Σιωνισμος, αντισιωνισμος και μετασιωνισμος

Κλασσικό

Οι τελευταίες ταραχές στην Παλαιστίνη, που κάποιοι τις ερμηνεύουν και ως έναρξη μιας τρίτης Ιντιφάντα, δείχνουν ότι το Παλαιστινιακό παραμένει επίκαιρο. Παρά το ότι με τις εξελίξεις στα τελευταία χρόνια (Πόλεμος στο Ιράκ, Αραβική Άνοιξη, Συριακός Εμφύλιος) μπορεί πλέον αυτό να μην μοιάζει το πιο σημαντικό πρόβλημα της Μέσης Ανατολής, όσο μένει άλυτο παραμένει επικίνδυνο, με πιθανές συνέπειες για όλη την περιοχή. Είναι άρα σημαντικό να δούμε την ιδεολογική βάση του θέματος.

Η βία και ο ρατσισμός ως συστατικά στοιχεία του Σιωνισμού

Εκ πρώτης όψεως ο σιωνισμός μπορεί να φαίνεται πολύ παρόμοιος με τους άλλους εθνικισμούς της περιοχής. Ο στόχος του είναι η ίδρυση/υπεράσπιση ενός εβραϊκού έθνους-κράτους, στα πρότυπα των δυτικών εθνών-κρατών. Γι’ αυτόν το σκοπό πρέπει να καταπολεμηθεί ή να αφομοιωθεί ό,τι μέσα στο έδαφος αυτού του κράτους δεν ταιριάζει στο έθνος, δηλαδή ό,τι δεν είναι εβραϊκό. Ούτε ο ελληνικός ούτε ο τουρκικός, αλλά ούτε και ο αραβικός εθνικισμός διαφέρουν πολύ σ’ αυτόν τον τομέα.

Υπάρχουν όμως και κάποιες ουσιαστικές διαφορές. Ο ελληνικός ή ο τουρκικός εθνικισμός μπορεί να ήταν επίσης βίαιοι και να στήριξαν τη δημιουργία του δικού τους έθνους-κράτους σε πολιτικές εθνοκάθαρσης ή/και βίαιης αφομοίωσης.  Τα κράτη όμως ιδρύθηκαν σε εδάφη, στα οποία το αντίστοιχο έθνος ήταν ήδη από πριν στην πλειοψηφία. Υπήρχαν δηλαδή οι αντικειμενικές συνθήκες για να στηριχθεί το νέο κράτος από την πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού. Η εθνοκάθαρση και η αφομοίωση έδρασαν υποστηρικτικά, μειώνοντας το βάρος των μειονοτήτων, θα μπορούσαν όμως τουλάχιστον θεωρητικά (αν και στη πράξη πολύ δύσκολα) ν’ αποφευχθούν. Το έθνος-κράτος θα ήταν μεν λιγότερο «καθαρό», παρ’ όλα αυτά ακόμα βιώσιμο. Εξάλλου υπάρχουν αρκετά παραδείγματα εθνών-κρατών που είναι σχετικά σταθερά παρά την επιβίωση των εθνικών μειονοτήτων (π.χ. Ρουμανία, Ιράν, Φινλανδία).

Αντίθετα, στο έδαφος του σημερινού κράτους του Ισραήλ, οι Εβραίοι ήταν στους τελευταίους αιώνες πάντα μια μικρή μειοψηφία. Ακόμα και μετά τη μαζικότερη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη, με το πιο ισχυρό δυνατό κίνητρο (Ολοκαύτωμα), αυτοί δεν μπόρεσαν να γίνουν πλειοψηφία. Στην περίπτωση του Ισραήλ η βίαιη εκδίωξη του ντόπιου πληθυσμού ήταν δηλαδή απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του έθνους-κράτους: χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε καν να να συζητηθεί το θέμα.

Το ότι η βία ήταν συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας τους, ήταν συνειδητό στους πρώτους Σιωνιστές, οι οποίοι ήταν μάλιστα και αρκετά ειλικρινείς στο δημόσιο τους λόγο. Αρκεί κάποιος να ανατρέξει στα λόγια προσωπικοτήτων τόσο σημαντικών όσο του πρώτου πρωθυπουργού του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ή του Μοσέ Νταγιάν και του Ζεέβ Ζαμποτίνσκυ, για να δει ότι αυτοί δεν έτρεφαν αυταπάτες για το πως μπορεί να επιβιώσει ένα εβραϊκό κράτος.

Ο Ζεέβ Ζαμποτίνσκυ (1880-1940) ήταν από τους πιο σημαντικούς Σιωνιστές ακτιβιστές, ιδρυτής του πρώτου σύγχρονου εβραϊκού στρατού, της Εβραϊκής Λεγεώνας, που έλαβε μέρος στον Α' Παγκόσμιο στο πλευρό των Βρετανών. Σ' αυτόν ανήκει η πατρότητα της έκφρασης "σιδερένιο τείχος": "Δεν μπορούμε να δώσουμε καμία αποζημίωση για την Παλαιστίνη, ούτε στους Παλαιστίνιους, ούτε σε άλλους Άραβες. Μια εθελοντική συμφωνία είναι άρα αδιανόητη. Ο εποικισμός, ακόμα και ο πιο περιορισμένος, πρέπει να συνεχιστεί παρά τη θέληση του γηγενούς πληθυσμού. Μπορεί άρα να συνεχιστεί και να αναπτυχθεί μόνο κάτω από την ασπίδα της βίας, που συνιστά ένα Σιδερένιο Τείχος, το οποίο ο ντόπιος πληθυσμός δεν μπορεί ποτέ να διαπεράσει." http://zeevjabotinsky.com/

Ο Ζεέβ Ζαμποτίνσκυ (1880-1940) ήταν από τους πιο σημαντικούς Σιωνιστές ακτιβιστές, ιδρυτής του πρώτου σύγχρονου εβραϊκού στρατού, της Εβραϊκής Λεγεώνας, που έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο στο πλευρό των Βρετανών. Σ’ αυτόν ανήκει η πατρότητα της έκφρασης σιδερένιο τείχος: «Δεν μπορούμε να δώσουμε καμία αποζημίωση για την Παλαιστίνη, ούτε στους Παλαιστίνιους, ούτε σε άλλους Άραβες. Μια εθελοντική συμφωνία είναι άρα αδιανόητη. Ο εποικισμός, ακόμα και ο πιο περιορισμένος, πρέπει να συνεχιστεί παρά τη θέληση του γηγενούς πληθυσμού. Μπορεί άρα να συνεχιστεί και να αναπτυχθεί μόνο κάτω από την ασπίδα της βίας, που συνιστά ένα Σιδερένιο Τείχος, το οποίο ο ντόπιος πληθυσμός δεν μπορεί ποτέ να διαπεράσει.»
http://zeevjabotinsky.com/

Θα μπορούσε φυσικά κάποιος να φέρει το παράδειγμα της Αμπχαζίας ή της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείας Κύπρου», όπου επίσης το έθνος στο οποίο βασίστηκε το κράτος ήταν μειοψηφικό και η εθνοκάθαρση απαραίτητη. Υπάρχει όμως ακόμα ένα στοιχείο που διαφοροποιεί το Σιωνισμό από άλλους εθνικισμούς στην περιοχή. Στην περίπτωση του Ισραήλ, οι ιδρυτές του κράτους δεν προέρχονταν οι ίδιοι από την περιοχή, αλλά από τη Δυτική Ευρώπη.

Ήδη σε άλλο άρθρο του μπλογκ έχει γίνει αναφορά στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στο κυρίαρχο ασκενάζικο (δηλαδή ευρωπαϊκής καταγωγής) στοιχείο από τη μια και στο σεφαρδίτικο/μεσανατολίτικο στοιχείο από την άλλη, μέσα στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας του Ισραήλ. Αυτή η αίσθηση ανωτερότητας φυσικά εκφράζεται ακόμα πιο καθαρά στη σχέση Εβραίων-Αράβων. Αυτό ίσως δεν είναι άσχετο με μια ιδέα πολιτισμικής υπεροχής των Ευρωπαίων Εβραίων, που προέρχεται περισσότερο από την ευρωπαϊκότητα παρά από την εβραϊκότητά τους.

Εξάλλου και το ίδιο το κράτος κι η κοινωνία του Ισραήλ προσπαθούν να παρουσιαστούν ως πιο συγγενικά στις «δυτικές/ευρωπαϊκές αξίες», σε σχέση με τα άλλα της περιοχής. Κάτι που αναγκαστικά αποξενώνει την ισραηλινή κοινωνία από το περιβάλλον της και την κάνει πιο ανοικτή σε συνεργασία με ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτήν την αξία της ύπαρξης ενός ασκενάζικου, από τη φύση του φιλοδυτικού κράτους, σε μια τόσο κρίσιμη περιοχή, φαίνεται ότι διέκριναν από νωρίς οι Βρετανοί, χωρίς τους οποίους αυτό το κράτος μάλλον δεν θα είχε γίνει ποτέ πραγματικότητα. Δεν είναι άρα μάλλον μεγάλη υπερβολή να δούμε το κράτος του Ισραήλ ως μια διάδοχη μορφή της αποικιοκρατίας.

Αντίδραση στο Σιωνισμό

Όλα αυτά μπορεί να αποδεικνύουν την επικίνδυνη φύση του Σιωνισμού. Το ερώτημα όμως είναι: ποιά πρέπει να είναι η αντίδραση σ’ αυτόν; Η απλή απόρριψη του συμβιβασμού της λύσης δύο κρατών, και η ιδέα ενός κοινού κράτους Εβραίων και Παλαιστινίων χωρίς διαχωρισμούς, μπορεί να μοιάζουν σαν ηθικά σωστά. Έφεραν όμως αποτελέσματα όλα αυτά τα χρόνια; Το σιωνιστικό κράτος δεν είναι απλά ακόμα εκεί, αλλά έχει βγάλει και αρκετά δυνατές ρίζες. Αν τις πρώτες δεκαετίες φαινόταν ακόμα λογικό να θέλεις να το ακυρώσεις, σήμερα αυτό είναι πολύ πιο περίπλοκο.

Ο Ντάνιελ Καν, Εβραίος τραγουδοποιός, ρωτήθηκε κάποτε σε μια συνέντευξη για τη θέση του σχετικά με το Ισραήλ. Ως μέρος της απάντησής του είπε τα εξής: «Πιστεύω ότι οι κριτικές φωνές μέσα στην πολιτική Αριστερά εκτός του Ισραήλ πρέπει να μάθουν από τις κριτικές φωνές μέσα στο Ισραήλ, που δεν ενδιαφέρονται να είναι αντισιωνιστικές, επειδή καταλαβαίνουν ότι ο αντισιωνισμός είναι ο ίδιος μια ξεπερασμένη ιδεολογία. Έφτασε η ώρα για ένα πραγματικά μετασιωνιστικό διάλογο».

Ασχέτως του τι ακριβώς εννοούσε ο Καν, μπορεί να μην είναι κακή ιδέα να σκεφτούμε λίγο πάνω σ’ αυτό. Ήρθε ίσως η στιγμή να προχωρήσουμε πέρα από το δίλημμα σιωνισμός/αντισιωνισμός; Σε μια εποχή που λόγω μετανάστευσης τα έθνη-κράτη έτσι κι αλλιώς άρχισαν να χάνουν τον εθνικό χαρακτήρα τους, μπορεί να μην είναι πλέον το σημαντικότερο ζήτημα αν υπάρχουν ένα ή δύο κράτη στην Παλαιστίνη. Το σημαντικότερο είναι οι κανόνες που θα καθορίζουν το πως θα ζουν οι διαφορετικές εθνότητες, οι σχέσεις μεταξύ τους και με το κράτος.

Ακόμα δηλαδή κι αν παραμείνει ένα κράτος με το όνομα «Ισραήλ», αυτό θα έχει λίγη σημασία, αν αυτό είναι ανοικτό στη μετανάστευση από τις γειτονικές χώρες, αν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (ίσως και η πλειοψηφία) είναι αραβικής ή άλλης μη εβραϊκής εθνότητας και ζει σε καθεστώς απόλυτης ισοτιμίας με το εβραϊκό στοιχείο. Το αστέρι του Δαβίδ στη σημαία δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά ένα κενό σύμβολο – δεν θα έχει πλέον σημασία αν διατηρηθεί ή όχι.

Ίσως μπορεί δηλαδή ο αγώνας των Παλαιστινίων, αλλά και του φιλειρηνικού τμήματος της ισραηλινής κοινωνίας, να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων και κανόνων που θα φέρουν αυτήν την απόλυτη ισοτιμία – ανεξάρτητα από τον τίτλο της συνολικής πολιτικής λύσης, η οποία εξάλλου μπορεί να αργήσει γι’ ακόμα αρκετές δεκαετίες. Και ίσως ακόμα αυτή η ιδέα να είναι εφαρμόσιμη και σε άλλα προβλήματα της περιοχής, όπως το Κουρδικό ή το Κυπριακό. Μπορεί τελικά να είναι ο μοναδικός δρόμος για να λυθούν αυτά τα προβλήματα από τα κάτω, κι όχι από τα πάνω, όπως επιχειρείται τις τελευταίες δεκαετίες – με ελάχιστη επιτυχία.

Κεμαλισμός, δεξιά και αριστερά

Κλασσικό

Ο κεμαλισμός είναι από τις λίγες γνωστές σύγχρονες ιδεολογίες που έχουν ανατολικομεσογειακή προέλευση – και μάλιστα έχει πάρει το όνομα της από έναν Μακεδόνα. Αξίζει άρα να ασχοληθούμε και μαζί της σ’ αυτό το μπλογκ.

Είναι όμως όντως ο κεμαλισμός μια ιδιαιτερότητα της περιοχής μας; Πρόκειται για μια μορφή τούρκικου εθνικισμού, και ο εθνικισμός όπως ξέρουμε είναι ιδεολογία με δυτική προέλευση και σχεδόν παγκόσμια εξάπλωση. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί καταφατικά. Ο εθνικισμός κεμαλικού τύπου πήρε τη συγκεκριμένη του μορφή λόγω των ιδιαιτεροτήτων της οθωμανικής και μεταοθωμανικής πραγματικότητας.

Ο Ατατούρκ ως «ιστορικός ηγέτης του Τρίτου Κόσμου»

Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. http://www.biography.com/people/mustafa-kemal-ataturk-20968109

Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Πηγή εικόνας

Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Ατατούρκ εκλαμβάνεται στην Ελλάδα με δύο τρόπους. Από τη μια, ως σύμβολο ενός βίαιου τουρκικού εθνικισμού, ως σφαγέας του μικρασιατικού Ελληνισμού – λογικό, αφού ήταν υπεύθυνος για τη Μικρασιατική Καταστροφή, που άφησε τόσο βαθύ τραύμα στη σύγχρονη Ελλάδα. Από μια πιο μετριοπαθή άποψη, μπορεί να του αναγνωρίζεται ένας θετικός ρόλος ως εκσυγχρονιστή μιας υπανάπτυκτης μουσουλμανικής κοινωνίας.

Η ερμηνεία όμως του πολιτικού φαινομένου «Κεμάλ Ατατούρκ» που εγώ θεωρώ πιο ενδιαφέρουσα είναι αυτή που εστιάζει στον αντι-ιμπεριαλιστικό και αντιαποικιοκρατικό χαρακτήρα της «Κεμαλικής Επανάστασης». Ο πόλεμος του 1919-22 ήταν όντως για τους Τούρκους εθνικο-απελευθερωτικός εναντίον του δυτικού ιμπεριαλισμού. Είναι λογικό ότι μια τέτοια άποψη δεν είναι δημοφιλής στην Ελλάδα, αν σκεφτούμε τι κόστος είχε για τον Ελληνισμό η νίκη του κεμαλικού στρατού. Αρκεί όμως μια ματιά στο χάρτη της συνθήκης των Σεβρών, για να καταλάβουμε ότι ο κίνδυνος να έχει η Τουρκία παρόμοια μοίρα με άλλες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής ήταν πραγματικός.

Η Συνθήκη των Σεβρών, με βάση την οποία μόνο το καθαρό πορτοκαλί τμήμα θα παρέμενε ως ανεξάρτητο τουρκικό κράτος. Τα υπόλοιπα εδάφη είτε θα παραχωρούνταν σε γειτονικά κράτη, είτε θα ανήκαν στις σφαίρες επιρροής δυτικών δυνάμεων (διαγραμμισμένα τμήματα). https://chronicle.fanack.com/turkey/history-past-to-present/emergence-of-the-turkish-state/

Η Συνθήκη των Σεβρών, με βάση την οποία μόνο το στο χάρτη καθαρό πορτοκαλί τμήμα θα παρέμενε ως ανεξάρτητο τουρκικό κράτος. Τα υπόλοιπα εδάφη είτε θα παραχωρούνταν σε γειτονικά κράτη, είτε θα ανήκαν στις σφαίρες επιρροής δυτικών δυνάμεων (διαγραμμισμένα τμήματα).
Πηγή εικόνας

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε όμως μετατραπεί σε ημιαποικία ήδη πολύ πριν τον Α’ Παγκόσμιο. Μέσω των διομολογήσεων, δηλαδή των εμπορικών συμφωνιών που είχαν συνάψει πολλά ευρωπαϊκά κράτη με την Αυτοκρατορία, τα τελευταία είχαν εξασφαλίσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τα προϊόντα τους, εξοντώνοντας την ντόπια βιοτεχνία ή και όποια βιομηχανία υπήρχε. Η οικονομική αδυναμία του οθωμανικού κράτους είχε ως αποτέλεσμα αυτό να καταφύγει στον εξωτερικό δανεισμό και τελικά να χρεοκοπήσει το 1876. Από το 1881 και μετά αναγκάστηκε να ανεχτεί την παρουσία μιας Επιτροπής Χρέους από εκπροσώπους των δυτικών δυνάμεων, που έλεγχε τα δημοσιονομικά του κράτους, και έτσι απέκτησε και μεγάλη πολιτική δύναμη – κάτι ανάλογο με την Τρόικα στη σημερινή Ελλάδα.

Οι κεμαλικοί έδωσαν ιδιαίτερο βάρος στην κατάργηση των διομολογήσεων, αυτό το σύμβολο της εξάρτησης από τη Δϋση – και τελικά το πέτυχαν. Πέτυχαν επίσης τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους. Ακόμα, ο Ατατούρκ εφάρμοσε κρατιστική οικονομική πολιτική, με στόχο την οικονομική ανεξαρτησία. Η κρατική επέμβαση στην οικονομία ήταν προϋπόθεση για να προστατευθεί η ντόπια βιομηχανία και (μικρο)αστική τάξη από το ξένο ανταγωνισμό και να τους δοθεί η δυνατότητα να αναπτυχθούν.

Μ’ αυτήν την έννοια, ο κεμαλισμός ήταν όντως και μια εθνικο-απελευθερωτική και αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία, και μάλιστα πριν τέτοιες ιδεολογίες κυριαρχήσουν στον «Τρίτο Κόσμο». Ήταν μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού μιας υπανάπτυκτης χώρας με βάση δυτικά πρότυπα, όχι όμως μέσω υποταγής στη Δύση, αλλά και μέσω ενδεχόμενης σύγκρουσης μ’ αυτήν.

Αυτή η επιδίωξη της ανεξαρτησίας, που με τα λόγια του Ατατούρκ έπρεπε να επεκτείνεται σε όλους τους τομείς «πολιτικό, δημοσιονομικό, οικονομικό, δικαστικό, στρατιωτικό» ήταν κάτι μάλλον πρωτόγνωρο στην περιοχή μας, όπου κατά κανόνα τα μικρά έθνη-κράτη αναζητούσαν την προστασία μιας Μεγάλης Δύναμης. Αντίθετα η εξωτερική πολιτική του Ατατούρκ ήταν ουδετερεστική: απέφευγε την πρόσδεση σε κάποια από τις δυτικές δυνάμεις και δεν δίστασε να συνάψει καλές σχέσεις με το μεγαλύτερο εχθρό της Δύσης, τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η «αντι-ιμπεριαλιστική σύνδεση» με τους Σοβιετικούς θα διαρκούσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του Ατατούρκ και έμελλε να εγκαταλειφθεί μόλις μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Αυτόν το συνδυασμό ουδετεριστικής εξωτερικής και εκσυγχρονιστικής-κρατιστικής εσωτερικής πολιτικής θα υιοθετούσαν μετά το Β’ Παγκόσμιο πολλά νέα ανεξάρτητα κράτη του Τρίτου Κόσμου, κυρίως πρώην αποικίες – εξ’ ου και ο τίτλος «ιστορικός ηγέτης του Τρίτου Κόσμου» για τον Ατατούρκ, που χρησιμοποιεί ο Δημήτρης Κιτσίκης. Σ’ αυτήν τη διάσταση της πολιτικής του θα βρει σημείο αναφοράς και ο «αριστερός κεμαλισμός», όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Παρ’ όλα τα κοινά όμως της κεμαλικής πολιτικής με τα τριτοκοσμικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, υπάρχει και κάτι που ίσως τη διαφοροποιεί. Η Αίγυπτος του Νάσερ ή η Ινδία του Νεχρού ήθελαν τον εκσυγχρονισμό τους χωρίς να έχουν καμία ελπίδα να θεωρηθούν μέρος της «Δύσης», λόγω γεωγραφικής θέσης. Αντίθετα, η Τουρκία του Κεμάλ ήταν μια χώρα κοντινή στη Δύση (όχι μόνο γεωγραφικά), κατά ένα τμήμα μάλιστα ευρωπαϊκή. Η πολιτική του μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε τελικό στόχο την ένταξη της χώρας στο «σύγχρονο δυτικό κόσμο», αδιαφορώντας για τον παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα – κι αυτό φέρνει τον κεμαλικό εκσυχρονισμό πιο κοντά σ’ αυτόν των γειτονικών βαλκανικών κρατών. Ο αντι-ιμπεριαλισμός του Κεμάλ και των συντρόφων του μπορεί δηλαδή να ήταν γι’ αυτούς απλά ένα χρήσιμο εργαλείο στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.

Ο κεμαλισμός στην εποχή του Κεμάλ: βασικές αρχές

Είναι σημαντικό να δούμε πως περιέγραψε τον κεμαλισμό ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ και οι σύντροφοί του. Το συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος το 1931 όρισε έξι βασικές αρχές, τα λεγόμενα «έξι βέλη» του κεμαλισμού.

Τα έξι βέλη του κεμαλισμού, σύμβολο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, που θεωρείται σήμερα και ο κύριος εκφραστής του κεμαλισμού. https://en.wikipedia.org/wiki/Republican_People%27s_Party_(Turkey)

Τα έξι βέλη, σύμβολο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, που θεωρείται και σήμερα κύριος εκφραστής του κεμαλισμού.
Πηγή εικόνας

Ο ρεπουμπλικανισμός αναφέρεται στην κατάργηση του Σουλτανάτου και την αντικατάστασή του από ένα «δημοκρατικό» καθεστώς. Φυσικά η διακυβέρνηση του Κεμάλ κάθε άλλο παρά δημοκρατική με σύγχρονους όρους ήταν, αλλά μάλλον μια προσωποκεντρική δικτατορία. Παρ’ όλα αυτά, η κατάργηση της δυναστείας και της παλιάς οθωμανικής ελίτ ήταν σίγουρα σημαντικό βήμα στην πορεία του τουρκικού εκδημοκρατισμού.

Ο εθνικισμός είναι η μεταφορά της ιδέας του έθνους-κράτους στα τουρκικά-οθωμανικά δεδομένα. Φυσικά έχει μέσα του και την ιδέα μιας τουρκικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας – παρ’ όλα αυτά ήταν ίσως ο πρώτος από τους εθνικισμούς της περιοχής που δεν είχε αλυτρωτικούς σκοπούς και στόχευε ειλικρινά στην ειρήνη με τις γειτονικές χώρες, στη βάση του σεβασμού των συνόρων.

Ουσιαστικά αντικατέστησε την οθωμανική παράδοση πίστης σε μια μουσουλμανική κοινότητα μ’ αυτή σε ένα σύγχρονο τουρκικό έθνος, με κοινή γλώσσα και πολιτισμό. Παραδόξως όμως, στην πράξη το κοινό στοιχείο πάνω στο οποίο κτίστηκε αυτό το έθνος ήταν ακριβώς η μουσουλμανική θρησκευτική ταυτότητα: η κοινή γλώσσα και ο πολιτισμός έπρεπε σε μεγάλο βαθμό να επιβληθούν στη συνέχεια από το κράτος (σχετικό άρθρο, σε σύγκριση και με την Ελλάδα). Αυτή η αντίφαση θα κυνηγάει την Τουρκία μέχρι και τις μέρες μας (βλέπε και το Κουρδικό ζήτημα).

Ο λαϊκισμός ορίζει το έθνος ως «πηγή της εξουσίας και της κυριαρχίας». Δείχνει το φιλολαϊκό πρόσωπο του κεμαλισμού – αλλά έχει μέσα του και την απόρριψη της πάλης των τάξεων (άρα και της κλασσικής αριστερής ιδεολογίας),  στη θέση της οποίας προτάσσει την εθνική ενότητα.

Ο κοσμικισμός αναφέρεται στο διαχωρισμό κράτους-θρησκείας. Αυτό είναι και το στοιχείο που πολλοί εκλαμβάνουν ως κεντρικό του κεμαλισμού, λόγω της σημερινής σύγκρουσης με τον ισλαμισμό. Δεν σημαίνει όμως ότι έτσι ήταν πάντα.

Ο κρατισμός επιβάλλει μεν την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, δεν αντιτάσσεται όμως στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Είναι μια απάντηση στις τότε οικονομικές συνθήκες, αφού μια τουρκική αστική τάξη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και έπρεπε να υποστηριχθεί η δημιουργία της με τη βοήθεια του κράτους – αλλά (κατά τη Σία Αναγνωστοπούλου) και να είναι εξαρτημένη από το κράτος, ώστε να μη λειτουργεί ανατρεπτικά. Ιδιαίτερα μέσα στη δεκαετία του ’30, μετά δηλαδή την παγκόσμια οικονομική κρίση του ’29, ο κρατικός σχεδιασμός της οικονομίας ενισχύθηκε, λαμβάνοντας υπόψη και τα σοβιετικά πρότυπα για μια γρήγορη εκβιομηχάνιση μιας υπανάπτυκτης χώρας.

Ο επαναστατισμός (από κάποιους μεταφράζεται ως μεταρρυθμισμός) εκφράζει το προοδευτικό ριζοσπαστικό στοιχείο στον κεμαλισμό, την ανάγκη δραστικών αλλαγών – κάτι απαραίτητο για τη γρήγορη μετάβαση από ένα απαρχαιωμένο οθωμανικό πλαίσιο στο σύγχρονο κόσμο.

Το πιο σημαντικό ίσως για να κρίνει τη θέση του κεμαλισμού στο διαχωρισμό Δεξιάς-Αριστεράς είναι η επίκληση της εθνικής ενότητας. Ο κεμαλισμός σίγουρα είχε έντονα προοδευτικά και ριζοσπαστικά στοιχεία, απορρίπτει όμως την πάλη των τάξεων και κατ’ επέκταση και των ιδεολογιών . Oι αρχές του κεμαλισμού έπρεπε να ισχύουν για ολόκληρο τον τουρκικό λαό, όπως φάνηκε και με το ότι έγιναν μέρος του Συντάγματος – και όχι να τροφοδοτούν ενδοτουρκικές συγκρούσεις. Όμως στην Ιστορία τα πράγματα σπάνια πάνε με βάση κάποιο πρόγραμμα: η εξέλιξη της τουρκικής κοινωνίας μετά το θάνατο του Ατατούρκ ανέτρεψε αυτόν το σχεδιασμό.

Δεξιός κεμαλισμός και τουρκοϊσλαμική σύνθεση

Από τη διακυβέρνηση του Ατατούρκ μέχρι και τις μέρες μας, ο κεμαλισμός παραμένει η επίσημη ιδεολογία του τουρκικού κράτους. Και όπως με κάθε κρατική ιδεολογία, είναι φυσικό να χάσει στην πορεία πολύ από τον αρχικό της ριζοσπαστισμό.

Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου και μετά η Τουρκία εγκατέλειψε την ουδετεριστική πολιτική και εντάχθηκε στο δυτικό στρατόπεδο. Αυτήν τη φιλοδυτική εξωτερική πολιτική, με μια γερή δόση αντικομμουνισμού, θα ακολουθούσαν όλοι οι συντηρητικοί κεμαλικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί.

Ο «δεξιός κεμαλισμός» είχε και άλλα σημαντικά στοιχεία. Όταν ακόμα ζούσε ο Ατατούρκ, υπήρχε μια εσωκομματική τάση με συμπάθεια προς τα φασιστικά καθεστώτα της εποχής, προσθέτοντας μια δόση ρατσισμού στον τουρκικό εθνικισμό. Μετά το Β’ Παγκόσμιο αυτό συνδυάστηκε και με τάσεις επεκτατισμού, σε αντίθεση με το «φιλειρηνικό» εθνικισμό του Κεμάλ. Ο παντουρκισμός μπορεί να μην έγινε ποτέ μέρος του «επίσημου» κεμαλισμού, αλλά ένα αλυτρωτικό κλίμα έγινε ανεκτό από το κράτος. Αυτό από κάποιους ονομάζεται «ατατουρκισμός«, που εμπεριέχει και ένα επιθετικό αυτοκρατορικό στοιχείο, με αναφορές στο οθωμανικό παρελθόν, σε αντίθεση με τον απλό κεμαλισμό. Κατά κάποιον τρόπο εκφράστηκε και στο Κυπριακό από τη δεκαετία του ’50 και μετά.

Το ίσως όμως πιο σημαντικό ιδεολογικό στοιχείο, που ερχόταν σε αντίθεση με την εποχή της διακυβέρνησης του Ατατούρκ, ήταν η επαναφορά του Ισλάμ στην πολιτική. Εντάθηκε ιδιαίτερα επί κυβέρνησης Μεντερές (1950-60). Τη δεκαετία του ’70 εκφράστηκε ως η ιδεολογία της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης«, που συνέδεσε τον τουρκικό εθνικισμό με τη σουνιτική ισλαμική παράδοση. Η ιδεολογία αυτή ευνοήθηκε από το δεξιό πραξικόπημα του 1980 με το Στρατηγό Εβρέν, και καθόρισε τη μοίρα της Τουρκίας μέχρι και τις μέρες μας.

Σίγουρα ήταν και μια μορφή αντίδρασης στην άνοδο του αντικεμαλικού ισλαμισμού την ίδια εποχή. Προσθέτοντας ισλαμικά στοιχεία στην επίσημη κεμαλική ιδεολογία, υπήρχε η ελπίδα να αφαιρεθεί και ένα κομμάτι του εδάφους που υπήρχε για ισλαμιστική αντικρατική προπαγάνδα. Από την άλλη όμως, σημαντικό κίνητρο ήταν και ο αντικομμουνισμός που αναφέρθηκε πριν: η ελπίδα ότι η θρησκεία θα λειτουργήσει ως αντίδοτο σε μια επικίνδυνη εξάπλωση αριστερών ιδεών.

Υπάρχει όμως ακόμα ένα στοιχείο του δεξιού κεμαλισμού που είναι αντίθετο με τις παραδοσιακές κεμαλικές αρχές: αυτό του οικονομικού φιλελευθερισμού. Εμφανίστηκε ήδη από την εποχή του Μεντερές και εντάθηκε ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, ακολουθώντας και τις διεθνείς τάσεις. Εξάλλου και η ίδια η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε αναφερθεί στα κοινά της πολιτικής της μ’ αυτήν του τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ.

Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν μαζί με τον Τουργκούτ Οζάλ. Ο τελευταίος εκπροσωπούσε τόσο τον νεοφιλευθερισμό όσο και τις ισλαμικές τάσεις του δεξιού κεμαλισμού. Είχε πει χαρακτηριστικά

Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν μαζί με τον Τουργκούτ Οζάλ, προσωπικότητες που σημάδεψαν την εποχή της δεξιάς στροφής της Τουρκίας και μαζί της και του κεμαλισμού.
Πηγή εικόνας

Αριστερή εκδοχή του κεμαλισμού

Η προσπάθεια αριστερής ερμηνείας του κεμαλισμού ξεκίνησε ενώ ακόμα ο ίδιος ο Ατατούρκ ζούσε. Το 1932, μια ομάδα αριστερών διανοούμενων εξέδωσε το περιοδικό «Κάδρο» και είδε την Κεμαλική Επανάσταση από μια (όχι και τόσο ορθόδοξη) μαρξιστική σκοπιά: ως αντίδραση στην επέκταση του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας, ως την πρώτη περίπτωση απελευθέρωσης μιας υπανάπτυκτης ημι-αποικίας. Σύντομα πάντως η κεμαλική ηγεσία σταμάτησε την έκδοση του περιοδικού, μετά από κατηγορίες περί κομμουνισμού. Τα περιθώρια που άφηνε το αυταρχικό καθεστώς του Ατατούρκ για ριζοσπαστικές ιδεολογικές αναζητήσεις δεν ήταν και πολλά.

Με τον καιρό αυτή η κατάσταση άλλαξε, ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα του 1960, που μπορεί να θεωρηθεί και ως μια από τις πρώτες εκφράσεις ενός  «αριστερού» κεμαλισμού από τα πάνω (σε αντίθεση με το καθαρά δεξιό πραξικόπημα του ’80). Έγινε στο όνομα της κοσμικότητας και δημοκρατίας, ανατρέποντας τη δεξιά κυβέρνηση του Μεντερές, που είχε ολοένα και πιο αυταρχικές τάσεις. Ως αποτέλεσμά του, ψηφίστηκε το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα που είχε ποτέ η Τουρκία, αφήνοντας και χώρο στην ανάπτυξη του αριστερού και συνδικαλιστικού κινήματος.

Έτσι δημιουργήθηκε ένα περιβάλλον που προσφερόταν για πιο αριστερές εκδοχές του κεμαλισμού. Σ’ αυτές ανήκει π.χ. και η προερχόμενη από την ομάδα αριστερών διανοούμενων του περιοδικού Yön (=Κατεύθυνση). Προσπάθησαν και αυτοί να δώσουν στον κεμαλισμό ένα αντιιμπεριαλιστικό έως και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Είδαν την Κεμαλική Επανάσταση ως εθνικό δημοκρατικό κίνημα με εχθρό το δυτικό ιμπεριαλισμό και την ντόπια φεουδαρχία. Το προοδευτικό τμήμα της τουρκικής αστικής τάξης ήταν σ’ αυτήν τη φάση ακόμα σύμμαχος, ενώ η επόμενη φάση θα ήταν η πραγματικά σοσιαλιστική. Τόνιζαν τη σημασία του κρατισμού και την ανάγκη δημιουργίας υποδομών, π.χ. στην παιδεία και την υγεία.

Μέρος αυτής της αριστερής στροφής ήταν και ο αυξανόμενος αντιαμερικανισμός. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο και το Κυπριακό και η κατά την τουρκική κοινή γνώμη μεροληπτική αμερικανική στάση. Αλλά ήταν και γενικότερα συνέπεια της εμφανούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ, που έκανε πολλούς να πεθυμούν την αδέσμευτη ουδετεριστική πολιτική του Ατατούρκ. «Ανεξάρτητη Τουρκία» ήταν το σύνθημα της εποχής.

Σ’ αυτό το κλίμα ανόδου των αριστερών ιδεών και του αντιαμερικανισμού, άρχισε και το ίδιο το Ρεπουπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (που ίδρυσε ο Ατατούρκ) να κινείται σε πιο κεντροαριστερή κατεύθυνση. Αυτό εκφράστηκε κυρίως με την άνοδο στην εξουσία του Μπουλέντ Ετζεβίτ. Όσο περίεργο και αν ακούγεται σε μας, η σκληρή πολιτική του τελευταίου στο Κυπριακό ήταν ίσως και μια έκφραση του αντι-ιμπεριαλιστικού αντι-αμερικάνικου κλίματος εκείνης της εποχής στην Τουρκία.

Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ (1925-2006) ήταν ο πολιτικός που εξέφρασε την στροφή του ΡΛΚ

Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ (1925-2006) ήταν ο πολιτικός που εξέφρασε την στροφή του ΡΛΚ «αριστερά από το κέντρο» (κατά τον ίδιο). Προσπάθησε να παρουσιαστεί ως προστάτης των εργατών και των αγροτών, ενώ επιδίωξε ως πρωθυπουργός να ακολουθήσει και μια εξωτερική πολιτική πιο ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Αυτή η «σοσιαλδημοκρατική» εκδοχή του κεμαλισμού είχε πάντως και μια γερή δόση εθνικισμού μέσα της, όπως φάνηκε και στο Κυπριακό: ο Ετζεβίτ έμεινε στην Ιστορία ως ο πρωθυπουργός της εισβολής του ’74.
Πηγή εικόνας


Ο κεμαλισμός μέσα στα χρόνια ακολούθησε μια πορεία διαφορετική ίσως απ’ ό,τι περίμενε ο ίδιος ο ιδρυτής του, όπως φαίνεται από τη διάσπασή του σε αριστερό και δεξιό. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το πραξικόπημα του ’80 εξελίχθηκε σε μια ιδιαίτερα συντηρητική ιδεολογία, συνδεδεμένη με το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας, που έκανε ακόμα και το μετριοπαθή ισλαμισμό του Ερντογάν να μοιάζει προοδευτικός δίπλα του. Με την εκλογή του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, στην ηγεσία του ΡΛΚ, γίνεται πάλι μια προσπάθεια να παίξει ο κεμαλισμός το ρόλο μιας σύγχρονης Κεντροαριστεράς. Δεν φαίνεται πάντως να πείθει και πολλούς ότι είναι μια πραγματικά προοδευτική δύναμη.

Όπως και να έχει, ο κεμαλισμός είναι μια σημαντική ιδεολογική παρακαταθήκη για την Τουρκία – και όχι μόνο.  Ίσως μπορούμε και στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής να σκεφτούμε ποια μέρη του μπορεί να μας είναι χρήσιμα και σήμερα και ποια όχι. Ο κεμαλισμός προσπάθησε να λύσει προβλήματα όπως η έλλειψη παραγωγικότητας της οθωμανικής οικονομίας, η βαθιά εξάρτηση της από τη Δύση, η υπερχρέωση του κράτους, η σχέση του κράτους με τη θρησκεία. Τα κοινά της Ελλάδας του 2015 με την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία σίγουρα δεν λείπουν.

Βιβλιογραφία/πηγές

  • M. Şükrü Hanioğlu (2012): The historical roots of Kemalism. In: Democracy, Islam, & Secularism in Turkey.
  • Sina Akşin: The Nature of the Kemalist Revolution. In: United Nations Association of Turkey & the Youth Section.
  • Λάρκος Λάρκου (2005): Ο Κεμαλισμός σε πρώτο πρόσωπο.
  • Σία Αναγνωστοπούλου (2004): Τουρκικός εκσυγχρονισμός – Ισλάμ και Τουρκοκύπριοι στη δαιδαλώδη διαδρομή του κεμαλισμού.
  • Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ό αιώνα.
  • Sinan Özbek, Christoph Ohm (2012): Kemalismus. In: Historisch-Kritische Wörterbuch des Marxismus.
  • Klaus Kreiser, Christoph K. Neumann (2005): Kleine Geschichte der Türkei.
  • Hakkı Keskin (1980): Die Türkei – Vom Osmanischen Reich zum Nationalstaat – Werdegang einer Unterentwicklung.