Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Κλεφτες, Χαιντουκοι και Ζειμπεκοι

Κλασσικό

Όλοι στο σχολείο έχουμε μάθει για τους κλέφτες και τους αρματωλούς, ως ήρωες της Επανάστασης. Από τότε μας έκανε εντύπωση η λέξη «κλέφτες» για να περιγράψει ήρωες, ενώ στη κανονική ζωή η λέξη αυτή περιγράφει κάτι αρνητικό. Υπάρχουν τελικά δύο είδη κλεφτών;

Οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊντούκοι στο βορειότερο βαλκανικό, οι χαΐνηδες στην Κρήτη, ή ακόμα ίσως και οι ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία, είναι διάφορες τοπικές εκφράσεις ενός παρόμοιου πράγματος. Ο λαός γοητευόταν και γοητεύεται από τους παράνομους, ακόμα κι αν κάποτε έπεφτε θύμα της δράσης τους. Και όσο περισσότερο η κρατική εξουσία μοιάζει ξένη και εχθρική, τόσο πιο εύκολα αυτοί που την αψηφούν γίνονται ήρωες στα μάτια του κόσμου.

Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

Η ληστεία ήταν κάτι διαδεδομένο στην οθωμανική επικράτεια. Λόγοι που ωθούσαν άντρες να βγαίνουν στην παρανομία υπήρχαν αρκετοί: αποφυγή της σκληρής φορολογίας, φυγοδικία, οικογενειακή/τοπική παράδοση ή βεντέτες. Και τα ψηλά βουνά με τις απότομες πλαγιές και χαράδρες και τα πυκνά δάση, κεντρικό στοιχείο της ελληνικής φυσικής γεωγραφίας, έμοιαζαν σαν να τους προσκαλούν.

Οι κλέφτες οργανώνονταν σε ομάδες, υπό την ηγεσία ενός καπετάνιου, και ζούσαν από τη ληστεία. Διοικώντας μια τέτοια αχανή επικράτεια, οι Οθωμανοί ήταν συχνά ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό προτιμούσαν να αναθέτουν αυτήν την αποστολή σε ντόπιες ένοπλες ομάδες, συχνά Χριστιανών, με τα έξοδα της συντήρησής τους να βαραίνουν τις τοπικές κοινότητες. Αυτοί ήταν οι αρματολοί, που έπαιζαν δηλαδή περίπου το ρόλο της αστυνομίας – αλλά με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ειδικά όσο η Αυτοκρατορία βυθιζόταν στην παρακμή. Μια τρίτη κατηγορία ενόπλων ήταν οι κάποι, που είχαν επίσης τοπικές αστυνομικές αρμοδιότητες αλλά και καθήκοντα σωματοφυλάκων π.χ. των προεστών. Κάπος ήταν για ένα διάστημα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (στην οικογένεια Δεληγιάννη).

Τα όρια ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες, κλέφτες, αρματολούς και κάπους, ήταν δυσδιάκριτα. Οι Οθωμανοί συχνά ανέθεταν τα αρματολίκια σε πρώην κλέφτες, που είχαν αποδείξει τις πολεμικές τους ικανότητες – εξουδετέρωναν έτσι και μια σημαντική απειλή, φέρνοντάς τους με το μέρος τους. Αν όμως οι αρματολοί δεν πετύχαιναν στη δουλειά τους, το αρματολίκι μπορούσε να τους αφαιρεθεί – πράγμα που συνήθως σήμαινε ότι έβγαιναν πάλι στην παρανομία και γίνονταν ξανά κλέφτες. Οι επιθέσεις των κλεφτών είχαν άρα εξελιχθεί και σε ένα μέσο πίεσης, το οποίο χρησιμοποιούσαν με τη φιλοδοξία να αναλάβουν αρματολίκια. Αυτό δείχνει και το γνωστό τετράστιχο:

Τούρκοι, για κάμετε καλά,

γιατί σας καίμε τα χωριά.

Γλίγωρα τ’ αρματωλίκι,

γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

Η σχέση των Χριστιανών χωρικών με τους κλέφτες είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Αν και κάποτε έπεφταν και αυτοί θύματα της δράσης τους, η εικόνα του κλέφτη ως αυτού που αψηφούσε την εξουσία της καταπιεστικής οθωμανικής (και όχι μόνο) άρχουσας τάξης, δεν έπαυε να ασκεί γοητεία. Αυτό εξηγεί και την ηρωοποίησή τους στα μάτια πολλών χωρικών, που συχνά οδηγούσε και στην έμπρακτη υποστήριξή τους. Αντίθετα, μέλη των ανώτερων χριστιανικών τάξεων (προεστοί, πλούσιοι γαιοκτήμονες) συχνά αναφέρονταν με σκληρές κατηγορίες ενάντια στους κλέφτες.

Το να φανταζόμαστε τους κλέφτες εξ’ ορισμού ως ήρωες εμπνευσμένους από ένα εθνικό όραμα είναι άρα μάλλον υπερβολικό. Παρ’ όλα αυτά, μιλάμε για μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από το διαχωρισμό σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με το διαχωρισμό αυτό να έχει και ταξικά χαρακτηριστικά: οι Μουσουλμάνοι στη Νότια Ελλάδα ήταν συχνά εύποροι κάτοικοι των πόλεων, ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί ήταν φτωχοί αγρότες. Φυσιολογικά αυτές οι διαφορές έπαιζαν το ρόλο τους και στη σχέση με τους κλέφτες.

Ως το μέρος του χριστιανικού πληθυσμού που είχε όπλα, πολεμική πείρα και γενικά μια επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία, ήταν επόμενο ότι οι κλεφταρματολοί θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο σε μια αντι-οθωμανική εξέγερση. Εξάλλου εκείνη την εποχή, τα αρματολίκια είχαν αρχίσει να αφαιρούνται από Χριστιανούς και να παραδίδονται σε Μουσουλμάνους (κυρίως «Τουρκαλβανούς»). Ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους (για τα οποία μάλλον δύσκολα μπορούμε να κάνουμε γενικεύσεις), πάρα πολλοί ήρωες της Επανάστασης προέρχονται από τις τάξεις των κλεφταρματολών-κάπων και είναι αμφίβολο αν αυτή θα μπορούσε να πετύχει χωρίς αυτούς: δικαίως άρα έγιναν και εθνικό σύμβολο.

Στις επόμενες δεκαετίες πάντως, όσοι από τους κλέφτες δεν εντάχθηκαν στους μηχανισμούς του νεοελληνικού κράτους, ξαναβγήκαν στα βουνά και γύρισαν στην παλιά τους τέχνη – έστω και με νέους εχθρούς, αφού οι Οθωμανοί δεν υπήρχαν πλέον. Ο Νταβέλης, ο Γιαγκούλας, ο Γκαντάρας είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που έγιναν (πάλι) λαϊκός θρύλος. Φαίνεται ότι και αυτοί είχαν σημαντική στήριξη και συμπάθειες στον αγροτικό πληθυσμό: σε κάποιες περιπτώσεις στη δεκαετία του ’20 ολόκληρα χωριά εξορίστηκαν, λόγω υποστήριξης προς τους ληστές. Αν και αυτές οι ομάδες είχαν ουσιαστικά εξοντωθεί μέχρι τη δεκαετία του 1930, με τη γερμανο-ιταλική κατοχή επανεμφανίστηκαν στα ελληνικά βουνά: πολλές απ’ αυτές εντάχθηκαν αργότερα στον ΕΛΑΣ και έγιναν πλέον κανονικοί αντάρτες.

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας (δεύτερος από δεξιά) με μέλη της συμμορίας του. http://policenet.gr:8081/article/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BB%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

Ο Θωμάς Γκαντάρας (δεύτερος από δεξιά) ήταν, μαζί με το Φώτη Γιαγκούλα (τον αυτοαποκαλούμενο και «βασιλιά των ορέων), ένας από τους τελευταίους μεγάλους λήσταρχους. Σκοτώθηκε το 1923 και το κεφάλι του κόπηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα (μια πρακτική που όπως ξέρουμε συνέχιζε να εφαρμόζεται για εχθρούς του κράτους μέχρι και δύο δεκαετίες αργότερα).
Πηγή εικόνας

Χαϊντούκοι

Ό,τι στην Ελλάδα ήταν οι κλεφταρματολοί, στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές ήταν οι χαϊντούκοι. Αν και η λέξη έχει μάλλον τουρκική ή ουγγρική ρίζα, επικράτησε κυρίως στις σλαβόφωνες περιοχές, ιδιαίτερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία – όπου οι χαϊντούκοι έχουν και τον ανάλογο ρόλο στην εθνική μυθολογία. Ο επικεφαλής μιας ομάδας χαϊντούκων (αποτελούμενης συνήθως από 10-15 άντρες) λεγόταν χαράμπασας. Οι παντούροι, που είχαν καθήκοντα τοπικής αστυνομίας, ήταν συχνά μετανοημένοι πρώην χαϊντούκοι – μια ένδειξη ίσως ότι κι εδώ τα όρια ήταν δυσδιάκριτα.

Οι λόγοι που ωθούσαν κάποιον να βγει στα βουνά και να γίνει χαϊντούκος ήταν παρόμοιοι με των κλεφτών: φυγοδικία, εκδίκηση (π.χ. εναντίον ενός συγκεκριμένου Μουσουλμάνου), αλλά και η αναζήτηση της ελευθερίας και της περιπέτειας. Σε όλα αυτά έπαιζε φυσικά ρόλο και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς ένα κράτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους μη Μουσουλμάνους ως υποδεέστερους.

Οι χαϊντούκοι στόχευαν φυσιολογικά κυρίως έμπορους και μεγαλογαιοκτήμονες. Βλέπουμε άρα όπως και στους κλέφτες ένα ταξικό χαρακτηριστικό, που συνέβαλε στην ηρωοποίησή τους από τον απλό λαό. Εξάλλου, από τη στιγμή που (επίσης όπως και οι κλέφτες) τον χειμώνα έβγαιναν εκτός δράσης και τον περνούσαν σε χωριά, έπρεπε να διατηρούν κάποιες καλές σχέσεις με τους χωρικούς. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι δεν υπέφεραν κατά καιρούς και απλοί χωρικοί από τη δράση των χαϊντούκων – συχνά όμως τους έβλεπαν σαν το μικρότερο κακό σε σχέση με τους Οθωμανούς, ή ως αυτούς που κάπως αποκαθιστούσαν την τιμή τους.

Θεωρούσαν επίσης τους εαυτούς τους καλούς Χριστιανούς και τηρούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις – δεν θεωρούσαν τη ληστρική τους δραστηριότητα ως κάτι αντιφατικό μ’ αυτό. Αν και υπήρχαν και ομάδες Μουσουλμάνων ληστών (οι λεγόμενοι κρντζάλιε), ο όρος «χαϊντούκοι» ήταν συνδεδεμένος με τους Χριστιανούς – εξάλλου συνήθως και οι σημαίες τους είχαν πάνω το σταυρό.

Μια ιδιαιτερότητα στη Σερβία ήταν η θέση της στα όρια με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (την μετέπειτα Αυστροουγγαρία). Χαϊντούκοι χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις περιστάσεις κι από τις δύο γειτονικές αυτοκρατορίες, κάτι που τους έδωσε την ευκαιρία να εκπαιδευτούν με βάση τα πρότυπα ενός τακτικού στρατού. Απέκτησαν έτσι γνώσεις και εμπειρίες που πήγαιναν πέρα από τον κλεφτοπόλεμο. Σ’ αυτούς ανήκε και ο μετέπειτα μεγάλος εθνικός ήρωας των Σέρβων, ο Καρατζόρτζε Πέτροβιτς.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου. Αρχικά ήταν χαϊντούκος, εντάχθηκε έπειτα στην υπηρεσία των Αψβούργων εναντίον των Οθωμανών και στη συνέχεια ηγήθηκε της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης.

Ήταν αυτοί οι χαϊντούκοι που θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στο ξέσπασμα της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης (1804-1813), το πρώτο σε μια σειρά από βήματα που θα έφερναν αρχικά την αυτονομία και μετά την ανεξαρτησία της Σερβίας. Όσοι όμως απ’ αυτούς δεν εντάχθηκαν στις δομές του νεοσύστατου κράτους και συνέχισαν τη ληστρική τους δραστηριότητα, γρήγορα έγιναν από εθνικοί ήρωες ο νούμερο ένα εχθρός.

Ιδιαίτερα στη νοτιοδυτική Σερβία, σε ορεινές περιοχές με πυκνά δάση, χαϊντούκοι συνέχισαν να είναι δραστήριοι σε όλο τον 19ο αιώνα. Οι λόγοι που τους ωθούσαν να βγαίνουν στην παρανομία δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από πριν: φυγοδικία, βεντέτες, αντίδραση στην κρατική καταπίεση. Το σέρβικο κράτος, που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε χαϊντούκους, θα τους πολεμούσε τώρα με σκληρότητα που δεν είχε να ζηλέψει πολλά απ’ αυτήν των Οθωμανών. Για να καταφέρει να τους εξαφανίσει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τον επόμενο αιώνα.

Ζεϊμπέκοι και εφέδες

Βλέποντας το οθωμανικό παρελθόν από μια «εθνική» σκοπιά, περιμένουμε ίσως τέτοιες ομάδες όπως οι κλέφτες και οι χαϊντούκοι να είναι χριστιανικής καταγωγής. Η αλήθεια είναι μάλλον πως, αν και δεν έλειπαν και οι Μουσουλμάνοι ληστές ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Σερβία, το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται κυρίως με Χριστιανούς. Ήταν αναμενόμενο, αφού αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονταν από έναν διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα αστικό μουσουλμανικό πληθυσμό και έναν κυρίως αγροτικό χριστιανικό πληθυσμό – ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου ήταν ορεινός, και είχε μια σχεδόν φυσική ροπή προς την αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας.

Τι γινόταν όμως σε περιοχές που η πλειοψηφία του ορεινού αγροτικού πληθυσμού ήταν μουσουλμανική; Ένα παράδειγμα ήταν οι (επίσης θρυλικοί) ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία – που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό. Ήταν ένοπλες ομάδες ατάκτων, κυρίως τουρκόφωνων Μουσουλμάνων, η κάθε μια υπό την ηγεσία ενός εφέ.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για μια υποτιθέμενη φυλετική προέλευση των ζεϊμπέκων. Φαίνεται πάντως πως στους τελευταίους οθωμανικούς αιώνες ο όρος «ζεϊμπέκ» ήταν συνδεδεμένος μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που βασιζόταν στη ληστεία των πλουσίων και την απόρριψη της οθωμανικής εξουσίας. Φορούσαν ειδικά ρούχα, για να ξεχωρίζουν. Συχνά μας μεταφέρεται σήμερα η εικόνα «Ρομπέν των δασών», με τους ζεϊμπέκους να βοηθούν τους απλούς χωρικούς και να τους προστατεύουν από την κρατική αυθαιρεσία. Πρέπει φυσικά να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες αναφορές, αφού (όπως είδαμε και στις προηγούμενες περιπτώσεις) ο λαός έχει έτσι κι αλλιώς μια τάση να εξιδανικεύει αυτούς που αντιστέκονται σε μια άδικη κρατική εξουσία.

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στα βουνά και στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από έναν Οθωμανό αξιωματικό. Είχε τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. Σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με οθωμανικές δυνάμεις ασφαλείας, για να γίνει θρύλος τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτόν έχουν γραφτεί τραγούδια, βιβλία και γυριστεί ταινίες. http://insan-insanca.blogspot.gr/2016/01/cakrcal-mehmet-efe-efsanesi.html

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από Οθωμανό αξιωματικό, κατά μια εκδοχή, ή κυνηγημένος για λαθρεμπόριο καπνού κατά μια άλλη. Έγινε θρύλος για τη δράση του (με τραγούδια, βιβλία και ταινίες γι’ αυτόν), τόσο στους Τούρκους όσο και στους Έλληνες, έχοντας τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. 
Πηγή εικόνας

Ενδιαφέρον είναι ότι τα υπολείμματά τους έπαιξαν ρόλο και στον «Πολέμο της Ανεξαρτησίας», συντασσόμενοι με τον κεμαλικό κίνημα και πολεμώντας τα ελληνικά στρατεύματα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεισφορά τους στην περιοχή του Αϊδινίου, όπου φαίνεται ότι ανέλαβαν το κύριο βάρος του πολέμου, με ηγέτη τον μετέπειτα εθνικό ήρωα Γιορούκ Αλί Εφέ.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών, τους ζεϊμπέκηδες (που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα, και με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στο προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ήταν συχνά ζεϊμπέκοι, που δρούσαν στην περιοχή  ήδη από τον 17ο αιώνα.

Στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, και αφού τέτοιες ομάδες είχαν πλέον εξαλειφθεί ή ενταχθεί στον κανονικό στρατό, η ζεϊμπέκικη κουλτούρα έγινε μάλλον ένα φολκλορικό στοιχείο. Πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (χωρίς να μπορώ να κρίνω αν έχει πραγματική βάση) είναι μια αναφορά, που βρήκα σ’ ένα κείμενο για τη σημερινή στάση του τουρκικού πληθυσμού απέναντι στο στρατό: ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτή είναι πιο αρνητική  στην περιοχή του Αιγαίου (σε σύγκριση π.χ. με τη Θράκη, την Προποντίδα, την Κεντρική Ανατολία) – ακριβώς λόγω της ζεϊμπέκικης παράδοσης δυσπιστίας απέναντι στην κρατική εξουσία.

Γενικές σκέψεις

Οι ομοιότητες αυτών των ομάδων στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία είναι φανερές. Δείχνουν ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με όρους εθνικής/θρησκευτικής αντιπαράθεσης (αν και αυτή έπαιξε το ρόλο της τοπικά ή χρονικά).

Είναι ένας τρόπος ζωής που συνδέεται άμεσα και με τη φυσική γεωγραφία της περιοχής μας, με τα ψηλά δύσβατα βουνά, που ευνοούν όποιον θέλει να ζήσει ελεύθερα χωρίς τους περιορισμούς μιας καταπιεστικής κρατικής εξουσίας. Δεν είναι απλά παρανομία, έχει και μια κάποιου είδους επαναστατική πολιτική διάσταση. Αυτή η διάσταση εξηγεί και τη συμπάθεια πολλών απλών ανθρώπων για τους ληστές, όποιο όνομα και να είχαν, και όποια να ήταν και η εκάστοτε εξουσία.

Όπως είδαμε, πολλά από τα σύγχρονα κράτη της περιοχής βασίστηκαν στις πολεμικές ικανότητες αυτών των ανθρώπων για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, και τους αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα ως εθνικούς ήρωες. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι αυτά ακριβώς τα κράτη τελικά κατάφεραν να εξοντώσουν αυτόν τον τρόπο ζωής – σ’ αυτόν τον τομέα ήταν πιο αποφασισμένα και αποτελεσματικά από τους Οθωμανούς. Οι κλεφταρματολοί, οι χαϊντούκοι και οι ζεϊμπέκοι, βοηθώντας τα να δημιουργηθούν, συντέλεσαν οι ίδιοι στην εξαφάνισή τους ως κοινωνική ομάδα.


Πηγές

Γιουγκοσλαβικο Ισλαμ: θρησκεια και εθνος

Κλασσικό

Ονόματα όπως Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ή Εμίρ Κουστουρίτσα μας είναι οικεία. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι συνδυάζουν δύο διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις: τη σλαβική, συνδεδεμένη με την Ανατολική Ευρώπη, και την ισλαμική, που κυριάρχησε στο χώρο της Νότιας Μεσογείου. Τα Βαλκάνια ήταν η περιοχή που αυτές οι δύο παραδόσεις συναντήθηκαν και αναμίχθηκαν, αφήνοντας μας κληρονομιά μεταξύ άλλων και τέτοια ονόματα. Και η Γιουγκοσλαβία ήταν η χώρα που με τα 2 εκατομμύρια Σλάβων Μουσουλμάνων συνδέθηκε περισσότερο με αυτήν την ιδιαίτερη ταυτότητα.

Τί σημαίνει όμως «Μουσουλμάνος», είναι μια ταυτότητα εθνοτική/εθνική ή απλά θρησκευτική; Μοιράζονται όλοι οι Σλάβοι Μουσουλμάνοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες την ίδια εθνοτική ταυτότητα; Δύσκολα μπορεί κάποιος να βρει ξεκάθαρες απαντήσεις.

Από τους Οθωμανούς στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία

Για αιώνες ολόκληρη σχεδόν η βαλκανική χερσόνησος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία η εθνοτική-γλωσσική ταυτότητα δεν μετρούσε και πολύ. Η μόνη ταυτότητα που είχε επίσημο στάτους ήταν η θρησκευτική, και μόνο με βάση αυτή διαχώριζαν τους υπηκόους τους οι Οθωμανοί. Έτσι είχε ουσιαστικά και εθνοτικό χαρακτήρα, και δεν είναι τυχαίο που μια τουρκική λέξη για το έθνος σήμερα είναι και «μιλλιέτ»: τα μιλλέτια ήταν οι επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές ομάδες, στις οποίες διαχωριζόταν ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας.

Αυτή η οθωμανική παράδοση επηρέασε βαθιά και τον τρόπο που οι βαλκανικοί λαοί αντιλαμβάνονταν την εθνική ταυτότητα, ακόμα και μετά την ανεξαρτησία τους. Το «Τούρκος» ήταν για τους Χριστιανούς περίπου συνώνυμο του Μουσουλμάνου: εξ’ ου και στα δικά μας οι όροι «Τουρκαλβανοί» ή «Τουρκοκρητικοί», για λαούς χωρίς γλωσσική σχέση με τους Τούρκους.

Στην ελληνική περίπτωση, η μοίρα των ελληνόφωνων Μουσουλμάνων ήταν ξεκάθαρη: θεωρήθηκαν Τούρκοι και είτε σκοτώθηκαν είτε διέφυγαν στην Τουρκία, ενώ και οι τελευταίοι εναπομείναντες εκδιώχθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Στη σλαβική περίπτωση δεν έγινε όμως ακριβώς έτσι. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι έκαναν μεν, όπως και οι Έλληνες, τη χριστιανική θρησκεία κεντρική στην εθνική ταυτότητά τους. Οι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι αρχικά αντιμετωπίστηκαν και αυτοί ως Τούρκοι και γνώρισαν τις ανάλογες πιέσεις, με συνέπεια ένα μεγάλο ποσοστό τους να βρεθεί στην Τουρκία, όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους. Δεν έγινε όμως επίσημη ανταλλαγή όπως στην Ελλάδα, και ένας μεγάλος αριθμός παρέμεινε ακόμα και μετά τον Α’ Παγκόσμιο.

Στον 20ό αιώνα εν τω μεταξύ άρχισαν να εκσυγχρονίζονται και οι αντιλήψεις περί έθνους με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου η γλώσσα ήταν το κεντρικό στοιχείο. Τόσο ο σέρβικος όσο και ο κροατικός εθνικισμός προσπάθησαν άρα να διεκδικήσουν τους ομόγλωσσους Μουσουλμάνους ως «δικούς τους». Κάποιοι έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τους θεωρούν ως τους «καθαρότερους» Σέρβους ή Κροάτες αντίστοιχα.

Αυτό που δεν σκέφτηκαν, ήταν να τους θεωρήσουν ως ένα ξεχωριστό σλαβικό έθνος: ούτε Τούρκους, ούτε Κροάτες, ούτε Σέρβους. Το νέο κράτος που ιδρύθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο ονομάστηκε «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» (στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία): άλλες εθνότητες υποτίθεται ότι δεν υπήρχαν.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο, το κράτος μετατράπηκε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, υπό την ηγεσία του Τίτο. Η νέα σοσιαλιστική ιδεολογία άφησε και περισσότερο χώρο στην ιδέα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Για πρώτη μάλλον φορά, οι απόψεις των ίδιων των Γιουγκοσλάβων Μουσουλμάνων σχετικά με την εθνική τους ταυτότητα λήφθηκαν σοβαρά υπόψη. Αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστούν στη δεκαετία του ’60 οι «Μουσουλμάνοι» ως ξεχωριστή σλαβική εθνότητα (όχι απλά θρησκευτική ομάδα) – μια απ’ αυτές που συνιστούσαν το γιουγκοσλαβικό κράτος, που βασιζόταν στην αρχή «αδελφοσύνη και ενότητα».

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται "Στρατάρχη Τίτο". http://www.cbv.ns.ca/dictator/Tito.html

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται «Στρατάρχη Τίτο».
Πηγή εικόνας

Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σλαβομακεδόνες, οι Μουσουλμάνοι δεν αποτελούσαν καθαρή πλειοψηφία σε μια μεγάλη ενιαία έκταση, ικανή να αποτελέσει ξεχωριστό έθνος-κράτος. Καθυστέρησαν να αναπτύξουν έναν επιθετικό εθνικισμό και έμειναν σχετικά πιο πιστοί στην ιδέα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας απ΄ ότι οι άλλοι. Οι δραματικές εξελίξεις όμως στο τέλος του αιώνα, η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι και οι εθνοκαθάρσεις, τους έβαλαν και αυτούς μπροστά από δύσκολες επιλογές. Με τα λόγια ενός κάτοικου του Σαράγεβο:

«Πρώτα, ήμουν Γιουγκοσλάβος. Μετά ήμουν Βόσνιος. Τώρα, γίνομαι Μουσουλμάνος. Ούτε καν πιστεύω στο Θεό. Αλλά μετά από διακόσιες χιλιάδες νεκρούς, τί περιμένεις να κάνω; Ο καθένας πρέπει να έχει μια χώρα στην οποία μπορεί να ανήκει.»

Βοσνιακότητα εναντίον μουσουλμανικότητας

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν το μόνο από τα ομοσπονδιακά κρατίδια της Γιουγκοσλαβίας, στο οποίο οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν τη σχετική έστω πλειοψηφία (44% το 1991). Στο κρίσιμο διάστημα 1878-1918 είχε βρεθεί υπό τη διοίκηση της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων, οι οποίοι προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια ιδιαίτερη βοσνιακή εθνική ταυτότητα, για να αμυνθούν ενάντια στις σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία. Η ιδέα της «βοσνιακότητας» βρήκε απήχηση μάλλον κυρίως σε Βόσνιους μουσουλμανικής καταγωγής, που υποστήριζαν την εκκοσμίκευση και τον προσανατολισμό προς το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό – όπως ο Μεχμέτ Μπέης Καπετάνοβιτς Λιούμπουσακ, που εξέδιδε και την εφημερίδα «Βοσνιακός».

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη τέθηκε υπό αυστροουγγρική διοίκηση, ενώ μια περιοχή ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμεινε οθωμανική: το σημερινό Σαντζάκι.
Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ήταν άρα επόμενο που η μουσουλμανική-σλαβική ταυτότητα συνδέθηκε με τη βοσνιακή. Όταν στη Γιουγκοσλαβία του ’60 αναγνωρίστηκε η «μουσουλμανική» εθνότητα, πολλοί Βόσνιοι Μουσουλμάνοι δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι. Πράγματι, ο όρος «Μουσουλμάνοι» είναι κάπως παράδοξος, όταν πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν θρήσκοι, μπορεί μάλιστα να ήταν και άθεοι κομμουνιστές. Όταν οι υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές εθνότητες είχαν μια καθαρά εθνική ταυτότητα και γεωγραφική αναφορά, οι «Μουσουλμάνοι» έπρεπε να αρκεστούν σ’ ένα τίτλο που παρέπεμπε περισσότερο σε θρησκευτική ομάδα. Για να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο, έγραφαν Μουσουλμάνοι με κεφαλαίο Μ, όταν αναφέρονταν στην εθνότητα, και με μικρό μ, όταν επρόκειτο για τη θρησκεία – μια μάλλον όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική λύση.

Από τότε τα χρόνια πέρασαν και πολλά πράγματα άλλαξαν. Η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγινε ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος. Η ιδέα της ενιαίας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας υποχώρησε και οι Βόσνιοι μουσουλμανικής καταγωγής βρέθηκαν πλέον αναγκασμένοι να ξεκαθαρίσουν το θέμα της εθνικής τους ταυτότητας.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Χάρτης της σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Από το 1993, επικράτησε τελικά το όνομα Βοσνιακοί αντί Μουσουλμάνοι ως επίσημο εθνικό. Σημασία έχει η χρήση του όρου «Βοσνιακός» (Bosnjak) και σε αντίθεση με το «Βόσνιος» (Bosanac): ενώ ο πρώτος περιγράφει συγκεκριμένα την εθνοτική ομάδα με μουσουλμανικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά (χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι όλα τα μέλη της θρήσκοι Μουσουλμάνοι), ο δεύτερος είναι καθαρά γεωγραφικός. Αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας, δηλαδή και τους Κροάτες και τους Σερβοβόσνιους.

Παρά τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει το Ισλάμ στο βοσνιακό εθνικισμό ως στοιχείο που τους διαφοροποιεί από Σέρβους και Κροάτες, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο αυτός είναι μία κατά βάση κοσμική ιδεολογία. Και η βοσνιακή κοινωνία παραμένει γενικά κοσμική και όχι ιδιαίτερα θρήσκα, παρά την όποια θρησκευτική αναγέννηση των τελευταίων δεκαετιών.

Ονομάζοντας τους εαυτούς τους «Βοσνιακούς», οι Μουσουλμάνοι ελπίζουν ότι πέτυχαν αυτό που ήδη είχαν καταφέρει οι Σέρβοι και οι Κροάτες: να θεωρηθούν πραγματικό ξεχωριστό έθνος, ακόμα και ανεξάρτητα από την θρησκεία. Και όπως οι Κροάτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, ανακήρυξαν και αυτοί τη διάλεκτο τους ως ξεχωριστή γλώσσα (βοσνιακά) – αν και πρακτικά μάλλον λίγες διαφορές έχει από τα πρώην ενιαία σερβοκροατικά.

Ως συνήθως όμως στην περιοχή μας, τέτοια προβλήματα ταυτότητας δεν λύνονται έτσι εύκολα. Σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι υπάρχουν και εκτός Βοσνίας: ανήκουν και αυτοί στη βοσνιακή εθνότητα;

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Ένα σαντζάκι στον 21ο αιώνα

«Σαντζάκι» ήταν ο τίτλος οθωμανικής διοικητικής υποδιαίρεσης. Με το τέλος της Αυτοκρατορίας, εξαφανίστηκαν και τα πολλά σαντζάκια που τη συναποτελούσαν. Εκτός από ένα: το σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, η σημερινή συνοριακή περιοχή Σερβίας- Μαυροβουνίου. Εκεί το όνομα διατηρήθηκε – σε συντομία αποκαλείται σήμερα απλά Σαντζάκι και οι κάτοικοι του Σαντζακλήδες (Sandžaklije).

Αυτή δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα της περιοχής. Είναι επίσης το μοναδικό τμήμα της Σερβίας που ο πληθυσμός είναι κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός (το μαυροβουνιακό τμήμα του Σαντζακίου έχει μικρή χριστιανική πλειοψηφία). Πολλοί Βοσνιακοί θεωρούν τους Σαντζακλήδες ως μέρος του έθνους τους, και οι υπερεθνικιστές ελπίζουν μάλιστα σε μια ένωση των δύο περιοχών, Βοσνίας και Σαντζακίου. Όπως και να έχει, για το βοσνιακό εθνικισμό το Σαντζάκι έχει μάλλον σημασία και ως αντίβαρο για τις πιο επικίνδυνες σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Ο μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτ από το Σαντζάκι εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους. http://www.rferl.org/content/Serbias_Sandzak_Becomes_Balkans_Latest_Hot_Spot/2170477.html

Ο Σαντζακλής μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτς εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι μάλλον δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους.
Πηγή εικόνας

Το πώς η μπερδεμένη αυτή κατάσταση μπορεί να αγγίξει τα όρια του παραλογισμού, φαίνεται στο θέμα της γλώσσας. Οι κάτοικοι του Σαντζακίου μιλούσαν πάντα την ίδια τοπική σερβοκροατική διάλεκτο, ανεξαρτήτως θρησκείας. Με τη διάσπαση των γλωσσών όμως, μουσουλμανικές οργανώσεις του Σαντζακίου προσπάθησαν και εν  μέρει πέτυχαν να καθιερώσουν τα βοσνιακά ως «επίσημη» γλώσσα των Μουσουλμάνων – δηλαδή μια «γλώσσα» που βασίζεται στη διάλεκτο του Σαράγεβο και που στο Σαντζάκι στην πράξη δεν μιλάει κανείς, ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Μουσουλμάνοι. Αυτό ήδη προκαλεί προβλήματα και αντιδράσεις από τους Σέρβους του Σαντζακίου π.χ. στο θέμα της σχολικής διδασκαλίας, που (ακόμα) είναι κοινή.

Ποιά είναι η άποψη όμως του ίδιου του λαού για όλα αυτά; Στην τελευταία απογραφή του 2011 στη Σερβία, 145.278 δήλωσαν ως εθνότητα τη βοσνιακή. Υπάρχουν όμως και 22.301 που επιμένουν να δηλώνουν ως εθνότητα «Μουσουλμάνος», όπως στην εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Στο γειτονικό Μαυροβούνιο, οι Σαντζακλήδες Μουσουλμάνοι τείνουν μεν και αυτοί προς τη βοσνιακή ταυτότητα, όχι όμως και οι Μουσουλμάνοι στο δυτικό τμήμα της χώρας. Υπάρχουν κιόλας δύο οργανώσεις που εκφράζουν αυτήν την αντιπαράθεση: η Μάτιτσα Μουσλιμάνσκα και η Μάτιτσα Μποσνιάκα. Συμπερασματικά, ενώ η βοσνιακή εθνική ιδέα φαίνεται να έχει όντως μεγάλη πέραση, δεν λείπει και η αντίδραση και τα πράγματα είναι ακόμα ρευστά.

Πομάκοι, Τορμπές και Γκοράνοι

Τόσο οι Βόσνιοι όσο και οι Σαντζακλήδες μιλούν παραλλαγές της πρώην ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Δεν είναι όμως οι μόνοι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι των Βαλκανίων: υπάρχουν και αυτοί που μιλούν διαλέκτους πιο συγγενικές στα βουλγάρικα. Μεγαλύτερη ομάδα είναι οι γνωστοί μας Πομάκοι, που κατοικούν στα βουνά της Ροδόπης, στην ελληνική και τη βουλγαρική μεριά.

Εκτός της Βουλγαρίας και της Ελλάδας όμως, υπάρχουν και στην πρώην Γιουγκοσλαβία τέτοιες γλωσσικές ομάδες. Αν και πολλοί τους θεωρούν Πομάκους, είναι αμφίβολο αν βλέπουν κι οι ίδιοι τους εαυτούς τους έτσι. Οι Τορμπές στην πΓΔΜ μιλούν, όπως και οι Ορθόδοξοι συμπατριώτες τους, σλαβομακεδόνικα. Η γλώσσα θεωρείται πολύ συγγενική στα βουλγάρικα, πολλοί Βούλγαροι μάλιστα τη θεωρούν δική τους διάλεκτο, κάτι που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες όμως απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Οι Τορμπές υπολογίζονται στις 60-70.000 – μόλις όμως περίπου 15.000 δηλώνουν σήμερα επίσημα ότι είναι Μακεδόνες-Μουσουλμάνοι (επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, έφτασαν τις 40.000). Άλλοι προτιμούν να θεωρούνται Τούρκοι ή Αλβανοί. Μπορεί ακόμα και τρία αδέλφια να δηλώνουν ο ένας Τούρκος, ο άλλος Μακεδόνας Μουσουλμάνος και ο τρίτος Αλβανός! Οι Τορμπές διεκδικούνται επίσης όχι μόνο από το σλαβομακεδονικό και τον τουρκικό ή αλβανικό εθνικισμό ως «δικοί τους», αλλά και το βουλγάρικο (ως Πομάκοι) – ακόμα και τον ελληνικό (!), βάσει της θεωρίας περί θρακικής καταγωγής των Πομάκων.

Παρά την επιμονή των Σλαβομακεδόνων ότι οι Τορμπές είναι μέρος του έθνους τους, αυτό υπονομεύεται από τους ίδιους, όταν συνδέουν την εθνική τους ταυτότητα με την Ορθοδοξία και αντιμετωπίζουν τους Τορμπές με δυσπιστία, ως πιθανούς σύμμαχους των Αλβανών ή των Τούρκων. Την ανάλογη αντιφατική στάση τη γνωρίζουμε φυσικά κι από τους Έλληνες, τους Βούλγαρους και τους Σέρβους στη σχέση με τις μουσουλμανικές τους μειονότητες.

Οι Γκοράνοι είναι μια ακόμα ξεχωριστή ομάδα που κατοικεί στο συνοριακό τρίγωνο Κοσσυφοπεδίου-Αλβανίας-πΓΔΜ. Είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν μια νοτιοσλαβική διάλεκτο, σε αντίθεση με τον αλβανόφωνο περίγυρό τους. Από κάποιους αυτή η διάλεκτος θεωρείται μεταβατική ανάμεσα στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα και τα σερβοκροατικά. Το όνομα τους προέρχεται από τη σλαβική λέξη «Γκόρα», δηλαδή βουνό – όπως ονομάζεται και η περιοχή τους.

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: Αλβανούς, Σέρβους, Τούρκους, Ρομά, Βοσνιακούς - και Γκοράνους. By Cradel (current version), earlier version by Ningyou - Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: μια απ’ αυτές και οι Γκοράνοι.
By Cradel (current version), earlier version by Ningyou – Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Η περίπτωση των Γκοράνων του Κοσσυφοπεδίου είναι ιδιαίτερη, λόγω της ταραγμένης πρόσφατης Ιστορίας της χώρας. Αν και Μουσουλμάνοι, δεν φαίνονται να ταυτίζονται με τους ομόθρησκους τους Αλβανούς, ούτε καν με τους επίσης σλαβόφωνους Βοσνιακούς, ενώ φαίνεται να δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους σέρβικους θεσμούς, στους οποίους τείνουν να καταφεύγουν για ιατρική περίθαλψη, παιδεία κ.λπ. Από κάποιους Αλβανούς εκλαμβάνονται ως συνεργάτες των Σέρβων, γι’ αυτό έχουν γίνει και στόχος επιθέσεων. Όπως και να’ χει, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά πολλοί έφυγαν από το Κόσοβο: σήμερα απομένουν μόνο περίπου 11000 στη χώρα. Η περίπτωση τους δείχνει ότι ούτε η κοινή θρησκεία (με τους Αλβανούς) είναι αρκετή για να αποφευχθούν εθνικές τριβές.

Η επιμονή των Τορμπές και των Γκοράνων στη διαφορετικότητά τους, δείχνει ότι τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα απ’ ότι θα περιμέναμε. Επί ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, τουλάχιστον οι Γκοράνοι κατηγοριοποιούνταν εθνοτικά ως «Μουσουλμάνοι», μαζί με τους Βόσνιους και τους Σαντζακλήδες. Τέτοιες μικρές πληθυσμιακές ομάδες όμως μπορεί να έχουν μια εντελώς ξεχωριστή ταυτότητα. Και να προσπαθούν να τη διατηρήσουν, παρά τις δυσκολίες της κατάστασης που βρίσκονται, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά διαφορετικών εθνικισμών.


Όπως και με τους Αλβανούς και τους Τούρκους, ο εθνικισμός έφτασε στους Σλάβους Μουσουλμάνους καθυστερημένα, σε σχέση με τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού ήταν εκ των πραγμάτων πιο συνδεδεμένοι με το οθωμανικό καθεστώς, και η ρήξη μαζί του ήταν πιο δύσκολη. Στη γιουγκοσλαβική περίπτωση όμως, το ιδιαίτερο κοσμικό περιβάλλον της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, που ήταν για τη μουσουλμανική κοινότητα αρκετά ικανοποιητικό, καθυστέρησε μια πραγματική εθνογένεση ακόμα περισσότερο.

Στην ουσία, μόλις τώρα με την (ιδιαίτερα βίαιη) μετάβαση στη νέα τάξη αναγκάστηκαν και οι Γιουγκοσλάβοι Μουσουλμάνοι να ολοκληρώσουν την εθνογένεσή τους – αλλού αυτό προχώρησε ήδη αρκετά (Βοσνία) κι αλλού λιγότερο (Γκοράνοι, Τορμπές). Βλέπουμε έτσι ζωντανά πώς εξελίσσεται μια τέτοια διαδικασία, που έγινε παλιότερα και στα άλλα βαλκανικά έθνη, μεταξύ αυτών και στους Έλληνες.

Αυτή είναι μια ακόμα ένδειξη ότι τα σύγχρονα έθνη δεν είναι ιστορικές σταθερές, αλλά ένα νέο φαινόμενο, με τα όρια μεταξύ τους να έχουν αποφασιστεί – και να μεταβάλλονται ακόμα – ανάλογα με τις συγκυρίες. Ούτε η κοινή γλώσσα ούτε η θρησκεία ή γεωγραφία φτάνουν για να οριστεί αντικειμενικά ένα έθνος. Οι διαφορετικές εθνικές επιλογές των Σλάβων Μουσουλμάνων, αλλά και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η εθνική τους ταυτότητα απ’ έξω, το αποδεικνύουν αυτό. Εδώ ταιριάζει και η ακόλουθη ιστορία από το Σαντζακλή ιστορικό και συγγραφέα Ζούβντια Χότζιτς από το Γκουσίνιε (πόλη στο Μαυροβούνιο, με ανάμικτο αλβανικό και σλαβικό-μουσουλμανικό πληθυσμό):

«Ήρθα στην Κωνσταντινούπολη και ο κόσμος με ρωτούσε: «Ποιός είσαι;». Είπα «Τούρκος», αλλά κούνησαν το κεφάλι τους: «Ε, δεν είσαι. Είσαι Αρναούτης (=Αλβανός)». Άρα ήρθα στο Σκαντάρ ως Αλβανός, παρ’ όλα αυτά, μου είπαν ότι είμαι Βοσνιακός. Επομένως πήγα στο Σαράγεβο ως Βοσνιακός και ο κόσμος γύρω μου ρωτούσε από πού ήμουνα. Απάντησα: «Βοσνιακός». Με πήραν για τρελό και μου είπαν ότι είμαι Μαυροβούνιος με μουσουλμανική θρησκεία. Τότε στην Ποντγκόριτσα ένας τύπος μου είπε ότι δεν είμαι τίποτα άλλο από Τούρκος. Ε λοιπόν, δεν μπορεί κάποιος να το καταλάβει αυτό. Ποιός είμαι και τί είμαι; Κανένας.«


Πηγές:

Το τελος της γιουγκοσλαβικης ουτοπιας;

Κλασσικό

Συχνά ακούμε να μιλούν για την πρώην Γιουγκοσλαβία λες και το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο. Σ’ έναν κόσμο που έχουμε μάθει ότι τα κράτη αντιστοιχούν σε έθνη με ενιαία ταυτότητα, η Γιουγκοσλαβία φαινόταν να μην ταιριάζει τόσο. Δεν ήταν ούτε ενιαίο έθνος-κράτος, όπως όλα τα υπόλοιπα στα Βαλκάνια, αλλα ούτε ακριβώς ξεκάθαρα πολυεθνικό, όπως π.χ. το Βέλγιο, όπου δυο διακριτές εθνότητες με ξεχωριστές περιοχές συμπράττουν στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Η Γιουγκοσλαβία ήταν κάτι μεταξύ των δύο, αφού ακόμα και σήμερα δεν μπορείς να πεις με απόλυτη σιγουριά αν η κροατική/σέρβικη/βοσνιακή κ.λπ. ταυτότητα είναι ισχυρότερη από την ενιαία νοτιοσλαβική (αυτή είναι κι η ελληνική μετάφραση της λέξης «γιουγκοσλαβική»).

Η Γιουγκοσλαβία ως κράτος υποδιαιρείτο σε 6 ομόσπονδες δημοκρατίες και σε διάφορες επίσημες εθνότητες. Τα κριτήρια διαχωρισμού των εθνοτήτων δεν ήταν ενιαία. Οι Σλοβένοι όπως και οι Σλαβομακεδόνες οριοθετούνταν στη βάση της γλώσσας: οι πρώτοι μιλούν μια γλώσσα συγγενική μεν με τα σερβοκροατικά, αλλά και αρκετά διακριτή, ενώ τα σλαβομακεδόνικα είναι μάλλον πιο κοντά στα βουλγάρικα. Από την άλλη οι Σέρβοι, οι Κροάτες κι οι Μουσουλμάνοι* μιλούσαν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα (τότε ονομαζόταν σερβοκροατική), διαφοροποιούνταν όμως στη βάση της θρησκείας (ορθόδοξοι οι Σέρβοι και καθολικοί οι Κροάτες). Σήμερα φυσικά μπορεί να ισχυρίζονται ότι οι γλώσσες που μιλούν είναι ξεχωριστές (κροατικά, σέρβικα, βοσνιακά), στην πράξη όμως μάλλον πρόκειται για κρατικά τονισμένες παραλλαγές της ίδιας γλώσσας. Η περίπτωση των Μαυροβουνίων κάνει την κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη: με τους Σέρβους μοιράζονται την ίδια θρησκεία και περίπου την ίδια γλώσσα. Διαχωριστικό στοιχείο είναι εδώ η ξεχωριστή πολιτική ιστορία και γεωγραφία. Πάντως και σήμερα 29% των κατοίκων του Μαυροβουνίου δηλώνει ως εθνότητά του τη σερβική, πράγμα που δείχνει πόσο ρευστά είναι ακόμα τα πράγματα.

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο, αν αναλογιστούμε ότι οι ομόσπονδες δημοκρατίες δεν αντιστοιχούσαν κατ’ ανάγκη στις εθνότητες. Κάτι που ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικής καθαρότητας, με ακραίο παράδειγμα τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου καμία εθνότητα δεν είχε καν την απόλυτη πλειοψηφία. Ένας Γιουγκοσλάβος είχε δηλαδή ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές ιδιότητες: πρώτα ήταν Γιουγκοσλάβος υπήκοος, μετά πολίτης μιας ομόσπονδης δημοκρατίας κι έπειτα ανήκε και σε μία εθνότητα. Ένας πολίτης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορεί δηλαδή να ανήκε στην κροατική εθνότητα κι ένας πολίτης της Κροατίας στη σερβική εθνότητα. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να αυτοκαθοριστεί κάποιος εθνοτικά ως «Γιουγκοσλάβος» αντί «Σέρβος», «Κροάτης», «Μουσουλμάνος» κ.λπ., πράγμα που συνέβαινε συχνά σε παιδιά από μικτούς γάμους ή γενικά σε άτομα που δεν ήθελαν να προσδιορίζονται στη βάση μιας εθνοτικής ταυτότητας. Κατά την απογραφή του 1981 δήλωσαν 7,9% των κατοίκων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ως εθνότητα τη γιουγκοσλαβική – στη Σερβία το ποσοστό ήταν αντίστοιχα 4,8% και στην Κροατία επίσης 7,9%.

Είναι σημαντικό να σταθούμε λίγο ακόμα στο φαινόμενο των μικτών γάμων, γιατί είναι κάτι που διαφοροποιεί τη Γιουγκοσλαβία από άλλες περιπτώσεις. Κατά την άποψή μου είναι εντυπωσιακό ότι π.χ. το 1991 ένα 12% των γάμων στη Βοσνία ήταν μικτοί, αν αναλογιστούμε ότι στην Κύπρο τέτοιοι γάμοι ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα ακόμα και νομικά αδύνατοι, ενώ στο Λίβανο τέτοια ζευγάρια είναι ακόμα και σήμερα υποχρεωμένα να μεταβούν στο εξωτερικό για να παντρευτούν. Ακόμα και το 1991 σε γκάλοπ που έγινε στη Βοσνία, μόνο το 43% των Μουσουλμάνων, το 39% των Κροατών και μόλις το 25% των Σέρβων δήλωσε ότι η εθνότητα είναι σημαντικό κριτήριο για την επιλογή συζύγου – ειδικά στην περίπτωση των τελευταίων αυτό προκαλεί εντύπωση, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο 4 χρόνια αργότερα οι Σερβοβόσνιοι έμελλε να συνδεθούν με τον πιο άγριο εθνικιστικό φανατισμό (σφαγή της Σρεμπρένιτσα) που εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Αυτή η κατάσταση μαζί με άλλα στοιχεία, όπως η νοσταλγία πολλών της κατοίκων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και η επιβίωση μέχρι σήμερα ενός είδους νοτιοσλαβικής ταυτότητας, δείχνουν ότι η διάσπαση δεν ήταν τόσο νομοτελειακή όσο θέλουν πολλοί να την παρουσιάζουν. Όταν ακούω να μιλούν για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, συχνά νιώθω ότι τονίζονται ιδιαίτερα οι χωριστικές τάσεις (Κροατική Άνοιξη το ’71, συγκρούσεις Αλβανών-Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο το ’81, ανακοίνωση της Σέρβικης Ακαδημίας το ’85), ενώ έχουν ξεχαστεί εντελώς τάσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως η φοιτητική εξέγερση του ’68. Εξ’ άλλου ακόμα και στον πρόσφατο πόλεμο τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν 100% ταυτισμένα με μια εθνότητα: υπήρξαν Σέρβοι κάτοικοι του Σαράγεβου που υπερασπίστηκαν μαζί με τους Μουσουλμάνους συμπολίτες τους την πόλη ενάντια στην πολιορκία από τις σέρβικες δυνάμεις, ενώ ο Μουσουλμάνος Φικρέτ Άμπντιτς με την περιοχή που έλεγχε διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Φυσικά δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την επιρροή του σέρβικου, κροατικού, σλοβένικου, βοσνιακού εθνικισμού, ούτε να ισχυριστούμε ότι όλοι αυτοί είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, για να αναστηθούν τεχνητά από ξένες δυνάμεις μετά από 40 χρόνια. Ειδικά όταν είχαν προηγηθεί τέτοιες τρομακτικές σφαγές όπως αυτές της κροατικής Ουστάσα εναντίων των Σέρβων αμάχων, ή και οι ανάλογες των Σέρβων Τσέτνικ εναντίων των Κροατών και των Μουσουλμάνων.

Υπήρχαν πολλά στοιχεία, που όλα συντέλεσαν στο να έρθει τελικά η διάλυση:

– Η αποτυχία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να λύσει το πρόβλημα των μεγάλων ανισοτήτων ανάμεσα στις ανεπτυγμένες περιοχές του Βορρά (Σλοβενία, Κροατία, Βοϊβοδίνα) και τις υπανάπτυκτες του Νότου (Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο, Μακεδονία). Αυτές οι ανισότητες φαίνεται μάλιστα να αυξήθηκαν αντί να μειωθούν μετά απο τέσσερις δεκαετίες «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης. Με αποτέλεσμα να είναι όλοι δυσαρεστημένοι: οι βόρειοι επειδή έπρεπε να μοιραστούν το εισόδημά τους με τους «τεμπέληδες» του Νότου και μάλιστα χωρίς να βλέπουν προοπτική να τελειώσει κάποτε αυτό το πράγμα. Και οι νότιοι επειδή παρά την οικονομική βοήθεια έβλεπαν το χάσμα με τους βόρειους να διευρύνεται αντί να μειώνεται και άρα την οικονομική τους εξάρτηση και την αίσθηση της αδικίας να μεγαλώνει.

– Το διεθνές περιβάλλον με την αναμενόμενη κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και της ιδεολογίας που ήταν συνδεδεμένη μ’ αυτό. Αυτό βοήθησε γενικά στον κόσμο να δυναμώσουν διάφοροι βίαοι εθνικισμοί (εξ’ άλλου κι η άποψη ότι η ΕΣΣΔ σε αντίθεση με την Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε με ειρηνικό τρόπο είναι μάλλον μύθος, αν δούμε τη γενική εικόνα αλλά και τις σημερινές συνέπειες). Ήταν ένας τρόπος να καλυφθεί το ιδεολογικό κενό, αλλά και μια αντίδραση στην ανασφάλεια που ένιωθαν οι πολίτες αυτών των χωρών μπροστά στην κατάρρευση του οικονομικού και του κοινωνικού τους συστήματος. Όλα αυτά έδωσαν την ευκαιρία σε παλιούς εθνικιστές, όπως ο Φράνιο Τούτζμαν, σε οπορτουνιστές πολιτικούς, όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ή τέλος σε κοινούς εγκληματίες, όπως ο περίφημος Αρκάν, να βρεθούν στο προσκήνιο παίζοντας το χαρτί του εθνικού αγώνα.

– Τρίτο και ίσως πιο σημαντικό: η βαθιά οικονομική κρίση που πέρασε η Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’80, που ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή ελληνική. Ήταν κι αυτή φαίνεται μια κρίση χρέους ως αποτέλεσμα μιας κακής οικονομικής και γενικής διαχείρισης, που είχε ως συνέπεια τη δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος μετά από δεκαετίες σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Το πόσο εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν διαλυτικές τάσεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, το βλέπουμε και σήμερα στην περίπτωση της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο συνδυασμός αυτών των συνθηκών έκανε τη διατήρηση της γιουγκοσλαβικής ενότητας πολύ δύσκολη υπόθεση. Υπό άλλες περιστάσεις όμως, μπορεί η κατάσταση σήμερα να ήταν διαφορετική. Σίγουρα, αν η αίσθηση κοινής ταυτότητας ήταν πολύ δυνατή, η Γιουγκοσλαβία θα άντεχε – εξ’ άλλου η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν έφερε καμιά διάσπαση του κράτους. Αντί όμως να λέμε ότι οι πολιτικές συνθήκες επιτάχυναν μια έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη διαδικασία διάλυσης, θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι απλά σε μια αμφίρροπη κατάσταση έσπρωξαν τα πράγματα προς τη μια κατεύθυνση, αυτή της διάσπασης.

Η μεγάλη αντίφαση όμως αυτών που υποστηρίζουν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν κάτι νομοτελειακό και γιατί όχι και θετικό, στο όνομα της ελευθερίας των εθνών, είναι ότι συχνά υπερασπίζονται ταυτόχρονα την εδαφική ακεραιότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Παραβλέποντας ότι αυτό το «κράτος» πρόκειται ουσιαστικά για μια μίνι-Γιουγκοσλαβία και μάλιστα με πιο αδύνατα συνδετικά στοιχεία.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποτελείται με βάση τη συμφωνία του Ντέιτον από δύο ενότητες, τη Σέρβικη Δημοκρατία και την (κροατο-μουσουλμανική) Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην έκταση της – ουσιαστικά αυτόνομης – Σέρβικης Δημοκρατίας οι Σέρβοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα εθνοκάθαρσης). Η ηγεσία τους είναι πιο προσανατολισμένη προς το Βελιγράδι παρά προς το Σαράγεβο και συχνά αντιμετωπίζει εχθρικά το κοινό βοσνιακό κράτος ελπίζοντας σε απόσχιση/ένωση με τη Σερβία, πράγμα που δυσκολεύει πολύ τη λειτουργία του κοινού κράτους. Η Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ουσιαστικά μια ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία, αποτελείται από πολλά καντόνια, κάποια με κροατική και κάποια με μουσουλμανική πλειοψηφία. Πολλοί Κροάτες όμως δεν έχουν σταματήσει να ονειρεύονται την ένωση με την Κροατία, για την οποία εξ’ άλλου έχουν πολεμήσει εναντίον των Μουσουλμάνων (ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος τερματίστηκε μόνο μετά από δυτική πίεση). Ουσιαστικά η μόνη εθνότητα που νιώθει να έχει ανάγκη την επιβίωση του κοινού κράτους είναι οι Βοσνιακοί (Μουσουλμάνοι) κι αυτό επειδή ένα κράτος περιορισμένο στις περιοχές με μουσουλμανική πλειοψηφία είναι πολύ δύσκολα βιώσιμο.

Σ’ αυτά τα προβλήματα μπορεί φυσικά κάποιος να προσθέσει και το ερώτημα του Σαντζακίου, περιοχή της Σερβίας με μουσουλμανική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ένωσης των Σερβοβοσνίων με τη Σερβία είναι απίθανο να τεθεί θέμα δικής του αυτονομίας/ανεξαρτησίας; Για να μην αναφέρουμε και την περίπτωση των μεγάλων περιοχών της Κροατίας που οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία μέχρι την εκδίωξή τους το 1995, κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεχτεί.

Η σημερινή κατάσταση κτίστηκε στη βάση εθνών-κρατών κι αμοιβαίων εθνοκαθάρσεων. Οι οποίες όχι μόνο είχαν τεράστιο ανθρώπινο κόστος και συντηρούν μίση, αλλά ούτε καν δεν ολοκληρώθηκαν, έτσι ώστε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν κάποια σταθερότητα.

Ουσιαστικά η μοναδική απάντηση που μπορούν να δώσουν οι υπερασπιστές του στάτους κβο είναι η σταθεροποίηση μέσω μιας (χρονικά ακαθόριστης) ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Ένωση όμως που εμπνέει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη ως πηγή σταθερότητας και κανείς δεν ξέρει αν και με ποιά μορφή θα επιβιώσει. Και μπαίνει φυσικά και το ερώτημα: αν η επιθυμία για εθνική κυριαρχία ήταν αυτή που οδήγησε σε μια αναπόφευκτη διάσπαση, τί σταθεροποίηση φέρνει το να την παραχωρήσουν τα νεοσύστατα έθνη-κράτη πάλι σε μια ακόμα μεγαλύτερη υπερεθνική ένωση;

Τελικά η ιδέα της γιουγκοσλαβικής ενότητας ήταν, αντί ουτοπική, ίσως περισσότερο ρεαλιστική από την ελπίδα να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν σήμερα. Μπορεί τελικά η μόνη ειρηνική και σταθεροποιητική λύση να είναι μια επανένωση, ίσως με συνομοσπονδιακή μορφή; Τουλάχιστον αυτών των νοτιοσλαβικών κρατών που μοιράζονται την ίδια γλώσσα και είναι, είτε το θέλουν είτε όχι, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους (Κροατία, Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνι); Δεν βλέπω γιατί να μην γίνουν σκέψεις και σ’ αυτήν την κατεύθυνση.


* Την εποχή της ενίαιας Γιουγκοσλαβίας ο όρος Μουσουλμάνος δεν ήταν μόνο θρησκευτικός προσδιορισμός αλλά και εθνοτικός. Οι Μουσουλμάνοι ήταν αναγνωρισμένοι επίσημα σαν ξεχωριστή εθνότητα και μπορούσε κάποιος να έχει αυτή την εθνοτική ταυτότητα χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι και θρήσκος. Τα τελευταία χρόνια ο όρος αυτός αντικαταστήθηκε από το πιο κοσμικό όνομα Βοσνιακός. Αυτό διαχωρίζεται από τον όρο Βόσνιος, που αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας ανεξαρτήτως εθνότητας. Ένας Βόσνιος μπορεί δηλαδή να είναι είτε Βοσνιακός (δηλαδή μουσουλμανικής καταγωγής) είτε Σέρβος είτε Κροάτης κ.λπ.


Χρήσιμη Βιβλιογραφία:

  • Bundeszentrale für politische Bildung (BpB) (1996): Das Ende Jugoslawiens – Informationen zur politischen Bildung.