Εκσυγχρονισμος και η σχεση του με τη Δυση

Κλασσικό

Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.

Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.

Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.

Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.

Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.

Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):

Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.

Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.

Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).

8 χρονια μετα το Γκεζι – και την Ταχριρ

Κλασσικό

Έχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που μια μικρή διαμαρτυρία ενάντια σε ένα σχέδιο ανάπλασης στην Κωνσταντινούπολη, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη μέχρι τότε κρίση της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Μιλάμε βέβαια για την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί. Ήταν μια περίοδος που γενικά στην περιοχή μας υπήρχε μια εξεγερσιακή ατμόσφαιρα: η Αραβική Άνοιξη, το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, άλλα κινήματα στην Κροατία και τη Ρουμανία, ήταν ήδη πίσω μας ή σε εξέλιξη, ενώ σύντομα θα ακολουθούσαν και οι εξεγέρσεις σε Βουλγαρία και Βοσνία.

Παρά αυτό το γενικότερο εξεγερσιακό περιβάλλον, για πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές τα γεγονότα του Γκεζί ήρθαν εντελώς απρόσμενα. Σε αντίθεση με άλλες γειτονικές βαλκανικές και αραβικές χώρες που βίωναν κρίσεις διάφορων ειδών (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές), η Τουρκία είχε πίσω της μια δεκαετία σχεδόν συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, ένα σταθερό καθεστώς με δημοκρατική νομιμοποίηση που θα ζήλευαν πολλά ευρωπαϊκά κράτη (49,8% στις εκλογές του 2011) και με μια εσωτερική κατάσταση που έμοιαζε περισσότερο ανεκτική και λιγότερο βίαιη από το πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα βέβαια, η εικόνα και της Τουρκίας και του ερντογανικού καθεστώτος είναι πολύ διαφορετική: στην ουσία, η εξέγερση του Γκεζί ήταν το σημείο καμπής, που σηματοδότησε αυτή την αλλαγή.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης – τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Η ίδια χρονιά όμως ήταν σημαδιακή και για την άλλη μεγάλη χώρα της περιοχής: την Αίγυπτο (οι δυο τους μαζί συγκεντρώνουν σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της περιοχής μας, ας μην το ξεχνάμε). Εκεί, η εξέγερση μετρούσε ήδη δύο χρόνια ζωής και δεν έλεγε να τελειώσει. Όταν είχα βρεθεί τον Φεβρουάριο του ’13 στο Κάιρο, η πλατεία Ταχρίρ ήταν ακόμα γεμάτη με σκηνές, ενώ μέσα σε δέκα μόνο μέρες παραμονής στη χώρα, συνάντησα εντελώς τυχαία και δύο διαδηλώσεις, μία στο Κάιρο και μία στο Ασουάν. Ο κόσμος ήταν βέβαια ήδη κουρασμένος από αυτό το κλίμα έκτακτης ανάγκης, το οποίο μεταξύ άλλων είχε και βαριές συνέπειες για τον τουρισμό. Ένας μαγαζάτορας έτυχε μάλιστα να μου εκφράσει την (προφητική) επιθυμία του να ησυχάσουν τα πράγματα, μέσω της κατάληψης της εξουσίας από τον στρατό. Πάντως, η ελπίδα ήταν ακόμα ζωντανή – και η σύγκριση με την Αθήνα, όπου η κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος είχε διαλυθεί το 2011 με ευκολία, μετά από μόλις δύο μήνες, ήταν αποκαρδιωτική.

Εικόνες από την πλατεία Ταχρίρ (Φεβρουάριος 2013)

Τελικά, όπως ξέρουμε, η ευχή του μαγαζάτορα πραγματοποιήθηκε. Λίγους μόλις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2013, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον μέχρι τότε Υπουργό Άμυνας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Τα όποια δημοκρατικά βήματα είχαν γίνει στα δυόμιση προηγούμενα χρόνια, ακυρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Οκτώ χρόνια μετά, ο Σίσι βρίσκεται ακόμα στην εξουσία, επικεφαλής ενός στρατιωτικού καθεστώτος πιο αυταρχικού ακόμα κι από αυτό του Μουμπάρακ. Η πλατεία Ταχρίρ με τις σκηνές των διαδηλωτών μοιάζει σαν εικόνα από άλλη μακρινή εποχή.

Πολλοί βέβαια θα έλεγαν ότι το να βάζουμε στην ίδια κατηγορία τον Σίσι και τον Ερντογάν είναι εξωφρενικό. Εξάλλου πρόκειται και για δύο καθεστώτα σχεδόν ανοικτά εχθρικά μεταξύ τους. Οι οπαδοί του Ερντογάν θα τόνιζαν ότι αυτός είναι ένας δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης που έχει επιβιώσει από σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό χάρη στην ευρεία λαϊκή στήριξη που απολαμβάνει, ενώ ο Σίσι ήρθε στην εξουσία ακριβώς με ένα αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση στην Τουρκία είναι όχι μόνο νόμιμη, αλλά μπορεί ακόμα και να κερδίζει τη δημαρχία στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Αντίθετα, στην Αίγυπτο μια πραγματική αντιπολίτευση ουσιαστικά δεν υπάρχει.

Από την άλλη, οι υπερασπιστές του Σίσι θα ισχυρίζονταν ότι ήταν αυτός που εμπόδισε την εγκαθίδρυση ενός ισλαμιστικού θεοκρατικού καθεστώτος, παρόμοιου με αυτό στο Ιράν (και με αυτό που θα ήθελε να επιβάλει ο Ερντογάν στην Τουρκία, θα έλεγαν κάποιοι). Αν δεν επενέβαινε ο στρατός, η από τον Ερντογάν υποστηριζόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα θα κατέλυε έτσι κι αλλιώς τη δημοκρατία και θα έπαιρνε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Εξάλλου, οι ογκώδεις διαδηλώσεις έδειξαν ότι ο Σίσι είχε και την έγκριση του αιγυπτιακού λαού, στο όνομα του οποίου πάντα ενεργούσε.

Πέρα όμως από την αντιπαλότητα Ερντογάν-Σίσι και τις όποιες ιδεολογικές ή γεωπολιτικές διαφορές, μπορεί κάποιος να πει ότι εκπροσωπούν σήμερα κάτι παρόμοιο, όπως ισχυρίζεται η Reem Abou-El-Fadl σε άρθρο της στη Jadaliyya; Και οι δύο έχουν πλέον ταυτιστεί με την αυταρχική στροφή στη χώρα τους. Και οι δύο υπερασπίζονται αυτόν τον αυταρχισμό, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους ως τρομοκράτες ή/και πράκτορες ξένων συμφέροντων. Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο εμφανίζονται (παρά τους κατά καιρούς υψηλούς τόνους της αντι-δυτικής ρητορικής του Ερντογάν), πρόθυμοι να υπηρετήσουν δυτικά ή ευρωπαϊκά συμφέροντα, σε κρίσιμους τομείς όπως π.χ. η αντι-μεταναστευτική πολιτική.

Όταν αναλύουμε την πολιτική κατάσταση στην περιοχή μας, μπορεί ίσως να δίνουμε υπερβολική σημασία σε συχνά πρόσκαιρες γεωπολιτικές συμμαχίες και αντιπαλότητες. Η επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται το πολιτικό παιχνίδι πιθανόν να μετράει περισσότερο μακροπρόθεσμα. Και από αυτή την άποψη, ο Ερντογάν και ο Σίσι ενδεχομένως να έχουν πιο πολλά που τους ενώνουν παρά που τους χωρίζουν. Εξάλλου, στους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε και τις πρώτες προσπάθειες προσέγγισης Τουρκίας-Αιγύπτου – προς απογοήτευση πολλών δικών μας, που τόσα έχουν επενδύσει στη συμμαχία με τον σαουδο-ισραηλινο-αιγυπτιακό άξονα εναντίον της Τουρκίας.

Παρά τις σημαντικές διαφορές, το καλοκαίρι του 2013 ίσως ήταν και για τις δύο χώρες ένα παρόμοιο σημείο καμπής. Αρχικά γέννησε πολλές ελπίδες. Τελικά, σημάδεψε το τέλος μιας πορείας εκδημοκρατισμού και την επιστροφή στον αυταρχισμό, σε μορφές ίσως χειρότερες και από τις παλιότερες. Προσέφερε όμως ταυτόχρονα και χρήσιμα μαθήματα, π.χ. ποιες είναι οι δυνατότητες και ποια τα όρια των συμμαχιών ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, όταν αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν ένα φαινομενικά πανίσχυρο καθεστώς.

Και στις δύο χώρες, το 2013 σίγουρα δεν ήταν το τέλος του δρόμου. Μπορεί το τουρκικό καθεστώς να μοιάζει λιγότερο σταθερό και αισιόδοξο για την διατήρησή του σήμερα, ενώ αντίθετα το αιγυπτιακό καθεστώς, παρά τα ραγίσματά του, να μην δείχνει πολύ τρωτό αυτή την στιγμή. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και ο Μουμπάρακ, λίγο πριν την πτώση του, ένιωθε τόση αυτοπεποίθηση ώστε να ετοιμάζει τον γιο του ως διάδοχο. Αν τελικά μέσα στα επόμενα χρόνια έχουμε κάποια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία σε κατεύθυνση εκδημοκρατισμού (κάτι που βέβαια δεν θα έρθει απλώς και μόνο με μια αλλαγή κυβέρνησης), αυτό μπορεί τελικά να επηρεάσει και άλλα καθεστώτα της περιοχής, με τρόπους που ίσως αυτά δεν περιμένουν.