Τα τελευταία χρόνια γίνονται συχνά αναφορές στα Δυτικά Βαλκάνια. Μ’ αυτό εννοούν συνήθως την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία: την περιοχή που δοκιμάστηκε σκληρά από πολέμους με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ακόμα μέχρι σήμερα μένει στο μεγαλύτερο μέρος της εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν όμως υπάρχουν Δυτικά Βαλκάνια, λογικά υπάρχουν και Ανατολικά. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το όνομα για να περιγράψουμε το γεωγραφικό χώρο που ξεκινά από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (μοιρασμένη ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία) στο Νότο και φτάνει μέχρι τα Καρπάθια Όρη και τις εκβολές του Δούναβη στο Βορρά.
Αυτός ο γεωγραφικός χώρος σίγουρα δεν είναι ομοιογενής. Στην περιοχή συναντάμε από πανύψηλα και αρχαία βουνά (την οροσειρά της Ροδόπης, το γεωλογικό «πυρήνα» των Βαλκανίων) μέχρι πλατιές πεδιάδες με λίμνες και βάλτους (π.χ. τη Δοβρουτσά). Από μεσογειακή σκληρόφυλλη βλάστηση μέχρι δάση φυλλοβόλων ή κωνοφόρων – αλλά ακόμα και στέπα (στην Βουλγαρία και τη Ρουμανία). Από την πρώην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη) μέχρι τα πρώην περιφερειακά της κρατίδια (τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας). Από χώρες πλήρως ενταγμένες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ελλάδα) και άλλες που είναι μεν ενταγμένες στην Ε.Ε. αλλά όχι στην Ευρωζώνη και τη Συνθήκη Σένγκεν (Βουλγαρία, Ρουμανία) μέχρι χώρες που ακόμα και η μελλοντική τους ένταξη είναι πολύ αμφίβολη (Τουρκία). Ακόμα και η εθνοτική-γλωσσική ποικιλία είναι για μια περιοχή τέτοιου μεγέθους τεράστια, αφού εκπροσωπούνται τουλάχιστον πέντε ομάδες γλωσσών: η λατινική (ρουμάνικα, μολδαβικά), η σλάβικη (βουλγάρικα, πομάκικα), η τουρκική (τουρκικά), η ουραλική (ούγγρικα) και φυσικά τα μοναχικά ελληνικά.
Το άρθρο αυτό περιγράφει ένα ταξίδι (έγινε το Σεπτέμβρη του 2013, αλλά κάποιες φωτογραφίες είναι από επόμενα ταξίδια, σε τμήματα της ίδιας διαδρομής) σ’ αυτόν περίπου το γεωγραφικό χώρο. Συγκεκριμένα: Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σόφια – Βουκουρέστι – Κωνστάντζα (+Μαμάια) – Βάρνα – Κωνσταντινούπολη – Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη – Αθήνα.
Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που λειτουργεί για την Ελλάδα και σαν πύλη για τις γειτονικές της βαλκανικές χώρες. Τώρα πλέον λειτουργεί πάλι και το τρένο για Βουλγαρία, που ξεκινάει καθημερινά στις 06:55 (το 2013 υπήρχε μόνο το λεωφορείο, το οποίο αναχωρεί από το ΚΤΕΛ Μακεδονία). Και το τρένο και το λεωφορείο διασχίζουν την κοιλάδα του Στρυμόνα – του ποταμού που συνδέει την ελληνική με τη βουλγαρική Μακεδονία – για να φτάσουν στη Σόφια μετά από 7 ή 5 ώρες αντίστοιχα.
Η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, η Σόφια, είναι και ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού. Η Βουλγαρία μπορεί να είναι η χώρα που είναι περισσότερο από κάθε άλλη ταυτισμένη με τα Βαλκάνια (αφού κι η ομώνυμη οροσειρά βρίσκεται στο έδαφος της) και ίσως η μοναδική, όπου ο όρος «βαλκανικός» μπορεί να έχει και θετική χροιά – σύμφωνα με την γνωστή Βουλγάρα ιστορικό Μαρία Τοντόροβα. Το κέντρο της Σόφιας θυμίζει όμως μάλλον περισσότερο κεντρο-ευρωπαϊκή πόλη. Σαν υπενθύμιση του οθωμανικού παρελθόντος υπάρχει πάντως ένα ακόμα ενεργό τζαμί – σε αντίθεση με μια άλλη γνωστή μας βαλκανική πρωτεύουσα, δεν μετατράπηκε σε μουσείο λαϊκής τέχνης, ούτε του αφαιρέθηκαν οι μιναρέδες.
Κατά τ’ άλλα, η σύγχρονη Σόφια, έξω από το κέντρο της, χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακά καταπράσινα πάρκα από τη μια και μελαγχολικές «σοσιαλιστικές» πολυκατοικίες-κουτιά από την άλλη. Ο καπιταλισμός έχει πάντως διεισδύσει πλέον παντού, με υποκαταστήματα ξένων εταιρειών να κυριαρχούν την εικόνα της πόλης. Κάποια παλιά σοσιαλιστικά μνημεία, διάσπαρτα στην πόλη, επιβιώνουν απλά για να θυμίζουν ένα διαφορετικό παρελθόν.
Επόμενος σταθμός μετά τη Βουλγαρία ήταν η Βλαχία, η περιοχή της Ρουμανίας ανάμεσα στα Καρπάθια και το Δούναβη, γνωστή σε μας και από την ομώνυμη ηγεμονία των οθωμανικών χρόνων, η οποία διοικούνταν από Φαναριώτες πρίγκιπες – κι απ’ όπου ξεκίνησε στην ουσία και η Ελληνική Επανάσταση. Από τη Σόφια για το Βουκουρέστι λειτουργεί νυκτερινό λεωφορείο, το οποίο είναι πιο οικονομικό από το τρένο. Αναχωρεί κατά τις 00.30 από τον Κεντρικό Σταθμό της Σόφιας και φτάνει κατά τις 7.00 το πρωί στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, στον σταθμό Φιλαρέτ. Το τρένο αναχωρεί επίσης από τον Κεντρικό Σταθμό της Σόφιας στις 8.00 το πρωί και φτάνει στον Βόρειο Σιδ. Σταθμό του Βουκουρεστίου (Gara de Nord) στις 17.30.
Υπόψη ότι και οι δύο σταθμοί άφιξης είναι κάπως μακριά από το κέντρο της πόλης, για το οποίο θα χρειαστεί κάποιος να πάρει το μετρό. Το μετρό του Βουκουρεστίου έχει τέσσερις γραμμές και είναι το πιο παλιό των Βαλκανίων: υπάρχει ήδη από το 1979, πολύ πριν το μετρό της Αθήνας, της Σόφιας ή της Κωνσταντινούπολης.
Χαρακτηριστική και για το Βουκουρέστι είναι η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική και ρυμοτομία – αλλά με κάποιες ιδιαιτερότητες, σε μια έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη χώρα (που συνδυάζει λατινοφωνία και Ορθοδοξία, αψηφώντας όλα τα σχετικά στερεότυπα). Ξεχωριστή περίπτωση απ’ αυτήν την άποψη είναι το Τσεντρούλ Τσιβίκ, ένα σύμπλεγμα κτιρίων με μαρμάρινες προσόψεις, γύρω από τη πλατιά κεντρική λεωφόρο Unirii που καταλήγει στο μεγαλοπρεπές πρώην «Παλάτι του Λαού«. Ολόκληρη αυτή η περιοχή κτίστηκε τη δεκαετία του ’80, στη θέση ενός μεγάλου μέρους του ιστορικού κέντρου που γκρεμίστηκε ολοσχερώς, αναγκάζοντας περίπου 40.000 κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η τεράστια έκταση με τα γκρεμισμένα κτίρια είχε ονομαστεί τότε ειρωνικά «Τσαουσίμα», ένα λογοπαίγνιο από τις λέξεις «Τσαουσέσκου» και «Χιροσίμα»: είναι ας πούμε και σύμβολο της καταστροφικής μεγαλομανίας του πρώην δικτάτορα.
Αν και λέγεται ότι είναι η πιο πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, από το κεντρικό Βουκουρέστι δεν λείπουν και οι πιο «παραδοσιακές» γειτονιές, με χαμηλά κτήρια και τοπικό χρώμα (με κάποιες τάσεις να μιμείται το Παρίσι – λόγω λατινοφωνίας οι Ρουμάνοι έχουν μάλλον μια κλίση προς τη γαλλική κουλτούρα). Επίσης, για την αναψυχή των κατοίκων της πόλης υπάρχουν και μεγάλα πάρκα, όπως το Χεραστράου γύρω από την ομώνυμη λίμνη (μια από τις πολλές που σχηματίζει ο μαιανδρικός ποταμός Κολεντίνα), εκεί που είχε και την θερινή κατοικία του ο Αλέξανδρος Ι. Υψηλάντης, ηγεμόνας της Βλαχίας.
Το ταξίδι με το τρένο που συνδέει το Βουκουρέστι με την Κωνστάντζα, τη σημαντικότερη πόλη της Δοβρουτσάς, διαρκεί περίπου τρεις ώρες. Η Κωνστάντζα ήταν ιστορικά ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα γύρω από την πόλη, στη σχετικά μικρή λωρίδα παραλίας που περίσσεψε για τη Ρουμανία, συγκεντρώνονται αρκετές τουριστικές περιοχές: μεταξύ αυτών κι η Μαμάια, που είναι κάτι σαν Αγία Νάπα της Ρουμανίας.
Όταν ήμασταν εκεί, στο κέντρο της Κωνστάντζας γινόντουσαν εργασίες, προφανώς για κάποιο είδος ανάπλασης. Πιο ωραία περιοχή για περίπατο ήταν αυτή στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ακριβώς κάτω απ’ το κέντρο της πόλης.
Στο κέντρο υπάρχουν εκτός από ρουμανο-ορθόδοξες εκκλησίες τουλάχιστον ένα τζαμί και μια ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία – σημάδια ενός πολυπολιτισμικού παρελθόντος της πόλης. Η Κωστάντζα είχε μεταξύ άλλων μια μεγάλη ελληνική κοινότητα (τα μέλη της προέρχονταν συχνά και από Έλληνες που είχαν φύγει από τις βουλγαρικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας), που επιβίωσε μέχρι και μετά τον Β’ Παγκόσμιο.
Από τον κεντρικό σταθμό λεωφορείων της Κωνστάντζας μπορείς να πάρεις το λεωφορείο για τη Βάρνα (η διαδρομή διαρκεί περίπου 3 ώρες), την πιο γνωστή ίσως παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας. Στην περιοχή βόρεια της Βάρνας συγκεντρώνονται πολλά από τα πιο γνωστά τουριστικά θέρετρα του βουλγαρικού τμήματος της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Αλμπένα ή το Golden Sands. Πιο ενδιαφέρον μέρος αυτής της ευχάριστης μικρής πόλης είναι κατά τη γνώμη μου το παραθαλάσσιο πάρκο, που ξεκινά σχεδόν άμεσα πάνω από την παραλία και εκτείνεται σε μεγάλο μήκος παράλληλα μ’ αυτήν.
Συνεχίζοντας νότια και περνώντας μέσα από την άλλη γνωστή παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας, το Μπουργκάς, καταλήγεις στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα, έχοντας διασχίσει τα βουνά της Ανατολικής Θράκης. Αφού τα περάσει, το λεωφορείο κατηφορίζει προς τις (κάποτε ελληνικές και τώρα πλέον τούρκικες) πόλεις της Ανατολικής Θράκης, όπως οι Σαράντα Εκκλησιές κι η Ραιδεστός.
Μετά από περίπου 10-12 ώρες ταξίδι (από τη Βάρνα) το λεωφορείο φτάνει στην πιο ιστορική πόλη των Βαλκανίων, την Κωνσταντινούπολη φυσικά. Ότι κι αν πεις για την Πόλη είναι λίγο, ούτε ένα άρθρο μόνο του δεν θα έφτανε. Αν και σήμερα δεν είναι ούτε καν πρωτεύουσα κράτους, την αυτοκρατορική της λάμψη δεν μπορεί να τη χάσει εντελώς. Εξάλλου είναι με περίπου 15 εκατομμύρια κατοίκους με διαφορά η πιο μεγάλη των Βαλκανίων και η μοναδική σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο που διεκδικεί το στάτους «παγκόσμιας πόλης».
Η ραγδαία ανάπτυξη της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια επηρέασε φυσικά και την εικόνα της Κωνσταντινούπολης. Ουρανοξύστες, πλατιοί αυτοκινητόδρομοι, τεράστια εμπορικά κέντρα είναι πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της. Η αλλαγή, που έχει συχνά ως τίμημα την καταστροφή του παλιού και οικείου αστικού τοπίου της Πόλης, έχει προκαλέσει φυσικά και αντιδράσεις. Εξάλλου και η αφορμή για την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί ήταν ακριβώς ένα τέτοιο σχέδιο «ανάπλασης» (=καταστροφής;) ενός πράσινου χώρου στο κέντρο της πόλης.
Παρά τις όποιες αλλαγές πάντως, η Πόλη διατηρεί ακόμα πολλή από τη δική της χαρακτηριστική ατμόσφαιρα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι έτσι, για μια πόλη που βρίσκεται σε τέτοιο μοναδικό γεωγραφικό σημείο: εκεί που συναντά η Ευρώπη την Μικρά Ασία κι ενώνονται θαλάσσιες μάζες όπως ο Εύξεινος Πόντος, ο Βόσπορος, ο Κεράτιος κι η Προποντίδα. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που υπήρξε αυτοκρατορική πρωτεύουσα για σχεδόν δύο χιλιετίες.
Πάντως ένα βασικό χαρακτηριστικό της Πόλης έχει μάλλον χαθεί εδώ και πολλές δεκαετίες: η πολυπολιτισμικότητά της. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της αλλαγής ήταν φυσικά κι η ελληνική κοινότητα, της οποίας μόνο κάποια υπολείμματα έχουν μείνει για να θυμίζουν ένα μεγάλο παρελθόν (μεταξύ αυτών φυσικά κι η πατριαρχική έδρα στο Φανάρι). Και παρά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, μάλλον λίγοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Ερντογάν προς τους Ρωμιούς της Πόλης να επιστρέψουν.
Από την Κωνσταντινούπολη υπάρχει λεωφορειακή σύνδεση με την Ελλάδα, με πρώτη στάση την Αλεξανδρούπολη (διάρκεια ταξιδιού: περίπου 6 ώρες). Εκεί φτάσαμε κατά τις 4 το πρωί, λίγες ώρες μόνο πριν αναχωρήσει το καράβι για Σαμοθράκη.
Δεν συνηθίζω σ’ αυτό το μπλογκ να γράφω για ταξιδιωτικούς στόχους εντός των ελληνικών συνόρων, επειδή θεωρώ ότι γι’ αυτούς υπάρχουν ήδη πολλές διαθέσιμες περιγραφές. Αξίζει όμως να κάνω μια εξαίρεση για ένα από τα πιο ιδιαίτερα νησιά του Αιγαίου, τη Σαμοθράκη. Εξάλλου σχετίζεται και με άλλες χώρες του ταξιδιού, αφού σήμερα προσελκύει πολλούς Ρουμάνους και Βούλγαρους τουρίστες. Είναι καταπράσινο νησί (η βόρεια πλευρά του τουλάχιστον), με πολλά νερά ακόμα και το καλοκαίρι, με μόλις περίπου 3.000 μόνιμους κατοίκους και – παρά τη μικρή του έκταση – τη με 1.611 μέτρα ψηλότερη βουνοκορφή στο Αιγαίο, η οποία ονομάζεται (όχι τυχαία φυσικά) και Φεγγάρι.
Το νησί είναι γνωστό μεταξύ άλλων και για τις βάθρες: τις λίμνες που σχηματίζουν οι καταρράκτες κατά μήκος των ορμητικών ποταμών, φυσική συνέπεια του έντονου ανάγλυφου. Μια άλλη συνέπεια (για πολλούς τουρίστες ίσως λιγότερο ευχάριστη) είναι οι παραλίες με βότσαλα και πέτρες – αμμώδεις παραλίες μπορεί κάποιος να βρει μόνο στο πιο δυσπρόσιτο νότιο τμήμα του νησιού.
Επίσης πολύ χαρακτηριστικά για το νησί είναι και τα περίπου ελεύθερα κατσίκια, που τα συναντά κανείς σχεδόν παντού. Για το ίδιο το νησί πάντως αποτελούν οικολογικό κίνδυνο, αφού είναι ανεξέλεγκτα και καταστρέφουν οποιαδήποτε βλάστηση. Το πρόβλημα γίνεται ίσως πιο έντονο λόγω και του είδους των τουριστών που ελκύει το νησί: πολλοί έχουν μάλλον χίππικο στυλ και είναι συχνά χορτοφάγοι. Συνεπώς δεν καταναλώνουν και κατσικίσιο κρέας, κάτι που θα βοηθούσε και σε κάποιο περιορισμό του αριθμού των κατσικιών (εμείς πάντως κάναμε ότι μπορούσαμε για να συνεισφέρουμε στην αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας του νησιού).
Συνολικά αυτό το ταξίδι διήρκησε 14 μέρες. Συμπεριέλαβε περιοχές που μοιάζουν διαφορετικές, αν και ιστορικά ανήκουν σε έναν λίγο πολύ ενιαίο χώρο. Σίγουρα αυτήν την εποχή βρίσκονται σε πολύ διαφορετική φάση ανάπτυξης: από τις δύο μετασοσιαλιστικές χώρες, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, που έχουν αφήσει μεν πίσω τους τη φάση ραγδαίας φτωχοποίησης, αλλά ακόμα παλεύουν με τις συνέπειές της, χωρίς να έχουν βρει ένα δρόμο που εξασφαλίζει σιγουριά για το μέλλον. Μετά στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη Τουρκία, που πολλοί θέλουν να πιστεύουν ότι έκανε το μεγάλο βήμα προς τα μπρος – όπου όμως η ανάπτυξη δημιουργεί νέα προβλήματα και εντάσεις, χωρίς να έχει λύσει πολλά από τα παλιά. Και τέλος πίσω στη μελαγχολική Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, που τη δική της περίοδο ανάπτυξης την έχει αφήσει πίσω της, και προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια από την κατάρρευση ενός έτσι κι αλλιώς ασταθούς οικοδομήματος.
Παρ’ όλες τις διαφορές, υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο, σημάδι της σύγχρονης Ιστορίας: τα ίχνη των (συχνά βίαιων) μετακινήσεων πληθυσμών, που ήταν η βάση για να δημιουργηθούν αυτά τα σύγχρονα έθνη-κράτη. Τέτοια ίχνη ήταν εμφανή σε πολλά σημεία του ταξιδιού, με διαφορετικά θύματα και θύτες κάθε φορά.
Το τι έχουν διδαχτεί οι λαοί των Ανατολικών Βαλκανίων από τις πρόσφατες (επιφανειακά διαφορετικές, αλλά στο βάθος τελικά ίσως παρόμοιες) ιστορικές τους εμπειρίες, είναι κάτι που θα το δείξει το μέλλον. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αυξηθεί οι επαφές και το πέρασμα αυτών των συνόρων, για διαφορετικούς λόγους: δουλειά, παραθερισμό, νοσταλγία. Και με τον τρόπο μας συμμετείχαμε και εμείς σ’ αυτό.