Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.

Οριενταλισμος και Ελληνισμος

Κλασσικό

Αν έπρεπε να δώσουμε μια γεωπολιτική ονομασία στους τελευταίους 2 αιώνες της ανθρώπινης Ιστορίας, η απάντηση θα ήταν μάλλον εύκολη: η εποχή της δυτικής κυριαρχίας. Ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης είχε φυσικά μπει σε μια φάση ταχείας ανάπτυξης ήδη μερικούς αιώνες πριν. Είναι από τον 19ο αιώνα και μετά όμως που απλώνει την κυριαρχία του σε όλες τις άκρες της Γης.  Είναι μια κυριαρχία που αφορά όλα τα πεδία: οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και – αναπόφευκτα – και πολιτικό. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμπαθεί ή όχι τη Δύση, είναι εντελώς αδύνατον να την αγνοήσει.

Δύση και «Ανατολή»

Αρχικά, ο λεγόμενος «δυτικός κόσμος» (δηλαδή η Δυτική Ευρώπη και οι απόγονοι Δυτικοευρωπαίων αποίκων π.χ. στην Αμερική ή την Αυστραλία) δεν έβλεπαν όλους τους υπόλοιπους «κόσμους» με τον ίδιο τρόπο. Ενώ οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Αμερικής, της Αυστραλίας και της υποσαχάριας Αφρικής θεωρούνταν εξ’ αρχής ως κατώτεροι και απολίτιστοι, την Ασία (και μαζί μ’ αυτήν τη Βόρεια Αφρική και την νοτιο-ανατολική Ευρώπη) την αντιμετώπιζαν οι Δυτικοί με μάλλον μεγαλύτερο σεβασμό. Ήξεραν ότι σ’ αυτήν τη γεωγραφική περιοχή είχαν δράσει και δρούσαν εξελιγμένοι πολιτισμοί, στους οποίους η Δύση χρωστούσε πολλά.

Παρ’ όλα αυτά, όσο η διαφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης (όχι μόνο οικονομικής) της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου μεγάλωνε, τόσο τροποποιούνταν και αυτές οι αντιλήψεις. Είναι καθαρό πως, τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα και μετά, οι δυτικές ελίτ έβλεπαν τους εαυτούς ως τους δυνητικούς κυρίαρχους και αυτής της περιοχής που ονόμαζαν «Ανατολή». Εκεί ακριβώς είναι που αποκτά για μας ενδιαφέρον ο όρος οριενταλισμός, όπως τον καθιέρωσε ο Έντουαρντ Σαΐντ.

Ο Έντουαρντ Σαΐντ (1935-2003). http://www.nytimes.com/2006/07/16/books/review/16rothstein.html?_r=0

Ο Έντουαρντ Σαΐντ (1935-2003) ήταν γνωστός Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός με έδρα τις ΗΠΑ. Αν και καθηγητής λογοτεχνίας, έγινε περισσότερο γνωστός ανά τον κόσμο με το βιβλίο «Οριενταλισμός», ο απόηχος του οποίου είναι ακόμα και σήμερα ζωντανός.
Πηγή εικόνας

Θα μπορούσαμε ίσως σε συντομία να πούμε ότι ο οριενταλισμός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Δύση πλάθει η ίδια στο μυαλό της μια «Ανατολή» σαν τον Άλλο, το αντίθετό της – υπονοώντας (ή ακόμα και δηλώνοντας καθαρά) την κατωτερότητα αυτού του Άλλου. Στην ουσία η Δύση θέτει έτσι τη βάση και για την κυριαρχία πάνω σ’ αυτόν, σε όλα τα πεδία: όχι μόνο το ιδεολογικό ή το πολιτισμικό, αλλά τελικά αναπόφευκτα και το πολιτικό. Η αφετηρία των οριενταλιστών – είτε επρόκειτο για επιστήμονες ή λογοτέχνες με γνήσιο ενδιαφέρον για την περιοχή, είτε για πολιτικούς-στρατιωτικούς ηγέτες με καθαρά πολιτικά κίνητρα – ήταν πάντα η θεμελιώδης διαφορετικότητα της «Ανατολής» από τη Δύση. Παραγνώριζαν έτσι τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις αυτού του τεράστιου χώρου*¹, αλλά και όσα στοιχεία δεν ταίριαζαν σε μια εικόνα εξωτικότητας.

H κριτική του οριενταλισμού από τον Σαΐντ έγινε βάση και για ανάλογες προσεγγίσεις που αφορούσαν άλλες περιοχές του κόσμου και την αντιμετώπισή τους από τη Δύση: μεταξύ αυτών και για τα Βαλκάνια, π.χ. από τη Βουλγάρα ιστορικό Μαρία Τοντόροβα. Η γενική συζήτηση για τον οριενταλισμό ή τον ανάλογο «βαλκανισμό» είναι φυσικά ένα ατέλειωτο θέμα, και σκοπός αυτού του άρθρου σίγουρα δεν είναι να καλύψει όλες τις πτυχές του.

Ο οριενταλισμός των Δυτικών μπορεί όμως να μην είναι τελικά κάτι τόσο ιδιαίτερο: είναι αναμενόμενο ότι μια ιμπεριαλιστική δύναμη θα προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό της για την κατωτερότητα αυτών πάνω στους οποίους θέλει να κυριαρχήσει ή θα «στολίσει» τη σύγκρουση με τους αντίπαλούς της με διάφορα νοήματα του τύπου «πολιτισμός εναντίον βαρβαρότητας». Αυτό που κυρίως μ’ ενδιαφέρει είναι αντίθετα η οριενταλιστική επιρροή πάνω στους ίδιους τους «Ανατολίτες» – κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε αυτο-οριενταλισμό. Βλέπουμε δηλαδή τους ίδιους τους κατοίκους της Ανατολής να παίρνουν την εικόνα που είχε παράξει η Δύση γι’ αυτήν και να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους βασιζόμενοι σ’ αυτήν.

Ρωμιοσύνη, εκδυτικισμός και οριενταλισμός

Τέτοιες συζητήσεις μας αφορούν και εμάς στον σημερινό ελληνόφωνο χώρο. Η θέση του Ελληνισμού στην Ανατολή από μια δυτική-οριενταλιστική άποψη ήταν από την αρχή ιδιαίτερη. Την ιδιαιτερότητα της την χάριζε η σημασία που έδιναν οι δυτικές αστικές τάξεις στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ο ρόλος που αυτός έπαιξε σαν πρότυπο για τον δυτικό Διαφωτισμό. Δεν δίσταζαν μάλιστα να τον ανακηρύξουν (μάλλον αυθαίρετα, κατά την άποψή μου), σε κοιτίδα του δικού τους, δυτικού πολιτισμού. Το ότι ο λαός που μιλούσε μια γλώσσα παρόμοια μ’ αυτήν των αρχαίων Ελλήνων και ζούσε στον ίδιο χώρο που δρούσαν κι αυτοί, ήταν επιπλέον στην πλειοψηφία του χριστιανικός, βοηθούσε μάλλον τους (από μια χριστιανική παράδοση προερχόμενους) Δυτικούς ακόμα περισσότερο να αισθάνονται μια σύνδεση μαζί του.

Όσο η Δύση δυνάμωνε, τόσο και οι ίδιοι οι Ρωμιοί άρχισαν να επηρεάζονται από τις δυτικές αντιλήψεις στον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους. Τα ανερχόμενα ορθόδοξα (όχι κατ’ ανάγκη εκ γενετής ελληνόφωνα) αστικά στρώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έρχονταν σε επαφή με τα δυτικά διανοητικά ρεύματα, ταυτίζονταν στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα όλο και περισσότερο με την αρχαιοελληνική παράδοση. Η αρχαιολατρία έγινε βασικό στοιχείο της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας – είναι αμφίβολο αν αυτό θα είχε γίνει στον ίδιο βαθμό, αν δεν υπήρχε ο δυτικός ενθουσιασμός για την αρχαία Ελλάδα.

Όταν μέσα στον 19ο αιώνα η δυτική επιρροή έγινε ακόμα πιο έντονη και καθοριστική, η σχέση αυτών των νεοελληνικών αστικών στρωμάτων – των οποίων ένα μεγάλο τμήμα ζούσε στην ακόμα οθωμανική επικράτεια –   με τη «Δύση» πήρε κι άλλες διαστάσεις. Από τη μια, έβλεπαν ότι είχαν μια ιδιαίτερη αποστολή: να μεταλαμπαδεύσουν τα φώτα του πολιτισμού στην «Ανατολή». Υιοθετώντας έτσι το οριενταλιστικό σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στην προηγμένη Δύση και την καθυστερημένη Ανατολή (της οποίας όμως αυτοί αποτελούσαν, θέλοντας και μη, μέρος), θεωρούσαν ότι ο ρόλος του Ελληνισμού μέσα σ’ αυτήν την τελευταία ήταν ο εκπολιτισμός της. Δεν παραγνώριζαν ότι η κοινωνική καθυστέρηση είχε πλήξει και τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πεπεισμένοι για την πολιτισμική υπεροχή του σε σύγκριση με τους υπόλοιπους λαούς της Ανατολής – με τους μουσουλμανικούς έτσι κι αλλιώς, αλλά συνήθως και με τους υπόλοιπους χριστιανικούς.*²

Το μέγαρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολεως λίγο πριν την κατεδάφισή του. Ιδρύθηκε το 1861 και στόχευε στην καλλιέργεια μιας ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ταυτότητας, που θα έμενε όμως στα πολιτικά πλαίσια του οθωμανικού κράτους. http://www.ime.gr/projects/tanzimat/gr/main/356.html

Το μέγαρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολεως, λίγο πριν την κατεδάφισή του. Ιδρύθηκε το 1861, με σκοπό μεταξύ άλλων να προωθήσει την ελληνική εκπαίδευση στην Αυτοκρατορία, και μαζί της και τον «εκπολιτισμό» της Ανατολής.
Πηγή εικόνας

Από την άλλη όμως, αυτές οι ραγδαίες αλλαγές και η δύναμη του δυτικού πολιτισμού γεννούσαν και πολλές ανησυχίες ότι θα μπορούσε να χαθεί η ιδιαίτερη ελληνική εθνική ταυτότητα (η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι, όπως είδαμε, αυτή είχε έτσι κι αλλιώς εξελιχθεί χάρη και στη δυτική επιρροή). Τα ίδια τα αστικά στρώματα που εκδυτικίζονταν εξωτερικά όλο και περισσότερο, ανησυχούσαν  για τον μιμητισμό και τον άκρατο εκδυτικισμό. Κατά κάποιον τρόπο, ο Ελληνισμός έγινε έτσι ταυτόχρονα και αντικείμενο αλλά και υποκείμενο στα πλαίσια της σχέσης Δύσης-Ανατολής: ενώ κρατούσε μια (όχι ιδιαίτερα αποτελεσματική) αμυντική στάση απέναντι στους κίνδυνους του εκδυτικισμού, εφάρμοζε ο ίδιος οριενταλιστικές λογικές απέναντι στους άλλους λαούς της Ανατολής.

Αυτο-οριενταλισμός νεοελληνικού τύπου 

Από τότε, πιστεύω ότι η φύση της σχέσης του ελληνόφωνου χώρου με τον οριενταλισμό και τη «Δύση» δεν έχει αλλάξει ριζικά. Η μόνη σημαντική αλλαγή ίσως ήταν ότι, ξεκινώντας με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήρθε αναγκαστικά και το τέλος των μεγαλεπήβολων σχεδίων για το ρόλο του Ελληνισμού στην Ανατολή, τα οποία αναφέρθηκαν πριν. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, η ελληνική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο εκτός Ελλάδας και Κύπρου θα συρρικνωνόταν, όπως ξέρουμε, ακόμα περισσότερο. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι έτσι ξεκίνησε και μια σταδιακή απομάκρυνση του Ελληνισμού από την «Ανατολή», της οποίας μέχρι τότε θεωρούσε ότι αποτελούσε φυσικό μέρος. Αυτή η πορεία ενισχύθηκε και από τις γεωπολιτικές συγκυρίες (ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο του Ψυχρού Πολέμου και αργότερα και στην ΕΟΚ – σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου), οι οποίες έδωσαν ένα επιπλέον «προβάδισμα» στην Ελλάδα στον τομέα του εκδυτικισμού. Οι γειτονικές χώρες και λαοί «απομακρύνθηκαν», έγιναν περίπου αδιάφοροι για τον Ελληνισμό, ο οποίος θα συνέκρινε πλέον τον εαυτό του μόνο με τη Δύση.

Πιστεύω πάντως ότι αυτό το βασικό σχήμα ακόμα ισχύει: συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τη Δύση και βρίσκουμε τους εαυτούς μας άλλοτε άξιους και άλλοτε (πιο συχνά) ελλιπείς σε σχέση μ’ αυτήν. Είναι ένας ιδιότυπος αυτο-οριενταλισμός, από έναν λαό που θεωρεί τον εαυτό του μάλλον δυτικό, τουλάχιστον σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (π.χ. τους Ασιάτες, τους Αφρικανούς, ακόμα πολλές φορές και τους άλλους Βαλκάνιους ή τους Τούρκους) – όχι όμως αρκετά, όταν συγκρίνεται με τους «πραγματικά» δυτικούς λαούς (π.χ. Γερμανούς, Γάλλους, Αμερικάνους).

Ιδιαίτερα φανερό έγινε αυτό με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν κατέρρευσε ο μύθος της σύγκλισης με τη Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μια γενική τάση στην Ελλάδα, που ξεκινά από συστημικά μέσα αλλά φτάνει μέχρι τον μέσο πολίτη, να αναζητούνται τα αίτια της κρίσης στις ελλείψεις της χώρας σε σχέση με τις προηγμένες δυτικές. Έτσι υιοθετούνται τα παραδοσιακά οριενταλιστικά στερεότυπα των Δυτικών για την «Ανατολή», ως ισχύοντα και για την Ελλάδα. Παράλληλα όμως, η φυσική θέση του Ελληνισμού θεωρείται, τουλάχιστον από τις ελληνικές ελίτ, ότι παραμένει στη Δύση: οι ελλείψεις σε σχέση μ’ αυτήν ερμηνεύονται ως αποτυχία, όχι ως κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο (όπως είναι, με βάση αυτό το αφήγημα, για τις χώρες της «γνήσιας» Ανατολής).

Ακόμα και όσοι αντιδρούν στον εκδυτικισμό, υιοθετούν κατά μια έννοια αυτό το οριενταλιστικό σχήμα, έστω από την ανάποδη οπτική. Συχνά ισχυρίζονται ότι δρουν στο όνομα μιας παράδοσης που αξίζει υπεράσπισης: έτσι όμως αποδέχονται το δίπολο ανάμεσα σε μια «σύγχρονη» Δύση και μια «παραδοσιακή» ελληνικότητα (ανάλογη με την «Ανατολή» του οριενταλισμού). Το μέτρο σύγκρισης παραμένει πάντα η Δύση.*³

Εκεί τελικά η Ελλάδα και η Κύπρος δεν διαφέρουν τόσο από άλλες βαλκανικές χώρες ή την Τουρκία. Όλες αυτές οι κοινωνίες κάνουν στην ουσία το ίδιο: χωρίς να είναι εντελώς σίγουρες αν ανήκουν στη Δύση ή όχι, συγκρίνουν τον εαυτό τους αποκλειστικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν φυσικά διαφορετικές προσεγγίσεις στο πώς να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που διαπιστώνονται μέσα απ’ αυτήν τη σύγκριση, και ως το σε ποιον βαθμό η δυτική επιρροή είναι θετική η αρνητική – η βασική αρχή πάντως είναι η ίδια.

Σε μια εποχή όμως που η παρακμή της Δύσης θα γίνεται όλο και πιο φανερή, θα έρθει ίσως αναγκαστικά και η στιγμή να σταματήσουμε να αυτοκαθοριζόμαστε τόσο πολύ μέσα από τη σύγκριση μ’ αυτήν. Αυτό θα ήταν και ένα βήμα εκλογίκευσης, προς μια ανάπτυξη που θα κατευθύνεται από τις γνήσιες ντόπιες ανάγκες, και όχι με το άγχος του πως να καλύψει ένα κενό. Και στο δρόμο προς τα εκεί, δεν αποκλείεται μέσα στα στοιχεία που θα μας αποδειχτούν τελικά άχρηστα, να είναι και ο διαχωρισμός «Δύση εναντίον Ανατολής».


————


*¹ Θεωρώ πως δεν είναι τυχαίο ότι στα συνηθισμένα σχήματα διαχωρισμού Δύσης-Ανατολής, η Ανατολή είναι σαφώς μεγαλύτερη – όχι μόνο από άποψη έκτασης και πληθυσμού, αλλά και πολιτισμικής/θρησκευτικής/εθνολογικής ποικιλίας. Τόσο που τελικά χρειάζεται να την διαχωρίσουμε περαιτέρω σε Εγγύς, Μέση και Άπω Ανατολή – ενώ κανείς δεν μιλάει για Μέση και Άπω Δύση. Αυτό είναι μια καλή ένδειξη του πόσο δυτικοκεντρικό είναι τελικά αυτό το σχήμα.

*² Ο τρόπος π.χ. που γίνονταν αντιληπτοί οι Βούλγαροι από τις ελληνικές ελίτ τον 19ο αιώνα (όχι αναγκαστικά ως εχθροί, αλλά εν πάση περιπτώσει ως ένας καθαρά αγροτικός λαός κατώτερης πολιτιστικής στάθμης και με ανάγκη ελληνικής κηδεμονίας), δεν διέφερε και τόσο με την αντιμετώπιση των Ευρωπαίων προς τους λαούς που διοικούσαν στις αποικίες τους. Προς το τέλος του αιώνα, όταν τα εθνικά πάθη άρχισαν να φουντώνουν, δεν είναι τυχαίο ότι η «εκπολιτιστική» αποστολή συνδέθηκε στενά και με τις προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού του μη ελληνόφωνου ορθόδοξου πληθυσμού (π.χ. τουρκόφωνοι της Μικράς Ασίας, σλαβόφωνοι της Μακεδονίας).

*³ Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι πολλοί απ’ όσους αντιδρούν στον εκδυτικισμό το κάνουν στο όνομα του εθνικισμού, δηλαδή μιας ιδεολογίας δυτικής προέλευσης. Ένα ακόμα σχετικό παράδειγμα είναι η φράση του μακαρίτη Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου περί της θέσης της Ελλάδας «ανάμεσα στην πολιτισμένη Δύση και τη βάρβαρη Ανατολή»: μια προσωπικότητα που (υποτίθεται ότι) συνδέεται με την υπεράσπιση της ορθόδοξης ταυτότητας ενάντια στον εκδυτικισμό, υιοθετεί άκριτα ένα κλασικό δυτικό οριενταλιστικό σχήμα. Σ’ αυτό μπορούμε ίσως να δούμε ένα είδος συνέχειας με τους Έλληνες αστούς του 19ου αιώνα, που πάλευαν για τον «εκπολιτισμό» (=εξελληνισμό) της Ανατολής, αντιδρώντας ταυτόχρονα ενάντια στον υπερβολικό εκδυτικισμό των Ελλήνων.


Σχετική βιβλιογραφία:

  • Edward W. Said (1977): Οριενταλισμός.
  • Edward W. Said (1985): Orientalism Reconsidered. In: Cultural Critique.
  • Μαρία Τοντόροβα (1996): Τα Βαλκάνια, από την ανακάλυψη στην «κατασκευή» τους. Εθνικό κίνημα και Βαλκάνια.
  • Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως; Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα.

Οθωμανοι πασαδες: μεταρρυθμιστες και αποστατες

Κλασσικό

Στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, ήταν ήδη φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή. Οι εθνικές ιδεολογίες έκαναν τότε σιγά-σιγά την είσοδό τους στην περιοχή μας: δύσκολα μπορούσε κάποιος τότε να προβλέψει ότι αυτές θα ξανάφτιαχναν τον χάρτη της περιοχής μας από την αρχή, με την ίδρυση μιας σειράς από νέα έθνη-κράτη. Ότι η Αυτοκρατορία στην παλιά της μορφή δύσκολα θα επιβίωνε, μπορεί να ήταν ήδη αρκετά εμφανές, αλλά όχι και το τι θα την αντικαθιστούσε.

Εκείνα τα χρόνια εμφανίστηκαν σε διάφορα κομμάτια της οθωμανικής επικράτειας επαρχιακοί διοικητές, οι οποίοι λειτουργούσαν σχεδόν ανεξάρτητα από την Υψηλή Πύλη. Τα «κράτη» που έστησαν ήταν ίσως από πολλές απόψεις πιο λειτουργικά από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αλή Πασάς ο Τεπελενλής

Η ιστορία του Αλή Πασά είναι πολύ γνωστή στον ελληνικό χώρο. Γεννήθηκε στο Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου και, ακολουθώντας και μια οικογενειακή παράδοση, ως νέος επιδόθηκε σε ληστρική δραστηριότητα. Αυτό το χρησιμοποίησε για να αποδείξει τις πολεμικές του ικανότητες και να βρει τη θέση του στην υπηρεσία του κράτους (για την σχέση αυτή ανάμεσα στη ληστεία και τα οθωμανικά αξιώματα, υπάρχει άλλο άρθρο στο μπλογκ). Το 1788 κατορθώνει να γίνει πασάς (περιφερειακός διοικητής) στα Ιωάννινα. Στις καλύτερές του στιγμές, θα φτάσει να ελέγχει μια τεράστια περιοχή, από την Κεντρική Αλβανία μέχρι τη Θεσσαλία και την Ανατολική Στερεά (πλην Αττικής). Οι τάσεις αυτονόμησής του όμως θα οδηγήσουν σε σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη, και τελικά στην καθαίρεση και εκτέλεσή του το 1822.

Το άγαλμα του Αλή Πασά στο Τεπελένι. https://en.wikipedia.org/wiki/Ali_Pasha_of_Ioannina#/media/File:Ali_Pashas_in_Tepelena.jpg

Το άγαλμα του Αλή Πασά στο Τεπελένι.
Πηγή εικόνας

Πέρα από τον μύθο που περιτριγυρίζει την ιστορία του Αλή Πασά, υπάρχει όμως και το ερώτημα του τι σήμαινε πραγματικά η διακυβέρνησή του για τον τόπο. Έχουμε από τη μια την εικόνα ενός αιμοσταγή τυράννου, από την άλλη όμως και ενός αποτελεσματικού κυβερνήτη που φρόντισε για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των υπηκόων του. Μπορεί τελικά το ένα να μην αποκλείει το άλλο. Στα χρόνια του δημιουργήθηκε στον ελληνο-αλβανικό χώρο κάτι που θύμιζε τουλάχιστον σύγχρονο συνεκτικό κράτος. Ο ρόλος που έπαιξαν ως θεμέλιο για την ίδρυση του νεοελληνικού σύγχρονου έθνους-κράτους, έχει ήδη επισημανθεί.

Η ληστεία καταπολεμήθηκε και τα ταξίδια και το εμπόριο έγιναν σχετικά ασφαλή. Η γεωργία ενισχύθηκε με  υδραυλικά έργα και αποξηράνσεις ελών. Το οδικό δίκτυο βελτιώθηκε και σε κάποια τμήματα του έγινε μάλιστα ικανό και για συγκοινωνία με άμαξες. Στην επικράτεια του Αλή κυριαρχούσε σχετική ανεξιθρησκεία (κάτι που κατά μια άποψη συνδέεται και με τις ισχυρές επιρροές που αυτός είχε από τον μπεκτασισμό): στα χρόνια του κτίστηκαν και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Η ελληνική παιδεία στα Γιάννενα μπόρεσε να αναπτυχθεί, όπως και η τοπική βιοτεχνία. Ο Αλή Πασάς  ακολουθούσε ακόμα και μια δική του εξωτερική πολιτική, δείχνοντας μάλλον μια προτίμηση προς την Αγγλία.

Το αν ο Αλής έβλεπε τον εαυτό του απλά σαν τοπικό ηγέτη μιας (έστω μεγάλης) οθωμανικής επαρχίας ή αν στόχευε σε μια ελληνο-αλβανική ανεξαρτησία, ή ακόμα, εντελώς αντίθετα, στον σουλτανικό θρόνο, είναι ένα θέμα για το οποίο διαφωνούν οι ιστορικοί. Δεν πρέπει να παραλείψουμε όμως και κάτι ακόμα σημαντικό. Ο Αλή Πασάς, εκτός από πολιτικός ηγέτης, είχε γίνει και μεγαλοτσιφλικάς. Η οικονομική του δύναμη βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα που εισέπραττε από την καταπίεση των κολίγων στα τσιφλίκια του.

Οσμάν Πασβάνογλου, ο βεζύρης του Βιδινίου

Ο Οσμάν Πασβάνογλου γεννήθηκε στο Βιδίνιο, ένα λιμάνι του Δούναβη στη σημερινή βορειοδυτική Βουλγαρία. Ο πατέρας του ήταν γενίτσαρος: η σχέση του Οσμάν με τους γενίτσαρους της περιοχής θα αποδεικνυόταν καθοριστική για την πολιτική του πορεία. Συμμαχώντας μαζί τους ξεκίνησε εξέγερση εναντίον του Σουλτάνου Σελίμ Γ’, ο οποίος προωθούσε μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν τη δύναμή τους. Ταυτόχρονα, κέρδισε και συμπάθειες από τους ντόπιους χωρικούς, που δεν ήθελαν να πληρώσουν τους αυξημένους φόρους, οι οποίοι ήταν επίσης μέρος της νέας σουλτανικής πολιτικής. Ο Σουλτάνος τελικά αναγκάστηκε το 1798 να αναγνωρίσει τη δύναμη του Πασβάνογλου, ανακηρύσσοντας τον σε Βεζίρη του Βιδινίου.

Ο Οσμάν ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις στην Ευρώπη, και προσπάθησε να αναπτύξει απ’ ευθείας σχέσεις με δυνάμεις όπως η Γαλλία και η Ρωσία, παρακάμπτοντας την Υψηλή Πύλη. Η συμμαχία με τους γενίτσαρους πιθανόν να τον έκανε δημοφιλή ανάμεσα στους Μουσουλμάνους. Ταυτόχρονα όμως, ο Πασβάνογλου είχε μια ιδιαίτερη σχέση και με τους Χριστιανούς. Πολλοί απ’ αυτούς κατείχαν σημαντικό ρόλο στο διπλωματικό του σώμα, στον διοικητικό μηχανισμό και στον στρατό του. Εξάλλου, είναι γνωστός και για τη σχέση που είχε με το Ρήγα Βελεστινλή. Λέγεται ότι ο λόγος που ο τελευταίος εκτελέστηκε στο Βελιγράδι αντί να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, ήταν γιατί ο Σουλτάνος ήθελε να αποφύγει το ταξίδι μέσα από την επικράτεια του Πασβάνογλου, ο οποίος θα φρόντιζε για την απελευθέρωση του φίλου του. Ο Ρήγας του αφιέρωσε και τους ακόλουθους στίχους από το Θούριο:

Τι στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλεις να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, ο Πασβάνολγου φρόντισε για τη βελτίωση της ασφάλειας και των υποδομών. Ανέπτυξε το οδικό δίκτυο, έκτισε χάνια και διοικητικά κτίρια.  Οι φόροι σταθεροποιήθηκαν σε λογικά επίπεδα, ενώ υπήρχε αρκετή θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα μ’ αυτό όμως, το όνομα του συνδέθηκε και με την ανάπτυξη του συστήματος των τσιφλικιών, της οθωμανικής εκδοχής της φεουδαρχίας.

Το τζαμί Οσμάν Πασβάνογλου με την Βιβλιοθήκη στα αριστερά. http://www.panoramio.com/photo_explorer#view=photo&position=32062&with_photo_id=56543337&order=date_desc&user=6063809

Το τζαμί Οσμάν Πασβάνογλου με την ομώνυμη βιβλιοθήκη στα αριστερά, στο Βιδίνιο.
Πηγή εικόνας

Μεχμέτ Αλή Πασάς: από την Καβάλα στην Αίγυπτο

Στην νεοελληνική Ιστορία μας είναι γνωστά τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ και ο ρόλος που έπαιξαν στην καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης. Το ότι αυτά πέτυχαν εκεί που ο οθωμανικός στρατός είχε αποτύχει, έχει να κάνει και με το ότι ήταν πιο προσαρμοσμένα στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό πάλι, έχει σχέση με το αιγυπτιακό καθεστώς της εποχής.

Ο Ιμπραήμ ήταν ο γιος του Μεχμέτ Αλή, του τότε κυβερνήτη της Αιγύπτου. Ο Μεχμέτ Αλή (ή Μωχάμετ Αλή) γεννήθηκε στην Καβάλα το 1769, πιθανότατα σε αλβανική οικογένεια. Το πιο κρίσιμο γεγονός για την μετέπειτα πορεία του ήταν η εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798. Ο Μεχμέτ Αλή στάλθηκε εκεί ως αρχηγός μιας αλβανικής στρατιωτικής ομάδας, για να αντιμετωπίσει τα γαλλικά στρατεύματα, και μέσα από διάφορες συμμαχίες κατάφερε το 1805 να διοριστεί αντιβασιλέας της (ακόμα οθωμανικής) Αιγύπτου.

Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς. https://www.britannica.com/place/Egypt/Muhammad-Ali-and-his-successors-1805-82

Ο Μεχμέτ Αλή Πασάς.
Πηγή εικόνας

Έδειξε από νωρίς την πρόθεσή του να μετατρέψει την Αίγυπτο σε κράτος με ισχυρή κεντρική εξουσία – δηλαδή τη δική του. Το πρώτο βήμα ήταν η νικηφόρα σύγκρουση με την ντόπια αριστοκρατία (τους Μαμελούκους) και τον «κλήρο» (τους ουλεμάδες): ήταν η προϋπόθεση για να γίνει πραγματικός «μονάρχης» της Αιγύπτου. Αυτή η δύναμη έγινε όμως και η αδυναμία του, αφού οι προσπάθειες εκσυχρονισμού που έκανε ήταν στην ουσία προσωπικές, χωρίς να υπάρχει μια σημαντική στήριξη ούτε καν από τους ίδιους τους κρατικούς αξιωματούχους.

Ο Μεχμέτ Αλή προώθησε σημαντικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα σχολείων και εξειδικευμένων σχολών (π.χ. ιατρικής), στις οποίες δίδασκαν και Ευρωπαίοι. Επένδυσε στον εξαγωγικό τομέα της γεωργίας και ιδιαίτερα στην καλλιέργεια του βαμβακιού, που του έφερνε μεγάλα έσοδα – αφού είχε εξασφαλίσει το κρατικό μονοπώλιο στο εμπόριο τέτοιων προϊόντων. Έγιναν ακόμα και κάποιες προσπάθειες εκβιομηχάνισης, ίσως οι πρώτες σημαντικές στην περιοχή μας, κυρίως σε κλάδους όπως η υφαντουργία. Η βιομηχανία έφτασε στο σημείο να απασχολεί περίπου το 4% του πληθυσμού: για την εποχή, μάλλον καθόλου μικρό ποσοστό.

Η αυξανόμενη δύναμή του όμως τον έφερε και αυτόν σε σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη. Λίγα χρόνια μόνο αφού βοήθησε στην καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης, βρέθηκε ο ίδιος να στέλνει στρατό στη Συρία εναντίον του Σουλτάνου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κινδύνεψε ίσως όσο ποτέ άλλοτε από ένα τέτοιο εσωτερικό κίνημα: τα στρατεύματα του Μεχμέτ Αλή έφτασαν μέχρι το Ικόνιο, βαθιά μέσα στην Μικρά Ασία. Εξεγέρσεις όπως αυτές του Γκιαούρ Ιμάμη στην Κύπρο το 1833 μπορεί και να σχετίζονται ακριβώς με αυτήν την άνοδο του Μεχμέτ Αλή, και τις ελπίδες που άρχισαν να γεννιούνται για κάτι καλύτερο που μπορούσε να αντικαταστήσει την οθωμανική δυναστεία.

Στο τέλος, ήταν η παρέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας, που έσωσε τον Σουλτάνο. Ο Μεχμέτ Αλή αναγκάστηκε μετά το 1841 να περιοριστεί πάλι στην Αίγυπτο, όπου θα πέθαινε λίγα χρόνια μετά. Υποχρεώθηκε επίσης να καταργήσει τα γεωργικά μονοπώλια (στα έσοδα των οποίων στηριζόταν και η χρηματοδότηση των μεταρρυθμίσεων του), όπως και τα όποια προστατευτικά μέτρα ενάντια στα φτηνά δυτικά εισαγόμενα προϊόντα – με καταστροφικές συνέπειες για την ανάπτυξη της ντόπιας βιομηχανίας.

Για το πόσο πετυχημένη ήταν τελικά η διακυβέρνησή του όσον αφορά τον εκσυχρονισμό της Αιγύπτου, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Την εποχή του πάντως μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός ξεχωριστού αιγυπτιακού κράτους. Οι απόγονοι του θα κυβερνούσαν την Αίγυπτο μέχρι και την ανατροπή της μοναρχίας από τον Νάσερ, το 1952.


Όπως είδαμε, αυτοί οι τοπικοί Οθωμανοί κυβερνήτες στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, λειτουργούσαν περίπου σαν ηγέτες ανεξάρτητων κρατών, με τους δικούς τους στρατούς και τη δική τους εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Αν και τυπικά ήταν κάτω από τις εντολές του Σουλτάνου και δρούσαν στο όνομά του, δεν δίσταζαν να συγκρουστούν με την Υψηλή Πύλη, όταν το έκριναν αναγκαίο – ακόμα και με στρατιωτικά μέσα.

Στην περιοχή που έλεγχαν, την οποία προσπαθούσαν συνεχώς να επεκτείνουν, προσπάθησαν να στήσουν δομές που τουλάχιστον θυμίζουν κάπως λειτουργικό κράτος. Η επιτυχία τους ήταν περιορισμένη, ειδικά αυτή των ιδιαίτερα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων του Μεχμέτ Αλή – αλλά πάντως, ίσως μεγαλύτερη απ’ αυτήν των αντίστοιχων σουλτανικών πρωτοβουλιών την ίδια εποχή. Στο τοπικό επίπεδο, φαίνεται ότι οι δυνατότητες για σημαντικές αλλαγές ήταν μεγαλύτερες.

Το να τους δούμε ως πραγματικά εκσυγχρονιστές ηγέτες μπορεί να είναι υπερβολικό: και οι τρεις είχαν μάλλον περιορισμένη μόρφωση και είναι πολύ αμφίβολο αν αντιλαμβάνονταν την σημασία των κοινωνικών αλλαγών στην Δύση εκείνη την εποχή, ή απλά εντυπωσιάζονταν από τα τεχνολογικά της επιτεύγματα. Από μια άποψη, ήταν τυπικοί Οθωμανοί τοπικοί άρχοντες που κυβερνούσαν απολυταρχικά, ενδιαφερόμενοι κυρίως ν’ αυξήσουν την προσωπική τους δύναμη και να συλλέξουν πλούτο.

Αν και Μουσουλμάνοι ηγέτες πάντως, είναι ένα κοινό τους ότι επέτρεψαν σημαντική θρησκευτική ελευθερία και δεν δίστασαν να συνεργαστούν με Χριστιανούς. Στα «κράτη» του Αλή Πάσα ή του Πασβάνογλου οι ντόπιοι Χριστιανοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο σε πολλά επίπεδα, από το οικονομικό, το διοικητικό μέχρι και το στρατιωτικό. Ο Μεχμέτ Αλή δεν δίστασε, παρά τις αντιδράσεις, να δώσει σημαντικά πόστα σε πολλούς ειδικούς από την ανεπτυγμένη χριστιανική Δύση για να πραγματοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις του, ανταμείβοντάς τους πλουσιοπάροχα.

Κάτω από άλλες συνθήκες, θα ήταν ίσως δυνατό αυτές οι ημιαυτόνομες προσωποκεντρικές ηγεμονίες να εξελιχθούν σε πραγματικά κράτη, που θα αντικαθιστούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Θα ήταν αυτά πολυπολιτισμικά κράτη, διαφορετικά από τα έθνη-κράτη των Βαλκανίων όπως τα ξέρουμε σήμερα; Οι υποθέσεις στην Ιστορία είναι σίγουρα δύσκολο πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, ας έχουμε υπόψη ότι η τελική κατάληξη του «Ανατολικού Ζητήματος» δεν ήταν αυτονόητη, κι ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν εντελώς διαφορετικά.


Πηγές:

Κλεφτες, Χαιντουκοι και Ζειμπεκοι

Κλασσικό

Όλοι στο σχολείο έχουμε μάθει για τους κλέφτες και τους αρματωλούς, ως ήρωες της Επανάστασης. Από τότε μας έκανε εντύπωση η λέξη «κλέφτες» για να περιγράψει ήρωες, ενώ στη κανονική ζωή η λέξη αυτή περιγράφει κάτι αρνητικό. Υπάρχουν τελικά δύο είδη κλεφτών;

Οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊντούκοι στο βορειότερο βαλκανικό, οι χαΐνηδες στην Κρήτη, ή ακόμα ίσως και οι ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία, είναι διάφορες τοπικές εκφράσεις ενός παρόμοιου πράγματος. Ο λαός γοητευόταν και γοητεύεται από τους παράνομους, ακόμα κι αν κάποτε έπεφτε θύμα της δράσης τους. Και όσο περισσότερο η κρατική εξουσία μοιάζει ξένη και εχθρική, τόσο πιο εύκολα αυτοί που την αψηφούν γίνονται ήρωες στα μάτια του κόσμου.

Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

Η ληστεία ήταν κάτι διαδεδομένο στην οθωμανική επικράτεια. Λόγοι που ωθούσαν άντρες να βγαίνουν στην παρανομία υπήρχαν αρκετοί: αποφυγή της σκληρής φορολογίας, φυγοδικία, οικογενειακή/τοπική παράδοση ή βεντέτες. Και τα ψηλά βουνά με τις απότομες πλαγιές και χαράδρες και τα πυκνά δάση, κεντρικό στοιχείο της ελληνικής φυσικής γεωγραφίας, έμοιαζαν σαν να τους προσκαλούν.

Οι κλέφτες οργανώνονταν σε ομάδες, υπό την ηγεσία ενός καπετάνιου, και ζούσαν από τη ληστεία. Διοικώντας μια τέτοια αχανή επικράτεια, οι Οθωμανοί ήταν συχνά ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό προτιμούσαν να αναθέτουν αυτήν την αποστολή σε ντόπιες ένοπλες ομάδες, συχνά Χριστιανών, με τα έξοδα της συντήρησής τους να βαραίνουν τις τοπικές κοινότητες. Αυτοί ήταν οι αρματολοί, που έπαιζαν δηλαδή περίπου το ρόλο της αστυνομίας – αλλά με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ειδικά όσο η Αυτοκρατορία βυθιζόταν στην παρακμή. Μια τρίτη κατηγορία ενόπλων ήταν οι κάποι, που είχαν επίσης τοπικές αστυνομικές αρμοδιότητες αλλά και καθήκοντα σωματοφυλάκων π.χ. των προεστών. Κάπος ήταν για ένα διάστημα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (στην οικογένεια Δεληγιάννη).

Τα όρια ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες, κλέφτες, αρματολούς και κάπους, ήταν δυσδιάκριτα. Οι Οθωμανοί συχνά ανέθεταν τα αρματολίκια σε πρώην κλέφτες, που είχαν αποδείξει τις πολεμικές τους ικανότητες – εξουδετέρωναν έτσι και μια σημαντική απειλή, φέρνοντάς τους με το μέρος τους. Αν όμως οι αρματολοί δεν πετύχαιναν στη δουλειά τους, το αρματολίκι μπορούσε να τους αφαιρεθεί – πράγμα που συνήθως σήμαινε ότι έβγαιναν πάλι στην παρανομία και γίνονταν ξανά κλέφτες. Οι επιθέσεις των κλεφτών είχαν άρα εξελιχθεί και σε ένα μέσο πίεσης, το οποίο χρησιμοποιούσαν με τη φιλοδοξία να αναλάβουν αρματολίκια. Αυτό δείχνει και το γνωστό τετράστιχο:

Τούρκοι, για κάμετε καλά,

γιατί σας καίμε τα χωριά.

Γλίγωρα τ’ αρματωλίκι,

γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

Η σχέση των Χριστιανών χωρικών με τους κλέφτες είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Αν και κάποτε έπεφταν και αυτοί θύματα της δράσης τους, η εικόνα του κλέφτη ως αυτού που αψηφούσε την εξουσία της καταπιεστικής οθωμανικής (και όχι μόνο) άρχουσας τάξης, δεν έπαυε να ασκεί γοητεία. Αυτό εξηγεί και την ηρωοποίησή τους στα μάτια πολλών χωρικών, που συχνά οδηγούσε και στην έμπρακτη υποστήριξή τους. Αντίθετα, μέλη των ανώτερων χριστιανικών τάξεων (προεστοί, πλούσιοι γαιοκτήμονες) συχνά αναφέρονταν με σκληρές κατηγορίες ενάντια στους κλέφτες.

Το να φανταζόμαστε τους κλέφτες εξ’ ορισμού ως ήρωες εμπνευσμένους από ένα εθνικό όραμα είναι άρα μάλλον υπερβολικό. Παρ’ όλα αυτά, μιλάμε για μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από το διαχωρισμό σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με το διαχωρισμό αυτό να έχει και ταξικά χαρακτηριστικά: οι Μουσουλμάνοι στη Νότια Ελλάδα ήταν συχνά εύποροι κάτοικοι των πόλεων, ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί ήταν φτωχοί αγρότες. Φυσιολογικά αυτές οι διαφορές έπαιζαν το ρόλο τους και στη σχέση με τους κλέφτες.

Ως το μέρος του χριστιανικού πληθυσμού που είχε όπλα, πολεμική πείρα και γενικά μια επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία, ήταν επόμενο ότι οι κλεφταρματολοί θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο σε μια αντι-οθωμανική εξέγερση. Εξάλλου εκείνη την εποχή, τα αρματολίκια είχαν αρχίσει να αφαιρούνται από Χριστιανούς και να παραδίδονται σε Μουσουλμάνους (κυρίως «Τουρκαλβανούς»). Ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους (για τα οποία μάλλον δύσκολα μπορούμε να κάνουμε γενικεύσεις), πάρα πολλοί ήρωες της Επανάστασης προέρχονται από τις τάξεις των κλεφταρματολών-κάπων και είναι αμφίβολο αν αυτή θα μπορούσε να πετύχει χωρίς αυτούς: δικαίως άρα έγιναν και εθνικό σύμβολο.

Στις επόμενες δεκαετίες πάντως, όσοι από τους κλέφτες δεν εντάχθηκαν στους μηχανισμούς του νεοελληνικού κράτους, ξαναβγήκαν στα βουνά και γύρισαν στην παλιά τους τέχνη – έστω και με νέους εχθρούς, αφού οι Οθωμανοί δεν υπήρχαν πλέον. Ο Νταβέλης, ο Γιαγκούλας, ο Γκαντάρας είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που έγιναν (πάλι) λαϊκός θρύλος. Φαίνεται ότι και αυτοί είχαν σημαντική στήριξη και συμπάθειες στον αγροτικό πληθυσμό: σε κάποιες περιπτώσεις στη δεκαετία του ’20 ολόκληρα χωριά εξορίστηκαν, λόγω υποστήριξης προς τους ληστές. Αν και αυτές οι ομάδες είχαν ουσιαστικά εξοντωθεί μέχρι τη δεκαετία του 1930, με τη γερμανο-ιταλική κατοχή επανεμφανίστηκαν στα ελληνικά βουνά: πολλές απ’ αυτές εντάχθηκαν αργότερα στον ΕΛΑΣ και έγιναν πλέον κανονικοί αντάρτες.

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας (δεύτερος από δεξιά) με μέλη της συμμορίας του. http://policenet.gr:8081/article/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BB%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

Ο Θωμάς Γκαντάρας (δεύτερος από δεξιά) ήταν, μαζί με το Φώτη Γιαγκούλα (τον αυτοαποκαλούμενο και «βασιλιά των ορέων), ένας από τους τελευταίους μεγάλους λήσταρχους. Σκοτώθηκε το 1923 και το κεφάλι του κόπηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα (μια πρακτική που όπως ξέρουμε συνέχιζε να εφαρμόζεται για εχθρούς του κράτους μέχρι και δύο δεκαετίες αργότερα).
Πηγή εικόνας

Χαϊντούκοι

Ό,τι στην Ελλάδα ήταν οι κλεφταρματολοί, στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές ήταν οι χαϊντούκοι. Αν και η λέξη έχει μάλλον τουρκική ή ουγγρική ρίζα, επικράτησε κυρίως στις σλαβόφωνες περιοχές, ιδιαίτερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία – όπου οι χαϊντούκοι έχουν και τον ανάλογο ρόλο στην εθνική μυθολογία. Ο επικεφαλής μιας ομάδας χαϊντούκων (αποτελούμενης συνήθως από 10-15 άντρες) λεγόταν χαράμπασας. Οι παντούροι, που είχαν καθήκοντα τοπικής αστυνομίας, ήταν συχνά μετανοημένοι πρώην χαϊντούκοι – μια ένδειξη ίσως ότι κι εδώ τα όρια ήταν δυσδιάκριτα.

Οι λόγοι που ωθούσαν κάποιον να βγει στα βουνά και να γίνει χαϊντούκος ήταν παρόμοιοι με των κλεφτών: φυγοδικία, εκδίκηση (π.χ. εναντίον ενός συγκεκριμένου Μουσουλμάνου), αλλά και η αναζήτηση της ελευθερίας και της περιπέτειας. Σε όλα αυτά έπαιζε φυσικά ρόλο και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς ένα κράτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους μη Μουσουλμάνους ως υποδεέστερους.

Οι χαϊντούκοι στόχευαν φυσιολογικά κυρίως έμπορους και μεγαλογαιοκτήμονες. Βλέπουμε άρα όπως και στους κλέφτες ένα ταξικό χαρακτηριστικό, που συνέβαλε στην ηρωοποίησή τους από τον απλό λαό. Εξάλλου, από τη στιγμή που (επίσης όπως και οι κλέφτες) τον χειμώνα έβγαιναν εκτός δράσης και τον περνούσαν σε χωριά, έπρεπε να διατηρούν κάποιες καλές σχέσεις με τους χωρικούς. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι δεν υπέφεραν κατά καιρούς και απλοί χωρικοί από τη δράση των χαϊντούκων – συχνά όμως τους έβλεπαν σαν το μικρότερο κακό σε σχέση με τους Οθωμανούς, ή ως αυτούς που κάπως αποκαθιστούσαν την τιμή τους.

Θεωρούσαν επίσης τους εαυτούς τους καλούς Χριστιανούς και τηρούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις – δεν θεωρούσαν τη ληστρική τους δραστηριότητα ως κάτι αντιφατικό μ’ αυτό. Αν και υπήρχαν και ομάδες Μουσουλμάνων ληστών (οι λεγόμενοι κρντζάλιε), ο όρος «χαϊντούκοι» ήταν συνδεδεμένος με τους Χριστιανούς – εξάλλου συνήθως και οι σημαίες τους είχαν πάνω το σταυρό.

Μια ιδιαιτερότητα στη Σερβία ήταν η θέση της στα όρια με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (την μετέπειτα Αυστροουγγαρία). Χαϊντούκοι χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις περιστάσεις κι από τις δύο γειτονικές αυτοκρατορίες, κάτι που τους έδωσε την ευκαιρία να εκπαιδευτούν με βάση τα πρότυπα ενός τακτικού στρατού. Απέκτησαν έτσι γνώσεις και εμπειρίες που πήγαιναν πέρα από τον κλεφτοπόλεμο. Σ’ αυτούς ανήκε και ο μετέπειτα μεγάλος εθνικός ήρωας των Σέρβων, ο Καρατζόρτζε Πέτροβιτς.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου. Αρχικά ήταν χαϊντούκος, εντάχθηκε έπειτα στην υπηρεσία των Αψβούργων εναντίον των Οθωμανών και στη συνέχεια ηγήθηκε της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης.

Ήταν αυτοί οι χαϊντούκοι που θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στο ξέσπασμα της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης (1804-1813), το πρώτο σε μια σειρά από βήματα που θα έφερναν αρχικά την αυτονομία και μετά την ανεξαρτησία της Σερβίας. Όσοι όμως απ’ αυτούς δεν εντάχθηκαν στις δομές του νεοσύστατου κράτους και συνέχισαν τη ληστρική τους δραστηριότητα, γρήγορα έγιναν από εθνικοί ήρωες ο νούμερο ένα εχθρός.

Ιδιαίτερα στη νοτιοδυτική Σερβία, σε ορεινές περιοχές με πυκνά δάση, χαϊντούκοι συνέχισαν να είναι δραστήριοι σε όλο τον 19ο αιώνα. Οι λόγοι που τους ωθούσαν να βγαίνουν στην παρανομία δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από πριν: φυγοδικία, βεντέτες, αντίδραση στην κρατική καταπίεση. Το σέρβικο κράτος, που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε χαϊντούκους, θα τους πολεμούσε τώρα με σκληρότητα που δεν είχε να ζηλέψει πολλά απ’ αυτήν των Οθωμανών. Για να καταφέρει να τους εξαφανίσει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τον επόμενο αιώνα.

Ζεϊμπέκοι και εφέδες

Βλέποντας το οθωμανικό παρελθόν από μια «εθνική» σκοπιά, περιμένουμε ίσως τέτοιες ομάδες όπως οι κλέφτες και οι χαϊντούκοι να είναι χριστιανικής καταγωγής. Η αλήθεια είναι μάλλον πως, αν και δεν έλειπαν και οι Μουσουλμάνοι ληστές ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Σερβία, το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται κυρίως με Χριστιανούς. Ήταν αναμενόμενο, αφού αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονταν από έναν διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα αστικό μουσουλμανικό πληθυσμό και έναν κυρίως αγροτικό χριστιανικό πληθυσμό – ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου ήταν ορεινός, και είχε μια σχεδόν φυσική ροπή προς την αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας.

Τι γινόταν όμως σε περιοχές που η πλειοψηφία του ορεινού αγροτικού πληθυσμού ήταν μουσουλμανική; Ένα παράδειγμα ήταν οι (επίσης θρυλικοί) ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία – που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό. Ήταν ένοπλες ομάδες ατάκτων, κυρίως τουρκόφωνων Μουσουλμάνων, η κάθε μια υπό την ηγεσία ενός εφέ.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για μια υποτιθέμενη φυλετική προέλευση των ζεϊμπέκων. Φαίνεται πάντως πως στους τελευταίους οθωμανικούς αιώνες ο όρος «ζεϊμπέκ» ήταν συνδεδεμένος μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που βασιζόταν στη ληστεία των πλουσίων και την απόρριψη της οθωμανικής εξουσίας. Φορούσαν ειδικά ρούχα, για να ξεχωρίζουν. Συχνά μας μεταφέρεται σήμερα η εικόνα «Ρομπέν των δασών», με τους ζεϊμπέκους να βοηθούν τους απλούς χωρικούς και να τους προστατεύουν από την κρατική αυθαιρεσία. Πρέπει φυσικά να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες αναφορές, αφού (όπως είδαμε και στις προηγούμενες περιπτώσεις) ο λαός έχει έτσι κι αλλιώς μια τάση να εξιδανικεύει αυτούς που αντιστέκονται σε μια άδικη κρατική εξουσία.

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στα βουνά και στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από έναν Οθωμανό αξιωματικό. Είχε τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. Σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με οθωμανικές δυνάμεις ασφαλείας, για να γίνει θρύλος τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτόν έχουν γραφτεί τραγούδια, βιβλία και γυριστεί ταινίες. http://insan-insanca.blogspot.gr/2016/01/cakrcal-mehmet-efe-efsanesi.html

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από Οθωμανό αξιωματικό, κατά μια εκδοχή, ή κυνηγημένος για λαθρεμπόριο καπνού κατά μια άλλη. Έγινε θρύλος για τη δράση του (με τραγούδια, βιβλία και ταινίες γι’ αυτόν), τόσο στους Τούρκους όσο και στους Έλληνες, έχοντας τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. 
Πηγή εικόνας

Ενδιαφέρον είναι ότι τα υπολείμματά τους έπαιξαν ρόλο και στον «Πολέμο της Ανεξαρτησίας», συντασσόμενοι με τον κεμαλικό κίνημα και πολεμώντας τα ελληνικά στρατεύματα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεισφορά τους στην περιοχή του Αϊδινίου, όπου φαίνεται ότι ανέλαβαν το κύριο βάρος του πολέμου, με ηγέτη τον μετέπειτα εθνικό ήρωα Γιορούκ Αλί Εφέ.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών, τους ζεϊμπέκηδες (που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα, και με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στο προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ήταν συχνά ζεϊμπέκοι, που δρούσαν στην περιοχή  ήδη από τον 17ο αιώνα.

Στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, και αφού τέτοιες ομάδες είχαν πλέον εξαλειφθεί ή ενταχθεί στον κανονικό στρατό, η ζεϊμπέκικη κουλτούρα έγινε μάλλον ένα φολκλορικό στοιχείο. Πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (χωρίς να μπορώ να κρίνω αν έχει πραγματική βάση) είναι μια αναφορά, που βρήκα σ’ ένα κείμενο για τη σημερινή στάση του τουρκικού πληθυσμού απέναντι στο στρατό: ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτή είναι πιο αρνητική  στην περιοχή του Αιγαίου (σε σύγκριση π.χ. με τη Θράκη, την Προποντίδα, την Κεντρική Ανατολία) – ακριβώς λόγω της ζεϊμπέκικης παράδοσης δυσπιστίας απέναντι στην κρατική εξουσία.

Γενικές σκέψεις

Οι ομοιότητες αυτών των ομάδων στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία είναι φανερές. Δείχνουν ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με όρους εθνικής/θρησκευτικής αντιπαράθεσης (αν και αυτή έπαιξε το ρόλο της τοπικά ή χρονικά).

Είναι ένας τρόπος ζωής που συνδέεται άμεσα και με τη φυσική γεωγραφία της περιοχής μας, με τα ψηλά δύσβατα βουνά, που ευνοούν όποιον θέλει να ζήσει ελεύθερα χωρίς τους περιορισμούς μιας καταπιεστικής κρατικής εξουσίας. Δεν είναι απλά παρανομία, έχει και μια κάποιου είδους επαναστατική πολιτική διάσταση. Αυτή η διάσταση εξηγεί και τη συμπάθεια πολλών απλών ανθρώπων για τους ληστές, όποιο όνομα και να είχαν, και όποια να ήταν και η εκάστοτε εξουσία.

Όπως είδαμε, πολλά από τα σύγχρονα κράτη της περιοχής βασίστηκαν στις πολεμικές ικανότητες αυτών των ανθρώπων για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, και τους αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα ως εθνικούς ήρωες. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι αυτά ακριβώς τα κράτη τελικά κατάφεραν να εξοντώσουν αυτόν τον τρόπο ζωής – σ’ αυτόν τον τομέα ήταν πιο αποφασισμένα και αποτελεσματικά από τους Οθωμανούς. Οι κλεφταρματολοί, οι χαϊντούκοι και οι ζεϊμπέκοι, βοηθώντας τα να δημιουργηθούν, συντέλεσαν οι ίδιοι στην εξαφάνισή τους ως κοινωνική ομάδα.


Πηγές

Η Ελληνικη Επανασταση με τα ματια των Οθωμανων

Κλασσικό

Η Ελληνική Επανάσταση είναι ένα ιστορικό γεγονός που έχουμε (φυσιολογικά) συνηθίσει να το βλέπουμε από μια ελληνική εθνική σκοπιά: εθνική απελευθέρωση, ίδρυση του νεοελληνικού κράτους κ.λπ. Ήταν όμως και από τα πρώτα γεγονότα, που φάνηκαν να κλονίζουν τόσο δυνατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με ποιόν τρόπο την είδαν οι ίδιοι οι Οθωμανοί;

Η γενική στάση των οθωμανικών ελίτ, ήταν ότι η εξέγερση των Ρωμιών ήταν άτιμη «προδοσία», ένδειξη αχαριστίας για την καλή μεταχείριση και τα προνόμια που τους είχε χαρίσει η οθωμανική διοίκηση. Αυτή η αντίληψη μπορεί να φαίνεται σήμερα περίεργη. Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε, ότι ο Σουλτάνος περνούσε σχεδόν όλη του τη ζωή κλεισμένος μέσα σε πολυτελή ανάκτορα, και είναι αμφίβολο κατά πόσον οι σύμβουλοι και αξιωματούχοι του είχαν αρκετή γνώση ή και ενδιαφέρον για τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των Ρωμιών χωρικών στις απομακρυσμένες και υπανάπτυκτες επαρχίες – και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε μάλλον και η νότια Ελλάδα.

Η επανάσταση δεν θεωρήθηκε απλά τοπική εξέγερση της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Αυτό φάνηκε και με το ότι οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης ήταν οι πρώτοι που έγιναν στόχοι για τα αντίποινα. Για τους Οθωμανούς, ήταν μια σύγκρουση μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών – εξάλλου ο Σουλτάνος κήρυξε και τζιχάντ, ιερό πόλεμο εναντίον των επαναστατών. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν και η εκτέλεση του Πατριάρχη, παρ’ όλο που αυτός καταδίκαζε ξεκάθαρα την Επανάσταση.

Παράλληλα όμως, οι Οθωμανοί είδαν την Επανάσταση και ως θεϊκή τιμωρία για τη δική τους στρατιωτική, θρησκευτική και ηθική παρακμή. Το ότι τόλμησαν να ξεσηκωθούν ακόμα και οι Ρωμιοί, παρά τη σημαντική συμμετοχή τους στην οθωμανική διοίκηση, και παρά το ότι η ηγεσία τους βρισκόταν δίπλα στο Σουλτάνο (ουσιαστικά στο έλεός του), θεωρήθηκε ένδειξη για το πόσο χαμηλά είχε πέσει το κράτος. Σ’ αυτά τα εσωτερικά αίτια δόθηκε μεγάλη σημασία και με αφορμή την Επανάσταση, ο Σουλτάνος έκανε μια απόπειρα ριζικής αναμόρφωσης ολόκληρης του μουσουλμανικής κοινότητας (χωρίς πολλή επιτυχία, όπως θα παραδεχόταν ο ίδιος αργότερα).

Για να κατανοήσουμε αυτή την αντίδραση, πρέπει να έχουμε υπόψη τη μεγάλη επιρροή που ασκούσαν στους Οθωμανούς της εποχής (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό H. Şükrü Ilıcak, στην ανάλυση του οποίου κυρίως βασίζεται αυτό το άρθρο) τα έργα ενός Άραβα διανοητή του 14ου αιώνα: του Ιμπν Χαλντούν.

Ο Ιμπν Χαλντούν και η οθωμανική διανόηση

Άγαλμα του Ιμπν Χαλντούν στην Τύνιδα. http://www.britannica.com/biography/Ibn-Khaldun

Άγαλμα του Ιμπν Χαλντούν στην Τύνιδα.
Πηγή εικόνας

Ο Ιμπν Χαλντούν γεννήθηκε το 1332 στην Τυνησία και πέθανε το 1406 στο Κάιρο. Θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας πολύ σημαντικός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας, ο σημαντικότερος ίσως που γέννησε ο αραβικός-ισλαμικός πολιτισμός. Αφού υπηρέτησε διάφορους Μουσουλμάνους ηγέτες στη Δυτική Μεσόγειο, αποσύρθηκε για τέσσερα χρόνια σ’ ένα κάστρο στην Αλγερία, όπου έγραψε το γνωστότερο έργο του: τα Προλεγόμενα (Muqaddimah). Ο αρχικός σκοπός ήταν να αποτελέσει μια γενική Ιστορία των Αράβων και των Βερβέρων. Ανέπτυξε όμως τις σκέψεις του σε τέτοιο βαθμό, που σήμερα θεωρείται ως το πιο σημαντικό έργο Φιλοσοφίας της Ιστορίας που είχε γραφτεί μέχρι τότε, με κοινωνιολογικές, πολιτικές και οικονομολογικές προεκτάσεις.

Κεντρικό στοιχείο στο έργο του είναι ο όρος ασαμπίγια (σημαίνει περίπου κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη, αίσθηση ομαδικότητας). Η ασαμπίγια (ή ασαμπίγιετ) είναι κάτι που συναντάται κυρίως σε ομάδες ανθρώπων που ζουν ακόμα στο φυλετικό-νομαδικό στάδιο, που είναι συνηθισμένοι στη δύσκολη ζωή και ξέρουν να πολεμούν. Ιδιαίτερα αν αυτά συνδυαστούν με μια θρησκευτική ιδεολογία, μπορούν να φέρουν μια τέτοια ομάδα στην εξουσία, ξεκινώντας έτσι μια δυναστεία σ’ ένα κράτος.

Ο Ιμπν Χαλντούν περιγράφει έναν δυναστικό κύκλο: από τη δημιουργία της δυναστείας μέχρι την αναπόφευκτη παρακμή της, όταν αποδυναμωθεί αυτή η ασαμπίγια μέσω της μετάβασης από τη νομαδική-αγροτική κοινωνία (badawaμπεντεβίγιετ) στην αστική (hadara – χαζαρίγιετ). Η αστική ζωή χαρακτηρίζεται από αυξημένη ασφάλεια, πολυτέλεια και άρα από μειωμένη μαχητικότητα – η δυναστεία μπορεί να βρεθεί στην ανάγκη να αναθέσει σε μισθοφόρους από άλλη φυλή την υπεράσπισή της, αφού τα μέλη της ίδιας είναι πλέον ανίκανα γι’ αυτό. Στο τελευταίο στάδιο κυριαρχούν η σπατάλη, η τεμπελιά, η ανηθικότητα, η ιδιοτέλεια: η κοινωνική αλληλεγγύη (ασαμπίγια) είναι εντελώς αδύναμη. Η παρηκμασμένη δυναστεία τότε αντικαθίσταται με μια νέα από κάποιο γειτονικό έθνος, που έχει ισχυρή ασαμπίγια, και ο κύκλος κλείνει.

Το έργο του Ιμπν Χαλντούν ήταν από τις πιο σημαντικές επιρροές για τους διανοούμενους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι και το 19ο αιώνα. Είναι προφανές πως η περιγραφή του δυναστικού κύκλου είχε λόγους να ενδιαφέρει ιδιαίτερα την οθωμανική άρχουσα τάξη, σε μια εποχή που η Αυτοκρατορία φαινόταν να είναι σε βαθιά κρίση. Κατά τον H. Şükrü Ilıcak, ο ιμπν-χαλντουνισμός έγινε με το ξέσπασμα της επανάστασης η κύρια ιδεολογία που καθόρισε τη στάση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ και των ψηλών αξιωματούχων, όπως αυτή αποτυπώνεται στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. (Πάντως αποφεύγεται κάθε καθαρή αναφορά στο όνομα του Ιμπν Χαλντούν και στον όρο ασαμπίγια: ο λόγος είναι μάλλον οι αμφιβολίες για τη συμβατότητα με την ισλαμική ορθοδοξία. Ο Σουλτάνος σίγουρα δεν ενδιαφερόταν να έρθει σε αντιπαράθεση με τη θρησκευτική ηγεσία, σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή).

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' (βασιλεία: 1808-1839). http://turkish-ichistory.com/2015/03/the-ottoman-tanzimat-through-the-eyes-of-robert-walsh-part-2/

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ (βασιλεία: 1808-1839).
Πηγή εικόνας

Με βάση αυτή την ιμπν-χαλντουνική ανάλυση, η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή επειδή είχε μειωθεί πολύ η οθωμανική ασαμπίγια. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι ζούσαν στα παλάτια τους με χλιδή, χωρίς να προσέχουν τους ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες, ενώ και ο μουσουλμανικός πληθυσμός γενικά απολάμβανε την άνετη ζωή της πόλης. Η αίσθηση αλληλεγγύης και η μαχητικότητά τους ήταν πολύ χαμηλή – όπως αποδεικνυόταν κατά το Σουλτάνο και από την έλλειψη αντίδρασης στις τεράστιες σφαγές Μουσουλμάνων από τους επαναστατημένους Έλληνες. Ως παράδειγμα αναφέρεται όχι μόνο η παθητικότητα των (άμεσα επηρεασμένων) Μουσουλμάνων του Μοριά, αλλά και αυτών της Λάρισας, που παρά τη μικρή απόσταση δεν κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τα αδέλφια τους.

Αντίθετα, εντύπωση προξενεί στο Σουλτάνο η αφοσίωση των Ελλήνων στον αγώνα τους. Εκπλήσσεται όταν οι επαναστάτες δεν ζητούν χάρη, παρά τη βίαιη καταστολή, και επιμένουν στο σκοπό τους. Αυτή η διάθεση αυτοθυσίας αναγνωρίζεται ως ισχυρότερη ασαμπίγια: κάτι που με βάση τις θεωρίες του Ιμπν Χαλντούν τους έκανε πιθανούς αντικαταστάτες στην κορυφή της εξουσίας. Ο Σουλτάνος και οι ψηλοί αξιωματούχοι φοβόντουσαν ότι μπορεί η Αυτοκρατορία να βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του ιμπν-χαλντουνικού δυναστικού κύκλου, ότι μπορεί να πλησιάζει το τέλος της – και προσπάθησαν ν’ ανατρέψουν αυτήν την πορεία.

Ο ιμπν-χαλντουνισμός εφαρμόζεται στην πράξη

Έχοντας όλα αυτά υπόψη, εξηγείται και γιατί ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Σουλτάνος ήταν η διαταγή να κυκλοφορούν όλοι οι Μουσουλμάνοι οπλισμένοι. Επίσης, στόχος ήταν η εγκατάλειψη του πολυτελούς τρόπου ζωής και η προσήλωση στο θρησκευτικό νόμο, τη Σαρία. Τα σχέδια αυτά αφορούσαν όλους τους Μουσουλμάνους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και τάξης – έγινε ακόμα και μια προσπάθεια να επιβληθεί ενιαία ενδυμασία για όλους. Οι Μουσουλμάνοι έπρεπε να ενωθούν σε μια «συμμαχία καρδιών» και να βλέπουν ο ένας τον άλλο σαν αδέλφια. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτυγχανόταν η επιστροφή στο μπεντεβίγιετ (το νομαδικό τρόπο ζωής, στον οποίο ανήκε φυσικά και ο πόλεμος) – προϋπόθεση για τη νίκη επί των επαναστατών, αλλά και γενικά για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας.

Ο εξοπλισμός όλων των Μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη, η ρητορική περί πολεμικού ήθους και της ανάγκης συλλογικής βίαιης αντίδρασης στην «προδοσία» των Ρωμιών, έπαιξαν το ρόλο τους στα γεγονότα που ακολούθησαν. Από τον Απρίλιο μέχρι το Δεκέμβριο του 1821 (σε τέσσερις διαφορετικές φάσεις) ο μουσουλμανικός όχλος, με την ανοχή ή ακόμα και με τη συμμετοχή γενίτσαρων και άλλων αξιωματούχων, επιτέθηκε άγρια στους Ρωμιούς στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς καθώς και λεηλατημένες ή κατεστραμμένες εκκλησίες – ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε πογκρόμ.

Οι Οθωμανοί χρονικογράφοι προσπάθησαν στη συνέχεια να απαλλάξουν το Σουλτάνο από ευθύνες για αυτήν τη σφαγή αθώων. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι αυτά τα γεγονότα δεν βοήθησαν ιδιαίτερα την προσπάθεια κατάπνιξης της επανάστασης ή την επανόρθωση της ασαμπίγια. Αντίθετα, δημιούργησαν μια χαώδη κατάσταση, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός παρέμεινε στο μεγαλύτερο μέρος του σχετικά αδιάφορος για την εξέγερση στην Ελλάδα.

Γενικές σκέψεις

Ίσως η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργείται όταν διαβάζουμε για όλα αυτά (τουλάχιστον έτσι έγινε με μένα), είναι το πόσο συντηρητική ήταν ακόμα η πολιτική σκέψη των Οθωμανών. Μοιάζουν ανίκανοι να συλλάβουν τη σημασία των ιδεολογικών αλλαγών στην Ευρώπη. Αντίθετα, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στη βάση μιας κυκλικής θεωρίας για την Ιστορία, βάζοντας σαν στόχο μια μη ρεαλιστική οπισθοδρόμηση σ’ έναν προηγούμενο τρόπο ζωής.

Με μια δεύτερη ανάγνωση όμως, ίσως μπορούμε να δούμε και την εφαρμογή του ιμπν-χαλντουνισμού σαν μια έκφραση μουσουλμανικού πρωτο-εθνικισμού. Η αναζήτηση μιας δυνατής αλληλεγγύης ανάμεσα σε όλους τους Μουσουλμάνους ως φορείς του κράτους, ανεξαρτήτως ταξικών διαφορών, ή η εξύψωση του πολεμικού ήθους, δεν απέχουν και πολύ από το σύγχρονο εθνικισμό. Ο Ιμπν Χαλντούν θεωρεί πως οι νομαδικοί λαοί έχουν δυνατή ασαμπίγια, λόγω και του ότι γνωρίζουν καλά το γενεαολογικό τους δέντρο και διατηρούν τους φυλετικούς δεσμούς αίματος – σε αντίθεση με τους αστικούς πληθυσμούς που ορίζουν την ταυτότητά τους κυρίως με βάση την πόλη στην οποία κατοικούν. Η οθωμανική προσπάθεια ανασύστασης της ασαμπίγια μέσω της ένταξης σε μια, ανάλογη των παλιών φυλών, φαντασιακή κοινότητα (Μουσουλμάνοι), δεν μοιάζει με τον τρόπο που συστάθηκαν τα σύγχρονα έθνη;

Μπορούμε ίσως να δούμε στη συγκεκριμένη ερμηνεία του ιμπν-χαλντουνισμού το πρώτο βήμα σε μια μακριά πορεία γέννησης της σύγχρονης τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, που έμελλε ακόμα να περάσει τα στάδια του νεο-οθωμανισμού, του πανισλαμισμού και του νεοτουρκισμού; Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Οθωμανοί φαίνονται να θαυμάζουν την ασαμπίγια των Ελλήνων, που τότε είχαν μόλις αρχίσει την πορεία μετατροπής τους από μιλέτι των Ορθόδοξων Χριστιανών σε σύγχρονο ελληνικό έθνος. Πάνω στην αίσθηση της μουσουλμανικής κοινότητας θα βασιζόταν εξάλλου και έναν αιώνα μετά ακόμα και ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, για να κτίσει τη δική του εκδοχή κοσμικού τουρκικού εθνικισμού.


Πηγές:

  • Πασχάλης Κιτρομηλίδης, H. Şükrü Ilıcak (2010): Ιδεολογικά ρεύματα: Έλληνες – Οθωμανοί (1821 – Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Ε’ τόμος).
  • N. Theotokas, N. Kotaridis: Ottoman perceptions of the Greek Revolution (draft).
  • Marinos Sariyannis (2015): Ottoman Political Thought up to the Tanzimat – A Concise History.
  • Abd Ar Rahman bin Muhammed ibn Khaldun: The Muqaddimah (translated by Franz Rosenthal).
  • http://abadeel.com/the-political-thoery-of-ibn-khaldun/

Ευρώπη, Μεσόγειος, Βαλκάνια και Αριστερά

Κλασσικό

Θέμα ενός παλιότερου άρθρου ήταν οι αυταπάτες στις οποίες βασίζεται (σε κάποιο βαθμό) ο μύθος της «ευρωπαϊκής ιδέας». Με τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στην Ελλάδα αυτό το θέμα είναι πιστεύω επίκαιρο όσο ποτέ. Λόγω των περιστάσεων, είναι σημαντικό να τη δούμε από την άποψη της Αριστεράς («επίσημης» ή κοινωνικής).

Θεωρώ ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των τελευταίων εξελίξεων ήταν το «φιλοευρωπαϊκό» μέτωπο, αυτό που εκφράστηκε με τις συγκεντρώσεις «Μένουμε Ευρώπη» και την υποστήριξη του «Ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Αυτό που το κάνει ενδιαφέρον είναι ότι πρώτη φορά εμφανίστηκε κάτι τέτοιο ως συγκροτημένο και ενιαίο κίνημα, διαδηλώνοντας μάλιστα και δημόσια. Και έτσι μπορέσαμε να δούμε καθαρά και τον πραγματικό χαρακτήρα του φαινομένου του ελληνικού ευρωπαϊσμού, από ταξική και πολιτική άποψη. Η σύνδεση με ανώτερα κοινωνικά στρώματα και με συντηρητικές πολιτικές θέσεις ήταν ολοφάνερη, και έγινε ακόμα πιο καθαρή με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Το ότι οι ελληνικές ελίτ είναι τόσο βαθιά ευρωπαϊστικές, που η «ευρωπαϊκή ιδέα» έχει ένα σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα γι’ αυτές (όπως πιστεύω ότι φάνηκε καθαρά τις τελευταίες εβδομάδες), μάλλον δεν είναι καμία έκπληξη. Εξάλλου η ελληνική αστική τάξη πάντα συνδεόταν με κάποιες δυτικές δυνάμεις, από καταβολής νεοελληνικού κράτους.

Τί υπάρχει όμως από την άλλη πλευρά, αυτό που η Αριστερά λογικά θα ήθελε να εκφράσει, ως η ριζοσπαστική προοδευτική δύναμη που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων. Εκεί τα πράγματα είναι λιγότερο καθαρά: το μέτωπο του «Όχι» στο δημοψήφισμα δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως αντιευρωπαϊκό ή ευρωσκεπτιστικό, ούτε καν η αντίθεση στην Ε.Ε. δεν ήταν καθαρή. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, που οι περιστάσεις την έφεραν και στην ηγεσία αυτού του ετερόκλητου κινήματος, προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό της σαν τον εκφραστή του «αληθινού» ευρωπαϊσμού, σαν μια δύναμη που δρα στο όνομα των γνήσιων «ευρωπαϊκών αξιών» του Διαφωτισμού κλπ (υπάρχει ίσως εδώ μια επιρροή από τον Ζίζεκ;). Η σύγκρουση άρα δεν ήταν απλά ανάμεσα στον ευρωπαϊσμό και τον αντιευρωπαϊσμό, αλλά ανάμεσα στον παραδοσιακό ελιτίστικο ευρωπαϊσμό και σε κάτι άλλο ασαφές, που μπορεί να είναι και φιλοευρωπαϊκό, μπορεί και αντιευρωπαϊκό.

Τί σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι στην ουσία η Αριστερά δεν έχει να προσφέρει εναλλακτικό γεωπολιτικό όραμα. Ένα τμήμα της αποδέχεται το ευρωπαϊκό, προσπαθώντας να το ερμηνεύσει με ένα λιγότερο ελιτίστικο τρόπο. Άλλοι μιλούν για συμμαχίες π.χ. με τη Ρωσία, τη Κίνα ή τη Βενεζουέλα: όλες αυτές μπορεί να είναι προσωρινά χρήσιμες, αλλά για απλούς γεωγραφικούς λόγους (απόστασης) δεν προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη γεωπολιτική εναλλακτική. Ούτε η επιμονή σ’ ένα γενικό διεθνιστικό όραμα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη: με το να μένει τόσο γενικό δεν μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή – και μάλλον χάνει και τον αντι-ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα.

Αν δεχτούμε ότι η απλή περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να αποτελεί αριστερή λύση (και με τις σημερινές συνθήκες είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί γενικά να είναι ρεαλιστική πρόταση), γίνεται καθαρό ότι χρειάζονται κι άλλες σκέψεις. Το να κάνουμε εναλλακτικά γεωπολιτικά σχέδια φυσικά δεν είναι απλό πράγμα και δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αυτό όμως που μπορούμε ήδη να κάνουμε σήμερα είναι να αναρωτηθούμε: γιατί να επιμένουμε να βλέπουμε τα πάντα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο; Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο, χώρες όπως η Ελλάδα, οι υπόλοιπες βαλκανικές ή ακόμα και π.χ. η Ισπανία, ανήκουν μεν στην Ευρώπη, αλλά ανήκουν και σε διάφορους άλλους χώρους. Δεν υπάρχει κανένα σταθερό γεωγραφικό στοιχείο που να κάνει την ευρωπαϊκή ταυτότητα πιο σημαντική. Αν μάλιστα το δούμε από ιστορική άποψη, η μεσογειακή ταυτότητα (που συμπεριλαμβάνει φυσικά και τη νότια ακτή της Μεσογείου) μάλλον υπερισχύει. Γιατί να μιλάμε π.χ. μόνο για «ευρωπαϊκή Αριστερά» και όχι για «μεσογειακή Αριστερά» ή «βαλκανική Αριστερά»;

Μπορεί τουλάχιστον οι εξελίξεις πριν και μετά το δημοψήφισμα να βοηθήσουν κομμάτια της Αριστεράς να αποβάλλουν αυτόν τον (υποσυνείδητο;) ευρωκεντρισμό τους. Έχουμε μπει (ξανά) σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει γρήγορα: προς το καλύτερο ή το χειρότερο, αυτό δεν το ξέρουμε ακόμα. Μια πολιτική παράταξη που θέλει να εκφράσει μια φιλολαϊκή προοδευτική εναλλακτική δεν τη συμφέρει σ’ αυτές τις συνθήκες να μένει κολλημένη σε παλιούς τρόπους σκέψης. Ο ιστορικός της ρόλος είναι να βοηθήσει στο να ξεπεραστεί το δίπολο «ευρωπαϊκή ενοποίηση» – «εθνική περιχαράκωση», όχι να το ενισχύσει.

Ευρωπαϊσμος – συνεχεια

Κλασσικό

Σε άρθρο του στα Νέα του Σαββάτου (21.02.14), με τίτλο «Πώς μασιέται το We don’t chew» (ολόκληρο το κείμενο είναι προσβάσιμο μόνο σε συνδρομητές ή στην έντυπη έκδοση) ο Δημοσθένης Κούρτοβικ αναφέρεται μεταξύ άλλων και στη διάκριση ευρωπαϊστών-αντιευρωπαϊστών. Επειδή το θεώρησα σχετικό με το προηγούμενο κείμενο του μπλογκ, και επειδή συνδέεται και με τα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ημερών, παραθέτω το απόσπασμα από το άρθρο εδώ:

«Ο όρος «ευρωπαϊστής», έτσι όπως χρησιμοποιείται συνήθως, παράγει κάποιες αντηχήσεις γραφειοκρατικής θεσμολαγνείας ή, από την άλλη, λόγιου ιδεαλισμού. Ο ευρωπαϊσμός, όμως, δεν είναι τόσο ζήτημα ιδεολογίας (και πολλοί αντιευρωπαϊστές είναι υπέρ της Ευρώπης, αλλά «των λαών»). Είναι προπαντός ζήτημα βιωμάτων και αίσθησης. Είναι εκείνο που σε προφυλάσσει από το να μεταφράζεις τυφλά το «δεν μασάμε» σε «we don’t chew». Αν έχεις δουλέψει ή σπουδάσει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αν έχεις ζυμωθεί με άλλες ευρωπαϊκές κουλτούρες, αν έχεις ερωτευτεί «διευρωπαϊκά», αν διατηρείς στενούς φιλικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς με άλλους Ευρωπαίους, τότε η ευρωπαϊκή κοινότητα είναι για σένα κάτι βιωμένο και η πολιτική έκφρασή της σου είναι πολύτιμη. Αν, αντίθετα, δεν έχεις τέτοιες εμπειρίες, τα αισθήματά σου θα είναι εθνοκεντρικά, έστω και αν στα λόγια είσαι ευρωπαϊστής ή διεθνιστής.»

Τον κ. Κούρτοβικ τον ενδιαφέρει εδώ κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνεργάτες του στην κυβέρνηση. Προφανώς όμως εννοεί ότι αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Το άρθρο μου κίνησε το ενδιαφέρον μεταξύ άλλων και γιατί εγώ πληρώ όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται ως ευρωπαϊκές εμπειρίες (σπουδές στην Ευρώπη, φιλικοί ή επαγγελματικοί δεσμοί με Ευρωπαίους κλπ.). Άρα με βάση αυτήν τη λογική θα έπρεπε σίγουρα να συγκαταλέγομαι στους ευρωπαϊστές. Εδώ όμως ακριβώς είναι που βλέπουμε ένα καλό παράδειγμα της τρίτης αυταπάτης του ευρωπαϊσμού (με βάση το προηγούμενο μου κείμενο), ότι δηλαδή υπάρχει μόνο μια αντίθεση ανάμεσα σε ένα στενόμυαλο εθνοκεντρισμό και σε έναν κοσμοπολίτικο ευρωπαϊσμό. Ότι μπορεί κάποιος να μην είναι ούτε εθνοκεντρικός αλλά ούτε και ευρωπαϊστής, φαίνεται ότι ούτε καν περνάει από το μυαλό των Ελλήνων ευρωπαϊστών.

Όταν π.χ. γίνεται η αναφορά σε φιλίες με Ευρωπαίους, φαίνεται να αγνοούνται οι φιλίες και με άλλους ξένους, μη-Ευρωπαίους. Γιατί αν έχεις φιλικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς και με Ευρωπαίους αλλά και με Άραβες, Ρώσους, Κινέζους, Λατινοαμερικάνους, Πακιστανούς, αν έχεις ζυμωθεί και με άλλες μη-ευρωπαϊκές κουλτούρες, τότε γιατί να σου είναι πολύτιμη η πολιτική έκφραση ειδικά της Ευρώπης, και όχι της Μεσογείου, της  Ευρασίας, της Εγγύς Ανατολής και όποιου άλλου χώρου στον οποίο μπορεί να ανήκουν οι χώρες μας; Σ’ αυτήν τη λογική των ευρωπαϊστών υπάρχει η υπόνοια ότι οι μόνοι αξιόλογοι ξένοι, οι μόνοι με τους οποίους τίθεται θέμα πολιτικής ένωσης τουλάχιστον, είναι οι Ευρωπαίοι.

Υποδηλώνει ίσως η επιμονή σ’ αυτό το δίπολο (ευρωπαϊστές-εθνοκεντρικοί) και ένα είδος – ασυνείδητου ίσως – «ρατσισμού», μια περιφρόνηση προς ό,τι είναι ξένο χωρίς να είναι ευρωπαϊκό; Αυτό είναι σίγουρα ένα ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει τις χώρες της περιοχής μας, όπου η ευρωπαϊκή επιλογή παρουσιάζεται ως μονόδρομος. Tουλάχιστον την Αριστερά.

Γυρος των ανατολικων Βαλκανιων

Κλασσικό

Τα τελευταία χρόνια γίνονται συχνά αναφορές στα Δυτικά Βαλκάνια. Μ’ αυτό εννοούν συνήθως την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία: την περιοχή που δοκιμάστηκε σκληρά από πολέμους με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ακόμα μέχρι σήμερα μένει στο μεγαλύτερο μέρος της εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν όμως υπάρχουν Δυτικά Βαλκάνια, λογικά υπάρχουν και Ανατολικά. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το όνομα για να περιγράψουμε το γεωγραφικό χώρο που ξεκινά από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (μοιρασμένη ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία) στο Νότο και φτάνει μέχρι τα Καρπάθια Όρη και τις εκβολές του Δούναβη στο Βορρά.

Αυτός ο γεωγραφικός χώρος σίγουρα δεν είναι ομοιογενής. Στην περιοχή συναντάμε από πανύψηλα και αρχαία βουνά (την οροσειρά της Ροδόπης, το γεωλογικό «πυρήνα» των Βαλκανίων) μέχρι πλατιές πεδιάδες με λίμνες και βάλτους (π.χ. τη Δοβρουτσά). Από μεσογειακή σκληρόφυλλη βλάστηση μέχρι δάση φυλλοβόλων ή κωνοφόρων – αλλά ακόμα και στέπα (στην Βουλγαρία και τη Ρουμανία). Από την πρώην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη) μέχρι τα πρώην περιφερειακά της κρατίδια (τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας). Από χώρες πλήρως ενταγμένες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ελλάδα) και άλλες που είναι μεν ενταγμένες στην Ε.Ε. αλλά όχι στην Ευρωζώνη και τη Συνθήκη Σένγκεν (Βουλγαρία, Ρουμανία) μέχρι χώρες που ακόμα και η μελλοντική τους ένταξη είναι πολύ αμφίβολη (Τουρκία). Ακόμα και η εθνοτική-γλωσσική ποικιλία είναι για μια περιοχή τέτοιου μεγέθους τεράστια, αφού εκπροσωπούνται τουλάχιστον πέντε ομάδες γλωσσών: η λατινική (ρουμάνικα, μολδαβικά), η σλάβικη (βουλγάρικα, πομάκικα), η τουρκική (τουρκικά), η ουραλική (ούγγρικα) και φυσικά τα μοναχικά ελληνικά.

Το άρθρο αυτό περιγράφει ένα ταξίδι (έγινε το Σεπτέμβρη του 2013, αλλά κάποιες φωτογραφίες είναι από επόμενα ταξίδια, σε τμήματα της ίδιας διαδρομής) σ’ αυτόν περίπου το γεωγραφικό χώρο. Συγκεκριμένα: Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σόφια – Βουκουρέστι – Κωνστάντζα (+Μαμάια) – Βάρνα – Κωνσταντινούπολη – Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη – Αθήνα.

Βασισμένο στο here.com

Βασισμένο στο here.com

Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που λειτουργεί για την Ελλάδα και σαν πύλη για τις γειτονικές της βαλκανικές χώρες. Τώρα πλέον λειτουργεί πάλι και το τρένο για Βουλγαρία, που ξεκινάει καθημερινά στις 06:55 (το 2013 υπήρχε μόνο το λεωφορείο, το οποίο αναχωρεί από το ΚΤΕΛ Μακεδονία). Και το τρένο και το λεωφορείο διασχίζουν την κοιλάδα του Στρυμόνα – του ποταμού που συνδέει την ελληνική με τη βουλγαρική Μακεδονία – για να φτάσουν στη Σόφια μετά από 7 ή 5 ώρες αντίστοιχα.

Βουλγαρία Πιρίν

Εξοχή στη βουλγαρική Μακεδονία, που ονομάζεται και «Μακεδονία του Πιρίν», από την ομώνυμη οροσειρά που φαίνεται στο βάθος.

Η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, η Σόφια, είναι και ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού. Η Βουλγαρία μπορεί να είναι η χώρα που είναι περισσότερο από κάθε άλλη ταυτισμένη με τα Βαλκάνια (αφού κι η ομώνυμη οροσειρά βρίσκεται στο έδαφος της) και ίσως η μοναδική, όπου ο όρος «βαλκανικός» μπορεί να έχει και θετική χροιά – σύμφωνα με την γνωστή Βουλγάρα ιστορικό Μαρία Τοντόροβα. Το κέντρο της Σόφιας θυμίζει όμως μάλλον περισσότερο κεντρο-ευρωπαϊκή πόλη. Σαν υπενθύμιση του οθωμανικού παρελθόντος υπάρχει πάντως ένα ακόμα ενεργό τζαμί – σε αντίθεση με μια άλλη γνωστή μας βαλκανική πρωτεύουσα, δεν μετατράπηκε σε μουσείο λαϊκής τέχνης, ούτε του αφαιρέθηκαν οι μιναρέδες.

Σοφια Τζαμι Σοφια Συναγωγη

Η Σόφια περηφανεύεται για τη γειτνίαση των ναών όλων των κύριων θρησκειών της περιοχής (από πάνω προς τα κάτω: Ισλάμ, Εβραϊσμός, Ορθοδοξία) στο κέντρο της.

Η Σόφια περηφανεύεται για τη γειτνίαση στο κέντρο της ναών όλων των κύριων θρησκειών της περιοχής (από πάνω προς τα κάτω: Ισλάμ, Εβραϊσμός, Ορθοδοξία – υπάρχει επίσης και καθολική εκκλησία). Η εβραϊκή κοινότητα της Βουλγαρίας γενικά επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα, αφού η Βουλγαρία αρνήθηκε να παραδώσει τους Εβραίους της στον Χίτλερ, αν και σύμμαχος του. Η μουσουλμανική κοινότητα αποτελεί ακόμα και σήμερα περίπου 10% του πληθυσμού της χώρας (στη Σόφια ειδικά το ποσοστό είναι πολύ μικρότερο), παρά τις διώξεις και την καταπίεση των δυο προηγούμενων αιώνων.

Κατά τ’ άλλα, η σύγχρονη Σόφια, έξω από το κέντρο της, χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακά καταπράσινα πάρκα από τη μια και μελαγχολικές «σοσιαλιστικές» πολυκατοικίες-κουτιά από την άλλη. Ο καπιταλισμός έχει πάντως διεισδύσει πλέον παντού, με υποκαταστήματα ξένων εταιρειών να κυριαρχούν την εικόνα της πόλης. Κάποια παλιά σοσιαλιστικά μνημεία, διάσπαρτα στην πόλη, επιβιώνουν απλά για να θυμίζουν ένα διαφορετικό παρελθόν.

Σοσιαλιστικό μνημείο σ' ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Σόφιας, τον Κήπο του Μπόρις (βασιλιάς της Βουλγαρίας στα χρόνια του μεσοπολέμου).

Σοσιαλιστικό μνημείο σ’ ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Σόφιας, τον Κήπο του Μπόρις (βασιλιάς της Βουλγαρίας στα χρόνια του μεσοπολέμου).

Επόμενος σταθμός μετά τη Βουλγαρία ήταν η Βλαχία, η περιοχή της Ρουμανίας ανάμεσα στα Καρπάθια και το Δούναβη, γνωστή σε μας και από την ομώνυμη ηγεμονία των οθωμανικών χρόνων, η οποία διοικούνταν από Φαναριώτες πρίγκιπες – κι απ’ όπου ξεκίνησε στην ουσία και η Ελληνική Επανάσταση. Από τη Σόφια για το Βουκουρέστι λειτουργεί νυκτερινό λεωφορείο, το οποίο είναι πιο οικονομικό από το τρένο. Αναχωρεί κατά τις 00.30 από τον Κεντρικό Σταθμό της Σόφιας και φτάνει κατά τις 7.00 το πρωί στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, στον σταθμό Φιλαρέτ. Το τρένο αναχωρεί επίσης από τον Κεντρικό Σταθμό της Σόφιας στις 8.00 το πρωί και φτάνει στον Βόρειο Σιδ. Σταθμό του Βουκουρεστίου (Gara de Nord) στις 17.30.

Από τη Σόφια προς το Βουκουρέστι πρέπει πρώτα κάποιος να διασχίσει την οροσειρά του Αίμου, μέσα από την κοιλάδα του ποταμού Ισκάρ, που φαίνεται στη φωτογραφία. Από τον Αίμο (αλλιώς Μπαλκάν, όνομα τουρκικής προέλευσης) πήρε το όνομά της ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος.

Από τη Σόφια προς το Βουκουρέστι πρέπει πρώτα κάποιος να διασχίσει την οροσειρά του Αίμου, μέσα από την κοιλάδα του ποταμού Ισκάρ, που φαίνεται στη φωτογραφία. Από τον Αίμο (αλλιώς Μπαλκάν, όνομα τουρκικής προέλευσης) πήρε το όνομά της ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος.

Ο Δούναβης συλλέγει τα νερά από μια τεράστια περιοχή της κεντρικής Ευρώπης για να το οδηγήσει εδώ προς τη Μαύρη Θάλασσα, σχηματίζοντας και το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Ο Δούναβης συλλέγει τα νερά από μια τεράστια περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, για να τα οδηγήσει εδώ προς τη Μαύρη Θάλασσα, σχηματίζοντας και το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της  επίπεδης Μεγάλης Βλαχίας: κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της επίπεδης Μεγάλης Βλαχίας: κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Υπόψη ότι και οι δύο σταθμοί άφιξης είναι κάπως μακριά από το κέντρο της πόλης, για το οποίο θα χρειαστεί κάποιος να πάρει το μετρό. Το μετρό του Βουκουρεστίου έχει τέσσερις γραμμές και είναι το πιο παλιό των Βαλκανίων: υπάρχει ήδη από το 1979, πολύ πριν το μετρό της Αθήνας, της Σόφιας ή της Κωνσταντινούπολης.

Χαρακτηριστική και για το Βουκουρέστι είναι η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική και ρυμοτομία – αλλά με κάποιες ιδιαιτερότητες, σε μια έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη χώρα (που συνδυάζει λατινοφωνία και Ορθοδοξία, αψηφώντας όλα τα σχετικά στερεότυπα). Ξεχωριστή περίπτωση απ’ αυτήν την άποψη είναι το Τσεντρούλ Τσιβίκ, ένα σύμπλεγμα κτιρίων με μαρμάρινες προσόψεις, γύρω από τη πλατιά κεντρική λεωφόρο Unirii που καταλήγει στο μεγαλοπρεπές πρώην «Παλάτι του Λαού«. Ολόκληρη αυτή η περιοχή κτίστηκε τη δεκαετία του ’80, στη θέση ενός μεγάλου μέρους του ιστορικού κέντρου που γκρεμίστηκε ολοσχερώς, αναγκάζοντας περίπου 40.000 κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η τεράστια έκταση με τα γκρεμισμένα κτίρια είχε ονομαστεί τότε ειρωνικά «Τσαουσίμα», ένα λογοπαίγνιο από τις λέξεις «Τσαουσέσκου» και «Χιροσίμα»: είναι ας πούμε και σύμβολο της καταστροφικής μεγαλομανίας του πρώην δικτάτορα.

Στο βάθος του πρώην προεδρικό μέγαρο του δικτάτορα Τσαουσέσκου, νυν στέγη του Ρουμάνικου Κοινοβουλίου. Όταν κτίστηκε ήταν το δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο.

Στο βάθος το πρώην Παλάτι του Λαού που έκτισε ο κομμουνιστής δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου, νυν στέγη του Ρουμάνικου Κοινοβουλίου (ονομάζεται πλέον Παλάτι της Βουλής). Θεωρείται το δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο.

Αν και λέγεται ότι είναι η πιο πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, από το κεντρικό Βουκουρέστι δεν λείπουν και οι πιο «παραδοσιακές» γειτονιές, με χαμηλά κτήρια και τοπικό χρώμα (με κάποιες τάσεις να μιμείται το Παρίσι – λόγω λατινοφωνίας οι Ρουμάνοι έχουν μάλλον μια κλίση προς τη γαλλική κουλτούρα). Επίσης, για την αναψυχή των κατοίκων της πόλης υπάρχουν και μεγάλα πάρκα, όπως το Χεραστράου γύρω από την ομώνυμη λίμνη (μια από τις πολλές που σχηματίζει ο μαιανδρικός ποταμός Κολεντίνα), εκεί που είχε και την θερινή κατοικία του ο Αλέξανδρος Ι. Υψηλάντης, ηγεμόνας της Βλαχίας.

Γειτονιά του Βουκουρστίου με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική.

Γειτονιά του Βουκουρεστίου με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική.

Το ταξίδι με το τρένο που συνδέει το Βουκουρέστι με την Κωνστάντζα, τη σημαντικότερη πόλη της Δοβρουτσάς, διαρκεί περίπου τρεις ώρες. Η Κωνστάντζα ήταν ιστορικά ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα γύρω από την πόλη, στη σχετικά μικρή λωρίδα παραλίας που περίσσεψε για τη Ρουμανία, συγκεντρώνονται αρκετές τουριστικές περιοχές: μεταξύ αυτών κι η Μαμάια, που είναι κάτι σαν Αγία Νάπα της Ρουμανίας.

Η λίμνη ... στη Μαμάια, βόρεια της Κωστάντζας. Η ακτή της Δοβρουτσάς είναι γεμάτη από τέτοιες λίμνες (

Η λίμνη Σιουτγκιόλ στη Μαμάια, βόρεια της Κωνστάντζας. Η ακτή της Δοβρουτσάς είναι γεμάτη από λίμνες  που χωρίζονται μόνο με μια στενή λωρίδα γης από τη θάλασσα  – στη συγκεκριμένη περίπτωση πλάτους περίπου 300 μέτρων.

Όταν ήμασταν εκεί, στο κέντρο της Κωνστάντζας γινόντουσαν εργασίες, προφανώς για κάποιο είδος ανάπλασης. Πιο ωραία περιοχή για περίπατο ήταν αυτή στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ακριβώς κάτω απ’ το κέντρο της πόλης.

Παραλιακός πεζόδρομος στην Κωστάντζα, δίπλα η Μαύρη Θάλασσα.

Παραλιακός πεζόδρομος στην Κωνστάντζα, δίπλα η Μαύρη Θάλασσα. Το νερό της δεν είναι ιδιαίτερα αλμυρό, αφού σε αυτήν εκβάλλουν ποταμοί με τεράστιες λεκάνες απορροής, ανάμεσα τους φυσικά κι ο Δούναβης.

Στο κέντρο υπάρχουν εκτός από ρουμανο-ορθόδοξες εκκλησίες τουλάχιστον ένα τζαμί και μια ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία – σημάδια ενός πολυπολιτισμικού παρελθόντος της πόλης. Η Κωστάντζα είχε μεταξύ άλλων μια μεγάλη ελληνική κοινότητα (τα μέλη της προέρχονταν συχνά και από Έλληνες που είχαν φύγει από τις βουλγαρικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας), που επιβίωσε μέχρι και μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Πινακίδα σε παλιά ελληνική εκκλησία της Κωνστάντζας: από τα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε η πόλη είχε μια μεγάλη και δραστήρια ελληνική παροικία.

Πινακίδα σε ελληνική εκκλησία της Κωνστάντζας: από τα λίγα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε η πόλη είχε μια μεγάλη και δραστήρια ελληνική παροικία.

Από τον κεντρικό σταθμό λεωφορείων της Κωνστάντζας  μπορείς να πάρεις το λεωφορείο για τη Βάρνα (η διαδρομή διαρκεί περίπου 3 ώρες), την πιο γνωστή ίσως παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας. Στην περιοχή βόρεια της Βάρνας συγκεντρώνονται πολλά από τα πιο γνωστά τουριστικά θέρετρα του βουλγαρικού τμήματος της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Αλμπένα ή το Golden Sands. Πιο ενδιαφέρον μέρος αυτής της ευχάριστης μικρής πόλης είναι κατά τη γνώμη μου το παραθαλάσσιο πάρκο, που ξεκινά σχεδόν άμεσα πάνω από την παραλία και εκτείνεται σε μεγάλο μήκος παράλληλα μ’ αυτήν.

Η παραλία και το λιμάνι της Βάρνας, όπως φαίνονται από το παραθαλάσσιο της πάρκο.

Η παραλία και το λιμάνι της Βάρνας, όπως φαίνονται από το πάρκο, ακριβώς πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα.

Στο παραθαλάσσιο πάρκο της Βάρνας βρίσκεται κι αυτή η έκταση, όπου έχει τοποθετηθεί χώμα από

Στο παραθαλάσσιο πάρκο της Βάρνας βρίσκεται κι αυτή η έκταση, όπου έχει τοποθετηθεί χώμα από «ιερούς βουλγάρικους τόπους». Μεταξύ αυτών κι η.. Σόλουν (=Θεσσαλονίκη). Ας μην ξεχνάμε ότι εκατοντάδες χιλιάδες Βούλγαροι είναι απόγονοι προσφύγων από τη σημερινή ελληνική Μακεδονία.

Συνεχίζοντας νότια και περνώντας μέσα από την άλλη γνωστή παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας, το Μπουργκάς, καταλήγεις στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα, έχοντας διασχίσει τα βουνά της Ανατολικής Θράκης. Αφού τα περάσει, το λεωφορείο κατηφορίζει προς τις (κάποτε ελληνικές και τώρα πλέον τούρκικες) πόλεις της Ανατολικής Θράκης, όπως οι Σαράντα Εκκλησιές κι η Ραιδεστός.

Τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα στα βουνά της Ανατολικής Θράκης.

Τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα στα βουνά της Ανατολικής Θράκης.

Μετά από περίπου 10-12 ώρες ταξίδι (από τη Βάρνα) το λεωφορείο φτάνει στην πιο ιστορική πόλη των Βαλκανίων, την Κωνσταντινούπολη φυσικά. Ότι κι αν πεις για την Πόλη είναι λίγο, ούτε ένα άρθρο μόνο του δεν θα έφτανε. Αν και σήμερα δεν είναι ούτε καν πρωτεύουσα κράτους, την αυτοκρατορική της λάμψη δεν μπορεί να τη χάσει εντελώς. Εξάλλου είναι με περίπου 15 εκατομμύρια κατοίκους με διαφορά η πιο μεγάλη των Βαλκανίων και η μοναδική σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο που διεκδικεί το στάτους «παγκόσμιας πόλης».

Εικόνα από τη Λεωφόρο Ιστικλάλ στο Πέραν, γύρω στα μεσάνυχτα.

Εικόνα από τη Λεωφόρο Ιστικλάλ, γύρω στα μεσάνυχτα.

Η ραγδαία ανάπτυξη της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια επηρέασε φυσικά και την εικόνα της Κωνσταντινούπολης. Ουρανοξύστες, πλατιοί αυτοκινητόδρομοι, τεράστια εμπορικά κέντρα είναι πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της. Η αλλαγή, που έχει συχνά ως τίμημα την καταστροφή του παλιού και οικείου αστικού τοπίου της Πόλης, έχει προκαλέσει φυσικά και αντιδράσεις. Εξάλλου και η αφορμή για την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί ήταν ακριβώς ένα τέτοιο σχέδιο «ανάπλασης» (=καταστροφής;) ενός πράσινου χώρου στο κέντρο της πόλης.

Σύχρονος πολυλειτουργικός χώρος υπό οικοδόμηση στην περιοχή Χάρμπιε, λίγο βόρεια από την πλατεία Ταξίμ.

Ο σύχρονος πολυλειτουργικός χώρος Σαν Σίτυ οικοδομείται στην περιοχή Χάρμπιε, λίγο βόρεια από την πλατεία Ταξίμ. Εντελώς δίπλα στέκονται σε σειρά παλιές πολυκατοικίες.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης - τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης – τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Παρά τις όποιες αλλαγές πάντως, η Πόλη διατηρεί ακόμα πολλή από τη δική της χαρακτηριστική ατμόσφαιρα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι έτσι, για μια πόλη που βρίσκεται σε τέτοιο μοναδικό γεωγραφικό σημείο: εκεί που συναντά η Ευρώπη την Μικρά Ασία κι ενώνονται θαλάσσιες μάζες όπως ο Εύξεινος Πόντος, ο Βόσπορος, ο Κεράτιος κι η Προποντίδα. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που υπήρξε αυτοκρατορική πρωτεύουσα για σχεδόν δύο χιλιετίες.

Ψαράδες στο σημείο που ενώνονται ο Βόσπορος κι ο Κεράτιος με την Προποντίδα. Τα κρύα νερά που έρχονται μέσω Βοσπόρου από τη Μαύρη Θάλασσα έχουν ως αποτέλεσμα την αφθονία ψαριού.

Ψαράδες στο σημείο που ενώνονται ο Βόσπορος κι ο Κεράτιος με την Προποντίδα. Τα κρύα νερά που έρχονται μέσω Βοσπόρου από τη Μαύρη Θάλασσα έχουν ως αποτέλεσμα την αφθονία ψαριού.

Πάνω στα καραβάκια, που είναι σταθμευμένα στον Κεράτιο, ετοιμάζονται και πωλούνται τα

Από τα καραβάκια, που είναι σταθμευμένα στον Κεράτιο, πωλούνται τα «μπαλίκ εκμέκ» (σάντουιτς με φρεσκοτηγανισμένο ψάρι). Πίσω στο βάθος το Τζαμί Σουλεϊμανιγιέ.

Πάντως ένα βασικό χαρακτηριστικό της Πόλης έχει μάλλον χαθεί εδώ και πολλές δεκαετίες: η πολυπολιτισμικότητά της. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της αλλαγής ήταν φυσικά κι η ελληνική κοινότητα, της οποίας μόνο κάποια υπολείμματα έχουν μείνει για να θυμίζουν ένα μεγάλο παρελθόν (μεταξύ αυτών φυσικά κι η πατριαρχική έδρα στο Φανάρι). Και παρά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, μάλλον λίγοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Ερντογάν προς τους Ρωμιούς της Πόλης να επιστρέψουν.

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι. Σήμερα επιβιώνει μάλλον κυρίως χάρη στους αραβόφωνους Ορθόδοξους.

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι. Σήμερα επιβιώνει μάλλον κυρίως χάρη στους αραβόφωνους Ορθόδοξους.

Εκδήλωση μνήμης για τα θύματα των Σεπτεμβριανών του '55, στη συνοικία Μόδι της Χαλκηδόνας (στην ασιατική μεριά). 'Ενα σημάδι ίσως για μια αυξανόμενη ευαισθησία της τουρκικής κοινωνίας για τέτοια θέματα.

Εκδήλωση μνήμης για τα θύματα των Σεπτεμβριανών του ’55, στη συνοικία Μόδι της Χαλκηδόνας (στην ασιατική μεριά). ‘Ενα σημάδι ίσως για μια αυξανόμενη ευαισθησία της τουρκικής κοινωνίας για τέτοια θέματα.

Από την Κωνσταντινούπολη υπάρχει λεωφορειακή σύνδεση με την Ελλάδα, με πρώτη στάση την Αλεξανδρούπολη (διάρκεια ταξιδιού: περίπου 6 ώρες). Εκεί φτάσαμε κατά τις 4 το πρωί, λίγες ώρες μόνο πριν αναχωρήσει το καράβι για Σαμοθράκη.

Το Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, λίγο πριν την ανατολή.

Το Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, λίγο πριν την ανατολή.

Δεν συνηθίζω σ’ αυτό το μπλογκ να γράφω για ταξιδιωτικούς στόχους εντός των ελληνικών συνόρων, επειδή θεωρώ ότι γι’ αυτούς υπάρχουν ήδη πολλές διαθέσιμες περιγραφές. Αξίζει όμως να κάνω μια εξαίρεση για ένα από τα πιο ιδιαίτερα νησιά του Αιγαίου, τη Σαμοθράκη. Εξάλλου σχετίζεται και με άλλες χώρες του ταξιδιού, αφού σήμερα προσελκύει πολλούς Ρουμάνους και Βούλγαρους τουρίστες. Είναι  καταπράσινο νησί (η βόρεια πλευρά του τουλάχιστον), με πολλά νερά ακόμα και το καλοκαίρι, με μόλις περίπου 3.000 μόνιμους κατοίκους και – παρά τη μικρή του έκταση – τη με 1.611 μέτρα ψηλότερη βουνοκορφή στο Αιγαίο, η οποία ονομάζεται (όχι τυχαία φυσικά) και Φεγγάρι.

Το λιμάνι της Σαμοθράκης, η Καμαριώτισσα. Πίσω το βουνό Σάος 'η Φεγγάρι (1.611 μέτρα).

Το λιμάνι της Σαμοθράκης, η Καμαριώτισσα. Πίσω το βουνό Σάος ή Φεγγάρι (1.611 μέτρα), ένας ορεινός όγκος από γρανίτη και σχιστόλιθο.

Εικόνα από τη βλάστηση της Σαμοθράκης, κοντά στο χωριό Θερμά, στο δρόμο προς τη Γριά Βάθρα.

Εικόνα από τη βλάστηση της Σαμοθράκης, στο δρόμο προς τη Γριά Βάθρα.

Το νησί είναι γνωστό μεταξύ άλλων και για τις βάθρες: τις λίμνες που σχηματίζουν οι καταρράκτες κατά μήκος των ορμητικών ποταμών, φυσική συνέπεια του έντονου ανάγλυφου. Μια άλλη συνέπεια (για πολλούς τουρίστες ίσως λιγότερο ευχάριστη) είναι οι παραλίες με βότσαλα και πέτρες – αμμώδεις παραλίες μπορεί κάποιος να βρει μόνο στο πιο δυσπρόσιτο νότιο τμήμα του νησιού.

Η δεύτερη βάθρα του Φονιά. Το όνομα του ποταμού σίγουρα δεν είναι τυχαίο, εκφράζει και την μεγάλη γεωλογική ενέργεια που χαρακτηρίζει το νησί.

Η δεύτερη βάθρα του Φονιά. Το όνομα του ποταμού δεν είναι τυχαίο, εκφράζει και την μεγάλη γεωλογική ενέργεια που γέννησε το νησί.

Επίσης πολύ χαρακτηριστικά για το νησί είναι και τα περίπου ελεύθερα κατσίκια, που τα συναντά κανείς σχεδόν παντού. Για το ίδιο το νησί πάντως αποτελούν οικολογικό κίνδυνο, αφού είναι ανεξέλεγκτα και καταστρέφουν οποιαδήποτε βλάστηση. Το πρόβλημα γίνεται ίσως πιο έντονο λόγω και του είδους των τουριστών που ελκύει το νησί: πολλοί έχουν μάλλον χίππικο στυλ και είναι συχνά χορτοφάγοι. Συνεπώς δεν καταναλώνουν και κατσικίσιο κρέας, κάτι που θα βοηθούσε και σε κάποιο περιορισμό του αριθμού των κατσικιών (εμείς πάντως κάναμε ότι μπορούσαμε για να συνεισφέρουμε στην αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας του νησιού).

Τα κατσίκια στη Σαμοθράκη τα βλέπεις παντού: ακόμα και στις παραλίες (εδώ στο κοντά στο δρόμο από τα Θερμά προς το Φονιά).

Τα κατσίκια στη Σαμοθράκη τα συναντάς παντού: ακόμα και στις παραλίες (εδώ κοντά στο δρόμο από τα Θερμά προς το Φονιά).

Κατσικάκι στη λαδόκολλα με πατάτες, σε ταβέρνα στα Θερμά.

Κατσικάκι στη λαδόκολλα με πατάτες, σε ταβέρνα στα Θερμά.


Συνολικά αυτό το ταξίδι διήρκησε 14 μέρες. Συμπεριέλαβε περιοχές που μοιάζουν διαφορετικές, αν και ιστορικά ανήκουν σε έναν λίγο πολύ ενιαίο χώρο. Σίγουρα αυτήν την εποχή βρίσκονται σε πολύ διαφορετική φάση ανάπτυξης: από τις δύο μετασοσιαλιστικές χώρες, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, που έχουν αφήσει μεν πίσω τους τη φάση ραγδαίας φτωχοποίησης, αλλά ακόμα παλεύουν με τις συνέπειές της, χωρίς να έχουν βρει ένα δρόμο που εξασφαλίζει σιγουριά για το μέλλον. Μετά στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη Τουρκία, που πολλοί θέλουν να πιστεύουν ότι έκανε το μεγάλο βήμα προς τα μπρος – όπου όμως η ανάπτυξη δημιουργεί νέα προβλήματα και εντάσεις, χωρίς να έχει λύσει πολλά από τα παλιά. Και τέλος πίσω στη μελαγχολική Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, που τη δική της περίοδο ανάπτυξης την έχει αφήσει πίσω της, και προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια από την κατάρρευση ενός έτσι κι αλλιώς ασταθούς οικοδομήματος.

Παρ’ όλες τις διαφορές, υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο, σημάδι της σύγχρονης Ιστορίας: τα ίχνη των (συχνά βίαιων) μετακινήσεων πληθυσμών, που ήταν η βάση για να δημιουργηθούν αυτά τα σύγχρονα έθνη-κράτη. Τέτοια ίχνη ήταν εμφανή σε πολλά σημεία του ταξιδιού, με διαφορετικά θύματα και θύτες κάθε φορά.

Το τι έχουν διδαχτεί οι λαοί των Ανατολικών Βαλκανίων από τις πρόσφατες (επιφανειακά διαφορετικές, αλλά στο βάθος τελικά ίσως παρόμοιες) ιστορικές τους εμπειρίες, είναι κάτι που θα το δείξει το μέλλον. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αυξηθεί οι επαφές και το πέρασμα αυτών των συνόρων, για διαφορετικούς λόγους: δουλειά, παραθερισμό, νοσταλγία. Και με τον τρόπο μας συμμετείχαμε και εμείς σ’ αυτό.

Το Eπος του Σεϊχη Μπεντρεντιν

Εικόνα

Ο Ναζίμ Χικμέτ έγραψε το ομώνυμο ποίημα όταν ήταν ακόμα στη φυλακή. Mελοποιήθηκε στη συνέχεια από γνωστούς Τούρκους συνθέτες, όπως ο Ζουλφού Λιβανελί:

Το ποίημα μεταφράστηκε και στα ελληνικά από το Γιάννη Ρίτσο, και τμήμα του μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο, ως μέρος του δίσκου «Πολιτικά Τραγούδια»:

Ποιός ήταν όμως αυτός ο σεΐχης, που έφτασε να γίνει σύμβολο της σύχρονης τούρκικης Αριστεράς, αν και έζησε τον 14ο και 15ο αιώνα; Και γιατί να υπάρχει κι ελληνικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν;

Ο Μπεντρεντίν γεννήθηκε στη Θράκη μάλλον το 1359, από πατέρα Τούρκο γαζή (πολεμιστή) κι από μητέρα χριστιανή Ελληνίδα, που εξισλαμίστηκε μετά το γάμο. Λέγεται ότι αυτή η (ας πούμε) πολυπολιτισμική καταγωγή επηρέασε και τη φιλοσοφία του.  Έζησε σε μια εποχή έντονης πολιτικής ρευστότητας, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία ακόμα δεν είχε καθιερωθεί οριστικά ως ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος της περιοχής. Ακολούθησε κυρίως (αλλά όχι μόνο) ισλαμική θρησκευτική-νομική εκπαίδευση σε διάφορες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου (Αδριανούπολη, Προύσα, Ικόνιο, Κάιρο κ.ά.). Σεΐχης έγινε όταν ανέλαβε για μικρό χρονικό διάστημα την ηγεσία σουφιστικού θρησκευτικού τάγματος. Στη συνέχεια διορίστηκε καζασκέρης (δηλαδή στρατιωτικός δικαστής) στο στρατό του Οθωμανού πρίγκηπα Μούσα Τσελεμπί. Μετά την ήττα του τελευταίου από τον αδελφό του Μεχμέτ Τσελεμπί, ο Μπεντρεντίν εξορίστηκε στη Νίκαια.

Μέσω της πολύπλευρης μόρφωσής του, ανέπτυξε μια δική του φιλοσοφία με πολιτικές προεκτάσεις. Μέρη της ήταν η ισότητα και ενότητα των θρησκειών, η αιωνιότητα του Σύμπαντος και η μη ανάσταση του σώματος – ιδέες όχι και πολύ συμβατές με την ισλαμική ή χριστιανική ορθοδοξία. Υπήρχαν ακόμα και στοιχεία που ερμηνεύθηκαν ως απόρριψη της ατομικής ιδιοκτησίας (“μοιραστείτε τα όλα εκτός από τα χείλη των αγαπημένων σας”, είναι η φράση που χαρακτήριζε τη διδασκαλία του Μπορκλουτζέ Μουσταφά, μαθητή του Μπεντρεντίν). Απέκτησε οπαδούς από διάφορα κοινωνικά στρώματα (στρατιώτες, ντερβίσηδες, αγρότες, αλλά και αλλόθρησκους, όπως Χριστιανούς κι Εβραίους) και οργάνωσε κίνημα ενάντια στην οθωμανική εξουσία. Η εξέγερση ξέσπασε το 1416 στη Δυτική Μικρά Ασία υπό τους μαθητές του Μπορκλουτζέ Μουσταφά και Τορλάκ Κεμάλ, αλλά και στην περιοχή της βορειοανατολικής Βουλγαρίας, όπου εν τω μεταξύ είχε καταφύγει ο Μπεντρεντίν. Το κίνημα ηττήθηκε με τη συντριβή στη χερσόνησο του Καραμπουρούν και ο ίδιος ο Μπεντρεντίν συνελήφθηκε κι εκτελέστηκε.

Ο μύθος γύρω απ’ αυτόν λέει ότι η γνώση του στον ισλαμικό νόμο ήταν τόσο βαθιά, που στάθηκε αδύνατο στους δικαστές να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες εναντίον του, μέχρι που δέχτηκε ο ίδιος να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Θάφτηκε στις Σέρρες κι ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος. Σχετικά πρόσφατα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

Οι οπαδοί του Μπεντρεντίν επέζησαν ως ομάδα για μερικούς αιώνες ακόμα στα ανατολικά Βαλκάνια, όπου το οθωμανικό καθεστώς τους αντιμετώπιζε περίπου σαν Αλεβίτες – και με την ανάλογη καχυποψία. Η εξέγερση του Μπεντρεντίν είναι εξ’ άλλου χαρακτηριστική για τη σχέση ανάμεσα στο θρησκευτικό μυστικισμό και τα λαϊκά κινήματα της εποχής, που αποτέλεσε και τη βάση για τη μελλοντική εξέλιξη των Αλεβιτών ως ξεχωριστή ομάδα (βλέπε και το σχετικό άρθρο).

Πολλούς αιώνες μετά το θάνατό του ο Μπεντρεντίν έγινε και σύμβολο της τούρκικης Αριστεράς, που είδε στο πρόσωπό του μια πρώιμη ντόπια έκφραση σοσιαλιστικών ιδεών. Σίγουρα σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και το στοιχείο της κοινής δράσης ανθρώπων από όλες τις θρησκευτικές ομάδες για την ανατροπή μιας καταπιεστικής εξουσίας. Κάποιοι βλέπουν στη φιλοσοφία του, που είχε επιρροές από τον μουσουλμανικό σουφισμό μέχρι τον Πλάτωνα, κάτι που θα μπορούσε να ήταν η βάση για έναν Διαφωτισμό στην περιοχή, πολύ πριν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.

Όπως και να είναι η πραγματικότητα, η εξέγερση του Μπεντρεντίν και πολλά άλλα παρόμοια κινήματα δείχνουν μια πνευματική και πολιτική γονιμότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Κάτι που σημαίνει ότι η εικόνα που έχουμε για εκείνη την περίοδο ίσως να μην είναι πλήρης. Ειδικά εμείς στην Ελλάδα ή στην Κύπρο τη βλέπουμε κυρίως σαν εποχή παρακμής, μια κι επικεντρωνόμαστε στην κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Σεΐχης Μπεντρεντίν είναι όμως μέρος και της δικής μας Ιστορίας. Ίσως έχει φτάσει ο καιρός για να εκτιμήσουμε κάποια τμήματα του παρελθόντος μας, που η εθνικιστικά προσανατολισμένη ιστοριογραφία δεν μας άφησε να δούμε.

Βιβλιογραφία:

  • Κολοβός, Ηλίας (2010): «Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια» στην οθωμανική και τη σύγχρονη τούρκικη ιστορία.
  • Ιναλτζίκ, Χαλίλ (1973): Η Οθωμανική Αυτοκρατορία – Η κλασική εποχή, 1300-1600.
  • Göçmen, Doğan: Scheich Bedreddin – Der freidenkerische Philosoph und Revolutionär aus dem Morgenland.
  • http://www.serrelib.gr/arthra.php?id=41

Ομοιοτητες και διαφορες του ελληνικου και του τουρκικου εθνικισμου

Κλασσικό

Αυτές οι δύο ιδεολογίες καθόρισαν τη σύγχρονη πραγματικότητα όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Τουρκία, αλλά και στην Κύπρο (για την ιδιομορφία της οποίας θα ακολουθήσει και άλλο άρθρο).

Πέρα από τα κοινά που μοιράζονται όλοι οι εθνικισμοί, ο ελληνικός και ο τούρκικος έχουν πιστεύω και μερικά επιπλέον, που δείχνουν και τη στενή τους σχέση:

– Και οι δύο χρειάστηκε αρχικά να στηριχτούν πάνω σε μια θρησκευτική ταυτότητα (χριστιανική-ορθόδοξη ο ελληνικός, μουσουλμανική ο τουρκικός). Η θρησκεία παραμένει μέχρι σήμερα κεντρικό στοιχείο και των δύο εθνικών ταυτοτήτων. Αυτό μπορεί να μην άρεσε σε κάποιους από τους κύριους θεμελιωτές αυτών των εθνικισμών, αλλά λόγω της οθωμανικής πραγματικότητας δεν είχαν κι άλλη επιλογή από το να το δεχτούν – τουλάχιστον ως έναν βαθμό.

– Η γλώσσα έγινε στη συνέχεια επίσης ένα κεντρικό συσταστικό της εθνικής ταυτότητας. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο από τη στιγμή που οι πληθυσμοί που υποτίθεται ότι αποτελούσαν ένα έθνος στην πράξη μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Γι’ αυτό χρειάστηκε η πολύ έντονη κρατική επιβολή (είναι χαρακτηριστικό ότι και στα δύο κράτη έδρασαν επίσημες επιτροπές για την αλλαγή των τοπωνυμίων και ονομάτων).

– Στις λίγες περιπτώσεις που επιτράπηκε η παραμονή στη χώρα σε ομάδες με διαφορετική από την κυρίαρχη θρησκεία, αυτές συνήθως αποκλείονταν στη συνείδηση του κόσμου από το εθνικό σύνολο. Αντίθετα, ομάδες με διαφορετική από την επίσημη γλώσσα αλλά με την ίδια θρησκεία, εύκολα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές σαν μέρος του εθνικού συνόλου – και να έχουν πρόσβαση σε όλα τα σχετικά προνόμια. Με την προϋπόθεση όμως να μην αμφισβητήσουν την κυριαρχία της επίσημης γλώσσας κι εφ’ όσον ξεκαθάριζαν ότι θεωρούσαν τους εαυτούς πάνω από όλα Έλληνες ή Τούρκους. Για συγκεκριμένες πολυπληθείς ομάδες που ζούσαν σε μεθοριακές περιοχές (Σλαβομακεδόνες στην Ελλάδα, Κούρδοι στην Τουρκία) αποδείχτηκε ότι αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο. Υπήρξε αντίδραση, ακόμα κι ένοπλη, απ’ όσους δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν αυτές τις προϋποθέσεις.

– Μετά από μια αρχική φάση επικέντρωσης στο αρχαίο παρελθόν και σχετικής περιφρόνησης του πιο πρόσφατου (βυζαντινού στην ελληνική και οθωμανικού στην τούρκικη περίπτωση), τελικά και το τελευταίο εντάχθηκε πλήρως στην εθνική μυθολογία και ταυτότητα. Μια και σ’ αυτό το παρελθόν κυριαρχούσε το θρησκευτικό στοιχείο, σταθεροποιήθηκε έτσι κι η σημασία της θρησκευτικής ταυτότητας που αναφέρθηκε πριν – συνδυάζοντας την όμως με ένα ισχυρό γλωσσικό-φυλετικό στοιχείο. Στην Ελλάδα αυτό εκφράστηκε π.χ. με τον όρο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» και στην Τουρκία με τον όρο «τουρκοισλαμική σύνθεση».

– Και στις δύο περιπτώσεις δεν μπορείς να πεις με ακρίβεια αν ο εθνικισμός είναι αριστερός ή δεξιός, προοδευτικός ή συντηρητικός. Υπήρξαν σημαντικές δόσεις εθνικισμού σε όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις, αν και μπορεί να εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Όπως όλοι οι εθνικισμοί, ξεκίνησαν αρχικά και ο ελληνικός και ο τουρκικός σαν προοδευτικές ιδεολογίες, για να γίνουν όλο και πιο συντηρητικές στη συνέχεια. Σήμερα, δίπλα στο συντηρητικό εως οπισθοδρομικό εθνικισμό υπάρχουν ή υπήρξαν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και σημαντικά ρεύματα προοδευτικού αριστερού (ή «αριστερού»;) εθνικισμού, με αντιδυτικά/αντιιμπεριαλιστικά «τριτοκοσμικά» στοιχεία. Κάτι τέτοιο εξέφραζε π.χ. το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα του χρόνια (αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τα πρώτα χρόνια του Ετζεβίτ).

Για να κατανοήσουμε όμως αυτούς τους δύο εθνικισμούς πρέπει να έχουμε υπόψη και κάποιες σημαντικές διαφορές:

– Πρώτον, ο ελληνικός εθνικισμός είναι παλιότερος. Έγινε κυρίαρχη ιδεολογία σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα από τον τούρκικο, άρα είναι και σήμερα σε διαφορετικό στάδιο. Αυτή η χρονική διαφορά δεν ήταν μόνο επειδή οι Έλληνες ήταν (για διάφορους λόγους) πιο δεκτικοί σε ιδέες ερχόμενες από τη Δύση. Αλλά και επειδή η ιδέα του εθνικισμού υπέσκαπτε την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας, με την οποία οι τούρκικες ελίτ είχαν συνδέσει τα συμφέροντά τους (κάτι που για τις ελληνικές ελίτ ίσχυε μόνο εν μέρει). Ο εθνικισμός μπορούσε άρα να κυριαρχήσει στις τούρκικες ελίτ μόνο εφ’ όσον κάθε ελπίδα για την επιβίωση της Αυτοκρατορίας είχε χαθεί.

– Ο τούρκικος εθνικισμός δημιουργήθηκε δηλαδή σαν αντίδραση στην αργή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακριβώς γι΄ αυτόν το λόγο είχε αρχικά έναν μάλλον αμυντικό χαρακτήρα, όπως εκφράζεται π.χ. στην ιδεολογία του Κεμάλ Ατατούρκ (με την εξαίρεση φυσικά των πρώτων παντουρκικών ή τουρανικών ιδεών, που όμως δεν έγιναν επίσημη τούρκικη πολιτική). Σε αντίθεση με τον ελληνικό εθνικισμό, που είχε για μεγάλο διάστημα έναν επιθετικό αλυτρωτικό χαρακτήρα. Αυτό άλλαξε σταδιακά μέσα στον 20ό αιώνα, με τον ελληνικό εθνικισμό να γίνεται όλο και πιο αμυντικός, ενώ αντίθετα ο τούρκικος εθνικισμός απέκτησε και κάποιες τάσεις επεκτατισμού. Αυτό στο κάτω-κάτω αντικατοπτρίζει και τις καινούριες δημογραφικές και οικονομικές πραγματικότητες.