Ο δευτερος πολεμος της Βοσνιας

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός. Ο πόλεμος στον οποίο αναφερόμαστε είχε επίκεντρο εξίσου την Ερζεγοβίνη (το δεύτερο συστατικό του ονόματος της χώρας, το οποίο συχνά ξεχνάμε) με τη Βοσνία. Επίσης, δεν ήταν ακριβώς δεύτερος, αφού έγινε παράλληλα με τον «πρώτο», δεν τον ακολούθησε· κατ’ ακρίβεια, τελείωσε πριν απ’ αυτόν. Το «δεύτερος» εδώ δεν έχει να κάνει τόσο με τον χρόνο όσο με τη σημασία: τουλάχιστον, αυτήν που του αποδόθηκε απ’ έξω.

Ο «πρώτος» πόλεμος είναι ο πιο γνωστός διεθνώς κι αυτός που συνήθως μας έρχεται στο νου όταν ακούμε για πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Από τη μια, οι Σέρβοι, υπό την ηγεσία του Ράντοβαν Κάρατζιτς και με τη (μέχρι ενός σημείου) στήριξη του ελεγχόμενου από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς γιουγκοσλαβικού στρατού. Από την άλλη, η συμμαχία Κροατών και Μουσουλμάνων (ή Βοσνιακών, όπως είναι πια ο πολιτικά ορθός όρος για τους δεύτερους). Συχνά όμως ξεχνάμε, ότι για δύο περίπου χρόνια οι δύο τελευταίοι πολεμούσαν όχι μόνο εναντίον των Σέρβων, αλλά και μεταξύ τους.

Οι ηγέτες των τριών εθνοτικών ομάδων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στη διάρκεια του πολέμου: απο αριστερά προς τα δεξιά, Ράντοβαν Κάρατζιτς (Σέρβοι), Αλία Ιζετμπέγκοβιτς (Μουσουλμάνοι-Βοσνιακοί), Μάτε Μπόμπαν (Κροάτες). Πηγή εικόνας: https://www.vecernji.ba/kolumne/filmski-povratak-alije-izetbegovica-karadzica-i-bobana-1189680.

Από δύσκολοι σύμμαχοι, ανοικτοί εχθροί

Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία, τα πράγματα μπορεί να έμοιαζαν σχετικά καθαρά: οι Σέρβοι εναντίον όλων. Η κατάσταση δεν ήταν ποτέ βέβαια τόσο μονοδιάστατη (θα ήταν αδύνατο σε μια χώρα τόσο σύνθετη όσο η πρώην Γιουγκοσλαβία), αλλά μια τέτοια απλοποίηση ήταν σε κάποιο βαθμό θεμιτή. Ήδη όμως στον δεύτερο χρόνο, το 1992, φάνηκαν τα όρια της. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συμμαχία Κροατών-Μουσουλμάνων συντηρούνταν κυρίως από τον κοινό φόβο των Σέρβων. Όπου οι τελευταίοι έφυγαν νωρίς ή δεν είχαν διεκδικήσεις, δεν υπήρχε κάτι για να ενώνει τους πρώτους. Αυτή ήταν η περίπτωση δύο κυρίως περιοχών: της Κεντρικής Βοσνίας και της Δυτικής Ερζεγοβίνης.

Ας ξεκινήσουμε με την τελευταία. Στα οθωμανικά χρόνια, η εθνο-θρησκευτική σύνθεση της Δυτικής Ερζεγοβίνης ήταν από τη μια αρκετά τυπική: ένα μεγάλο αστικό κέντρο (Μόσταρ) με μουσουλμανική πλειοψηφία, στη μέση ενός αγροτικού χώρου κατοικούμενου κυρίως από Χριστιανούς. Από την άλλη όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα: αυτοί οι Χριστιανοί αγρότες δεν ήταν Ορθόδοξοι, όπως συνηθιζόταν στα οθωμανικά Βαλκάνια, αλλά στη μεγάλη πλειονότητά τους Καθολικοί (Κροάτες). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνορεύει με την κροατική ακτή της Δαλματίας, η Ερζεγοβίνη ήταν επομένως πάντα στο μυαλό των Κροατών εθνικιστών που ονειρεύονταν μια ανεξάρτητη Μεγάλη Κροατία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου τα πάντα έγιναν πάλι ρευστά, κάποιοι το είδαν σαν ευκαιρία για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα.

Η Κεντρική Βοσνία είναι κάπως διαφορετική περίπτωση. Ο κροατικός πληθυσμός δεν είναι εδώ τόσο συμπαγής και δεν γειτονεύει άμεσα με την κυρίως Κροατία. Πρόκειται για μια ανάμικτη περιοχή: κάποια χωριά/κωμοπόλεις με περισσότερους Κροάτες, άλλα με περισσότερους Μουσουλμάνους, κάποια εντελώς ανάμικτα, και λίγοι Σέρβοι σκορπισμένοι παντού (πολύ λιγότεροι σήμερα, μετά τον πόλεμο). Αν δηλαδή η Δυτική Ερζεγοβίνη έμοιαζε σε πολλούς «φυσικά» κροατική, η κεντρική Βοσνία έπρεπε πρώτα να γίνει τέτοια· με ποιες μεθόδους, θα το βλέπαμε σύντομα.

Εθνοτική Σύνθεση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1991 (πριν τους πολέμους και τις μετακινήσεις/εκκαθαρίσεις πληθυσμών που ακολούθησαν). Η Δυτική Ερζεγοβίνη είναι η συμπαγής πορτοκαλί (κροατική) περιοχή στα νοτιοδυτικά, ενώ η Κεντρική Βοσνία φαίνεται ως ανάμικτη πράσινη-πορτοκαλί (Μουσουλμάνοι και Κροάτες) με μικρούς μπλε θύλακες (Σέρβοι).
By Lilic – 1991 population census, CC BY-SA 3.0 rs, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=75497423

Όταν το μονοκομματικό κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε, η δύναμη που γρήγορα κυριάρχησε ανάμεσα στους Κροάτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν το εθνικιστικό Κροατικό Δημοκρατικό Κόμμα (HDZ) – και το ένοπλο σκέλος του, το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο (HVO). Ο τοπικός ηγέτης ήταν ο Μάτε Μπόμπαν, αλλά βέβαια πιο ψηλά ήταν η κυβέρνηση της ίδιας της Κροατίας υπό τον Φράνιο Τούτζμαν, ο οποίος έπαιρνε τις κεντρικές αποφάσεις. Το HVO έκανε προετοιμασίες για μια ένοπλη σύγκρουση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, πολύ πριν αυτή ξεσπάσει: το 1992 είχε ήδη έτοιμη οργανωτική δομή και εξοπλισμό. Πολύ σύντομα, κατάφερε να επικρατήσει επί άλλων κροατικών ανταγωνιστικών οργανώσεων όπως τις Κροατικές Αμυντικές Δυνάμεις (HOS), χάρη και στην περίπου φανερή στήριξη της κροατικής κυβέρνησης.

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ο σερβικός εχθρός ήταν ακόμα παντού, με την ισχύ του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίο στην ουσία είχε στη διάθεσή του. Επομένως, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους παρά να συνεργαστούν. Ήδη όμως από τότε, ήταν φανερό πως οι στόχοι των ηγεσιών τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Οι Κροάτες ανακήρυξαν από το 1991 την «Κροατική Κοινότητα της Ερζεγο-Βοσνίας«. Χωρίς ακόμα να είναι απολύτως καθαροί στο κατά πόσον αυτή πρέπει να ανήκει σε μια (συν)ομοσπονδιακή Βοσνία-Ερζεγοβίνη, να είναι εντελώς ανεξάρτητη ή και να προσαρτηθεί στην Κροατία, η απόσταση από την ενιαία πολυεθνοτική Βοσνία-Ερζεγοβίνη που υποστήριζαν οι Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί ήταν μεγάλη.

Η Κροατική Δημοκρατία της Ερζεγο-Βοσνίας, στα σύνορα στα οποία αυτό-ανακηρύχθηκε το 1993, ως μετεξέλιξη της «Κροατικής Κοινότητας». Στην πραγματικότητα βέβαια, ποτέ το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο δεν κατάφερε να ελέγξει όλη αυτή την περιοχή, ούτε καν την «επίσημη» πρωτεύουσά της, το Μόσταρ. Πηγή εικόνας: https://i.redd.it/croatian-republic-of-herzeg-bosnia-1991-1996-v0-h9id38lwsbw81.jpg?s=345e23d1014cbd736f066ea2dfd120c21fb9d08d

Μια ματιά στον προηγούμενο χάρτη είναι αρκετή για να καταλάβουμε γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να δεχτούν μια τριχοτόμηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αν και με 41% (τότε) η μεγαλύτερη κοινότητα της χώρας, η συγκέντρωσή τους στους αστικούς χώρους από τη μια και η διασπορά τους μέσα στην επικράτεια από την άλλη, σήμαιναν ότι το ποσοστό έκτασης όπου πλειοψηφούσαν ήταν πολύ μικρότερο του ποσοστού τους στον πληθυσμό. Επίσης, αυτή η έκταση ήταν πολύ λιγότερο συμπαγής από την αντίστοιχη Σέρβων και Κροατών. Επιπλέον, πάλι σε αντίθεση με τους τελευταίους, δεν συνόρευε με κάποια «μητέρα-πατρίδα» που θα μπορούσε να τους στηρίξει: θα ήταν στην ουσία μια ή περισσότερες μουσουλμανικές νησίδες σε πλήρη εξάρτηση από τους δυνητικούς εχθρούς της. Στην ουσία, η ενιαία Βοσνία-Ερζεγοβίνη στα παλιά της σύνορα ήταν για τους Μουσουλμάνους Βοσνιακούς η μόνη ελπίδα επιβίωσης ως ξεχωριστή εθνότητα. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τους Κροάτες, κι έτσι κατά κάποιον τρόπο «φυσιολογικά» οι τελευταίοι απομακρύνονταν από τους Μουσουλμάνους· και, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως έρχονταν πιο κοντά στους Σέρβους.

Παρά επομένως την εχθρότητα ανάμεσα σε Τούτζμαν και Μιλόσεβιτς, αυτό δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι δεν μπορoύσε να υπάρξει κατανόηση μεταξύ τους. Ήδη το 1991 ήταν η χρονιά της περίφημης, αν και ακόμα μη ξεκάθαρα αποδεδειγμένης, συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Με αυτήν, πιστεύεται πως οι δύο εθνικιστές ηγέτες κατέληξαν στη μοιρασιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μεταξύ τους. Την επόμενη χρονιά, συναντήθηκαν στο Γκρατζ της Αυστρίας και οι αντίστοιχοι τοπικοί ηγέτες της Βοσνίας: ο Μάτε Μπόμπαν και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς. Οι Μουσουλμάνοι, συμπιεσμένοι ανάμεσα στον σερβικό και κροατικό εθνικισμό, ήταν το πιο αδύναμο μέρος αυτής της εξίσωσης: δεν κλήθηκαν καν στη συνάντηση.

Ο πόλεμος της Κεντρικής Βοσνίας

Οι Μπόμπαν και Κάρατζιτς μπορεί να μην κατέληξαν τελικά σε συμφωνία στο Γκρατζ (κατά μια άποψη, λόγω διαφωνιών στον έλεγχο του Ανατολικού Μόσταρ). Στα μάτια των Μουσουλμάνων όμως, και μόνο το γεγονός όμως ότι συναντιούνταν και συνομιλούσαν ερήμην τους, δεν μπορούσε παρά να φαίνεται ως καθαρή κροατική προδοσία· και μάλλον όχι άδικα.

Όπως ήταν ίσως επόμενο λόγω του ανάμικτου πληθυσμού, οι αψιμαχίες ξεκίνησαν κυρίως στην κεντρική Βοσνία, ήδη από το 1992, στην αρχή μάλλον κάπως συγκρατημένα. Όσο όμως οι συγκρούσεις με τους Σέρβους έμοιαζαν να κοπάζουν, τόσο χανόταν (κι εδώ) ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς. Τελικά, οι αψιμαχίες έγιναν κανονικές μάχες και οι μάχες κανονική εθνοκάθαρση· έτσι όπως την ξέραμε από τον «πρώτο» πόλεμο της Βοσνίας. Εκδίωξη ανθρώπων από τα σπίτια τους, κάψιμο χωριών, εκτελέσεις αιχμαλώτων, σφαγές αμάχων, βεβήλωση θρησκευτικών συμβόλων, μαζικοί βιασμοί: τέτοια γεγονότα ακολουθούσαν το ένα το άλλο.

Η κορύφωση ήταν η σφαγή του Άχμιτσι, στις 16 Απριλίου 1993. Κατά τις 5.30 το πρωί, οι βολές των κροατικών όλμων στα όρια του μικτού χωριού φρόντισαν ώστε να κοπεί η οδός διαφυγής των Μουσουλμάνων κατοίκων προς τα δάση. Οι κροατικές δυνάμεις μπήκαν έπειτα στο χωριό. Το τι ακολούθησε, το ξέρουμε χάρη στο ότι, σχεδόν τυχαία, ειρηνευτικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βρέθηκαν στην πόλη λίγο μετά. Αντίκρισαν κατεστραμμένα σπίτια (τα λίγα άθικτα ανήκαν σε Κροάτες) και αμέτρητα πτώματα. Πάνω από 100 νεκροί χωρικοί ήταν ο τραγικός απολογισμός της μέρας, κυρίως άμαχοι και πολλά γυναικόπαιδα. Κάποιοι είχαν σκοτωθεί από πυροβολισμούς, άλλοι φαίνεται ότι είχαν καεί ζωντανοί. Αν και η επίσημη κροατική διοίκηση αρνήθηκε ότι αυτά έγιναν εν γνώσει της, τα γεγονότα δεν άφησαν πολλές αμφιβολίες για το ποια ήταν η στρατηγική από πίσω. Όπως είπε και ο διοικητής των στρατευμάτων του ΟΗΕ, η σφαγή έπρεπε να γίνει για να ξέρουν οι Μουσουλμάνοι τι θα τους συμβεί αν δεν εγκαταλείψουν την περιοχή.

Εκτός των σφαγών, οι κροατικές δυνάμεις έκαψαν το τζαμί του Άχμιτσι, γκρεμίζοντας και τον μιναρέ. Η καταστροφή των θρησκευτικών συμβόλων του «εχθρού» ήταν σταθερό χαρακτηριστικό των πολέμων της Βοσνίας. Πηγή εικόνας: http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/603420.stm

Οι Μουσουλμάνοι απάντησαν κι αυτοί με αντίστοιχες σφαγές Κροατών αμάχων, όπως αυτές στην Τρούσινα, ή, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στο Ουζντόλ και την Γκραμποβίτσα (αν και συνολικά μάλλον όχι στην ίδια κλίμακα και συστηματικότητα). Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πια, ότι μόλις πριν έναν χρόνο οι δύο πλευρές ήταν σύμμαχοι.

Ιστορία μιας πόλης και μιας γέφυρας

Η πρωτεύουσα της Ερζεγοβίνης έχει όνομα με νόημα: το «Μόσταρ» προέρχεται από τη σερβοκροατική λέξη Μοστ, δηλαδή γέφυρα. Και όντως, το σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά γέφυρα, «Στάρι Μοστ» στα σερβοκροάτικα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία της περιοχής, το οποίο ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Νερέτβα που διασχίζει την πόλη.

Το Μόσταρ και η Παλιά Γέφυρα. Πηγή εικόνας: https://www.historyhit.com/locations/mostar-bridge/

Το όνομα σε μια τέτοια γεωγραφία αποκτά κι άλλους συμβολισμούς. Πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, το Μόσταρ ήταν και πρότυπο αρμονικής συμβίωσης εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, τονίζοντας τη γιουγκοσλαβική «αδελφοσύνη και ενότητα». Οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες ήταν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, με περίπου 30-35% του πληθυσμού η κάθε μία. Η τρίτη κοινότητα ήταν οι Σέρβοι, περίπου ένα πέμπτο του πληθυσμού. Πλάι σε αυτές τις κοινότητες, στις επίσημες στατιστικές εμφανιζόταν και ένα περήφανο 10-15% που δήλωναν απλώς «Γιουγκοσλάβοι», περιφρονώντας τους εθνοτικούς διαχωρισμούς. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παιδιά μικτών γάμων, στους οποίους το Μόσταρ είχε το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.

Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες το 1992. Σε πρώτη φάση, Μουσουλμάνοι και Κροάτες πολέμησαν μαζί ενάντια στους Σέρβους και τον γιουγκοσλαβικό στρατό. Οι σέρβικες δυνάμεις εγκατέλειψαν όμως σχετικά γρήγορα κι εύκολα την πόλη (στη φυγή τους ακολούθησε και ο σερβικός πληθυσμός της πόλης), με τρόπο που άφησε στους Μουσουλμάνους πολλές υποψίες για εφαρμογή της συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Η συμπεριφορά της κροατικής ηγεσίας επιβεβαίωνε αυτούς τους φόβους: ονόματα δρόμων άλλαζαν σε κροατικά, κροατικά εθνικά σύμβολα αναρτήθηκαν στη θέση αυτών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το Μόσταρ προοριζόταν για πρωτεύουσα της Ερζεγο-Βοσνίας: οι Κροάτες, αν και χωρίς να είναι απόλυτη πλειοψηφία, θεωρούσαν ότι από τη στιγμή που οι Μουσουλμάνοι είχαν το Σαράγεβο και οι Σέρβοι την Μπάνια Λούκα, το Μόσταρ αναλογούσε φυσιολογικά σε αυτούς.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις κροατο-βοσνιακές μάχες στο μέτωπο της Κεντρικής Βοσνίας, στο Μόσταρ η κατάσταση παρέμεινε σχετικά ήρεμη μέχρι και τον Μάιο του 1993. Κάπου εκεί όμως, αυτή η εύθραυστη ηρεμία έφτασε στα όριά της. Οι δυνάμεις του Κροατικού Αμυντικού Συμβουλίου περικύκλωσαν το μουσουλμανικό μέρος της πόλης, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν όσους προσπαθούσαν να περάσουν σε αυτό από την απέναντι όχθη του Νερέτβα. Οι Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην κροατική ζώνη συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αποτελούμενος κυρίως από Μουσουλμάνους Στρατός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης αντέδρασε, όπως ήταν επόμενο.

Πολύ γρήγορα, η πόλη χωρίστηκε στα δύο: στα δυτικά ελεγχόμενη από το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο, στα ανατολικά από την επίσημη και κυριαρχούμενη από Μουσουλμάνους (μετά την αποχώρηση Σέρβων και Κροατών) κυβέρνηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Δεν ήταν όμως μια διχοτόμηση με ισορροπία δυνάμεων. Το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία ένα μουσουλμανικό γκέτο, υπό τη σταθερή πολιορκία των κροατικών δυνάμεων. Ενώ στο κροατικό μισό η ζωή συνεχιζόταν σχεδόν κανονικά, στο Ανατολικό οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, θυμίζοντας Σαράγεβο: έλλειψη βασικών αγαθών όπως ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ασθένειες, πείνα, κι επιπλέον, συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού, οι οποίες κατέστρεψαν περίπου τα 4/5 των κτιρίων της πόλης.

Ο βοσνιακός στρατός πάντως έλεγχε ακόμα κι ένα μικρό τμήμα της δυτικής όχθης του Νερέτβα, στην παλιά πόλη του Μόσταρ, το οποίο επικοινωνούσε με την ανατολική όχθη μέσω της παλιάς γέφυρας. Προς το τέλος του 1993, η κροατική πλευρά αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να τελειώνει και με αυτήν. Με αιτιολογία τη διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη του μουσουλμανικού θύλακα, το κροατικό πυροβολικό βομβάρδισε και κατέστρεψε την παλιά γέφυρα, μετά από 400 χρόνια. Η εικόνα γύρισε τον κόσμο και προκάλεσε σοκ και θλίψη. Μαζί με τη γέφυρα, σύμβολο της πόλης, γκρεμίστηκαν ίσως και όσα συμβόλιζε για τη συμβίωση των κοινοτήτων.

Η καταστροφή της γέφυρας (09.11.1993).

Η αποκατάσταση (;) της συμμαχίας

Το 1994, ο πόλεμος στη Βοσνία έμπαινε στον τρίτο χρόνο του. Οι Αμερικάνοι αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να αναλάβουν δράση. Και για να ασκηθεί πίεση προς τους Σέρβους, η πρώτη απαραίτητη κίνηση ήταν η αποκατάσταση της κροατο-μουσουλμανικής συμμαχίας.

Υπήρχαν όμως και εσωτερικοί λόγοι που υποχρέωναν τις δύο πλευρές να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Οι Βοσνιακοί προφανώς δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ ακόμα τον πόλεμο σε δύο μέτωπα, εναντίον Κροατών και Σέρβων, και μάλιστα με δύο από τις σημαντικότερες πόλεις τους (Σαράγεβο και Μόσταρ) υπό πολιορκία. Και οι Κροατοβόσνιοι όμως δεν τα πήγαιναν και πολύ καλύτερα. Παρά τα θεωρητικά τους πλεονεκτήματα (κυρίως τη στήριξη από τη μητέρα-πατρίδα Κροατία), στην αρχή του 1994 η στρατιωτική κατάσταση στο πεδίο έδειχνε περισσότερο ισοπαλία παρά νίκη. Ο βοσνιακός στρατός είχε αντέξει καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Επίσης, γεγονότα όπως η σφαγή του Άχμιτσι, η καταστροφή της γέφυρας του Μόσταρ και η συνεχιζόμενη σκληρή πολιορκία του τελευταίου, είχαν χαλάσει την εικόνα της κροατικής πλευράς στο εξωτερικό. Φαινόταν πως υπήρχε η πιθανότητα ακόμα και διεθνών κυρώσεων προς την Κροατία, ανάλογων με αυτών που ήδη ίσχυαν ενάντια στη Σερβία: κάτι που ο Τούτζμαν ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.

Και η θυσία ήταν μάλλον η εγκατάλειψη του σχεδίου της κροατικής Ερζεγο-Βοσνίας. Με εντυπωσιακή ταχύτητα, μόλις στη δεύτερή τους συνάντηση, οι δύο πλευρές υπέγραψαν ανακωχή στις 23 Φεβρουαρίου: και, ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό, η ανακωχή λίγο-πολύ τηρήθηκε.

Μόλις 6 ημέρες μετά, την 1η Μαρτίου, υπογράφηκε και η Συμφωνία της Ουάσιγκτον. Η Συμφωνία έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· χωρίς απαραίτητα να αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από καμιά από τις δύο πλευρές. Εκείνη τη στιγμή πάντως, έδωσε τη δυνατότητα σε Κροάτες και Μουσουλμάνους να επικεντρωθούν πάλι στον κοινό σερβικό εχθρό: αυτήν τη φορά, υποστηριζόμενοι και από ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς. Μπήκαν έτσι οι βάσεις και για τη σερβική ήττα, ενάμιση χρόνο αργότερα.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της ομοσπονδιακής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org), που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου. Η μία είναι η «Σερβική Δημοκρατία» των Σερβοβόσνιων, και η άλλη η «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης» Κροατών και Βοσνιακών, μια.. ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία .

Αν όμως το 1994 όντως σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς, αυτό δε σημαίνει ότι αποκαταστάθηκαν αυτόματα και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το Μόσταρ παρέμεινε για χρόνια διαιρεμένο, και η διοικητική (τουλάχιστον) επανένωση ήρθε πολύ αργότερα, μετά από την επιβολή της με διάταγμα από την ξένη διοίκηση, αφού προηγούμενες προσπάθειες αντιμετώπισαν ακόμα και βίαιες αντιδράσεις. Όλα αυτά έδειξαν ότι είναι ένα πράγμα η επανένωση στα χαρτιά, και άλλο στο μυαλό των ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, στην αντίληψη πολλών υπάρχουν δύο Μόσταρ, το Δυτικό κροατικό και το Ανατολικό μουσουλμανικό. Και η επιβίωση της κροατο-μουσουλμανικής «Ομοσπονδίας» παραμένει αμφίβολη, ενώ αυτή πλησιάζει την τριακοστή επέτειό της.

Κάποιες σκέψεις ως επίλογος

Ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος είναι από τα σχετικά ξεχασμένα επεισόδια των τελευταίων πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Η εικόνα της κατεστραμμένης γέφυρας του Μόσταρ μπορεί να συγκίνησε τον κόσμο για μια περίοδο, έγινε μάλιστα και έμπνευση για τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος μάλλον επισκιάστηκε από γεγονότα όπως η σφαγή της Σρεμπρένιτσα και η αμερικάνικη επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο.

Η σερβική επιθετικότητα, ο ακραίος σέρβικος εθνικισμός, ή ειδικά ο τυχοδιωκτισμός του Μιλόσεβιτς είναι οι εξηγήσεις που παρουσιάζονται συχνά για το πώς έφτασε η Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει σοβαρά τη σημασία τους. Το ερώτημα είναι αν αποτελούν τη βαθύτερη αιτία.

Η σύγκρουση ανάμεσα στους Κροάτες και τους Βοσνιακούς χαλάει αυτή την εικόνα. Περιέχοντας όλες τις ακρότητες και τον φανατισμό που χαρακτήρισαν και τις άλλες συγκρούσεις (εθνοκάθαρση, σφαγές αμάχων, βιασμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολιορκίες, καταστροφή υποδομών και ιστορικών μνημείων), απουσίαζαν οι συνήθεις ύποπτοι: οι Σέρβοι. Είναι η απόδειξη, πως ακόμα κι αν δεν υπήρχε σερβικός σωβινισμός ή Μιλόσεβιτς στην εξίσωση, η ειρηνική μετάβαση της Γιουγκοσλαβίας στη «Νέα Τάξη» ήταν κάθε άλλο παρά εγγυημένη.

Μια άλλη εύκολη εξήγηση θα ήταν να μιλήσουμε για «πανάρχαια μίση», που απλά κρύφτηκαν καλά στην τιτοϊκή περίοδο και βγήκαν φυσιολογικά ξανά στην επιφάνεια. Και πάλι όμως, αυτό δεν εξηγεί π.χ. το ψηλό ποσοστό μικτών γάμων ή ότι, λίγους μήνες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στη Βοσνία, περίπου τα 2/3 των Μοσταρινών υποστήριζαν σε δημοσκόπηση ότι δε θα έπρεπε να επιτραπεί στα εθνικιστικά κόμματα να κατεβούν σε αυτές. Τελικά, τους επιτράπηκε: και περίπου το ίδιο ποσοστό, τα 2/3, τα ψήφισε.

Πώς εξηγείται μια τόσο εντυπωσιακή στροφή σε χρόνο μηδέν; Έλλειψη ασφάλειας και οικονομική κρίση, σε μια μετάβαση από ένα προστατευμένο σύστημα με οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές στο άγνωστο του διεθνούς καπιταλισμού, συμπεριφορά αγέλης και ένστικτο αυτοσυντήρησης, έλλειψη επεξεργασίας ιστορικών γεγονότων όπως των ενδογιουγκοσλαβικών σφαγών του Β’ Παγκοσμίου: αυτά είναι στοιχεία που πιθανόν έπαιξαν τον ρόλο τους, δίπλα σε πολλά όλα. Αυτό πάντως που απέδειξαν σίγουρα (και) οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι είναι πως μια αρμονική συμβίωση ανάμεσα σε διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές κοινότητες μπορεί να λειτουργεί επί δεκαετίες ή και αιώνες, δε χρειάζεται όμως παρά λίγους μήνες για να καταστραφεί. Και όσο εύκολη είναι η καταστροφή της, τόσο δύσκολο είναι μετά να την κτίσεις από την αρχή. Ας είμαστε λοιπόν κι εμείς προσεκτικοί, όπου μια τέτοια συμβίωση επιβιώνει ακόμα.

Βιβλιογραφία

  1. A. Luchetta, ‘Mostar and the Loss of Its (Partial) Uniquess: A History, 1990-2009’, Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva, 2009.
  2. K. D. Gosztonyi, ‘Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina’, FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Ημερομηνία πρόσβασης: 16 Ιούλιος 2023. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  3. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  4. F. Borić (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  5. M. Bjarnason (2001): The War and War-Games in Bosnia and Herzegovina from 1992 to 1995: The main events, disagreements and arguments, resulting in a «de facto» divided country.