Ταξιδι στον Λιβανο

Κλασσικό

Στον Λίβανο βρέθηκα τον Οκτώβρη του 2011. Στη γειτονική Συρία είχε μόλις ξεκινήσει η εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, χωρίς όμως να πάρει ακόμα τις σημερινές της διαστάσεις και ο Λίβανος δεν ένιωθε ακόμα τόσο έντονα τις συνέπειές της. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμα μια πολύ ασφαλής χώρα για ταξιδιώτες: ο μοναδικός ίσως κίνδυνος που διέτρεχε κάποιος ήταν όταν προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο (τα φανάρια, όπου υπάρχουν, είναι μάλλον συμβολικά και για λόγους ασφάλειας είναι καλύτερα για έναν πεζό να μην τα λαμβάνει υπόψη).

Ο Λίβανος είναι μια χώρα που μοιάζει σχεδόν σουρεαλιστική. 17 επίσημες θρησκευτικές κοινότητες συνυπάρχουν σ’ ένα καθεστώς «πολυκοινοτικής ομοσπονδίας». Είναι περικυκλωμένος από δύο πολύ πιο δυνατά κράτη, τα οποία επεμβαίνουν στα εσωτερικά του όποτε το κρίνουν σκόπιμο, με τον λιβανέζικο στρατό απλά να παρακολουθεί. Το ένα (Ισραήλ) βομβαρδίζει υποδομές και εισβάλει κατά καιρούς στο λιβανέζικο έδαφος. Το άλλο (Συρία) θεωρούσε τον Λίβανο περίπου ως μέρος της δικής του επικράτειας και μόλις πρόσφατα αναγνώρισε την ανεξαρτησία του. Μια ένοπλη ομάδα όπως η Χεζμπολάχ μπορεί να αναλάβει τον πόλεμο με το Ισραήλ, όπως έγινε το 2006, με τον επίσημο λιβανέζικο στρατό πάλι να παραμένει θεατής. Η πρωτεύουσα είναι γνωστή σε όλο τον αραβικό κόσμο για τη νυχτερινή της ζωή, με τη χλιδή του κέντρου όμως να συνορεύει σε φτωχογειτονιές και παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς. Και η χώρα κουβαλά και τη βαριά κληρονομιά ενός δεκαπενταετούς εμφυλίου πολέμου, που άφησε πίσω του 150.000 νεκρούς και βαθιές πληγές, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Κτίριο με τρύπες από σφαίρες στη Κεντρική Βυρητό

Κτίριο με τρύπες από σφαίρες στη Κεντρική Βηρυτό

Το ξενοδοχείο Holiday Inn στη Βηρυτό, όπως ήταν ακόμα το 2011, ως συνέπεια της Μάχης των Ξενοδοχείων

Το πρώην ξενοδοχείο Holiday Inn στη Βηρυτό, με τα σημάδια της Μάχης των Ξενοδοχείων (της πρώτης φάσης του λιβανέζικου εμφυλίου).

Η οροσειρά του Λιβάνου (ο Λίβανος είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που πήρε το όνομά της από μια οροσειρά) εκτείνεται από το κέντρο της χώρας ως τα βόρεια σύνορα. Είναι περίπου παράλληλη με τις ακτές, από τις οποίες υψώνεται σαν τείχος, για να φτάσει μέχρι τα 3.008μ πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Λειτουργεί έτσι και σαν παγίδα για τις βροχές που φέρνουν οι δυτικοί άνεμοι, με αποτέλεσμα η δυτική πλευρά του να έχει πιο υγρό κλίμα (825 χιλιοστά ετήσια βροχόπτωση στη Βηρυτό!), απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος για μια κατά τ’ άλλα ξηρή περιοχή. Κάτι που σε συνδυασμό με τις ψηλές θερμοκρασίες ενθάρρυνε τη μαζική καλλιέργεια μπανάνας στους πρόποδές του. Αν περιμένει πάντως κάποιος να δει στα βουνά τους κέδρους που απεικονίζει η σημαία της χώρας, μάλλον θα απογοητευτεί: λόγω της εντατικής υλοτομίας, που ξεκίνησε ήδη από την εποχή της αρχαιότητας, λίγοι έχουν απομείνει μέχρι τις μέρες μας.

Γεωφυσικός χάρτης του Λιβάνου

Γεωφυσικός χάρτης του Λιβάνου. Πηγή: http://www.worldatlas.com

Μπανανοφυτείες στη νότια ακτή του Λιβάνου.

Μπανανοφυτείες στη νότια ακτή του Λιβάνου.

Η οροσειρά του Λιβάνου είναι η κοιτίδα των Μαρωνιτών, της χριστιανικής καθολικής κοινότητας με κεντρική αναφορά στον Άγιο Μάρωνα. Η οροσειρά συνεχίζεται προς το Νότο με τα βουνά Σουφ, στα οποία κυριαρχεί η μουσουλμανική αίρεση των Δρούζων, ενώ στα βόρειά της, στην περιοχή που συνορεύει με τη Συρία, πλειοψηφούν οι Σουνίτες. Ανάμεσα στις παράλληλες οροσειρές του Λιβάνου και του Αντιλιβάνου, εκτείνεται η κοιλάδα Μπεκάα, ο σιτοβολώνας του Λιβάνου, που κατοικείται κυρίως από Σιίτες. Στο Νότιο Λίβανο, την περιοχή που υπόμεινε για πολλά χρόνια την ισραηλινή κατοχή, η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι επίσης σιιτική. Ελληνορθόδοξες (αραβόφωνες εννοείται) και ουνιτικές νησίδες υπάρχουν διάσπαρτες μέσα στη χώρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ελληνική άποψη έχει και η παρουσία μερικών χιλιάδων ελληνόφωνων Μουσουλμάνων κρητικής καταγωγής κοντά στην Τρίπολη.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου. ανοικτό ροζ = Σουνίτες σκούρο ροζ = Σιίτες μπεζ = Μαρωνίτες ανοικτό καφε = Ελληνορθόδοξοι σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες) Γαλάζιο = Δρούζοι Πηγή: www.lib.utexas.edu

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου το 1982.
ανοικτό ροζ = Σουνίτες
σκούρο ροζ = Σιίτες
μπεζ = Μαρωνίτες
ανοικτό καφέ = Ελληνορθόδοξοι
σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες)
γαλάζιο = Δρούζοι
Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Αν θέλει κάποιος να γυρίσει τη χώρα, είναι μάλλον καλύτερο να εγκατασταθεί στη Βηρυτό. Βρίσκεται στο κέντρο του Λιβάνου και όλες οι άλλες πόλεις είναι σε απόσταση λίγων ωρών με δημόσιες συγκοινωνίες. Όταν μιλάμε πάντως για «δημόσιες συγκοινωνίες», εννοούμε ένα σε μεγάλο βαθμό ανεπίσημο και κάπως άναρχο δίκτυο, βασισμένο κυρίως σε mini-bus και λίγα πούλμαν (το σιδηροδρομικό δίκτυο καταστράφηκε με τον πόλεμο και δεν χρησιμοποιείται πλέον). Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται να είναι αρκετά πυκνό ώστε να μπορείς να βασιστείς πάνω του. Προτού χρησιμοποιήσει πάντως κάποιος ένα mini-bus, είναι καλύτερα να σιγουρευτεί από πριν για την τιμή και το ακριβές σημείο άφιξης.

Το κέντρο της Βυρητού, χτισμένο πάνω σε ασβεστόλιθους

Η δυτική ακτή της Βηρυτού: στο γκρεμό φαίνονται τα ασβεστολιθικά πετρώματα.

Η Βηρυτός είναι μια πόλη που ακόμα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του εμφυλίου. Το να κτιστεί ξανά το κατεστραμμένο από τον πόλεμο κέντρο της πόλης ήταν σχετικά εύκολο. Σ’ αυτό τον τομέα έχει ήδη γίνει μεγάλη πρόοδος: αν και σποραδικά συναντά κάποιος κατεστραμμένα κτίρια με τρύπες από σφαίρες και βλήματα, το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου έχει εικόνα σύγχρονης και ευημερούσας πόλης. Πιο δύσκολο είναι φυσικά να ξεπεραστούν οι κοινωνικές συνέπειες του πολέμου.

Η Solidere είναι η εταιρεία που ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό την ανοικοδόμηση της Βηρυτού μετα τον πόλεμο, συμφερόντων κοντινών στον πρώην πρωθυπουργό Ραφίκ Χαρίρι. Όπως φαίνεται απ' την φωτογραφία, δεν λείπει η κριτική.

Η Solidere είναι η εταιρεία που ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Βηρυτού μετά τον πόλεμο. Σ’ αυτήν δραστηριοποιήθηκε κι ο πρώην πρωθυπουργός Ραφίκ Χαρίρι. Όπως φαίνεται απ’ την φωτογραφία, η διαδικασία της ανοικοδόμησης δεν είναι χωρίς αντιπαραθέσεις.

Στη διάρκεια του εμφυλίου η πόλη χωρίστηκε στο δυτικό τμήμα, που ήταν υπό των έλεγχο των αριστερών και μουσουλμανικών δυνάμεων, και το ανατολικό τμήμα, στο οποίο κυριαρχούσαν οι δεξιές χριστιανικές ένοπλες οργανώσεις. Αυτό είχε ως συνέπεια ο χωρικός διαχωρισμός των κοινοτήτων να γίνει πιο έντονος, κάτι που μάλλον πολύ λίγο ξεπεράστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου.

Ο μαρωνιτικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου δίπλα στο Τζαμί Μοχάμεντ-αλ-Αμίν, κοντά πρώην όριο Δυτικής-Ανατολικής Βηρυτού, είναι δείγματα της χριστιανο-μουσουλμανικής συνύπαρξης που δοκιμάστηκε πολύ στις τελευταίες δεκαετίες.

Ο μαρωνιτικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου δίπλα στο Τζαμί Μοχάμεντ-αλ-Αμίν, κοντά στο πρώην όριο Δυτικής-Ανατολικής Βηρυτού, είναι δείγματα μιας χριστιανο-μουσουλμανικής συνύπαρξης, που δοκιμάστηκε πολύ στις τελευταίες δεκαετίες.

Στη Δυτική Βηρυτό βρίσκονται και όλα τα κυβερνητικά κτίρια, το ιστορικό κέντρο, η κάπως φοιτητική κεντρική συνοικία Χαμρά με το Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, η πλούσια συνοικία Ρας Μπεϊρούτ, ο παραλιακός πεζόδρομος (Corniche), οι Βράχοι των Περιστεριών, η καλλιτεχνική συνοικία Σαΐφι, η Πλατεία Μαρτύρων, το σουκ (δηλαδή η κεντρική αγορά) της Βηρυτού. Το τελευταίο σε τίποτα δεν θυμίζει τις εικόνες ανατολίτικων παζαριών που θα είχε κάποιος στο νου του με βάση οριενταλιστικά στερεότυπα. Είναι ένα σύγχρονο εμπορικό κέντρο, με μάλλον ακριβά καταστήματα.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Βηρυτού (Corniche)

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Βηρυτού (Corniche)

Μέρος του κέντρου της Βυρητού, που ανοικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο.

Μέρος του ιστορικού κέντρου της Βυρητού, το οποίο ανοικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο.

Στην κυρίως χριστιανική Ανατολική Βηρυτό βρίσκονται οι πιο γνωστές περιοχές νυχτερινής ζωής. Η μία απ΄αυτές είναι η εύπορη συνοικία Ασραφιέ. Πιο ενδιαφέρουσα είναι πάντως κατά την άποψή μου η συνοικία Τζεμάιζε, ακριβώς νότια από το Λιμάνι και ανατολικά από την Πλατεία Μαρτύρων. Η οδός Rue Gouraud με τα πολλά μπαράκια και φαγάδικα, γεμάτη κόσμο ακόμα και αργά μετά τα μεσάνυχτα, δικαιολογεί τη φήμη της Βηρυτού ως της πρωτεύουσας της νυχτερινής διασκέδασης στη Μέση Ανατολή. Φυσικά τα περισσότερα χόστελ της πόλης είναι στρατηγικά τοποθετημένα εκεί κοντά.

Στη Βηρυτό γιορτάζεται φαίνεται πολύ και το Halloween (ίσως να παίζει ρόλο η καθολική παράδοση της χώρας). Ιδίαιτερα έντονα φαίνεται αυτό στη Rue Gouraud της Τζεμάιζε, του δρόμου με τα πολλά μπαράκια που είναι σύμβολο για τη νυχτερινή ζωή της Βηρυτού.

Στη Βηρυτό γιορτάζεται και το Halloween (ίσως να παίζει ρόλο η καθολική παράδοση της χώρας). Η εικόνα είναι από μπαρ στη Rue Gouraud της Τζεμάιζε, δρόμου-σύμβολο για τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

Τα νότια προάστια της Βηρυτού είναι πιο φτωχές συνοικίες, κατοικούμενες κυρίως από Σιίτες (και άρα γεμάτες από σύμβολα της Χεζμπολάχ και της Αμάλ). Πολλές απ’ αυτές δημιουργήθηκαν από τα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης των προηγούμενων δεκαετιών. Διάσπαρτοι ανάμεσά τους βρίσκονται και παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί, από τους οποίους η Σατίλα έγινε παγκόσμια γνωστή με τραγικό τρόπο, όταν το 1982 στη διάρκεια του εμφυλίου χιλιάδες Παλαιστίνιοι σφαγιάστηκαν από μαρωνιτικές δεξιές δυνάμεις.

Πανό της Χεζμπολάχ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού. Πάνω δεξιά ο αρχηγός Χασάν Νασράλαχ. Οι δύο νεαροί άντρες είναι πιθανόν μάρτυρες της οργάνωσης.

Αφίσα της Χεζμπολάχ στη σιιτική συνοικία Μαζράα της Βηρυτού. Πάνω δεξιά ο αρχηγός Χασάν Νασράλαχ.

Σημαία της Αμάλ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού, 2011

Σημαία της Αμάλ, επίσης στη συνοικία Μαζράα.

Από το σταθμό Σαρλ Χελού (ανάμεσα στην Τζεμάιζε και το Λιμάνι) αναχωρούν τα λεωφορεία με κατεύθυνση τον Βορρά ή τη Συρία. Ανάμεσα σ’ αυτά και το λεωφορείο για την Τρίπολη (η διαδρομή διαρκεί σχεδόν 2 ώρες), τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου. Όποιος έρχεται από τη Βηρυτό, είναι καλά να είναι προετοιμασμένος για ένα «πολιτισμικό σοκ», όπως προειδοποιούν και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί. Η κατά πλειοψηφία σουνιτική πόλη ταιριάζει πολύ περισσότερο στα οριενταλιστικά στερεότυπα: κυκλοφοριακό χάος, αντρικοί καφενέδες με ναργιλέδες, σχεδόν όλες οι γυναίκες με καλυμμένα μαλλιά (μερικές και με καλυμμένο πρόσωπο), πινακίδες σχεδόν αποκλειστικά στα αραβικά και ένα σουκ με εικόνα πραγματικού ανατολίτικου παζαριού.

Εικόνα από το σουκ της Τρίπολης

Το σουκ της Τρίπολης

Γέροι σε καφενέ της Τρίπολης πίνουν καφέ και καπνίζουν ναργιλέ.

Γέροι σε καφενέ της Τρίπολης πίνουν καφέ και καπνίζουν ναργιλέ.

Η Τρίπολη επηρεάστηκε δυστυχώς μάλλον περισσότερο από κάθε άλλη πόλη από το Συριακό Εμφύλιο, με επαναλαμβανόμενες ένοπλες συγκρούσεις που ο λιβανέζικος στρατός δύσκολα μπορεί να ελέγξει. Πράγμα αναμενόμενο, αφού θεωρείται προπύργιο του σουνιτικού φονταμενταλισμού, ενώ είναι ταυτόχρονα και η μοναδική μεγάλη πόλη του Λιβάνου με ισχυρή παρουσία των Αλαουιτών: δηλαδή των δύο ομάδων που κατ’ ουσίαν συγκρούονται και στη Συρία.

Ο Πύργος Ρολογιού του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ στην Τρίπολη, οθωμανικό κατάλοιπο, είναι κεντρικό σημείο της πόλης.

Ο Πύργος Ρολογιού του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ στην Τρίπολη, οθωμανικό κατάλοιπο, είναι κεντρικό σημείο της πόλης.

Από την Τρίπολη αναχωρεί και το λεωφορείο για το Μπσαρέ (η διαδρομή διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα), μια καθαρά μαρωνίτικη κωμόπολη στην καρδιά της οροσειράς του Λιβάνου, σε υψόμετρο 1.500μ και λίγο πιο κάτω από το χιονοδρομικό κέντρο των Κέδρων, που είναι και η κύρια τουριστική ατραξιόν της περιοχής. Η άλλη είναι το φαράγγι-κοιλάδα Καντίσα, που εκτείνεται κάτω από το Μπσαρέ, με πολλά μαρωνίτικα μοναστήρια και εκκλησίες μέσα στις σπηλιές. Αυτά τα βουνά είναι η καρδιά του μαρωνίτικου πολιτισμού: εδώ κατέφευγαν επί αιώνες οι Μαρωνίτες για να ξεφύγουν από την πίεση των διάφορων κατακτητών. Το Μπσαρέ είναι και η πόλη καταγωγής του Λιβανέζου ποιητή Χαλίλ Τζιμπράν, στη μνήμη του οποίου υπάρχει ένα μουσείο.

Το φαράγγι .... με τις βουνοκορφές του Λιβάνου από πάνω, όπως φαίνονται από το Μπσαρέ. Στις άκρες του γκρεμού έχουν κτιστεί εκκλησίες και μοναστήρια.

Η κοιλάδα Καντίσα εκτείνεται κάτω από το γκρεμό, με τις βουνοκορφές του Λιβάνου από πάνω, όπως φαίνονται από το Μπσαρέ.

Ανάμεσα στην Τρίπολη και τη Βηρυτό, πάνω στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τις δυο πόλεις, βρίσκεται η ιστορική πόλη της Βύβλου. Γνωστή είναι η πόλη για το φοινικικό αρχαίο της παρελθόν (απ’ αυτήν προέρχονται και οι λέξεις «Βίβλος» και «βιβλίο», αφού ήταν κάποτε ο κύριος τόπος εξαγωγής του πάπυρου), από το οποίο μια γεύση μπορεί να πάρει κάποιος στο μεγάλο αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο κέντρο της πόλης. Η σημερινή Βύβλος είναι μια κατά πλειοψηφία μαρωνίτικη πόλη, με μια σημαντική σιιτική μειοψηφία.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Βύβλου, με τη σύγχρονη πόλη να εκτείνεται προς το βουνό

Ο αρχαιολογικός χώρος της Βύβλου, με τη σύγχρονη πόλη να εκτείνεται προς το βουνό.

Ο Νότιος Λίβανος είναι μια περιοχή που είχε πληγεί πολύ από τον εμφύλιο πόλεμο, αφού ως συνέπειά του έπρεπε να υπομείνει και μετά το τέλος του ακόμα μια δεκαετία ισραηλινής κατοχής. Κατοικείται κυρίως από Σιίτες, άρα όπως και στις νότιες συνοικίες του Λιβάνου θα δει κάποιος εκεί μπόλικα σύμβολα της Αμάλ και της Χεζμπολάχ. Μεγαλύτερη πόλη είναι η Τύρος, που έμεινε στην ιστορία για τη γενναία αντίστασή της ενάντια στο Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος για να την τιμωρήσει την κατέστρεψε ολοκληρωτικά, σκοτώνοντας ή πουλώντας σαν σκλάβους όλους τους κατοίκους της.

Το λιμάνι της Τύρου, κτισμένου εν μέρει πάνω στη λωρίδα γης που δημιούργησε μέσω επιχωμάτωσης ο Μέγας Αλέξανδρος (προηγουμένως η Τύρος ήταν νησί), στην προσπάθεια του να κατακτήσει την πόλη από τη στεριά.

Το λιμανάκι της Τύρου βρίσκεται στο τμήμα της πόλης που κατά την αρχαιότητα ήταν ακόμα νησί: ο Μέγας Αλέξανδρος δημιούργησε μέσω επιχωμάτωσης μια σύνδεση με τη στεριά, στην προσπάθεια του να κατακτήσει την πόλη-νησί.

Για να ταξιδέψει κάποιος από την Βηρυτό προς την Τύρο ή τη Σιδώνα (η άλλη ιστορική πόλη, που βρίσκεται ανάμεσα στην Τύρο και τη Βηρυτό), πρέπει πρώτα να πάει στην πλατεία Κόλα στα νότια προάστια της πρωτεύουσας. Από εκεί αναχωρούν τα λεωφορεία με προορισμό τον Νότο: η διαδρομή προς Τύρο διαρκεί περίπου 2 ώρες. Το λεωφορείο σε αφήνει λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, προς το οποίο πρέπει να περπατήσεις ακόμα κανένα τέταρτο, δίπλα από έναν παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό. Αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης είναι σιιτική, στο κέντρο υπάρχει και μια χριστιανική συνοικία, κοντά στο λιμανάκι. Στη νότια πλευρά της πόλης βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος και η παραλιακή λεωφόρος με τις φοινικιές, που θυμίζουν λίγο το τουριστικό παρελθόν της πόλης.

Σοκάκι στην ιστορική χριστιανική συνοικία της Τύρου.

Σοκάκι στην ιστορική χριστιανική συνοικία της Τύρου.

Η νότια παραλιακή λεωφόρος της Τύρου, με το Ισραήλ να φαίνεται στο βάθος

Η νότια παραλιακή λεωφόρος της Τύρου


Από τον Οκτώβρη του 2011, όταν είχα ταξιδέψει στο Λίβανο, πολλά έχουν αλλάξει. Μετά από λίγα μόνο χρόνια σχετικής ηρεμίας, η χώρα απειλείται πάλι σήμερα από το Συριακό Εμφύλιο. Ο πολιτικός κόσμος είναι διχασμένος ανάμεσα στους υποστηρικτές του Άσαντ και αυτούς της συριακής αντιπολίτευσης. Η βία από τη Συρία μεταφέρεται κατά καιρούς και μέσα στο Λίβανο. Η χώρα βρέθηκε αναγκασμένη να υποδεχτεί πάνω από ένα εκατομμύριο Σύριους πρόσφυγες, οι οποίοι αποτελούν πλέον περίπου ένα τέταρτο του συνολικού της πληθυσμού – πράγμα που είναι ακόμα μια πηγή αστάθειας.

Το μόνο που φαίνεται να κρατάει την όποια ειρήνη μέσα στο Λίβανο, είναι η ακόμα πρόσφατη εμπειρία του καταστροφικού εμφυλίου πολέμου, του οποίου την επανάληψη σχεδόν κανένας δεν επιθυμεί. Ας ελπίζουμε ότι αυτή η θέληση των Λιβανέζων θα φανεί πιο δυνατή από τις δυνάμεις που τους σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Πανβαλκανισμος στην Ελλαδα: μια συντομη ιστορια

Κλασσικό

Η ιδέα της ένωσης όλων των λαών της Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας δεν είναι κάτι πρόσφατο. Βασίζεται ίσως και σε μια ιστορική γνώση ότι αυτή η περιοχή ήταν για μεγάλες χρονικές περιόδους μέρος ενιαίων Αυτοκρατοριών. Εκ των οποίων τουλάχιστον δύο (Ανατολική Ρωμαϊκή, Οθωμανική) διάλεξαν για πρωτεύουσά τους το σημείο σύζευξης των δύο αυτών γεωγραφικών χώρων: τα στενά του Βοσπόρου.

Πολλοί ήταν αυτοί που στο παρελθόν οραματίστηκαν μια τέτοια ένωση. Τα πρόσωπα ή οργανώσεις που αναφέρονται στη συνέχεια μπορεί να διέφεραν στους στόχους και τη γενική τους ιδεολογία. Είχαν όμως όλοι γεννηθεί ή δράσει στην περιοχή της σημερινής Ελλάδας κι είχαν στην σκέψη τους στοιχεία που αναφέρονταν στην ένωση των λαών της περιοχής σε μια ισότιμη βάση.

Το όνομα που διάλεξα γι’ αυτήν την ιδεολογία είναι «πανβαλκανισμός». Πάντως κατά κανόνα αφορούσε όχι μόνο τα Βαλκάνια, αλλά τουλάχιστον και τη Μικρά Ασία, την Κρήτη και την Κύπρο. Εξ’ άλλου ο όρος «Βαλκάνια» ως ονομασία περιοχής είναι σχετικά νέος. Τα πρόσωπα που περιγράφονται στη συνέχεια συνήθως αναφέρονταν στην ένωση της «Ανατολής», όρος που τότε αντιστοιχούσε περίπου στις γεωγραφικές περιοχές που προαναφέρθηκαν. Μπορεί άρα ο πιο σωστός όρος να ήταν «παν-ανατολισμός», επειδή όμως σήμερα όταν λέμε «Ανατολή» δεν εννοούμε απαραίτητα αυτό που εννοούσαν τότε, τελικά προτίμησα το «πανβαλκανισμός». Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και χώρες που είναι γεωγραφικά πολύ λίγο (Τουρκία) ή καθόλου (Κύπρος) βαλκανικές, συνδέονται τόσο στενά με τα Βαλκάνια που είναι σχεδόν αδύνατο να τις δεις ξεχωριστά.

Σεΐχης Μπεντρεντίν

Για την ιστορία του Μπεντρεντίν και τις σύγχρονες ερμηνείες της υπάρχει ήδη ξεχωριστό άρθρο. Κατά πόσον είχε μια ένωση των λαών της περιοχής στο μυαλό του μπορεί να μην είναι ξεκάθαρο, αυτό που ξέρουμε όμως είναι ότι αυτός και οι σύμμαχοι του έδρασαν ταυτόχρονα και στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Εκείνη την εποχή (αρχές του 15ου αιώνα) η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ήταν ακόμα σχετικά διασπασμένη, πριν ακόμα ενωθεί υπό την οθωμανική δυναστεία – μια ένωση όμως που φυσικά δεν έγινε στη βάση της ισότητας. Αυτό που κάνει την περίπτωση του Μπεντρεντίν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (όπως τουλάχιστον του αποδίδεται από κάποιους) είναι η κοινή δράση ανθρώπων από όλες τις μεγάλες θρησκευτικές ομάδες της περιοχής (Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Εβραίοι) για την ανατροπή μιας καταπιεστικής εξουσίας.

Ρήγας Βελεστινλής

Σχεδόν όλοι στην Ελλάδα και την Κύπρο ξέρουμε το Ρήγα Βελεστινλή. Ας σημειωθεί ότι το όνομα «Φεραίος», με το οποίο είναι σήμερα γνωστός, του αποδόθηκε μετά θάνατον: ο ίδιος χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του το επώνυμο «Βελεστινλής», το οποίο κάποτε συμπλήρωνε με το «Θεσσαλός».

Ρήγας Βελεστινλής (Πηγή: www.ascsa.edu.gr)

Ρήγας Βελεστινλής (Πηγή: http://www.ascsa.edu.gr)

Ο Ρήγας γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο, όπως λέει και το επίθετό του. Δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος αλλά και ως διερμηνέας ή γραμματέας στην υπηρεσία υψηλών προσώπων, σε διάφορες πόλεις εντός κι εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, ανέπτυξε επαναστατική δραστηριότητα με σκοπό την ανατροπή της οθωμανικής δυναστείας και την μετατροπή της αυτοκρατορίας σε ενιαίο δημοκρατικό κράτος, με το όνομα Ελληνική Δημοκρατία.

Αν κι απευθύνθηκε κυρίως στους Έλληνες, το επαναστατικό του κάλεσμα δεν αφορούσε μόνο αυτούς, αλλά όλους τους λαούς της Αυτοκρατορίας, με τα δικά του λόγια «από την Μπόσνα και ως την Αραπιά». Σ’ αυτούς μετρούσε και τους Μουσουλμάνους: εξ’ άλλου φίλος και δυνητικός του σύμμαχος ήταν και ο πασάς του Βιδινίου, Οσμάν Πασβάνογλου (στον οποίο αναφέρεται και στο Θούριο). Στο κράτος που φανταζόταν ο Ρήγας, όλοι οι πολίτες θα ήταν ίσοι απέναντι στο νόμο, ανεξαρτήτως θρησκείας κι εθνότητας.

Συνελήφθηκε από τους Αυστριακούς το 1797. Αυτοί τον παρέδωσαν στους Οθωμανούς, οι οποίοι τον εκτέλεσαν στο Βελιγράδι το 1798. Ένας κεντρικός δρόμος του Βελιγραδίου έχει και σήμερα το όνομά του.

Σημαντικό για να κατανοήσουμε το Ρήγα είναι το ότι έδρασε σε μια εποχή, που η περιοχή ήταν ήδη ενωμένη, αλλά παρηκμασμένη. Ο Ρήγας έβλεπε την Οθωμανική δυναστεία σαν πηγή αυτής της παρακμής και γι’ αυτό ήθελε την ανατροπή της. Διατηρώντας όμως την ενότητα κάτω από ένα καινούριο σύστημα, το οποίο εξασφάλιζε την ισότητα των πολιτών της ανεξάρτητα από την εθνοτικο-θρησκευτική τους ομάδα (χωρίς πάντως να αποφεύγει και κάποιες αντιφάσεις). Τις ιδέες που πήρε από τη Γαλλική Επανάσταση τις προσάρμοσε στον εθνολογικό και θρησκευτικό πλουραλισμό της περιοχής. Αυτή η πανβαλκανική του ματιά ήταν ίσως κι η βασική του διαφορά με τα επαναστατικά κινήματα που ακολούθησαν τον επόμενο αιώνα.

Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία – Πολιτικός Σύλλογος Ρήγας

Η ομάδα αυτή ιδρύθηκε κάπου ανάμεσα στο 1865 και το 1867 και δραστηριοποιήθηκε σε πολλές βαλκανικές πρωτεύουσες (Βελιγράδι, Βουκουρέστι, Αθήνα, Σόφια, Κωνσταντινούπολη). Οι γνώσεις μας γι’ αυτήν είναι περιορισμένες, λόγω της μυστικότητας με την οποία λειτουργούσε. Συμμετείχαν προοδευτικά πρόσωπα από διάφορες βαλκανικές εθνότητες, που απ’ ό,τι φαίνεται είχαν επηρεαστεί από τις ριζοσπαστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν εκείνο τον καιρό στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με ανάλογες ιδέες σύνδεσης των βαλκανικών λαών, που συχνά ήταν οχήματα επιβολής σχεδίων των ξένων δυνάμεων ή των τοπικών εθνικών ελίτ, αυτή η κίνηση ήταν κατά των ξένων επεμβάσεων κι είχε στόχο μια δημοκρατική ομοσπονδία όλων ανεξαιρέτως των λαών της Ανατολής στη βάση της ισότητας. Αν πιστέψουμε μαρτυρίες ενός στελέχους της, έφτασε να συμπεριλάβει στα μέλη της το 1876 και τον τότε Μεγάλο Βεζύρη Μιντχάτ Πασά.

Το ελληνικό της σκέλος (ή μάλλον το νόμιμο προσωπείο του) ήταν ο πολιτικός σύλλογος «Ρήγας», που ιδρύθηκε το 1875. Το όνομα δείχνει και την απήχηση που είχαν ακόμα τότε οι πανβαλκανικές ιδέες του Βελεστινλή. Ο σύλλογος είχε σκοπό «τη διά της διαδόσεως των ελευθέρων ιδεών εξυπηρέτησιν των μεγάλων της Ανατολής συμφερόντων», κάνοντας αναφορά και στην ανάγκη ομοσπονδιοποίησης κι αδελφοποίησης των λαών. Μια κεντρική προσωπικότητα ήταν ο Παναγιώτης Πανάς, ριζοσπάστης διανοούμενος από την Κεφαλονιά, επηρεασμένος από δημοκρατικές, σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες. Ο σύλλογος είχε αισθητή παρουσία στη δημόσια ζωή της χώρας και στα μέλη του μετρούσε βουλευτές και δημοσιογράφους. Πάντως η οργάνωση δεν κατάφερε να επιβιώσει ως σημαντική σταθερή παρουσία στην ελληνική πολιτική σκηνή, κι απ’ ό,τι φαίνεται ούτε και στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη. Το 1880 ο «Ρήγας» διαλύθηκε. Ο ίδιος ο Πανάς αυτοκτόνησε το 1896 λόγω προσωπικών προβλημάτων.

Η κίνηση αυτή έχει ίσως ιδιαίτερη σημασία, καθώς η ιδέα ενός κοινού ομόσπονδου κράτους επανέρχεται, ενώ ήδη έχουν δημιουργηθεί ανεξάρτητες ή αυτόνομες οντότητες στα Βαλκάνια κι έχει γίνει αρκετά φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι σε κρίση. Δεν μιλάμε πλέον, δηλαδή, για επαναστατικό μετασχηματισμό ενός ήδη υπάρχοντος κράτους (όπως ήταν το όραμα του Ρήγα), αλλά για μια νέα σύνθεση. Μπορεί να ερμηνευθεί κι ως μία αντίδραση στις διασπαστικές τάσεις που υπήρχαν τότε στην περιοχή, όχι όμως από συντηρητική αλλά από προοδευτική-ριζοσπαστική οπτική γωνία. Μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να ξεφύγει πραγματικά από τον περιθωριακό της ρόλο, είναι πάντως μια ένδειξη ότι αυτή η διάσπαση δεν φαινόταν σε όλους αυτονόητη.

Ανατολική Ομοσπονδία – Λεωνίδας Βούλγαρης (1880)

Με μία μόνο λέξη διαφέρει το όνομα αυτής της κίνησης από την προηγούμενη, ήδη όμως αυτή η διαφορά λέει αρκετά για το χαρακτήρα της. Σε αντίθεση με τη ΔΑΟ, αυτή η πρωτοβουλία βασιζόταν σε άτομα που ανήκαν ή συνδέονταν με τους κρατικούς μηχανισμούς των εθνών-κρατών. Πράγμα που αναγκαστικά σήμαινε ότι κι οι ριζοσπαστικές της δυνατότητες ήταν πολύ μικρότερες, αφού δεν μπορούσαν να συγκρουστούν με τα συμφέροντα των τοπικών εθνικών ελίτ. Δεν είναι άρα περίεργο που η οργάνωση δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο και ουσιαστικά διαλύθηκε όταν τα συμφέροντα αυτών των κρατών έγιναν αντικρουόμενα μέσω των αλυτρωτικών επιδιώξεών τους.

Κεντρική προσωπικότητα ήταν ο βουλευτής Λεωνίδας Βούλγαρης. Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1884 στην Αθήνα και αρχικός της στόχος ήταν η σύσταση επιτροπών για τη συνεργασία των βαλκανικών λαών, με τελικό στόχο μια βαλκανική ομοσπονδία. Ο ίδιος ο Βούλγαρης φαίνεται ότι έβλεπε τη προσέγγιση με τους άλλους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων κυρίως σαν συμμαχία εναντίον των Τούρκων. Μάλλον πρέπει δηλαδή να τον δούμε ως πανορθόδοξο παρά πανβαλκανιστή. Μεταξύ άλλων πρότεινε και τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανομακεδονικού κράτους ως μελλοντικό μέλος αυτής της ομοσπονδίας, κάτι που τον έφερε αντιμέτωπο με κατηγορίες ότι εκπροσωπούσε σλαβικά συμφέροντα.

Παρ’ όλα αυτά και μόνο το γεγονός ότι υπήρξε αυτή η πρωτοβουλία, δείχνει ότι η συναίσθηση μιας κοινής μοίρας ήταν συνειδητή ακόμα και σε άτομα που είχαν θέσει τους εαυτούς τους στην υπηρεσία των εθνικών επιδιώξεων.

Ιων Δραγούμης, Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης και το Ανατολικό Ιδανικό

Η περίπτωσή τους είναι ιδιαίτερη, αφού πρόκειται για άτομα που ήταν στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους κι είχαν σαν ιδεολογική αφετηρία τον ελληνικό εθνικισμό – τον οποίο ποτέ δεν εγκατέλειψαν ακριβώς. Εξ’ άλλου ο Δραγούμης παραμένει μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για πολλούς Έλληνες εθνικιστές. Και οι δύο πάντως φαίνεται να έχασαν σταδιακά την πίστη τους στο ελληνικό έθνος-κράτος και να προσανατολίστηκαν στην ιδέα ενός οικουμενικού Ελληνισμού, στα πλαίσια ενός πολυεθνικού κράτους με ισότητα των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκείας ή εθνότητας. Αυτό έφερε και την απομάκρυνσή τους από τη Μεγάλη Ιδέα, που εξέφραζε τότε με την πολιτική του κυρίως ο Βενιζέλος. Αν και κίνητρο για την ιδέα ενός μεγάλου Ανατολικού κράτους ήταν σε μεγάλο βαθμό κι ο αντι-σλαβισμός, κυρίως ο φόβος των Βουλγάρων, τουλάχιστον ο Σουλιώτης φαίνεται να προχώρησε τόσο, ώστε να τους αναγνωρίσει κι αυτούς σαν μέρος αυτής της ιδέας.

Ίων Δραγούμης (Πηγή: http://edy.mfa.gr)

Ίων Δραγούμης (Πηγή: http://edy.mfa.gr)

Ο Ίων Δραγούμης γεννήθηκε το 1878 στην Αθήνα σε οικογένεια πολιτικών. Εντάχθηκε στο ελληνικό διπλωματικό σώμα και υπηρέτησε σε διάφορες πρεσβείες και προξενεία. Είχε ενεργή εμπλοκή στο Μακεδονικό Αγώνα, που καθόρισε όπως κι η παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη την πολιτική του σκέψη. Απογοητευμένος από την (όπως την έβλεπε ο ίδιος) ανικανότητα του κράτους που υπηρετούσε, να προστατεύσει το ελληνικό έθνος, άρχισε να προσανατολίζεται προς την ιδέα μιας ελληνοτουρκικής ανατολικής ομοσπονδίας, διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ιδεολογία του είχε αντιδυτικά χαρακτηριστικά, ενώ αργότερα άρχισε να προσεγγίζει και σοσιαλιστικές ιδέες. Στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού εντάχθηκε στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο κι έγινε ίσως ο πιο σημαντικός του διανοούμενος. Δολοφονήθηκε στην Αθήνα το 1920 από βενιζελικούς: από τραγική ειρωνεία ενώ ήταν καθ’ οδόν για να δημοσιεύσει άρθρο καταδίκης της απόπειρας δολοφονίας του Βενιζέλου.

Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης (Πηγή: http://www.ascsa.edu.gr)

Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης (Πηγή: http://www.ascsa.edu.gr)

Λιγότερο ίσως γνωστός από το Δραγούμη είναι ο στενός του φίλος και συνομήλικος Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης από τη Σύρο. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού, με ειδικές αποστολές και στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ίδρυσε την Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως. Παρά τη θέση του ο Σουλιώτης δεν φαίνεται ότι είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση το ελληνικό κράτος, ενώ ήταν ένθερμος υποστηρικτής μιας ανατολικής ομοσπονδίας, που θα συμπεριελάμβανε τα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία και θα είχε για πυρήνα της μια ελληνοτουρκική συμμαχία. Αυτό του το όραμα φαίνεται ότι επηρέασε πολύ και το φίλο του, Ίωνα Δραγούμη. Και για τους δύο, σημαντικό κίνητρο ήταν μάλλον η επιθυμία απεξάρτησης του ελληνικού έθνους από τη Δύση, αν κι ο Σουλιώτης φαίνεται να ήταν έτοιμος να πάει ένα βήμα πιο μακριά όσον αφορά τη γι’ αυτό απαιτούμενη προσέγγιση με τους λαούς της περιοχής. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Σουλιώτης πάντως συνέχισε να υπηρετεί το ελληνικό κράτος από διάφορα πόστα, μέχρι το θάνατό του το 1945.

Στην ιδέα μιας μεγάλης ανατολικής ομοσπονδίας απεξαρτημένης από τη Δύση αναφέρονταν οι δυο τους ως το «Ανατολικό Ιδανικό». Αν και δεν είχαν τελικά καμία επιτυχία στο να το πραγματοποιήσουν, είναι σίγουρα ενδιαφέρον το πώς δύο πρόσωπα στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους έφτασαν στο να αποστασιοποιηθούν εν μέρει απ’ αυτό και να κάνουν σκέψεις για μια ομοσπονδία των λαών της περιοχής. Αν και συνέχισαν να βλέπουν αυτή την ένωση και σαν μέσο που θα επέτρεπε την κυριαρχία των Ελλήνων (ως κυρίαρχο πολιτισμικά στοιχείο) σε ολόκληρη την περιοχή, είδαν και το μέλλον του ελληνικού έθνους σαν μέρος μιας μεγαλύτερης κοινότητας λαών.

Ο Αβραάμ Μπεναρόγια και η Φεντερασιόν

Ο Αβραάμ Μπεναρόγια ήταν σεφαρδίτης Εβραίος, γεννημένος το 1887 στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας. Αφού σπούδασε κι εργάστηκε και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής, βρέθηκε το 1908 σε μια τυπικά πολυεθνική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη, για να οργανώσει το πρώτο μαζικό σοσιαλιστικό κίνημα στην οθωμανική επικράτεια. Το κίνημα αυτό ονομάστηκε Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης κι έμεινε γνωστό ως Φεντερασιόν («Ομοσπονδία» στα Λαντίνο, γλώσσα των Σεφαρδιτών Εβραίων, συγγενική της ισπανικής). Μάλλον λόγω της ιδέας της ομοσπονδιακής σύνδεσης των διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών ομάδων, οι κύριες των οποίων τότε στη Θεσσαλονίκη ήταν οι Εβραίοι, οι Μουσουλμάνοι, οι Έλληνες και οι Βούλγαροι. Σε μια εποχή δηλαδή που οι αναδυόμενοι βαλκανικοί εθνικισμοί κέρδιζαν συνεχώς έδαφος και συγκρούονταν βίαια μεταξύ τους, ειδικά στη Μακεδονία, η Φεντερασιόν προσπάθησε να πάει κόντρα στο ρεύμα.

Αβραάμ Μπεναρόγια (Πηγή: www.rizospastis.gr)

Αβραάμ Μπεναρόγια (Πηγή: http://www.rizospastis.gr)

Η Φεντερασιόν είχε θεωρητικά το στόχο να εκπροσωπήσει ολόκληρη την εργατική τάξη ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας. Στην πράξη όμως Έλληνες και Μουσουλμάνοι είχαν μικρή συμμετοχή, ενώ οι περισσότεροι Βούλγαροι αποχώρησαν μετά απο μια εσωτερική διάσπαση. Έτσι η Φεντερασιόν έγινε σταδιακά μια σχεδόν καθαρά εβραϊκή οργάνωση, πράγμα που εκφράστηκε κι από την εφημερίδα της, που από τετράγλωσση κατέληξε να εκδίδεται μόνο στα Λαντίνο. Οργάνωσε εργατικούς αγώνες και διώχθηκε από το καθεστώς των Νεότουρκων.

Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, η Φεντερασιόν προσπάθησε να συμμετάσχει στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και κατάφερε μάλιστα το 1915 να εκλέξει και δύο βουλευτές. Ακόμα και μετά τη διάσπαση της Μακεδονίας ανάμεσα στα έθνη-κράτη, συνέχισε να πρεσβεύει την ομοσπονδιακή μετεξέλιξη της Βαλκανικής, στα πλαίσια ενός σοσιαλιστικού πολιτικού προγράμματος. Η οργάνωση ενσωματώθηκε στο ΣΕΚΕ, το οποίο με τη σειρά του ήταν ο πρόγονος του ΚΚΕ. Ο ίδιος ο Μπεναρόγια, διαγράφηκε από το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ το 1924, συνεχίζοντας πάντως να παίζει σημαντικό ρόλο στο ελληνικό εργατικό κίνημα (ήταν μέσα στους πρωτεργάτες της ίδρυσης της ΓΣΕΕ) και την Αριστερά. Επιβίωσε από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και το 1953 μετανάστευσε στο Ισραήλ, όπου και πέθανε το 1979.

Η Φεντερασιόν έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του πανβαλκανισμού στην Ελλάδα, μια και πρώτη φορά εμφανίζεται σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, η οποία είχε το στόχο της Βαλκανικής Ομοσπονδίας στο πρόγραμμά της. Η προοπτική μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας συνέχισε να συζητιέται σοβαρά από τους Βαλκάνιους κομμουνιστές για ακόμα μερικές δεκαετίες.


Αυτά ήταν μερικά παραδείγματα, που δείχνουν την έλξη που ασκούσαν οι πανβαλκανικές ιδέες τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι ιδεολογικές αφετηρίες από τις οποίες ξεκίνησαν αυτά τα πρόσωπα ήταν πολύ διαφορετικές: από το μουσουλμανικό σουφισμό (Μπεντρεντίν) μέχρι τον προοδευτικό ριζοσπαστισμό (Ρήγας, Πανάς) κι από τον ελληνικό εθνικισμό αντι-τουρκικής (Βούλγαρης) ή αντι-σλαβικής απόχρωσης (Δραγούμης, Σουλιώτης) μέχρι το μαρξιστικό σοσιαλισμό (Μπεναρόγια). Κι όμως κατέληξαν σ’ ένα αρκετά παρόμοιο όραμα για το μέλλον της περιοχής.

Πάντως, τα τότε ακόμα νεοσύστατα κι ασταθή έθνη-κράτη ρίζωσαν και σταθεροποιήθηκαν στη συνέχεια όλο και πιο πολύ, σε σημείο που να μας είναι σήμερα πολύ δύσκολο να φανταστούμε την πραγματικότητα της περιοχής χωρίς αυτά. Αυτό έφερε και τη σταδιακή υποχώρηση τέτοιων ενωτικών ιδεών.

Σ’ αυτό βοήθησε και η γεωπολιτική πολυδιάσπαση που ακολούθησε με τον Ψυχρό Πόλεμο, που στα Βαλκάνια ήταν ίσως μεγαλύτερη από κάθε άλλη γεωγραφική περιοχή της Γης. Η Ελλάδα κι η Τουρκία εντάχθηκαν στο δυτικό στρατόπεδο και στο ΝΑΤΟ, με τις μεταξύ τους σχέσεις όμως να επιδεινώνονται λόγω του Κυπριακού. Η ίδια η Κύπρος προτίμησε να ακολουθήσει άλλο δρόμο και να γίνει μέλος στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η Γιουγκοσλαβία διαχώρισε νωρίς τη θέση της από το Ανατολικό Μπλοκ, απομακρύνθηκε από την ΕΣΣΔ κι ακολούθησε ουδετεριστική πολιτική, εντασσόμενη κι αυτή στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η Αλβανία αποξενώθηκε κι αυτή από την ΕΣΣΔ μετά την αποσταλινοποίηση του Χρουστσόφ, για να προσδεθεί στην Κίνα του Μάο – μετά την επικράτηση των μεταρρυθμιστών και στη Κίνα, η Αλβανία διέκοψε και μ’ αυτήν τις σχέσεις τις, για να οδηγηθεί στην απόλυτη απομόνωση, σχεδόν μοναδική περίπτωση στον κόσμο. Η Βουλγαρία έγινε μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και προσδέθηκε στενά στο άρμα της ΕΣΣΔ, σε σημείο που να αποκαλείται η «16η δημοκρατία». Ενώ αντίθετα η Ρουμανία αποστασιοποιήθηκε κάπως από τους Σοβιετικούς επί Τσαουσέσκου κι ακολούθησε πιο αυτόνομη πορεία.

Ακόμα και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αντί να γίνει μια επαναπροσέγγιση των χωρών της περιοχής, αυτή φάνηκε να διασπάται ακόμα παραπάνω, με τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία – όπου οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες υποστήριξαν διαφορετικές πλευρές. Αυτονομιστικές και αλυτρωτικές τάσεις ξαναζωντάνεψαν σε διάφορες χώρες. Η μοναδική ενωτική τάση φαίνεται να είναι αυτή της ένταξης στην Ε.Ε. Κι αυτή όμως είναι πολύ προβληματική, μια και γίνεται από την κάθε χώρα ξεχωριστά σε διαπραγμάτευση με τις κεντρικές χώρες της Ευρώπης, με σχεδόν καθαρά οικονομικά κίνητρα και χωρίς να υπάρχουν πραγματικά στοιχεία κοινής ταυτότητας – ενώ κάποιες χώρες (κυρίως η Τουρκία) είναι πολύ αμφίβολο αν θα καταφέρουν ποτέ να ενταχθούν. Επίσης, το παγκόσμιο κλίμα των «πολιτισμικών συγκρούσεων» (βλέπε Σάμιουελ Χάντιγκτον) απειλεί να φέρει ακόμα περισσότερες δυσκολίες σε μια εντελώς πολυθρησκευτική περιοχή.

Όλα αυτά οδήγησαν σε μια κατάσταση, που ο κάθε λαός των Βαλκανίων φαντάζεται τις γειτονικές του χώρες περίπου σαν έναν άλλο κόσμο – ιδιαίτερα οι Έλληνες, θα έλεγα. Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι ιδέες του Μπεντρεντίν, του Ρήγα, του Πανά, του Σουλιώτη και του Μπεναρόγια μπορεί να ακούγονται εξωπραγματικές. Αξίζει ίσως όμως να τις μελετήσουμε λίγο, αν δεν θέλουμε το μέλλον της περιοχής να είναι το ίδιο ή χειρότερο από το παρόν.


Βιβλιογραφία:

  • Πασχάλης Κιτρομηλίδης: Ρήγας Βελεστινλής – Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας (Τα Νέα).
  • Δημήτρης Κιτσίκης: Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.
  • Ioannis Zelepos (2002): Die Ethnisierung griechischer Identität 1870-1912: Staat und private Akteure vor dem Hintergrund der «Megali Idea».
  • Σταυροπούλου ΕρασμίαΛουίζα (1985): Παναγιώτης Πανάς (1832-1896). Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός.
  • Γιώργος Καραμπελιάς (1998): Η αριστερά και το ανατολικό ζήτημα.
  • Ίων Δραγούμης (1912): Όσοι Ζωντανοί.
  • Loukianos Hassiotis: The Ideal of Balkan Unity from a European Perspective (1789–1945).
  • Ζαχ. Ν. Τσιρπανλής: Οι Έλληνες και η Επανάσταση του 1875 στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη.
  • Βάσιας Τσοκόπουλος: Μπεναρόγια -Ο «κόκκινος Αβραάμ» της Φεντερασιόν (σύνδεσμος)
  • Πέτρος Πετράτος: Το όραμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας και ο Παναγιώτης Πανάς (σύνδεσμος)
  • Spyros Marchetos (2009): Avraam Benaroya and the Impossible Reform (σύνδεσμος)
  • http://ngnm.vrahokipos.net/index.php/part01?showall=&start=16

Το ισλαμικο κρατος κι η αμερικανικη στρατηγικη

Κλασσικό

Όταν ξεκινούσε το 2011 η εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, πολλοί ήταν αυτοί που προέβλεπαν ότι αυτή η ιστορία δεν θα τελείωνε εύκολα (βλέπε και το σχετικό άρθρο).  Εξ’ άλλου κι ο ίδιος ο Άσαντ πάντα επικαλούνταν την πολύπλοκη εθνο-θρησκευτική σύνθεση της Συρίας για να δικαιολογήσει τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος του. Αυτό που μάλλον λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν, είναι ότι τρία χρόνια μετά θα είχε ανακυρηχτεί ..Χαλιφάτο σε συριακό έδαφος.

Ποιά είναι όμως αυτή η οργάνωση, που ανακύρηξε Χαλιφάτο για πρώτη φορά μετά από την κατάργησή του από τον Ατατούρκ πριν 90 χρόνια; Το πρώην Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL), νυν απλά Ισλαμικό Κράτος, είναι η συνέχεια των τζιχαντιστικών οργανώσεων που δημιουργήθηκαν σε σύνδεση με την Αλ Κάιντα στο Ιράκ. Την ευκαιρία να βρεθούν στο προσκήνιο τους την έδωσε η αμερικάνικη εισβολή το 2003 και το χάος που αυτή δημιούργησε. Μέσα σε εμφυλιοπολεμικές συνθήκες, σ’ ένα κράτος που είχε ουσιαστικά καταρρεύσει μαζί με όλες του τις υπηρεσίες, και μ’ έναν σουνιτικό πληθυσμό ανήσυχο για το μέλλον του δίπλα σε μια σιιτική πλειοψηφία με εκδικητικές διαθέσεις, βρήκαν το ιδανικό περιβάλλον για να αναπτυχθούν. Έφεραν μάλιστα κάποιες σουνιτικές περιοχές υπό τον έλεγχό τους. Οι ακραίες μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν όμως τις αποξένωσαν ακόμα κι από πολλούς σουνιτικούς πληθυσμούς. Με αποτέλεσμα την εκδίωξη αυτών των οργανώσεων από πολλές περιοχές και την περιθωριοποίησή τους.

Τότε όμως ήρθε η Αραβική Άνοιξη και μαζί της η αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ. Ήταν μάλλον αναμενόμενο και λόγω της σύνθεσης αλλά και της ιδιαίτερης ιστορίας της Συρίας (βλέπε π.χ. τη σφαγή της Χαμά*, αλλά και το κομμάτι για τους Αλαουίτες σ’ αυτό το άρθρο) ότι, από τη στιγμή που η αντιπαράθεση θα έπαιρνε χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου, οι ισλαμιστικές (μετριοπαθείς και μη) οργανώσεις θα έπαιζαν κεντρικό ρόλο. Αν κι αυτό ήταν σχετικά καθαρό, οι ΗΠΑ έκαναν την επιλογή τους και στήριξαν την αντιπολίτευση. Έστω και κάπως συγκρατημένα – οι σύμμαχοι τους όμως στην περιοχή (Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Κατάρ) το έκαναν πολύ πιο ενθουσιωδώς.

Η κατάσταση όμως που δημιουργήθηκε, με την απώλεια ελέγχου του Άσαντ σε μεγάλα κομμάτια της χώρας (κυρίως στα ανατολικά, την περιοχή δηλαδή που συνορεύει με το Ιράκ) και τον όλο και μεγαλύτερο ρόλο ισλαμιστικών οργανώσεων, έδωσε την ευκαιρία στο ISIL να επεκταθεί και στη Συρία. Τί ήταν αυτό που το βοήθησε να επικρατήσει απέναντι σε τόσες άλλες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης, ισλαμιστικές ή μη; Υποθέτω ότι ένα στοιχείο ήταν κι η καλύτερη παγκόσμια δικτύωσή του (βλέπε την παλιά σχέση με την Αλ Κάιντα) – πολλοί μιλάνε και για χρηματοδότηση που προέρχεται από χώρες του Κόλπου, χωρίς να είναι σαφές αν πρόκειται για ιδιώτες ή για τα καθεστώτα.

Ταυτόχρονα όμως η συνεχιζόμενη πίεση του ουσιαστικά σιιτικού (και στηριζόμενου από τους Αμερικάνους) ιρακινού καθεστώτος πάνω στους σουνιτικούς πληθυσμούς του Ιράκ μεγάλωσε τη δυσαρέσκεια των τελευταίων. Κι έτσι έδωσε και τη δυνατότητα στο εν τω μεταξύ ενδυναμωμένο ISIL να εκμεταλλευτεί αυτή τη δυσαρέσκεια και να θέσει ξανά υπό τον έλεγχο του πολλές περιοχές και στο Ιράκ. Η εντυπωσιακή ευκολία με την οποία επικράτησε στις περισσότερες σουνιτικές περιοχές δεν είναι πάντως μόνο συνέπεια της μάλλον θετικής στάσης του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και της μεγάλης διαφθοράς και αναποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει το νέο ιρακινό στρατό. Το αποτέλεσμα ήταν να καταργηθούν πρακτικά για πρώτη φορά τα σύνορα που χάραξαν οι αποικιοκράτες ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ. Αρκετό ώστε να δώσει την ευκαιρία στον αρχηγό Αλ Μπαγκντάντι να φαντάζεται τον εαυτό του Χαλίφη – δηλαδή κι ηγέτη των ανά τον κόσμο Μουσουλμάνων.

Όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά κι έχουν γραφτεί πολλές φορές. Σε όποιο σημείο όμως της ιστορίας αυτής κι αν κοιτάξει κάποιος, βλέπει τον αμερικανικό παράγοντα να βοηθά μάλλον την ανάπτυξη αυτής της οργάνωσης.

Γενικά η πολιτική των ΗΠΑ από το 2003 και μετά μοιάζει όλο και πιο αλλοπρόσαλλη. Επεμβαίνουν στο Ιράκ για να διώξουν έναν έτσι κι αλλιώς ακίνδυνο πλέον δικτάτορα και διαλύουν ουσιαστικά κάθε ίχνος λειτουργικού κράτους. Δίνοντας την ευκαιρία στους δύο θεωρητικά χειρότερους εχθρούς τους, το σιιτικό ισλαμισμό (Ιράν) και το σουνιτικό τζιχαντισμό (Αλ Κάιντα κ.λπ.) να επεκταθούν σ’ αυτήν τη χώρα και να δυναμώσουν μέσα απ’ αυτό. Με το ξέσπασμα του εμφυλίου στη Συρία στηρίζουν την (κυρίως σουνιτική) αντιπολίτευση, χωρίς όμως να τη βοηθούν και τόσο αποφασιστικά ώστε να νικηθεί γρήγορα ο Άσαντ. Δίνουν ουσιαστικά αρκετό χώρο και χρόνο για να δυναμώσουν οι τζιχαντιστικές δυνάμεις σαν συνιστώσα της αντιπολίτευσης. Με την ταυτόχρονη στήριξη τους στο ιρακινό καθεστώς συνεισφέρουν στην αποξένωση των Σουνιτών κι έμμεσα και στην ενίσχυση του Ισλαμικού Κράτους. Τώρα πολεμάνε το Ισλαμικό Κράτος, βοηθώντας ουσιαστικά και τον Άσαντ. Ο οποίος εκπροσωπεί και τα συμφέροντα της Ρωσίας – με την οποία όμως οι ΗΠΑ συγκρούονται για το θέμα της Ουκρανίας. Όλα αυτά κάνουν πολύ δύσκολο σε κάποιον να κατανοήσει τη μακροπρόθεσμη αμερικάνικη στρατηγική: σε σημείο που μερικοί αναλυτές να μην είναι σίγουροι αν αυτή υπάρχει.

Φυσικά συζητιέται κι η άλλη άποψη: ότι αυτή η μπερδεμένη πολιτική είναι σχεδιασμένη, επειδή εξυπηρετεί τα αμερικάνικα συμφέροντα. Δύο πρώην ισχυρά αραβικά κράτη έχουν διαλυθεί ή τουλάχιστον αποδυναμωθεί, χωρίς καμία δυνατότητα πλέον να απειλήσουν το Ισραήλ. Πολλοί δυνητικοί αντίπαλοι των ΗΠΑ και του Ισραήλ είναι απασχολημένοι με την αλληλοκαταστροφή τους, ενώ φυσικά το κλίμα της έντασης στην περιοχή εξυπηρετεί και τις βιομηχανίες όπλων.

Είναι πολύ δύσκολο για μας, με την περιορισμένη πληροφόρησή μας, να καταλάβουμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω απ’ την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή. Εφαρμόζουν οι υπεύθυνοί της μια πολύ μελετημένη και πολύπλοκη στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» ή έχουν όντως τέτοιες τεράστιες ελλείψεις και στο σχεδιασμό και στη γνώση της περιοχής; Είναι δηλαδή πολύ πονηροί ή εντελώς ανίκανοι; Πραγματικά δεν ξέρω ποιό απ’ τα δύο είναι το χειρότερο – το σίγουρο είναι πως για τις χώρες τις περιοχής (άρα και για μας) είναι πολύ επικίνδυνοι.


*σφαγή της Χαμά: το Φεβρουάριο του ’82 ο Χάφεζ αλ-Άσαντ κατέπνιξε μια εξέγερση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην πόλη Χαμά με πολύ άγριο τρόπο. Οι εκτιμήσεις μιλάνε για 10.000 μέχρι 40.000 νεκρούς, που σίγουρα δεν ήταν όλοι συνδεδεμένοι με την Αδελφότητα, αλλά μάλλον απλοί άμαχοι κάτοικοι της (κατά πλειοψηφία σουνιτικής) πόλης.

Εθνικες και τοπικες ταυτοτητες

Κλασσικό

Την εποχή που ζούσα στο Βερολίνο είχα διαβάσει ένα ρεπορτάζ σχετικά με την τούρκικη νεολαία στη Γερμανία. Σαν μέρος του ρεπορτάζ ο δημοσιογράφος είχε μιλήσει με μια νεαρή Τουρκάλα, που ετοιμαζόταν να αποκτήσει το γερμανικό της διαβατήριο. Χαιρόταν γι’ αυτό για καθαρά πρακτικούς λόγους, για τις ευκολίες που θα της προσέφερε. Ο δημοσιογράφος της έθεσε τότε την κλασική ερώτηση, αν η ίδια αισθάνεται περισσότερο Γερμανίδα ή Τουρκάλα. Αυτή, αφού σκέφτηκε λίγο κι αντιλαμβανόμενη προφανώς την παγίδα της ερώτησης, έδωσε την ίσως πιο έξυπνη απάντηση «Βερολινέζα!».

Μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί ούτε η ίδια ούτε ο δημοσιογράφος, μπορεί να έδωσε μαζί και την απάντηση σ’ ένα από το πιο πολυσυζητημένα προβλήματα του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Αυτό που σχετίζεται με τη μετανάστευση και την εθνική ταυτότητα. Όποιος έχει ζήσει στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα της Βορειοδυτικής Ευρώπης, ξέρει σίγουρα τη συχνότητα και την ένταση με την οποία συζητιούνται τέτοια θέματα σε χώρες που οι «μετανάστες» είναι ήδη δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Χωρίς να έχουν ενταχθεί ακόμα στο «έθνος-οικοδεσπότη» (απ’ αυτήν την άποψη η Ελλάδα είναι αρκετά διαφορετική περίπτωση – προς το παρόν).

Στα μάτια μου, σαν ξένος που ήμουν, αυτά τα παιδιά φαινόντουσαν πολύ γερμανοποιημένα. Ντύνονταν σαν Γερμανοί, είχαν γλώσσα του σώματος διαφορετική από τη δική μας, μιλούσαν γερμανικά με άνεση, αν και όχι με ιδιαίτερα σωστή γραμματική (όπως ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί κατ’ ανάγκη), συμπεριφέρονταν σαν να ήταν στον τόπο τους. Οι Γερμανοί όμως τους έβλεπαν σαν κάτι εντελώς ξένο. Δεν μπορούσαν να τους δουν σαν ομοεθνείς τους, αλλά ούτε κι οι ίδιοι οι νεαροί Τούρκοι έδειχναν να το θέλουν αυτό. Ήταν περήφανοι για τη διαφορετικότητά τους, ασχέτως αν εγώ δεν την ένιωθα και σαν τόσο μεγάλη. Η άρνησή τους να αφομοιωθούν προκαλούσε έντονες αντιδράσεις, ίσως κι επειδή κάποιοι έβλεπαν σ’ αυτό μια απειλή για την ύπαρξη της Γερμανίας ως έθνος-κράτος – και μάλλον δεν είχαν κι άδικο.

Η σύγχρονη εποχή έφερε μαζί της και την ιδέα του έθνους-κράτους. Την ταύτιση δηλαδή της πατρίδας και του έθνους (βασιζόμενου σε μια κοινή γλώσσα και άλλα πολιτιστικά στοιχεία), τα οποία το κράτος υπάρχει για να εξυπηρετεί. Αν στη Δύση όμως, απ’ όπου προέρχεται αυτή η ιδέα, ήταν κάτι που αναπτύχθηκε φυσιολογικά και σταδιακά στη βάση των δεδομένων που υπήρχαν, στην περιοχή μας ήταν κάτι που δεν έμοιαζε να ταιριάζει και πολύ. Τελικά έφτασε και στη δική μας εθνο-θρησκευτικά ανάμικτη πραγματικότητα, για τη δημιουργία των εθνών-κρατών χρειάστηκαν όμως εθνοκαθάρσεις, ανταλλαγές πληθυσμών, πίεση αφομοίωσης κ.λπ.

Ας αφήσουμε στην άκρη το ερώτημα, κατά πόσον ο εθνικισμός έπαιξε παρ’ όλα αυτά και στην περιοχή μας τον προοδευτικό ρόλο που έπαιξε στη Δύση κι αν αυτές οι θυσίες ήταν αναγκαίες. Το θέμα είναι ότι σήμερα το έθνος-κράτος δεν φαίνεται να μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες πραγματικότητες, ούτε στην περιοχή μας αλλά ούτε καν στην περιοχή προέλευσής του. Με την αυξανόμενη μετανάστευση η ταύτιση της εθνικής ταυτότητας με την υπηκοότητα γίνεται όλο και λιγότερο αυτονόητη. Ειδικά τώρα που μιλάμε για παιδιά κι εγγόνια μεταναστών, που δεν έχουν γνωρίσει άλλη χώρα από τη χώρα υποδοχής τους – και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να ταυτιστούν μαζί της, ούτε με το έθνος που αυτή υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει.

Και πώς να ταυτιστούν, όταν αυτοί θεωρούν ότι έχουν ήδη μια εθνική ταυτότητα (π.χ. την τούρκικη), η οποία είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν (π.χ. τη γερμανική) που εκπροσωπεί το κράτος υποδοχής τους; Οι δύο είναι περίπου αλληλοαποκλειόμενες, αφού είναι κι οι δύο εθνικές – το να υιοθετήσεις τη μια σημαίνει να εγκαταλείψεις την άλλη, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Σε εποχές που η εθνική ταυτότητα έχει τέτοια σημασία και συναισθηματικό βάρος, το να την εγκαταλείψεις δεν είναι κι απλό πράγμα. Ειδικά όταν ξέρεις ότι με τη νέα σου εθνική ταυτότητα δύσκολα θα γίνεις δεκτός.

Πολλοί αναγνωρίζουν αυτές τις δυσκολίες, αλλά ελπίζουν ότι η μετανάστευση θα περιοριστεί και οι μικρές μεταναστευτικές κοινότητες θα αφομοιωθούν ή θα επαναπατριστούν. Το γιατί αυτές οι ελπίδες δεν είναι καθόλου ρεαλιστικές, αναλύεται σε άλλο άρθρο.

Επιστρέφοντας στην περίπτωση της νεαρής Τουρκάλας: μάλλον περίπου ενστικτωδώς, απέφυγε να μπει στο δίλημμα επιλογής εθνικής ταυτότητας και αντιπρότεινε την τοπική της ταυτότητα. Πράγματι, το σημερινό Βερολίνο (το δυτικό του μέρος τουλάχιστον) είναι σε μεγάλο βαθμό μια πολυεθνική πόλη. Το να είσαι Βερολινέζος δεν αποκλείει το να έχεις μια άλλη εθνική ταυτότητα από τη γερμανική. Ακόμα κι οι Γερμανοί Βερολινέζοι έχουν σαν μέρος της καθημερινότητάς τους και τη συμβίωση με τις άλλες εθνικές κοινότητες και φυσικά δέχονται κι επιρροές απ’ αυτές. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτή η πολυεθνικότητα έχει γίνει η ίδια μέρος της νέας βερολινέζικης ταυτότητας.

Αν το να υιοθετήσει ένας μετανάστης μια γερμανική ταυτότητα είναι πολύ δύσκολο, η τοπική ταυτότητα έρχεται περίπου αυτόματα, λόγω της σύνδεσης που νιώθει ο καθένας με τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε. Ο δρόμος για την ένταξη των μεταναστών δεν βρίσκεται στη γερμανοποίηση τους, αλλά αντίθετα στην απογερμανοποίηση των διάφορων τοπικών ταυτοτήτων. Η γερμανική κοινωνία βρίσκεται άρα στην ανάγκη να ανακαλύψει μια πολυπολιτισμικότητα, η οποία στην περιοχή μας ήταν (όχι και τόσο παλιά) πραγματικότητα.

Πριν τον ερχομό των εθνών-κρατών, οι εθνο-θρησκευτικές ταυτότητες (πρόγονοι των εθνικών) συνυπήρχαν στην περιοχή μας με τις τοπικές, συνήθως χωρίς να ταυτίζονται. Εξ’ άλλου ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού δεν προέρχεται από το έθνος ή τη θρησκεία, αλλά από τον  τόπο και τη φυσική γεωγραφία. Π.χ. οι Πόντιοι (ή οι Κύπριοι ή οι Κρητικοί) μπορεί να χωρίζονταν σε ομάδες με βάση τη εθνο-θρησκευτική τους ταυτότητα (Ελληνοορθόδοξοι, Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι), αλλά πολιτισμικά ήταν μάλλον πιο συγγενικοί μεταξύ τους, παρά με έναν ομοεθνή/ομόθρησκό τους από έναν άλλο μακρινό τόπο.

Θα είχαμε αποφύγει μερικές γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις, ξεριζωμούς αν τα σύγχρονα κράτη στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία είχαν συγκροτηθεί στη βάση τοπικών ταυτοτήτων κι όχι εθνο-θρησκευτικών; Ίσως. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο ερώτημα. Σημασία δεν έχει το παρελθόν, αλλά το παρόν και το μέλλον. Και πρέπει σίγουρα να προβληματιστούμε για το μέλλον του έθνους-κράτους, όταν οι ίδιες οι περιοχές από τις οποίες πήραμε την ιδέα μοιάζουν να είναι υποχρεωμένες να τη ξεπεράσουν.

Το τελος της γιουγκοσλαβικης ουτοπιας;

Κλασσικό

Συχνά ακούμε να μιλούν για την πρώην Γιουγκοσλαβία λες και το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο. Σ’ έναν κόσμο που έχουμε μάθει ότι τα κράτη αντιστοιχούν σε έθνη με ενιαία ταυτότητα, η Γιουγκοσλαβία φαινόταν να μην ταιριάζει τόσο. Δεν ήταν ούτε ενιαίο έθνος-κράτος, όπως όλα τα υπόλοιπα στα Βαλκάνια, αλλα ούτε ακριβώς ξεκάθαρα πολυεθνικό, όπως π.χ. το Βέλγιο, όπου δυο διακριτές εθνότητες με ξεχωριστές περιοχές συμπράττουν στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Η Γιουγκοσλαβία ήταν κάτι μεταξύ των δύο, αφού ακόμα και σήμερα δεν μπορείς να πεις με απόλυτη σιγουριά αν η κροατική/σέρβικη/βοσνιακή κ.λπ. ταυτότητα είναι ισχυρότερη από την ενιαία νοτιοσλαβική (αυτή είναι κι η ελληνική μετάφραση της λέξης «γιουγκοσλαβική»).

Η Γιουγκοσλαβία ως κράτος υποδιαιρείτο σε 6 ομόσπονδες δημοκρατίες και σε διάφορες επίσημες εθνότητες. Τα κριτήρια διαχωρισμού των εθνοτήτων δεν ήταν ενιαία. Οι Σλοβένοι όπως και οι Σλαβομακεδόνες οριοθετούνταν στη βάση της γλώσσας: οι πρώτοι μιλούν μια γλώσσα συγγενική μεν με τα σερβοκροατικά, αλλά και αρκετά διακριτή, ενώ τα σλαβομακεδόνικα είναι μάλλον πιο κοντά στα βουλγάρικα. Από την άλλη οι Σέρβοι, οι Κροάτες κι οι Μουσουλμάνοι* μιλούσαν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα (τότε ονομαζόταν σερβοκροατική), διαφοροποιούνταν όμως στη βάση της θρησκείας (ορθόδοξοι οι Σέρβοι και καθολικοί οι Κροάτες). Σήμερα φυσικά μπορεί να ισχυρίζονται ότι οι γλώσσες που μιλούν είναι ξεχωριστές (κροατικά, σέρβικα, βοσνιακά), στην πράξη όμως μάλλον πρόκειται για κρατικά τονισμένες παραλλαγές της ίδιας γλώσσας. Η περίπτωση των Μαυροβουνίων κάνει την κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη: με τους Σέρβους μοιράζονται την ίδια θρησκεία και περίπου την ίδια γλώσσα. Διαχωριστικό στοιχείο είναι εδώ η ξεχωριστή πολιτική ιστορία και γεωγραφία. Πάντως και σήμερα 29% των κατοίκων του Μαυροβουνίου δηλώνει ως εθνότητά του τη σερβική, πράγμα που δείχνει πόσο ρευστά είναι ακόμα τα πράγματα.

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο, αν αναλογιστούμε ότι οι ομόσπονδες δημοκρατίες δεν αντιστοιχούσαν κατ’ ανάγκη στις εθνότητες. Κάτι που ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικής καθαρότητας, με ακραίο παράδειγμα τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου καμία εθνότητα δεν είχε καν την απόλυτη πλειοψηφία. Ένας Γιουγκοσλάβος είχε δηλαδή ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές ιδιότητες: πρώτα ήταν Γιουγκοσλάβος υπήκοος, μετά πολίτης μιας ομόσπονδης δημοκρατίας κι έπειτα ανήκε και σε μία εθνότητα. Ένας πολίτης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορεί δηλαδή να ανήκε στην κροατική εθνότητα κι ένας πολίτης της Κροατίας στη σερβική εθνότητα. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να αυτοκαθοριστεί κάποιος εθνοτικά ως «Γιουγκοσλάβος» αντί «Σέρβος», «Κροάτης», «Μουσουλμάνος» κ.λπ., πράγμα που συνέβαινε συχνά σε παιδιά από μικτούς γάμους ή γενικά σε άτομα που δεν ήθελαν να προσδιορίζονται στη βάση μιας εθνοτικής ταυτότητας. Κατά την απογραφή του 1981 δήλωσαν 7,9% των κατοίκων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ως εθνότητα τη γιουγκοσλαβική – στη Σερβία το ποσοστό ήταν αντίστοιχα 4,8% και στην Κροατία επίσης 7,9%.

Είναι σημαντικό να σταθούμε λίγο ακόμα στο φαινόμενο των μικτών γάμων, γιατί είναι κάτι που διαφοροποιεί τη Γιουγκοσλαβία από άλλες περιπτώσεις. Κατά την άποψή μου είναι εντυπωσιακό ότι π.χ. το 1991 ένα 12% των γάμων στη Βοσνία ήταν μικτοί, αν αναλογιστούμε ότι στην Κύπρο τέτοιοι γάμοι ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα ακόμα και νομικά αδύνατοι, ενώ στο Λίβανο τέτοια ζευγάρια είναι ακόμα και σήμερα υποχρεωμένα να μεταβούν στο εξωτερικό για να παντρευτούν. Ακόμα και το 1991 σε γκάλοπ που έγινε στη Βοσνία, μόνο το 43% των Μουσουλμάνων, το 39% των Κροατών και μόλις το 25% των Σέρβων δήλωσε ότι η εθνότητα είναι σημαντικό κριτήριο για την επιλογή συζύγου – ειδικά στην περίπτωση των τελευταίων αυτό προκαλεί εντύπωση, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο 4 χρόνια αργότερα οι Σερβοβόσνιοι έμελλε να συνδεθούν με τον πιο άγριο εθνικιστικό φανατισμό (σφαγή της Σρεμπρένιτσα) που εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Αυτή η κατάσταση μαζί με άλλα στοιχεία, όπως η νοσταλγία πολλών της κατοίκων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και η επιβίωση μέχρι σήμερα ενός είδους νοτιοσλαβικής ταυτότητας, δείχνουν ότι η διάσπαση δεν ήταν τόσο νομοτελειακή όσο θέλουν πολλοί να την παρουσιάζουν. Όταν ακούω να μιλούν για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, συχνά νιώθω ότι τονίζονται ιδιαίτερα οι χωριστικές τάσεις (Κροατική Άνοιξη το ’71, συγκρούσεις Αλβανών-Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο το ’81, ανακοίνωση της Σέρβικης Ακαδημίας το ’85), ενώ έχουν ξεχαστεί εντελώς τάσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως η φοιτητική εξέγερση του ’68. Εξ’ άλλου ακόμα και στον πρόσφατο πόλεμο τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν 100% ταυτισμένα με μια εθνότητα: υπήρξαν Σέρβοι κάτοικοι του Σαράγεβου που υπερασπίστηκαν μαζί με τους Μουσουλμάνους συμπολίτες τους την πόλη ενάντια στην πολιορκία από τις σέρβικες δυνάμεις, ενώ ο Μουσουλμάνος Φικρέτ Άμπντιτς με την περιοχή που έλεγχε διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Φυσικά δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την επιρροή του σέρβικου, κροατικού, σλοβένικου, βοσνιακού εθνικισμού, ούτε να ισχυριστούμε ότι όλοι αυτοί είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, για να αναστηθούν τεχνητά από ξένες δυνάμεις μετά από 40 χρόνια. Ειδικά όταν είχαν προηγηθεί τέτοιες τρομακτικές σφαγές όπως αυτές της κροατικής Ουστάσα εναντίων των Σέρβων αμάχων, ή και οι ανάλογες των Σέρβων Τσέτνικ εναντίων των Κροατών και των Μουσουλμάνων.

Υπήρχαν πολλά στοιχεία, που όλα συντέλεσαν στο να έρθει τελικά η διάλυση:

– Η αποτυχία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να λύσει το πρόβλημα των μεγάλων ανισοτήτων ανάμεσα στις ανεπτυγμένες περιοχές του Βορρά (Σλοβενία, Κροατία, Βοϊβοδίνα) και τις υπανάπτυκτες του Νότου (Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο, Μακεδονία). Αυτές οι ανισότητες φαίνεται μάλιστα να αυξήθηκαν αντί να μειωθούν μετά απο τέσσερις δεκαετίες «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης. Με αποτέλεσμα να είναι όλοι δυσαρεστημένοι: οι βόρειοι επειδή έπρεπε να μοιραστούν το εισόδημά τους με τους «τεμπέληδες» του Νότου και μάλιστα χωρίς να βλέπουν προοπτική να τελειώσει κάποτε αυτό το πράγμα. Και οι νότιοι επειδή παρά την οικονομική βοήθεια έβλεπαν το χάσμα με τους βόρειους να διευρύνεται αντί να μειώνεται και άρα την οικονομική τους εξάρτηση και την αίσθηση της αδικίας να μεγαλώνει.

– Το διεθνές περιβάλλον με την αναμενόμενη κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και της ιδεολογίας που ήταν συνδεδεμένη μ’ αυτό. Αυτό βοήθησε γενικά στον κόσμο να δυναμώσουν διάφοροι βίαοι εθνικισμοί (εξ’ άλλου κι η άποψη ότι η ΕΣΣΔ σε αντίθεση με την Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε με ειρηνικό τρόπο είναι μάλλον μύθος, αν δούμε τη γενική εικόνα αλλά και τις σημερινές συνέπειες). Ήταν ένας τρόπος να καλυφθεί το ιδεολογικό κενό, αλλά και μια αντίδραση στην ανασφάλεια που ένιωθαν οι πολίτες αυτών των χωρών μπροστά στην κατάρρευση του οικονομικού και του κοινωνικού τους συστήματος. Όλα αυτά έδωσαν την ευκαιρία σε παλιούς εθνικιστές, όπως ο Φράνιο Τούτζμαν, σε οπορτουνιστές πολιτικούς, όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ή τέλος σε κοινούς εγκληματίες, όπως ο περίφημος Αρκάν, να βρεθούν στο προσκήνιο παίζοντας το χαρτί του εθνικού αγώνα.

– Τρίτο και ίσως πιο σημαντικό: η βαθιά οικονομική κρίση που πέρασε η Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’80, που ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή ελληνική. Ήταν κι αυτή φαίνεται μια κρίση χρέους ως αποτέλεσμα μιας κακής οικονομικής και γενικής διαχείρισης, που είχε ως συνέπεια τη δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος μετά από δεκαετίες σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Το πόσο εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν διαλυτικές τάσεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, το βλέπουμε και σήμερα στην περίπτωση της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο συνδυασμός αυτών των συνθηκών έκανε τη διατήρηση της γιουγκοσλαβικής ενότητας πολύ δύσκολη υπόθεση. Υπό άλλες περιστάσεις όμως, μπορεί η κατάσταση σήμερα να ήταν διαφορετική. Σίγουρα, αν η αίσθηση κοινής ταυτότητας ήταν πολύ δυνατή, η Γιουγκοσλαβία θα άντεχε – εξ’ άλλου η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν έφερε καμιά διάσπαση του κράτους. Αντί όμως να λέμε ότι οι πολιτικές συνθήκες επιτάχυναν μια έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη διαδικασία διάλυσης, θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι απλά σε μια αμφίρροπη κατάσταση έσπρωξαν τα πράγματα προς τη μια κατεύθυνση, αυτή της διάσπασης.

Η μεγάλη αντίφαση όμως αυτών που υποστηρίζουν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν κάτι νομοτελειακό και γιατί όχι και θετικό, στο όνομα της ελευθερίας των εθνών, είναι ότι συχνά υπερασπίζονται ταυτόχρονα την εδαφική ακεραιότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Παραβλέποντας ότι αυτό το «κράτος» πρόκειται ουσιαστικά για μια μίνι-Γιουγκοσλαβία και μάλιστα με πιο αδύνατα συνδετικά στοιχεία.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποτελείται με βάση τη συμφωνία του Ντέιτον από δύο ενότητες, τη Σέρβικη Δημοκρατία και την (κροατο-μουσουλμανική) Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην έκταση της – ουσιαστικά αυτόνομης – Σέρβικης Δημοκρατίας οι Σέρβοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα εθνοκάθαρσης). Η ηγεσία τους είναι πιο προσανατολισμένη προς το Βελιγράδι παρά προς το Σαράγεβο και συχνά αντιμετωπίζει εχθρικά το κοινό βοσνιακό κράτος ελπίζοντας σε απόσχιση/ένωση με τη Σερβία, πράγμα που δυσκολεύει πολύ τη λειτουργία του κοινού κράτους. Η Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ουσιαστικά μια ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία, αποτελείται από πολλά καντόνια, κάποια με κροατική και κάποια με μουσουλμανική πλειοψηφία. Πολλοί Κροάτες όμως δεν έχουν σταματήσει να ονειρεύονται την ένωση με την Κροατία, για την οποία εξ’ άλλου έχουν πολεμήσει εναντίον των Μουσουλμάνων (ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος τερματίστηκε μόνο μετά από δυτική πίεση). Ουσιαστικά η μόνη εθνότητα που νιώθει να έχει ανάγκη την επιβίωση του κοινού κράτους είναι οι Βοσνιακοί (Μουσουλμάνοι) κι αυτό επειδή ένα κράτος περιορισμένο στις περιοχές με μουσουλμανική πλειοψηφία είναι πολύ δύσκολα βιώσιμο.

Σ’ αυτά τα προβλήματα μπορεί φυσικά κάποιος να προσθέσει και το ερώτημα του Σαντζακίου, περιοχή της Σερβίας με μουσουλμανική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ένωσης των Σερβοβοσνίων με τη Σερβία είναι απίθανο να τεθεί θέμα δικής του αυτονομίας/ανεξαρτησίας; Για να μην αναφέρουμε και την περίπτωση των μεγάλων περιοχών της Κροατίας που οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία μέχρι την εκδίωξή τους το 1995, κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεχτεί.

Η σημερινή κατάσταση κτίστηκε στη βάση εθνών-κρατών κι αμοιβαίων εθνοκαθάρσεων. Οι οποίες όχι μόνο είχαν τεράστιο ανθρώπινο κόστος και συντηρούν μίση, αλλά ούτε καν δεν ολοκληρώθηκαν, έτσι ώστε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν κάποια σταθερότητα.

Ουσιαστικά η μοναδική απάντηση που μπορούν να δώσουν οι υπερασπιστές του στάτους κβο είναι η σταθεροποίηση μέσω μιας (χρονικά ακαθόριστης) ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Ένωση όμως που εμπνέει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη ως πηγή σταθερότητας και κανείς δεν ξέρει αν και με ποιά μορφή θα επιβιώσει. Και μπαίνει φυσικά και το ερώτημα: αν η επιθυμία για εθνική κυριαρχία ήταν αυτή που οδήγησε σε μια αναπόφευκτη διάσπαση, τί σταθεροποίηση φέρνει το να την παραχωρήσουν τα νεοσύστατα έθνη-κράτη πάλι σε μια ακόμα μεγαλύτερη υπερεθνική ένωση;

Τελικά η ιδέα της γιουγκοσλαβικής ενότητας ήταν, αντί ουτοπική, ίσως περισσότερο ρεαλιστική από την ελπίδα να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν σήμερα. Μπορεί τελικά η μόνη ειρηνική και σταθεροποιητική λύση να είναι μια επανένωση, ίσως με συνομοσπονδιακή μορφή; Τουλάχιστον αυτών των νοτιοσλαβικών κρατών που μοιράζονται την ίδια γλώσσα και είναι, είτε το θέλουν είτε όχι, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους (Κροατία, Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνι); Δεν βλέπω γιατί να μην γίνουν σκέψεις και σ’ αυτήν την κατεύθυνση.


* Την εποχή της ενίαιας Γιουγκοσλαβίας ο όρος Μουσουλμάνος δεν ήταν μόνο θρησκευτικός προσδιορισμός αλλά και εθνοτικός. Οι Μουσουλμάνοι ήταν αναγνωρισμένοι επίσημα σαν ξεχωριστή εθνότητα και μπορούσε κάποιος να έχει αυτή την εθνοτική ταυτότητα χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι και θρήσκος. Τα τελευταία χρόνια ο όρος αυτός αντικαταστήθηκε από το πιο κοσμικό όνομα Βοσνιακός. Αυτό διαχωρίζεται από τον όρο Βόσνιος, που αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας ανεξαρτήτως εθνότητας. Ένας Βόσνιος μπορεί δηλαδή να είναι είτε Βοσνιακός (δηλαδή μουσουλμανικής καταγωγής) είτε Σέρβος είτε Κροάτης κ.λπ.


Χρήσιμη Βιβλιογραφία:

  • Bundeszentrale für politische Bildung (BpB) (1996): Das Ende Jugoslawiens – Informationen zur politischen Bildung.

Ντανιελ Καν: μια ιδιαίτερη εβραϊκή φωνή

Κλασσικό

Το θέμα αυτού του άρθρου είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους τραγουδοποιούς, ο οποίος είναι μάλλον άγνωστος στο ελληνόφωνο κοινό. Μπορεί να μην υπάρχει κάποια άμεση σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο, θα μπορούσε όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια έμμεση σύνδεση, αφού ο Καν αναφέρεται στα τραγούδια του πολύ στην εβραϊκή ταυτότητα και κατ’ επέκταση συχνά και στο θέμα του σιωνισμού.

Ο Ντάνιελ Καν είναι Εβραίος Ασκενάζι, γεννημένος στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Το συγκρότημά του Painted Bird έχει όμως την έδρα του στο Βερολίνο – κάτι που μοιάζει να έχει μην είναι τυχαίο.  Η μουσική παράδοση στην οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό είναι τα κλέζμερ: τραγούδια των Εβραίων Ασκενάζι της Ανατολικής Ευρώπης. Συνεργάζεται με συγκροτήματα από το Ισραήλ αλλά και με Εβραίους της Ρωσίας, όπως ο Ψόυ Κορολένκο. Μια τέτοια συνεργασία  είναι η  «Unternationale» (ας πούμε η Υποεθνής): ο τίτλος είναι από μόνος του χαρακτηριστικός για τον τρόπο σκέψης του Καν.

Ένα τραγούδι πολύ ενδεικτικό για το πνεύμα αυτής της συνεργασίας (και ίσως ένα από το πιο δυνατά τραγούδια που έχει γράψει ο Καν) είναι το «Dumay!  Think!  Думай!». Εδώ ο Καν παίζει με τον παραδοσιακό εβραϊκό θρησκευτικό σκοπό «Ντουνάι» και τη ρώσικη λέξη «Ντουμάι» που σημαίνει «Σκέψου». Το τραγούδι ξεκινάει με λίγες φράσεις στα εβραϊκά, συνεχίζεται με στίχους στα γίντις*, στα αγγλικά και στα ρώσικα, για να τελειώσει πάλι στα γίντις. Αναφέρεται στο σιωνισμό και το κράτος του Ισραήλ, χωρίς να παίρνει ξεκάθαρη θέση. Ο Καν έχει πει ότι αυτό το τραγούδι πετάει με δύο φτερά, ένα αριστερό κι ένα δεξιό – προφανώς εννοεί ότι θα μπορούσε κάποιος να το ερμηνεύσει και ως αντισιωνιστικό και ως σιωνιστικό. Αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας των στίχων δίνει ίσως και το βαθύτερο μήνυμα του τραγουδιού.

Άλλο τραγούδι από την ίδια συνεργασία είναι το «Ekh Lyuli Lyuli – Эх Люли Люли». Το βασικό κείμενο είναι στα γίντις και πρόκειται για ένα παλιό τραγούδι των Εβραίων της Ρωσίας που είχαν καταταχθεί στο στρατό του Τσάρου. Ενσωματώνεται όμως και μια απαγγελία του Ψόυ Κορολένκο στα ρώσικα, με πιο σύγχρονες πολιτικές αναφορές (τη μετάφραση των στίχων στα αγγλικά μπορεί κάποιος να τη διαβάσει εδώ).

Ένα καθαρά αντισιωνιστικό τραγούδι είναι το «Oy Ir Narishe Tsienistn – Oh You Foolish Little Zionists». Πρόκειται για παλιό εβραϊκό τραγούδι από τη σοβιετική περίοδο, που προφανώς εκφράζει και την κρατική πολιτική της εποχής. Ο Καν και ο Κορολένκο το τραγουδάνε στα γίντις, στα αγγλικά και στα ρώσικα. Το συμπεριλαμβάνουν στην Unternationale μαζί με σιωνιστικά τραγούδια, μάλλον για να δείξουν την ποικιλία απόψεων που υπήρχε μέσα στις εβραϊκές κοινότητες σχετικά με αυτό το θέμα.

Λιγότερο σχετικό με την εβραϊκότητα, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικό για όποιον έχει ζήσει στο Βερολίνο στη χρονική περίοδο μετά την πτώση του Τείχους, είναι το τραγούδι «Good old bad old days». Ο ίδιος ο Καν το περιγράφει σαν μια «οσταλγική μπαλάντα για το Βερολίνο, για τη χαμένη αγάπη ανάμεσα στον κόσμο και το σοσιαλισμό» («οσταλγία» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στη Γερμανία για να περιγράψει τη νοσταλγία των Ανατολικογερμανών για την εποχή πριν την πτώση του Τείχους). Ο Καν πάντως κάνει και μια μικρή αναφορά στο εβραϊκό παρελθόν, που αν την έκανε κάποιος μη Εβραίος μάλλον θα τη θεωρούσαν προκλητική: so don’t look for a final solution here in Berlin, for capitalist prostitution it comes from within.

Πολύ επίκαιρο είναι το τραγούδι «Inner Emigration», το οποίο περιέχει και μια μικρή αναφορά στην Κύπρο. ‘Οπως συνηθίζει, ο Καν χρησιμοποιεί αποσπάσματα του εβραϊκού πολιτισμού και της εβραϊκής ζωής για να κάνει παναθρώπινες αναφορές. Το τραγούδι διηγείται 3 ιστορίες: η πρώτη για ένα ζευγάρι Εβραίων στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του Χίτλερ, η δεύτερη για έναν Εβραίο της Ουκρανίας που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στο Ισραήλ και η τρίτη για μια Εβραία του Ισραήλ που ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Παλαιστίνιο. Ο Καν παίζει εδώ πάλι με τα αγαπημένα του θέματα της ταυτότητας και της μετανάστευσης.

Το τραγούδι «March of The Jobless Corps» είναι η αγγλική διασκευή ενός παλιού τραγουδιού στα γίντις σχετικά με την ανεργία την εποχή του οικονομικού κραχ στη Γερμανία. Ο Καν θέλει μάλλον μ’ αυτό να κάνει τη σύνδεση με την οικονομική κρίση του 2008 και την ανεργία που αυτή δημιούργησε. Στο βιντεοκλίπ χρησιμοποιεί πολλά εβραϊκά σύμβολα, μάλλον ως αναφορά στην εβραϊκή εργατική τάξη του μεσοπολέμου.

Από το ρεπερτόριο του Ντάνιελ Καν δεν λείπει και η διασκευή ενός ελληνικού τραγουδιού, του «Ολαρία Ολαρά» του Διονύση Σαββόπουλου.

Τελειώνω με το τραγούδι «The Jew In You», όπου ο Καν εκφράζει διάφορες σκέψεις σχετικά με τη σύγχρονη εβραϊκή ταυτότητα και τις πανανθρώπινες προεκτάσεις τις. Μάλλον ένα από τα πιο εμπνευσμένα που έχει γράψει.


*γίντις (Jiddisch): η γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Αν και η ίδια η λέξη σημαίνει «Εβραϊκά», η γλώσσα είναι πολύ συγγενική με τα γερμανικά, με σλαβικές και σημιτικές επιρροές.