβλίο:

Το εξώφυλλο της Charlie Hebdo: «Οι προβλέψεις του Μάγου Ουελμπέκ».
Πηγή εικόνας

Σίγουρα υπάρχουν πολλά στοιχεία που είναι εμφανώς υπερβολικά, και δεν πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη. Η εκδίωξη των Εβραίων, η έξοδος των γυναικών από την αγορά εργασίας, η μείωση του υποχρεωτικού χρόνου σχολικής εκπαίδευσης, η εισαγωγή της πολυγαμίας είναι τέτοια παραδείγματα. Τέτοιες αλλαγές δεν γίνονται δεκτές ούτε καν σε (κοσμικές) χώρες με σχεδόν 100% μουσουλμανικό πληθυσμό, όταν αυτές αποκτούν ισλαμιστικές κυβερνήσεις, όπως η Τουρκία ή η Τυνησία.

Κατά τ’ άλλα όμως, το ενδεχόμενο να εμφανιστούν πολιτικές δυνάμεις στην βάση μιας μουσουλμανικής ταυτότητας, είτε αυτές αυτοπροσδιορίζονται ως ισλαμικές είτε όχι, δεν είναι καθόλου απίθανο. Και δεν μιλάμε φυσικά μόνο για περιθωριακές σαλαφιστικές ή άλλες εξτρεμιστικές ομάδες.

Αν και κάτι τέτοιο βρίσκεται σήμερα ακόμα σε πρωτόγονο στάδιο, δεν είναι ανύπαρκτο. Δεν αναφέρομαι μόνο στα διάφορα μικρά κόμματα, που αυτοπαρουσιάζονται καθαρά ως μουσουλμανικά (όχι κατ’ ανάγκη ως ισλαμιστικά), όπως π.χ. η UDMF, η Ένωση Γάλλων Μουσουλμάνων Δημοκρατών – η οποία παρεμπιπτόντως ιδρύθηκε πέρσι, την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ουελμπέκ.

Υπάρχουν και άλλες οργανώσεις, με μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον. Στη Γαλλία, υπάρχει π.χ. το Κόμμα των Ιθαγενών της Δημοκρατίας (PIR). Ο ακτιβισμός και η αντι-αποικιακή, αντι-ιμπεριαλιστική και αντι-καπιταλιστική ρητορική του θυμίζουν μάλλον Άκρα Αριστερά (με την οποία φαίνεται να υπάρχει μια περίεργη σχέση ανταγωνισμού και δυνητικής συνεργασίας), απορρίπτει όμως τον κλασικό διαχωρισμό Δεξιάς-Αριστεράς ως «πολιτική των λευκών». Στη Γερμανία πολύ πρόσφατα ιδρύθηκε η Συμμαχία Γερμανών Δημοκρατών (ADD). Αντίθετα από το PIR, οι θέσεις τις σε οικονομικά/κοινωνικά ζητήματα κλίνουν μάλλον προς έναν συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό. Από πολλούς θεωρείται μια προσπάθεια του Ερντογάν να χρησιμοποιήσει την εκεί τουρκική ή μουσουλμανική κοινότητα για να αποκτήσει πολιτική επιρροή στη Γερμανία. Ανάλογες εικασίες υπήρξαν και για το κόμμα DENK στην Ολλανδία, το οποίο ιδρύθηκε από δύο βουλευτές τουρκικής καταγωγής που αποχώρησαν από το Εργατικό Κόμμα, και στο οποίο πολλοί δίνουν πιθανότητες να μπει στην επόμενη ολλανδική Βουλή.

Παρά την διαφορετική εικόνα και χαρακτήρα αυτών των παραδειγμάτων, το κοινό τους είναι πως ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα των μεταναστευτικής καταγωγής κατοίκων, διαχωρίζοντας τους από τους υπόλοιπους. Αν και αποφεύγουν μια ξεκάθαρη σύνδεση με το Ισλάμ, διαβάζοντας τα κείμενα τους καταλαβαίνει κάποιος ότι έχουν υπόψη πως η πλειοψηφία αυτών που θέλουν να εκφράσουν είναι Μουσουλμάνοι.

Η Χουρία Μπουτέλντζα, μια από τις ηγετικές προσωπικότητες του Κινήματος Ιθαγενών της Δημοκρατίας. http://mondoweiss.net/2015/01/charlie-wretched-desecration/

Η Χουρία Μπουτέλντζα, Γαλλίδα αλγερινής καταγωγής, εκπρόσωπος του Κόμματος Ιθαγενών της Δημοκρατίας, δίπλα σε μια παλαιστινιακή σημαία (ο αντισιωνισμός είναι μια βασική ιδεολογική αναφορά του κινήματος).
Πηγή εικόνας

Η Συμμαχία Γερμανών Δημοκρατών. https://remziaru.com/aktivitaet/

Η Συμμαχία Γερμανών Δημοκρατών.
Πηγή εικόνας

Μπορεί σήμερα τέτοιες δυνάμεις να μοιάζουν ασήμαντες, όσο όμως θα συνεχίζεται η πολιτική παρακμή, τόσο θα αναζητεί ο κόσμος εναλλακτικούς τρόπους να εκφράσει τα συμφέροντά του. Το βασικό ερώτημα δηλαδή δεν είναι αν θα δυναμώσουν οι ισλαμιστές, αλλά αν θα ενισχυθεί η πολιτική στη βάση πολιτισμικής ταυτότητας, σε βάρος της πολιτικής σε ταξική-ιδεολογική βάση.

Φαίνεται ότι (και) στην Ευρώπη η κυρίαρχη τάση είναι ακριβώς αυτή. Τα ξενοφοβικά/ισλαμοφοβικά κόμματα ή οργανώσεις μοιάζουν να έχουν δυναμική μεγαλύτερη όχι μόνο από τις καθιερωμένες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από τη «ριζοσπαστική» Αριστερά. Τέτοιες οργανώσεις τονίζουν (εδώ ταιριάζει και το παράδειγμα των ταυτοτικών) την υπεράσπιση μιας ντόπιας ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας – το αν την ορίζουν ως χριστιανική ή ως κοσμική/άθρησκη είναι δευτερεύον θέμα. Ακόμα όμως και στο άλλο άκρο, σε κόμματα όπως π.χ. οι Πράσινοι στη Γερμανία, που υπερασπίζονται την πολυπολιτισμικότητα, παρατηρούμε συχνά να κάνουν τελικά πολιτική στη βάση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, παρά των ταξικών-ιδεολογικών διαφορών (αν θυμάμαι καλά, ήταν η Ρενάτε Κούναστ που είχε πει ότι οι Πράσινοι είναι το κόμμα των LOHAS).

Με άλλα λόγια: όσο εξαπλώνονται ισλαμοφοβικές δυνάμεις ή γενικά δυνάμεις που προάγουν την πολιτικοποίηση στη βάση πολιτισμικών διαχωρισμών, τόσο προετοιμάζεται το έδαφος και για την εξάπλωση «μουσουλμανικών» κινημάτων. Στην ουσία πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η διαφορά στο μέλλον όμως θα είναι ότι θα μεγαλώσει η δεξαμενή, από την οποία τα «μουσουλμανικά» κινήματα θα μπορούν να αντλούν υποστήριξη. Οι φόβοι περί εισαγωγής της σαρία κ.λπ. μπορεί να είναι αστείοι, αλλά το ότι τέτοια κινήματα θα παίξουν ρόλο στα πολιτικά πράγματα, δεν είναι τρελό σενάριο (με ποιες συμμαχίες, είναι φυσικά ένα άλλο ερώτημα, μάλλον αδύνατο να απαντηθεί σήμερα).


Πώς μας αφορούν τώρα εμάς όλα αυτά, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος; Και αυτές έχουν γίνει χώρες υποδοχής της μετανάστευσης και φυσιολογικά ένα μεγάλο της μέρος είναι μουσουλμανική. Τέτοια θέματα όπως αυτά που τίθονται στη Δυτική Ευρώπη θα αργήσουν μεν να μας απασχολήσουν σοβαρά: θα περάσει ακόμα τουλάχιστον μια γενιά, μέχρι να έχουμε μεγάλου μεγέθους μεταναστευτικής καταγωγής κοινότητες, γεννημένες και μεγαλωμένες εδώ. Κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό: άσχετα αν το θέλουν οι Έλληνες ή οι ίδιοι οι μετανάστες, ο ρόλος που προβλέπεται για τη χώρα από τους «μεγάλους» της Ευρώπης είναι να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος της νέας μετανάστευσης.

Η διαφορά είναι ότι εμείς προερχόμαστε από μια ιστορική παράδοση διαφορετική απ’ αυτήν της Δυτικής Ευρώπης: για μας, η πολυθρησκευτικότητα ή η πολυεθνικότητα δεν είναι κάτι πραγματικό νέο, αλλά κάτι που ήταν κανόνας μέχρι ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν. Μπορεί να το ξεχάσαμε πολύ γρήγορα, να όμως που η εξέλιξη της Ιστορίας μας αναγκάζει να το ξαναθυμηθούμε. Θα ήταν καλό να αντλήσουμε και από τις δικές μας εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά και από τις πρόσφατες της Δυτικής Ευρώπης, ώστε να αποφύγουμε τα λάθη που έγιναν εκεί – και που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις όπως αυτές που περιγράφει ο Ουελμπέκ.


Πηγές/χρήσιμοι σύνδεσμοι:

Τζιχαντισμος στον 21ο αιωνα

Κλασσικό

Το τζιχαντιστικό κίνημα ως ένα ιδιαίτερα βίαιο παρακλάδι του ισλαμισμού, είναι ένα θέμα που απασχόλησε αρκετές φορές αυτό το μπλογκ. Λογικό, αφού είτε μας αρέσει είτε όχι, παίζει πλέον κρίσιμο ρόλο σ’ ένα σημαντικό τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου.

‘Ενα άρθρο περιγράφει τις ρίζες και την εξέλιξη του ισλαμισμού, κατ’ επέκταση και του σαλαφισμού και του τζιχαντισμού, ως σύγχρονη ιδεολογία του αραβικού χώρου. Ένα άλλο επικεντρώνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους (= ISIS = Νταές) και τη σύνδεση του με την αμερικάνικη πολιτική. Υπάρχει και ένα άρθρο που με αφορμή τις επιθέσεις εναντίον του Charlie Hebdo αναφέρεται στις θεωρίες περί «πολέμου των πολιτισμών», με τις οποίες κάποιοι προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο του τζιχαντισμού. Οι νέες εξελίξεις μας αναγκάζουν ίσως όλους να αντιμετωπίσουμε το θέμα και από μια πιο γενική άποψη.

Παρέλαση των στρατιωτών του Ισλαμικού Κράτους στην προσωρινή πρωτεύουσα τους, τη Ράκκα της Συρίας.

Παρέλαση των στρατιωτών του Ισλαμικού Κράτους στην προσωρινή πρωτεύουσά τους, τη Ράκκα της Συρίας.

Η έννοια της τζιχάντ ως ιερού πολέμου/αγώνα υπάρχει φυσικά όσο υπάρχει και το Ισλάμ. Δεν συνδέεται πάντα με τη βία: μπορεί να γίνει και με ειρηνικά μέσα, ενώ εννοείται και ως προσωπικός εσωτερικός αγώνας για να γίνει κάποιος καλός Μουσουλμάνος. Από πολιτική άποψη όμως, η έννοια του ένοπλου ιερού πολέμου είναι όντως σημαντική. Από την εμφάνιση του Ισλάμ συχνά ο κάθε Μουσουλμάνος ηγέτης προσπαθεί να νομιμοποιήσει θρησκευτικά τους πολέμους που διεξάγει επικαλούμενος την τζιχάντ – ακόμα και αν οι αντίπαλοι είναι άλλοι Μουσουλμάνοι. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή ένας κοσμικός Άραβας ηγέτης όπως ο Σαντάμ Χουσέιν μπορεί να επικαλείται την τζιχάντ για να στηρίξει έναν πόλεμο εναντίον μιας συμμαχίας χωρών, στην οποία μετέχουν και πολλές μουσουλμανικές.

Κάποιοι βιάζονται να δουν μια συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτήν την παράδοση και τη σημερινή ισλαμιστική τρομοκρατία. Αυτή η χρήση της τζιχάντ ήταν όμως στην ουσία απλά η δικαιολόγηση «φυσιολογικών» πολέμων, στρατού εναντίον στρατού. Μπορεί φυσικά να περιείχαν λεηλασίες, βιασμούς, σφαγές αμάχων, όπως όλοι οι πόλεμοι, δεν ήταν όμως ένα ιδιαίτερο φαινόμενο βίας χαρακτηριστικό για τις μουσουλμανικές κοινότητες. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια ένδειξη ενός βαθμού βιαιότητας μεγαλύτερου από το «συνηθισμένο». Η μόνη ιδιαιτερότητα ήταν ότι υπήρχε ένας έτοιμος όρος για να δώσει στη βία θρησκευτικό περιεχόμενο – κάτι που φυσικά έκαναν και άλλες θρησκείες, δημιουργώντας νέους όρους (π.χ. Σταυροφορία).

Αντίθετα, η σημερινή ισλαμιστική τρομοκρατία, ιδιαίτερα στις ακραίες μορφές της Αλ Κάιντα ή του Ισλαμικού Κράτους (που διαφέρει π.χ. απ’ αυτή της Χεζμπολάχ με τους πολύ πιο πολιτικά και προσεκτικά επιλεγμένους στόχους), παίρνει συχνά τη μορφή μεμονωμένων επιθέσεων απέναντι σε άμαχους. Έχει στόχο έναν ψηλό αριθμό θυμάτων και τη δημιουργία εντυπώσεων, χωρίς να υπάρχει κάποιο άμεσο στρατιωτικό κέρδος. Αυτό δεν θυμίζει και πολύ τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς πολέμους στη Μέση Ανατολή, ούτε φυσικά τη δράση των Ασασίνων (όπως επίσης μάλλον άστοχα ισχυρίστηκαν κάποιοι), αλλά μοιάζει περισσότερο π.χ. στις επιθέσεις που γίνονται σε αμερικανικά σχολεία, ή αυτήν του Μπρέιβικ στη Νορβηγία. Στις τζιχαντιστικές υπάρχει βέβαια από πίσω μια μεγαλύτερη παγκόσμια δικτύωση, κατά τ’ άλλα όμως δεν διαφέρουν και τόσο. Πρέπει άρα να τις αντιμετωπίσουμε όχι ως συνέχεια μιας ιδιαίτερης παράδοσης, αλλά ως ένα φαινόμενο του σύγχρονου πολιτισμού, με ρίζες σε σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.

Οι αραβικές και ευρωπαϊκές ρίζες

Αυτό που ονομάστηκε «τζιχαντιστικό» κίνημα γεννήθηκε  κυρίως στην Αίγυπτο στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Σημαντικό είναι να έχουμε υπόψη το πολιτικό πλαίσιο της εποχής (απόηχος της συντριπτικής ήττας των κοσμικών αραβικών καθεστώτων το ’67, φιλοαμερικάνικη και νεοφιλελεύθερη στροφή του νέου καθεστώτος Σαντάτ στην Αίγυπτο), αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο των πρώτων τζιχαντιστικών τάσεων. Το τυπικό προφίλ των ατόμων που κινήθηκαν προς τα εκεί ήταν: νέοι άντρες από χαμηλότερα μεσαία στρώματα, με κάποια τεχνική εκπαίδευση, συχνά άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι.

Αυτό μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε καλύτερα και τη σχέση με σύγχρονα προβλήματα, όπως την ψηλή ανεργία των νέων. Αυτή έχει γίνει συστημική όχι μόνο σε πολλές αραβικές κοινωνίες, αλλά και σε ευρωπαϊκές. Αυτό είναι μάλλον ένα καινούριο κοινωνικό φαινόμενο, που δεν υπήρχε μ’ αυτόν τον τρόπο σε παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες – όπως ήταν ακόμα πριν μερικές δεκαετίες  οι αραβικές (αλλά και η ελληνική). Παλιότερα, οι νέοι είχαν ένα καθορισμένο μέλλον: θα καλλιεργούσαν τα χωράφια των προγόνων τους, θα παντρευόντουσαν και θα έκαναν κι αυτοί παιδιά για να καλλιεργούν τα χωράφια μετά απ’ αυτούς.

Άσχετα αν οι υλικές συνθήκες για τη ζωή του μέσου ανθρώπου βελτιώθηκαν σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η σιγουριά στις σύγχρονες αστικοποιημένες κοινωνίες (και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν και οι περισσότερες αραβικές) έχει χαθεί. Σ’ αυτό έχει συμβάλλει φυσικά και η παγκόσμια άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, που δεν άφησε ανέγγιχτες τις αραβικές κοινωνίες, ακυρώνοντας πολλά από τα κοινωνικά επιτεύγματα των εθνικιστικών-σοσιαλιστικών καθεστώτων.

Ο κίνδυνος της προσωπικής αποτυχίας ποτέ δεν ήταν ίσως τόσο έντονα αισθητός για τόσο πολλούς νέους. Ταυτόχρονα η πολιτική κατάσταση μοιάζει να μένει στάσιμη, λόγω διαφθοράς και απουσίας προοδευτικών ιδεολογικών εναλλακτικών. Αυτό είναι ένα περιβάλλον το οποίο ευνοεί την εξάπλωση συμπεριφορών ή ιδεολογιών εχθρικών προς τους κοινωνικούς κανόνες, ακόμα και αν δεν έχουν να προτείνουν κάτι καλύτερο. Και φυσικά αυτό δεν αφορά μόνο τα άμεσα θύματα αυτής της κατάστασης – ακόμα και νέοι με καλές υλικές προοπτικές θα επηρεαστούν ιδεολογικά από τη γενική κοινωνική ατμόσφαιρα.

Στην Ελλάδα αυτό μπορεί να παίρνει τη μορφή π.χ. του χουλιγκανισμού, του χρυσαυγιτισμού, αλλά και μιας στείρας επαναστατικότητας με μηδενιστικές τάσεις. Σε κοινωνίες όπως η γαλλική και άλλες δυτικοευρωπαϊκές, όπου ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας που νιώθει έντονα τον κίνδυνο της κοινωνικής αποτυχίας τυχαίνει να είναι μουσουλμανικής καταγωγής (η αποτυχία ένταξης των νέων με μεταναστευτική καταγωγή είναι χρόνιο πρόβλημα αυτών των κοινωνιών), δεν είναι παράξενο που μια ιδεολογία βίας με ισλαμικές αναφορές ασκεί έλξη.

Η παρουσίαση του τζιχαντισμού από τα καθεστωτικά μέσα ως το απόλυτο κακό μάλλον ευνοεί την εξάπλωσή του, αφού οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες (Μουσουλμάνοι ή μη) ενστικτωδώς θα αντιδράσουν σε ότι τους πουν οι ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα σημαντικό ποσοστό (υπολογίζεται στο 25%) των στρατολογηθέντων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους από δυτικοευρωπαϊκές χώρες είναι πρόσφατα προσηλυτισμένοι στο Ισλάμ. Κι αυτοί φαίνεται να είναι νέοι που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον κίνδυνο αποτυχίας.

Σύγχρονη τζιχάντ εναντίον μουσουλμάνων

Η ιδιαιτερότητα των πρώτων «τζιχαντιστικών» πυρήνων σε σχέση με άλλα ισλαμιστικά κινήματα, ήταν μάλλον η κατηγορηματική απόρριψη του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο ζούσαν ως μη γνήσιου ισλαμικού, και ο κεντρικός ρόλος που απέδιδαν στην ένοπλη τζιχάντ ως μέσου που θα έλυνε το πρόβλημα. Σημαντικό ιδεολογικό ρόλο έπαιξαν τα γραπτά του Αιγύπτιου Σαΐντ Κουτμπ, με βάση τα οποία περίπου όλες οι σύγχρονες κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των αραβικών, βρίσκονται στην κατάσταση τζαχιλίγια (άγνοιας), δηλαδή είναι στην ουσία μη μουσουλμανικές. Και ενάντια σ’ αυτήν την τζαχιλίγια ήταν ανάγκη να διεξαχθεί τζιχάντ. Αν και είναι αμφίβολο αν ο Κουτμπ θα ενέκρινε τις πράξεις των σημερινών τζιχαντιστών, αυτό μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε, γιατί η ισλαμιστική τρομοκρατία έχει κατά κύριο λόγο άλλους Μουσουλμάνους ως θύματα (κάτι που είναι καθαρό σε οποιονδήποτε δεν δίνει σημασία μόνο στις δυσανάλογα προβεβλημένες επιθέσεις σε δυτικές χώρες).

Ο Σαΐντ Κουτμπ () θεωρείται ένας από τους κύριους εμπνευστές του τζιχαντιστικού κινήματος, ασχέτως των πραγματικών του προθέσεων. Υπήρξε μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Ως μέρος της καταστολής από το νασερικό καθεστώς, συνελήφθηκε το1954 και εκτελέστηκε το 1966. Πηγή: www.economist.com/node/16588026

Ο Σαΐντ Κουτμπ θεωρείται ένας από τους κύριους εμπνευστές του τζιχαντιστικού κινήματος, ασχέτως των πραγματικών του προθέσεων. Ως μέρος της καταστολής των ισλαμιστών από το νασερικό καθεστώς, συνελήφθη το 1954 και εκτελέστηκε το 1966.
Πηγή εικόνας

Για να καταλάβουμε όμως την έλξη που ασκούν τζιχαντιστικές οργανώσεις, πρέπει να έχουμε υπόψη και έναν άλλο πολύ σημαντικό παράγοντα: τη νέα σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών. Ειδικά στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους, αυτός ήταν ίσως ο κρισιμότερος παράγοντας. Παρά την εισροή ξένων μαχητών, η πλειοψηφία τους φαίνεται ότι είναι ντόπιοι, Σύριοι ή Ιρακινοί Σουνίτες.

Χαρακτηριστικό του Ισλαμικού Κράτους από την αρχή της δράσης του, μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, ήταν ότι έβαζε στο στόχαστρο κυρίως τους Σιίτες. Σε εποχές που οι Σουνίτες τόσο του Ιράκ όσο και της Συρίας νιώθουν αποξενωμένοι από τα κράτη τους, τα οποία θεωρούν ελεγχόμενα από Σιίτες και αδιάφορα για την ασφάλειά τους, το Ισλαμικό Κράτος μπορεί να φαίνεται ως η μόνη δύναμη που τους υπερασπίζεται. Οι Σιίτες είναι γι’ αυτούς ο πιο ορατός και άμεσος εχθρός. Οι τζιχαντιστές εκμεταλλεύονται (και ενισχύουν οι ίδιοι) την άνοδο αυτού του σεχταρισμού και επενδύουν στη σουνιτική ταυτότητα. Αυτός ο «σουνιτικός εθνικισμός» μπορεί τελικά να έχει περισσότερο βάρος από τα καθαρά θρησκευτικά θέματα – εξάλλου στο πλευρό του Νταές πολεμούν και πρώην μπααθικοί, δηλ. κοσμικοί Άραβες εθνικιστές, με σουνιτική καταγωγή.

Αποικιοκρατία και τζιχαντισμός

Το θέμα της αποικιοκρατίας είναι ένα που επανέρχεται συχνά στο δημόσιο διάλογο περί τζιχαντισμού. Πολλοί αρνούνται ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο, παραπέμποντας στην απουσία ανάλογων πρακτικών από κατοίκους άλλων, μη-μουσουλμανικών, πρώην αποικιών.

Έχουν ίσως δίκαιο από την άποψη ότι το ένα δεν οδηγεί απαραίτητα στο άλλο. Δεν μπορούμε όμως να μη βλέπουμε το ρόλο που παίζει το αποικιοκρατικό παρελθόν ως εχθρικό σύμβολο για τους τζιχαντιστές – όπως και το ότι αυτοί δυνάμωσαν ακριβώς την εποχή που άλλες αντι-ιμπεριαλιστικές ιδεολογίες (παναραβισμός, σοσιαλισμός) φαίνονταν να αποτυγχάνουν.

Μένοντας στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους, πολλοί απ’ έξω δεν πρόσεξαν ίσως τη σημασία που αυτό δίνει στην κατάργηση των συνόρων που προέρχονται από τη συμφωνία Σάικς-Πικό. Μ’ αυτήν τη συμφωνία ανάμεσα σε Άγγλους και Γάλλους είχαν οριοθετηθεί οι σφαίρες επιρροής τους στη Μέση Ανατολή. Σ’ αυτήν βασίζονται και τα σημερινά σύνορα, ειδικά αυτό ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ, που δεν έχει καμία άλλη φυσικο-γεωγραφική, ανθρωπογεωγραφική ή ιστορική βάση. Και οι δύο πλευρές αυτού του συνόρου κατοικούνται παρεμπιπτόντως κυρίως από Σουνίτες Άραβες.

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα συριο-ιρακινά σύνορα.

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα συριο-ιρακινά σύνορα.

Αφού το Ισλαμικό Κράτος έθεσε τόσο το Δυτικό Ιράκ όσο και την Ανατολική Συρία υπό τον έλεγχό του, αυτό το σύνορο σήμερα πρακτικά δεν υπάρχει πλέον. Κάτι που το ΙΚ δεν παραλείπει να διαφημίζει, ως απόδειξη της περιφρόνησης προς το αποικιοκρατικό παρελθόν και της κληρονομιάς που αυτό άφησε. Και το ότι αυτό το πέτυχαν τελικά οι τζιχαντιστές, ενώ είχαν αποτύχει όλες οι άλλες ενωτικές δυνάμεις που στόχευαν στην κατάργησή του (παναραβιστές, σοσιαλιστές, Σύριοι εθνικιστές), έχει φυσικά μια βαρύτητα.

Τέλος, όσον αφορά και το σύγχρονο ιμπεριαλισμό, πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος που έπαιξαν στρατιωτικές επεμβάσεις, π.χ. της Ρωσίας στο Αφγανιστάν και στη Τσετσενία, των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αυτές ενίσχυσαν τη στρατολόγηση νέων τζιχαντιστών, την παγκόσμια δικτύωσή τους, αλλά και την απόκτηση πολεμικής πείρας, που αποδεικνύεται πολύτιμη σήμερα στη Συρία και αλλού.


Το πρόβλημα του τζιχαντισμού είναι δυστυχώς κάτι με το οποίο θα ζούμε μάλλον για τουλάχιστον μερικές δεκαετίες ακόμα. Ακόμα και αν όλοι οι παράγοντες που αναφέραμε ως αιτίες εξαφανίζονταν (και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα γίνει κάτι τέτοιο), θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να χάσει αυτό το κίνημα τη δυναμική που απέκτησε.

Το λάθος είναι να το δούμε ως «σύγκρουση δυτικού και ισλαμικού πολιτισμού» – και, ακόμα χειρότερα, να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας ως σύμμαχους ή και μέρος του δυτικού. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οργανώσεις όπως το Νταές δεν εχθρεύονται (μόνο) το δυτικό πολιτισμό – εχθρεύονται και το μεσανατολικό πολιτισμό, τον οποίο χαρακτηρίζει επί αιώνες η ανοχή και η σχετικά ειρηνική συνύπαρξη πολλών διαφορετικών θρησκειών. Σ’ αυτά τα πλαίσια, έχει μεγάλη σημασία το πως θα χειριστούμε το θέμα της συμβίωσης διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων – που, μέσω του προσφυγικού κύματος, θα επανέλθει αναπόφευκτα και στις χώρες μας.

Σχετικά άρθρα/βιβλία/ντοκυμαντέρ:

Εξι εκατομμυρια Γερμανοι

Κλασσικό

Υπάρχει ήδη ένα άρθρο σ’ αυτό το μπλογκ για τον Ντάνιελ Καν και τα τραγούδια του. Ένα απ’ αυτά όμως είναι τόσο ιδιαίτερο, που αξίζει ίσως ένα ξεχωριστό άρθρο:

Το τραγούδι εξιστορεί τη δημιουργία, τη δράση και το τέλος μιας πραγματικής εβραϊκής οργάνωσης στην Ευρώπη, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Αντί να περιγράψω την ιστορία, προτίμησα να κάνω μια απόπειρα μετάφρασης των στίχων του τραγουδιού (από τα αγγλικά στα ελληνικά). Πιστεύω ότι είναι αρκετή για να μπει κάποιος στο νόημα:

Το χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε,

ανάμεσα στους Εβραίους που είχαν μείνει ζωντανοί,

βρέθηκε ένας άντρας οραματιστής,

που μετέτρεψε την οργή του σε σχέδιο.

Άμπα Κόβνερ ήταν τ’ όνομά του,

είχε κερδίσει τη φήμη του ως αντάρτης.

Ήταν κάποτε ένας Εβραίος επαναστάτης από το Βίλνιους,

ένας γνήσιος ποιητής-πολεμιστής.

Συνάντησε μερικούς επιζήσαντες μαχητές των γκέτο,

σοσιαλιστές και σιωνιστές, συνωμότησαν.

Μαζεύτηκαν σ’ ένα διαμέρισμα στο Λούμπλιν

και κάθισαν γύρω απ’ το τραπέζι της κουζίνας.

Έδωσαν στους εαυτούς τους ένα εβραϊκό όνομα

και μ’ αυτήν τη λέξη δήλωσαν,

ότι εκδίκηση είναι αυτό που θα ήθελε ο Θεός

– αν υπήρχε Θεός – κι έτσι θα σκότωναν

έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι ήταν παρανοϊκό

και πόνος που εκφράστηκε σε λάθος κατεύθυνση.

Δεν ήθελαν τον πόλεμο να τελειώσει,

ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση.

Για κάθε Εβραίο που έκαψαν οι Ναζί,

για κάθε ρατσιστικό νόμο που πέρασαν,

για κάθε λάθος που δεν ήταν σωστό,

για όλους τους νεκρούς, θα πολεμούσε η Νακάμ.

Έφτιαξαν μια ομάδα από σαράντα δυνατούς,

για να διορθώσουν ό,τι ήταν λάθος.

Επέλεξαν να δηλητηριάσουν τους αγωγούς νερού,

ακριβώς όπως κατηγορούσαν τους Εβραίους από παλιά.

Στη Νυρεμβέργη και την πόλη του Αμβούργου

οι πράκτορές τους δούλευαν υπόγεια.

Βρήκαν δουλειές δίπλα στο ποτάμι

και περίμεναν το δηλητήριο να φτάσει.

Και ο Κόβνερ πήγε στο Τελ Αβίβ

για να δει τι βοήθεια μπορούσε να λάβει.

Μα η Χάγκανα δεν συμφώνησε

να συμμετέχει στη συνωμοσία του.

Έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι δεν ήταν σωστό,

το «οφθαλμός αντί οφθαλμού» θα μας έκανε όλους τυφλούς.

Δεν ήθελαν να κάνουν καμία αλλαγή,

ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση.

Έτσι ο Άμπα Κόβνερ γύρισε πίσω,

με μπουκαλάκια δηλητήριο στο σάκο του,

πάνω σ’ ένα πλοίο του αγγλικού ναυτικού,

αλλά οι Βρετανοί ειδοποιήθηκαν για τα σχέδιά του.

Τον έθεσαν σε κράτηση

και το δηλητήριο ρίχτηκε στη θάλασσα.

Ο Κόβνερ πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή

και έτσι το Σχέδιο Α δεν εφαρμόστηκε.

Η υπόλοιπη οργάνωση σκορπίστηκε

και όλα τα αναπληρωματικά τους σχέδια απέτυχαν.

Αλλά ένας πράκτορας σ’ ένα αρτοποιείο

κατάφερε να βρει λίγο δηλητήριο απ’ το Παρίσι.

Μόλις το δηλητηριασμένο ψωμί φούσκωσε

το πήρε σε μια φυλακή των Συμμάχων

και διάφορες αναφορές λένε

ότι εκατοντάδες φυλακισμένα μέλη των SS πέθαναν.

Έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι ήταν λάθος.

Αλλά ήταν οι πράξεις τους αδύνατες ή δυνατές;

Και ποιοι είμαστε εμείς για να τους κρίνουμε και να τους καταδικάσουμε;

Ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση.

Έτσι η Νακάμ διαλύθηκε εντελώς,

αποβιβάστηκαν στις ακτές της Παλαιστίνης

και ο Άμπα Κόβνερ και η ομάδα του

έγιναν όπως πολλοί άλλοι Εβραίοι.

Έβαλαν στην άκρη την οργή και το μίσος τους

και δούλεψαν για να κτίσουν ένα εβραϊκό κράτος,

με εβραϊκές πόλεις και εβραϊκά αγροκτήματα

και εβραϊκά όπλα και ατομικές βόμβες.

Μπορεί η εκδίκηση αν την βάλεις στο ράφι,

να βγει μετά πάνω σε κάποιον άλλο;

Προσέξτε πώς θα ερμηνεύσετε αυτήν την ιστορία,

για να μην επικρατήσουν οι δικές σας προκαταλήψεις.

Γιατί κοιτάξτε τον κόσμο γύρω σας σήμερα

και σκεφτείτε το ρόλο που παίζει η εκδίκηση.

Επειδή η Ιστορία έχει τα απλήρωτα χρέη της

και είναι καλύτερα να τα ξεχνάμε;

Έξι εκατομμύρια Γερμανούς!

Μπορεί να πείτε ότι ήταν εξωφρενικό,

αλλά τι θα απογίνει ένα όνειρο που αναβάλλεται;

Πώς μπορούσαν απλά να ξεκινήσουν πάλι απ’ την αρχή;

Ήθελαν ένα πράγμα: νακάμ, εκδίκηση!

Ο Άμπα Κόβνερ.

Ο Άμπα Κόβνερ.

Ο καθένας μπορεί φυσικά να κάνει τις δικές του σκέψεις σε σχέση μ’ αυτή την ιστορία. Το σίγουρο είναι ότι αυτή αποδεικνύει κάτι μάλλον αυτονόητο: ότι ανάμεσα σε κάποιους Εβραίους υπήρχε διάθεση για εκδίκηση απέναντι στους Γερμανούς μετά το Ολοκαύτωμα. Όχι απλά τιμωρία λίγων κυρίως υπευθύνων, αλλά εκδίκηση κοινωνικής ομάδας (Εβραίοι) εναντίον κοινωνικής ομάδας (Γερμανοί).

Η λογική αυτή, της συλλογικής εκδίκησης και τιμωρίας, μπορεί να μας ακούγεται πολύ σκληρή και άδικη, από την άνετη θέση που βρισκόμαστε σήμερα. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργούσαν και σε σημαντικό βαθμό λειτουργούν ακόμα οι ανθρώπινες κοινωνίες. Ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε τι είχε μόλις συμβεί: έξι εκατομμύρια μέλη της κοινωνικής ομάδας του Κόβνερ είχαν δολοφονηθεί με το χειρότερο τρόπο που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, για το μοναδικό λόγο ότι ήταν Εβραίοι. Και μάλιστα εντελώς απρόκλητα, χωρίς αυτή η κοινωνική ομάδα (Εβραίοι) να έχει εφαρμόσει ποτέ ή να έχει τη δυνατότητα ή θέληση να εφαρμόσει ανάλογη βία προς τους Γερμανούς.

Αν το σκεφτούμε, οι άλλες εθνότητες που υπέφεραν από τους Γερμανούς πήραν κατά κάποιον τρόπο τη συλλογική τους εκδίκηση. Οι Άγγλοι βομβάρδισαν γερμανικές πόλεις και σκότωσαν έτσι Γερμανούς άμαχους και γυναικόπαιδα, όπως τους είχαν κάνει πριν οι Γερμανοί. Οι Γάλλοι κατείχαν με τη σειρά τους γερμανικό έδαφος και μάλιστα ένα μέρος της γερμανικής πρωτεύουσας. Οι Ρώσοι βίασαν χιλιάδες Γερμανίδες και ύψωσαν τη σημαία τους στο Ράιχσταγκ, κάνοντας έτσι τους Γερμανούς να νιώσουν ένα μέρος της ταπείνωσης που είχαν νιώσει πριν οι ίδιοι. Οι Πολωνοί προσάρτησαν ένα μεγάλο μέρος της Γερμανίας και έδιωξαν 10 εκατομμύρια Γερμανούς από τα σπίτια τους – ένα είδος αντίποινων και για τις επαναλαμβανόμενες περιόδους προσάρτησης και κατοχής πολωνικού εδάφους από τη Γερμανία.

Οι Εβραίοι όμως;  Σ’ αυτούς δεν δόθηκε καμία δυνατότητα συλλογικής εκδίκησης, ούτε καν μερικής. Οι Γερμανοί ως λαός ουσιαστικά ποτέ δεν πλήρωσαν γι’ αυτό που έκαναν στους Εβραίους, κι ας ήταν η μεγαλύτερη σφαγή που μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Αυτό είναι κάτι που λογικά πρέπει να δημιούργησε πολύ βαριά απωθημένα στη συλλογική συνείδηση του εβραϊκού λαού.

Έχει ίσως και η σημερινή βία του ισραηλινού κράτους κάτι να κάνει μ’ αυτό; Δεν αναφέρομαι απλά στη βία που έτσι κι αλλιώς έχει μέσα του ο σιωνισμός ως ιδεολογία (αφού βασίζεται στη βίαιη εκδίωξη ενός λαού για να κάνει τόπο σ’ έναν άλλο). Ιδιαίτερα όμως μετά τον τελευταίο πόλεμο στη Γάζα, την αντίδραση στην προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν, την επανεκλογή του Νετανιάχου, με την υπόσχεση να μην αποδεχτεί ποτέ παλαιστινιακό κράτος, δημιουργείται μια αίσθηση ότι το Ισραήλ είναι ως κράτος και κοινωνία εθισμένο στη βία, ότι την έχει ανάγκη. Κάτι που δεν εξηγείται απλά με μια ψυχρή λογική εξυπηρέτησης κάποιων συμφερόντων: αυτός ο εθισμός έχει κάτι παρανοϊκό και μάλλον και αυτοκαταστροφικό μέσα του.

Τροφοδοτείται αυτή η συμπεριφορά του Σιωνισμού, η τωρινή όπως και η παλιότερη, και από το απωθημένο της μη πραγματοποιημένης εκδίκησης; Αυτό είναι κάτι που μπορούν να κρίνουν καλύτερα όσοι έχουν μελετήσει την ψυχολογία της μάζας. Σαν σκέψη πάντως δεν φαίνεται εντελώς παράλογη, αν αναλογιστεί κάποιος το βάρος που έχει η ιδέα της συλλογικής εκδίκησης και τιμωρίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Και δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά, αφού και στις δικές μας χώρες επανέρχεται συχνά η λογική της εκδίκησης σε διάφορες συγκρούσεις, για γεγονότα πολύ μικρότερα σε έκταση από αυτό που συνέβη στους Εβραίους.

Φυσικά, πολύ δύσκολα θα μπορούσε ένας υγιής άνθρωπος να εγκρίνει ηθικά τα σχέδια του Άμπα Κόβνερ και της ομάδας του. Το να σκοτώσεις τόσο κόσμο με μόνο κριτήριο την εθνικότητά τους, είναι από κάθε άποψη απάνθρωπο. Αν όμως αυτή ήταν όντως η εναλλακτική επιλογή: είναι τελικά η εφαρμοσμένη πολιτική του Ισραήλ από την ίδρυση του μέχρι σήμερα πολύ πιο ανθρώπινη;

Οι τρεις (αυτ)απατες του Ευρωπαϊσμου

Κλασσικό

Στις μέρες μας, συχνά ακούμε πολιτικούς ή διανοούμενους να αναφέρονται στην «Ευρώπη» και στις «ευρωπαϊκές αξίες» σαν να πρόκειται για κάποιου είδους ιδέα. Ειδικά στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα υπήρξαν πολλές αναφορές σε υποτιθέμενες ευρωπαϊκές ή αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ακόμα και κομμάτια της Αριστεράς δέχονται το διαχωρισμό και παλεύουν να αποδείξουν ότι συγκαταλέγονται στις πρώτες. Είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή ενότητα έχει γίνει ένα σημαντικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας – άρα σαν τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και να της κάνουμε την αναγκαία κριτική.

Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αποδείξει ότι αυτή η ιδεολογία της ευρωπαϊκής ενότητας είναι σωστή ή λάθος. Ο στόχος του είναι να συνεισφέρει στην κατάρριψη μερικών βασικών μύθων της, οι οποίοι στο δημόσιο λόγο γίνονται δεκτοί σχεδόν χωρίς κριτική. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως βοηθήσει και στο να γίνει ο διάλογος γύρω απ’ αυτό το θέμα πιο λογικός και πιο γόνιμος.

1. Η ύπαρξη της ευρωπαϊκής ηπείρου

Έχουμε συνηθίσει σήμερα να μιλάμε για την Ευρώπη ως μια από τις ηπείρους, στις οποίες χωρίζεται η στερεή επιφάνεια της Γης. Αυτό παρουσιάζεται ως κάτι τόσο αυτονόητο, που σχεδόν κανένας δεν αναρωτιέται αν έχει και μια πραγματική γεωγραφική βάση ή αν βρίσκεται μόνο στο μυαλό μας. Κι όμως, μια ματιά μόνο σ’ έναν παγκόσμιο άτλαντα φτάνει, για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να ορίζει την Ευρώπη σαν μια ξεχωριστή από την Ασία μεγάλη μάζα στεριάς – σε αντίθεση με όλες τις άλλες ηπείρους.

Πηγή: en.wikipedia.org

Πηγή: en.wikipedia.org

Τα υποτιθέμενα όρια της Ευρώπης με την Ασία (με βάση την κυρίαρχη άποψη) είναι τα Ουράλια, ο Καύκασος και ο Βόσπορος. Δηλαδή ξεκινούν από μια χαμηλή οροσειρά (η ψηλότερη της κορυφή είναι χαμηλότερη απ’ το Τρόοδος) και συνεχίζονται για αρκετά χιλιόμετρα μέσα σε εντελώς επίπεδη στέπα κι έπειτα στην επιφάνεια μιας λίμνης (Κασπία). Ενόσω βρίσκονται μέσα στη λίμνη κάνουν ξαφνικά μια στροφή ενενήντα μοιρών προς τα δυτικά, διασχίζουν το Καύκασο, συνεχίζουν πάλι μέσα σε θάλασσα, κάνουν ακόμα μια στροφή για να συνεχιστούν μέσα από ένα στενό πορθμό, τον οποίο σήμερα μπορεί κάποιος να διασχίσει περνώντας μια γέφυρα (Βόσπορος), και καταλήγουν σε μια θάλασσα γεμάτη νησιά που στην Ιστορία πάντα ένωνε παρά χώριζε (Αιγαίο). Ο ορισμός αυτός είναι τόσο αυθαίρετος, που είναι σχεδόν αστείο να πιστεύει κάποιος ότι έχει στοιχεία αντικειμενικότητας.

Από γεωλογική άποψη, πιο κατάλληλες για να πάρουν τον τίτλο της ηπείρου θα ήταν η Αραβία και η Ινδία, που τουλάχιστον αποτελούν ξεχωριστές γεωλογικές πλάκες – ενώ η Ευρώπη είναι απλά το δυτικό τμήμα της ευρασιατικής. Ούτε από ανθρωπογεωγραφική άποψη υπάρχει κάτι που να στοιχειοθετεί ένα όριο. Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ονομάζονται έτσι, ακριβώς επειδή καλύπτουν μια περιοχή από την Ευρώπη ως την Ινδία. Ενώ ο μεγαλύτερος λαός στην Ευρώπη, οι Ρώσοι, είναι μοιρασμένος ανάμεσα στις δύο «ηπείρους».

Γιατί όμως τότε η επιμονή σε έναν τέτοιο χωρισμό Ευρώπης-Ασίας, που είναι από κάθε επιστημονική άποψη (γεωλογική, φυσιογεωγραφική, ανθρωπογεωγραφική) ανύπαρκτος; Προφανώς γιατί υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν την επιβίωσή του στο μυαλό των ανθρώπων.  Εξάλλου συχνά τα όρια της Ευρώπης μετακινούνται εκφράζοντας τα εκάστοτε συμφέροντα. Το κυριώτερο είναι ίσως ότι δίνει στους Ευρωπαίους μια αίσθηση διαφορετικότητας: δεν είναι μάλλον άσχετος με μια παραδοσιακή ευρωπαϊκή υπεροψία προς τον υπόλοιπο πληθυσμό της Γης.

2. Η αντίθεση με τη γερμανοκρατία

Ακούμε κάποτε ότι οι γερμανικές προσπάθειες ηγεμονίας της Ε.Ε. παραβιάζουν τα ιδεώδη των ιδρυτών της, ότι είναι κάτι ξένο προς την πραγματική φύση και σκοπό της ευρωπαϊκής ενότητας. Πολλοί Έλληνες ευρωπαϊστές, αν και παραδοσιακά μάλλον γερμανόφιλοι, ανακάλυψαν κι αυτοί πρόσφατα αυτήν την άποψη, αφού επιβλήθηκαν οι πολιτικές λιτότητας στην Ελλάδα – τα προηγούμενα χρόνια που το χρήμα έρεε άφθονο, αυτή η ηγεμονία δεν φαινόταν να τους ενοχλεί κι ιδιαίτερα.

Στην πραγματικότητα, και μόνο το να δέχεται κάποιος ότι είναι πάνω απ’ όλα μέρος της Ευρώπης, ισοδυναμεί και με μια τουλάχιστον μερική αποδοχή της ένταξης στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Η «Ευρώπη» είναι ως γεωγραφικός χώρος ακριβώς έτσι ορισμένη για να έχει τη Γερμανία ως πυρήνα της – και δεν εννοώ μόνο το γερμανικό κράτος, αλλά οτιδήποτε είναι κατ’ ουσίαν γερμανικό.

Τα γερμανικά είναι η επίσημη γλώσσα όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ελβετία και την Αυστρία. Ακόμα, πολλές άλλες γλώσσες είναι συγγενικές της (π.χ. τα Δανέζικα, τα Ολλανδικά/Φλαμανδικά, τα Σουηδικά). Οι γειτονικές στη Γερμανία και την Αυστρία σλαβικές χώρες έχουν έντονη γερμανική πολιτιστική και γλωσσική επιρροή (ιδίως η Τσεχία και η Σλοβενία). Γερμανικά φύλα έχουν δώσει το όνομα τους σε περιοχές στις γειτονικές λατινόφωνες χώρες, όπως στη Βουργουνδία ή στη Λομβαρδία, αλλά και γενικά στη χώρα που ήταν μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες ο κύριος εχθρός της Γερμανίας (κανονικά θα έπρεπε κι εμείς στην Ελλάδα να την ονομάζουμε Φραγκία αντί Γαλλία, όπως όλος ο κόσμος). Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που ονομάζουμε «Δύση» ή «Ευρώπη» ως ιστορικός-πολιτισμικός χώρος ήταν το δημιούργημα της κατάλυσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από γερμανικά φύλα και της πολιτιστικής ανάμιξης τους με τους λατινικό στοιχείο.

Πέρα όμως απ’ αυτά τα πολιτισμικά-ιστορικά στοιχεία (που είναι σημαντικά για να κατανοήσουμε τη ρίζα της «ευρωπαϊκής ταυτότητας») υπάρχει και η σημερινή πολιτική-οικονομική πραγματικότητα: η Γερμανία είναι όχι μόνο η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα στην Ε.Ε. (ειδικά αν μετρήσουμε και τη συγγενική της Αυστρία)  και η γεωγραφικά πιο κεντρική,  αλλά κι αυτή με την πιο παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία – όπως απέδειξε και η τελευταία οικονομική κρίση. Ακόμα και τα στοιχεία «ευρωπαϊκότητας» στη συνείδηση του κόσμου (ειδικά στις χώρες μας, στη Μεσόγειο) είναι περίπου τα ίδια με της «γερμανικότητας».

Τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά όταν ιδρύθηκε η ΕΟΚ, την εποχή που η Ευρώπη κι η ίδια η Γερμανία ήταν διαιρεμένες. Θα ήταν ίσως επίσης διαφορετικά, αν ο ορισμός της Ευρώπης συμπεριλάμβανε ξεκάθαρα και τη Ρωσία και την Τουρκία. Μια τέτοια ευρωπαϊκή ταυτότητα θα ήταν ίσως πιο σύνθετη και θα έκανε το γερμανικό κεντρικό ρόλο αμφίβολο. Θυμάμαι μια συζήτηση με ένα Γερμανό συμφοιτητή μου (ένθερμο ευρωπαϊστή και ψηφοφόρο των Πράσινων), που ήθελε μια σύντομη ένταξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών στην Ε.Ε., συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές και τις βαλκανικές, την Ουκρανία κ.λπ. Ταυτόχρονα όμως έβαλε και ένα καθαρό όριο: όχι στην Τουρκία και όχι στη Ρωσία. Νομίζω αυτό δεν ήταν τυχαίο. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία και η Ρωσία αντιμετωπίζονται ως περιφερειακές μισο-ευρωπαϊκές χώρες.

Ο σημερινός ορισμός της Ευρώπης είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του γερμανικού κεντρικού ρόλου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό – σίγουρα πολλές από τις θετικές πλευρές της Ε.Ε. για τις χώρες μας είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της γερμανικής επιρροής, π.χ. στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Αλλά είναι ψευδαίσθηση να ελπίζεις σε μια Ενωμένη Ευρώπη χωρίς γερμανική ηγεμονία – χωρίς Γερμανία δεν υπάρχει και Ευρώπη. Ακόμα και ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν τις τελευταίες μέρες αρκετά ειλικρινής για να το παραδεχτεί.

3. Το αντίδοτο στο συντηρητισμό και τον εθνικισμό

Επίσης ακούμε συχνά για ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε «ευρωπαϊκές» από τη μια και «ευρωσκεπτικιστικές» ή και «αντι-ευρωπαϊκές» δυνάμεις από την άλλη. Κατά κανόνα αυτοί που αναφέρονται σ’ αυτόν το διαχωρισμό συγκαταλέγουν τους εαυτούς τους στις ευρωπαϊκές. Με βάση τα λεγόμενά τους, η αντίπαλη πλευρά αποτελείται από οπαδούς παρωχημένων ιδεολογιών, από παλιομοδίτες εθνικιστές, από αντιδραστικούς εχθρούς της προόδου, απο συντηρητικούς που απλά φοβούνται οποιαδήποτε αλλαγή. Ακόμα και αριστεροί που είναι εναντίον στην Ε.Ε. με τη σημερινή της μορφή, νιώθουν συχνά την ανάγκη να προσθέσουν ότι είναι υπέρ μιας «Ευρώπης των λαών» – ακριβώς για να διαχωρίσουν τη θέση τους από το συντηρητικό/εθνικιστικό αντι-ευρωπαϊσμό.

Αυτό όσον αφορά τις πλούσιες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης έχει κάποια βάση. Αυτές περιβάλλονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συχνά πιο φτωχές από τις ίδιες. Η ευρωπαϊκή επιλογή μπορεί να ερμηνευθεί και ως άνοιγμα προς τον κόσμο, ως κάτι προοδευτικό, κι αυτοί που αντιδρούν ως εχθροί αυτού του ανοίγματος, που σκέφτονται μόνο τα στενά εθνικά συμφέροντα ή δεν θέλουν να μοιραστούν το πλούτο τους με τους φτωχούς γείτονες τους.

Η περίπτωση όμως των νότιων περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, είναι πολύ διαφορετική. Η ευρωπαϊκή επιλογή δεν είναι μόνο επιλογή προσέγγισης προς κάποιους από τους γείτονες τους, αλλά ταυτόχρονα και επιλογή απομάκρυνσης από άλλους – με τους οποίους τα σύνορα γίνονται πιο αδιαπέρατα αντί να πέφτουν. Ειδικά όταν οι δεύτεροι είναι συχνά και πιο φτωχοί, ενώ οι πρώτοι πιο πλούσιοι, δύσκολα μπορεί αυτό να ειδωθεί ως αριστερή προοδευτική επιλογή. Στην ακραία μάλιστα περίπτωση της Κύπρου, χώρας της οποίας όλες σχεδόν οι γειτονικές χώρες είναι καθαρά μη-ευρωπαϊκές, η ένταξη σε μια ευρωπαϊκή Ένωση (με οποιαδήποτε μορφή) συνιστά μάλλον επιλογή κλεισίματος, όχι ανοίγματος προς τον κόσμο.

Χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Κύπρος μπορούν μεν να θεωρηθούν ως ευρωπαϊκές (η τελευταία πιο δύσκολα), ανήκουν όμως ταυτόχρονα και σε άλλες κατηγορίες π.χ. μεσογειακές ή και μεσανατολίτικες, στην περίπτωση της Κύπρου. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να δείχνει ότι η ευρωπαϊκή τους διάσταση υπερέχει καθαρά έναντι των άλλων. Μάλιστα από ιστορική άποψη, ήταν μάλλον πιο συνδεδεμένες με τις μη-ευρωπαϊκές γειτονικές τους περιοχές, παρά π.χ. με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Σ’ αυτές τις χώρες είναι άρα οι ευρωπαϊστές (ιδιαίτερα οι αριστεροί ή προοδευτικοί ανάμεσά τους), που έχουν την υποχρέωση να δικαιολογήσουν τη θέση τους – κι όχι οι αντίπαλοί τους.


Όπως ξεκαθάρισα και στην αρχή, η κατάρριψη αυτών των μύθων δεν οδηγεί απαραίτητα και στην απόρριψη της ιδέας της ευρωπαϊκής ενότητας ή του ότι εμείς πρέπει να είμαστε μέρος της. Μπορεί φυσικά κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη σημερινή ή με άλλη μορφή, στη βάση των πλεονεκτημάτων που αυτή φέρνει ή θα μπορούσε να φέρει – από τη δική του οπτική γωνία ο καθένας.

Θα μπορούσε και κάποιος να απαντήσει στα σημεία του άρθρου. Π.χ. πως η Ευρώπη δεν χωρίζεται μεν καθαρά από την υπόλοιπη Ευρασία, αλλά υπάρχουν λόγοι που κάνουν την ενοποίηση μεγάλου τμήματος της Ευρώπης πιο εύκολη ή αναγκαία από αυτήν ολόκληρης της Ευρασίας (ή άλλων τμημάτων της). Ότι έχουμε συμφέρον κι εμείς αλλά κι οι γειτονικοί μας λαοί να ανήκουμε στη γερμανική σφαίρα επιρροής παρά σε οποιαδήποτε άλλη – και να το εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα.

Πιστεύω όμως πως για ένα θέμα τόσο σημαντικό, που θα καθορίσει όχι μόνο το δικό μας μέλλον αλλά ίσως κι αυτό των επόμενων γενιών, χρειάζεται να γίνει μια απομυθοποίηση, που θα μας επιτρέψει να το δούμε όπως πραγματικά είναι.

Charlie Hebdo και ο πολεμος των πολιτισμων

Κλασσικό

Μετά τα πρόσφατα γεγονότα στο Παρίσι, πρέπει ίσως να παραδεχτούμε ότι οι αντιδράσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ ήταν σχετικά προσεκτικές. Με θλιβερή εξαίρεση το Σαμαρά, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το περιστατικό στον προεκλογικό του αγώνα, γενικά φαίνεται να απέφυγαν – τουλάχιστον προς το παρόν – να δώσουν διάσταση «πολιτισμικού πολέμου» («διαφωτισμένοι Ευρωπαίοι» εναντίον «φανατικών Μουσουλμάνων») και να ποντάρουν στα ξενοφοβικά αισθήματα των πληθυσμών τους.

Δυστυχώς, αυτό δε σημαίνει ότι τέτοιες σκέψεις δεν περνούν από το μυαλό των Ευρωπαίων πολιτών. Αυτό φαίνεται κι από το ότι αναφέρεται ως περίεργο που ένας από τους νεκρούς αστυνομικούς ήταν Μουσουλμάνος, περίπου σαν να ήταν λάθος των δολοφόνων. Προφανώς ο κόσμος ξεχνά ή αγνοεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανά τον κόσμο θυμάτων των φανατικών ισλαμιστών είναι οι κι ίδιοι Μουσουλμάνοι, όχι κατ’ ανάγκη λιγότερο θρήσκοι: στη Συρία, τη Λιβυή, το Ιράκ, το Πακιστάν ή το Αφγανιστάν. Για όλα αυτά τα χιλιάδες θύματα η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν ενδιαφέρεται και πολύ. Εξαίρεση είναι μάλλον όταν οι φανατικοί ισλαμιστές δολοφονούν μη-Μουσουλμάνους.

Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τις αντιφάσεις στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, που εξεγείρεται όταν φανατικοί ισλαμιστές διαπράττουν μια τέτοια δολοφονία (με σχετικά λίγα θύματα), αδιαφορεί όμως όταν εκατοντάδες μετανάστες που προσπαθούν ακριβώς να ξεφύγουν από τους ίδιους φανατικούς πνίγονται στα νερά της Μεσογείου – ως αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθούν οι εκλεγμένοι της ηγέτες στο όνομά της. Το θέμα είναι ότι πολλοί Ευρωπαίοι ερμηνεύουν γεγονότα όπως αυτά του Παρισίου ως μέρος ενός «πολέμου πολιτισμών». Κάτι που δυστυχώς δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Ελλάδα – πριν λίγες μέρες είδα σε ελληνική εφημερίδα άρθρο με ακριβώς αυτόν τον τίτλο.

Φαινόμενα όπως η άνοδος λαϊκιστικών κινημάτων με ακροδεξιές τάσεις συνδέονται μ’ αυτό. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι π.χ.  το νεογέννητο κίνημα PEGIDA στη Γερμανία, που ακόμα και στο ίδιο του το όνομα («Πατριώτες Ευρωπαίοι Ενάντια στον Εξισλαμισμό Της Δύσης») δηλώνει την πίστη στην ύπαρξη αυτού του πολέμου των πολιτισμών. Χαρακτηριστικό αυτών των κινημάτων είναι ότι σε αντίθεση με την παραδοσιακή ακροδεξιά δεν είναι εχθρικά σε αξίες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου, ακόμα κι η αποδοχή των ομοφυλοφίλων. Αντίθετα, παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν τους υπερασπιστές ακριβώς αυτών των αξιών – απέναντι στους οπισθοδρομικούς μουσουλμάνους μετανάστες. Κι όση αντίδραση σ’ αυτό κι αν υπάρχει, δεν μπορεί κανείς να κλείσει τα μάτια μπροστά στην πέραση που έχουν αυτές οι ιδέες σε πολλούς Ευρωπαίους πολίτες, ακόμα και μορφωμένους.

Η κατά Χάντινγκτον σύγκρουση των πολιτισμών

Πολλοί έχουν ακούσει για τον Σάμιουελ Χάντινγκτον και τις θεωρίες του. Σε αντίθεση με άλλους που προέβλεπαν ότι με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έρχεται και το «τέλος της Ιστορίας», ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας είχε ήδη μιλήσει από το 1993 για την επερχόμενη «σύγκρουση των πολιτισμών». Αυτή θα αντικαθιστούσε τις μέχρι τώρα κυρίαρχες ιδεολογικές συγκρούσεις, που χαρακτήριζαν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

Για να στοιχειοθετήσει τη θεωρία του, ο Χάντινγκτον χώρισε τον πλανήτη σε 9 πολιτιστικές περιοχές, αναμένοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους να είναι η κύρια πηγή συγκρούσεων. Σαν κύριο στοιχείο διαχωρισμού φαίνεται να θεωρεί τη θρησκεία. Ας σημειωθεί για τους φιλοδυτικούς Έλληνες θαυμαστές των ιδεών του, ότι την Ελλάδα και την Κύπρο δεν τις κατατάσσει στο «δυτικό κόσμο», αλλά στο «σλαβο-ορθόδοξο».

Οι πολιτισμικές περιοχές του κόσμου, κατά το Σάμιουελ Χάντιγκτον.

Οι πολιτισμικές περιοχές του κόσμου, κατά το Σάμιουελ Χάντινγκτον. Πηγή: library.buffalo.edu

Ήδη τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ο Χάντινγκτον τον ερμήνευσε ως επιβεβαίωση των θεωριών του. Εκεί συγκρούονταν ο ορθόδοξος με το δυτικό και τον ισλαμικό κόσμο, στην περιοχή που αυτοί συνόρευαν ο ένας στον άλλο. Η θέση που πήραν οι εξωτερικοί παράγοντες (Γερμανία υπέρ των Κροατών, Ελλάδα και Ρωσία υπέρ των Σέρβων, Τουρκία υπέρ των Μουσουλμάνων) έμοιαζε να ενισχύει αυτήν τη θέση. Κι αν ζούσε σήμερα ο Χάντινγκτον, σίγουρα θα έβλεπε και τη σύγκρουση στην Ουκρανία (στην οποία έιχε αναφερθεί στο βιβλίο του πολύ πριν ξεσπάσει) σαν πανηγυρική επιβεβαίωση. Εννοείται φυσικά ότι με ανάλογο τρόπο θα έβλεπε και τα γεγονότα στο Παρίσι.

Φυσικά οι θεωρίες του Χάντινγκτον αντιμετώπισαν – δικαίως – και έντονη κριτική. Εξάλλου είναι καθαρό ότι έχουν ένα δυνατό αντιδραστικό στοιχείο μέσα τους: με τον τρόπο που ο Χάντιγκτον αρνείται τον ιδεολογικό χαρακτήρα των παγκόσμιων συγκρούσεων, είναι λες και γυρίζει τον κόσμο μερικούς αιώνες πριν. Παρ’ όλα αυτά μοιάζουν να είναι κι ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας: όσο περισσότεροι πείθονται να δουν τον κόσμο απ’ αυτήν την οπτική γωνία, τόσο περισσότερο γίνονται κι αυτές οι «πολιτισμικές συγκρούσεις» πραγματικότητα που δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε.

Το πιο πιθανό είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς που ερμηνεύουν την πραγματικότητα με βάση την ιδέα των πολιτισμικών συγκρούσεων αγνοούν το θεωρητικό υπόβαθρό της. Ο Χ ‘Ελληνας αρθρογράφος που δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο «Πόλεμος των πολιτισμών» για να περιγράψει μια δολοφονία από μια μικρή ομάδα παρανοϊκών φανατικών στη Γαλλία, μπορεί να μην έχει ακούσει ποτέ το όνομα «Σάμιουελ Χάντινγκτον». ‘Η να μην αντιλαμβάνεται καθόλου τις συνέπειες που έχει αυτός ο τρόπος σκέψης.

Κι όμως, αν είχε κάποιος ασχοληθεί σοβαρά με τις θεωρίες του Χάντινγκτον, θα αντιλαμβανόταν και τον κίνδυνο που περιέχουν ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Γιατί είτε κάποιος βλέπει την Ελλάδα και την Κύπρο ως μέρος του «δυτικού κόσμου» είτε ως του «ορθόδοξου κόσμου», ένα είναι το σίγουρο: ότι ζούμε κοντά στις διαχωριστικές γραμμές αυτών των πολιτισμικών περιοχών. Δηλαδή σε ένα χώρο που η μοίρα του είναι κατά το Χάντινγκτον να εμπλέκεται σε τέτοιες πολιτισμικές συγκρούσεις – με κόστος σε ανθρώπινες ζωές.

Αυτός είναι ο λόγος που ένας κάτοικος της Ελλάδας ή της Κύπρου με στοιχειώδη πατριωτισμό πρέπει να ανατριχιάζει μόνο κι όταν ακούει τέτοιες φράσεις όπως «σύγκρουση των πολιτισμών».  Αλλά όσο αληθινές κι αν μοιάζουν αυτές οι θεωρίες, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι είναι μόνος ένας τρόπος για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, ένας από τους πολλούς που υπάρχουν.

Αν δούμε π.χ. την περίπτωση του Κυπριακού: μπορεί κάποιος να τη δει σαν σύγκρουση του ορθόδοξου και του ισλαμικού κόσμου κατα μήκος της διαχωριστικής τους γραμμής – ή σε μια παραλλαγή που θα άρεσε σε όσους ονειρεύονται την πλήρη ένταξή μας στη Δύση, του δυτικού και του ισλαμικού κόσμου. Σίγουρα οι ανά τον κόσμο (συνειδητά ή όχι) οπαδοί του Χάντινγκτον, που συχνά ούτε ξέρουν ούτε τους ενδιαφέρει να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για την Κύπρο, το βλέπουν με τέτοιο τρόπο. Αυτό το διαπίστωσα κι εγώ ο ίδιος στο εξωτερικό – και δυστυχώς όχι μόνο εκεί.

Θα μπορούσε όμως κάποιος να αναφέρει ότι παρά τις όποιες (έτσι κι αλλιώς μάλλον μικρές) πολιτισμικές διαφορές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αυτοί είναι από πολιτισμική άποψη πολύ πιο κοντά ο ένας στον άλλο απ’ ό,τι π.χ. στους Ρώσους ή στους Πακιστανούς αντίστοιχα, ότι πολλοί απ’ αυτούς που εμπλέκονταν στη σύγκρουση είχαν ελάχιστη αίσθηση ότι ανήκουν σε τέτοιους «κόσμους», ότι η θέση που πήραν εξωτερικοί παράγοντες ελάχιστα ταυτιζόταν με τη θρησκεία. Ή ακόμα ότι ανάλογες συγκρούσεις, όχι μικρότερης έντασης, υπήρξαν και υπάρχουν και μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων/Σλαβομακεδόνων, ή μεταξύ Τούρκων και Κούρδων.

Τελικά είναι εμείς που επιλέγουμε με ποιον τρόπο θα ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα γύρω μας. Αλλά ταυτόχρονα η επιλογή μας έχει συνέπειες και στη διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας.

Ντανιελ Καν: μια ιδιαίτερη εβραϊκή φωνή

Κλασσικό

Το θέμα αυτού του άρθρου είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους τραγουδοποιούς, ο οποίος είναι μάλλον άγνωστος στο ελληνόφωνο κοινό. Μπορεί να μην υπάρχει κάποια άμεση σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια έμμεση σύνδεση, αφού ο Καν αναφέρεται στα τραγούδια του πολύ στην εβραϊκή ταυτότητα και κατ’ επέκταση συχνά και στο θέμα του σιωνισμού.

Ο Ντάνιελ Καν είναι Εβραίος Ασκενάζι, γεννημένος στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Το συγκρότημά του Painted Bird έχει όμως την έδρα του στο Βερολίνο – κάτι που μοιάζει να έχει μην είναι τυχαίο.  Η μουσική παράδοση στην οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό είναι τα κλέζμερ: τραγούδια των Εβραίων Ασκενάζι της Ανατολικής Ευρώπης. Συνεργάζεται με συγκροτήματα από το Ισραήλ αλλά και με Εβραίους της Ρωσίας, όπως ο Ψόυ Κορολένκο. Μια τέτοια συνεργασία  είναι η  «Unternationale» (ας πούμε η Υποεθνής): ο τίτλος είναι από μόνος του χαρακτηριστικός για τον τρόπο σκέψης του Καν.

Ένα τραγούδι πολύ ενδεικτικό για το πνεύμα αυτής της συνεργασίας (και ίσως ένα από το πιο δυνατά τραγούδια που έχει γράψει ο Καν) είναι το «Dumay!  Think!  Думай!». Εδώ ο Καν παίζει με τον παραδοσιακό εβραϊκό θρησκευτικό σκοπό «Ντουνάι» και τη ρώσικη λέξη «Ντουμάι» που σημαίνει «Σκέψου». Το τραγούδι ξεκινάει με λίγες φράσεις στα εβραϊκά, συνεχίζεται με στίχους στα γίντις*, στα αγγλικά και στα ρώσικα, για να τελειώσει πάλι στα γίντις. Αναφέρεται στο σιωνισμό και το κράτος του Ισραήλ, χωρίς να παίρνει ξεκάθαρη θέση. Ο Καν έχει πει ότι αυτό το τραγούδι πετάει με δύο φτερά, ένα αριστερό κι ένα δεξιό – προφανώς εννοεί ότι θα μπορούσε κάποιος να το ερμηνεύσει και ως αντισιωνιστικό και ως σιωνιστικό. Αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας των στίχων δίνει ίσως και το βαθύτερο μήνυμα του τραγουδιού.

Άλλο τραγούδι από την ίδια συνεργασία είναι το «Ekh Lyuli Lyuli – Эх Люли Люли». Το βασικό κείμενο είναι στα γίντις και πρόκειται για ένα παλιό τραγούδι των Εβραίων της Ρωσίας που είχαν καταταχθεί στο στρατό του Τσάρου. Ενσωματώνεται όμως και μια απαγγελία του Ψόυ Κορολένκο στα ρώσικα, με πιο σύγχρονες πολιτικές αναφορές (τη μετάφραση των στίχων στα αγγλικά μπορεί κάποιος να τη διαβάσει εδώ).

Ένα καθαρά αντισιωνιστικό τραγούδι είναι το «Oy Ir Narishe Tsienistn – Oh You Foolish Little Zionists». Πρόκειται για παλιό εβραϊκό τραγούδι από τη σοβιετική περίοδο, που προφανώς εκφράζει και την κρατική πολιτική της εποχής. Ο Καν και ο Κορολένκο το τραγουδάνε στα γίντις, στα αγγλικά και στα ρώσικα. Το συμπεριλαμβάνουν στην Unternationale μαζί με σιωνιστικά τραγούδια, μάλλον για να δείξουν την ποικιλία απόψεων που υπήρχε μέσα στις εβραϊκές κοινότητες σχετικά με αυτό το θέμα.

Λιγότερο σχετικό με την εβραϊκότητα, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικό για όποιον έχει ζήσει στο Βερολίνο στη χρονική περίοδο μετά την πτώση του Τείχους, είναι το τραγούδι «Good old bad old days». Ο ίδιος ο Καν το περιγράφει σαν μια «οσταλγική μπαλάντα για το Βερολίνο, για τη χαμένη αγάπη ανάμεσα στον κόσμο και το σοσιαλισμό» («οσταλγία» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στη Γερμανία για να περιγράψει τη νοσταλγία των Ανατολικογερμανών για την εποχή πριν την πτώση του Τείχους). Ο Καν πάντως κάνει και μια μικρή αναφορά στο εβραϊκό παρελθόν, που αν την έκανε κάποιος μη Εβραίος μάλλον θα τη θεωρούσαν προκλητική: so don’t look for a final solution here in Berlin, for capitalist prostitution it comes from within.

Πολύ επίκαιρο είναι το τραγούδι «Inner Emigration», το οποίο περιέχει και μια μικρή αναφορά στην Κύπρο. ‘Οπως συνηθίζει, ο Καν χρησιμοποιεί αποσπάσματα του εβραϊκού πολιτισμού και της εβραϊκής ζωής για να κάνει παναθρώπινες αναφορές. Το τραγούδι διηγείται 3 ιστορίες: η πρώτη για ένα ζευγάρι Εβραίων στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του Χίτλερ, η δεύτερη για έναν Εβραίο της Ουκρανίας που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στο Ισραήλ και η τρίτη για μια Εβραία του Ισραήλ που ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Παλαιστίνιο. Ο Καν παίζει εδώ πάλι με τα αγαπημένα του θέματα της ταυτότητας και της μετανάστευσης.

Το τραγούδι «March of The Jobless Corps» είναι η αγγλική διασκευή ενός παλιού τραγουδιού στα γίντις σχετικά με την ανεργία την εποχή του οικονομικού κραχ στη Γερμανία. Ο Καν θέλει μάλλον μ’ αυτό να κάνει τη σύνδεση με την οικονομική κρίση του 2008 και την ανεργία που αυτή δημιούργησε. Στο βιντεοκλίπ χρησιμοποιεί πολλά εβραϊκά σύμβολα, μάλλον ως αναφορά στην εβραϊκή εργατική τάξη του μεσοπολέμου.

Από το ρεπερτόριο του Ντάνιελ Καν δεν λείπει και η διασκευή ενός ελληνικού τραγουδιού, του «Ολαρία Ολαρά» του Διονύση Σαββόπουλου.

Τελειώνω με το τραγούδι «The Jew In You», όπου ο Καν εκφράζει διάφορες σκέψεις σχετικά με τη σύγχρονη εβραϊκή ταυτότητα και τις πανανθρώπινες προεκτάσεις τις. Μάλλον ένα από τα πιο εμπνευσμένα που έχει γράψει.


*γίντις (Jiddisch): η γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Αν και η ίδια η λέξη σημαίνει «Εβραϊκά», η γλώσσα είναι πολύ συγγενική με τα γερμανικά, με σλαβικές και σημιτικές επιρροές.