Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Α’

Κλασσικό

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ

Στο μπλογκ ασχολούμαστε συχνά με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια: αυτός ο γεωγραφικός χώρος είναι ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα του κεντρικού (γεω)πολιτικού προβλήματος στη γωνιά του κόσμου που ζούμε. Παλιότερα το λέγαμε «Ανατολικό Ζήτημα». Στην ουσία, μιλάμε για μια μεγάλη μετάβαση, που διαρκεί τώρα πάνω από δύο αιώνες χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα: από την παλιά αυτοκρατορική-πολυεθνοτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών.

Το άρθρο περιγράφει ένα πρόσφατο ταξίδι μέσα από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας. Ήταν το τμήμα της χώρας που υπέφερε πιο σκληρά από την κατάρρευση, ειδικά την πρώτη πενταετία 1991-1995. Δεν είναι η πρώτη φορά που έζησε τέτοια καταστροφή: και στη δεκαετία του 1940 ήταν από τις περιοχές που σημαδεύτηκαν από σφαγές και εθνοκάθαρση όσο λίγες άλλες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα, παρά το βάρος ενός τέτοιου παρελθόντος, η συμβίωση διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Αφετηρία μας είναι οι όχθες της Λίμνης Σκόδρας, περίπου 12 ώρες με το αυτοκίνητο από Αθήνα. Από εκεί, μπαίνουμε στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Διασχίζουμε γρήγορα το Μαυροβούνιο και συνεχίζουμε μέσα από Ερζεγοβίνη, Δαλματία, Βοσνία, Σλαβονία, Σερβία. Καταλήγουμε στην (πρώην) πρωτεύουσα, το Βελιγράδι.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Η Λίμνη Σκόδρα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας τις γειτονικές της Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα. Και οι τρεις λίμνες έχουν το κοινό ότι είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Στην περίπτωση της Σκόδρας, αυτά είναι η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Το Σιρόκα είναι μια μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό, στη νότια αλβανική όχθη της λίμνης, όχι μακριά από την ίδια την πόλη Σκόδρα. Διαθέτει λίγα ξενοδοχεία, έναν ωραίο παραλίμνιο δρόμο με καφετέριες και ταβέρνες, καθώς κι ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία: δείγμα της χαρακτηριστικής για τη βόρεια Αλβανία συγκατοίκησης σουνιτικού Ισλάμ και καθολικισμού (σε αντίθεση με την μπεκτασίδικη-ορθόδοξη σύνθεση της νότιας Αλβανίας).

Το αλβανικό τμήμα της Λίμνης Σκόδρας, όπως φαίνεται από το Σιρόκε κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά. Δεξιά ξεχωρίζει η πόλη της Σκόδρας (αχνοφαίνονται οι πολυκατοικίες) και στο βάθος φαίνονται τα περίφημα Καταραμένα Βουνά.
Ο παραλίμνιος δρόμος στο Σιρόκα γεμίζει τα πρωινά με κόσμο που απολαμβάνει τον καφέ του δίπλα στο νερό.

Η Σκόδρα δεν είναι κλειστή λίμνη: το νερό της τροφοδοτεί τον ποταμό Μπούνα ή Μπογιάνα, ο οποίος ξεκινάει τη σύντομη πορεία του από το νοτιοανατολικό της άκρο. Μετά από μόλις 41 χιλιόμετρα μαιανδρικής διαδρομής, στο δεύτερο μισό της οποίας αποτελεί και το σύνορο Αλβανίας-Μαυροβουνίου, ο ποταμός εκβάλει στην Αδριατική Θάλασσα. Στο δέλτα του, σχηματίζεται το νησάκι Άντα Μπογιάνα· το οποίο φιλοξενεί και μια από τις πιο πιο γνωστές και παλιές αποικίες γυμνιστών στα Βαλκάνια.

Ο ποταμός Μπογιάνα λίγο μετά την έξοδο του από τη λίμνη της Σκόδρας. Πάνω στον λόφο φαίνεται το Κάστρο της Ροζάφα, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη γυναίκα που, με βάση τον θρύλο, έπρεπε να κτιστεί μέσα στο κάστρο ώστε αυτό να στεριώσει.

Εμείς πάντως διασχίζουμε τα σύνορα λίγο πιο βόρεια, ανάμεσα στα χωριά Στουφ και Σουκόμπιν. Αν και το δεύτερο βρίσκεται στη μαυροβουνιακή πλευρά, κατοικούνται και τα δύο από Αλβανούς. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα χωριά της περιοχής. Εδώ στον συνοριακό Δήμο Ούλτσινι, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβόφωνη και ορθόδοξη, αλλά αλβανική και μουσουλμανική. Το ότι παρόλα αυτά ανήκει στο Μαυροβούνιο, σίγουρα θα ενοχλεί κάποιους Αλβανούς εθνικιστές, ως (άλλη) μια απόδειξη αδικίας στη μοιρασιά των εδαφών μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας.

Προς το παρόν όμως, τα πράγματα είναι ειρηνικά και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη (και τα δύο πλέον μέλη του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ) καλές. Είναι μάλλον τόσο καλές μάλιστα, που η συγκεκριμένη συνοριακή διάβαση είναι η μοναδική σε όλο το ταξίδι όπου ο έλεγχος δεν είναι διπλός, αλλά ένας και κοινός, από Αλβανούς και Μαυροβούνιους συνοριοφύλακες μαζί. Λίγο μετά τα σύνορα, συναντούμε και την ακτή της Αδριατικής. Ακολουθούμε τον παραλιακό δρόμο του Μαυροβουνίου, μέσα από Μπαρ, Σβέτι Στεφάν, Μπούντβα (βλέπε και σχετικό άρθρο) και Τιβάτ. Η ατμόσφαιρα παραμένει ειρηνική: εξάλλου, το Μαυροβούνιο είναι η μόνη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας που δεν έζησε άμεσα στο έδαφός της πολεμικές συγκρούσεις· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεινε αμέτοχη, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Το Σβέτι Στεφάν στα αριστερά και η Μπούντβα στα δεξιά στο βάθος: ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, με ελιές και πευκοδάση, στην μαυροβουνιακή ακτή της Αδριατικής.

Στο μικρό χωριό Λεπετάνι, παίρνουμε το φέρι κι έπειτα συνεχίζουμε την παραλιακή πορεία ως το Χέρτζεγκ Νόβι. Εκεί εγκαταλείπουμε (προσωρινά) τη θάλασσα και ανηφορίζουμε προς τα επόμενα σύνορα. Η βλάστηση γίνεται πιο αραιή και το έδαφος βραχώδες. Είναι ένα καρστικό τοπίο, άξιο της φήμης της Γιουγκοσλαβίας ως «πατρίδας» αυτού του είδους της γεωμορφολογίας, η οποία χαρακτηρίζει περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που διαλύεται με το νερό.

Το Λεπετάνι, απ’ όπου ξεκινάει το φέρι για να μεταφέρει τους ταξιδιώτες απέναντι στο Καμενάρι. Βρισκόμαστε στο στόμιο του Κόλπου του Κοτόρ, εκεί όπου αυτός συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα της Αδριατικής. Το ταξίδι με το φέρι διαρκεί μόλις 5 λεπτά, και γλυτώνει τους ταξιδιώτες από μια διαδρομή περίπου μιας ώρας γύρω από τον Κόλπο.
Τραχύ καρστικό τοπίο κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη (Βοσνία-)Ερζεγοβίνη. Το έδαφος που έχει απομείνει είναι ελάχιστο και η βλάστηση περιορισμένη, σε αντίθεση με τα πυκνά δάση των πολύ κοντινών (κι επίσης καρστικών) δαλματικών ακτών.

Το κράτος στο οποίο εισερχόμαστε είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με το που περνάμε όμως τα σύνορα, βλέπουμε μια μεγάλη πινακίδα «Καλώς ήλθατε στη Δημοκρατία της Σρπσκα». Για να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όποιος δεν γνωρίζει την πολιτική κατάσταση της περιοχής, οδηγώντας εδώ θα συναντήσει ελάχιστες ως καθόλου σημαίες του κράτους στο οποίο ανήκει. Θα δει όμως άφθονες σερβικές σημαίες. Η Ανατολική Ερζεγοβίνη είναι μέρος της σερβικής «Ρεπούμπλικα Σρπσκα», τη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν τη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τραυματικού εμφυλίου πολέμου της Βοσνίας, ανάμεσα στις τρεις εθνότητες που μοιράζονται τη χώρα: Βοσνιακούς (δηλ. Μουσουλμάνους, από πολιτισμική αλλά όχι απαραίτητα θρησκευτική άποψη), Σέρβους και Κροάτες.

Αμέσως αφού περάσουμε τον συνοριακό έλεγχο από το Μαυροβούνιο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μας καλωσορίζει η «Δημοκρατία της Σρπσκα», ώστε να μη μένει αμφιβολία για το ποιος είναι ο κύριος σε αυτό το τμήμα της χώρας Ακόμα και η χρήση του κυριλλικού (αντί του λατινικού) αλφαβήτου υπογραμμίζει αυτή τη δήλωση.
Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με βάση τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995): με ροζ η σερβική «Δημοκρατία της Σρπσκα» (το Τρέμπινιε φαίνεται στο νότιο της άκρο), με γαλάζιο η κροατο-μουσουλμανική «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω (κατά το ελβετικό πρότυπο) σε δέκα καντόνια. Η μικρή επαρχία του Μπρτσκο (με πράσινο) έχει ειδικό καθεστώς. (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Το Τρέμπινιε είναι μάλλον μικρή πόλη, μόλις 30.000 κατοίκων. Είναι παρόλα αυτά η μεγαλύτερη της Ανατολικής Ερζεγοβίνης, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Tα άγρια ασβεστολιθικά βουνά που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Τρέμπινιε βρίσκεται στο Τρέμπινσκο Πόλιε, δηλαδή σε ένα πλατύ και εύφορο καρστικό πεδίο, γεμάτο με ιζήματα από τη διάβρωση της γύρω περιοχής.

Το Τρέμπινσκο Πόλιε, όπως φαίνεται εδώ από τα προάστια του Τρέμπινιε: το «πόλιε» είναι διεθνής γεωμορφολογικός όρος, αλλά προέρχεται από τα σερβοκροάτικα (όπου σημαίνει απλά χωράφι, πεδίο), όπως και οι περισσότεροι όροι που συνδέονται με την καρστική γεωμορφολογία.

Πριν τον πόλεμο, οι Σέρβοι αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της πόλης. Τώρα πια, υπερβαίνουν το 90%, αφού οι περισσότεροι Κροάτες και Βοσνιακοί έφυγαν ή εκδιώχθηκαν, όπως έγινε και αλλού στη «Ρεπούμπλικα Σρπσκα». Στη μικρή εντός των τειχών παλιά πόλη, θα συναντήσουμε παρόλα αυτά δύο καλοδιατηρημένα (σε αντίθεση με αλλού στη Σρπσκα) παλιά τζαμιά, ως ίχνη μιας χαμένης πολυθρησκευτικότητας. Γενικότερα, το Τρέμπινιε διατηρεί πολλή από την ομορφιά του, με τα τείχη δίπλα στο ποτάμι, τα παλιά κτίρια, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τους πλάτανους. Εδώ δεν έχουν φτάσει ακόμα τα πλήθη των τουριστών για να παραμορφώσουν την εικόνα της πόλης, όπως στο γειτονικό Ντουμπρόβνικ ή το Μόσταρ.

Μικρή πλατεία στην εντός των τειχών παλιά πόλη του Τρέμπινιε, με το Τζαμί του Οσμάν Πασά Ρεσουλμπέγκοβιτς στα δεξιά.
Τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούν άμεσα στην όχθη του ποταμού Τρεμπίσνιτσα, ώστε να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι.
Η παλιά οθωμανική γέφυρα του Αρσλάναγιτς, όπως φαίνεται από τον παραποτάμιο πεζόδρομο. Είχε κτιστεί τον 16o αιώνα σε απόσταση 10 χιλιόμετρων στα ανάντη. Όταν στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού κατασκευάστηκε εκεί υδροηλεκτρικό φράγμα, μεταφέρθηκε πέτρα-πέτρα στην τωρινή της θέση.

Πράγματι, το Ντουμπρόβνικ είναι μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά και ο μόνιμος πληθυσμός του μόνο λίγο μεγαλύτερος του Τρέμπινιε, αλλά από άποψη φασαρίας, ατμόσφαιρας και τιμών είναι ένας άλλος κόσμος. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης σταματούν σειρά τα λεωφορεία που ξεφορτώνουν τουρίστες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η ιστορία της ως το κέντρο της πολύ ιδιαίτερης Δημοκρατίας της Ραγκούσας, η οποία κατάφερε επί αιώνες να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική, η Αυστριακή και η Βενετική και παρόλα αυτά διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σίγουρα της δίνει μια αίγλη. Μάλλον όμως βοήθησε το ότι έγιναν εκεί και κάποια γυρίσματα του Game of Thrones.

Το Ντουμπρόβνικ όπως φαίνεται από ψηλά. Η εντός των τειχών πόλη ήταν πριν πολλούς αιώνες βραχονησίδα: εκεί κατέφυγαν οι κάτοικοι της κοντινής Επιδαύρου (σημερινό Τσαβτάτ) για να ξεφύγουν από τις σλαβικές επιδρομές. Με τους αιώνες εξελίχθηκε σε ένα (περίπου) ανεξάρτητο κράτος και έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της Αδριατικής.
Οι τουρίστες εξερευνούν τα πλακόστρωτα στενά της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ: είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που όταν τύχει να δούμε κάποια σημάδια μόνιμης κατοίκησης (π.χ. απλωμένα ρούχα), σχεδόν παραξενευόμαστε. Στα δεξιά, το Παλάτι του Ρέκτορα, ο οποίος κατείχε την εκτελεστική εξουσία στη Δημοκρατία της Ραγκούσας για πάνω από τέσσερις αιώνες. Ευθεία στο βάθος, το Παλάτι Σπόντζα, όπου βρίσκεται και ο Χώρος Μνήμης για τους Πεσόντες (βλ. πιο κάτω): το 1991-92 ανήκε στα κτίρια που βομβαρδίστηκαν από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Βλέποντας τα πλήθη των τουριστών που περιφέρονται σε μια πόλη που μοιάζει να είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς, δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι η ίδια ήταν και από τα πρώτα θέατρα των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Κι όμως, οι κροατικές αρχές φροντίζουν, ανάμεσα στα μπαρόκ πετρόκτιστα σπίτια, τα παλάτια, τις παλιές καθολικές εκκλησίες και τις πλακόστρωτες πλατείες με τις ακριβές καφετέριες, να υπενθυμίζουν στους τουρίστες κι αυτή την πρόσφατη Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1991 είχαν ήδη περάσει κάποιοι μήνες αφού η Κροατία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της και αντίστοιχα οι Σέρβοι της Κροατίας τη δική τους αυτονομία. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει σε διαφιλονικούμενα μέρη της χώρας. Πολλοί δεν περίμεναν ίσως ότι το Ντουμπρόβνικ και η γύρω περιοχή θα ανήκε σε αυτά, αφού δεν είχε μεγάλο σερβικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, από (κυρίως) τις σερβο-μαυροβουνιακές ελίτ καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι αποτελούσε κρίσιμη απειλή για τις γειτονικές της περιοχές και ιδίως το Μαυροβούνιο. Τον Οκτώβριο του 1991, ο ελεγχόμενους από Σέρβους (και Μαυροβούνιους) γιουγκοσλαβικός στρατός είχε ήδη καταλάβει όλη την περιοχή, εκτός από την ίδια την πόλη του Ντουμπρόβνικ, την οποία έθεσε σε πολιορκία πολλών μηνών. Οι σκληροί βομβαρδισμοί, που εκτός από στρατιώτες και άμαχους είχαν ως θύματα και πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, έφεραν βέβαια διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ζημιές στη δημόσια εικόνα της σερβικής πλευράς· θα ακολουθούσαν πολλές.

Ο «Χώρος Μνήμης για τους Υπερασπιστές του Ντουμπρόβνικ» στο Παλάτι Σπόντζα, με τις φωτογραφίες των μαχητών που έπεσαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.
Ο χάρτης σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης απεικονίζει την καταστροφή των κτιρίων στο Ντουμπρόβνικ από τους βομβαρδισμούς, τη «σερβο-μαυροβουνιακή επίθεση» όπως την ονομάζουν, για να υπενθυμίσουν και τον σημαντικό ρόλο μονάδων και εφέδρων από το κοντινό Μαυροβούνιο σε αυτήν. Ο Μίλο Τζουγκάνοβιτς, ηγέτης του Μαυροβουνίου και τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, απολογήθηκε αργότερα γι’ αυτήν τη συμμετοχή, αφού συγκρούστηκε πια κι αυτός με τη σειρά του με τη σερβική ηγεσία.
Τα από τις σερβικές δυνάμεις και τον γιουγκοσλαβικό στρατό ελεγχόμενα εδάφη της Κροατίας στις αρχές του 1992. Μέσα στην ίδια χρονιά ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή του Ντουμπρόβνικ, ο σερβικός έλεγχος στην Κράινα και τη Σλαβονία παρέμεινε όμως για κάποια χρόνια ακόμα. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Siege_of_Dubrovnik (με τροποποιήσεις)

Παρόλα αυτά, ο πόλεμος εδώ στη νότια Δαλματία δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1992. Η κροατική πλειοψηφία παραήταν σαφής, για να αντέξουν οι όποιες σερβικές ή μαυροβουνιακές διεκδικήσεις. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το σοκ της παγκόσμιας κοινότητας από τον βομβαρδισμό ενός τόσο γνωστού και υψηλής ιστορικής αξίας μέρους όπως το Ντουμπρόβνικ, δεν εμπόδισε τελικά τη Δαλματία να ανακάμψει και να γίνει πάλι σύντομα κορυφαίος τουριστικός προορισμός. Διασχίζοντας σήμερα τις καταπράσινες δαλματικές ακτές με τα απότομα ασβεστολιθικά βουνά και τους σχεδόν παράλληλους με την ακτογραμμή μακρόστενους κόλπους, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εύπορες περιοχές της Κροατίας, ίσως και ολόκληρων των Βαλκανίων.

Η Γέφυρα Φράνιο Τούτζμαν ονομάστηκε προς τιμήν του (τουλάχιστον αμφιλεγόμενου) εθνικιστή πρώτου προέδρου της Κροατικής Δημοκρατίας. Περνάει πάνω από τον στενό κόλπο Ριέκα Ντουμπροβάσκα: κατ’ εξαίρεση για τη Δαλματία, μάλλον κάθετος παρά παράλληλος στη γενική ακτογραμμή.

Δεν πρόκειται όμως να μείνουμε για πολύ ακόμα στις δαλματικές ακτές. Περνώντας ακόμα μια φορά τα σύνορα, επιστρέφουμε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και συγκεκριμένα στη Δυτική-Κεντρική Ερζεγοβίνη. Είναι μια περιοχή σαφώς πιο φτωχή, που υπέφερε και πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο, για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Pavlovic, Srdja (2005): Reckoning – The 1991 Siege of Dubrovnik and the Consequences of the «War for Peace». In: spacesofidentity 5.1, p. 55-88.

Ο δευτερος πολεμος της Βοσνιας

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός. Ο πόλεμος στον οποίο αναφερόμαστε είχε επίκεντρο εξίσου την Ερζεγοβίνη (το δεύτερο συστατικό του ονόματος της χώρας, το οποίο συχνά ξεχνάμε) με τη Βοσνία. Επίσης, δεν ήταν ακριβώς δεύτερος, αφού έγινε παράλληλα με τον «πρώτο», δεν τον ακολούθησε· κατ’ ακρίβεια, τελείωσε πριν απ’ αυτόν. Το «δεύτερος» εδώ δεν έχει να κάνει τόσο με τον χρόνο όσο με τη σημασία: τουλάχιστον, αυτήν που του αποδόθηκε απ’ έξω.

Ο «πρώτος» πόλεμος είναι ο πιο γνωστός διεθνώς κι αυτός που συνήθως μας έρχεται στο νου όταν ακούμε για πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Από τη μια, οι Σέρβοι, υπό την ηγεσία του Ράντοβαν Κάρατζιτς και με τη (μέχρι ενός σημείου) στήριξη του ελεγχόμενου από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς γιουγκοσλαβικού στρατού. Από την άλλη, η συμμαχία Κροατών και Μουσουλμάνων (ή Βοσνιακών, όπως είναι πια ο πολιτικά ορθός όρος για τους δεύτερους). Συχνά όμως ξεχνάμε, ότι για δύο περίπου χρόνια οι δύο τελευταίοι πολεμούσαν όχι μόνο εναντίον των Σέρβων, αλλά και μεταξύ τους.

Οι ηγέτες των τριών εθνοτικών ομάδων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στη διάρκεια του πολέμου: απο αριστερά προς τα δεξιά, Ράντοβαν Κάρατζιτς (Σέρβοι), Αλία Ιζετμπέγκοβιτς (Μουσουλμάνοι-Βοσνιακοί), Μάτε Μπόμπαν (Κροάτες). Πηγή εικόνας: https://www.vecernji.ba/kolumne/filmski-povratak-alije-izetbegovica-karadzica-i-bobana-1189680.

Από δύσκολοι σύμμαχοι, ανοικτοί εχθροί

Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία, τα πράγματα μπορεί να έμοιαζαν σχετικά καθαρά: οι Σέρβοι εναντίον όλων. Η κατάσταση δεν ήταν ποτέ βέβαια τόσο μονοδιάστατη (θα ήταν αδύνατο σε μια χώρα τόσο σύνθετη όσο η πρώην Γιουγκοσλαβία), αλλά μια τέτοια απλοποίηση ήταν σε κάποιο βαθμό θεμιτή. Ήδη όμως στον δεύτερο χρόνο, το 1992, φάνηκαν τα όρια της. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συμμαχία Κροατών-Μουσουλμάνων συντηρούνταν κυρίως από τον κοινό φόβο των Σέρβων. Όπου οι τελευταίοι έφυγαν νωρίς ή δεν είχαν διεκδικήσεις, δεν υπήρχε κάτι για να ενώνει τους πρώτους. Αυτή ήταν η περίπτωση δύο κυρίως περιοχών: της Κεντρικής Βοσνίας και της Δυτικής Ερζεγοβίνης.

Ας ξεκινήσουμε με την τελευταία. Στα οθωμανικά χρόνια, η εθνο-θρησκευτική σύνθεση της Δυτικής Ερζεγοβίνης ήταν από τη μια αρκετά τυπική: ένα μεγάλο αστικό κέντρο (Μόσταρ) με μουσουλμανική πλειοψηφία, στη μέση ενός αγροτικού χώρου κατοικούμενου κυρίως από Χριστιανούς. Από την άλλη όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα: αυτοί οι Χριστιανοί αγρότες δεν ήταν Ορθόδοξοι, όπως συνηθιζόταν στα οθωμανικά Βαλκάνια, αλλά στη μεγάλη πλειονότητά τους Καθολικοί (Κροάτες). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνορεύει με την κροατική ακτή της Δαλματίας, η Ερζεγοβίνη ήταν επομένως πάντα στο μυαλό των Κροατών εθνικιστών που ονειρεύονταν μια ανεξάρτητη Μεγάλη Κροατία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου τα πάντα έγιναν πάλι ρευστά, κάποιοι το είδαν σαν ευκαιρία για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα.

Η Κεντρική Βοσνία είναι κάπως διαφορετική περίπτωση. Ο κροατικός πληθυσμός δεν είναι εδώ τόσο συμπαγής και δεν γειτονεύει άμεσα με την κυρίως Κροατία. Πρόκειται για μια ανάμικτη περιοχή: κάποια χωριά/κωμοπόλεις με περισσότερους Κροάτες, άλλα με περισσότερους Μουσουλμάνους, κάποια εντελώς ανάμικτα, και λίγοι Σέρβοι σκορπισμένοι παντού (πολύ λιγότεροι σήμερα, μετά τον πόλεμο). Αν δηλαδή η Δυτική Ερζεγοβίνη έμοιαζε σε πολλούς «φυσικά» κροατική, η κεντρική Βοσνία έπρεπε πρώτα να γίνει τέτοια· με ποιες μεθόδους, θα το βλέπαμε σύντομα.

Εθνοτική Σύνθεση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1991 (πριν τους πολέμους και τις μετακινήσεις/εκκαθαρίσεις πληθυσμών που ακολούθησαν). Η Δυτική Ερζεγοβίνη είναι η συμπαγής πορτοκαλί (κροατική) περιοχή στα νοτιοδυτικά, ενώ η Κεντρική Βοσνία φαίνεται ως ανάμικτη πράσινη-πορτοκαλί (Μουσουλμάνοι και Κροάτες) με μικρούς μπλε θύλακες (Σέρβοι).
By Lilic – 1991 population census, CC BY-SA 3.0 rs, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=75497423

Όταν το μονοκομματικό κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε, η δύναμη που γρήγορα κυριάρχησε ανάμεσα στους Κροάτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν το εθνικιστικό Κροατικό Δημοκρατικό Κόμμα (HDZ) – και το ένοπλο σκέλος του, το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο (HVO). Ο τοπικός ηγέτης ήταν ο Μάτε Μπόμπαν, αλλά βέβαια πιο ψηλά ήταν η κυβέρνηση της ίδιας της Κροατίας υπό τον Φράνιο Τούτζμαν, ο οποίος έπαιρνε τις κεντρικές αποφάσεις. Το HVO έκανε προετοιμασίες για μια ένοπλη σύγκρουση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, πολύ πριν αυτή ξεσπάσει: το 1992 είχε ήδη έτοιμη οργανωτική δομή και εξοπλισμό. Πολύ σύντομα, κατάφερε να επικρατήσει επί άλλων κροατικών ανταγωνιστικών οργανώσεων όπως τις Κροατικές Αμυντικές Δυνάμεις (HOS), χάρη και στην περίπου φανερή στήριξη της κροατικής κυβέρνησης.

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ο σερβικός εχθρός ήταν ακόμα παντού, με την ισχύ του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίο στην ουσία είχε στη διάθεσή του. Επομένως, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους παρά να συνεργαστούν. Ήδη όμως από τότε, ήταν φανερό πως οι στόχοι των ηγεσιών τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Οι Κροάτες ανακήρυξαν από το 1991 την «Κροατική Κοινότητα της Ερζεγο-Βοσνίας«. Χωρίς ακόμα να είναι απολύτως καθαροί στο κατά πόσον αυτή πρέπει να ανήκει σε μια (συν)ομοσπονδιακή Βοσνία-Ερζεγοβίνη, να είναι εντελώς ανεξάρτητη ή και να προσαρτηθεί στην Κροατία, η απόσταση από την ενιαία πολυεθνοτική Βοσνία-Ερζεγοβίνη που υποστήριζαν οι Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί ήταν μεγάλη.

Η Κροατική Δημοκρατία της Ερζεγο-Βοσνίας, στα σύνορα στα οποία αυτό-ανακηρύχθηκε το 1993, ως μετεξέλιξη της «Κροατικής Κοινότητας». Στην πραγματικότητα βέβαια, ποτέ το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο δεν κατάφερε να ελέγξει όλη αυτή την περιοχή, ούτε καν την «επίσημη» πρωτεύουσά της, το Μόσταρ. Πηγή εικόνας: https://i.redd.it/croatian-republic-of-herzeg-bosnia-1991-1996-v0-h9id38lwsbw81.jpg?s=345e23d1014cbd736f066ea2dfd120c21fb9d08d

Μια ματιά στον προηγούμενο χάρτη είναι αρκετή για να καταλάβουμε γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να δεχτούν μια τριχοτόμηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αν και με 41% (τότε) η μεγαλύτερη κοινότητα της χώρας, η συγκέντρωσή τους στους αστικούς χώρους από τη μια και η διασπορά τους μέσα στην επικράτεια από την άλλη, σήμαιναν ότι το ποσοστό έκτασης όπου πλειοψηφούσαν ήταν πολύ μικρότερο του ποσοστού τους στον πληθυσμό. Επίσης, αυτή η έκταση ήταν πολύ λιγότερο συμπαγής από την αντίστοιχη Σέρβων και Κροατών. Επιπλέον, πάλι σε αντίθεση με τους τελευταίους, δεν συνόρευε με κάποια «μητέρα-πατρίδα» που θα μπορούσε να τους στηρίξει: θα ήταν στην ουσία μια ή περισσότερες μουσουλμανικές νησίδες σε πλήρη εξάρτηση από τους δυνητικούς εχθρούς της. Στην ουσία, η ενιαία Βοσνία-Ερζεγοβίνη στα παλιά της σύνορα ήταν για τους Μουσουλμάνους Βοσνιακούς η μόνη ελπίδα επιβίωσης ως ξεχωριστή εθνότητα. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τους Κροάτες, κι έτσι κατά κάποιον τρόπο «φυσιολογικά» οι τελευταίοι απομακρύνονταν από τους Μουσουλμάνους· και, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως έρχονταν πιο κοντά στους Σέρβους.

Παρά επομένως την εχθρότητα ανάμεσα σε Τούτζμαν και Μιλόσεβιτς, αυτό δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι δεν μπορoύσε να υπάρξει κατανόηση μεταξύ τους. Ήδη το 1991 ήταν η χρονιά της περίφημης, αν και ακόμα μη ξεκάθαρα αποδεδειγμένης, συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Με αυτήν, πιστεύεται πως οι δύο εθνικιστές ηγέτες κατέληξαν στη μοιρασιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μεταξύ τους. Την επόμενη χρονιά, συναντήθηκαν στο Γκρατζ της Αυστρίας και οι αντίστοιχοι τοπικοί ηγέτες της Βοσνίας: ο Μάτε Μπόμπαν και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς. Οι Μουσουλμάνοι, συμπιεσμένοι ανάμεσα στον σερβικό και κροατικό εθνικισμό, ήταν το πιο αδύναμο μέρος αυτής της εξίσωσης: δεν κλήθηκαν καν στη συνάντηση.

Ο πόλεμος της Κεντρικής Βοσνίας

Οι Μπόμπαν και Κάρατζιτς μπορεί να μην κατέληξαν τελικά σε συμφωνία στο Γκρατζ (κατά μια άποψη, λόγω διαφωνιών στον έλεγχο του Ανατολικού Μόσταρ). Στα μάτια των Μουσουλμάνων όμως, και μόνο το γεγονός όμως ότι συναντιούνταν και συνομιλούσαν ερήμην τους, δεν μπορούσε παρά να φαίνεται ως καθαρή κροατική προδοσία· και μάλλον όχι άδικα.

Όπως ήταν ίσως επόμενο λόγω του ανάμικτου πληθυσμού, οι αψιμαχίες ξεκίνησαν κυρίως στην κεντρική Βοσνία, ήδη από το 1992, στην αρχή μάλλον κάπως συγκρατημένα. Όσο όμως οι συγκρούσεις με τους Σέρβους έμοιαζαν να κοπάζουν, τόσο χανόταν (κι εδώ) ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς. Τελικά, οι αψιμαχίες έγιναν κανονικές μάχες και οι μάχες κανονική εθνοκάθαρση· έτσι όπως την ξέραμε από τον «πρώτο» πόλεμο της Βοσνίας. Εκδίωξη ανθρώπων από τα σπίτια τους, κάψιμο χωριών, εκτελέσεις αιχμαλώτων, σφαγές αμάχων, βεβήλωση θρησκευτικών συμβόλων, μαζικοί βιασμοί: τέτοια γεγονότα ακολουθούσαν το ένα το άλλο.

Η κορύφωση ήταν η σφαγή του Άχμιτσι, στις 16 Απριλίου 1993. Κατά τις 5.30 το πρωί, οι βολές των κροατικών όλμων στα όρια του μικτού χωριού φρόντισαν ώστε να κοπεί η οδός διαφυγής των Μουσουλμάνων κατοίκων προς τα δάση. Οι κροατικές δυνάμεις μπήκαν έπειτα στο χωριό. Το τι ακολούθησε, το ξέρουμε χάρη στο ότι, σχεδόν τυχαία, ειρηνευτικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βρέθηκαν στην πόλη λίγο μετά. Αντίκρισαν κατεστραμμένα σπίτια (τα λίγα άθικτα ανήκαν σε Κροάτες) και αμέτρητα πτώματα. Πάνω από 100 νεκροί χωρικοί ήταν ο τραγικός απολογισμός της μέρας, κυρίως άμαχοι και πολλά γυναικόπαιδα. Κάποιοι είχαν σκοτωθεί από πυροβολισμούς, άλλοι φαίνεται ότι είχαν καεί ζωντανοί. Αν και η επίσημη κροατική διοίκηση αρνήθηκε ότι αυτά έγιναν εν γνώσει της, τα γεγονότα δεν άφησαν πολλές αμφιβολίες για το ποια ήταν η στρατηγική από πίσω. Όπως είπε και ο διοικητής των στρατευμάτων του ΟΗΕ, η σφαγή έπρεπε να γίνει για να ξέρουν οι Μουσουλμάνοι τι θα τους συμβεί αν δεν εγκαταλείψουν την περιοχή.

Εκτός των σφαγών, οι κροατικές δυνάμεις έκαψαν το τζαμί του Άχμιτσι, γκρεμίζοντας και τον μιναρέ. Η καταστροφή των θρησκευτικών συμβόλων του «εχθρού» ήταν σταθερό χαρακτηριστικό των πολέμων της Βοσνίας. Πηγή εικόνας: http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/603420.stm

Οι Μουσουλμάνοι απάντησαν κι αυτοί με αντίστοιχες σφαγές Κροατών αμάχων, όπως αυτές στην Τρούσινα, ή, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στο Ουζντόλ και την Γκραμποβίτσα (αν και συνολικά μάλλον όχι στην ίδια κλίμακα και συστηματικότητα). Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πια, ότι μόλις πριν έναν χρόνο οι δύο πλευρές ήταν σύμμαχοι.

Ιστορία μιας πόλης και μιας γέφυρας

Η πρωτεύουσα της Ερζεγοβίνης έχει όνομα με νόημα: το «Μόσταρ» προέρχεται από τη σερβοκροατική λέξη Μοστ, δηλαδή γέφυρα. Και όντως, το σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά γέφυρα, «Στάρι Μοστ» στα σερβοκροάτικα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία της περιοχής, το οποίο ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Νερέτβα που διασχίζει την πόλη.

Το Μόσταρ και η Παλιά Γέφυρα. Πηγή εικόνας: https://www.historyhit.com/locations/mostar-bridge/

Το όνομα σε μια τέτοια γεωγραφία αποκτά κι άλλους συμβολισμούς. Πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, το Μόσταρ ήταν και πρότυπο αρμονικής συμβίωσης εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, τονίζοντας τη γιουγκοσλαβική «αδελφοσύνη και ενότητα». Οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες ήταν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, με περίπου 30-35% του πληθυσμού η κάθε μία. Η τρίτη κοινότητα ήταν οι Σέρβοι, περίπου ένα πέμπτο του πληθυσμού. Πλάι σε αυτές τις κοινότητες, στις επίσημες στατιστικές εμφανιζόταν και ένα περήφανο 10-15% που δήλωναν απλώς «Γιουγκοσλάβοι», περιφρονώντας τους εθνοτικούς διαχωρισμούς. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παιδιά μικτών γάμων, στους οποίους το Μόσταρ είχε το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.

Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες το 1992. Σε πρώτη φάση, Μουσουλμάνοι και Κροάτες πολέμησαν μαζί ενάντια στους Σέρβους και τον γιουγκοσλαβικό στρατό. Οι σέρβικες δυνάμεις εγκατέλειψαν όμως σχετικά γρήγορα κι εύκολα την πόλη (στη φυγή τους ακολούθησε και ο σερβικός πληθυσμός της πόλης), με τρόπο που άφησε στους Μουσουλμάνους πολλές υποψίες για εφαρμογή της συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Η συμπεριφορά της κροατικής ηγεσίας επιβεβαίωνε αυτούς τους φόβους: ονόματα δρόμων άλλαζαν σε κροατικά, κροατικά εθνικά σύμβολα αναρτήθηκαν στη θέση αυτών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το Μόσταρ προοριζόταν για πρωτεύουσα της Ερζεγο-Βοσνίας: οι Κροάτες, αν και χωρίς να είναι απόλυτη πλειοψηφία, θεωρούσαν ότι από τη στιγμή που οι Μουσουλμάνοι είχαν το Σαράγεβο και οι Σέρβοι την Μπάνια Λούκα, το Μόσταρ αναλογούσε φυσιολογικά σε αυτούς.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις κροατο-βοσνιακές μάχες στο μέτωπο της Κεντρικής Βοσνίας, στο Μόσταρ η κατάσταση παρέμεινε σχετικά ήρεμη μέχρι και τον Μάιο του 1993. Κάπου εκεί όμως, αυτή η εύθραυστη ηρεμία έφτασε στα όριά της. Οι δυνάμεις του Κροατικού Αμυντικού Συμβουλίου περικύκλωσαν το μουσουλμανικό μέρος της πόλης, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν όσους προσπαθούσαν να περάσουν σε αυτό από την απέναντι όχθη του Νερέτβα. Οι Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην κροατική ζώνη συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αποτελούμενος κυρίως από Μουσουλμάνους Στρατός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης αντέδρασε, όπως ήταν επόμενο.

Πολύ γρήγορα, η πόλη χωρίστηκε στα δύο: στα δυτικά ελεγχόμενη από το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο, στα ανατολικά από την επίσημη και κυριαρχούμενη από Μουσουλμάνους (μετά την αποχώρηση Σέρβων και Κροατών) κυβέρνηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Δεν ήταν όμως μια διχοτόμηση με ισορροπία δυνάμεων. Το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία ένα μουσουλμανικό γκέτο, υπό τη σταθερή πολιορκία των κροατικών δυνάμεων. Ενώ στο κροατικό μισό η ζωή συνεχιζόταν σχεδόν κανονικά, στο Ανατολικό οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, θυμίζοντας Σαράγεβο: έλλειψη βασικών αγαθών όπως ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ασθένειες, πείνα, κι επιπλέον, συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού, οι οποίες κατέστρεψαν περίπου τα 4/5 των κτιρίων της πόλης.

Ο βοσνιακός στρατός πάντως έλεγχε ακόμα κι ένα μικρό τμήμα της δυτικής όχθης του Νερέτβα, στην παλιά πόλη του Μόσταρ, το οποίο επικοινωνούσε με την ανατολική όχθη μέσω της παλιάς γέφυρας. Προς το τέλος του 1993, η κροατική πλευρά αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να τελειώνει και με αυτήν. Με αιτιολογία τη διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη του μουσουλμανικού θύλακα, το κροατικό πυροβολικό βομβάρδισε και κατέστρεψε την παλιά γέφυρα, μετά από 400 χρόνια. Η εικόνα γύρισε τον κόσμο και προκάλεσε σοκ και θλίψη. Μαζί με τη γέφυρα, σύμβολο της πόλης, γκρεμίστηκαν ίσως και όσα συμβόλιζε για τη συμβίωση των κοινοτήτων.

Η καταστροφή της γέφυρας (09.11.1993).

Η αποκατάσταση (;) της συμμαχίας

Το 1994, ο πόλεμος στη Βοσνία έμπαινε στον τρίτο χρόνο του. Οι Αμερικάνοι αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να αναλάβουν δράση. Και για να ασκηθεί πίεση προς τους Σέρβους, η πρώτη απαραίτητη κίνηση ήταν η αποκατάσταση της κροατο-μουσουλμανικής συμμαχίας.

Υπήρχαν όμως και εσωτερικοί λόγοι που υποχρέωναν τις δύο πλευρές να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Οι Βοσνιακοί προφανώς δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ ακόμα τον πόλεμο σε δύο μέτωπα, εναντίον Κροατών και Σέρβων, και μάλιστα με δύο από τις σημαντικότερες πόλεις τους (Σαράγεβο και Μόσταρ) υπό πολιορκία. Και οι Κροατοβόσνιοι όμως δεν τα πήγαιναν και πολύ καλύτερα. Παρά τα θεωρητικά τους πλεονεκτήματα (κυρίως τη στήριξη από τη μητέρα-πατρίδα Κροατία), στην αρχή του 1994 η στρατιωτική κατάσταση στο πεδίο έδειχνε περισσότερο ισοπαλία παρά νίκη. Ο βοσνιακός στρατός είχε αντέξει καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Επίσης, γεγονότα όπως η σφαγή του Άχμιτσι, η καταστροφή της γέφυρας του Μόσταρ και η συνεχιζόμενη σκληρή πολιορκία του τελευταίου, είχαν χαλάσει την εικόνα της κροατικής πλευράς στο εξωτερικό. Φαινόταν πως υπήρχε η πιθανότητα ακόμα και διεθνών κυρώσεων προς την Κροατία, ανάλογων με αυτών που ήδη ίσχυαν ενάντια στη Σερβία: κάτι που ο Τούτζμαν ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.

Και η θυσία ήταν μάλλον η εγκατάλειψη του σχεδίου της κροατικής Ερζεγο-Βοσνίας. Με εντυπωσιακή ταχύτητα, μόλις στη δεύτερή τους συνάντηση, οι δύο πλευρές υπέγραψαν ανακωχή στις 23 Φεβρουαρίου: και, ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό, η ανακωχή λίγο-πολύ τηρήθηκε.

Μόλις 6 ημέρες μετά, την 1η Μαρτίου, υπογράφηκε και η Συμφωνία της Ουάσιγκτον. Η Συμφωνία έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· χωρίς απαραίτητα να αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από καμιά από τις δύο πλευρές. Εκείνη τη στιγμή πάντως, έδωσε τη δυνατότητα σε Κροάτες και Μουσουλμάνους να επικεντρωθούν πάλι στον κοινό σερβικό εχθρό: αυτήν τη φορά, υποστηριζόμενοι και από ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς. Μπήκαν έτσι οι βάσεις και για τη σερβική ήττα, ενάμιση χρόνο αργότερα.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της ομοσπονδιακής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org), που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου. Η μία είναι η «Σερβική Δημοκρατία» των Σερβοβόσνιων, και η άλλη η «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης» Κροατών και Βοσνιακών, μια.. ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία .

Αν όμως το 1994 όντως σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς, αυτό δε σημαίνει ότι αποκαταστάθηκαν αυτόματα και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το Μόσταρ παρέμεινε για χρόνια διαιρεμένο, και η διοικητική (τουλάχιστον) επανένωση ήρθε πολύ αργότερα, μετά από την επιβολή της με διάταγμα από την ξένη διοίκηση, αφού προηγούμενες προσπάθειες αντιμετώπισαν ακόμα και βίαιες αντιδράσεις. Όλα αυτά έδειξαν ότι είναι ένα πράγμα η επανένωση στα χαρτιά, και άλλο στο μυαλό των ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, στην αντίληψη πολλών υπάρχουν δύο Μόσταρ, το Δυτικό κροατικό και το Ανατολικό μουσουλμανικό. Και η επιβίωση της κροατο-μουσουλμανικής «Ομοσπονδίας» παραμένει αμφίβολη, ενώ αυτή πλησιάζει την τριακοστή επέτειό της.

Κάποιες σκέψεις ως επίλογος

Ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος είναι από τα σχετικά ξεχασμένα επεισόδια των τελευταίων πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Η εικόνα της κατεστραμμένης γέφυρας του Μόσταρ μπορεί να συγκίνησε τον κόσμο για μια περίοδο, έγινε μάλιστα και έμπνευση για τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος μάλλον επισκιάστηκε από γεγονότα όπως η σφαγή της Σρεμπρένιτσα και η αμερικάνικη επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο.

Η σερβική επιθετικότητα, ο ακραίος σέρβικος εθνικισμός, ή ειδικά ο τυχοδιωκτισμός του Μιλόσεβιτς είναι οι εξηγήσεις που παρουσιάζονται συχνά για το πώς έφτασε η Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει σοβαρά τη σημασία τους. Το ερώτημα είναι αν αποτελούν τη βαθύτερη αιτία.

Η σύγκρουση ανάμεσα στους Κροάτες και τους Βοσνιακούς χαλάει αυτή την εικόνα. Περιέχοντας όλες τις ακρότητες και τον φανατισμό που χαρακτήρισαν και τις άλλες συγκρούσεις (εθνοκάθαρση, σφαγές αμάχων, βιασμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολιορκίες, καταστροφή υποδομών και ιστορικών μνημείων), απουσίαζαν οι συνήθεις ύποπτοι: οι Σέρβοι. Είναι η απόδειξη, πως ακόμα κι αν δεν υπήρχε σερβικός σωβινισμός ή Μιλόσεβιτς στην εξίσωση, η ειρηνική μετάβαση της Γιουγκοσλαβίας στη «Νέα Τάξη» ήταν κάθε άλλο παρά εγγυημένη.

Μια άλλη εύκολη εξήγηση θα ήταν να μιλήσουμε για «πανάρχαια μίση», που απλά κρύφτηκαν καλά στην τιτοϊκή περίοδο και βγήκαν φυσιολογικά ξανά στην επιφάνεια. Και πάλι όμως, αυτό δεν εξηγεί π.χ. το ψηλό ποσοστό μικτών γάμων ή ότι, λίγους μήνες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στη Βοσνία, περίπου τα 2/3 των Μοσταρινών υποστήριζαν σε δημοσκόπηση ότι δε θα έπρεπε να επιτραπεί στα εθνικιστικά κόμματα να κατεβούν σε αυτές. Τελικά, τους επιτράπηκε: και περίπου το ίδιο ποσοστό, τα 2/3, τα ψήφισε.

Πώς εξηγείται μια τόσο εντυπωσιακή στροφή σε χρόνο μηδέν; Έλλειψη ασφάλειας και οικονομική κρίση, σε μια μετάβαση από ένα προστατευμένο σύστημα με οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές στο άγνωστο του διεθνούς καπιταλισμού, συμπεριφορά αγέλης και ένστικτο αυτοσυντήρησης, έλλειψη επεξεργασίας ιστορικών γεγονότων όπως των ενδογιουγκοσλαβικών σφαγών του Β’ Παγκοσμίου: αυτά είναι στοιχεία που πιθανόν έπαιξαν τον ρόλο τους, δίπλα σε πολλά όλα. Αυτό πάντως που απέδειξαν σίγουρα (και) οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι είναι πως μια αρμονική συμβίωση ανάμεσα σε διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές κοινότητες μπορεί να λειτουργεί επί δεκαετίες ή και αιώνες, δε χρειάζεται όμως παρά λίγους μήνες για να καταστραφεί. Και όσο εύκολη είναι η καταστροφή της, τόσο δύσκολο είναι μετά να την κτίσεις από την αρχή. Ας είμαστε λοιπόν κι εμείς προσεκτικοί, όπου μια τέτοια συμβίωση επιβιώνει ακόμα.

Βιβλιογραφία

  1. A. Luchetta, ‘Mostar and the Loss of Its (Partial) Uniquess: A History, 1990-2009’, Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva, 2009.
  2. K. D. Gosztonyi, ‘Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina’, FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Ημερομηνία πρόσβασης: 16 Ιούλιος 2023. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  3. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  4. F. Borić (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  5. M. Bjarnason (2001): The War and War-Games in Bosnia and Herzegovina from 1992 to 1995: The main events, disagreements and arguments, resulting in a «de facto» divided country.

 

 

Το τελος της γιουγκοσλαβικης ουτοπιας;

Κλασσικό

Συχνά ακούμε να μιλούν για την πρώην Γιουγκοσλαβία λες και το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο. Σ’ έναν κόσμο που έχουμε μάθει ότι τα κράτη αντιστοιχούν σε έθνη με ενιαία ταυτότητα, η Γιουγκοσλαβία φαινόταν να μην ταιριάζει τόσο. Δεν ήταν ούτε ενιαίο έθνος-κράτος, όπως όλα τα υπόλοιπα στα Βαλκάνια, αλλα ούτε ακριβώς ξεκάθαρα πολυεθνικό, όπως π.χ. το Βέλγιο, όπου δυο διακριτές εθνότητες με ξεχωριστές περιοχές συμπράττουν στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Η Γιουγκοσλαβία ήταν κάτι μεταξύ των δύο, αφού ακόμα και σήμερα δεν μπορείς να πεις με απόλυτη σιγουριά αν η κροατική/σέρβικη/βοσνιακή κ.λπ. ταυτότητα είναι ισχυρότερη από την ενιαία νοτιοσλαβική (αυτή είναι κι η ελληνική μετάφραση της λέξης «γιουγκοσλαβική»).

Η Γιουγκοσλαβία ως κράτος υποδιαιρείτο σε 6 ομόσπονδες δημοκρατίες και σε διάφορες επίσημες εθνότητες. Τα κριτήρια διαχωρισμού των εθνοτήτων δεν ήταν ενιαία. Οι Σλοβένοι όπως και οι Σλαβομακεδόνες οριοθετούνταν στη βάση της γλώσσας: οι πρώτοι μιλούν μια γλώσσα συγγενική μεν με τα σερβοκροατικά, αλλά και αρκετά διακριτή, ενώ τα σλαβομακεδόνικα είναι μάλλον πιο κοντά στα βουλγάρικα. Από την άλλη οι Σέρβοι, οι Κροάτες κι οι Μουσουλμάνοι* μιλούσαν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα (τότε ονομαζόταν σερβοκροατική), διαφοροποιούνταν όμως στη βάση της θρησκείας (ορθόδοξοι οι Σέρβοι και καθολικοί οι Κροάτες). Σήμερα φυσικά μπορεί να ισχυρίζονται ότι οι γλώσσες που μιλούν είναι ξεχωριστές (κροατικά, σέρβικα, βοσνιακά), στην πράξη όμως μάλλον πρόκειται για κρατικά τονισμένες παραλλαγές της ίδιας γλώσσας. Η περίπτωση των Μαυροβουνίων κάνει την κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη: με τους Σέρβους μοιράζονται την ίδια θρησκεία και περίπου την ίδια γλώσσα. Διαχωριστικό στοιχείο είναι εδώ η ξεχωριστή πολιτική ιστορία και γεωγραφία. Πάντως και σήμερα 29% των κατοίκων του Μαυροβουνίου δηλώνει ως εθνότητά του τη σερβική, πράγμα που δείχνει πόσο ρευστά είναι ακόμα τα πράγματα.

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο, αν αναλογιστούμε ότι οι ομόσπονδες δημοκρατίες δεν αντιστοιχούσαν κατ’ ανάγκη στις εθνότητες. Κάτι που ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικής καθαρότητας, με ακραίο παράδειγμα τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου καμία εθνότητα δεν είχε καν την απόλυτη πλειοψηφία. Ένας Γιουγκοσλάβος είχε δηλαδή ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές ιδιότητες: πρώτα ήταν Γιουγκοσλάβος υπήκοος, μετά πολίτης μιας ομόσπονδης δημοκρατίας κι έπειτα ανήκε και σε μία εθνότητα. Ένας πολίτης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορεί δηλαδή να ανήκε στην κροατική εθνότητα κι ένας πολίτης της Κροατίας στη σερβική εθνότητα. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να αυτοκαθοριστεί κάποιος εθνοτικά ως «Γιουγκοσλάβος» αντί «Σέρβος», «Κροάτης», «Μουσουλμάνος» κ.λπ., πράγμα που συνέβαινε συχνά σε παιδιά από μικτούς γάμους ή γενικά σε άτομα που δεν ήθελαν να προσδιορίζονται στη βάση μιας εθνοτικής ταυτότητας. Κατά την απογραφή του 1981 δήλωσαν 7,9% των κατοίκων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ως εθνότητα τη γιουγκοσλαβική – στη Σερβία το ποσοστό ήταν αντίστοιχα 4,8% και στην Κροατία επίσης 7,9%.

Είναι σημαντικό να σταθούμε λίγο ακόμα στο φαινόμενο των μικτών γάμων, γιατί είναι κάτι που διαφοροποιεί τη Γιουγκοσλαβία από άλλες περιπτώσεις. Κατά την άποψή μου είναι εντυπωσιακό ότι π.χ. το 1991 ένα 12% των γάμων στη Βοσνία ήταν μικτοί, αν αναλογιστούμε ότι στην Κύπρο τέτοιοι γάμοι ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα ακόμα και νομικά αδύνατοι, ενώ στο Λίβανο τέτοια ζευγάρια είναι ακόμα και σήμερα υποχρεωμένα να μεταβούν στο εξωτερικό για να παντρευτούν. Ακόμα και το 1991 σε γκάλοπ που έγινε στη Βοσνία, μόνο το 43% των Μουσουλμάνων, το 39% των Κροατών και μόλις το 25% των Σέρβων δήλωσε ότι η εθνότητα είναι σημαντικό κριτήριο για την επιλογή συζύγου – ειδικά στην περίπτωση των τελευταίων αυτό προκαλεί εντύπωση, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο 4 χρόνια αργότερα οι Σερβοβόσνιοι έμελλε να συνδεθούν με τον πιο άγριο εθνικιστικό φανατισμό (σφαγή της Σρεμπρένιτσα) που εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Αυτή η κατάσταση μαζί με άλλα στοιχεία, όπως η νοσταλγία πολλών της κατοίκων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και η επιβίωση μέχρι σήμερα ενός είδους νοτιοσλαβικής ταυτότητας, δείχνουν ότι η διάσπαση δεν ήταν τόσο νομοτελειακή όσο θέλουν πολλοί να την παρουσιάζουν. Όταν ακούω να μιλούν για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, συχνά νιώθω ότι τονίζονται ιδιαίτερα οι χωριστικές τάσεις (Κροατική Άνοιξη το ’71, συγκρούσεις Αλβανών-Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο το ’81, ανακοίνωση της Σέρβικης Ακαδημίας το ’85), ενώ έχουν ξεχαστεί εντελώς τάσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως η φοιτητική εξέγερση του ’68. Εξ’ άλλου ακόμα και στον πρόσφατο πόλεμο τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν 100% ταυτισμένα με μια εθνότητα: υπήρξαν Σέρβοι κάτοικοι του Σαράγεβου που υπερασπίστηκαν μαζί με τους Μουσουλμάνους συμπολίτες τους την πόλη ενάντια στην πολιορκία από τις σέρβικες δυνάμεις, ενώ ο Μουσουλμάνος Φικρέτ Άμπντιτς με την περιοχή που έλεγχε διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Φυσικά δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την επιρροή του σέρβικου, κροατικού, σλοβένικου, βοσνιακού εθνικισμού, ούτε να ισχυριστούμε ότι όλοι αυτοί είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, για να αναστηθούν τεχνητά από ξένες δυνάμεις μετά από 40 χρόνια. Ειδικά όταν είχαν προηγηθεί τέτοιες τρομακτικές σφαγές όπως αυτές της κροατικής Ουστάσα εναντίων των Σέρβων αμάχων, ή και οι ανάλογες των Σέρβων Τσέτνικ εναντίων των Κροατών και των Μουσουλμάνων.

Υπήρχαν πολλά στοιχεία, που όλα συντέλεσαν στο να έρθει τελικά η διάλυση:

– Η αποτυχία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να λύσει το πρόβλημα των μεγάλων ανισοτήτων ανάμεσα στις ανεπτυγμένες περιοχές του Βορρά (Σλοβενία, Κροατία, Βοϊβοδίνα) και τις υπανάπτυκτες του Νότου (Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο, Μακεδονία). Αυτές οι ανισότητες φαίνεται μάλιστα να αυξήθηκαν αντί να μειωθούν μετά απο τέσσερις δεκαετίες «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης. Με αποτέλεσμα να είναι όλοι δυσαρεστημένοι: οι βόρειοι επειδή έπρεπε να μοιραστούν το εισόδημά τους με τους «τεμπέληδες» του Νότου και μάλιστα χωρίς να βλέπουν προοπτική να τελειώσει κάποτε αυτό το πράγμα. Και οι νότιοι επειδή παρά την οικονομική βοήθεια έβλεπαν το χάσμα με τους βόρειους να διευρύνεται αντί να μειώνεται και άρα την οικονομική τους εξάρτηση και την αίσθηση της αδικίας να μεγαλώνει.

– Το διεθνές περιβάλλον με την αναμενόμενη κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και της ιδεολογίας που ήταν συνδεδεμένη μ’ αυτό. Αυτό βοήθησε γενικά στον κόσμο να δυναμώσουν διάφοροι βίαοι εθνικισμοί (εξ’ άλλου κι η άποψη ότι η ΕΣΣΔ σε αντίθεση με την Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε με ειρηνικό τρόπο είναι μάλλον μύθος, αν δούμε τη γενική εικόνα αλλά και τις σημερινές συνέπειες). Ήταν ένας τρόπος να καλυφθεί το ιδεολογικό κενό, αλλά και μια αντίδραση στην ανασφάλεια που ένιωθαν οι πολίτες αυτών των χωρών μπροστά στην κατάρρευση του οικονομικού και του κοινωνικού τους συστήματος. Όλα αυτά έδωσαν την ευκαιρία σε παλιούς εθνικιστές, όπως ο Φράνιο Τούτζμαν, σε οπορτουνιστές πολιτικούς, όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ή τέλος σε κοινούς εγκληματίες, όπως ο περίφημος Αρκάν, να βρεθούν στο προσκήνιο παίζοντας το χαρτί του εθνικού αγώνα.

– Τρίτο και ίσως πιο σημαντικό: η βαθιά οικονομική κρίση που πέρασε η Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’80, που ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή ελληνική. Ήταν κι αυτή φαίνεται μια κρίση χρέους ως αποτέλεσμα μιας κακής οικονομικής και γενικής διαχείρισης, που είχε ως συνέπεια τη δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος μετά από δεκαετίες σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Το πόσο εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν διαλυτικές τάσεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, το βλέπουμε και σήμερα στην περίπτωση της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο συνδυασμός αυτών των συνθηκών έκανε τη διατήρηση της γιουγκοσλαβικής ενότητας πολύ δύσκολη υπόθεση. Υπό άλλες περιστάσεις όμως, μπορεί η κατάσταση σήμερα να ήταν διαφορετική. Σίγουρα, αν η αίσθηση κοινής ταυτότητας ήταν πολύ δυνατή, η Γιουγκοσλαβία θα άντεχε – εξ’ άλλου η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν έφερε καμιά διάσπαση του κράτους. Αντί όμως να λέμε ότι οι πολιτικές συνθήκες επιτάχυναν μια έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη διαδικασία διάλυσης, θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι απλά σε μια αμφίρροπη κατάσταση έσπρωξαν τα πράγματα προς τη μια κατεύθυνση, αυτή της διάσπασης.

Η μεγάλη αντίφαση όμως αυτών που υποστηρίζουν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν κάτι νομοτελειακό και γιατί όχι και θετικό, στο όνομα της ελευθερίας των εθνών, είναι ότι συχνά υπερασπίζονται ταυτόχρονα την εδαφική ακεραιότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Παραβλέποντας ότι αυτό το «κράτος» πρόκειται ουσιαστικά για μια μίνι-Γιουγκοσλαβία και μάλιστα με πιο αδύνατα συνδετικά στοιχεία.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποτελείται με βάση τη συμφωνία του Ντέιτον από δύο ενότητες, τη Σέρβικη Δημοκρατία και την (κροατο-μουσουλμανική) Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην έκταση της – ουσιαστικά αυτόνομης – Σέρβικης Δημοκρατίας οι Σέρβοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα εθνοκάθαρσης). Η ηγεσία τους είναι πιο προσανατολισμένη προς το Βελιγράδι παρά προς το Σαράγεβο και συχνά αντιμετωπίζει εχθρικά το κοινό βοσνιακό κράτος ελπίζοντας σε απόσχιση/ένωση με τη Σερβία, πράγμα που δυσκολεύει πολύ τη λειτουργία του κοινού κράτους. Η Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ουσιαστικά μια ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία, αποτελείται από πολλά καντόνια, κάποια με κροατική και κάποια με μουσουλμανική πλειοψηφία. Πολλοί Κροάτες όμως δεν έχουν σταματήσει να ονειρεύονται την ένωση με την Κροατία, για την οποία εξ’ άλλου έχουν πολεμήσει εναντίον των Μουσουλμάνων (ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος τερματίστηκε μόνο μετά από δυτική πίεση). Ουσιαστικά η μόνη εθνότητα που νιώθει να έχει ανάγκη την επιβίωση του κοινού κράτους είναι οι Βοσνιακοί (Μουσουλμάνοι) κι αυτό επειδή ένα κράτος περιορισμένο στις περιοχές με μουσουλμανική πλειοψηφία είναι πολύ δύσκολα βιώσιμο.

Σ’ αυτά τα προβλήματα μπορεί φυσικά κάποιος να προσθέσει και το ερώτημα του Σαντζακίου, περιοχή της Σερβίας με μουσουλμανική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ένωσης των Σερβοβοσνίων με τη Σερβία είναι απίθανο να τεθεί θέμα δικής του αυτονομίας/ανεξαρτησίας; Για να μην αναφέρουμε και την περίπτωση των μεγάλων περιοχών της Κροατίας που οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία μέχρι την εκδίωξή τους το 1995, κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεχτεί.

Η σημερινή κατάσταση κτίστηκε στη βάση εθνών-κρατών κι αμοιβαίων εθνοκαθάρσεων. Οι οποίες όχι μόνο είχαν τεράστιο ανθρώπινο κόστος και συντηρούν μίση, αλλά ούτε καν δεν ολοκληρώθηκαν, έτσι ώστε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν κάποια σταθερότητα.

Ουσιαστικά η μοναδική απάντηση που μπορούν να δώσουν οι υπερασπιστές του στάτους κβο είναι η σταθεροποίηση μέσω μιας (χρονικά ακαθόριστης) ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Ένωση όμως που εμπνέει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη ως πηγή σταθερότητας και κανείς δεν ξέρει αν και με ποιά μορφή θα επιβιώσει. Και μπαίνει φυσικά και το ερώτημα: αν η επιθυμία για εθνική κυριαρχία ήταν αυτή που οδήγησε σε μια αναπόφευκτη διάσπαση, τί σταθεροποίηση φέρνει το να την παραχωρήσουν τα νεοσύστατα έθνη-κράτη πάλι σε μια ακόμα μεγαλύτερη υπερεθνική ένωση;

Τελικά η ιδέα της γιουγκοσλαβικής ενότητας ήταν, αντί ουτοπική, ίσως περισσότερο ρεαλιστική από την ελπίδα να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν σήμερα. Μπορεί τελικά η μόνη ειρηνική και σταθεροποιητική λύση να είναι μια επανένωση, ίσως με συνομοσπονδιακή μορφή; Τουλάχιστον αυτών των νοτιοσλαβικών κρατών που μοιράζονται την ίδια γλώσσα και είναι, είτε το θέλουν είτε όχι, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους (Κροατία, Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνι); Δεν βλέπω γιατί να μην γίνουν σκέψεις και σ’ αυτήν την κατεύθυνση.


* Την εποχή της ενίαιας Γιουγκοσλαβίας ο όρος Μουσουλμάνος δεν ήταν μόνο θρησκευτικός προσδιορισμός αλλά και εθνοτικός. Οι Μουσουλμάνοι ήταν αναγνωρισμένοι επίσημα σαν ξεχωριστή εθνότητα και μπορούσε κάποιος να έχει αυτή την εθνοτική ταυτότητα χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι και θρήσκος. Τα τελευταία χρόνια ο όρος αυτός αντικαταστήθηκε από το πιο κοσμικό όνομα Βοσνιακός. Αυτό διαχωρίζεται από τον όρο Βόσνιος, που αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας ανεξαρτήτως εθνότητας. Ένας Βόσνιος μπορεί δηλαδή να είναι είτε Βοσνιακός (δηλαδή μουσουλμανικής καταγωγής) είτε Σέρβος είτε Κροάτης κ.λπ.


Χρήσιμη Βιβλιογραφία:

  • Bundeszentrale für politische Bildung (BpB) (1996): Das Ende Jugoslawiens – Informationen zur politischen Bildung.