Ο Ελληνισμος μετα την Ευρωπη

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να θυμίζει το «Μετά την Ευρώπη» του Ιβάν Κράστεφ. Στην πραγματικότητα όμως, η ιδέα ξεκίνησε όταν έπεσα τυχαία στη συλλογική έκδοση «Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;». Πριν ακόμα το διαβάσω, υπέθεσα (ελέγχοντας και τους συγγραφείς) ότι η απάντηση θα είναι θετική.

Όπως λέει και ο τίτλος του, το βιβλίο εστιάζει στις προοπτικές του ελληνικού έθνους-κράτους μετά από μια πιθανή έξοδό του από την ΕΕ. Εδώ η ιδέα είναι να πάρουμε τον προβληματισμό ένα βήμα παραπέρα: ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του Ελληνισμού γενικά, σε έναν κόσμο που όχι απλά η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η ίδια η έννοια της Ευρώπης μπορεί να είναι ξεπερασμένη;

Ο Ελληνισμός

Ας ξεκινήσουμε ορίζοντας τον Ελληνισμό. Κάποιοι χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο απλά ως το σύνολο δύο ελληνόφωνων κρατών (Ελλάδα και Κύπρος). Εδώ όμως έχω στο νου μου κάτι ευρύτερο: μια μεγάλη κοινότητα ανθρώπων με ασαφή και μεταβαλλόμενα όρια, αλλά με μακρά διάρκεια, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από κρατικά σύνορα. Αν θέλουμε να βρούμε κάποια (σχετικά) διαχρονικά χαρακτηριστικά, δύο μοιάζουν να είναι τα πιο σταθερά:

  • Η ελληνική γλώσσα. Βέβαια, ποτέ δεν ήταν απόλυτο ότι όσοι μιλούν ελληνικές διαλέκτους ανήκουν στην ίδια κοινότητα (βλέπε π.χ. ελληνόφωνους Μουσουλμάνους, που τελικά θεωρήθηκαν σχεδόν αυτονόητα Τούρκοι αντί για Έλληνες), ούτε αντίστροφα ότι όσοι ανήκουν στην κοινότητα έχουν κάποια ελληνική διάλεκτο ως μητρική (βλέπε π.χ. Βλάχους, Αρβανίτες). Παρόλα αυτά, η χρήση της ελληνικής ήταν, για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ένας σχετικά σταθερός άξονας, τουλάχιστον σε διάφορους τομείς της ζωής όπως π.χ. η παιδεία ή η θρησκεία.
  • Η γεωγραφία – κι εδώ ίσως όχι τόσο το έδαφος, όσο η θάλασσα. Περίπου όλα τα κέντρα των πολιτισμών που βασίστηκαν στη χρήση της ελληνικής βρίσκονταν γύρω από τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Κάτω Ιταλία, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Τραπεζούντα, Σμύρνη – και ξανά πάλι Αθήνα.

Η γεωγραφία είναι κάτι στο οποίο αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Αν θέταμε το ερώτημα «ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους;» στις σημερινές ελληνικές ελίτ, είναι πολύ πιθανό να ανέφεραν και το επίθετο «ευρωπαϊκό». Κι αυτό είναι ακριβώς το θέμα μας εδώ. Όχι το αν είναι αντικειμενικά σωστό (πόση αντικειμενικότητα μπορεί να έχει ένας χώρος όπως η Ευρώπη, πρακτικά αδύνατο να τη διαχωρίσεις από την υπόλοιπη Ευρασία), αλλά το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι.

Η Ευρώπη

Στην ίδια την Ευρώπη αρέσει να προβάλλει τις αρχαιοελληνικές καταβολές της, είτε με αναφορές στη μυθολογία (αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία), είτε σε ιστορικά γεγονότα (όπως τους Περσικούς Πολέμους). Αν όμως για τους αρχαίους Έλληνες μπορεί σε κάποια φάση να ήταν χρήσιμο να διαχωρίσουν τον κόσμο που γνώριζαν σε αυτόν δυτικά του Βοσπόρου και αυτόν ανατολικά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο διαχωρισμός είχε την ίδια χρησιμότητα λίγους αιώνες αργότερα. Το θέμα απαιτεί έρευνα, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι για Βυζαντινούς, Οθωμανούς και Άραβες, τα όρια ανάμεσα σε Ασία, Ευρώπη και Αφρική έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ήταν μια υποδιαίρεση της δικής τους επικράτειας, λιγότερο σημαντική από τον διαχωρισμό ανάμεσα στο σύνολο αυτής και την ξένη επικράτεια. Η ιδέα μιας «ενωμένης Ευρώπης» (ή Ασίας, ή Αφρικής) μάλλον δε θα είχε νόημα για κανέναν από αυτούς.

Περισσότερο νόημα έχει ένας τέτοιος διαχωρισμός στη Νεώτερη Εποχή, κυρίως για τα ανερχόμενα έθνη της Δυτικής Ευρώπης. Βάζει ένα όριο ανάμεσα σε αυτά και τις αποικίες ή προτεκτοράτα τους· υποδηλώνοντας βέβαια και μια ανωτερότητα. Ειδικά για τον μεγαλύτερο δυτικο-ευρωπαϊκό λαό, τους Γερμανούς, δεν τους τοποθετεί μόνο σε ένα «ανώτερο» τμήμα του κόσμου, αλλά και στο κέντρο αυτού (ίσως θα είχε ενδιαφέρον να ψάξουμε τη σχέση του ορίου Ευρώπης-Ασίας με τους Γερμανούς γεωγράφους). Στον 20ό αιώνα, η «Ευρώπη» αποκτά ακόμα μια ιδιαίτερη σημασία, αφού από ευρωπαϊκά κράτη ξεκινούν και (κυρίως) σε ευρωπαϊκό έδαφος συμβαίνουν οι δύο καταστροφικότεροι πόλεμοι της ανθρώπινης Ιστορίας. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση παρουσιάζεται ως η λύση που θα εγγυηθεί μια σχεδόν παγκόσμια ειρήνη. Η Ευρώπη δεν είναι μόνο γεωγραφικός χώρος, γίνεται πλέον ιδανικό: συνδέεται με έννοιες όπως δημοκρατία, ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, ανοιχτή κοινωνία, πρόοδος, ειρήνη, άρνηση της βίας, οικολογία.

Το μέλλον

Οδεύοντας προς τα μέσα του 21ου αιώνα, κάτι μοιάζει να αλλάζει πάλι. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα επέμεναν ότι αυτές οι έννοιες παραμένουν κεντρικές ευρωπαϊκές αξίες, αλλά είναι ελάχιστα πειστικοί πια. Η δημοκρατία ακυρώνεται πρακτικά: από τον τρόπο που παίρνονται οι αποφάσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, από το πώς η «Ευρώπη» προσπερνά τα αποτελέσματα δημοψηφισμάτων (με κορυφαίο παράδειγμα, αλλά όχι μόνο, το ελληνικό του 2015), από τα ολοένα υψηλότερα ποσοστά αποχής σε εκλογικές διαδικασίες. Η ανοιχτή κοινωνία μοιάζει να χάνεται μαζί με τους μετανάστες και πρόσφυγες που πνίγονται στη Μεσόγειο, ενώ τα διάφορα (παραδοσιακά ή μεταμοντέρνα) συντηρητικά έως ακροδεξιά μορφώματα καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα. Η στάση ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε κινήματα που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, με αποκορύφωμα τα πρόσφατα γεγονότα στο (απαγορευμένο) Συνέδριο του Βερολίνου, μόνο ελευθερία του λόγου δε θυμίζουν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δύσκολα μπορούν να μιλήσουν για ειρήνη και μη-βία, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα (ακόμα και στρατιωτικά) μια σφαγή όπως αυτή στην Παλαιστίνη. Αν η τραγωδία στη Γάζα είναι χρήσιμη σε κάτι, είναι ακριβώς ότι χάρη σε αυτήν καταρρέει ο μύθος μιας φιλειρηνικής και φιλελεύθερης Ευρώπης.

Αφού χάνεται αυτή η ιδεολογική επένδυση της «Ευρώπης» και μια και η γεωγραφική της βάση έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν γερή, δεν είναι απίθανο στις επόμενες δεκαετίες να αρχίσει να υποχωρεί και η ίδια η ευρωπαϊκή ταυτότητα. Δεν χρειάζεται καν να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση· μπορεί απλά να μειώνεται σιγά σιγά η σημασία της. Και κάποτε στο μέλλον, ίσως να μη μείνει παρά ένα άδειο κέλυφος, κάτι σαν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της.

Και τότε, τι θα κάνει ο Ελληνισμός, όταν οι ελληνικές ελίτ έχουν δέσει τόσο σφιχτά την ελληνική ταυτότητα πάνω στην ευρωπαϊκή, κάνοντας την σχεδόν υποκατηγορία της τελευταίας; Θα μπορέσει να υπάρξει ξανά ως κάτι αυτόνομο ή ως μέρος κάτι άλλου;

Η απάντηση ίσως βρίσκεται στα διαχρονικά στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αν η ελληνική γλώσσα και η γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου-Μαύρης Θάλασσας είναι οι δύο πυλώνες των ελληνικών πολιτισμών ανά τις χιλιετίες, αυτοί θα συνεχίσουν να υπάρχουν (πιθανότατα ο πρώτος, σίγουρα ο δεύτερος). Και είναι σημαντικό ότι μια τέτοια ταυτότητα που βασίζεται στη θάλασσα, από τη φύση της περισσότερο ενώνει παρά χωρίζει. Ο ρόλος του Ελληνισμού δεν μπορεί παρά να είναι ενωτικός. Ως στοιχείο χωριστικό, «ακριτικό», με νοητούς ή και (πλέον) πολύ πραγματικούς φράχτες στη μια πλευρά του, στην υπηρεσία κάποιας Ευρώπης ενάντια σε άλλους «κατώτερους» γεωγραφικούς χώρους, δεν έχει μέλλον· και ούτε θα έπρεπε.

Εθνικισμος, πατριωτισμος και αλλα

Κλασσικό

Αυτό το άρθρο μπορεί να θεωρηθεί και ως συνέχεια ενός άλλου σε αυτό το μπλογκ. Εκεί έγινε ήδη αναφορά στο θέμα της σχέσης εθνικής ταυτότητας και έθνους-κράτους.

Κάποιος που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κύπρο είναι δύσκολο να αποφύγει το θέμα του εθνικισμού, της ιδεολογίας που επηρέασε τόσο βαθιά την κατάσταση της πατρίδας μας. Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι είναι εθνικισμός και τι δεν είναι, ποιος είναι εθνικιστής και ποιος δεν είναι. Στη σημερινή εποχή σχεδόν κανείς δεν αποδέχεται τον όρο «εθνικιστής» για τον εαυτό του, προτιμώντας να δηλώνει απλά «πατριώτης».

Εθνικισμός και υπερεθνικισμός

Ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της λέξης «εθνικισμός» μάλλον δεν υπάρχει. Στο σημερινό δημόσιο λόγο συνήθως χρησιμοποιείται σαν κάτι αρνητικό, ως μια υπερβολική επικέντρωση στην ιδέα του έθνους και μάλιστα με βάση την πεποίθηση υπεροχής του σε σχέση με τα άλλα έθνη. Οι ιστορικοί όμως, με τον όρο «εθνικισμός» φαίνεται ότι αναφέρονται στην ιδέα ότι μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονται μια κοινή θρησκεία/γλώσσα/πολιτισμό και θεωρούν ότι απαρτίζουν ένα έθνος, πρέπει να έχουν και το δικό τους κράτος. Ίσως να είναι καλύτερο να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον ορισμό, που είναι πιο ουδέτερος, άρα και καλύτερη βάση για λογική συζήτηση. Για τον πρώτο ορισμό θα μπορούσε να ήταν καλύτερος ο τίτλος «υπερεθνικισμός«.

Ενώ όλοι οι αριστεροί/φιλελεύθεροι/προοδευτικοί θα μπορούσαν εύκολα να συμφωνήσουν ότι ο υπερεθνικισμός είναι κάτι αρνητικό, με τον «σκέτο» εθνικισμό τα πράγματα είναι λιγότερο απλά. Εθνικιστικά κινήματα όπως το σκωτσέζικο, το ιρλανδικό, το βασκικό, το καταλανικό, το κουρδικό, το παλαιστινιακό, το παναραβικό είχαν και έχουν πολλές συμπάθειες από τους προοδευτικούς ή αριστερούς όλου του κόσμου. Αντίθετα, εθνικισμοί όπως ο γερμανικός, ο ρωσικός, ο ουκρανικός, ο σερβικός, ο κροατικός, ο ισραηλινός ή ίσως και ο λιβανέζικος, αντιμετωπίζονται ως κάτι κακό, συντηρητικό ή και αντιδραστικό – συχνά από τα ίδια ακριβώς άτομα. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ο τουρκικός ή ο ιρανικός εθνικισμός, τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα, αφού οι εξωτερικές απόψεις γι’ αυτούς διαφέρουν, όπως διαφέρουν και οι εσωτερικές παραλλαγές τους.

Τα πράγματα άρα είναι πολύ πιο σύνθετα από μια εύκολη και γενική καταδίκη του εθνικισμού, σε οποιαδήποτε χώρα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Εξάλλου με βάση αυτόν τον ορισμό, την πίστη δηλαδή στο έθνος-κράτος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι εθνικιστική, τουλάχιστον στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Για να γίνει άρα μια λογική κριτική στον εθνικισμό, πρέπει να δεχτούμε πως πρόκειται για μια κατ’ αρχήν σεβαστή ιδεολογία. Με το να εξομοιώνουμε τον εθνικισμό με τον υπερεθνικισμό, ουσιαστικά δίνουμε και τη δυνατότητα στον μετριοπαθή εθνικιστή να ξεφύγει από την κριτική, λέγοντας ότι είναι απλά «πατριώτης».

Πατρίδα και έθνος-κράτος

Ο πατριωτισμός όμως είναι στη βάση του εντελώς διαφορετικής φύσης από τον εθνικισμό. Δεν είναι ιδεολογία που δημιουργήθηκε ως συνέπεια κοινωνικών αλλαγών στη σύγχρονη εποχή, είναι απλά η αγάπη που έχει κάποιος για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κάτι που υπάρχει (τουλάχιστον) από τότε που ο άνθρωπος εγκατέλειψε τη νομαδική ζωή. Και δεν υπάρχει τίποτε που να λέει ότι τα όρια αυτού του τόπου πρέπει να συμπίπτουν και με τα κρατικά σύνορα ή με έναν «εθνικό» χώρο . Μπορεί π.χ. κάποιος να θεωρεί ως πατρίδα του ολόκληρη τη Θράκη (Ανατολική και Δυτική), ανεξάρτητα από το αν στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία, ή αν κατοικείται κατά πλειοψηφία από μια εθνοτική ομάδα διαφορετική από τη δική του.

Στη σημερινή εποχή συχνά μιλάμε λες και οι έννοιες «πατρίδα», «κράτος», «έθνος» ταυτίζονται. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο και σε άλλες (όχι πολύ μακρινές) εποχές δεν ήταν καν συνηθισμένο. Ο εθνικισμός είναι ακριβώς η ιδεολογία που θεωρεί αυτήν την ταύτιση δεδομένη – και όταν δεν υπάρχει, σαν ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί. Ο κουδικός εθνικισμός π.χ. θεωρεί ως ανωμαλία το ότι ο χώρος που κατοικούν κατά πλειοψηφία Κούρδοι δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό κράτος, αλλά είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε άλλα κράτη.

Πιστεύω ότι έτσι γίνεται ξεκάθαρη η διαφορά: ο πατριώτης δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνικιστής, ούτε καν ήπιος ή μετριοπαθής, εφ’ όσον δεν εξομοιώνει την πατρίδα του με ένα έθνος. Είναι δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες. Η αίσθηση ότι ταυτίζονται είναι απλά το αποτέλεσμα του ότι πολλοί μετριοπαθείς εθνικιστές προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο «πατριώτης» για τον εαυτό τους, επειδή ο όρος «εθνικιστής» έχει αποκτήσει αρνητική χροιά. Για να γίνει ένας έντιμος διάλογος για το θέμα πρέπει να αποβάλλουμε ακριβώς αυτήν την αρνητική χροιά.

Πολιτικός ή πολιτισμικός εθνικισμός

Αυτοί οι ορισμοί βοηθούν κάπως στο να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στις έννοιες «πατριωτισμός», «εθνικισμός» και «υπερεθνικισμός». Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που θέλουμε να αναφερθούμε σε μια σύνδεση με το έθνος σαν αξία, χωρίς απαραίτητα όμως με το κράτος που (υποτίθεται) ότι το αντιπροσωπεύει; Μπορεί δηλαδή κάποιος να δίνει βάρος σε θέματα εθνικής ταυτότητας, να πιστεύει στην έννοια των εθνικών συμφερόντων, χωρίς όμως να θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη του έθνους-κράτους;

Μια επιλογή θα ήταν να ονομάσουμε αυτήν την παραλλαγή «πολιτισμικό εθνικισμό» σε αντίθεση με τον «πολιτικό εθνικισμό», για τον οποίο κεντρικό ρόλο παίζει η ιδέα του έθνους-κράτους. Π.χ. στην ελληνική περίπτωση, ένας πολιτισμικός αλλά όχι πολιτικός εθνικιστής θα μπορούσε να είναι κάποιος που πιστεύει στην ιδέα ενός Ελληνισμού πέρα από σύνορα, απορρίπτοντας την εξάρτησή του από ένα ελληνικό έθνος-κράτος. Αντίστοιχα και τα εθνικά συμφέροντα θα ήταν κυρίως πολιτισμικής φύσης (π.χ. διατήρηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας) και λιγότερο πολιτικής (π.χ. αν ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης ανήκει στη δικαιοδοσία του ενός ή του άλλου κράτους).

Αν ο πολιτικός εθνικισμός είναι όντως ξεπερασμένη ιδεολογία – και για μια εθνικά ανάμικτη περιοχή όπως η δική μας και επικίνδυνη – αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα και με την πολιτισμική παραλλαγή του.  Έχοντας πάντα υπόψη ότι φυσικά μόνο ένα μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ατόμου πηγάζει από το έθνος: τα άλλα μπορεί να πηγάζουν π.χ. από την πατρίδα, την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα κ.λπ. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι αναμενόμενο ότι τα θέματα ταυτότητας θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Η εθνική ταυτότητα θα είναι μία απ’ αυτές, αλλά αυτό μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο πολλαπλών ταυτοτήτων.

Υποθέτοντας ότι η εθνική ταυτότητα θα συνεχίσει να υπάρχει και να παίζει σημαντικό ρόλο, ίσως θα ήταν καλύτερα και για τον κόσμο γενικότερα, αλλά ειδικά για την περιοχή μας, να ενθαρρυνθούν μορφές πολιτισμικού εθνικισμού σε βάρος του πολιτικού. Ο πρώτος έχει μάλλον μικρότερο δυναμικό για να προκαλέσει συγκρούσεις από τον δεύτερο.