Ο Ελληνισμος μετα την Ευρωπη

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να θυμίζει το «Μετά την Ευρώπη» του Ιβάν Κράστεφ. Στην πραγματικότητα όμως, η ιδέα ξεκίνησε όταν έπεσα τυχαία στη συλλογική έκδοση «Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;». Πριν ακόμα το διαβάσω, υπέθεσα (ελέγχοντας και τους συγγραφείς) ότι η απάντηση θα είναι θετική.

Όπως λέει και ο τίτλος του, το βιβλίο εστιάζει στις προοπτικές του ελληνικού έθνους-κράτους μετά από μια πιθανή έξοδό του από την ΕΕ. Εδώ η ιδέα είναι να πάρουμε τον προβληματισμό ένα βήμα παραπέρα: ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του Ελληνισμού γενικά, σε έναν κόσμο που όχι απλά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η ίδια η έννοια της Ευρώπης μπορεί να είναι ξεπερασμένη;

Ο Ελληνισμός

Ας ξεκινήσουμε ορίζοντας τον Ελληνισμό. Κάποιοι χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο απλά ως το σύνολο δύο ελληνόφωνων κρατών (Ελλάδα και Κύπρος). Εδώ όμως έχω στο νου μου κάτι ευρύτερο: μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων με ασαφή και μεταβαλλόμενα όρια, αλλά με μακρά διάρκεια, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από κρατικά σύνορα. Αν θέλουμε να βρούμε κάποια (σχετικά) διαχρονικά χαρακτηριστικά, δύο μοιάζουν να είναι τα πιο σταθερά:

  • Η ελληνική γλώσσα. Βέβαια, ποτέ δεν ήταν απόλυτο ότι όσοι μιλούν ελληνικές διαλέκτους ανήκουν στην ίδια κοινότητα (βλέπε π.χ. ελληνόφωνους Μουσουλμάνους, που τελικά θεωρήθηκαν σχεδόν αυτονόητα Τούρκοι αντί για Έλληνες), ούτε αντίστροφα ότι όσοι ανήκουν στην κοινότητα έχουν κάποια ελληνική διάλεκτο ως μητρική (βλέπε π.χ. Βλάχους, Αρβανίτες). Παρόλα αυτά, η χρήση της ελληνικής ήταν, για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ένας σχετικά σταθερός άξονας, τουλάχιστον σε διάφορους τομείς της ζωής όπως π.χ. η παιδεία ή η θρησκεία.
  • Η γεωγραφία – κι εδώ ίσως όχι τόσο το έδαφος, όσο η θάλασσα. Περίπου όλα τα κέντρα των πολιτισμών που βασίστηκαν στη χρήση της ελληνικής βρίσκονταν γύρω από τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Κάτω Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Τραπεζούντα, Σμύρνη – και ξανά πάλι Αθήνα.

Η γεωγραφία είναι κάτι στο οποίο αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Αν θέταμε το ερώτημα «ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους;» στις σημερινές ελληνικές ελίτ, είναι πολύ πιθανό να ανέφεραν και το επίθετο «ευρωπαϊκό». Κι αυτό είναι ακριβώς το θέμα μας εδώ. Όχι το αν είναι αντικειμενικά σωστό (πόση αντικειμενικότητα μπορεί να έχει ένας χώρος όπως η Ευρώπη, πρακτικά αδύνατο να τη διαχωρίσεις από την υπόλοιπη Ευρασία), αλλά το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι.

Η Ευρώπη

Στην ίδια την Ευρώπη αρέσει να προβάλλει τις αρχαιοελληνικές καταβολές της, είτε με αναφορές στη μυθολογία (αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία), είτε σε ιστορικά γεγονότα (όπως τους Περσικούς Πολέμους). Αν όμως για τους αρχαίους Έλληνες μπορεί σε κάποια φάση να ήταν χρήσιμο να διαχωρίσουν τον κόσμο που γνώριζαν σε αυτόν δυτικά του Βοσπόρου και αυτόν ανατολικά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο διαχωρισμός είχε την ίδια χρησιμότητα λίγους αιώνες αργότερα. Το θέμα απαιτεί έρευνα, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι για Βυζαντινούς, Οθωμανούς και Άραβες, τα όρια ανάμεσα σε Ασία, Ευρώπη και Αφρική έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ήταν μια υποδιαίρεση της δικής τους επικράτειας, λιγότερο σημαντική από τον διαχωρισμό ανάμεσα στο σύνολο αυτής και την ξένη επικράτεια. Η ιδέα μιας «ενωμένης Ευρώπης» (ή Ασίας, ή Αφρικής) μάλλον δε θα είχε νόημα για κανέναν από αυτούς.

Περισσότερο νόημα έχει ένας τέτοιος διαχωρισμός στη Νεώτερη Εποχή, κυρίως για τα ανερχόμενα έθνη της Δυτικής Ευρώπης. Βάζει ένα όριο ανάμεσα σε αυτά και τις αποικίες ή προτεκτοράτα τους· υποδηλώνοντας βέβαια και μια ανωτερότητα. Ειδικά για τον μεγαλύτερο δυτικο-ευρωπαϊκό λαό, τους Γερμανούς, δεν τους τοποθετεί μόνο σε ένα «ανώτερο» τμήμα του κόσμου, αλλά και στο κέντρο αυτού (ίσως θα είχε ενδιαφέρον να ψάξουμε τη σχέση του ορίου Ευρώπης-Ασίας με τους Γερμανούς γεωγράφους). Στον 20ό αιώνα, η «Ευρώπη» αποκτά ακόμα μια ιδιαίτερη σημασία, αφού από ευρωπαϊκά κράτη ξεκινούν και (κυρίως) σε ευρωπαϊκό έδαφος συμβαίνουν οι δύο καταστροφικότεροι πόλεμοι της ανθρώπινης Ιστορίας. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση παρουσιάζεται ως η λύση που θα εγγυηθεί μια σχεδόν παγκόσμια ειρήνη. Η Ευρώπη δεν είναι μόνο γεωγραφικός χώρος, γίνεται πλέον ιδανικό: συνδέεται με έννοιες όπως δημοκρατία, ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, ανοιχτή κοινωνία, πρόοδος, ειρήνη, άρνηση της βίας, οικολογία.

Το μέλλον

Οδεύοντας προς τα μέσα του 21ου αιώνα, κάτι μοιάζει να αλλάζει πάλι. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα επέμεναν ότι αυτές οι έννοιες παραμένουν κεντρικές ευρωπαϊκές αξίες, αλλά είναι ελάχιστα πειστικοί πια. Η δημοκρατία ακυρώνεται πρακτικά: από τον τρόπο που παίρνονται οι αποφάσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, από το πώς η «Ευρώπη» προσπερνά τα αποτελέσματα δημοψηφισμάτων (με κορυφαίο παράδειγμα, αλλά όχι μόνο, το ελληνικό του 2015), από τα ολοένα υψηλότερα ποσοστά αποχής σε εκλογικές διαδικασίες. Η ανοιχτή κοινωνία μοιάζει να χάνεται μαζί με τους μετανάστες και πρόσφυγες που πνίγονται στη Μεσόγειο, ενώ τα διάφορα (παραδοσιακά ή μεταμοντέρνα) συντηρητικά έως ακροδεξιά μορφώματα καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα. Η στάση ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε κινήματα που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, με αποκορύφωμα τα πρόσφατα γεγονότα στο (απαγορευμένο) Συνέδριο του Βερολίνου, μόνο ελευθερία του λόγου δε θυμίζουν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δύσκολα μπορούν να μιλήσουν για ειρήνη και μη-βία, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα (ακόμα και στρατιωτικά) μια σφαγή όπως αυτή στην Παλαιστίνη. Αν η τραγωδία στη Γάζα είναι χρήσιμη σε κάτι, είναι ακριβώς ότι χάρη σε αυτήν καταρρέει ο μύθος μιας φιλειρηνικής και φιλελεύθερης Ευρώπης.

Αφού χάνεται αυτή η ιδεολογική επένδυση της «Ευρώπης» και μια και η γεωγραφική της βάση έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν γερή, δεν είναι απίθανο στις επόμενες δεκαετίες να αρχίσει να υποχωρεί και η ίδια η ευρωπαϊκή ταυτότητα. Δεν χρειάζεται καν να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση· μπορεί απλά να μειώνεται σιγά σιγά η σημασία της. Και κάποτε στο μέλλον, ίσως να μη μείνει παρά ένα άδειο κέλυφος, κάτι σαν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της.

Και τότε, τι θα κάνει ο Ελληνισμός, όταν οι ελληνικές ελίτ έχουν δέσει τόσο σφιχτά την ελληνική ταυτότητα πάνω στην ευρωπαϊκή, κάνοντας την σχεδόν υποκατηγορία της τελευταίας; Θα μπορέσει να υπάρξει ξανά ως κάτι αυτόνομο ή ως μέρος κάτι άλλου;

Η απάντηση ίσως βρίσκεται στα διαχρονικά στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αν η ελληνική γλώσσα και η γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου-Μαύρης Θάλασσας είναι οι δύο πυλώνες των ελληνικών πολιτισμών ανά τις χιλιετίες, αυτοί θα συνεχίσουν να υπάρχουν (πιθανότατα ο πρώτος, σίγουρα ο δεύτερος). Και είναι σημαντικό ότι μια τέτοια ταυτότητα που βασίζεται στη θάλασσα, από τη φύση της περισσότερο ενώνει παρά χωρίζει. Ο ρόλος του Ελληνισμού δεν μπορεί παρά να είναι ενωτικός. Ως στοιχείο χωριστικό, «ακριτικό», με νοητούς ή και (πλέον) πολύ πραγματικούς φράχτες στη μια πλευρά του, στην υπηρεσία κάποιας Ευρώπης ενάντια σε άλλους «κατώτερους» γεωγραφικούς χώρους, δεν έχει μέλλον· και ούτε θα έπρεπε.

Ευρώπη, Μεσόγειος, Βαλκάνια και Αριστερά

Κλασσικό

Θέμα ενός παλιότερου άρθρου ήταν οι αυταπάτες στις οποίες βασίζεται (σε κάποιο βαθμό) ο μύθος της «ευρωπαϊκής ιδέας». Με τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στην Ελλάδα αυτό το θέμα είναι πιστεύω επίκαιρο όσο ποτέ. Λόγω των περιστάσεων, είναι σημαντικό να τη δούμε από την άποψη της Αριστεράς («επίσημης» ή κοινωνικής).

Θεωρώ ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των τελευταίων εξελίξεων ήταν το «φιλοευρωπαϊκό» μέτωπο, αυτό που εκφράστηκε με τις συγκεντρώσεις «Μένουμε Ευρώπη» και την υποστήριξη του «Ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Αυτό που το κάνει ενδιαφέρον είναι ότι πρώτη φορά εμφανίστηκε κάτι τέτοιο ως συγκροτημένο και ενιαίο κίνημα, διαδηλώνοντας μάλιστα και δημόσια. Και έτσι μπορέσαμε να δούμε καθαρά και τον πραγματικό χαρακτήρα του φαινομένου του ελληνικού ευρωπαϊσμού, από ταξική και πολιτική άποψη. Η σύνδεση με ανώτερα κοινωνικά στρώματα και με συντηρητικές πολιτικές θέσεις ήταν ολοφάνερη, και έγινε ακόμα πιο καθαρή με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Το ότι οι ελληνικές ελίτ είναι τόσο βαθιά ευρωπαϊστικές, που η «ευρωπαϊκή ιδέα» έχει ένα σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα γι’ αυτές (όπως πιστεύω ότι φάνηκε καθαρά τις τελευταίες εβδομάδες), μάλλον δεν είναι καμία έκπληξη. Εξάλλου η ελληνική αστική τάξη πάντα συνδεόταν με κάποιες δυτικές δυνάμεις, από καταβολής νεοελληνικού κράτους.

Τί υπάρχει όμως από την άλλη πλευρά, αυτό που η Αριστερά λογικά θα ήθελε να εκφράσει, ως η ριζοσπαστική προοδευτική δύναμη που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων. Εκεί τα πράγματα είναι λιγότερο καθαρά: το μέτωπο του «Όχι» στο δημοψήφισμα δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως αντιευρωπαϊκό ή ευρωσκεπτιστικό, ούτε καν η αντίθεση στην Ε.Ε. δεν ήταν καθαρή. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, που οι περιστάσεις την έφεραν και στην ηγεσία αυτού του ετερόκλητου κινήματος, προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό της σαν τον εκφραστή του «αληθινού» ευρωπαϊσμού, σαν μια δύναμη που δρα στο όνομα των γνήσιων «ευρωπαϊκών αξιών» του Διαφωτισμού κλπ (υπάρχει ίσως εδώ μια επιρροή από τον Ζίζεκ;). Η σύγκρουση άρα δεν ήταν απλά ανάμεσα στον ευρωπαϊσμό και τον αντιευρωπαϊσμό, αλλά ανάμεσα στον παραδοσιακό ελιτίστικο ευρωπαϊσμό και σε κάτι άλλο ασαφές, που μπορεί να είναι και φιλοευρωπαϊκό, μπορεί και αντιευρωπαϊκό.

Τί σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι στην ουσία η Αριστερά δεν έχει να προσφέρει εναλλακτικό γεωπολιτικό όραμα. Ένα τμήμα της αποδέχεται το ευρωπαϊκό, προσπαθώντας να το ερμηνεύσει με ένα λιγότερο ελιτίστικο τρόπο. Άλλοι μιλούν για συμμαχίες π.χ. με τη Ρωσία, τη Κίνα ή τη Βενεζουέλα: όλες αυτές μπορεί να είναι προσωρινά χρήσιμες, αλλά για απλούς γεωγραφικούς λόγους (απόστασης) δεν προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη γεωπολιτική εναλλακτική. Ούτε η επιμονή σ’ ένα γενικό διεθνιστικό όραμα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη: με το να μένει τόσο γενικό δεν μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή – και μάλλον χάνει και τον αντι-ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα.

Αν δεχτούμε ότι η απλή περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να αποτελεί αριστερή λύση (και με τις σημερινές συνθήκες είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί γενικά να είναι ρεαλιστική πρόταση), γίνεται καθαρό ότι χρειάζονται κι άλλες σκέψεις. Το να κάνουμε εναλλακτικά γεωπολιτικά σχέδια φυσικά δεν είναι απλό πράγμα και δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αυτό όμως που μπορούμε ήδη να κάνουμε σήμερα είναι να αναρωτηθούμε: γιατί να επιμένουμε να βλέπουμε τα πάντα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο; Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο, χώρες όπως η Ελλάδα, οι υπόλοιπες βαλκανικές ή ακόμα και π.χ. η Ισπανία, ανήκουν μεν στην Ευρώπη, αλλά ανήκουν και σε διάφορους άλλους χώρους. Δεν υπάρχει κανένα σταθερό γεωγραφικό στοιχείο που να κάνει την ευρωπαϊκή ταυτότητα πιο σημαντική. Αν μάλιστα το δούμε από ιστορική άποψη, η μεσογειακή ταυτότητα (που συμπεριλαμβάνει φυσικά και τη νότια ακτή της Μεσογείου) μάλλον υπερισχύει. Γιατί να μιλάμε π.χ. μόνο για «ευρωπαϊκή Αριστερά» και όχι για «μεσογειακή Αριστερά» ή «βαλκανική Αριστερά»;

Μπορεί τουλάχιστον οι εξελίξεις πριν και μετά το δημοψήφισμα να βοηθήσουν κομμάτια της Αριστεράς να αποβάλλουν αυτόν τον (υποσυνείδητο;) ευρωκεντρισμό τους. Έχουμε μπει (ξανά) σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει γρήγορα: προς το καλύτερο ή το χειρότερο, αυτό δεν το ξέρουμε ακόμα. Μια πολιτική παράταξη που θέλει να εκφράσει μια φιλολαϊκή προοδευτική εναλλακτική δεν τη συμφέρει σ’ αυτές τις συνθήκες να μένει κολλημένη σε παλιούς τρόπους σκέψης. Ο ιστορικός της ρόλος είναι να βοηθήσει στο να ξεπεραστεί το δίπολο «ευρωπαϊκή ενοποίηση» – «εθνική περιχαράκωση», όχι να το ενισχύσει.

Λυση του Κυπριακου για την περιοχη μας

Κλασσικό

Η εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί στην προεδρία της «ΤΔΒΚ» έφερε ξανά μια ελπίδα για επανένωση της Κύπρου. Με αυτά που έχουμε ζήσει τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια (κατ’ ακρίβεια όμως από πιο πριν, από το 1968, όταν ξεκίνησαν οι διακοινοτικές συνομιλίες), είναι φυσικό οι προσδοκίες να είναι συγκρατημένες.  Σίγουρα όμως και μόνο το γεγονός ότι αυτή η ελπίδα παραμένει ζωντανή, μετά από τόσες απογοητεύσεις, λέει πολλά για τη σημασία της ιδέας αυτής για την Κύπρο.

Αυτό που νομίζω ότι λείπει κάπως από τις συζητήσεις για τη λύση του Κυπριακού, είναι η μη-κυπριακή της διάσταση, και κυρίως αυτή που αφορά την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι και το θέμα του άρθρου.

Το Κυπριακό ως μέρος του Ανατολικού Ζητήματος

Αν θέλουμε να δούμε το Κυπριακό από μια ανατολικομεσογειακή οπτική γωνία, πρέπει να ξεκινήσουμε από την Ιστορία. Είναι νομίζω σαφές ότι το Κυπριακό ήταν μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή του προβλήματος σχετικά με το μέλλον των εδαφών της αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σύγχρονη εποχή των εθνικισμών. Η ιδιαιτερότητα της Κύπρου (όπως αναφέρθηκε και σε άλλο άρθρο) είναι ότι η κατάσταση «πάγωσε» κάπως λόγω Αγγλοκρατίας και άρα άργησε λίγο να εμφανιστεί ως εθνικιστική σύγκρουση. Όταν αυτό τελικά έγινε, οι συνθήκες είχαν αλλάξει αρκετά σε σχέση με την εποχή των συγκρούσεων στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Παρ’ όλα αυτά όμως, είχε αρκετά κοινά στοιχεία με τις τελευταίες.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η δημιουργία του Κυπριακού ήταν κι αυτή μια συνέπεια του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού των κοινωνιών της Ανατολικής Μεσογείου. Όπως έγινε και στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία (εν μέρει και στις αραβικές χώρες), μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν και η εισαγωγή των δυτικών εθνικιστικών ιδεών. Και όπως και σ’ αυτές τις περιοχές, η κυπριακή (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα, με την εθνο-θρησκευτική ανάμειξη, δεν πρόσφερε καλές συνθήκες για τη δημιουργία έθνους-κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα. Οι συνθήκες έπρεπε να αλλάξουν, και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσω εθνοκάθαρσης. Είναι άρα λάθος να λέμε ότι η εισβολή το ’74 είναι δείγμα του ότι η Τουρκία δεν ήταν αρκετά ευρωπαϊκή χώρα – αντίθετα, ήταν κατά κάποιον τρόπο απόδειξη του πόσο πολύ προχώρησε ο εξευρωπαϊσμός της. Ήταν μια επέμβαση που έγινε στη βάση δυτικών ιδεών και αρχών.

Αυτό το στοιχείο του Κυπριακού, η δημιουργία του δηλαδή ως μέρος του εκσυγχρονισμού/εκδυτικισμού, είναι κάτι που μάλλον δεν συζητείται αρκετά. Κι αυτό είναι ίσως ακριβώς η συνέπεια του ότι δεν το βλέπουμε από γενική ανατολικο-μεσογειακή σκοπιά. Αλλιώς θα διακρίναμε μάλλον καλύτερα τα κοινά π.χ. με τους πρόσφατους γιουγκοσλαβικούς πολέμους: κι εκεί, όπως και στην Κύπρο, η κατάσταση είχε «παγώσει» (στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας λόγω Τίτο) και η οθωμανική εθνο-θρησκευτική ανάμειξη είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Κάτι που έπρεπε να «διορθωθεί» σε σύντομο χρονικό διάστημα για να μπορέσουν να δημιουργηθούν «σωστά» έθνη-κράτη. Κι αυτό έγινε δυστυχώς με το χειρότερο δυνατό τρόπο (όπως είχε ήδη γίνει παλιότερα με τους Βαλκανικούς και ελληνοτουρκικούς πολέμους στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας-Βουλγαρίας).

Αυτή η ιστορική άποψη μπορεί να είναι χρήσιμη για να δούμε τη σύνδεση του Κυπριακού με το ευρύτερο περιβάλλον και με γενικά με τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της περιοχής. Χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι ήταν κάτι που μπορούσαμε να αποφύγουμε. Τώρα φυσικά ότι έγινε έγινε, η λύση που θα βρεθεί δεν μπορεί παρά να βασίζεται στις πραγματικότητες που δημιουργήθηκαν.

ΔΔΟ ή ευρωδιχοτόμηση

Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει ακόμα η μοναδική λύση υπό συζήτηση από τα δύο διαπραγματευόμενα μέρη – παρά την κριτική που της γίνεται. Είναι ξεκάθαρο ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ελπίδα για συμφωνημένη λύση τα επόμενα χρόνια, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι κάποιου είδους ΔΔΟ.  Οι όποιες άλλες λύσεις συζητούνται, δεν είναι πολιτικά δυνατό να συμφωνηθούν από τις δύο πλευρές στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν προς το παρόν μόνο δύο επιλογές: ΔΔΟ ή συνέχιση του στάτους κβο, δηλαδή της ανεπίσημης διχοτόμησης.

Η λύση του Κυπριακού σ’ αυτήν τη βάση είναι όμως σημαντική και για λόγους που έχουν σχέση με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στις τελευταίες δεκαετίες οι συγκρούσεις στην περιοχή μας μοιάζουν να έχουν όλο και πιο καθαρό εθνο-θρησκευτικό χαρακτήρα. Μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο εθνο-θρησκευτικές κοινότητες για την (επαν)ίδρυση ενός κοινού κράτους, και μάλιστα χωρίς αυτή να γίνεται υπό την πίεση των όπλων, θα ήταν κάτι που θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και θα έστελνε μηνύματα.

Το μάλλον χειρότερο σενάριο για το Κυπριακό απ’ αυτήν την άποψη θα ήταν μια ευρωδιχοτόμηση. Δηλαδή να παραμείνει το νότιο τμήμα της Κύπρου μέρος μιας γερμανοκρατούμενης ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το βόρειο θα ακολουθεί τη μοίρα της Τουρκίας. Η Κύπρος θα έχει έτσι μοιραστεί όχι απλά σε δύο κράτη, αλλά σε δύο διαφορετικούς «κόσμους». Σε μια εποχή που προτεραιότητα στην περιοχή μας θα έπρεπε να ήταν ακριβώς να αποφύγει να περνούν τέτοιες διαχωριστικές γραμμές μέσα από το έδαφός της (όπως επίσης αναφέρθηκε σε άλλο άρθρο).

Ο κίνδυνος μιας ευρωπαϊκής «υπέροχης απομόνωσης»

Ακόμα όμως και η επανένωση της Κύπρου μέσα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν είναι απαραίτητα το ιδανικό σενάριο. Η επανένωση είναι από ανατολικομεσογειακή άποψη θετική, εφ’ όσον είναι ένα πρώτο βήμα για μια γενική ενωτική τάση στην περιοχή και την υπέρβαση των εθνο-θρησκευτικών διαχωρισμών. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος να ενισχύσει την απομόνωση της Κύπρου από το περιβάλλον της (κάτι προς το οποίο ως νησιώτες είναι φυσικό να έχουμε μια τάση).

Εννοείται ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή κυπριακή ταυτότητα ως ενωτικό στοιχείο, για να μπορεί να δουλέψει ένα κοινό κράτος. Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε τον κίνδυνο από την υπερβολική χρήση αυτού του στοιχείου. Αν αυτή βασίζεται στον τονισμό της διαφορετικότητας από τις χώρες που μας περιβάλλουν, θα καταργηθεί μεν το ενδοκυπριακό σύνορο μες στο μυαλό μας, θα γίνουν όμως πιο αδιαπέρατα αυτά με τις γειτονικές μας χώρες.

Η «ευρωπαϊκότητα» της Κύπρου μπορεί να ενισχύσει αυτήν την τάση απομόνωσης, με την έννοια ότι οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται έτσι κι αλλιώς μακριά από την Κύπρο (και όχι μόνο χιλιομετρικά). Είναι ένας αρκετά βολικός τρόπος να δικαιολογήσεις την «υπέροχη απομόνωσή» σου, αν την καλύψεις πίσω από τη μάσκα της συμμετοχής σε μια κοινότητα έτσι κι αλλιώς μακρινή. Αυτός ο «ευρωαπομονωτισμός» είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από μια ενωμένη Κύπρο μέλος της Ε.Ε., ειδικά όταν η τελευταία μετατρέπεται όλο και περισσότερο σ’ ένα κλειστό φρούριο, ένα κλαμπ για λίγους εκλεκτούς. Θα μπορούσε σταδιακά να μετατρέψει την Κύπρο σε κάτι παρόμοιο με το Ισραήλ: ένα κράτος ξένο προς την περιοχή του, που επιβιώνει χάρη στις διεθνείς σχέσεις και τις μόνο περιστασιακές συμμαχίες με τοπικές δυνάμεις.


Το συμπέρασμα που πιστεύω ότι βγαίνει απ’ αυτές οι σκέψεις είναι: η επανένωση της Κύπρου μέσα από μια λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας μπορεί να είναι θετική και για την ευρύτερη περιοχή μας. Αυτό όμως εξαρτάται και από τα ιδεολογικά στοιχεία που θα συνοδεύουν αυτήν την επανένωση. Και σ’ αυτο το κομμάτι πρέπει να δοθεί σημασία, γιατί η κατάσταση στις γειτονικές χώρες αργά η γρήγορα θα επηρεάσει και μας. Δεν είναι κάτι που μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους.

Ευρωπαϊσμος – συνεχεια

Κλασσικό

Σε άρθρο του στα Νέα του Σαββάτου (21.02.14), με τίτλο «Πώς μασιέται το We don’t chew» (ολόκληρο το κείμενο είναι προσβάσιμο μόνο σε συνδρομητές ή στην έντυπη έκδοση) ο Δημοσθένης Κούρτοβικ αναφέρεται μεταξύ άλλων και στη διάκριση ευρωπαϊστών-αντιευρωπαϊστών. Επειδή το θεώρησα σχετικό με το προηγούμενο κείμενο του μπλογκ, και επειδή συνδέεται και με τα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ημερών, παραθέτω το απόσπασμα από το άρθρο εδώ:

«Ο όρος «ευρωπαϊστής», έτσι όπως χρησιμοποιείται συνήθως, παράγει κάποιες αντηχήσεις γραφειοκρατικής θεσμολαγνείας ή, από την άλλη, λόγιου ιδεαλισμού. Ο ευρωπαϊσμός, όμως, δεν είναι τόσο ζήτημα ιδεολογίας (και πολλοί αντιευρωπαϊστές είναι υπέρ της Ευρώπης, αλλά «των λαών»). Είναι προπαντός ζήτημα βιωμάτων και αίσθησης. Είναι εκείνο που σε προφυλάσσει από το να μεταφράζεις τυφλά το «δεν μασάμε» σε «we don’t chew». Αν έχεις δουλέψει ή σπουδάσει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αν έχεις ζυμωθεί με άλλες ευρωπαϊκές κουλτούρες, αν έχεις ερωτευτεί «διευρωπαϊκά», αν διατηρείς στενούς φιλικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς με άλλους Ευρωπαίους, τότε η ευρωπαϊκή κοινότητα είναι για σένα κάτι βιωμένο και η πολιτική έκφρασή της σου είναι πολύτιμη. Αν, αντίθετα, δεν έχεις τέτοιες εμπειρίες, τα αισθήματά σου θα είναι εθνοκεντρικά, έστω και αν στα λόγια είσαι ευρωπαϊστής ή διεθνιστής.»

Τον κ. Κούρτοβικ τον ενδιαφέρει εδώ κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνεργάτες του στην κυβέρνηση. Προφανώς όμως εννοεί ότι αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Το άρθρο μου κίνησε το ενδιαφέρον μεταξύ άλλων και γιατί εγώ πληρώ όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται ως ευρωπαϊκές εμπειρίες (σπουδές στην Ευρώπη, φιλικοί ή επαγγελματικοί δεσμοί με Ευρωπαίους κλπ.). Άρα με βάση αυτήν τη λογική θα έπρεπε σίγουρα να συγκαταλέγομαι στους ευρωπαϊστές. Εδώ όμως ακριβώς είναι που βλέπουμε ένα καλό παράδειγμα της τρίτης αυταπάτης του ευρωπαϊσμού (με βάση το προηγούμενο μου κείμενο), ότι δηλαδή υπάρχει μόνο μια αντίθεση ανάμεσα σε ένα στενόμυαλο εθνοκεντρισμό και σε έναν κοσμοπολίτικο ευρωπαϊσμό. Ότι μπορεί κάποιος να μην είναι ούτε εθνοκεντρικός αλλά ούτε και ευρωπαϊστής, φαίνεται ότι ούτε καν περνάει από το μυαλό των Ελλήνων ευρωπαϊστών.

Όταν π.χ. γίνεται η αναφορά σε φιλίες με Ευρωπαίους, φαίνεται να αγνοούνται οι φιλίες και με άλλους ξένους, μη-Ευρωπαίους. Γιατί αν έχεις φιλικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς και με Ευρωπαίους αλλά και με Άραβες, Ρώσους, Κινέζους, Λατινοαμερικάνους, Πακιστανούς, αν έχεις ζυμωθεί και με άλλες μη-ευρωπαϊκές κουλτούρες, τότε γιατί να σου είναι πολύτιμη η πολιτική έκφραση ειδικά της Ευρώπης, και όχι της Μεσογείου, της  Ευρασίας, της Εγγύς Ανατολής και όποιου άλλου χώρου στον οποίο μπορεί να ανήκουν οι χώρες μας; Σ’ αυτήν τη λογική των ευρωπαϊστών υπάρχει η υπόνοια ότι οι μόνοι αξιόλογοι ξένοι, οι μόνοι με τους οποίους τίθεται θέμα πολιτικής ένωσης τουλάχιστον, είναι οι Ευρωπαίοι.

Υποδηλώνει ίσως η επιμονή σ’ αυτό το δίπολο (ευρωπαϊστές-εθνοκεντρικοί) και ένα είδος – ασυνείδητου ίσως – «ρατσισμού», μια περιφρόνηση προς ό,τι είναι ξένο χωρίς να είναι ευρωπαϊκό; Αυτό είναι σίγουρα ένα ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει τις χώρες της περιοχής μας, όπου η ευρωπαϊκή επιλογή παρουσιάζεται ως μονόδρομος. Tουλάχιστον την Αριστερά.

Οι τρεις (αυτ)απατες του Ευρωπαϊσμου

Κλασσικό

Στις μέρες μας, συχνά ακούμε πολιτικούς ή διανοούμενους να αναφέρονται στην «Ευρώπη» και στις «ευρωπαϊκές αξίες» σαν να πρόκειται για κάποιου είδους ιδέα. Ειδικά στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα υπήρξαν πολλές αναφορές σε υποτιθέμενες ευρωπαϊκές ή αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ακόμα και κομμάτια της Αριστεράς δέχονται το διαχωρισμό και παλεύουν να αποδείξουν ότι συγκαταλέγονται στις πρώτες. Είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή ενότητα έχει γίνει ένα σημαντικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας – άρα σαν τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και να της κάνουμε την αναγκαία κριτική.

Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αποδείξει ότι αυτή η ιδεολογία της ευρωπαϊκής ενότητας είναι σωστή ή λάθος. Ο στόχος του είναι να συνεισφέρει στην κατάρριψη μερικών βασικών μύθων της, οι οποίοι στο δημόσιο λόγο γίνονται δεκτοί σχεδόν χωρίς κριτική. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως βοηθήσει και στο να γίνει ο διάλογος γύρω απ’ αυτό το θέμα πιο λογικός και πιο γόνιμος.

1. Η ύπαρξη της ευρωπαϊκής ηπείρου

Έχουμε συνηθίσει σήμερα να μιλάμε για την Ευρώπη ως μια από τις ηπείρους, στις οποίες χωρίζεται η στερεή επιφάνεια της Γης. Αυτό παρουσιάζεται ως κάτι τόσο αυτονόητο, που σχεδόν κανένας δεν αναρωτιέται αν έχει και μια πραγματική γεωγραφική βάση ή αν βρίσκεται μόνο στο μυαλό μας. Κι όμως, μια ματιά μόνο σ’ έναν παγκόσμιο άτλαντα φτάνει, για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να ορίζει την Ευρώπη σαν μια ξεχωριστή από την Ασία μεγάλη μάζα στεριάς – σε αντίθεση με όλες τις άλλες ηπείρους.

Πηγή: en.wikipedia.org

Πηγή: en.wikipedia.org

Τα υποτιθέμενα όρια της Ευρώπης με την Ασία (με βάση την κυρίαρχη άποψη) είναι τα Ουράλια, ο Καύκασος και ο Βόσπορος. Δηλαδή ξεκινούν από μια χαμηλή οροσειρά (η ψηλότερη της κορυφή είναι χαμηλότερη απ’ το Τρόοδος) και συνεχίζονται για αρκετά χιλιόμετρα μέσα σε εντελώς επίπεδη στέπα κι έπειτα στην επιφάνεια μιας λίμνης (Κασπία). Ενόσω βρίσκονται μέσα στη λίμνη κάνουν ξαφνικά μια στροφή ενενήντα μοιρών προς τα δυτικά, διασχίζουν το Καύκασο, συνεχίζουν πάλι μέσα σε θάλασσα, κάνουν ακόμα μια στροφή για να συνεχιστούν μέσα από ένα στενό πορθμό, τον οποίο σήμερα μπορεί κάποιος να διασχίσει περνώντας μια γέφυρα (Βόσπορος), και καταλήγουν σε μια θάλασσα γεμάτη νησιά που στην Ιστορία πάντα ένωνε παρά χώριζε (Αιγαίο). Ο ορισμός αυτός είναι τόσο αυθαίρετος, που είναι σχεδόν αστείο να πιστεύει κάποιος ότι έχει στοιχεία αντικειμενικότητας.

Από γεωλογική άποψη, πιο κατάλληλες για να πάρουν τον τίτλο της ηπείρου θα ήταν η Αραβία και η Ινδία, που τουλάχιστον αποτελούν ξεχωριστές γεωλογικές πλάκες – ενώ η Ευρώπη είναι απλά το δυτικό τμήμα της ευρασιατικής. Ούτε από ανθρωπογεωγραφική άποψη υπάρχει κάτι που να στοιχειοθετεί ένα όριο. Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ονομάζονται έτσι, ακριβώς επειδή καλύπτουν μια περιοχή από την Ευρώπη ως την Ινδία. Ενώ ο μεγαλύτερος λαός στην Ευρώπη, οι Ρώσοι, είναι μοιρασμένος ανάμεσα στις δύο «ηπείρους».

Γιατί όμως τότε η επιμονή σε έναν τέτοιο χωρισμό Ευρώπης-Ασίας, που είναι από κάθε επιστημονική άποψη (γεωλογική, φυσιογεωγραφική, ανθρωπογεωγραφική) ανύπαρκτος; Προφανώς γιατί υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν την επιβίωσή του στο μυαλό των ανθρώπων.  Εξάλλου συχνά τα όρια της Ευρώπης μετακινούνται εκφράζοντας τα εκάστοτε συμφέροντα. Το κυριώτερο είναι ίσως ότι δίνει στους Ευρωπαίους μια αίσθηση διαφορετικότητας: δεν είναι μάλλον άσχετος με μια παραδοσιακή ευρωπαϊκή υπεροψία προς τον υπόλοιπο πληθυσμό της Γης.

2. Η αντίθεση με τη γερμανοκρατία

Ακούμε κάποτε ότι οι γερμανικές προσπάθειες ηγεμονίας της Ε.Ε. παραβιάζουν τα ιδεώδη των ιδρυτών της, ότι είναι κάτι ξένο προς την πραγματική φύση και σκοπό της ευρωπαϊκής ενότητας. Πολλοί Έλληνες ευρωπαϊστές, αν και παραδοσιακά μάλλον γερμανόφιλοι, ανακάλυψαν κι αυτοί πρόσφατα αυτήν την άποψη, αφού επιβλήθηκαν οι πολιτικές λιτότητας στην Ελλάδα – τα προηγούμενα χρόνια που το χρήμα έρεε άφθονο, αυτή η ηγεμονία δεν φαινόταν να τους ενοχλεί κι ιδιαίτερα.

Στην πραγματικότητα, και μόνο το να δέχεται κάποιος ότι είναι πάνω απ’ όλα μέρος της Ευρώπης, ισοδυναμεί και με μια τουλάχιστον μερική αποδοχή της ένταξης στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Η «Ευρώπη» είναι ως γεωγραφικός χώρος ακριβώς έτσι ορισμένη για να έχει τη Γερμανία ως πυρήνα της – και δεν εννοώ μόνο το γερμανικό κράτος, αλλά οτιδήποτε είναι κατ’ ουσίαν γερμανικό.

Τα γερμανικά είναι η επίσημη γλώσσα όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ελβετία και την Αυστρία. Ακόμα, πολλές άλλες γλώσσες είναι συγγενικές της (π.χ. τα Δανέζικα, τα Ολλανδικά/Φλαμανδικά, τα Σουηδικά). Οι γειτονικές στη Γερμανία και την Αυστρία σλαβικές χώρες έχουν έντονη γερμανική πολιτιστική και γλωσσική επιρροή (ιδίως η Τσεχία και η Σλοβενία). Γερμανικά φύλα έχουν δώσει το όνομα τους σε περιοχές στις γειτονικές λατινόφωνες χώρες, όπως στη Βουργουνδία ή στη Λομβαρδία, αλλά και γενικά στη χώρα που ήταν μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες ο κύριος εχθρός της Γερμανίας (κανονικά θα έπρεπε κι εμείς στην Ελλάδα να την ονομάζουμε Φραγκία αντί Γαλλία, όπως όλος ο κόσμος). Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που ονομάζουμε «Δύση» ή «Ευρώπη» ως ιστορικός-πολιτισμικός χώρος ήταν το δημιούργημα της κατάλυσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από γερμανικά φύλα και της πολιτιστικής ανάμιξης τους με τους λατινικό στοιχείο.

Πέρα όμως απ’ αυτά τα πολιτισμικά-ιστορικά στοιχεία (που είναι σημαντικά για να κατανοήσουμε τη ρίζα της «ευρωπαϊκής ταυτότητας») υπάρχει και η σημερινή πολιτική-οικονομική πραγματικότητα: η Γερμανία είναι όχι μόνο η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα στην Ε.Ε. (ειδικά αν μετρήσουμε και τη συγγενική της Αυστρία)  και η γεωγραφικά πιο κεντρική,  αλλά κι αυτή με την πιο παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία – όπως απέδειξε και η τελευταία οικονομική κρίση. Ακόμα και τα στοιχεία «ευρωπαϊκότητας» στη συνείδηση του κόσμου (ειδικά στις χώρες μας, στη Μεσόγειο) είναι περίπου τα ίδια με της «γερμανικότητας».

Τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά όταν ιδρύθηκε η ΕΟΚ, την εποχή που η Ευρώπη κι η ίδια η Γερμανία ήταν διαιρεμένες. Θα ήταν ίσως επίσης διαφορετικά, αν ο ορισμός της Ευρώπης συμπεριλάμβανε ξεκάθαρα και τη Ρωσία και την Τουρκία. Μια τέτοια ευρωπαϊκή ταυτότητα θα ήταν ίσως πιο σύνθετη και θα έκανε το γερμανικό κεντρικό ρόλο αμφίβολο. Θυμάμαι μια συζήτηση με ένα Γερμανό συμφοιτητή μου (ένθερμο ευρωπαϊστή και ψηφοφόρο των Πράσινων), που ήθελε μια σύντομη ένταξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών στην Ε.Ε., συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές και τις βαλκανικές, την Ουκρανία κ.λπ. Ταυτόχρονα όμως έβαλε και ένα καθαρό όριο: όχι στην Τουρκία και όχι στη Ρωσία. Νομίζω αυτό δεν ήταν τυχαίο. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία και η Ρωσία αντιμετωπίζονται ως περιφερειακές μισο-ευρωπαϊκές χώρες.

Ο σημερινός ορισμός της Ευρώπης είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του γερμανικού κεντρικού ρόλου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό – σίγουρα πολλές από τις θετικές πλευρές της Ε.Ε. για τις χώρες μας είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της γερμανικής επιρροής, π.χ. στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Αλλά είναι ψευδαίσθηση να ελπίζεις σε μια Ενωμένη Ευρώπη χωρίς γερμανική ηγεμονία – χωρίς Γερμανία δεν υπάρχει και Ευρώπη. Ακόμα και ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν τις τελευταίες μέρες αρκετά ειλικρινής για να το παραδεχτεί.

3. Το αντίδοτο στο συντηρητισμό και τον εθνικισμό

Επίσης ακούμε συχνά για ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε «ευρωπαϊκές» από τη μια και «ευρωσκεπτικιστικές» ή και «αντι-ευρωπαϊκές» δυνάμεις από την άλλη. Κατά κανόνα αυτοί που αναφέρονται σ’ αυτόν το διαχωρισμό συγκαταλέγουν τους εαυτούς τους στις ευρωπαϊκές. Με βάση τα λεγόμενά τους, η αντίπαλη πλευρά αποτελείται από οπαδούς παρωχημένων ιδεολογιών, από παλιομοδίτες εθνικιστές, από αντιδραστικούς εχθρούς της προόδου, απο συντηρητικούς που απλά φοβούνται οποιαδήποτε αλλαγή. Ακόμα και αριστεροί που είναι εναντίον στην Ε.Ε. με τη σημερινή της μορφή, νιώθουν συχνά την ανάγκη να προσθέσουν ότι είναι υπέρ μιας «Ευρώπης των λαών» – ακριβώς για να διαχωρίσουν τη θέση τους από το συντηρητικό/εθνικιστικό αντι-ευρωπαϊσμό.

Αυτό όσον αφορά τις πλούσιες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης έχει κάποια βάση. Αυτές περιβάλλονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συχνά πιο φτωχές από τις ίδιες. Η ευρωπαϊκή επιλογή μπορεί να ερμηνευθεί και ως άνοιγμα προς τον κόσμο, ως κάτι προοδευτικό, κι αυτοί που αντιδρούν ως εχθροί αυτού του ανοίγματος, που σκέφτονται μόνο τα στενά εθνικά συμφέροντα ή δεν θέλουν να μοιραστούν το πλούτο τους με τους φτωχούς γείτονες τους.

Η περίπτωση όμως των νότιων περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, είναι πολύ διαφορετική. Η ευρωπαϊκή επιλογή δεν είναι μόνο επιλογή προσέγγισης προς κάποιους από τους γείτονες τους, αλλά ταυτόχρονα και επιλογή απομάκρυνσης από άλλους – με τους οποίους τα σύνορα γίνονται πιο αδιαπέρατα αντί να πέφτουν. Ειδικά όταν οι δεύτεροι είναι συχνά και πιο φτωχοί, ενώ οι πρώτοι πιο πλούσιοι, δύσκολα μπορεί αυτό να ειδωθεί ως αριστερή προοδευτική επιλογή. Στην ακραία μάλιστα περίπτωση της Κύπρου, χώρας της οποίας όλες σχεδόν οι γειτονικές χώρες είναι καθαρά μη-ευρωπαϊκές, η ένταξη σε μια ευρωπαϊκή Ένωση (με οποιαδήποτε μορφή) συνιστά μάλλον επιλογή κλεισίματος, όχι ανοίγματος προς τον κόσμο.

Χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Κύπρος μπορούν μεν να θεωρηθούν ως ευρωπαϊκές (η τελευταία πιο δύσκολα), ανήκουν όμως ταυτόχρονα και σε άλλες κατηγορίες π.χ. μεσογειακές ή και μεσανατολίτικες, στην περίπτωση της Κύπρου. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να δείχνει ότι η ευρωπαϊκή τους διάσταση υπερέχει καθαρά έναντι των άλλων. Μάλιστα από ιστορική άποψη, ήταν μάλλον πιο συνδεδεμένες με τις μη-ευρωπαϊκές γειτονικές τους περιοχές, παρά π.χ. με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Σ’ αυτές τις χώρες είναι άρα οι ευρωπαϊστές (ιδιαίτερα οι αριστεροί ή προοδευτικοί ανάμεσά τους), που έχουν την υποχρέωση να δικαιολογήσουν τη θέση τους – κι όχι οι αντίπαλοί τους.


Όπως ξεκαθάρισα και στην αρχή, η κατάρριψη αυτών των μύθων δεν οδηγεί απαραίτητα και στην απόρριψη της ιδέας της ευρωπαϊκής ενότητας ή του ότι εμείς πρέπει να είμαστε μέρος της. Μπορεί φυσικά κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη σημερινή ή με άλλη μορφή, στη βάση των πλεονεκτημάτων που αυτή φέρνει ή θα μπορούσε να φέρει – από τη δική του οπτική γωνία ο καθένας.

Θα μπορούσε και κάποιος να απαντήσει στα σημεία του άρθρου. Π.χ. πως η Ευρώπη δεν χωρίζεται μεν καθαρά από την υπόλοιπη Ευρασία, αλλά υπάρχουν λόγοι που κάνουν την ενοποίηση μεγάλου τμήματος της Ευρώπης πιο εύκολη ή αναγκαία από αυτήν ολόκληρης της Ευρασίας (ή άλλων τμημάτων της). Ότι έχουμε συμφέρον κι εμείς αλλά κι οι γειτονικοί μας λαοί να ανήκουμε στη γερμανική σφαίρα επιρροής παρά σε οποιαδήποτε άλλη – και να το εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα.

Πιστεύω όμως πως για ένα θέμα τόσο σημαντικό, που θα καθορίσει όχι μόνο το δικό μας μέλλον αλλά ίσως κι αυτό των επόμενων γενιών, χρειάζεται να γίνει μια απομυθοποίηση, που θα μας επιτρέψει να το δούμε όπως πραγματικά είναι.