Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Β’

Κλασσικό

ΜΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

Η Συμφωνία του Ντέιτον αναφέρθηκε σύντομα και στο προηγούμενο πρώτο μέρος. Με αυτήν τερματίστηκε το 1995 ο πιο σκληρός και αιματηρός των γιουγκοσλαβικών πολέμων, ο πόλεμος της Βοσνίας. Είχαμε μπει (για λίγο) στη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν το (συν)ομοσπονδιακό κράτος, τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Η άλλη οντότητα όμως είναι και η ίδια ομοσπονδία, μια ομοσπονδία δηλαδή μέσα σε άλλη. Για να μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, έχει το ίδιο όνομα με τη χώρα: είναι η Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οποία αποτελεί περίπου το 51% του συνολικού κράτους.

Αυτή η.. «εσωτερική» Ομοσπονδία μέσα στην Ομοσπονδία αποτελείται από δέκα καντόνια. Κάποια απ’ αυτά έχουν καθαρά μουσουλμανική πλειοψηφία, άλλα καθαρά κροατική, ενώ άλλα (λιγότερα) είναι ακόμα αρκετά ανάμικτα. Αυτή η διαρρύθμιση ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην προτίμηση των Βοσνιακών για ενιαίο κράτος και αυτή των Κροατών για τη δική τους κροατική δημοκρατία μέσα στο έδαφος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, κατά το σερβικό πρότυπο. Το πόσο λειτουργικός και σταθερός είναι αυτός ο συμβιβασμός, μένει ακόμα να αποδειχτεί στο μέλλον. Εμείς πάντως, περνάμε από μόλις τρία καντόνια: Ερζεγοβίνη-Νερέτβα, Σαράγεβο και Κεντρική Βοσνία (το Ζένιτσα-Ντόμποϊ το διασχίζουμε ξυστά μέσω του αυτοκινητόδρομου, επομένως δεν το υπολογίζουμε). Τα πρώτο έχει κροατική πλειοψηφία, τα άλλα δύο βοσνιακή (μουσουλμανική), αλλά η Ερζεγοβίνη-Νερέτβα και η Κεντρική Βοσνία είναι ταυτόχρονα και τα πιο ανάμικτα καντόνια (η πληθυσμιακή αναλογία είναι και στα δύο περίπου 60-40). Για να κάνουμε αυτήν τη διαδρομή που απαιτεί το να διασχίσουμε δύσβατες οροσειρές, ακολουθούμε την πορεία μεγάλων ποταμών. Σε μια τόσο ορεινή χώρα, αυτές οι κοιλάδες ήταν πάντα αναγκαστικά οι κύριες οδικές αρτηρίες.

Τα δέκα καντόνια της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μαζί με τα εδάφη της Ρεπούμπλικα Σρπσκα (ροζ) και την ειδικού καθεστώτος επαρχία του Μπρτσκο (πολύ ανοικτό πράσινο). Πηγή: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/b/bb/Bih_cantons_en.png
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Περνώντας τα σύνορα με την Κροατία, μπαίνουμε πρώτα στο καντόνι της Ερζεγοβίνης-Νερέτβα. Το όνομα προέρχεται από τον ποταμό Νερέτβα, κατά μήκος του οποίου κινούμαστε κι εμείς με προορισμό την πρωτεύουσα του καντονίου, το Μόσταρ. Στα περισσότερα χωριά απ’ όπου περνούμε, βλέπουμε καθολικές εκκλησίες· σπανιότερα και κάποια τζαμιά. Η ερζεγοβίνικη επαρχία κυριαρχείται από τον καθολικισμό, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή στα μετα-οθωμανικά Βαλκάνια. Εξάλλου, στο μέσο της διαδρομής θα παρατηρήσουμε και την πινακίδα προς Μετζουγκόριε. Εδώ στρίβουν οι προσκυνητές που συρρέουν από όλο τον καθολικό κόσμο, χάρη στα θαύματα που (λέγεται ότι) έκανε πριν κάποιες δεκαετίες η Παναγία (το Βατικανό δεν την έχει εγκρίνει επίσημα ως ιερό τόπο προσκυνήματος, στην πράξη όμως μάλλον υπάρχει κάποια σιωπηρή αποδοχή).

Όταν φτάσουμε στο Μόσταρ, τη μεγαλύτερη πόλη ολόκληρης της Ερζεγοβίνης, η εικόνα ανατρέπεται κάπως, με μια πιο έντονη μουσουλμανική παρουσία. «Μοστ» στα πρώην σερβοκροάτικα και νυν σερβικά/κροατικά/βοσνιακά/μαυροβουνιακά, σημαίνει γέφυρα. Και πράγματι, το σημαντικότερο μνημείο-σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά οθωμανική γέφυρα. Οι τουρίστες συνωστίζονται πάνω της βγάζοντας φωτογραφίες και αν είναι τυχεροί, θα θαυμάσουν τις εντυπωσιακές βουτιές τολμηρών Μοσταρινών (και άλλων), από την κορυφή της γέφυρας στο ποτάμι. Μετά, πλημμυρίζουν και τα γραφικά στενά της παλιάς οθωμανικής πόλης στις δύο όχθες του Νερέτβα· σε βαθμό που χάνεται τελικά και μέρος της γραφικότητάς της.

Η γέφυρα του Μόσταρ κτίστηκε τον 16ο αιώνα. Το κτίριο στα δεξιά της γέφυρας προοριζόταν για τους φύλακες της γέφυρας, τους «Μοστάρι», από τους οποίους παίρνει και το όνομα της η πόλη. Πάνω στο βουνό, ένας μεγάλος σταυρός επιβλέπει την παλιά πόλη, σχεδόν προκλητικά θα λέγαμε, μια και αυτή κατοικείται κυρίως από Μουσουλμάνους. Κατασκευάστηκε με την αλλαγή της χιλιετίας και έχει ύψος 33 μέτρα, όσα και τα χρόνια ζωής του Χριστού. Ίσως όχι τυχαία, από το ίδιο περίπου σημείο το κροατικό πυροβολικό βομβάρδιζε το αποκλεισμένο μουσουλμανικό Μόσταρ στο διάστημα 1993-4.
Αυτή η πινακίδα, στην είσοδο της γέφυρας και δίπλα σε ένα μαγαζί με σουβενίρ, φροντίζει να μας υπενθυμίζει την πρόσφατη Ιστορία (βλ. παρακάτω).

Η τουριστική (υπερ)συγκέντρωση μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη, αν αναλογιστούμε τι έζησε η πόλη στα χρόνια του πολέμου. Η ίδια η γέφυρα δεν είναι στην πραγματικότητα αυτή που έκτισαν οι Οθωμανοί, αλλά μια πιστή ανακατασκευή: η αρχική γκρεμίστηκε από τις βολές του κροατικού πυροβολικού το 1993. Η παλιά πόλη και το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία στο διάστημα 1992-94 ένας μουσουλμανικός θύλακας, περικυκλωμένος από κροατικά στρατεύματα. Όχι μόνο η γέφυρα, αλλά περίπου τα 4/5 όλων των κτιρίων έπαθαν κάποια ζημιά από τις συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού. Πολλά τέτοια κτίρια στέκονται μισοκατεστραμμένα ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά, ενώ και σε πολλά άλλα φαίνονται τα ίχνη του πολέμου.

Το κτίριο στα δεξιά ήταν τράπεζα στα γιουγκοσλαβικά χρόνια, αλλά στη διάρκεια του πολέμου βρέθηκε στο «σύνορο» ανάμεσα σε κροατικό και μουσουλμανικό τομέα και έγινε γνωστό ως «Φωλιά των Ελεύθερων Σκοπευτών». Ακόμα φαίνονται στα απέναντι κτίρια οι τρύπες στους τοίχους από τις σφαίρες.
Στην «Ισπανική Πλατεία» θα δούμε κι αυτό το μνημείο εις μνήμην των Ισπανών στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου στο Μόσταρ, προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσουν τις αγριότητες ανάμεσα στους πρώην σύμμαχους και πλέον ανοιχτούς εχθρούς· και μετέπειτα πάλι σύμμαχους.

Ακόμα πιο τραυματική από την καταστροφή στα κτίρια ήταν όμως αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις. Το παλιό κοσμοπολίτικο Μόσταρ, σύμβολο της «αδελφοσύνης και ενότητας» και με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικτών γαμών στη Γιουγκοσλαβία, δεν επέστρεψε ποτέ. Οι Σέρβοι, ένα πέμπτο του πληθυσμού πριν τον πόλεμο, εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς. Το Μόσταρ είναι σήμερα μοιρασμένο ανάμεσα στους Βοσνιακούς από τη μια και τους Κροάτες από την άλλη· περίπου κατά μήκος της ίδιας γραμμής που τους χώριζε στον πόλεμο. Επίσημα ο διαχωρισμός έχει καταργηθεί, αλλά ακόμα και σήμερα τα δύο τμήματα, κροατικό και μουσουλμανικό, λειτουργούν από πολλές απόψεις σχεδόν σαν δύο διαφορετικές πόλεις.

Το ιστορικό Γυμνάσιο του Μόσταρ είχε κτιστεί στην εποχή των Αψβούργων με χαρακτηριστική «ψευδο-μαγκρεμπίνικη» τεχνοτροπία (βλ. πιο κάτω). Επισκευάστηκε από τις ζημιές του πολέμου και επαναλειτουργεί σήμερα ως το μοναδικό κοινό σχολείο Κροατών-Βοσνιακών. Δε γίνονται βέβαια όλα τα μαθήματα από κοινού, αλλά μόνο τα «μη επικίνδυνα», όπως Γυμναστική κ.λπ.· κι ακόμα κι αυτό, παρά τις αντιδράσεις τοπικών πολιτικών, όπως της (Κροατοβόσνιας) Υπουργού Παιδείας που έκανε την περίφημη σχετική δήλωση ότι «αχλάδια και μήλα δεν αναμειγνύονται».

Φεύγοντας από το Μόσταρ, συνεχίζουμε να κινούμαστε προς τα ανάντη στην εντυπωσιακή κοιλάδα του Νερέτβα, η οποία μοιάζει σε πολλά σημεία πιο πολύ με φαράγγι. Δεν είναι τυχαίος ποταμός: η «Μάχη του Νερέτβα» ήταν μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρυσής εποχής του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου. Αναφέρεται σε μια επιχείρηση των Γερμανών και των συνεργατών τους ενάντια στους Παρτιζάνους του Τίτο το 1943, από την οποία οι τελευταίοι βγήκαν, αν όχι νικητές, τουλάχιστον σώοι. Στη διαδρομή περνάμε κι από τη Γιαμπλάνιτσα. Εκεί βρίσκεται το Μουσείο για τη Μάχη του Νερέτβα, μέρος του οποίου είναι και μια κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα. Γκρεμίστηκε πρώτα από τους Παρτιζάνους για να διακόψουν τις συγκοινωνίες του γερμανικού στρατού, ξανακτίστηκε από τους Γερμανούς, και ξαναγκρεμίστηκε το 1968 για.. τις ανάγκες της ταινίας. Μια ακόμα γέφυρα με ιδιαίτερη ιστορία δηλαδή, μετά απ’ αυτήν του Μόσταρ και του Τρέμπινιε: για μια χώρα όπου τα ποτάμια είναι τόσο σημαντικά, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ανάλογη σημασία πρέπει να έχουν και οι γέφυρες.

Η κοιλάδα του Νερέτβα διασχίζει τις δύσβατες ασβεστολιθικές Δειναρικές Άλπεις.

Εγκαταλείπουμε την κοιλάδα του Νερέτβα στη μικρή πόλη Κόνιτς· και όχι πάνω από μια ώρα αργότερα, συναντούμε αυτήν του ποταμού Μπόσνα, ο οποίος δίνει το όνομά του και σε ολόκληρη χώρα. Σε αυτό περίπου το σημείο βρίσκεται και η πρωτεύουσά της, το Σαράγεβο. Η τοποθεσία είναι στρατηγική, αφού βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής, η οποία, πρώτα κατά μήκος του Νερέτβα και μετά του Μπόσνα, συνδέει την ακτή της Αδριατικής με τα απέραντα παννονικά πεδία, βοηθώντας ταξιδιώτες και εμπόρους να ξεπεράσουν το φυσικό εμπόδιο των Δειναρικών Άλπεων. Ήταν αυτή η τοποθεσία που επέτρεψε στους Οθωμανούς να εξελίξουν την πόλη σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς κόμβους των Βαλκανίων.

Η πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είναι επομένως μια πραγματικά μετα-οθωμανική πόλη. Αυτό όμως δεν οφείλεται μόνο στην οθωμανική της ρίζα, που φαίνεται εξάλλου και στο όνομα (σαράι). Ούτε απλά στο οθωμανικό χρώμα της παλιάς πόλης, με τα χάνια, τα μπεζεστένια, τα στενά με τα χρυσοχοεία ή τα καζαντζίδικα στην κεντρική συνοικία, η οποία φέρει εξάλλου ένα χαρακτηριστικά τουρκογενές όνομα: Μπαστσάρσια. Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος που συνδέει την πόλη με το οθωμανικό παρελθόν: μέχρι πολύ πρόσφατα άντεχε εδώ ακόμα η συμβίωση θρησκευτικών κοινοτήτων, Μουσουλμάνων, Ορθοδόξων, Καθολικών και Εβραίων, όπως ξεκίνησε στα οθωμανικά χρόνια και συνεχίστηκε στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή δηλαδή η συμβίωση που είχαν χάσει εδώ και πολλές δεκαετίες σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις στα Βαλκάνια, της ίδιας της Κωνσταντινούπολης μη εξαιρουμένης.

Οι ξύλινες βρύσες Σέμπιλι είναι κεντρικό σημείο αναφοράς στην Μπαστσάρσια.
Το μπεζεστένι του Χουσρέβ Μπέη (αριστερά) λειτουργεί ακόμα από τα οθωμανικά χρόνια, όταν το Σαράγεβο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας.
Το σύμβολο του Πρωθυπουργικού Γραφείου της Τουρκίας, σημάδι των καιρών και της τουρκικής διείσδυσης σε όλες τις μουσουλμανικές (κυρίως) γωνιές των Βαλκανίων. Είμαστε εδώ στη στάση «Μπαστσάρσια»: το τραμ τρέχει στους δρόμους της πόλης από το 1884 και είναι ένα από τα αρχαιότερα της Ευρώπης: μέρος της προσπάθειας των Αψβούργων να κάνουν την Βοσνία μια πραγματικά σύγχρονη χώρα, λίγα χρόνια αφού πήραν τον έλεγχό της από τους Οθωμανούς.
Το στενό Μπραβατζιλούκ στη Μπαστσάρσια, γνωστό για τα φαγάδικα του (κυρίως τα τσεβαπτζίδικα), οδηγεί στο Δημαρχείο· κι αυτό όπως το Γυμνάσιο του Μόσταρ (βλ. πιο πάνω) κτισμένο με ψευδο-μαγκρεμπίνικη αρχιτεκτονική (μια τεχνοτροπία που χρησιμοποιήθηκε από τους Αψβούργους σε κυρίως μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας, με σκοπό την προώθηση μιας βοσνιακής ταυτότητας ξεχωριστής τόσο από την οθωμανική όσο και τη σλαβική). Γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα, όπως αυτές που φαίνονται κάτω αριστερά, είναι ακόμα σπάνιο θέαμα στους δρόμους του Σαράγεβου· σε αντίθεση όμως με το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, όχι πια αδύνατο.
Δυτικά της Μπαστσάρσια ξεκινάει σχεδόν κολλητά το «Σαράγεβο των Αψβούργων», όπου η αρχιτεκτονική θυμίζει πια περισσότερο Κεντρική Ευρώπη παρά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ η κεντρική Λεωφόρος Μαρσάλα Τίτα (Στρατάρχη Τίτο: το Σαράγεβο σε αντίθεση με Βελιγράδι, Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνα, δεν άλλαξε αυτό το όνομα, κάτι που μάλλον δεν είναι τυχαίο). Στο κέντρο της εικόνας, η Αιώνια Φλόγα καίει ακόμα εις μνήμην των πεσόντων στον Β’ Παγκόσμιο, όπως και στα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας.

Το Μεγάλο Πάρκο του Σαράγεβου χωροθετήθηκε από τους Αψβούργους, λόγω έλλειψης χώρου σε έκταση πρώην μουσουλμανικού νεκροταφείου: οι στήλες μουσουλμανικών τάφων έχουν απομείνει για να θυμίζουν την παλιά του χρήση.

Το Σαράγεβο επιδεικνύει με περηφάνια τους ναούς των τεσσάρων μεγάλων θρησκειών (σουνιτικό Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Εβραϊσμός) στο κέντρο του ως δείγμα της θρησκευτικής συνύπαρξης. Μόνο που είναι πλέον κι εδώ περισσότερο ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Περίπου το 90% του πληθυσμού της πόλης είναι σήμερα Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί· το 1991, ήταν μόλις 50%. Η θλιβερή κανονικότητα του εθνο-θρησκευτικού διαχωρισμού έφτασε και στο Σαράγεβο. Οι περισσότεροι Σέρβοι είτε έφυγαν, είτε συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος των προαστίων που ανήκει στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα: η τελευταία προσπαθεί να δημιουργήσει εκεί ουσιαστικά μια νέα πόλη, που θα λειτουργεί ως πρωτεύουσά της. Αρχικά ονομάστηκε «Σέρβικο Σαράγεβο», αλλά πλέον λέγεται (πολιτικά ορθότερα) Ανατολικό Σαράγεβο.

Ανατολικό Σαράγεβο: η επίσημη πρωτεύουσα της Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Οι πιο πολλές πολυκατοικίες είναι καινούριες και συνεχίζουν ακόμα να κτίζονται δίπλα σε σχεδόν έρημες εκτάσεις, όπως εδώ.

Θλιβερό στο Σαράγεβο δεν είναι μόνο ότι έχασε την πολυθρησκευτική του ταυτότητα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έγινε. Η πολιορκία από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις των Κάρατζιτς και Μλάντιτς ήταν η μακρύτερη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία: ξεκίνησε τον Απρίλη του 1992 και τελείωσε (επίσημα) τον Φλεβάρη του 1996. Σε αυτά τα τριάμισι χρόνια, οι κάτοικοι της πόλης έπρεπε να ζήσουν χωρίς βασικά αγαθά όπως τρεχούμενο νερό και ρεύμα, κουβαλώντας προμήθειες στα σπίτια τους τροχάδην υπό τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών, και κάτω από τους συνεχείς βομβαρδισμούς του εχθρικού πυροβολικού. Οι πλαγιές των βουνών που το περιτριγυρίζουν, στις οποίες πριν μόλις 8 χρόνια διαγωνίζονταν οι κορυφαίοι σκιέρ του κόσμου στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς (το Σαράγεβο παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική βαλκανική πόλη εκτός Αθήνας που φιλοξένησε Ολυμπιάδα), γέμισαν με ναρκοπέδια. Πάνω από δέκα χιλιάδες νεκρούς μέτρησε η πόλη σε αυτή την περίοδο: πολλοί απ’ αυτούς είναι θαμμένοι όχι μακριά από το κέντρο.

Το λυκάκι ανάμεσα σε μαγνητάκια, φλυτζανάκια, μπρίκια και άλλα τοπικά σουβενίρ, είναι ο Βούτσκο, η μασκότ των Χειμερινών Ολυμπιακών του 1984.
Τα μουσουλμανικά νεκροταφεία απλώνονται συνήθως σε βουνοπλαγιές, κι απ’ αυτές υπάρχουν άφθονες στο Σαράγεβο. Το συγκεκριμένο νεκροταφείο λίγο βορειότερα της Μπαστσάρσια είναι όμως πιο ιδιαίτερο, αφού σε αυτό αναπαύονται μαχητές που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την πόλη το 1992-95.

Το Σαράγεβο είναι μια μάλλον μακρόστενη πόλη: αφού περιβάλλεται από ψηλά βουνά, αναγκαστικά η ανάπτυξη της κατευθύνθηκε κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του μικρού ποταμού Μιλιάτσκα. Ήδη στα προάστια της πόλης, αυτός χύνεται στον Μπόσνα, ο οποίος ακολουθεί βόρεια πορεία μέχρι να εκβάλει και αυτός στον Σάβο. Σήμερα, ο Μπόσνα συνοδεύεται από τον αυτοκινητόδρομο A1, τον (ακόμα ημιτελή) κεντρικό οδικό άξονα της Βοσνίας. Μαζί με τον ποταμό προχωρούμε κι εμείς, αλλά όχι μέχρι την εκβολή του: στα μέσα της διαδρομής θα τον εγκαταλείψουμε για έναν άλλο παραπόταμό του, τον Λάσβα.

Ο Μπόσνα κυλάει σε πολλά σημεία ακριβώς κάτω από τον αυτοκινητόδρομο, όπως εδώ στην έξοδο προς Τράβνικ (και την κοιλάδα του Λάσβα).

Η κοιλάδα του Λάσβα έχει κι αυτή τη δική της τραγική Ιστορία. Στα χωριά και τις πόλεις από όπου περνάμε, βλέπουμε τζαμιά να εναλλάσσονται με καθολικές εκκλησίες και βοσνιακές σημαίες με κροατικές. Η Κεντρική Βοσνία είναι ακόμα μια περιοχή ανάμικτη, με Κροάτες και Βοσνιακούς (οι Σέρβοι είναι πολύ λίγοι, ειδικά μετά τον πόλεμο). Ήταν επόμενο ότι θα γινόταν ένας από τους κύριους χώρους της κροατο-μουσουλμανικής σύγκρουσης. Οι Κροάτες ήθελαν να εντάξουν την περιοχή στη δική τους σχεδιαζόμενη οντότητα, την Ερζεβο-Βοσνία. Και όπως ήταν ο σχεδόν γενικός κανόνας στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους σε ανάμικτες περιοχές, τέτοιοι στόχοι απαιτούσαν δραστικά μέτρα: έμειναν γνωστά ως η «εθνοκάθαρση της κοιλάδας του Λάσβα«.

Το Άχμιτσι είναι ένα μικρό χωριό στην κοιλάδα του Λάσβα, με μια ιδιαίτερη ιστορία όμως: εδώ έφτασε η κροατική εκστρατεία εθνοκάθαρσης στην κορύφωσή της. Τον Απρίλιο του 1993, οι κροατικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό, γκρέμισαν τα τζαμιά και εξόντωσαν τους περισσότερους Μουσουλμάνους κατοίκους του, πάνω από 100 άτομα: κάποιοι απ’ αυτούς κάηκαν ζωντανοί στα σπίτια τους. Η σφαγή έπρεπε να λειτουργήσει ως παραδειγματισμός, για το τι μπορούν να πάθουν οι Μουσουλμάνοι και σε άλλες περιοχές της κοιλάδας του Λάσβα, αν δεν αποχωρήσουν εθελοντικά.
Το Ντόνιι Βακούφ είναι μια μικρή πόλη της Κεντρικής Βοσνίας, η οποία (ταιριαστά με το όνομά της) έχει μετά τον πόλεμο συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία· πριν τον πόλεμο, υπήρχε και ένα 30% Σέρβων, από τους οποίους έχουν μείνει μόνο λίγες δεκάδες. Εκτός από τις δημογραφικές αλλαγές, έγιναν πιο έντονα στην εικόνα της πόλης και τα ισλαμικά-βοσνιακά σύμβολα, όπως έγινε αντίστοιχα και στα κροατικά χωριά ή πόλεις της Κεντρικής Βοσνίας.

Αφήνοντας τον Λάσβα, περνάμε στην επόμενη κοιλάδα, αυτήν του Βρμπας. Είμαστε εδώ στην Μποσάνσκα Κράινα, η οποία χρησιμοποιείται μεν ως γεωγραφικός-ιστορικός όρος για την περιοχή, δεν υπάρχει όμως αντίστοιχα διοικητικά, αφού είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο καντόνια της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας και τη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Το Γιάιτσε βρίσκεται στο σημείο που ο παραπόταμος Πλίβα εκβάλει στον Βρμπας, σχηματίζοντας τους καταρράκτες που είναι πόλος έλξης τουριστών εντός και εκτός της χώρας. Σήμερα είναι μια μικρή πόλη, έχει όμως ένα πιο ένδοξο παρελθόν, ως (κατά διαστήματα) πρωτεύουσα του πολύ ιδιαίτερου μεσαιωνικού Βασιλείου της Βοσνίας.

Η Μποσάνσκα Κράινα (εδώ στην κοιλάδα του Βρμπας) που αποτελεί το βορειοδυτικό άκρο της χώρας είναι μια περιοχή καλυμμένη με πυκνά δάση.
Οι καταρράκτες του Πλίβα, με την παλιά πόλη του Γιάιτσε στα αριστερά να σκαρφαλώνει προς το κάστρο. Ο Βρμπας φαίνεται στα δεξιά.

Το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς που κυβερνούσε το Βασίλειο είχε υιοθετηθεί για ένα διάστημα και από το σύγχρονο κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (πριν αναγκαστεί να το εγκαταλείψει λόγω σερβικών ενστάσεων). Αν και χριστιανικό, με την Ιστορία του Βασιλείου νιώθουν μάλλον πιο κοντά οι Μουσουλμάνοι. Εξάλλου, ο Χριστιανισμός του ήταν πολύ ιδιαίτερος: στο Βασίλειο συνυπήρχαν, εκτός από την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, και η θεωρούμενη συχνά από τις δύο άλλες ως αιρετική Εκκλησία της Βοσνίας. Αυτή η Εκκλησία, στην οποία πολλοί μελετητές βλέπουν αποκρυφιστικά ή γνωστικιστικά στοιχεία, είχε τόση εξάπλωση, ώστε ακόμα και κάποιοι από τους βασιλιάδες του οίκου Κοτρομάνιτς να ανήκουν σε αυτήν. Αν και υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα για το τι ήταν ακριβώς αυτή η θρησκευτική ομάδα, το σίγουρο είναι ότι ήταν μέρος μιας γενικά μεταβατικής κατάστασης. Είναι ίσως και μια εξήγηση, γιατί ο εξισλαμισμός αποδείχτηκε τόσο πετυχημένος στη Βοσνία, ώστε οι Μουσουλμάνοι να είναι σήμερα η μεγαλύτερη κοινότητα.

Στον κεντρικό πεζόδρομο του Γιάιτσε, το μνημείο των Κροατών πεσόντων στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, αντικρίζει αυτό των Βοσνιακών στην αυλή του Τζαμιού της Εσμέ Σουλτάνας. Στο μουσουλμανικό μνημείο στα αριστερά ξεχωρίζει το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς.
Εδώ στον Ναό της Παναγίας του Γιάιτσε στέφθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Βοσνίας, Στέφανος, λίγα χρόνια πριν το βασίλειο υποταχθεί στους Οθωμανούς. Σε αυτό το στάδιο, η δυναστεία Κοτρομάνιτς είχε ήδη δεχτεί πλήρως τον Καθολικισμό και απομακρυνθεί από την (θεωρούμενη ως αιρετική) Εκκλησία της Βοσνίας.

Η Βοσνία είναι έτσι σήμερα ένας προωθημένος βορειοδυτικός θύλακας μουσουλμανικού πολιτισμού, ένα γνήσιο «ευρωπαϊκό Ισλάμ» με ρίζες αιώνων, πολύ πριν εφεύρει η Ευρώπη αυτόν τον όρο ως ζητούμενο· και με μακριά παράδοση συνύπαρξης με τον Χριστιανισμό, που επιβιώνει σε κάποιο βαθμό και σήμερα, έστω και βαριά τραυματισμένη. Εμείς πάντως, συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε στην κοιλάδα του Βρμπας. Σύντομα αφήνουμε πίσω την Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, για να επιστρέψουμε στη (σχεδόν) εκκαθαρισμένη από μουσουλμανικά στοιχεία Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου.

Σχετική βιβλιογραφία:

  1. Aquilué, I. & Roca, E. (2016): Urban development after the Bosnian War: The division of Sarajevo’s territory and the construction of East Sarajevo. Cities, 58, pp. 152–163, doi: https://doi.org/10.1016/j.cities.2016.05.008.
  2. Borić, F. (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  3. Bublin, M. (2008): Sarajevo throughout the history: from a neolithic settlement to a metropolis. Sarajevo, Buybook.
  4. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  5. Fine, J. V.A. (1975): The Bosnian Church – A New Interpretation. East European Quarterly.
  6. Gosztonyi, K. D. (2004): Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina. FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  7. Luchetta, A. (2009): Mostar  and  the  Loss  of  Its  (Partial)  Uniquess:  A  History,  1990-2009. Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva.
  8. Terry, S. (2007): Students mingle – sort of – in postwar Bosnia’s only integrated school. Christian Science Monitor, 27/09/2007. Διαθέσιμο στο: https://www.csmonitor.com/2007/0927/p20s01-wogn.html
  9. Troncotă, M. (2015): Sarajevo – a border city caught between its multicultural past, the Bosnian war and a European future. Eurolimes, 19, pp. 119–138.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Α’

Κλασσικό

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ

Στο μπλογκ ασχολούμαστε συχνά με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια: αυτός ο γεωγραφικός χώρος είναι ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα του κεντρικού (γεω)πολιτικού προβλήματος στη γωνιά του κόσμου που ζούμε. Παλιότερα το λέγαμε «Ανατολικό Ζήτημα». Στην ουσία, μιλάμε για μια μεγάλη μετάβαση, που διαρκεί τώρα πάνω από δύο αιώνες χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα: από την παλιά αυτοκρατορική-πολυεθνοτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών.

Το άρθρο περιγράφει ένα πρόσφατο ταξίδι μέσα από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας. Ήταν το τμήμα της χώρας που υπέφερε πιο σκληρά από την κατάρρευση, ειδικά την πρώτη πενταετία 1991-1995. Δεν είναι η πρώτη φορά που έζησε τέτοια καταστροφή: και στη δεκαετία του 1940 ήταν από τις περιοχές που σημαδεύτηκαν από σφαγές και εθνοκάθαρση όσο λίγες άλλες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα, παρά το βάρος ενός τέτοιου παρελθόντος, η συμβίωση διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Αφετηρία μας είναι οι όχθες της Λίμνης Σκόδρας, περίπου 12 ώρες με το αυτοκίνητο από Αθήνα. Από εκεί, μπαίνουμε στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Διασχίζουμε γρήγορα το Μαυροβούνιο και συνεχίζουμε μέσα από Ερζεγοβίνη, Δαλματία, Βοσνία, Σλαβονία, Σερβία. Καταλήγουμε στην (πρώην) πρωτεύουσα, το Βελιγράδι.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Η Λίμνη Σκόδρα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας τις γειτονικές της Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα. Και οι τρεις λίμνες έχουν το κοινό ότι είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Στην περίπτωση της Σκόδρας, αυτά είναι η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Το Σιρόκα είναι μια μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό, στη νότια αλβανική όχθη της λίμνης, όχι μακριά από την ίδια την πόλη Σκόδρα. Διαθέτει λίγα ξενοδοχεία, έναν ωραίο παραλίμνιο δρόμο με καφετέριες και ταβέρνες, καθώς κι ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία: δείγμα της χαρακτηριστικής για τη βόρεια Αλβανία συγκατοίκησης σουνιτικού Ισλάμ και καθολικισμού (σε αντίθεση με την μπεκτασίδικη-ορθόδοξη σύνθεση της νότιας Αλβανίας).

Το αλβανικό τμήμα της Λίμνης Σκόδρας, όπως φαίνεται από το Σιρόκε κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά. Δεξιά ξεχωρίζει η πόλη της Σκόδρας (αχνοφαίνονται οι πολυκατοικίες) και στο βάθος φαίνονται τα περίφημα Καταραμένα Βουνά.
Ο παραλίμνιος δρόμος στο Σιρόκα γεμίζει τα πρωινά με κόσμο που απολαμβάνει τον καφέ του δίπλα στο νερό.

Η Σκόδρα δεν είναι κλειστή λίμνη: το νερό της τροφοδοτεί τον ποταμό Μπούνα ή Μπογιάνα, ο οποίος ξεκινάει τη σύντομη πορεία του από το νοτιοανατολικό της άκρο. Μετά από μόλις 41 χιλιόμετρα μαιανδρικής διαδρομής, στο δεύτερο μισό της οποίας αποτελεί και το σύνορο Αλβανίας-Μαυροβουνίου, ο ποταμός εκβάλει στην Αδριατική Θάλασσα. Στο δέλτα του, σχηματίζεται το νησάκι Άντα Μπογιάνα· το οποίο φιλοξενεί και μια από τις πιο πιο γνωστές και παλιές αποικίες γυμνιστών στα Βαλκάνια.

Ο ποταμός Μπογιάνα λίγο μετά την έξοδο του από τη λίμνη της Σκόδρας. Πάνω στον λόφο φαίνεται το Κάστρο της Ροζάφα, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη γυναίκα που, με βάση τον θρύλο, έπρεπε να κτιστεί μέσα στο κάστρο ώστε αυτό να στεριώσει.

Εμείς πάντως διασχίζουμε τα σύνορα λίγο πιο βόρεια, ανάμεσα στα χωριά Στουφ και Σουκόμπιν. Αν και το δεύτερο βρίσκεται στη μαυροβουνιακή πλευρά, κατοικούνται και τα δύο από Αλβανούς. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα χωριά της περιοχής. Εδώ στον συνοριακό Δήμο Ούλτσινι, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβόφωνη και ορθόδοξη, αλλά αλβανική και μουσουλμανική. Το ότι παρόλα αυτά ανήκει στο Μαυροβούνιο, σίγουρα θα ενοχλεί κάποιους Αλβανούς εθνικιστές, ως (άλλη) μια απόδειξη αδικίας στη μοιρασιά των εδαφών μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας.

Προς το παρόν όμως, τα πράγματα είναι ειρηνικά και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη (και τα δύο πλέον μέλη του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ) καλές. Είναι μάλλον τόσο καλές μάλιστα, που η συγκεκριμένη συνοριακή διάβαση είναι η μοναδική σε όλο το ταξίδι όπου ο έλεγχος δεν είναι διπλός, αλλά ένας και κοινός, από Αλβανούς και Μαυροβούνιους συνοριοφύλακες μαζί. Λίγο μετά τα σύνορα, συναντούμε και την ακτή της Αδριατικής. Ακολουθούμε τον παραλιακό δρόμο του Μαυροβουνίου, μέσα από Μπαρ, Σβέτι Στεφάν, Μπούντβα (βλέπε και σχετικό άρθρο) και Τιβάτ. Η ατμόσφαιρα παραμένει ειρηνική: εξάλλου, το Μαυροβούνιο είναι η μόνη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας που δεν έζησε άμεσα στο έδαφός της πολεμικές συγκρούσεις· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεινε αμέτοχη, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Το Σβέτι Στεφάν στα αριστερά και η Μπούντβα στα δεξιά στο βάθος: ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, με ελιές και πευκοδάση, στην μαυροβουνιακή ακτή της Αδριατικής.

Στο μικρό χωριό Λεπετάνι, παίρνουμε το φέρι κι έπειτα συνεχίζουμε την παραλιακή πορεία ως το Χέρτζεγκ Νόβι. Εκεί εγκαταλείπουμε (προσωρινά) τη θάλασσα και ανηφορίζουμε προς τα επόμενα σύνορα. Η βλάστηση γίνεται πιο αραιή και το έδαφος βραχώδες. Είναι ένα καρστικό τοπίο, άξιο της φήμης της Γιουγκοσλαβίας ως «πατρίδας» αυτού του είδους της γεωμορφολογίας, η οποία χαρακτηρίζει περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που διαλύεται με το νερό.

Το Λεπετάνι, απ’ όπου ξεκινάει το φέρι για να μεταφέρει τους ταξιδιώτες απέναντι στο Καμενάρι. Βρισκόμαστε στο στόμιο του Κόλπου του Κοτόρ, εκεί όπου αυτός συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα της Αδριατικής. Το ταξίδι με το φέρι διαρκεί μόλις 5 λεπτά, και γλυτώνει τους ταξιδιώτες από μια διαδρομή περίπου μιας ώρας γύρω από τον Κόλπο.
Τραχύ καρστικό τοπίο κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη (Βοσνία-)Ερζεγοβίνη. Το έδαφος που έχει απομείνει είναι ελάχιστο και η βλάστηση περιορισμένη, σε αντίθεση με τα πυκνά δάση των πολύ κοντινών (κι επίσης καρστικών) δαλματικών ακτών.

Το κράτος στο οποίο εισερχόμαστε είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με το που περνάμε όμως τα σύνορα, βλέπουμε μια μεγάλη πινακίδα «Καλώς ήλθατε στη Δημοκρατία της Σρπσκα». Για να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όποιος δεν γνωρίζει την πολιτική κατάσταση της περιοχής, οδηγώντας εδώ θα συναντήσει ελάχιστες ως καθόλου σημαίες του κράτους στο οποίο ανήκει. Θα δει όμως άφθονες σερβικές σημαίες. Η Ανατολική Ερζεγοβίνη είναι μέρος της σερβικής «Ρεπούμπλικα Σρπσκα», τη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν τη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τραυματικού εμφυλίου πολέμου της Βοσνίας, ανάμεσα στις τρεις εθνότητες που μοιράζονται τη χώρα: Βοσνιακούς (δηλ. Μουσουλμάνους, από πολιτισμική αλλά όχι απαραίτητα θρησκευτική άποψη), Σέρβους και Κροάτες.

Αμέσως αφού περάσουμε τον συνοριακό έλεγχο από το Μαυροβούνιο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μας καλωσορίζει η «Δημοκρατία της Σρπσκα», ώστε να μη μένει αμφιβολία για το ποιος είναι ο κύριος σε αυτό το τμήμα της χώρας Ακόμα και η χρήση του κυριλλικού (αντί του λατινικού) αλφαβήτου υπογραμμίζει αυτή τη δήλωση.
Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με βάση τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995): με ροζ η σερβική «Δημοκρατία της Σρπσκα» (το Τρέμπινιε φαίνεται στο νότιο της άκρο), με γαλάζιο η κροατο-μουσουλμανική «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω (κατά το ελβετικό πρότυπο) σε δέκα καντόνια. Η μικρή επαρχία του Μπρτσκο (με πράσινο) έχει ειδικό καθεστώς. (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Το Τρέμπινιε είναι μάλλον μικρή πόλη, μόλις 30.000 κατοίκων. Είναι παρόλα αυτά η μεγαλύτερη της Ανατολικής Ερζεγοβίνης, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Tα άγρια ασβεστολιθικά βουνά που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Τρέμπινιε βρίσκεται στο Τρέμπινσκο Πόλιε, δηλαδή σε ένα πλατύ και εύφορο καρστικό πεδίο, γεμάτο με ιζήματα από τη διάβρωση της γύρω περιοχής.

Το Τρέμπινσκο Πόλιε, όπως φαίνεται εδώ από τα προάστια του Τρέμπινιε: το «πόλιε» είναι διεθνής γεωμορφολογικός όρος, αλλά προέρχεται από τα σερβοκροάτικα (όπου σημαίνει απλά χωράφι, πεδίο), όπως και οι περισσότεροι όροι που συνδέονται με την καρστική γεωμορφολογία.

Πριν τον πόλεμο, οι Σέρβοι αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της πόλης. Τώρα πια, υπερβαίνουν το 90%, αφού οι περισσότεροι Κροάτες και Βοσνιακοί έφυγαν ή εκδιώχθηκαν, όπως έγινε και αλλού στη «Ρεπούμπλικα Σρπσκα». Στη μικρή εντός των τειχών παλιά πόλη, θα συναντήσουμε παρόλα αυτά δύο καλοδιατηρημένα (σε αντίθεση με αλλού στη Σρπσκα) παλιά τζαμιά, ως ίχνη μιας χαμένης πολυθρησκευτικότητας. Γενικότερα, το Τρέμπινιε διατηρεί πολλή από την ομορφιά του, με τα τείχη δίπλα στο ποτάμι, τα παλιά κτίρια, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τους πλάτανους. Εδώ δεν έχουν φτάσει ακόμα τα πλήθη των τουριστών για να παραμορφώσουν την εικόνα της πόλης, όπως στο γειτονικό Ντουμπρόβνικ ή το Μόσταρ.

Μικρή πλατεία στην εντός των τειχών παλιά πόλη του Τρέμπινιε, με το Τζαμί του Οσμάν Πασά Ρεσουλμπέγκοβιτς στα δεξιά.
Τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούν άμεσα στην όχθη του ποταμού Τρεμπίσνιτσα, ώστε να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι.
Η παλιά οθωμανική γέφυρα του Αρσλάναγιτς, όπως φαίνεται από τον παραποτάμιο πεζόδρομο. Είχε κτιστεί τον 16o αιώνα σε απόσταση 10 χιλιόμετρων στα ανάντη. Όταν στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού κατασκευάστηκε εκεί υδροηλεκτρικό φράγμα, μεταφέρθηκε πέτρα-πέτρα στην τωρινή της θέση.

Πράγματι, το Ντουμπρόβνικ είναι μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά και ο μόνιμος πληθυσμός του μόνο λίγο μεγαλύτερος του Τρέμπινιε, αλλά από άποψη φασαρίας, ατμόσφαιρας και τιμών είναι ένας άλλος κόσμος. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης σταματούν σειρά τα λεωφορεία που ξεφορτώνουν τουρίστες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η ιστορία της ως το κέντρο της πολύ ιδιαίτερης Δημοκρατίας της Ραγκούσας, η οποία κατάφερε επί αιώνες να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική, η Αυστριακή και η Βενετική και παρόλα αυτά διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σίγουρα της δίνει μια αίγλη. Μάλλον όμως βοήθησε το ότι έγιναν εκεί και κάποια γυρίσματα του Game of Thrones.

Το Ντουμπρόβνικ όπως φαίνεται από ψηλά. Η εντός των τειχών πόλη ήταν πριν πολλούς αιώνες βραχονησίδα: εκεί κατέφυγαν οι κάτοικοι της κοντινής Επιδαύρου (σημερινό Τσαβτάτ) για να ξεφύγουν από τις σλαβικές επιδρομές. Με τους αιώνες εξελίχθηκε σε ένα (περίπου) ανεξάρτητο κράτος και έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της Αδριατικής.
Οι τουρίστες εξερευνούν τα πλακόστρωτα στενά της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ: είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που όταν τύχει να δούμε κάποια σημάδια μόνιμης κατοίκησης (π.χ. απλωμένα ρούχα), σχεδόν παραξενευόμαστε. Στα δεξιά, το Παλάτι του Ρέκτορα, ο οποίος κατείχε την εκτελεστική εξουσία στη Δημοκρατία της Ραγκούσας για πάνω από τέσσερις αιώνες. Ευθεία στο βάθος, το Παλάτι Σπόντζα, όπου βρίσκεται και ο Χώρος Μνήμης για τους Πεσόντες (βλ. πιο κάτω): το 1991-92 ανήκε στα κτίρια που βομβαρδίστηκαν από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Βλέποντας τα πλήθη των τουριστών που περιφέρονται σε μια πόλη που μοιάζει να είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς, δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι η ίδια ήταν και από τα πρώτα θέατρα των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Κι όμως, οι κροατικές αρχές φροντίζουν, ανάμεσα στα μπαρόκ πετρόκτιστα σπίτια, τα παλάτια, τις παλιές καθολικές εκκλησίες και τις πλακόστρωτες πλατείες με τις ακριβές καφετέριες, να υπενθυμίζουν στους τουρίστες κι αυτή την πρόσφατη Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1991 είχαν ήδη περάσει κάποιοι μήνες αφού η Κροατία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της και αντίστοιχα οι Σέρβοι της Κροατίας τη δική τους αυτονομία. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει σε διαφιλονικούμενα μέρη της χώρας. Πολλοί δεν περίμεναν ίσως ότι το Ντουμπρόβνικ και η γύρω περιοχή θα ανήκε σε αυτά, αφού δεν είχε μεγάλο σερβικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, από (κυρίως) τις σερβο-μαυροβουνιακές ελίτ καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι αποτελούσε κρίσιμη απειλή για τις γειτονικές της περιοχές και ιδίως το Μαυροβούνιο. Τον Οκτώβριο του 1991, ο ελεγχόμενους από Σέρβους (και Μαυροβούνιους) γιουγκοσλαβικός στρατός είχε ήδη καταλάβει όλη την περιοχή, εκτός από την ίδια την πόλη του Ντουμπρόβνικ, την οποία έθεσε σε πολιορκία πολλών μηνών. Οι σκληροί βομβαρδισμοί, που εκτός από στρατιώτες και άμαχους είχαν ως θύματα και πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, έφεραν βέβαια διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ζημιές στη δημόσια εικόνα της σερβικής πλευράς· θα ακολουθούσαν πολλές.

Ο «Χώρος Μνήμης για τους Υπερασπιστές του Ντουμπρόβνικ» στο Παλάτι Σπόντζα, με τις φωτογραφίες των μαχητών που έπεσαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.
Ο χάρτης σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης απεικονίζει την καταστροφή των κτιρίων στο Ντουμπρόβνικ από τους βομβαρδισμούς, τη «σερβο-μαυροβουνιακή επίθεση» όπως την ονομάζουν, για να υπενθυμίσουν και τον σημαντικό ρόλο μονάδων και εφέδρων από το κοντινό Μαυροβούνιο σε αυτήν. Ο Μίλο Τζουγκάνοβιτς, ηγέτης του Μαυροβουνίου και τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, απολογήθηκε αργότερα γι’ αυτήν τη συμμετοχή, αφού συγκρούστηκε πια κι αυτός με τη σειρά του με τη σερβική ηγεσία.
Τα από τις σερβικές δυνάμεις και τον γιουγκοσλαβικό στρατό ελεγχόμενα εδάφη της Κροατίας στις αρχές του 1992. Μέσα στην ίδια χρονιά ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή του Ντουμπρόβνικ, ο σερβικός έλεγχος στην Κράινα και τη Σλαβονία παρέμεινε όμως για κάποια χρόνια ακόμα. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Siege_of_Dubrovnik (με τροποποιήσεις)

Παρόλα αυτά, ο πόλεμος εδώ στη νότια Δαλματία δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1992. Η κροατική πλειοψηφία παραήταν σαφής, για να αντέξουν οι όποιες σερβικές ή μαυροβουνιακές διεκδικήσεις. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το σοκ της παγκόσμιας κοινότητας από τον βομβαρδισμό ενός τόσο γνωστού και υψηλής ιστορικής αξίας μέρους όπως το Ντουμπρόβνικ, δεν εμπόδισε τελικά τη Δαλματία να ανακάμψει και να γίνει πάλι σύντομα κορυφαίος τουριστικός προορισμός. Διασχίζοντας σήμερα τις καταπράσινες δαλματικές ακτές με τα απότομα ασβεστολιθικά βουνά και τους σχεδόν παράλληλους με την ακτογραμμή μακρόστενους κόλπους, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εύπορες περιοχές της Κροατίας, ίσως και ολόκληρων των Βαλκανίων.

Η Γέφυρα Φράνιο Τούτζμαν ονομάστηκε προς τιμήν του (τουλάχιστον αμφιλεγόμενου) εθνικιστή πρώτου προέδρου της Κροατικής Δημοκρατίας. Περνάει πάνω από τον στενό κόλπο Ριέκα Ντουμπροβάσκα: κατ’ εξαίρεση για τη Δαλματία, μάλλον κάθετος παρά παράλληλος στη γενική ακτογραμμή.

Δεν πρόκειται όμως να μείνουμε για πολύ ακόμα στις δαλματικές ακτές. Περνώντας ακόμα μια φορά τα σύνορα, επιστρέφουμε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και συγκεκριμένα στη Δυτική-Κεντρική Ερζεγοβίνη. Είναι μια περιοχή σαφώς πιο φτωχή, που υπέφερε και πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο, για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Pavlovic, Srdja (2005): Reckoning – The 1991 Siege of Dubrovnik and the Consequences of the «War for Peace». In: spacesofidentity 5.1, p. 55-88.

Ο δευτερος πολεμος της Βοσνιας

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός. Ο πόλεμος στον οποίο αναφερόμαστε είχε επίκεντρο εξίσου την Ερζεγοβίνη (το δεύτερο συστατικό του ονόματος της χώρας, το οποίο συχνά ξεχνάμε) με τη Βοσνία. Επίσης, δεν ήταν ακριβώς δεύτερος, αφού έγινε παράλληλα με τον «πρώτο», δεν τον ακολούθησε· κατ’ ακρίβεια, τελείωσε πριν απ’ αυτόν. Το «δεύτερος» εδώ δεν έχει να κάνει τόσο με τον χρόνο όσο με τη σημασία: τουλάχιστον, αυτήν που του αποδόθηκε απ’ έξω.

Ο «πρώτος» πόλεμος είναι ο πιο γνωστός διεθνώς κι αυτός που συνήθως μας έρχεται στο νου όταν ακούμε για πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Από τη μια, οι Σέρβοι, υπό την ηγεσία του Ράντοβαν Κάρατζιτς και με τη (μέχρι ενός σημείου) στήριξη του ελεγχόμενου από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς γιουγκοσλαβικού στρατού. Από την άλλη, η συμμαχία Κροατών και Μουσουλμάνων (ή Βοσνιακών, όπως είναι πια ο πολιτικά ορθός όρος για τους δεύτερους). Συχνά όμως ξεχνάμε, ότι για δύο περίπου χρόνια οι δύο τελευταίοι πολεμούσαν όχι μόνο εναντίον των Σέρβων, αλλά και μεταξύ τους.

Οι ηγέτες των τριών εθνοτικών ομάδων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στη διάρκεια του πολέμου: απο αριστερά προς τα δεξιά, Ράντοβαν Κάρατζιτς (Σέρβοι), Αλία Ιζετμπέγκοβιτς (Μουσουλμάνοι-Βοσνιακοί), Μάτε Μπόμπαν (Κροάτες). Πηγή εικόνας: https://www.vecernji.ba/kolumne/filmski-povratak-alije-izetbegovica-karadzica-i-bobana-1189680.

Από δύσκολοι σύμμαχοι, ανοικτοί εχθροί

Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία, τα πράγματα μπορεί να έμοιαζαν σχετικά καθαρά: οι Σέρβοι εναντίον όλων. Η κατάσταση δεν ήταν ποτέ βέβαια τόσο μονοδιάστατη (θα ήταν αδύνατο σε μια χώρα τόσο σύνθετη όσο η πρώην Γιουγκοσλαβία), αλλά μια τέτοια απλοποίηση ήταν σε κάποιο βαθμό θεμιτή. Ήδη όμως στον δεύτερο χρόνο, το 1992, φάνηκαν τα όρια της. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συμμαχία Κροατών-Μουσουλμάνων συντηρούνταν κυρίως από τον κοινό φόβο των Σέρβων. Όπου οι τελευταίοι έφυγαν νωρίς ή δεν είχαν διεκδικήσεις, δεν υπήρχε κάτι για να ενώνει τους πρώτους. Αυτή ήταν η περίπτωση δύο κυρίως περιοχών: της Κεντρικής Βοσνίας και της Δυτικής Ερζεγοβίνης.

Ας ξεκινήσουμε με την τελευταία. Στα οθωμανικά χρόνια, η εθνο-θρησκευτική σύνθεση της Δυτικής Ερζεγοβίνης ήταν από τη μια αρκετά τυπική: ένα μεγάλο αστικό κέντρο (Μόσταρ) με μουσουλμανική πλειοψηφία, στη μέση ενός αγροτικού χώρου κατοικούμενου κυρίως από Χριστιανούς. Από την άλλη όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα: αυτοί οι Χριστιανοί αγρότες δεν ήταν Ορθόδοξοι, όπως συνηθιζόταν στα οθωμανικά Βαλκάνια, αλλά στη μεγάλη πλειονότητά τους Καθολικοί (Κροάτες). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνορεύει με την κροατική ακτή της Δαλματίας, η Ερζεγοβίνη ήταν επομένως πάντα στο μυαλό των Κροατών εθνικιστών που ονειρεύονταν μια ανεξάρτητη Μεγάλη Κροατία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου τα πάντα έγιναν πάλι ρευστά, κάποιοι το είδαν σαν ευκαιρία για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα.

Η Κεντρική Βοσνία είναι κάπως διαφορετική περίπτωση. Ο κροατικός πληθυσμός δεν είναι εδώ τόσο συμπαγής και δεν γειτονεύει άμεσα με την κυρίως Κροατία. Πρόκειται για μια ανάμικτη περιοχή: κάποια χωριά/κωμοπόλεις με περισσότερους Κροάτες, άλλα με περισσότερους Μουσουλμάνους, κάποια εντελώς ανάμικτα, και λίγοι Σέρβοι σκορπισμένοι παντού (πολύ λιγότεροι σήμερα, μετά τον πόλεμο). Αν δηλαδή η Δυτική Ερζεγοβίνη έμοιαζε σε πολλούς «φυσικά» κροατική, η κεντρική Βοσνία έπρεπε πρώτα να γίνει τέτοια· με ποιες μεθόδους, θα το βλέπαμε σύντομα.

Εθνοτική Σύνθεση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1991 (πριν τους πολέμους και τις μετακινήσεις/εκκαθαρίσεις πληθυσμών που ακολούθησαν). Η Δυτική Ερζεγοβίνη είναι η συμπαγής πορτοκαλί (κροατική) περιοχή στα νοτιοδυτικά, ενώ η Κεντρική Βοσνία φαίνεται ως ανάμικτη πράσινη-πορτοκαλί (Μουσουλμάνοι και Κροάτες) με μικρούς μπλε θύλακες (Σέρβοι).
By Lilic – 1991 population census, CC BY-SA 3.0 rs, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=75497423

Όταν το μονοκομματικό κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε, η δύναμη που γρήγορα κυριάρχησε ανάμεσα στους Κροάτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν το εθνικιστικό Κροατικό Δημοκρατικό Κόμμα (HDZ) – και το ένοπλο σκέλος του, το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο (HVO). Ο τοπικός ηγέτης ήταν ο Μάτε Μπόμπαν, αλλά βέβαια πιο ψηλά ήταν η κυβέρνηση της ίδιας της Κροατίας υπό τον Φράνιο Τούτζμαν, ο οποίος έπαιρνε τις κεντρικές αποφάσεις. Το HVO έκανε προετοιμασίες για μια ένοπλη σύγκρουση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, πολύ πριν αυτή ξεσπάσει: το 1992 είχε ήδη έτοιμη οργανωτική δομή και εξοπλισμό. Πολύ σύντομα, κατάφερε να επικρατήσει επί άλλων κροατικών ανταγωνιστικών οργανώσεων όπως τις Κροατικές Αμυντικές Δυνάμεις (HOS), χάρη και στην περίπου φανερή στήριξη της κροατικής κυβέρνησης.

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ο σερβικός εχθρός ήταν ακόμα παντού, με την ισχύ του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίο στην ουσία είχε στη διάθεσή του. Επομένως, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους παρά να συνεργαστούν. Ήδη όμως από τότε, ήταν φανερό πως οι στόχοι των ηγεσιών τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Οι Κροάτες ανακήρυξαν από το 1991 την «Κροατική Κοινότητα της Ερζεγο-Βοσνίας«. Χωρίς ακόμα να είναι απολύτως καθαροί στο κατά πόσον αυτή πρέπει να ανήκει σε μια (συν)ομοσπονδιακή Βοσνία-Ερζεγοβίνη, να είναι εντελώς ανεξάρτητη ή και να προσαρτηθεί στην Κροατία, η απόσταση από την ενιαία πολυεθνοτική Βοσνία-Ερζεγοβίνη που υποστήριζαν οι Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί ήταν μεγάλη.

Η Κροατική Δημοκρατία της Ερζεγο-Βοσνίας, στα σύνορα στα οποία αυτό-ανακηρύχθηκε το 1993, ως μετεξέλιξη της «Κροατικής Κοινότητας». Στην πραγματικότητα βέβαια, ποτέ το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο δεν κατάφερε να ελέγξει όλη αυτή την περιοχή, ούτε καν την «επίσημη» πρωτεύουσά της, το Μόσταρ. Πηγή εικόνας: https://i.redd.it/croatian-republic-of-herzeg-bosnia-1991-1996-v0-h9id38lwsbw81.jpg?s=345e23d1014cbd736f066ea2dfd120c21fb9d08d

Μια ματιά στον προηγούμενο χάρτη είναι αρκετή για να καταλάβουμε γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να δεχτούν μια τριχοτόμηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αν και με 41% (τότε) η μεγαλύτερη κοινότητα της χώρας, η συγκέντρωσή τους στους αστικούς χώρους από τη μια και η διασπορά τους μέσα στην επικράτεια από την άλλη, σήμαιναν ότι το ποσοστό έκτασης όπου πλειοψηφούσαν ήταν πολύ μικρότερο του ποσοστού τους στον πληθυσμό. Επίσης, αυτή η έκταση ήταν πολύ λιγότερο συμπαγής από την αντίστοιχη Σέρβων και Κροατών. Επιπλέον, πάλι σε αντίθεση με τους τελευταίους, δεν συνόρευε με κάποια «μητέρα-πατρίδα» που θα μπορούσε να τους στηρίξει: θα ήταν στην ουσία μια ή περισσότερες μουσουλμανικές νησίδες σε πλήρη εξάρτηση από τους δυνητικούς εχθρούς της. Στην ουσία, η ενιαία Βοσνία-Ερζεγοβίνη στα παλιά της σύνορα ήταν για τους Μουσουλμάνους Βοσνιακούς η μόνη ελπίδα επιβίωσης ως ξεχωριστή εθνότητα. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τους Κροάτες, κι έτσι κατά κάποιον τρόπο «φυσιολογικά» οι τελευταίοι απομακρύνονταν από τους Μουσουλμάνους· και, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως έρχονταν πιο κοντά στους Σέρβους.

Παρά επομένως την εχθρότητα ανάμεσα σε Τούτζμαν και Μιλόσεβιτς, αυτό δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι δεν μπορoύσε να υπάρξει κατανόηση μεταξύ τους. Ήδη το 1991 ήταν η χρονιά της περίφημης, αν και ακόμα μη ξεκάθαρα αποδεδειγμένης, συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Με αυτήν, πιστεύεται πως οι δύο εθνικιστές ηγέτες κατέληξαν στη μοιρασιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μεταξύ τους. Την επόμενη χρονιά, συναντήθηκαν στο Γκρατζ της Αυστρίας και οι αντίστοιχοι τοπικοί ηγέτες της Βοσνίας: ο Μάτε Μπόμπαν και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς. Οι Μουσουλμάνοι, συμπιεσμένοι ανάμεσα στον σερβικό και κροατικό εθνικισμό, ήταν το πιο αδύναμο μέρος αυτής της εξίσωσης: δεν κλήθηκαν καν στη συνάντηση.

Ο πόλεμος της Κεντρικής Βοσνίας

Οι Μπόμπαν και Κάρατζιτς μπορεί να μην κατέληξαν τελικά σε συμφωνία στο Γκρατζ (κατά μια άποψη, λόγω διαφωνιών στον έλεγχο του Ανατολικού Μόσταρ). Στα μάτια των Μουσουλμάνων όμως, και μόνο το γεγονός όμως ότι συναντιούνταν και συνομιλούσαν ερήμην τους, δεν μπορούσε παρά να φαίνεται ως καθαρή κροατική προδοσία· και μάλλον όχι άδικα.

Όπως ήταν ίσως επόμενο λόγω του ανάμικτου πληθυσμού, οι αψιμαχίες ξεκίνησαν κυρίως στην κεντρική Βοσνία, ήδη από το 1992, στην αρχή μάλλον κάπως συγκρατημένα. Όσο όμως οι συγκρούσεις με τους Σέρβους έμοιαζαν να κοπάζουν, τόσο χανόταν (κι εδώ) ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς. Τελικά, οι αψιμαχίες έγιναν κανονικές μάχες και οι μάχες κανονική εθνοκάθαρση· έτσι όπως την ξέραμε από τον «πρώτο» πόλεμο της Βοσνίας. Εκδίωξη ανθρώπων από τα σπίτια τους, κάψιμο χωριών, εκτελέσεις αιχμαλώτων, σφαγές αμάχων, βεβήλωση θρησκευτικών συμβόλων, μαζικοί βιασμοί: τέτοια γεγονότα ακολουθούσαν το ένα το άλλο.

Η κορύφωση ήταν η σφαγή του Άχμιτσι, στις 16 Απριλίου 1993. Κατά τις 5.30 το πρωί, οι βολές των κροατικών όλμων στα όρια του μικτού χωριού φρόντισαν ώστε να κοπεί η οδός διαφυγής των Μουσουλμάνων κατοίκων προς τα δάση. Οι κροατικές δυνάμεις μπήκαν έπειτα στο χωριό. Το τι ακολούθησε, το ξέρουμε χάρη στο ότι, σχεδόν τυχαία, ειρηνευτικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βρέθηκαν στην πόλη λίγο μετά. Αντίκρισαν κατεστραμμένα σπίτια (τα λίγα άθικτα ανήκαν σε Κροάτες) και αμέτρητα πτώματα. Πάνω από 100 νεκροί χωρικοί ήταν ο τραγικός απολογισμός της μέρας, κυρίως άμαχοι και πολλά γυναικόπαιδα. Κάποιοι είχαν σκοτωθεί από πυροβολισμούς, άλλοι φαίνεται ότι είχαν καεί ζωντανοί. Αν και η επίσημη κροατική διοίκηση αρνήθηκε ότι αυτά έγιναν εν γνώσει της, τα γεγονότα δεν άφησαν πολλές αμφιβολίες για το ποια ήταν η στρατηγική από πίσω. Όπως είπε και ο διοικητής των στρατευμάτων του ΟΗΕ, η σφαγή έπρεπε να γίνει για να ξέρουν οι Μουσουλμάνοι τι θα τους συμβεί αν δεν εγκαταλείψουν την περιοχή.

Εκτός των σφαγών, οι κροατικές δυνάμεις έκαψαν το τζαμί του Άχμιτσι, γκρεμίζοντας και τον μιναρέ. Η καταστροφή των θρησκευτικών συμβόλων του «εχθρού» ήταν σταθερό χαρακτηριστικό των πολέμων της Βοσνίας. Πηγή εικόνας: http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/603420.stm

Οι Μουσουλμάνοι απάντησαν κι αυτοί με αντίστοιχες σφαγές Κροατών αμάχων, όπως αυτές στην Τρούσινα, ή, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στο Ουζντόλ και την Γκραμποβίτσα (αν και συνολικά μάλλον όχι στην ίδια κλίμακα και συστηματικότητα). Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πια, ότι μόλις πριν έναν χρόνο οι δύο πλευρές ήταν σύμμαχοι.

Ιστορία μιας πόλης και μιας γέφυρας

Η πρωτεύουσα της Ερζεγοβίνης έχει όνομα με νόημα: το «Μόσταρ» προέρχεται από τη σερβοκροατική λέξη Μοστ, δηλαδή γέφυρα. Και όντως, το σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά γέφυρα, «Στάρι Μοστ» στα σερβοκροάτικα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία της περιοχής, το οποίο ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Νερέτβα που διασχίζει την πόλη.

Το Μόσταρ και η Παλιά Γέφυρα. Πηγή εικόνας: https://www.historyhit.com/locations/mostar-bridge/

Το όνομα σε μια τέτοια γεωγραφία αποκτά κι άλλους συμβολισμούς. Πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, το Μόσταρ ήταν και πρότυπο αρμονικής συμβίωσης εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, τονίζοντας τη γιουγκοσλαβική «αδελφοσύνη και ενότητα». Οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες ήταν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, με περίπου 30-35% του πληθυσμού η κάθε μία. Η τρίτη κοινότητα ήταν οι Σέρβοι, περίπου ένα πέμπτο του πληθυσμού. Πλάι σε αυτές τις κοινότητες, στις επίσημες στατιστικές εμφανιζόταν και ένα περήφανο 10-15% που δήλωναν απλώς «Γιουγκοσλάβοι», περιφρονώντας τους εθνοτικούς διαχωρισμούς. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παιδιά μικτών γάμων, στους οποίους το Μόσταρ είχε το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.

Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες το 1992. Σε πρώτη φάση, Μουσουλμάνοι και Κροάτες πολέμησαν μαζί ενάντια στους Σέρβους και τον γιουγκοσλαβικό στρατό. Οι σέρβικες δυνάμεις εγκατέλειψαν όμως σχετικά γρήγορα κι εύκολα την πόλη (στη φυγή τους ακολούθησε και ο σερβικός πληθυσμός της πόλης), με τρόπο που άφησε στους Μουσουλμάνους πολλές υποψίες για εφαρμογή της συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Η συμπεριφορά της κροατικής ηγεσίας επιβεβαίωνε αυτούς τους φόβους: ονόματα δρόμων άλλαζαν σε κροατικά, κροατικά εθνικά σύμβολα αναρτήθηκαν στη θέση αυτών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το Μόσταρ προοριζόταν για πρωτεύουσα της Ερζεγο-Βοσνίας: οι Κροάτες, αν και χωρίς να είναι απόλυτη πλειοψηφία, θεωρούσαν ότι από τη στιγμή που οι Μουσουλμάνοι είχαν το Σαράγεβο και οι Σέρβοι την Μπάνια Λούκα, το Μόσταρ αναλογούσε φυσιολογικά σε αυτούς.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις κροατο-βοσνιακές μάχες στο μέτωπο της Κεντρικής Βοσνίας, στο Μόσταρ η κατάσταση παρέμεινε σχετικά ήρεμη μέχρι και τον Μάιο του 1993. Κάπου εκεί όμως, αυτή η εύθραυστη ηρεμία έφτασε στα όριά της. Οι δυνάμεις του Κροατικού Αμυντικού Συμβουλίου περικύκλωσαν το μουσουλμανικό μέρος της πόλης, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν όσους προσπαθούσαν να περάσουν σε αυτό από την απέναντι όχθη του Νερέτβα. Οι Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην κροατική ζώνη συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αποτελούμενος κυρίως από Μουσουλμάνους Στρατός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης αντέδρασε, όπως ήταν επόμενο.

Πολύ γρήγορα, η πόλη χωρίστηκε στα δύο: στα δυτικά ελεγχόμενη από το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο, στα ανατολικά από την επίσημη και κυριαρχούμενη από Μουσουλμάνους (μετά την αποχώρηση Σέρβων και Κροατών) κυβέρνηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Δεν ήταν όμως μια διχοτόμηση με ισορροπία δυνάμεων. Το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία ένα μουσουλμανικό γκέτο, υπό τη σταθερή πολιορκία των κροατικών δυνάμεων. Ενώ στο κροατικό μισό η ζωή συνεχιζόταν σχεδόν κανονικά, στο Ανατολικό οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, θυμίζοντας Σαράγεβο: έλλειψη βασικών αγαθών όπως ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ασθένειες, πείνα, κι επιπλέον, συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού, οι οποίες κατέστρεψαν περίπου τα 4/5 των κτιρίων της πόλης.

Ο βοσνιακός στρατός πάντως έλεγχε ακόμα κι ένα μικρό τμήμα της δυτικής όχθης του Νερέτβα, στην παλιά πόλη του Μόσταρ, το οποίο επικοινωνούσε με την ανατολική όχθη μέσω της παλιάς γέφυρας. Προς το τέλος του 1993, η κροατική πλευρά αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να τελειώνει και με αυτήν. Με αιτιολογία τη διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη του μουσουλμανικού θύλακα, το κροατικό πυροβολικό βομβάρδισε και κατέστρεψε την παλιά γέφυρα, μετά από 400 χρόνια. Η εικόνα γύρισε τον κόσμο και προκάλεσε σοκ και θλίψη. Μαζί με τη γέφυρα, σύμβολο της πόλης, γκρεμίστηκαν ίσως και όσα συμβόλιζε για τη συμβίωση των κοινοτήτων.

Η καταστροφή της γέφυρας (09.11.1993).

Η αποκατάσταση (;) της συμμαχίας

Το 1994, ο πόλεμος στη Βοσνία έμπαινε στον τρίτο χρόνο του. Οι Αμερικάνοι αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να αναλάβουν δράση. Και για να ασκηθεί πίεση προς τους Σέρβους, η πρώτη απαραίτητη κίνηση ήταν η αποκατάσταση της κροατο-μουσουλμανικής συμμαχίας.

Υπήρχαν όμως και εσωτερικοί λόγοι που υποχρέωναν τις δύο πλευρές να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Οι Βοσνιακοί προφανώς δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ ακόμα τον πόλεμο σε δύο μέτωπα, εναντίον Κροατών και Σέρβων, και μάλιστα με δύο από τις σημαντικότερες πόλεις τους (Σαράγεβο και Μόσταρ) υπό πολιορκία. Και οι Κροατοβόσνιοι όμως δεν τα πήγαιναν και πολύ καλύτερα. Παρά τα θεωρητικά τους πλεονεκτήματα (κυρίως τη στήριξη από τη μητέρα-πατρίδα Κροατία), στην αρχή του 1994 η στρατιωτική κατάσταση στο πεδίο έδειχνε περισσότερο ισοπαλία παρά νίκη. Ο βοσνιακός στρατός είχε αντέξει καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Επίσης, γεγονότα όπως η σφαγή του Άχμιτσι, η καταστροφή της γέφυρας του Μόσταρ και η συνεχιζόμενη σκληρή πολιορκία του τελευταίου, είχαν χαλάσει την εικόνα της κροατικής πλευράς στο εξωτερικό. Φαινόταν πως υπήρχε η πιθανότητα ακόμα και διεθνών κυρώσεων προς την Κροατία, ανάλογων με αυτών που ήδη ίσχυαν ενάντια στη Σερβία: κάτι που ο Τούτζμαν ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.

Και η θυσία ήταν μάλλον η εγκατάλειψη του σχεδίου της κροατικής Ερζεγο-Βοσνίας. Με εντυπωσιακή ταχύτητα, μόλις στη δεύτερή τους συνάντηση, οι δύο πλευρές υπέγραψαν ανακωχή στις 23 Φεβρουαρίου: και, ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό, η ανακωχή λίγο-πολύ τηρήθηκε.

Μόλις 6 ημέρες μετά, την 1η Μαρτίου, υπογράφηκε και η Συμφωνία της Ουάσιγκτον. Η Συμφωνία έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· χωρίς απαραίτητα να αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από καμιά από τις δύο πλευρές. Εκείνη τη στιγμή πάντως, έδωσε τη δυνατότητα σε Κροάτες και Μουσουλμάνους να επικεντρωθούν πάλι στον κοινό σερβικό εχθρό: αυτήν τη φορά, υποστηριζόμενοι και από ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς. Μπήκαν έτσι οι βάσεις και για τη σερβική ήττα, ενάμιση χρόνο αργότερα.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της ομοσπονδιακής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org), που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου. Η μία είναι η «Σερβική Δημοκρατία» των Σερβοβόσνιων, και η άλλη η «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης» Κροατών και Βοσνιακών, μια.. ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία .

Αν όμως το 1994 όντως σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς, αυτό δε σημαίνει ότι αποκαταστάθηκαν αυτόματα και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το Μόσταρ παρέμεινε για χρόνια διαιρεμένο, και η διοικητική (τουλάχιστον) επανένωση ήρθε πολύ αργότερα, μετά από την επιβολή της με διάταγμα από την ξένη διοίκηση, αφού προηγούμενες προσπάθειες αντιμετώπισαν ακόμα και βίαιες αντιδράσεις. Όλα αυτά έδειξαν ότι είναι ένα πράγμα η επανένωση στα χαρτιά, και άλλο στο μυαλό των ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, στην αντίληψη πολλών υπάρχουν δύο Μόσταρ, το Δυτικό κροατικό και το Ανατολικό μουσουλμανικό. Και η επιβίωση της κροατο-μουσουλμανικής «Ομοσπονδίας» παραμένει αμφίβολη, ενώ αυτή πλησιάζει την τριακοστή επέτειό της.

Κάποιες σκέψεις ως επίλογος

Ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος είναι από τα σχετικά ξεχασμένα επεισόδια των τελευταίων πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Η εικόνα της κατεστραμμένης γέφυρας του Μόσταρ μπορεί να συγκίνησε τον κόσμο για μια περίοδο, έγινε μάλιστα και έμπνευση για τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος μάλλον επισκιάστηκε από γεγονότα όπως η σφαγή της Σρεμπρένιτσα και η αμερικάνικη επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο.

Η σερβική επιθετικότητα, ο ακραίος σέρβικος εθνικισμός, ή ειδικά ο τυχοδιωκτισμός του Μιλόσεβιτς είναι οι εξηγήσεις που παρουσιάζονται συχνά για το πώς έφτασε η Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει σοβαρά τη σημασία τους. Το ερώτημα είναι αν αποτελούν τη βαθύτερη αιτία.

Η σύγκρουση ανάμεσα στους Κροάτες και τους Βοσνιακούς χαλάει αυτή την εικόνα. Περιέχοντας όλες τις ακρότητες και τον φανατισμό που χαρακτήρισαν και τις άλλες συγκρούσεις (εθνοκάθαρση, σφαγές αμάχων, βιασμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολιορκίες, καταστροφή υποδομών και ιστορικών μνημείων), απουσίαζαν οι συνήθεις ύποπτοι: οι Σέρβοι. Είναι η απόδειξη, πως ακόμα κι αν δεν υπήρχε σερβικός σωβινισμός ή Μιλόσεβιτς στην εξίσωση, η ειρηνική μετάβαση της Γιουγκοσλαβίας στη «Νέα Τάξη» ήταν κάθε άλλο παρά εγγυημένη.

Μια άλλη εύκολη εξήγηση θα ήταν να μιλήσουμε για «πανάρχαια μίση», που απλά κρύφτηκαν καλά στην τιτοϊκή περίοδο και βγήκαν φυσιολογικά ξανά στην επιφάνεια. Και πάλι όμως, αυτό δεν εξηγεί π.χ. το ψηλό ποσοστό μικτών γάμων ή ότι, λίγους μήνες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στη Βοσνία, περίπου τα 2/3 των Μοσταρινών υποστήριζαν σε δημοσκόπηση ότι δε θα έπρεπε να επιτραπεί στα εθνικιστικά κόμματα να κατεβούν σε αυτές. Τελικά, τους επιτράπηκε: και περίπου το ίδιο ποσοστό, τα 2/3, τα ψήφισε.

Πώς εξηγείται μια τόσο εντυπωσιακή στροφή σε χρόνο μηδέν; Έλλειψη ασφάλειας και οικονομική κρίση, σε μια μετάβαση από ένα προστατευμένο σύστημα με οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές στο άγνωστο του διεθνούς καπιταλισμού, συμπεριφορά αγέλης και ένστικτο αυτοσυντήρησης, έλλειψη επεξεργασίας ιστορικών γεγονότων όπως των ενδογιουγκοσλαβικών σφαγών του Β’ Παγκοσμίου: αυτά είναι στοιχεία που πιθανόν έπαιξαν τον ρόλο τους, δίπλα σε πολλά όλα. Αυτό πάντως που απέδειξαν σίγουρα (και) οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι είναι πως μια αρμονική συμβίωση ανάμεσα σε διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές κοινότητες μπορεί να λειτουργεί επί δεκαετίες ή και αιώνες, δε χρειάζεται όμως παρά λίγους μήνες για να καταστραφεί. Και όσο εύκολη είναι η καταστροφή της, τόσο δύσκολο είναι μετά να την κτίσεις από την αρχή. Ας είμαστε λοιπόν κι εμείς προσεκτικοί, όπου μια τέτοια συμβίωση επιβιώνει ακόμα.

Βιβλιογραφία

  1. A. Luchetta, ‘Mostar and the Loss of Its (Partial) Uniquess: A History, 1990-2009’, Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva, 2009.
  2. K. D. Gosztonyi, ‘Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina’, FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Ημερομηνία πρόσβασης: 16 Ιούλιος 2023. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  3. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  4. F. Borić (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  5. M. Bjarnason (2001): The War and War-Games in Bosnia and Herzegovina from 1992 to 1995: The main events, disagreements and arguments, resulting in a «de facto» divided country.

 

 

Απο τη Μακεδονια στο Κοσσυφοπεδιο

Κλασσικό

Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του 19ου αιώνα. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Map-of-Ottoman-Empire-in-1900-German.svg

Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.

Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη που επιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.

Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων.

Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.

Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».
Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.
Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.

Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.

Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.
Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.
Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.

Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.
Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.

Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.

Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.
Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.

Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.

Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.

Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.

Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.
Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.

Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.

Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.
Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.

Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.

Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.
Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.

Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.

Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.
Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.
Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.

Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.

Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.
Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».
Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.
Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.

Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.

Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.
«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.
Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.

Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).

Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».

Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.
Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.
Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.

Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.

Οι Δρουζοι του Βελιγραδιου

Κλασσικό

Το μυθιστόρημα του Ραμπίε Τζαμπίρ «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος το 2012. Ο τίτλος του βέβαια κάνει κάποιον να απορήσει: τι γυρεύουν οι Δρούζοι στο Βελιγράδι; Σήμερα πρόκειται για σχεδόν διαφορετικούς κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βελιγραδίου πιθανότατα ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη των Δρούζων. Κι όμως, έχουν ένα κοινό: οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοι και των δύο ήταν υπήκοοι του ίδιου κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ραμπίε Τζαμπίρ (δεξιά) δέχεται το βραβείο. Πηγή εικόνας: https://www.theguardian.com/books/2012/mar/28/rabee-jaber-international-prize-arabic-fiction

Το ιστορικό γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, είναι ο πόλεμος μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών στον σημερινό Λίβανο, το 1860. Αρχικά ξεκίνησε ως εξέγερση κάποιων Μαρωνιτών αγροτών εναντίον Δρούζων γαιοκτημόνων, σύντομα όμως πήρε διαστάσεις διακοινοτικής σύγκρουσης. Οι Δρούζοι ήταν οι νικητές του πολέμου, αλλά οι σφαγές εναντίον των Μαρωνιτών έγιναν γνωστές στην Ευρώπη, τόσο που να προκαλέσουν και την ευρωπαϊκή, κυρίως γαλλική, επέμβαση. Ο Σουλτάνος τελικά αποφάσισε την τιμωρία των Δρούζων που συμμετείχαν σε αυτές τις σφαγές: κάποιοι απ’ αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου, το οποίο τότε ακόμα ανήκε τυπικά στους Οθωμανούς.

Τα τείχη του φρουρίου Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι σήμερα, στην όχθη του Δούναβη.

Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του βιβλίου, όταν οι Δρούζοι αιχμάλωτοι περιμένουν στο λιμάνι της Βηρυτού για να φορτωθούν στο πλοίο που θα τους οδηγήσει στον τόπο εξορίας. Ένας Δρούζος σεΐχης επισκέπτεται τον πασά που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά, παρακαλώντας τον να λυπηθεί τους πέντε γιους του, που συγκαταλέγονται στους αιχμαλώτους. Η απάντηση του πασά είναι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντικαταστήσει έναν από τους γιους του σεΐχη με κάποιον άλλο τυχαίο περαστικό. Αυτός ο περαστικός θα είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Χάνα Γιακούμπ, ένας Χριστιανός αυγοπώλης, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να προσφέρει αυγά στους στρατιώτες που επιβλέπουν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι. Θα φορτωθεί έτσι στο πλοίο αντί του γιου του σεΐχη και θα βρεθεί φυλακισμένος στο Βελιγράδι. Στα επόμενα χρόνια θα περιπλανηθεί σε διάφορες εντελώς άγνωστες γι’ αυτόν οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων.

Ο Τζαμπίρ είναι Λιβανέζος και βέβαια δεν είναι τυχαίο που επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Οι μνήμες του συγκεκριμένου πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες που συγκατοικούν ακόμα και σήμερα στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η σύγκρουση Δρούζων-Μαρωνιτών ήταν εξάλλου μια σημαντική συνιστώσα και του εμφύλιου πολέμου που γνώρισε η χώρα πριν μερικές δεκαετίες. Ο Τζαμπίρ μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερα τραυματικό για τον Λίβανο πόλεμο, και είναι επόμενο ότι θα έχει σημαδέψει τη γενιά του.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου. ανοικτό ροζ = Σουνίτες σκούρο ροζ = Σιίτες μπεζ = Μαρωνίτες ανοικτό καφε = Ελληνορθόδοξοι σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες) Γαλάζιο = Δρούζοι Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Το βιβλίο όμως έχει ενδιαφέρον για εμάς ως κάτοικους του μετα-οθωμανικού κόσμου, πέρα από τα εσωτερικά του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εξάλλου όχι στον Λίβανο, αλλά στα Βαλκάνια: στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία. Το πιο συγκινητικό στοιχείο είναι πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η τελευταία οθωμανική. Λίγα μόλις χρόνια μετά, η Σερβία θα απαλλασσόταν κι επίσημα από την οθωμανική κυριαρχία και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες θα εγκατέλειπαν ακόμα και το Κάλε Μεγκντάν. Η Βουλγαρία θα γινόταν κι αυτή αυτόνομη ηγεμονία, με τον δικό της βασιλιά. Το ταξίδι του Χάνα Γιακούμπ, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και είναι λογικοφανές για τη δεκαετία του 1860, θα ήταν απλά αδύνατο τη δεκαετία του 1880. Εξάλλου, ακόμα και το ίδιο το Όρος Λίβανος θα γινόταν αυτόνομη περιοχή, ακριβώς λόγω του πολέμου του 1860. Κάποιες δεκαετίες ακόμα πιο μετά, οι Γάλλοι θα αντικαθιστούσαν και τυπικά τους Οθωμανούς ως κυρίαρχοι του Λιβάνου. Η παρουσία των Γάλλων στρατιωτών στο λιμάνι της Βηρυτού, στην αρχή του βιβλίου, θα ήταν ίσως περίεργο θέαμα τότε, αλλά ήταν και μια πρόγευση του μέλλοντος.

Το βιβλίο μας δίνει έτσι μια γεύση της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο κατώφλι της Νεωτερικότητας. Η βαναυσότητα, οι πόλεμοι, η αυθαιρεσία των αρχών, η αμορφωσιά και οι προλήψεις συνοδεύονται από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τις ξένες παρεμβάσεις, αλλά και την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων πέρα από εθνοθρησκευτικά όρια. Ήταν (ακόμα) ένα αχανές κράτος, του οποίου οι κάτοικοι ενός τμήματος είχαν ίσως σχεδόν παντελή άγνοια για τα υπόλοιπα – και το οποίο παρόλα αυτά είχε αντέξει με αυτόν τον τρόπο για πολλούς αιώνες, όπως και πολλές άλλες Αυτοκρατορίες στον ίδιο χώρο πριν από αυτό.

Αυτό το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, όπου κάποιοι αραβόφωνοι Δρούζοι από τα βουνά του Λιβάνου μπορούσαν να βρεθούν να περιπλανούνται στα σλαβόφωνα Βαλκάνια επειδή έτσι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα κράτη στα οποία ζούμε εμείς σήμερα. Στην εποχή μας, αν δούμε Άραβες να περιπλανιούνται στα Βαλκάνια, θα είναι το πιο πιθανόν πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού αντί για μια ενιαία Αυτοκρατορία, σήμερα πρέπει να διασχίσουν πολλές φορές σύνορα (γι’ αυτό εξάλλου λίγοι προτιμούν πλέον αυτή τη διαδρομή). Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψουμε, η γεωγραφία της περιοχής του βιβλίου παραμένει η ίδια, τότε όπως και τώρα.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Εκσυγχρονισμος και η σχεση του με τη Δυση

Κλασσικό

Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.

Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.

Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.

Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.

Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.

Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):

Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.

Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.

Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).

Βαλκανικες πρωτευουσες, μετα τον σοσιαλισμο

Κλασσικό

Τη χρονιά που μας πέρασε, κλείσαμε τρεις δεκαετίες από το 1989 και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το γεγονός που θεωρείται ορόσημο για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήταν σίγουρα μια σημαδιακή χρονολογία για όλο τον κόσμο – ιδιαίτερα όμως για τη Βαλκανική. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το σύστημα που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου.

Τριάντα χρόνια μετά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ και τα ίχνη του «υπαρκτού» χάνονται αργά ή γρήγορα, κάτω από την κυριαρχία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Στην εικόνα των πόλεων όμως, η κληρονομιά αυτής της περιόδου δεν μπορεί να σβηστεί τόσο εύκολα. Οι σχεδόν πέντε δεκαετίες κομμουνιστικής διακυβέρνησης ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την αστική ανάπτυξη στα Βαλκάνια. Δεν ήταν μόνο η εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης· ήταν ουσιαστικά και η εποχή που οι βαλκανικές κοινωνίες μετατράπηκαν από αγροτικές σε αστικές. Οι κάτοικοι των πόλεων έγιναν για πρώτη φορά πλειοψηφία (ή σχεδόν) του πληθυσμού. Κύριοι αποδέκτες αυτών των ανθρώπινων ροών από την επαρχία στις πόλεις ήταν βέβαια οι τέσσερις πρωτεύουσες: το Βελιγράδι, τα Τίρανα, η Σόφια και το Βουκουρέστι.

Μετα-οθωμανικές πρωτεύουσες: μια κοινή (;) κληρονομιά

Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι τέσσερις πόλεις έχουν παράλληλη σύγχρονη Ιστορία. Για τέσσερις ή πέντε αιώνες, ήταν οθωμανικές πόλεις των λίγων χιλιάδων κατοίκων (με ιδιαίτερη περίπτωση ίσως το Βουκουρέστι, το οποίο ήταν πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Βλαχίας, υπό χριστιανική διοίκηση). Στον 19ο και 20ο αιώνα, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι η κάθε μία πρωτεύουσα ενός νέου έθνους-κράτους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο. 

Παρά τους πολλούς αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, στις σύγχρονες βαλκανικές πρωτεύουσες δεν έχουν απομείνει πολλά ίχνη της. Ανάμεσα στα λίγα αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής είναι το Τζαμί Μπάνια Μπασί στη Σόφια…

… ή το φρούριο Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι, σημάδι του συνόρου των Οθωμανών με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Η Αρμένικη Εκκλησία του Βουκουρεστίου είναι σχετικά σύγχρονο κτίσμα, αλλά η ύπαρξη της Αρμένικης Συνοικίας, όπου και βρίσκεται, είναι κάτι που τουλάχιστον θυμίζει οθωμανική πόλη.

Οι νέες κυρίαρχες ιδέες επέβαλλαν το σβήσιμο των οθωμανικών στοιχείων και τον εκσυγχρονισμό με βάση δυτικά πρότυπα. Η ακριβής προέλευση αυτών των προτύπων μπορεί να διέφερε ανάλογα με την πολιτική-πολιτισμική κατεύθυνση του κάθε ενός από τα νέα κράτη: κυρίως γαλλικά στο Βουκουρέστι, γερμανικά-αυστριακά σε Σόφια και Βελιγράδι, ιταλικά στα Τίρανα. Η επιθυμία να γίνουν μέρος της «πολιτισμένης Ευρώπης», από την οποία (πίστευαν ότι) τους είχαν αποκόψει οι Οθωμανοί, ήταν πάντως κοινή. Την ίδια στιγμή, ως πρωτεύουσες εθνών-κρατών, αυτές οι πόλεις είχαν βέβαια και το καθήκον να εκφράσουν τις νέες εθνικές ιδεολογίες.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη όπου φαίνονται οι γαλλικές επιρροές, που του είχαν χαρίσει παλιότερα τον τίτλο του «Μικρού Παρισιού».

Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη, του μεγαλύτερου εθνικού ήρωα των Αλβανών, κοσμεί την ομώνυμη κεντρική πλατεία των Τιράνων, ενώ πάνω από την είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στο βάθος, απεικονίζονται μορφές της αλβανικής Ιστορίας από την Αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, με την αλβανική σημαία στο χέρι: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως το κέντρο της πρωτεύουσας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εθνικής ιδεολογίας.

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πόλεις είχαν ήδη αναπτυχθεί σημαντικά (με εξαίρεση τα Τίρανα, που ως ακόμα πολύ νέα εθνική πρωτεύουσα δεν είχαν περισσότερους από 20-30 χιλιάδες κατοίκους), αλλά γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη εξάπλωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Την ίδια περίοδο βρέθηκαν ξαφνικά υπό την κυριαρχία μαρξιστικών κομμάτων, τα οποία καθοδήγησαν την ανάπτυξή τους σε αυτό το κρίσιμο διάστημα. Το ίδιο ξαφνικά όμως έμελλε να εγκαταλείψουν και τον μαρξισμό μετά από μισό αιώνα, για να υποταχθούν στις νέες κυρίαρχες ιδεολογίες: την οικονομία της αγοράς, τον νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωατλαντισμό.

Η «σοσιαλιστική πόλη» στα Βαλκάνια

Πριν ασχοληθούμε με την τελευταία μεγάλη Αλλαγή, ας δούμε πως έμοιαζαν οι πόλεις πριν από αυτήν. Κάθε πόλη είναι βέβαια μια ξεχωριστή περίπτωση· ειδικά στα «σοσιαλιστικά Βαλκάνια», υπήρχαν και σημαντικές γεωπολιτικές διαφορές, που δεν μπορούσαν παρά να αντικατοπτρίζονται και στην αστική ανάπτυξη. Όταν για παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ρουμανία πάσχιζαν να μιμηθούν τα σταλινικά σοβιετικά πρότυπα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», η Γιουγκοσλαβία του Τίτο δεν είχε πολλούς λόγους να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αναφερόμαστε σε αυτές ως μετα-σοσιαλιστικές πόλεις.

Μνημείο προς τιμήν των κομμουνιστών ανταρτών, στον Κήπο του Μπόρις στη Σόφια.

Οι γνωστές τεράστιες εκτάσεις με βαρετά ομοιόμορφες πολυκατοικίες-κουτιά, είναι μια από τις πρώτες εικόνες που έρχονται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη φράση «σοσιαλιστική πόλη». Τέτοιες εκτάσεις μπορεί να ξεκινούν από τις παρυφές του ιστορικού κέντρου και να φτάνουν μέχρι τα όρια των πόλεων, συχνά δίνοντας απότομα τη θέση τους σε αγροτικές εκτάσεις. Είναι μια εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή και γενικά μάλλον αρνητικά φορτισμένη. Πάντως θα πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε, ότι έτσι λύθηκε το πρόβλημα της στέγασης εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών, με λιγότερο άναρχο τρόπο απ’ ό,τι έγινε σε άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.

Σοσιαλιστικές πολυκατοικίες στο Βελιγράδι..

..

..και στη Σόφια.

Η διάθεση για μια ριζοσπαστική ανοικοδόμηση, η οποία θα έσβηνε τα ίχνη του παλιού καπιταλιστικού πολιτισμού, μπορεί να υπήρχε σε όλα αυτά τα καθεστώτα. Τελικά όμως, δεν εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση, ίσως και λόγω περιορισμένων πόρων. Εξαίρεση αποτελεί το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, κάτι που έχει μάλλον περισσότερη σχέση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη μεγαλομανία του Ρουμάνου δικτάτορα. Για την ανάπλαση του κέντρου, χρειάστηκε να γκρεμιστούν αμέτρητα κτίρια, να ισοπεδωθούν ολόκληρες γειτονιές όπως η παλιά Εβραϊκή Συνοικία και να ξεσπιτωθούν περίπου 40.000 άτομα. Πάνω στα ερείπια σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας). Συνοδευόμενη από πολυκατοικίες με μαρμάρινες προσόψεις που προορίζονταν ως διαμερίσματα για την κομματική ελίτ, καταλήγει σε μια μεγάλη πλατεία, έξω από το επιβλητικό (πρώην) «Παλάτι του Λαού». Στις άλλες πρωτεύουσες, μπορεί να μην εφαρμόστηκαν τελικά καταστροφικά έργα τέτοιας έκτασης, αλλά δεν λείπουν ανάλογα επιβλητικά ή.. περίεργα κατασκευάσματα.

Η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας) σχεδιάστηκε ώστε να καταλήγει και να ανοίγει τη θέα προς το νέο καμάρι του Τσαουσέσκου, το «Παλάτι του Λαού» (νυν Παλάτι της Βουλής): είναι, ακόμα και σήμερα, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο.

Το σύμπλεγμα του Λάργκο στο κέντρο της Σόφιας, κτισμένο τη δεκαετία του 1950, θεωρείται ως παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής». Το κεντρικό κτίριο ήταν η έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η «Πυραμίδα» του Ενβέρ Χότζα κατασκευάστηκε με προορισμό να λειτουργήσει ως Μουσείο εις μνήμην του κομμουνιστή ηγέτη, λίγο πριν την κατάρρευση του συστήματος. Στη νέα καπιταλιστική και παγκοσμιοποιημένη Αλβανία (η οποίας εκπροσωπείται, μεταξύ άλλων, και με το κτίριο της Raiffeisenbank στο βάθος), βρήκε τελικά άλλες χρήσεις.

Μια ακόμα χαρακτηριστική διαφορά με καπιταλιστικές πόλεις, ήταν ότι τα κτίρια του κέντρου χρησιμοποιούνταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ως κατοικίες. Το γνωστό από δυτικές πρωτεύουσες εμπορικό και οικονομικό κέντρο, όπου σχεδόν κανείς δεν κατοικεί μόνιμα, δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον όχι σε τέτοια έκταση.  Επίσης, μεγάλα κομμάτια της πόλης καλύπτονταν ακόμα από βιομηχανίες· η μετάβαση στην οικονομία των υπηρεσιών δεν είχε φτάσει στο σημείο που είχαν φτάσει οι καπιταλιστικές χώρες.

Η νεοφιλεύθερη μεταμόρφωση

Λίγες χώρες στον κόσμο έζησαν μια τόσο ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο αυτές στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν απίθανο, αυτή να είχε αφήσει την αστική ανάπτυξη και την εικόνα των πόλεων ανεπηρέαστη. Και ότι ισχύει για την Ανατολική Ευρώπη γενικά, ισχύει (ίσως ακόμα περισσότερο) και για τις βαλκανικές πρωτεύουσες, όπου η αλλαγή ήταν περισσότερο δραματική.

Η Οδός Τζωρτζ Μπους στα Τίρανα, σε μια πόλη που πριν λίγες δεκαετίες διοικούνταν από ένα φιλομαοϊκό καθεστώς, είναι ένα δείγμα για το πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.

Το σήμα των McDonald’s δίπλα σε αυτό της Allianz σε κεντρικό δρόμο της Σόφιας: το άνοιγμα των οικονομιών αυτών των χωρών έδωσε ευκαιρίες τόσο στο γερμανικό όσο και στο αμερικανικό κεφάλαιο.

Μια πρώτη και αναπόφευκτη αλλαγή είναι βέβαια αυτή στο καθεστώς ιδιοκτησίας των κατοικιών. Η ιδιωτικοποίηση σε αυτό τον τομέα ήταν στα Βαλκάνια περισσότερο ραγδαία, σε σύγκριση με άλλες χώρες που έζησαν τη μετάβαση στον καπιταλισμό: στα Τίρανα και το Βελιγράδι η ιδιωτική κτήση στις κατοικίες ανερχόταν ήδη στη δεκαετία του ’90 γύρω στο 98%, ενώ η Πράγα και η Ρίγα χρειάστηκαν ακόμα μια δεκαπενταετία για να φτάσουν το επίπεδο του 85%.

Η γενική στροφή προς το ιδιωτικό δεν ήταν όμως η μόνη μεγάλη οικονομική αλλαγή: η άλλη ήταν η στροφή προς τις υπηρεσίες, σε βάρος της βιομηχανίας. Η εποχή που το κράτος υμνούσε τον βιομηχανικό εργάτη και έδινε όλη την ενέργειά του για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η αλλαγή αυτή ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τη Δύση, αλλά απότομη. Οι παλιές βιομηχανικές εκτάσεις μέσα στον αστικό ιστό βρήκαν άλλες χρήσεις ή – πολύ συχνά – παραμένουν εγκατελειμμένες, ως μάρτυρες μιας άλλης εποχής.

Οι σοσιαλιστικές «πολυκατοικίες-κουτιά» δεν θα μπορούσαν βέβαια να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη· συνεχίζουν ακόμα να καθορίζουν την εικόνα των βαλκανικών πρωτευουσών, όπως και των περισσότερων πόλεων «ανάμεσα στον ποταμό Έλβα και το Βλαδιβοστόκ» (Stanilov, 2007, σ. 230). Λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, το 60% των κατοίκων της Σόφιας ζούσαν ακόμα σε τέτοιες πολυκατοικίες, ενώ στο Βουκουρέστι το ανάλογο ποσοστό έφτανε το 80%. Στα Τίρανα, αυτές οι πολυκατοικίες αποτελούσαν περίπου το 50% των οικιστικών κτιρίων στην πόλη και στο Βελιγράδι το 30% αντίστοιχα. 

Η έξοδος προς τα προάστια και τα περίχωρα της πόλης όμως, είναι δυστυχώς μια ακόμα αλλαγή που δύσκολα θα μπορούσαν να αποφύγουν οι μετα-σοσιαλιστικές πρωτεύουσες. Η ανάγκη φυγής από τις πολυκατοικίες-κουτιά (για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα – αλλά βέβαια όχι πολύ μακριά από τις θέσεις εργασίας που προσφέρει η πρωτεύουσα), σε συνδυασμό με μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία που λατρεύει τις ευκαιρίες κέρδους  και μισεί την όποια ιδέα σχεδιασμού που βάζει όρια σε αυτές, οδήγησαν σε αυτήν την καθυστερημένη αλλά ταχεία και σε μεγάλο βαθμό άναρχη προαστιοποίηση. Τα «καλά» νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες του βουνού Βίτοσα, είναι αυτά με τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού. Πολλά από τα πρώην εξοχικά έχουν μετατραπεί σε μόνιμες κατοικίες, ενώ έχουν κατασκευαστεί και πολλά νέα κτίρια. Στο Βουκουρέστι η αύξηση του πληθυσμού και των κατοικιών στα περίχωρα, σε βάρος συνήθως της γεωργίας, ήταν εκρηκτική ιδιαίτερα μετά την αλλαγή του αιώνα.

Αύξηση του πληθυσμού από το 1990 ως το 2013 (a) και των κατοικιών από το 2005 ως το 2013 (b) στο Ιλφόβ, την επαρχία που περιτριγυρίζει το Βουκουρέστι. Πηγή: Liliana Dumitrache et al., 2016, σ. 53.

Όσο για το κέντρο των πόλεων, οι δυνάμεις της αγοράς και η αδιαφορία των κυβερνήσεων δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε σταδιακή εγκατάλειψη του από τους κατοίκους. Στη θέση τους έρχονται διαφόρων ειδών επιχειρήσεις: οι βαλκανικές πρωτεύουσες αποκτούν επομένως κι αυτές τα δικά τους «CBD», κατά τα δυτικά πρότυπα. Αυτό βέβαια, σε συνδυασμό με την προαστιοποίηση, σημαίνει ότι για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού αυξάνονται οι αποστάσεις που πρέπει να καλύψουν για να φτάσουν στη δουλειά τους· και εφόσον οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν αναπτύσσονται με ανάλογο ρυθμό, αυτό φέρνει και αύξηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, με τα αναμενόμενα κυκλοφοριακά προβλήματα.

Τέτοιες εικόνες δεν είναι πλέον σπάνιες στους δρόμους των Τιράνων – μια πόλη όπου στη δεκαετία του ’80 ο συνολικός αριθμός οχημάτων ήταν ακόμα τετραψήφιος και η ιδιωτική κατοχή αυτοκινήτου απαγορευμένη. Πηγή εικόνας

Η αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων είναι ούτως ή άλλως απαραίτητο συνοδευτικό της μετάβασης στον καπιταλισμό. Ειδικά όμως στα Βαλκάνια, πήρε τρομακτικές διαστάσεις: σε αντίθεση με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Σλοβενία, Σλοβακία, Μολδαβία, Ουκρανία, Τσεχία, Λευκορωσία), οι οποίες ακόμα και σήμερα έχουν τους χαμηλότερους δείκτες ανισότητας στον κόσμο, χώρες όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ήδη ξεπεράσει σε ανισότητα τη γειτονική Ελλάδα, ενώ η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία βρίσκονται πολύ κοντά της (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει το αποτύπωμά της και στις πρωτεύουσες. Οι διαφορές ανάμεσα σε υποβαθμισμένες και αναβαθμισμένες γειτονιές γίνονται πιο έντονες, ενώ δεν λείπουν και οι πρώτες «gated communities» (στη Σόφια και στα περίχωρα ήδη υπάρχουν γύρω στις 50 τέτοιες περιπτώσεις).

Το «Mountain View Village» είναι μια από τις πρώτες gated communities που εμφανίστηκαν στα νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες της Βίτοσα. Είναι περικυκλωμένο με τοίχο ύψους 1,5 μέτρου και φυλάσσεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πηγή: Smigiel, 2013.

Η οικονομική-κοινωνική-πολιτισμική κρίση που έφερε μια τέτοια ριζική αλλαγή συστήματος, ευνόησε βέβαια και την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η δράση της μαφίας στις βαλκανικές πρωτεύουσες του 21ου αιώνα είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί. Στη Σόφια νιώθει αρκετά άνετα να δολοφονεί γνωστές προσωπικότητες, ενώ στο Βελιγράδι έφτασε στο σημείο της δολοφονίας εν ενεργεία πρωθυπουργού (του Ζόραν Τζίντζιτς, το 2003).

Ο Γκεόργκι Στόεβ ήταν αναμεμιγμένος στα δίκτυα της βουλγαρικής μαφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’90. Αποχώρησε και ξεκίνησε καριέρα ως συγγραφέας, αποκαλύπτοντας πολλές πληροφορίες σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στη Βουλγαρία. Δολοφονήθηκε στη Σόφια το 2008. Πηγή εικόνας

Υπάρχει όμως ακόμα μια μεγάλη πληγή, που άνοιξε (ή μεγεθύνθηκε) χάρη στη μετάβαση στο νέο σύστημα: η αυθαίρετη δόμηση. Στα Τίρανα, όπου ήταν μάλλον η εξαίρεση στα χρόνια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, έγινε σχεδόν ο νέος κανόνας. Ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία από το τέλος του κομμουνισμού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρευσαν από την αλβανική επαρχία, χωρίς κράτος να φροντίσει για τη στέγασή τους, έπρεπε να πάρουν μόνοι την κατάσταση στα χέρια και να κτίσουν τα σπίτια τους όπου έβρισκαν ελεύθερο χώρο. Αυτό βέβαια γινόταν κατά κανόνα χωρίς νόμιμες διαδικασίες και όχι πάντα με σύνδεση στις αστικές υποδομές όπως ρεύμα ή αποχέτευση. Στο Βελιγράδι, το οποίο είχε μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει και την εισδοχή των προσφύγων από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, το 1997 ο αριθμός των αυθαίρετα κτισμένων σπιτιών ήταν ήδη ίσος αυτών με οικοδομική άδεια. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένα πέμπτο του πληθυσμού του Βελιγραδίου και σχεδόν ένα τρίτο των Τιράνων να ζουν σήμερα σε «ανεπίσημα» κτίσματα.

Η συνοικία Καλουτζέριτσα στα νότια προάστια του Βελιγραδίου είναι ο μεγαλύτερος «ανεπίσημος οικισμός» της πόλης. Πηγή εικόνας: Gligorijević & Kuzović, 2016. σ. 6


Τρεις δεκαετίες μετά την «Αλλαγή», οι βαλκανικές πρωτεύουσες ακόμα παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους στη νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η εγκατάλειψη του «σταλινικού παραδείγματος» μπορεί να χάρισε στους κατοίκους μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερες επιλογές, όπως και να έδωσε ευκαιρίες για βελτίωση της εικόνας και των συνθηκών ζωής σε πολλά τμήματα των πόλεων. Η ίδια καπιταλιστική μετάβαση όμως, αντί να λύσει τα προβλήματα αυτών των πόλεων, συχνά δημιούργησε νέα· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, σε πιο οξυμένη μορφή απ’ αυτήν που έχουν στις δυτικές μεγαλουπόλεις.

Δύο από αυτές τις πόλεις είναι ήδη πρωτεύουσες κρατών-μελών της Ε.Ε. (Βουκουρέστι, Σόφια), ενώ οι άλλες δύο (Τίρανα, Βελιγράδι) στην αναμονή. Όσοι όμως την περιμένουν ως από μηχανής Θεό, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Τα τελευταία χρόνια η Ένωση μοιάζει όλο και πιο ανίκανη να αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Επίσης, εντείνει η ίδια ένα βασικό πρόβλημα: τη μετανάστευση των εκπαιδευμένων νέων στο εξωτερικό, μια πραγματική αιμορραγία για χώρες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημογραφικό πρόβλημα λόγω υπογεννητικότητας.

Τελικά, ίσως οι βαλκανικές πρωτεύουσες να πρέπει να ψάξουν στο παρελθόν τους για ελπίδα. Έχουν επιβιώσει από αιώνες υποτέλειας σε μια παρηκμασμένη Αυτοκρατορία, από αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις μεταξύ τους, από εισβολές και κατοχές από ξένους στρατούς από αεροπορικούς βομβαρδισμούς (στο Βελιγράδι δεν έχουν ακόμα κλείσει τα 22 χρόνια από τους τελευταίους), από προσφυγικές ροές από τις «χαμένες πατρίδες» αλλά και επίσης ανεξέλεγκτα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, από την παγκόσμια απομόνωση (στην περίπτωση των Τιράνων), από ραγδαία φτωχοποίηση στη δεκαετία του 1990. Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι θα αντέξουν και στον δύσκολο 21ο αιώνα.


Βιβλιογραφία:

  • Grigor Doytchinov, Aleksandra Đukić, Cătălina Ioniță (Eds.) (2015): Planning Capital Cities. Belgrade, Bucharest, Sofia.
  • Stanilov, Kiril (Ed.) (2007): The Post-Socialist City.
  • Gligorijevic, Zaklina & Kuzović, Duško (2016): Balkan Cities’ Development Patterns and Planning Challenges – The Case Of Belgrade.
  • Dorina Pojani (2015): Urban design, ideology, and power: use of the central square in Tirana during one century of political transformations, Planning Perspectives, 30:1, 67-94, DOI: 10.1080/02665433.2014.896747.
  • Christian Smigiel (2013): The production of segregated urban landscapes: A critical analysis of gated communities in Sofia. Cities 36 (2014) 182–192.
  • Dino, Blerta/Griffiths, Sam/Karimi, Kayvan (2015): Informality of sprawl? Morphogenetic evolution in postsocialist Tirana. In: City as Organism. New Visions for Urban Life-ISUF Rome 2015-Conference Proceedings, p. 643-655.
  • Tsenkova, Sasha (2013): Winds of change and the spatial Transformation of post-socialist cities. Baltic Worlds 1:2013, 20-25 pp.
  • Dumitrache, Liliana & Zamfir, Daniela & Nae, Mirela & Simion, Gabriel & Stoica, Ilinca (2016): The Urban Nexus: Contradictions and Dilemmas of (Post)Communist (Sub)Urbanization in Romania. Human Geographies 10(1):38-50. 10.5719/hgeo.2016.101.3

 

Οι εθνομηδενιστες και οι αντιπαλοι τους

Κλασσικό

Με αφορμή το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών, ακούσαμε πάλι να μιλούν για «εθνικιστές» και «εθνομηδενιστές». Ο πρώτος τίτλος είναι πολύ παλιός και έχουμε εξοικειωθεί μαζί του – έστω και αν ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε έναν γενικά ικανοποιητικό ορισμό γι’ αυτόν (βλέπε και σχετικό άρθρο του μπλογκ). Ο δεύτερος, αν και σχετικά νέος, μάλλον μπήκε κι αυτός για τα καλά στη ζωή μας, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιείται ήδη ευρέως (στους «εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν» αναφέρθηκε και ο Μίκης Θεοδωράκης, πάντα με αφορμή το Μακεδονικό). Τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας και ιδεολογίας είναι από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ και επομένως δύσκολα θα αποφεύγαμε τον πειρασμό να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο.

Όπως και με τον εθνικισμό, έτσι και με τον εθνομηδενισμό δεν είναι μεν σαφές σε τι ακριβώς αναφέρεται (οι ορισμοί που συναντά κάποιος σε μια διαδικτυακή αναζήτηση είναι αρκετά μπερδεμένοι), είναι όμως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για αρνητικό προσδιορισμό: σχεδόν κανείς από όσους έχουν θεωρηθεί ως τέτοιοι δεν αποδέχεται ο ίδιος τον τίτλο του «εθνομηδενιστή», όπως είναι λίγοι και αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα να ονομάζουν τους εαυτούς τους «εθνικιστές». Από ετυμολογική άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο εθνομηδενισμός αναφέρεται στην υποτίμηση της αξίας του έθνους και ό,τι σχετίζεται με αυτό: εθνικές ιδέες, εθνική ταυτότητα, εθνική δράση, εθνικοί θεσμοί, εθνικό συμφέρον. Και όντως, κάτι τέτοιο φαίνεται να έχουν στο μυαλό τους όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό.

Στην πραγματικότητα όμως, σπάνια συναντά κάποιος στην Ελλάδα άτομα ή πολιτικές ομάδες που να ταιριάζουν σε έναν τέτοιο ορισμό στην καθαρή του μορφή. Με λίγες εξαιρέσεις, τα άτομα που κατηγορούνται για εθνομηδενισμό δεν φαίνεται να αμφισβητούν γενικά την ιδέα ενός ελληνικού έθνους. Απλά οι απόψεις τους για τα θεμέλιά του διαφέρουν από τις «παραδοσιακές» . Όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό, νοιάζονται μάλλον περισσότερο για την υπεράσπιση αυτών των παραδοσιακών ερμηνειών, χωρίς τις οποίες (φαίνεται να θεωρούν ότι) το έθνος δεν μπορεί να επιβιώσει. Στην ουσία δηλαδή, πρόκειται για μια αντιπαράθεση «παραδοσιακών» και «νεωτερικών» ερμηνειών του ελληνικού έθνους (τα εισαγωγικά έχουν σημασία, γιατί ούτε οι μεν είναι πραγματικά τόσο παραδοσιακές, ούτε οι δε είναι απαραίτητα τόσο νεωτερικές όσο παρουσιάζονται).

Μια τέτοια αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών απόψεων ή ερμηνειών για το έθνος θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάτι στην ελληνική κοινωνία, αν οδηγούσαν και σε διαφορετικά πρακτικά αποτελέσματα. Συμβαίνει όμως αυτό σήμερα; Αναρωτιέται κάποιος αν πρόκειται για τόσο σημαντική διαφορά, όταν πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) εκπρόσωποι των δύο «πλευρών» μοιάζουν να συμφωνούν γενικά στις κατευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, συνεργασία με έναν συγκεκριμένο άξονα στη Μέση Ανατολή (στον οποίο ανήκουν Ισραήλ, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία) κυρίως σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα, αντιμετώπιση του τουρκικού (κυρίως) και του αλβανικού εθνικισμού (δευτερευόντως)  (είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί υπέρμαχοι της Συμφωνίας των Πρεσπών επικαλούνται τον τουρκικό ή αλβανικό κίνδυνο για να τη δικαιολογήσουν), υπεράσπιση της σταθερότητας των συνόρων στα Βαλκάνια. Με λίγα λόγια, δεν φαίνεται από αυτήν την αντιπαράθεση «εθνικιστών-αντιεθνικιστών» ή «πατριωτών-εθνομηδενιστών» να διακυβεύεται πραγματικά η θέση και το μέλλον του ελληνικού έθνους.

Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται συχνά, ένας «εθνικός διχασμός» δεν είναι απαραίτητα εντελώς αρνητικός. Εκτός από τα κακά που μπορεί να φέρει, μπορεί επίσης να βοηθήσει μια κοινωνία/κοινότητα να κάνει βήματα προς τα εμπρός, αναγκάζοντας την να επιλέξει τον έναν ή τον άλλο δρόμο – η ακόμα και να βρει τη σωστή σύνθεση ανάμεσα στους δυο. Φτάνει τα διλήμματα να είναι ουσιαστικά και να έχουν πραγματική σημασία. Αλλιώς, γιατί να ξοδεύουμε τόση ενέργεια και χρόνο για να ασχολούμαστε μαζί τους;