Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Α’

Κλασσικό

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ

Στο μπλογκ ασχολούμαστε συχνά με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια: αυτός ο γεωγραφικός χώρος είναι ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα του κεντρικού (γεω)πολιτικού προβλήματος στη γωνιά του κόσμου που ζούμε. Παλιότερα το λέγαμε «Ανατολικό Ζήτημα». Στην ουσία, μιλάμε για μια μεγάλη μετάβαση, που διαρκεί τώρα πάνω από δύο αιώνες χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα: από την παλιά αυτοκρατορική-πολυεθνοτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών.

Το άρθρο περιγράφει ένα πρόσφατο ταξίδι μέσα από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας. Ήταν το τμήμα της χώρας που υπέφερε πιο σκληρά από την κατάρρευση, ειδικά την πρώτη πενταετία 1991-1995. Δεν είναι η πρώτη φορά που έζησε τέτοια καταστροφή: και στη δεκαετία του 1940 ήταν από τις περιοχές που σημαδεύτηκαν από σφαγές και εθνοκάθαρση όσο λίγες άλλες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα, παρά το βάρος ενός τέτοιου παρελθόντος, η συμβίωση διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Αφετηρία μας είναι οι όχθες της Λίμνης Σκόδρας, περίπου 12 ώρες με το αυτοκίνητο από Αθήνα. Από εκεί, μπαίνουμε στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Διασχίζουμε γρήγορα το Μαυροβούνιο και συνεχίζουμε μέσα από Ερζεγοβίνη, Δαλματία, Βοσνία, Σλαβονία, Σερβία. Καταλήγουμε στην (πρώην) πρωτεύουσα, το Βελιγράδι.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Η Λίμνη Σκόδρα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας τις γειτονικές της Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα. Και οι τρεις λίμνες έχουν το κοινό ότι είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Στην περίπτωση της Σκόδρας, αυτά είναι η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Το Σιρόκα είναι μια μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό, στη νότια αλβανική όχθη της λίμνης, όχι μακριά από την ίδια την πόλη Σκόδρα. Διαθέτει λίγα ξενοδοχεία, έναν ωραίο παραλίμνιο δρόμο με καφετέριες και ταβέρνες, καθώς κι ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία: δείγμα της χαρακτηριστικής για τη βόρεια Αλβανία συγκατοίκησης σουνιτικού Ισλάμ και καθολικισμού (σε αντίθεση με την μπεκτασίδικη-ορθόδοξη σύνθεση της νότιας Αλβανίας).

Το αλβανικό τμήμα της Λίμνης Σκόδρας, όπως φαίνεται από το Σιρόκε κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά. Δεξιά ξεχωρίζει η πόλη της Σκόδρας (αχνοφαίνονται οι πολυκατοικίες) και στο βάθος φαίνονται τα περίφημα Καταραμένα Βουνά.
Ο παραλίμνιος δρόμος στο Σιρόκα γεμίζει τα πρωινά με κόσμο που απολαμβάνει τον καφέ του δίπλα στο νερό.

Η Σκόδρα δεν είναι κλειστή λίμνη: το νερό της τροφοδοτεί τον ποταμό Μπούνα ή Μπογιάνα, ο οποίος ξεκινάει τη σύντομη πορεία του από το νοτιοανατολικό της άκρο. Μετά από μόλις 41 χιλιόμετρα μαιανδρικής διαδρομής, στο δεύτερο μισό της οποίας αποτελεί και το σύνορο Αλβανίας-Μαυροβουνίου, ο ποταμός εκβάλει στην Αδριατική Θάλασσα. Στο δέλτα του, σχηματίζεται το νησάκι Άντα Μπογιάνα· το οποίο φιλοξενεί και μια από τις πιο πιο γνωστές και παλιές αποικίες γυμνιστών στα Βαλκάνια.

Ο ποταμός Μπογιάνα λίγο μετά την έξοδο του από τη λίμνη της Σκόδρας. Πάνω στον λόφο φαίνεται το Κάστρο της Ροζάφα, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη γυναίκα που, με βάση τον θρύλο, έπρεπε να κτιστεί μέσα στο κάστρο ώστε αυτό να στεριώσει.

Εμείς πάντως διασχίζουμε τα σύνορα λίγο πιο βόρεια, ανάμεσα στα χωριά Στουφ και Σουκόμπιν. Αν και το δεύτερο βρίσκεται στη μαυροβουνιακή πλευρά, κατοικούνται και τα δύο από Αλβανούς. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα χωριά της περιοχής. Εδώ στον συνοριακό Δήμο Ούλτσινι, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβόφωνη και ορθόδοξη, αλλά αλβανική και μουσουλμανική. Το ότι παρόλα αυτά ανήκει στο Μαυροβούνιο, σίγουρα θα ενοχλεί κάποιους Αλβανούς εθνικιστές, ως (άλλη) μια απόδειξη αδικίας στη μοιρασιά των εδαφών μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας.

Προς το παρόν όμως, τα πράγματα είναι ειρηνικά και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη (και τα δύο πλέον μέλη του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ) καλές. Είναι μάλλον τόσο καλές μάλιστα, που η συγκεκριμένη συνοριακή διάβαση είναι η μοναδική σε όλο το ταξίδι όπου ο έλεγχος δεν είναι διπλός, αλλά ένας και κοινός, από Αλβανούς και Μαυροβούνιους συνοριοφύλακες μαζί. Λίγο μετά τα σύνορα, συναντούμε και την ακτή της Αδριατικής. Ακολουθούμε τον παραλιακό δρόμο του Μαυροβουνίου, μέσα από Μπαρ, Σβέτι Στεφάν, Μπούντβα (βλέπε και σχετικό άρθρο) και Τιβάτ. Η ατμόσφαιρα παραμένει ειρηνική: εξάλλου, το Μαυροβούνιο είναι η μόνη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας που δεν έζησε άμεσα στο έδαφός της πολεμικές συγκρούσεις· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεινε αμέτοχη, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Το Σβέτι Στεφάν στα αριστερά και η Μπούντβα στα δεξιά στο βάθος: ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, με ελιές και πευκοδάση, στην μαυροβουνιακή ακτή της Αδριατικής.

Στο μικρό χωριό Λεπετάνι, παίρνουμε το φέρι κι έπειτα συνεχίζουμε την παραλιακή πορεία ως το Χέρτζεγκ Νόβι. Εκεί εγκαταλείπουμε (προσωρινά) τη θάλασσα και ανηφορίζουμε προς τα επόμενα σύνορα. Η βλάστηση γίνεται πιο αραιή και το έδαφος βραχώδες. Είναι ένα καρστικό τοπίο, άξιο της φήμης της Γιουγκοσλαβίας ως «πατρίδας» αυτού του είδους της γεωμορφολογίας, η οποία χαρακτηρίζει περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που διαλύεται με το νερό.

Το Λεπετάνι, απ’ όπου ξεκινάει το φέρι για να μεταφέρει τους ταξιδιώτες απέναντι στο Καμενάρι. Βρισκόμαστε στο στόμιο του Κόλπου του Κοτόρ, εκεί όπου αυτός συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα της Αδριατικής. Το ταξίδι με το φέρι διαρκεί μόλις 5 λεπτά, και γλυτώνει τους ταξιδιώτες από μια διαδρομή περίπου μιας ώρας γύρω από τον Κόλπο.
Τραχύ καρστικό τοπίο κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη (Βοσνία-)Ερζεγοβίνη. Το έδαφος που έχει απομείνει είναι ελάχιστο και η βλάστηση περιορισμένη, σε αντίθεση με τα πυκνά δάση των πολύ κοντινών (κι επίσης καρστικών) δαλματικών ακτών.

Το κράτος στο οποίο εισερχόμαστε είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με το που περνάμε όμως τα σύνορα, βλέπουμε μια μεγάλη πινακίδα «Καλώς ήλθατε στη Δημοκρατία της Σρπσκα». Για να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όποιος δεν γνωρίζει την πολιτική κατάσταση της περιοχής, οδηγώντας εδώ θα συναντήσει ελάχιστες ως καθόλου σημαίες του κράτους στο οποίο ανήκει. Θα δει όμως άφθονες σερβικές σημαίες. Η Ανατολική Ερζεγοβίνη είναι μέρος της σερβικής «Ρεπούμπλικα Σρπσκα», τη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν τη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τραυματικού εμφυλίου πολέμου της Βοσνίας, ανάμεσα στις τρεις εθνότητες που μοιράζονται τη χώρα: Βοσνιακούς (δηλ. Μουσουλμάνους, από πολιτισμική αλλά όχι απαραίτητα θρησκευτική άποψη), Σέρβους και Κροάτες.

Αμέσως αφού περάσουμε τον συνοριακό έλεγχο από το Μαυροβούνιο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μας καλωσορίζει η «Δημοκρατία της Σρπσκα», ώστε να μη μένει αμφιβολία για το ποιος είναι ο κύριος σε αυτό το τμήμα της χώρας Ακόμα και η χρήση του κυριλλικού (αντί του λατινικού) αλφαβήτου υπογραμμίζει αυτή τη δήλωση.
Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με βάση τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995): με ροζ η σερβική «Δημοκρατία της Σρπσκα» (το Τρέμπινιε φαίνεται στο νότιο της άκρο), με γαλάζιο η κροατο-μουσουλμανική «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω (κατά το ελβετικό πρότυπο) σε δέκα καντόνια. Η μικρή επαρχία του Μπρτσκο (με πράσινο) έχει ειδικό καθεστώς. (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Το Τρέμπινιε είναι μάλλον μικρή πόλη, μόλις 30.000 κατοίκων. Είναι παρόλα αυτά η μεγαλύτερη της Ανατολικής Ερζεγοβίνης, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Tα άγρια ασβεστολιθικά βουνά που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Τρέμπινιε βρίσκεται στο Τρέμπινσκο Πόλιε, δηλαδή σε ένα πλατύ και εύφορο καρστικό πεδίο, γεμάτο με ιζήματα από τη διάβρωση της γύρω περιοχής.

Το Τρέμπινσκο Πόλιε, όπως φαίνεται εδώ από τα προάστια του Τρέμπινιε: το «πόλιε» είναι διεθνής γεωμορφολογικός όρος, αλλά προέρχεται από τα σερβοκροάτικα (όπου σημαίνει απλά χωράφι, πεδίο), όπως και οι περισσότεροι όροι που συνδέονται με την καρστική γεωμορφολογία.

Πριν τον πόλεμο, οι Σέρβοι αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της πόλης. Τώρα πια, υπερβαίνουν το 90%, αφού οι περισσότεροι Κροάτες και Βοσνιακοί έφυγαν ή εκδιώχθηκαν, όπως έγινε και αλλού στη «Ρεπούμπλικα Σρπσκα». Στη μικρή εντός των τειχών παλιά πόλη, θα συναντήσουμε παρόλα αυτά δύο καλοδιατηρημένα (σε αντίθεση με αλλού στη Σρπσκα) παλιά τζαμιά, ως ίχνη μιας χαμένης πολυθρησκευτικότητας. Γενικότερα, το Τρέμπινιε διατηρεί πολλή από την ομορφιά του, με τα τείχη δίπλα στο ποτάμι, τα παλιά κτίρια, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τους πλάτανους. Εδώ δεν έχουν φτάσει ακόμα τα πλήθη των τουριστών για να παραμορφώσουν την εικόνα της πόλης, όπως στο γειτονικό Ντουμπρόβνικ ή το Μόσταρ.

Μικρή πλατεία στην εντός των τειχών παλιά πόλη του Τρέμπινιε, με το Τζαμί του Οσμάν Πασά Ρεσουλμπέγκοβιτς στα δεξιά.
Τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούν άμεσα στην όχθη του ποταμού Τρεμπίσνιτσα, ώστε να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι.
Η παλιά οθωμανική γέφυρα του Αρσλάναγιτς, όπως φαίνεται από τον παραποτάμιο πεζόδρομο. Είχε κτιστεί τον 16o αιώνα σε απόσταση 10 χιλιόμετρων στα ανάντη. Όταν στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού κατασκευάστηκε εκεί υδροηλεκτρικό φράγμα, μεταφέρθηκε πέτρα-πέτρα στην τωρινή της θέση.

Πράγματι, το Ντουμπρόβνικ είναι μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά και ο μόνιμος πληθυσμός του μόνο λίγο μεγαλύτερος του Τρέμπινιε, αλλά από άποψη φασαρίας, ατμόσφαιρας και τιμών είναι ένας άλλος κόσμος. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης σταματούν σειρά τα λεωφορεία που ξεφορτώνουν τουρίστες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η ιστορία της ως το κέντρο της πολύ ιδιαίτερης Δημοκρατίας της Ραγκούσας, η οποία κατάφερε επί αιώνες να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική, η Αυστριακή και η Βενετική και παρόλα αυτά διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σίγουρα της δίνει μια αίγλη. Μάλλον όμως βοήθησε το ότι έγιναν εκεί και κάποια γυρίσματα του Game of Thrones.

Το Ντουμπρόβνικ όπως φαίνεται από ψηλά. Η εντός των τειχών πόλη ήταν πριν πολλούς αιώνες βραχονησίδα: εκεί κατέφυγαν οι κάτοικοι της κοντινής Επιδαύρου (σημερινό Τσαβτάτ) για να ξεφύγουν από τις σλαβικές επιδρομές. Με τους αιώνες εξελίχθηκε σε ένα (περίπου) ανεξάρτητο κράτος και έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της Αδριατικής.
Οι τουρίστες εξερευνούν τα πλακόστρωτα στενά της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ: είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που όταν τύχει να δούμε κάποια σημάδια μόνιμης κατοίκησης (π.χ. απλωμένα ρούχα), σχεδόν παραξενευόμαστε. Στα δεξιά, το Παλάτι του Ρέκτορα, ο οποίος κατείχε την εκτελεστική εξουσία στη Δημοκρατία της Ραγκούσας για πάνω από τέσσερις αιώνες. Ευθεία στο βάθος, το Παλάτι Σπόντζα, όπου βρίσκεται και ο Χώρος Μνήμης για τους Πεσόντες (βλ. πιο κάτω): το 1991-92 ανήκε στα κτίρια που βομβαρδίστηκαν από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Βλέποντας τα πλήθη των τουριστών που περιφέρονται σε μια πόλη που μοιάζει να είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς, δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι η ίδια ήταν και από τα πρώτα θέατρα των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Κι όμως, οι κροατικές αρχές φροντίζουν, ανάμεσα στα μπαρόκ πετρόκτιστα σπίτια, τα παλάτια, τις παλιές καθολικές εκκλησίες και τις πλακόστρωτες πλατείες με τις ακριβές καφετέριες, να υπενθυμίζουν στους τουρίστες κι αυτή την πρόσφατη Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1991 είχαν ήδη περάσει κάποιοι μήνες αφού η Κροατία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της και αντίστοιχα οι Σέρβοι της Κροατίας τη δική τους αυτονομία. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει σε διαφιλονικούμενα μέρη της χώρας. Πολλοί δεν περίμεναν ίσως ότι το Ντουμπρόβνικ και η γύρω περιοχή θα ανήκε σε αυτά, αφού δεν είχε μεγάλο σερβικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, από (κυρίως) τις σερβο-μαυροβουνιακές ελίτ καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι αποτελούσε κρίσιμη απειλή για τις γειτονικές της περιοχές και ιδίως το Μαυροβούνιο. Τον Οκτώβριο του 1991, ο ελεγχόμενους από Σέρβους (και Μαυροβούνιους) γιουγκοσλαβικός στρατός είχε ήδη καταλάβει όλη την περιοχή, εκτός από την ίδια την πόλη του Ντουμπρόβνικ, την οποία έθεσε σε πολιορκία πολλών μηνών. Οι σκληροί βομβαρδισμοί, που εκτός από στρατιώτες και άμαχους είχαν ως θύματα και πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, έφεραν βέβαια διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ζημιές στη δημόσια εικόνα της σερβικής πλευράς· θα ακολουθούσαν πολλές.

Ο «Χώρος Μνήμης για τους Υπερασπιστές του Ντουμπρόβνικ» στο Παλάτι Σπόντζα, με τις φωτογραφίες των μαχητών που έπεσαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.
Ο χάρτης σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης απεικονίζει την καταστροφή των κτιρίων στο Ντουμπρόβνικ από τους βομβαρδισμούς, τη «σερβο-μαυροβουνιακή επίθεση» όπως την ονομάζουν, για να υπενθυμίσουν και τον σημαντικό ρόλο μονάδων και εφέδρων από το κοντινό Μαυροβούνιο σε αυτήν. Ο Μίλο Τζουγκάνοβιτς, ηγέτης του Μαυροβουνίου και τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, απολογήθηκε αργότερα γι’ αυτήν τη συμμετοχή, αφού συγκρούστηκε πια κι αυτός με τη σειρά του με τη σερβική ηγεσία.
Τα από τις σερβικές δυνάμεις και τον γιουγκοσλαβικό στρατό ελεγχόμενα εδάφη της Κροατίας στις αρχές του 1992. Μέσα στην ίδια χρονιά ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή του Ντουμπρόβνικ, ο σερβικός έλεγχος στην Κράινα και τη Σλαβονία παρέμεινε όμως για κάποια χρόνια ακόμα. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Siege_of_Dubrovnik (με τροποποιήσεις)

Παρόλα αυτά, ο πόλεμος εδώ στη νότια Δαλματία δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1992. Η κροατική πλειοψηφία παραήταν σαφής, για να αντέξουν οι όποιες σερβικές ή μαυροβουνιακές διεκδικήσεις. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το σοκ της παγκόσμιας κοινότητας από τον βομβαρδισμό ενός τόσο γνωστού και υψηλής ιστορικής αξίας μέρους όπως το Ντουμπρόβνικ, δεν εμπόδισε τελικά τη Δαλματία να ανακάμψει και να γίνει πάλι σύντομα κορυφαίος τουριστικός προορισμός. Διασχίζοντας σήμερα τις καταπράσινες δαλματικές ακτές με τα απότομα ασβεστολιθικά βουνά και τους σχεδόν παράλληλους με την ακτογραμμή μακρόστενους κόλπους, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εύπορες περιοχές της Κροατίας, ίσως και ολόκληρων των Βαλκανίων.

Η Γέφυρα Φράνιο Τούτζμαν ονομάστηκε προς τιμήν του (τουλάχιστον αμφιλεγόμενου) εθνικιστή πρώτου προέδρου της Κροατικής Δημοκρατίας. Περνάει πάνω από τον στενό κόλπο Ριέκα Ντουμπροβάσκα: κατ’ εξαίρεση για τη Δαλματία, μάλλον κάθετος παρά παράλληλος στη γενική ακτογραμμή.

Δεν πρόκειται όμως να μείνουμε για πολύ ακόμα στις δαλματικές ακτές. Περνώντας ακόμα μια φορά τα σύνορα, επιστρέφουμε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και συγκεκριμένα στη Δυτική-Κεντρική Ερζεγοβίνη. Είναι μια περιοχή σαφώς πιο φτωχή, που υπέφερε και πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο, για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Pavlovic, Srdja (2005): Reckoning – The 1991 Siege of Dubrovnik and the Consequences of the «War for Peace». In: spacesofidentity 5.1, p. 55-88.

Οι Ντερβισηδες της Θεσσαλιας

Κλασσικό

Ταξιδεύοντας σ’ ένα μικρό επαρχιακό δρόμο ανάμεσα στα Φάρσαλα και στο Βελεστίνο, στα όρια περίπου του θεσσαλικού κάμπου με τα βουνά της Ρούμελης, περνάει κάποιος από το χωριό Ασπρόγεια. Παλιότερα ονομαζόταν Ιρενί: μια ελληνική παραφθορά του τουρκικού Örenli. Η λέξη ören σημαίνει ερείπιο και μάλλον αναφερόταν στα ερείπια ενός βυζαντινού μοναστηριού. Aν και όχι ακριβώς για τον ίδιο λόγο, το όνομα συνεχίζει και σήμερα να ταιριάζει στην περιοχή.

Ο δρόμος από την Ασπρόγεια προς το Βελεστίνο.

Φεύγοντας από την Ασπρόγεια-Ιρενί με κατεύθυνση το Βελεστίνο, αφήνοντας πίσω τον κάμπο και ανηφορίζοντας προς ένα λοφώδες τοπίο, ο ταξιδιώτης βλέπει μια πινακίδα με την επιγραφή «Μονή Τεκέ Φαρσάλων». Αν ακολουθήσει την πινακίδα, θα αντικρίσει τα ερείπια ενός πραγματικού τεκέ Μπεκτασήδων ντερβίσηδων, o οποίος λειτουργούσε κανονικά μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες. Βρίσκεται μάλλον στην ίδια τοποθεσία όπου ήταν κάποτε και το βυζαντινό μοναστήρι: κάτι που ίσως δεν είναι τυχαίο.

O τεκές χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο τμήματα. Αριστερά από την κύρια είσοδο, βρίσκεται το κοιμητήριο των ντερβίσηδων (φαίνεται στο κέντρο της φωτογραφίας πάνω, με τα κυπαρίσσια), με τους δύο σχετικά καλοδιατηρημένους τουρμπέδες (μαυσωλεία). Δεξιά βρίσκεται το κοινόβιο του τεκέ: τα κτίρια στα οποία ζούσαν και δρούσαν οι ντερβίσηδες και από τα οποία μόνο ερείπια σώζονται σήμερα.

Με βάση την «επίσημη» ιστορία του, ο τεκές ιδρύθηκε από τον Ντουρμπαλή Σουλτάν Μπαμπά, του οποίου φέρει και το όνομα. Ο Ντουρμπαλή καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και του δόθηκε η άδεια να ιδρύσει τεκέ το 1492, λόγω των πολεμικών υπηρεσιών που είχε προσφέρει στους Οθωμανούς. Κατά μια άλλη άποψη, πρόκειται για μυθικό πρόσωπο και ο τεκές ιδρύθηκε πολύ αργότερα. Όπως όμως ισχύει γενικά για χώρους λατρείας, η ακρίβεια των ιστορικών στοιχείων δεν είναι το πιο σημαντικό. Ειδικά όταν μιλάμε για μια από τις πιο μυστικιστικές και αιρετικές εκδοχές του Ισλάμ: κάτι από τη μυστικιστική ατμόσφαιρα μοιάζει να έχει απομείνει εκεί μέχρι σήμερα, πολλά χρόνια αφού τον εγκατέλειψαν οι ντερβίσηδες.

Οι δύο τουρμπέδες. Κρεμασμένη στο δέντρο είναι η εικόνα του Ντουρμπαλή Σουλτάν (με κείμενο στα αλβανικά και ελληνικά) και πιο ψηλά του Χατζή Μπεκτάς, από τον οποίο παίρνουν το όνομά τους οι Μπεκτασήδες.

Τάφοι ντερβίσηδων κοντά στους τουρμπέδες.

Εικόνα από το εσωτερικό του δυτικού τουρμπέ: τάφοι μπαμπάδων (ηγούμενων) με διάφορα σύμβολα του μπεκτασίδικου/σιιτικού Ισλάμ στους τοίχους (εικόνες του Αλή, των Δώδεκα Ιμάμηδων και του Χατζή Μπεκτάς).

Απέναντι από το κοιμητήριο βρίσκεται η είσοδος στον χώρο του κοινοβίου, όπου βρίσκονται τα υπόλοιπα κτίρια του τεκέ.

Το ηγουμενείο, ο χώρος όπου προετοιμάζονταν οι μέλλοντες ηγούμενοι του τεκέ: εδώ περνούσαν την καθαρτήρια περίοδο, που τους καθιστούσε ικανούς για να αναλάβουν το αξίωμά τους.

Τα μαγειρεία του τεκέ.

Τα ερείπεια του μεϊντανιού, όπου γίνονταν οι τελετές των ντερβίσηδων.

Τί εννοούμε όμως όταν μιλάμε για τεκέδες, ντερβίσηδες και Μπεκτασήδες και τί γυρεύουν στον συγκεκριμένο τόπο; Για να βρούμε κάποιες απαντήσεις, είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε και λίγο πιο γενικά με τα θρησκευτικά τάγματα του Ισλάμ.

Τα ισλαμικά τάγματα

Τα ισλαμικά θρησκευτικά τάγματα στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια είναι μια περίεργη όπως και εντυπωσιακή ιστορία. Στοιχεία από προϊσλαμικές λαϊκές παραδόσεις, είτε από τη μεσογειακή χριστιανική/εβραϊκή, είτε την κεντροασιατική αρχαία τουρκική (σαμανιστική), συναντούσαν τον μυστικιστικό σουφισμό και ιδέες από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και εκφράζονταν π.χ. με εκστατικούς χορούς. Η κατά γράμμα ερμηνεία του Κορανίου και η νομική του εφαρμογή (ο «εξωτερικός δρόμος») δεν ενδιέφερε πολύ τα μέλη αυτών των ταγμάτων, τουλάχιστον όχι τόσο όσο η προσέγγιση του Θεού μέσω της πνευματικής άσκησης (η «εσωτερική οδός» του Ισλάμ).

Πολλά τέτοια τάγματα μεταφέρθηκαν με την οθωμανική κατάκτηση στα Βαλκάνια. Συνήθως αναφέρονταν σ’ ένα ιδιαίτερα σεβαστό ιστορικό πρόσωπο, κάτι ανάλογο με έναν άγιο. Οι Μεβλεβήδες, ίσως το πιο γνωστό τάγμα παγκοσμίως λόγω του χορού των περιστρεφόμενων ντερβίσηδων, παίρνουν π.χ. το όνομα τους από τον Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί. Αντίστοιχα, οι Μπεκτασήδες παίρνουν το όνομά τους από τον Χατζή Μπεκτάς Βελή. Οι τεκέδες, οι χώροι διαμονής και δραστηριότητας των ντερβίσηδων που στελέχωναν αυτά τα τάγματα, λειτουργούσαν, εκτός από τόποι θρησκευτικών τελετών και προσκυνήματος, ταυτόχρονα και ως ξενώνες και κέντρα επισιτισμού.

Το Ικόνιο δείχνει στους τουρίστες την ιστορική του σύνδεση με το τάγμα των Μεβλεβήδων και με τέτοια αγάλματα περιστρεφόμενων ντερβίσηδων.

Άγαλμα περιστρεφόμενου Μεβλεβή ντερβίση στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας, ιστορική έδρα του τάγματος. Η λέξη «ντερβίσης» είναι περσικής προέλευσης και σημαίνει κατ’ ακρίβεια «φτωχός» –  περίπου συνώνυμη της (αραβικής προέλευσης) λέξης «φακίρης».

Εικόνα από το εσωτερικό του τεκέ των Μεβλεβί - στο οίκημα αριστερά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τλελαλεντίν Ρουμί, ιδρυτή του τάγματος. Ο τεκές λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος.

Εικόνα από τον  τεκέ των Μεβλεβήδων στο Ικόνιο: στο οίκημα αριστερά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί. Ο τεκές λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος. Παρά τις ετερόδοξες τάσεις του, το τάγμα απέκτησε σημαντικές προσβάσεις στην οθωμανική γραφειοκρατία.

Η σχέση των ταγμάτων με την οθωμανική εξουσία είναι και αυτή περίπλοκη. Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής Ιστορίας, πολλοί ντερβίσηδες λάμβαναν μέρος στον «ιερό πόλεμο» για την εξάπλωση του Ισλάμ, και γίνονταν ακόμα και συμβολικές μορφές αυτού του αγώνα (π.χ. ο σεΐχης Σαρή Σαλτούκ). Αναλάμβαναν επίσης και ιεραποστολική δράση για τη διάδοση της θρησκείας. Όσο οι Οθωμανοί ήταν μια μικρή δύναμη στην περιφέρεια του μουσουλμανικού χώρου, η οποία με τις κατακτήσεις της φρόντιζε γι’ αυτήν την εξάπλωση, οι ντερβίσηδες της ήταν χρήσιμοι, κι ας μην είχαν μεγάλη σχέση με το «σωστό» σουνιτικό Ισλάμ.

Όταν όμως το οθωμανικό κράτος άρχισε να μετατρέπεται σε πραγματική Αυτοκρατορία με συγκεντρωτική εξουσία, όσο ξεχώριζε ως η μεγαλύτερη μουσουλμανική δύναμη παγκοσμίως, τόσο περισσότερο βάρος έδινε στο άκαμπτο «ορθόδοξο» σουνιτικό Ισλάμ και στην τήρηση του ιερού Νόμου: σημαντικό, αν μη τι άλλο, για την εικόνα που όφειλε να δείχνει στον ισλαμικό κόσμο. Ήταν άρα επόμενο ότι θα δοκιμάζονταν οι σχέσεις του με τους ακόμα αιρετικούς και δύσπιστους προς την κεντρική εξουσία ντερβίσηδες της οθωμανικής επαρχίας. Μέσα από τις τάξεις τους θα γεννιούνταν δυνάμεις που θα αμφισβητούσαν τους Οθωμανούς. Πολύ νωρίς, στα πρώτα ακόμα βήματα της Αυτοκρατορίας, είχε ήδη φανεί πόσο μεγάλη απειλή μπορούσαν να γίνουν, π.χ. με την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν.

Δεν πρέπει φυσικά να θεωρήσουμε ότι όλα τα θρησκευτικά τάγματα μετατράπηκαν ξαφνικά από στήριγμα σε απειλή για τους Οθωμανούς. Αυτό που θα περιέγραφε καλύτερα την κατάσταση, είναι ίσως ένας διαχωρισμός των ταγμάτων σε δύο κατηγορίες: στα σχετικά πιο «ορθόδοξα» και φιλικά προς την οθωμανική εξουσία, όπως οι Νακσιμπεντήδες ή οι Χαλβετήδες, και στα ακραία ετερόδοξα με αντιεξουσιαστικές τάσεις, τα οποία οι Οθωμανοί θεώρησαν ως επικίνδυνα και καταπίεζαν σκληρά, π.χ. οι Χουρουφήδες ή οι Χαμζαβήδες. Υπήρχαν φυσικά και ενδιάμεσες περιπτώσεις, όπου η ετεροδοξία ηταν μεν εμφανής, αλλά όσο η οθωμανική εξουσία δεν τα έκρινε ως ευθέως απειλητικά, τα ανεχόταν – σε κάποιο βαθμό μάλιστα διαπλεκόταν μαζί τους.

Οι Μπεκτασήδες, η περίπτωση που μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι μια απ’ αυτές. Από τη μια, η απόκλιση από τη σουνιτική «ορθοδοξία» μοιάζει ξεκάθαρη: η δική τους ερμηνεία του Ισλάμ ήταν εσωτερική και μυστικιστική, ενσωματώνοντας στοιχεία από τη χριστιανική, την τουρκική σαμανιστική και άλλες παραδόσεις. Η συμπάθεια προς τις άλλες θρησκείες και η αδιαφορία για τους τύπους, επομένως και για πολλούς κανόνες και απαγορεύσεις (π.χ. αυτή του αλκοόλ: οι Μπεκτασήδες χρησιμοποιούσαν κρασί ακόμα και στις τελετές τους), ήταν χαρακτηριστικά που μάλλον έκαναν τη δική τους εκδοχή του Ισλάμ πιο ελκυστική για τους (πρώην ή ακόμα) χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων. Τους βοήθησαν να αποκτήσουν ρίζες στη νότια Βαλκανική, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Αλβανία, η Μακεδονία, η νότια Βουλγαρία, η κεντρική Ελλάδα και η Κρήτη.

Ο εξωτερικός τοίχος του δυτικού τουρμπέ στον τεκέ της Ασπρόγειας είναι ένα δείγμα του μπεκτασίδικου συγκρητισμού: σύμβολα χριστιανικά (σταυροί, εικόνες της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου) συνδυάζονται με σύμβολα του σιιτικού Ισλάμ (εικόνες του Αλή και των Δώδεκα Ιμάμηδων) και οθωμανική επιγραφή πάνω από την είσοδο.

Η διακόσμηση της πύλης του νεκροταφείου είναι επίσης χαρακτηριστική. Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Αλή, οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ (με ελληνικές επιγραφές), ο Χατζή Μπεκτάς Βελή και (πιθανότατα) ο Σεΐτ Μπαμπάς.

Το επίσημο οθωμανικό (σουνιτικό) ιερατείο δεν μπορούσε παρά να βλέπει τους Μπεκτασήδες με πολλή καχυποψία. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, αυτοί κατάφεραν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα το σώμα των γενίτσαρων ήταν στενά δεμένο μαζί τους και στην ουσία λειτουργούσε και σαν προστάτης του τάγματος. Πιθανόν αυτή η σύνδεση να μην είναι άσχετη με τη χριστιανική καταγωγή των γενίτσαρων, η οποία έκανε το μπεκτασίδικο Ισλάμ πιο κοντινό σε αυτούς.

Τάγματα και τεκέδες στη Θεσσαλία

Ας δούμε τώρα με περισσότερη λεπτομέρεια την περιοχή που βρίσκεται ο τεκές και άρα μας ενδιαφέρει περισσότερο: τη Θεσσαλία. Οι πρώτοι ντερβίσηδες έφτασαν πιθανόν ήδη στις αρχές του 14ου αιώνα. Η μαζική εγκατάστασή τους συνδέεται όμως με την οθωμανική κατάκτηση, στα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα. Η Θεσσαλία θεωρούνταν τότε από τους Οθωμανούς ως ακριτική περιοχή. Οι ντερβίσηδες ήταν χρήσιμοι απ’ αυτήν την άποψη, αφού λειτουργούσαν και ως φύλακες-ακρίτες, διαμεσολαβώντας ταυτόχρονα ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Επίσης, έπαιξαν ρόλο στον εποικισμό (βοηθώντας την εγκατάσταση των νεοαφιχθέντων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία), αλλά ίσως και στον μερικό εξισλαμισμό της περιοχής – έστω με το δικό τους πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Στα μέσα του 17ου αιώνα, καταγράφονται ήδη πάνω από 30 τεκέδες στο θεσσαλικό χώρο, οι οποίοι ανήκουν κυρίως στους Μπεκτασήδες και τους Μεβλεβήδες. Από εκείνο το σημείο και μετά, η τάση είναι να επικρατούν οι Μπεκτασήδες, ειδικά στην ύπαιθρο. Στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, το τάγμα ενισχύθηκε και λόγω της κυριαρχίας του Αλή Πασά, του οποίου η συμπάθεια προς τους Μπεκτασήδες είναι γνωστή. Μόνο μετά το 1826 και τη διάλυση του σώματος των Γενίτσαρων θα μειωθεί  κάπως η επιρροή του τάγματος.

Οι τεκέδες είχαν ως αποστολή τους, μεταξύ άλλων, την παροχή βοήθειας σε άπορους και ασθενείς, καθώς και διαμονής σε ταξιδιώτες. Οι παροχές τους αφορούσαν πολλές φορές και το μη μουσουλμανικό πληθυσμό. Για να καλύπτουν τα έξοδα, δέχονταν προσφορές από ιδιώτες, είτε σε χρήμα είτε σε εδάφη (το τελευταίο γινόταν συχνά από τους χωρικούς και λόγω της προστασίας από τη φορολογία που εξασφάλιζαν, αφού με το να περάσει η γη στην ιδιοκτησία του τεκέ αναγνωριζόταν ως βακουφική). Από τη μεριά τους, οι τεκέδες μπορούσαν οι ίδιοι να δανείζουν λεφτά σε ιδιώτες και κοινότητες π.χ. για αποπληρωμή χρεών, να αγοράζουν εργαστήρια και καταστήματα και να οργανώνουν συσσίτια για φτωχούς.

Ένας από τους τεκέδες ήταν κι αυτός του Ντουρμπαλή Σουλτάν. Η τοποθεσία του ήταν στρατηγικά επιλεγμένη, σε σημείο-πέρασμα από τον θεσσαλικό κάμπο στη Ρούμελη. Η περιοχή των Φαρσάλων είχε γενικά μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό, κατά ένα σημαντικό ποσοστό απόγονους εποίκων από τη Μικρά Ασία: πιθανόν η ετερόδοξη λαϊκή τους παράδοση τους έφερε πιο κοντά στην μπεκτασίδικη εκδοχή του Ισλάμ (μια εναπομείνουσα μικρή κοινότητα κατοικούσε στην περιοχή μέχρι και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, το 1923). Τον 18ο αιώνα ο τεκές εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο του Μπεκτασισμού για όλη την Αυτοκρατορία, πράγμα που τον βοήθησε να αποκτήσει και οικονομική ευμάρεια. Είχε στην κατοχή του τα τσιφλίκια του Ιρενί και του Αρντουάν (Ελευθεροχωρίου), δηλαδή μια συνολική έκταση 32.000 στρεμμάτων.

Η τοποθεσία του τεκέ πάνω στους λόφους του προσφέρει θέα στον κάμπο  (ένα μεγάλο μέρος του οποίου ανήκε στον τεκέ) και έλεγχο του περάσματος.

Όταν το 1881 η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος, δόθηκε η δυνατότητα στους Μουσουλμάνους να παραμείνουν, θεωρητικά με εγγυημένα τα πολιτιστικά και θρησκευτικά τους δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, στα επόμενα χρόνια οι περισσότεροι προτίμησαν να μεταναστεύσουν. Από τους περίπου 40.000 Μουσουλμάνους, στην απογραφή του 1907 είχαν απομείνει μόνο 2.795. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, έφυγαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Η συνέπεια ήταν να πέσουν αναγκαστικά οι περισσότεροι τεκέδες σε αχρηστία.

Ένας αλβανικός τεκές στα Φάρσαλα

Αν και οι πρώτοι μπαμπάδες του τεκέ Ντουρμπαλή Σουλτάν κατάγονταν από διάφορες μεριές της Αυτοκρατορίας, είναι αξιοσημείωτο ότι από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά τόσο οι ηγούμενοι όσο και οι απλοί ντερβίσηδες είναι κυρίως αλβανόφωνοι. Πιθανόν αυτό να έχει σχέση με μια γενικότερη τάση «αλβανοποίησης» του τάγματος των Μπεκτασήδων, τουλάχιστον στα νότια Βαλκάνια.

Στο δυτικό τουρμπέ του τεκέ υπάρχει και αυτή η λίστα με όλους τους μπαμπάδες που υπηρέτησαν ως ηγούμενοι, μαζί με την καταγωγή τους.

Η αλβανοποίηση έμελλε τελικά να αποδειχτεί χρήσιμη για τον τεκέ: τον βοήθησε να γλυτώσει το προσωπικό του από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών (από την οποία γενικά εξαιρέθηκαν πολλοί Αλβανοί Μουσουλμάνοι) και επομένως να γλυτώσει και ο ίδιος (προσωρινά) τη μοίρα της εγκατάλειψης. Επίσης, τον βοήθησαν και οι εξωτερικές εξελίξεις: με τη γενική απαγόρευση των θρησκευτικών ταγμάτων στην Τουρκία από τον Ατατούρκ, οι Μπεκτασήδες μετέφεραν την έδρα τους στα Τίρανα. Ο τεκές μπορούσε έτσι να αναγνωρίσει ως πνευματικό ηγέτη τον Αρχιμπαμπά της Αλβανίας, αποφεύγοντας τη σύνδεση με την Τουρκία. Ντόπιοι πιστοί του Μπεκτασισμού μπορεί να μην υπήρχαν πλέον, οι σχέσεις όμως με τους Χριστιανούς αγρότες (στους οποίους ο τεκές προσέφερε και εργασία, τουλάχιστον όσο διατηρούσε  την ευμάρειά του) ήταν καλές, όπως και αυτές με τους τοπικούς εκπρόσωπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο τεκές συνέχισε να λειτουργεί χωρίς πολλά προβλήματα μέχρι και τον Εμφύλιο.

Τότε ήταν όμως που η «αλβανική σύνδεση» μετατράπηκε ξαφνικά σε μειονέκτημα, αφού η Ελλάδα βρέθηκε πλέον επίσημα σε εμπόλεμο καθεστώς με την κομμουνιστική Αλβανία. Ακριβώς για να αποφύγουν τη σύνδεση με το καθεστώς του Χότζα σε μια άκρως αντικομμουνιστική Ελλάδα, οι μικρές κοινότητες Μπεκτασήδων στη Θεσσαλία και τη Θεσσαλονίκη αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τον Αρχιμπαμπά του Καΐρου ως πνευματικό τους ηγέτη. Αυτός με τη σειρά του όρισε τον (τελευταίο, όπως έμελλε να αποδειχθεί) ηγούμενο του τεκέ, Σεΐτ Μπαμπά, ως τον εκπρόσωπο της μπεκτασίδικης κοινότητας στην Ελλάδα.

Η κίνηση αυτή τελικά δεν πέτυχε το στόχο της, δηλαδή να εμποδίσει το ελληνικό κράτος από το να θεωρήσει τον τεκέ ως αλβανική και επομένως ως εχθρική περιουσία. Ως τέτοια τέθηκε το 1960 υπό κατάσχεση, μαζί με τα χωράφια και τα αιγοπρόβατα που του είχαν απομείνει (ήδη μερικά χρόνια πριν, ένα μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας του τεκέ είχε απαλλοτριωθεί και μοιραστεί στους αγρότες της περιοχής).  Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε και στην παρακμή του τεκέ, αφού οι πόροι που παρείχε το ελληνικό κράτος ήταν αρκετοί μεν για να ζει ο Σεΐτ Μπαμπάς (άλλοι ντερβίσηδες δεν υπήρχαν πλέον), όχι όμως για τη συντήρηση του χώρου. Μετά τον θάνατο του Μπαμπά το 1972, κανείς δεν τον αντικατέστησε και τα κτίρια του τεκέ έμειναν εκεί να ερημώνουν.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1977, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το εμπόλεμο καθεστώς με την Αλβανία ντε φάκτο δεν ισχύει πια, επομένως ούτε και το καθεστώς κατάσχεσης. Από τότε, το ζήτημα της ιδιοκτησίας του τεκέ παραμένει, όπως φαίνεται, άλυτο. Τα ίδια τα κτίρια του τεκέ κηρύχθηκαν το 1981 ως ιστορικά μνημεία, χωρίς όμως να γίνουν έργα για  τη συντήρησή τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο χώρος έπεσε θύμα κλοπών, σύλησης των τάφων (κάποιοι μάλλον έλπιζαν να βρουν αντικείμενα αξίας, λόγω της φήμης του πλούτου των ντερβίσηδων), ακόμα και – με βάση κάποιες αναφορές – εθνικιστικών επιθέσεων.

Στη δεκαετία του ’90, η Ιστορία του τεκέ θα γνώριζε μια ακόμα εντυπωσιακή εξέλιξη. Ανάμεσα στους πολλούς Αλβανούς μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν και κάποιοι πιστοί των Μπεκτασήδων. Μερικοί απ’ αυτούς (αρκετοί εκ των οποίων προέρχονταν όπως φαίνεται από το χωριό Λέσκοβικ της νότιας Αλβανίας, το οποίο για κάποιους λόγους συνδέεται ιστορικά με τον τεκέ) ανακάλυψαν πάλι τον χώρο του τεκέ. Από τότε, Αλβανοί μπεκτασίδικης θρησκευτικής κατεύθυνσης προσέρχονται εκεί τακτικά απ’ όλη την Ελλάδα για τις θρησκευτικές τους γιορτές. Θεώρησαν μάλιστα καθήκον τους να κάνουν κάποιες επισκευές των κτιρίων και των τάφων – χωρίς άδεια από τις τοπικές αρχές.

Η κεντρική είσοδος του τεκέ με τις επιγραφές στα αλβανικά δείχνει ότι η «αλβανικότητα» του χώρου διατηρείται και σήμερα.

Το μέλλον του τεκέ είναι αβέβαιο, ιδιαίτερα όσο δεν ξεκαθαρίζεται το καθεστώς ιδιοκτησίας του. Είναι πάντως ενθαρρυντικό, ότι τόσο οι τοπικές αρχές όσο και κάποιοι πιστοί δείχνουν τα τελευταία χρόνια ένα ενδιαφέρον, έστω και αν δεν έχουν βρει ακόμα μια ισορροπία στις σχέσεις τους. Μια από τις σκέψεις που γίνονται στο Δήμο Φαρσάλων είναι να αναστηλωθεί ο τεκές και να στεγάσει ένα διεθνές κέντρο μελέτης των βαλκανικών λαών και θρησκειών των τελευταίων πέντε αιώνων. Αν μια τέτοια χρήση μπορεί να συνδυαστεί και με τη λειτουργία ως  ζωντανός θρησκευτικός-πολιτιστικός χώρος (την οποία προφανώς ακόμα διατηρεί, όπως είδαμε και με τα μάτια μας), θα ήταν κάτι που θα ταίριαζε στην Ιστορία του. Ο Μπεκτασισμός έτσι κι αλλιώς είναι μια παράδοση που πάντα πετύχαινε να αφομοιώνει και να συνδυάζει πολλά διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά στοιχεία της Βαλκανικής.

Ο τεκές του Ντουρμπαλή Σουλτάν είναι από τα λίγα στοιχεία που απέμειναν για να μαρτυρούν ένα παρελθόν όχι μόνο θρησκευτικής ποικιλίας, αλλά και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις θρησκείες της περιοχής – ένα παρελθόν που σήμερα μοιάζει πολύ μακρινό. Τώρα που αναγκαστικά λόγω της μετανάστευσης τίθεται ξανά το θέμα της πολυπολιτισμικότητας, έχει ίσως ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με αυτά τα κάπως ξεχασμένα κομμάτια της Ιστορίας μας.


Πηγές:

 

Ελλαδα-Αλβανια με το λεωφορειο

Κλασσικό

Για να ταξιδέψει κάποιος στην Αλβανία από την Αθήνα, φτάνει απλά να πάει στην Πλατεία Καραϊσκάκη (σταθμός μετρό Μεταξουργείο). Εκεί θα βρει άφθονα γραφεία  που προσφέρουν αυτήν τη διαδρομή. Αν και οι εταιρείες είναι πολλές, τα χαρακτηριστικά των δρομολογίων  είναι περίπου τα ίδια. Υπάρχουν δύο βασικές διαδρομές με τελικό προορισμό τα Τίρανα. Η μία μέσω Ρίου – Αντιρρίου – Ιωαννίνων – Αργυροκάστρου – Τεπελενίου – Δυρραχίου, που περνάει απ’ τη συνοριακή διάβαση της Κακαβιάς: η τιμή εισιτηρίου είναι 50 Ευρώ με ανοικτή επιστροφή, 30 Ευρώ σε μία κατεύθυνση (τον Απρίλη του ’13) και με διάρκεια περίπου 13-15 ώρες. Η άλλη μέσω της Ε.Ο. Αθήνας-Θεσσαλονίκης και της συνοριακής διάβασης της Κρυσταλλοπηγής, περνάει από την Κορυτσά και είναι λίγο πιο ακριβή. Τα περισσότερα δρομολόγια ξεκινούν από την Αθήνα είτε πολύ νωρίς το πρωί είτε αργά το απόγευμα: στην πρώτη περίπτωση φτάνεις στην Αλβανία το ίδιο βράδυ, στη δεύτερη ταξιδεύεις νύχτα και φτάνεις το  άλλο πρωί.

Γεωφυσικός χάρτης της Αλβανίας Πηγή: www.worldatlas.com

Γεωφυσικός χάρτης της Αλβανίας
Πηγή: http://www.worldatlas.com

Πρώτος σταθμός του δικού μας ταξιδιού ήταν το Δυρράχιο (Durrës), όπου το λεωφορείο μας άφησε λίγο έξω από την πόλη, σε σημείο που μπορεί κάποιος να πάρει αστικό λεωφορείο για το κέντρο. Είναι το ίσως πιο σημαντικό λιμάνι της Αλβανίας και πρώην προσωρινή πρωτεύουσα, πριν αναλάβουν τα Τίρανα αυτό τον ρόλο. Όπως σ’ όλη τις αλβανικές πόλεις, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική με τις πολυκατοικίες-κουτιά είναι η εικόνα που επικρατεί, ιδίως γύρω από το ιστορικό κέντρο. Tο κέντρο της όμως είναι ευχάριστο για περπάτημα, όπως συχνά σε ιστορικές πόλεις-λιμάνια.

Για το ταξίδι Δυρράχιο-Τίρανα υπάρχει επιλογή ανάμεσα στα λεωφορεία και τα φουργκόν (όπως λέγονται στην Αλβανία τα μικρά λεωφορεία) που σταθμεύουν έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο της πόλης. Κατά την άποψή μου, όμως, το πιο ενδιαφέρον είναι το ταξίδι με το τρένο. Αν και τα τρένα της Αλβανίας γενικά δεν έχουν καλή φήμη και ο κόσμος τείνει να προτιμά τα λεωφορεία, που συμφέρουν σαφώς κι από άποψη χρόνου, η διαδρομή Δυρράχιο-Τίρανα είναι πολύ σύντομη (κάτι παραπάνω από μια ώρα) και άνετη.

Τα Τίρανα είναι μια σύγχρονη πόλη, με μεγάλη διαφορά η πιο μεγάλη της Αλβανίας (περίπου 800.000 κατοίκων). Το κέντρο διασχίζει μια πλατιά κεντρική λεωφόρος, κατασκευασμένη ακόμα από τα χρόνια που η Αλβανία ήταν υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας. Ξεκινά βόρεια, από το σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει νότια, στην Πλατεία Μητέρας Τερέζας, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο και ξεκινάει το μεγάλο πάρκο της πόλης. Στη διαδρομή περνάει και πολλά αξιοθέατα των Τιράνων, όπως το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας, την Πυραμίδα του Ενβέρ Χότζα ή το Τζαμί του Ετχέμ Μπέη. Το τελευταίο είναι από τα λίγα που επιβίωσαν από την εκστρατεία ενάντια στη θρησκεία του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, η οποία ήταν πολύ πιο σκληρή απ’ ό,τι σε άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Αν και στα Τίρανα επικρατεί η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική, ο πρώην δήμαρχος (και νυν πρωθυπουργός) Έντι Ράμα, ο οποίος ήταν παλιότερα και ζωγράφος, φρόντισε να ξαναβαφτούν τα κτήρια με διάφορα χρώματα. Ενδιαφέρον έχει και η γειτονιά Μπλόκου, στην οποία την εποχή του κομμουνισμού κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και δεν ήταν προσβάσιμη στους κοινούς πολίτες. Σήμερα πλέον λειτουργεί κυρίως σαν περιοχή νυχτερινής διασκέδασης.

Η Αλβανία είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που ο υιός Μπους τιμάται δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας. Οι Αλβανόι δεν ξεχνούν το ρόλο των ΗΠΑ στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.

Η Αλβανία είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που ο υιός Μπους τιμάται δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας. Οι Αλβανοί δεν ξεχνούν το ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.

Στα μέσα περίπου της κεντρικής λεωφόρου βρίσκεται η πλατεία Σκεντέρμπεη (Skanderbeg) με το ανάλογο άγαλμα. Όποιος σχεδιάζει να ταξιδέψει στην Αλβανία είναι καλά να ξέρει μερικά πράγματα για τον εθνικό ήρωα της χώρας. Ο Γεώργιος Καστριώτης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1405 στη σημερινή βόρεια Αλβανία, ως γιος χριστιανού πρίγκηπα. Σε μικρή ηλικία παραδόθηκε ως όμηρος στον Οθωμανό Σουλτάνο στην Αδριανούπολη, όπου ασπάστηκε το Ισλάμ και υπηρέτησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πήρε το όνομα Ισκεντέρ (Αλέξανδρος) και έφτασε ως τον τίτλο του Μπέη – εξού και το «Σκεντέρμπεης». Το 1443 όμως εγκατέλειψε το Σουλτάνο και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου αλλαξοπίστησε ακόμα μια φορά και έγινε πάλι Χριστιανός. Οργάνωσε μια συμμαχία από τοπικούς Αλβανούς πρίγκηπες και αντιστάθηκε με επιτυχία στην οθωμανική επέκταση, αποκρούοντας όχι λιγότερες από 13(!) εισβολές. Μόνο μετά το θάνατό του (1468) θα κατάφερναν οι Οθωμανοί να κατακτήσουν την Αλβανία. Το ότι οι (κατά πλειοψηφία Μουσουλμάνοι, τυπικά τουλάχιστον) Αλβανοί έκαναν εθνικό τους ήρωα κάποιον που άλλαξε θρησκεία δυο φορές, είναι ίσως χαρακτηριστικό για την αλβανική ανεξιθρησκεία.

Η κεντρική πλατεία των Τιράνων με το άγαλμα του εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη. Πίσω μια τοιχογραφία μάλλον από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Η κεντρική πλατεία των Τιράνων με το άγαλμα του εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη (στα δεξιά). Πίσω φαίνεται το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας.

Ένας ταξιδιώτης μπορεί να χρησιμοποιήσει τα Τίρανα και σαν βάση για να εξερευνήσει την υπόλοιπη Αλβανία, μια και βρίσκονται κεντρικά και πολλές άλλες πόλεις είναι σε απόσταση που επιτρέπει ημερήσιες εκδρομές. Τα λεωφορεία ή φουργκόν ξεκινάνε από διαφορετικά σημεία, ανάλογα με τον προορισμό τους. Αυτά με νότιους προορισμούς συνήθως ξεκινούν  από το σταθμό Κομπινάτι, ο οποίος είναι προσβάσιμος με τα αστικά λεωφορεία. Από εκεί μπορεί π.χ. να πάει κάποιος στο Βεράτι (Berati, 3 ώρες διαδρομή). Το Βεράτι έχει ανακυρηχθεί μνημείο της Ουνέσκο λόγω των καλοδιατηρημένων οθωμανικών κτηρίων που αποτελούν το κέντρο της πόλης.

Η παλιά πόλη του Βερατίου, με την οθωμανική της αρχιτεκτονική.

Η παλιά πόλη του Βερατίου

Για να πάει κάποιος προς το Βορρά μπορεί να χρησιμοποιήσει και το λεωφορείο που ξεκινά από το σιδηροδρομικό σταθμό των Τιράνων και καταλήγει στο κέντρο της Σκόδρας (2-2,5 ώρες). Η Σκόδρα (Shkodra) είναι η μεγαλύτερη πόλη του Βορρά, με κυρίως καθολικό και μουσουλμανικό πληθυσμό. Είναι κτισμένη δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, τη μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αν και ο παραλίμνιος πεζόδρομος είναι σε κάποια απόσταση από το κέντρο της πόλης. Το κέντρο φαίνεται να το έχουν φροντίσει αρκετά, αφού είναι γεμάτο με ανακαινισμένα παλιά κτήρια και πεζόδρομους.

Σοκάκι στο κέντρο της Σκόδρας

Σοκάκι στο κέντρο της Σκόδρας

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από τον παραλίμνιο πεζόδρομο.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από τον παραλίμνιο πεζόδρομο.

Για να πάει κάποιος προς τα νοτιο-ανατολικά (π.χ. Πόγραδετς, Κορυτσά) είναι καλύτερα να πάρει ένα φουργκόν κοντά στο Στάδιο των Τιράνων. Η Κορυτσά (Korça) είναι σε απόσταση περίπου 4 ωρών, ενώ στη διαδρομή διασχίζεις τα βουνά και συνεχίζεις κατά μήκος της ακτής της λίμνης Οχρίδας μέχρι το Πόγραδετς, απ’ όπου είναι ακόμα μια ώρα δρόμος. Η Κορυτσά είναι μια ήσυχη πόλη, με κυρίως ορθόδοξο πληθυσμό, όπου τα ελληνικά είναι πολύ πιο χρήσιμα για έναν τουρίστα από τα αγγλικά. Στο κέντρο της πόλης υπάρχουν πολλά πετρόκτιστα παλιά σπίτια.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Κορυτσάς, με την εκκλησία του .... Στο βάθος ο Γράμμος.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Κορυτσάς, με τον καθεδρικό ναό της Αναστάσεως του Κυρίου.

Σοκάκια στο κέντρο της Κορυτσάς, με τα τυπικά πετρόκτιστα σπίτια

Στενό στο κέντρο της Κορυτσάς, με πετρόκτιστα σπίτια.

Μια πολύ χρονοβόρα αλλά και ωραία διαδρομή είναι αυτή από Κορυτσά μέχρι Αργυρόκαστρο (το λεωφορείο συνεχίζει και τερματίζει στους Αγίους Σαράντα). Αν κι η απόσταση είναι περίπου 200 χιλιόμετρα, το ταξίδι μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο διαρκεί περίπου 7 ώρες! Αξίζει όμως το κόπο, μια και διασχίζεις μια περιοχή γεμάτη δάση, βουνά και ποτάμια.

Τοπίο από την εξοχή της Βορείας Ηπείρου, από τη διαδρομή Κορυτσά-Αργυρόκαστρο.

Τοπίο από την εξοχή της Βορείας Ηπείρου, από τη διαδρομή Κορυτσά-Αργυρόκαστρο.

Η παλιά πόλη του Αργυροκάστρου (Gjirokastra – το λεωφορείο σε αφήνει στη νέα πόλη που χτίστηκε στην κοιλάδα, απ’ όπου μπορείς να πάρεις λεωφορείο ή ταξί για την παλιά πόλη στη βουνοπλαγιά) είναι επίσης μνημείο της Ουνέσκο. Αποτελείται από πλακόστρωτους δρόμους και παλιά καλοδιατηρημένα άσπρα κτήρια με γκρίζες σκεπές. Απ’ αυτήν την πόλη καταγόταν ο πρώην δικτάτορας Ενβέρ Χότζα, αλλά και ο διάσημος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ. Από θρησκευτική άποψη είναι μικτή ορθόδοξη και μουσουλμανική, ενώ ανάμεσα στους Μουσουλμάνους πρέπει να ήταν αρκετά ισχυρή η επιρροή του Μπεκτασισμού: δείγμα της είναι και οι τάφοι των Μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο. Ακόμα, σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι ελληνικό, όπως φαίνεται και από την παρουσία του ελληνικού προξενείου.

Το Αργυρόκαστρο όπως φαίνεται από το κάστρο. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας η παλιά πόλη, στη μέση η καινούρια με τις πολυκατοικίες και στο βάθος η κοιλάδα του ...

Το Αργυρόκαστρο όπως φαίνεται από το κάστρο. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας η παλιά πόλη, στη μέση η καινούρια με τις πολυκατοικίες και πιο πίσω η κοιλάδα του Δρίνου.

Το κάστρο, από το οποίο παίρνει το όνομα της κι η πόλη κι είναι εύκολα προσβάσιμο με τα πόδια από την παλιά πόλη, αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη. Όχι μόνο για το ίδιο το κάστρο, αλλά και για τη θέα προς την πόλη, την κοιλάδα και τα γύρω βουνά. Εκεί βρίσκεται και ένα παλιό αμερικάνικο αεροπλάνο, το οποίο ο Χότζα παρουσίαζε σαν να είχε καταρρίψει. Τελικά όπως αποδείχτηκε μετά από χρόνια, απλά είχε κάνει αναγκαστική προσγείωση.

Το κάστρο από το οποίο παίρνει και το όνομα της η πόλη. Κάτω μερικά σπίτια της παλιάς πολης, με τα τυπικά κεραμίδια από γκρίζο τοπικό πέτρωμα.

Πάνω το κάστρο από το οποίο παίρνει και το όνομα της η πόλη. Κάτω μερικά σπίτια της παλιάς πόλης, με τις τυπικές σκεπές από γκρίζο πέτρωμα (μάλλον σχιστόλιθος).

Τάφοι μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο, με τα αφιερώματα των πιστών.

Τάφοι μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο, με τα αφιερώματα των πιστών.

Για έναν κάτοικο της Ελλάδας, υπάρχουν πιστεύω αρκετά κίνητρα για ένα ταξίδι στην Αλβανία:

Πρώτο, σε εποχές κρίσης είναι μια πολύ οικονομική και εύκολη δυνατότητα να ταξιδέψει κάποιος εκτός Ελλάδας.

Δεύτερο, υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις σχεδόν ανέγγικτης φύσης, κυρίως προς τα ορεινά, καθώς και πόλεις που έχουν κέντρα καλοδιατηρημένα με παλιά αρχιτεκτονική, όπως το Αργυρόκαστρο, το Βεράτι, η Κορυτσά ή η Σκόδρα.

Τρίτο, είναι κάτι ιδιαίτερο να βλέπεις μια χώρα της περιοχής που όλες οι κύριες θρησκείες των Βαλκανίων (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Σουνιτικό Ισλάμ, Ισλάμ των Μπεκτασήδων) συνυπάρχουν ειρηνικά. Οι Αλβανοί είναι περήφανοι γι’ αυτό τους το επίτευγμα, που πράγματι μοιάζει να είναι μοναδική περίπτωση στα Βαλκάνια. Η αλβανική εθνική ταυτότητα είναι μάλλον η μοναδική από τις βαλκανικές που δεν συνδέεται άμεσα με καμία θρησκεία, παρά μόνο με τη γλώσσα. Όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους Αλβανούς, χωρίς η μία θρησκεία να κάνει τον έναν λιγότερο ή περισσότερο Αλβανό από τον άλλο.

Επίσκεψη του Πάπα στην Αλβανία, με την παρουσία των προκαθήμενων των άλλων τριών θρησκευτικών κοινοτήτων (από αριστερά προς δεξιά: Σουνίτης, Ορθόδοξος, Μπεκτασής)

Επίσκεψη του Πάπα στην Αλβανία, με την παρουσία των προκαθήμενων των άλλων τριών θρησκευτικών κοινοτήτων (από αριστερά προς δεξιά: Σουνίτης, Ορθόδοξος, Μπεκτασής). Πηγή: fbcdn-sphotos-h-a.akamaihd.net

Τέταρτο, η Αλβανία είναι χώρα με πολύ φιλόξενους και βοηθητικούς κατοίκους. Είναι επίσης και η χώρα όπου ένας Έλληνας ταξιδιώτης έχει τις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσει ανθρώπους που να μιλούν τη γλώσσα του – ειδικά στο Νότο μπορεί να είναι και η πρώτη ξένη γλώσσα (στα Τίρανα και στο Βορρά είναι μάλλον τα ιταλικά). Η φιλικότητα των Αλβανών ήταν μια μικρή έκπληξη για μένα, αν σκεφτείς τα πολιτικά θέματα που επιβαρύνουν κάπως τις σχέσεις των δυο λαών (ελληνική μειονότητα στη Βόρεια Ήπειρο, στάση της Ελλάδας στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου, αλλά φυσικά και το θέμα των Τσάμηδων, που φαίνεται ότι δεν έχει ξεχαστεί στην Αλβανία). Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά παίζουν μικρότερο ρόλο για το μέσο Αλβανό απ’ ό,τι ίσως φανταζόμουν, ή τουλάχιστον ο κόσμος εκεί ξέρει να διαχωρίζει την πολιτική από την παραδοσιακή φιλοξενία.

Πέμπτο και ίσως πιο σημαντικό, οι Έλληνες κι οι Αλβανοί είναι δυο λαοί με βαθιά γεωγραφική, ιστορική και πολιτιστική συγγένεια (υπόψη ότι τα αλβανικά είναι μαζί με τα ελληνικά οι δυο γλώσσες που έχουν επιβιώσει στα Βαλκάνια από την πρώιμη Αρχαιότητα μέχρι σήμερα). Για πολλούς αιώνες έχουν ζήσει δίπλα δίπλα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο (βόρεια και νότια), αλλά όχι μόνο, επηρεάζοντας φυσικά και ο ένας τον άλλο: μοιράζονται π.χ. και την ίδια εθνική ενδυμασία, τη φουστανέλα. Μετά από πολλές δεκαετίες σχεδόν απόλυτου χωρισμού και αποξένωσης, οι περισσότεροι Αλβανοί έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια, θέλοντας και μη, μια αρκετά πλήρη εικόνα για την Ελλάδα, λόγω κυρίως της μετανάστευσης. Μάλλον δεν ισχύει όμως το αντίστοιχο και για τους Έλληνες, που σχηματίζουν εικόνα με βάση κυρίως τους οικονομικούς μετανάστες, χωρίς συχνά να έχουν την παραμικρή ιδέα για την Αλβανία ως χώρα. Τέτοια ταξίδια είναι ένας καλός τρόπος να διορθωθεί αυτή η παραφωνία, που είναι υπόλειμμα του Ψυχρού Πολέμου.

Το αιρετικο Ισλαμ της περιοχης μας

Κλασσικό

Στις ημέρες που ζούμε έχει γίνει (με τραγικό τρόπο) ξεκάθαρο ότι, όπως ακριβώς κι ο Χριστιανισμός, έτσι και το Ισλάμ είναι διασπασμένο σε διάφορα δόγματα και κατευθύνσεις. Ο πιο γνωστός και σήμερα γεωπολιτικά σημαντικός διαχωρισμός είναι αυτός ανάμεσα σε Σουνίτες και Σιίτες. Είναι αυτός που επηρεάζει τις περισσότερες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, από το Λίβανο και τη Συρία μέχρι το Ιράκ και το Μπαχρέιν. Λιγότερο γνωστός είναι ο ρόλος που έχουν παίξει (κι εν μέρει παίζουν ακόμα) αυτοί οι διαχωρισμοί όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια.

shia

Βασικό χαρακτηριστικό του σιιτικού Ισλάμ είναι η αναφορά στον Αλή, τον ξάδελφο (και γαμπρό) του Προφήτη Μωάμεθ, που ενώ αναγνωρίζεται κι από τους Σουνίτες ως αξιοσέβαστη προσωπικότητα, δεν έχει σ’ αυτούς τον κεντρικό ρόλο που παίζει στη θεολογία των Σιιτών. Εξ’ άλλου, και το ίδιο το όνομα Σι’α σημαίνει μερίδιο, κόμμα, το κόμμα δηλαδή του Αλή.

ali2

Ο Αλή

Ξεκινώντας απ’ αυτόν τον βασικό κορμό έχουν αναπτυχθεί διάφορα παρακλάδια. Ενώ το κύριο τμήμα του σιιτικού Ισλάμ, ο Δωδεκατισμός (επίσημη θρησκεία σήμερα στο Ιράν) δεν διαφέρει και πολύ στις θρησκευτικές πρακτικές από το “ορθόδοξο” Σουνιτικό Ισλάμ, άλλες ομάδες έχουν σαφώς πιο ετερόδοξη κατεύθυνση, σε σημείο που πολλοί να αμφισβητούν κατά πόσον μπορούν πλέον να θεωρούνται μουσουλμανικές. Τέτοιες ομάδες είναι οι Αλεβίτες στην Τουρκία (μ’ αυτούς είναι συνδεδεμένο και το τάγμα των Μπεκτασήδων), οι Αλαουίτες/Νουσαΐρι στη Συρία και οι Δρούζοι.

Αλεβίτες

Όταν πριν από μερικά χρόνια παρουσιάστηκε σε μια γερμανική τηλεοπτική σειρά μια υπόθεση αιμομιξίας σε τούρκικη οικογένεια, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από ένα τμήμα της τουρκικής κοινότητας, ενώ από άλλα αντιμετωπίστηκε μάλλον αδιάφορα. Η εν λόγω οικογένεια ήταν αλεβιτική και η φήμη της αιμομιξίας είναι ένα γνωστό στερεότυπο των Σουνιτών για τους Αλεβίτες. Η γερμανική τηλεόραση κατηγορήθηκε από τους Αλεβίτες ότι ενισχύει τον σουνιτικό ρατσισμό εναντίον τους. Έτσι, η γερμανική κοινωνία αντιλήφθηκε, ίσως για πρώτη φορά, ότι οι Τούρκοι μετανάστες δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα θρησκευτικά ενιαίο σώμα. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το συγκεκριμένο διαχωρισμό πρέπει να γυρίσουμε μερικούς αιώνες πίσω.

Τον 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπισε μια σοβαρή απειλή: το σιιτικών τάσεων κίνημα του Ισμαήλ, του ιδρυτή της δυναστείας των Σαφαβιδών. Η δυναστεία έμελλε να κυβερνήσει το Ιράν επί μερικούς αιώνες και να το μετατρέψει σε κέντρο του σιιτικού Ισλάμ. Αυτό, παρά την ήττα του Ισμαήλ στην περιοχή της Μικράς Ασίας, που έφερε οριστικά την τελευταία υπό την κυριαρχία των Οθωμανών – και μαζί μ’ αυτών και του σουνιτικού Ισλάμ.

ali

Ο Σάχης Ισμαήλ

Στον αγώνα του ο Ισμαήλ είχε βρει πολλούς συμμάχους ανάμεσα στις τουρκομανικές φυλές της Μικράς Ασίας: πληθυσμούς που διατηρούσαν πολλά από τα αρχαία τουρκικά τους έθιμα και παραδόσεις, ζούσαν με τους δικούς τους κανόνες που δεν συνάδουν πάντα με την Ισλαμική ορθοδοξία – και δεν ήταν έτοιμοι να αναγνωρίσουν την κυριαρχία των Οθωμανών Σουλτάνων, ιδιαίτερα με τις τάσεις συγκεντρωτισμού που έδειχναν οι τελευταίοι όσο η Αυτοκρατορία μεγάλωνε και σταθεροποιούνταν. Οι πολεμιστές τους συνήθιζαν να φορούν στο κεφάλι έναν κόκκινο σκούφο: από εκεί προέρχεται ο όρος κιζιλμπάς (στα ελληνικά “κοκκινοκέφαλοι”), που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως ονομασία για τους Αλεβίτες. Ο ίδιος ο νεώτερος όρος “Αλεβίτες” (Alevi στα τούρκικα) προέρχεται φυσικά από τον Αλή.

alevitisses

Με την τελική επικράτηση των Οθωμανών στη Μικρά Ασία, οι Αλεβίτες υπέστησαν διώξεις και αιώνες καταπίεσης. Παρ’ όλα αυτά, έχουν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα να συνιστούν με βάση τις εκτιμήσεις 10-30% του πληθυσμού της Τουρκίας. Η πλειοψηφία τους είναι από εθνολογική άποψη Τούρκοι, αλλά υπάρχουν και πολλοί Αλεβίτες Κούρδοι ή Ζαζά (π.χ. στην περιοχή Ντερσίμ ή Τούντζελι).

Την επιβίωση τους την οφείλουν στο ότι λειτουργούσαν σαν κλειστή κοινότητα, καθώς ίσως και στην χρήση της τακιγιέ: μιας πρακτικής που υπάρχει και σε άλλες αιρέσεις σιιτικής προέλευσης, και που επιτρέπει στους ακόλουθους να κρύβουν τα πραγματικά τους πιστεύω για λόγους ασφάλειας.

Χαρακτηριστικά των αλεβιτικών κοινοτήτων είναι η πνευματική ηγεσία ενός ντεντέ (παππού), τα τζεμεβί ως χώρος λατρείας αντί του τζαμιού, ο μυστικισμός, οι τελετουργίες που συμπεριλαμβάνουν μουσική και χορό (στις οποίες συμμετέχουν από κοινού άντρες και γυναίκες, κάτι το οποίο ενέπνευσε στους εχθρούς τους και φήμες περί …οργίων). Γενικά υπάρχει μια ανάμιξη της ισλαμικής θεολογίας με αρχαιότερες τουρκικές σαμανιστικές ή ζωροαστρικές παραδόσεις ή και χριστιανικές πρακτικές, όπως π.χ. η απόρριψη του διαζυγίου.

Το τζέμεβι του Γκαζί, αλεβίτικης συνοικίας της Κωνσταντινούπολης,  με την εικόνα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, μορφής με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα για τους Αλεβίτες.

Το τζέμεβι του Γκαζί, αλεβίτικης συνοικίας της Κωνσταντινούπολης, με την εικόνα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, μορφής με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα για τους Αλεβίτες.

Ιδιαίτερη είναι επίσης η σχέση με το Κοράνι και τη Σαρία (το θρησκευτικό νόμο). Οι Αλεβίτες δεν θεωρούν ότι οφείλουν να υπακούν σε απαγορεύσεις, όπως π.χ. αυτή του αλκοόλ: αυτές αφορούν μόνο όσους βρίσκονται στο πρώτο στάδιο της ισλαμικής πίστης, ενώ αυτοί έχουν ήδη προχωρήσει στο επόμενο (Ταρικάτ, η δεύτερη από τις 4 πύλες του Ισλάμ). Με άλλα λόγια, η υπακοή στη Σαρία μπορεί να είναι κατά τους Αλεβίτες κάτι σαν… Ισλάμ για αρχάριους. Στις κατηγορίες περί παραβίασης του Ιερού Νόμου μπορεί να απαντήσουν ότι “οι Σουνίτες διαβάζουν το Κοράνι με τα μάτια, εμείς το διαβάζουμε με την καρδιά”.

Υπάρχουν πάντως και μερικές ομάδες των Αλεβιτών, π.χ. ένα μέρος της τούρκικης αλεβίτικης κοινότητας στη Γερμανία, που δεν βλέπουν τους εαυτούς τους καν σαν Μουσουλμάνους, αλλά σαν μια εντελώς ξεχωριστή θρησκεία. Όπως υπάρχουν και ομάδες που θεωρούν τους εαυτούς τους απλό παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ. Γενικά, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι δεν υπάρχει μια ενιαία διοίκηση της θρησκευτικής κοινότητας και άρα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και ως προς τη φύση της θρησκείας.

Επίσης σημαντικός είναι ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει η λατρεία συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων, κάτι που θυμίζει ίσως το ρόλο των αγίων στην Ορθοδοξία. Εκτός φυσικά από τον Αλή, πολύ κεντρική φυσιογνωμία είναι ο Χατζή Μπεκτάς Βελή, ένας Τούρκος ντερβίσης που έζησε τον 13ο αιώνα. Στις προσωπικότητες που εκτιμούνται ιδιαίτερα ανήκει και ο Κεμάλ Ατατούρκ.

cemevi

Εικόνα από το εσωτερικό ενός τζεμεβί. Στις φωτογραφίες απεικονίζονται αριστερά της τουρκικής σημαίας ο Αλή και ο Χατζή Μπεκτάς και δεξιά της ο Ατατούρκ.

Στη σύγχρονη Τουρκία φυσικά τα όρια ανάμεσα στους Σουνίτες και τους Αλεβίτες δεν είναι πλέον τόσο καθαρά. Μικτοί γάμοι φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο σπάνιοι. Για κάποιους από τους νέους στα αστικά κέντρα, ο Αλεβιτισμός μπορεί να μην είναι κάτι παραπάνω από μια πολιτιστική αναφορά, ένα στοιχείο ταυτότητας, παρά πραγματικά μια θρησκεία. Παρ’ όλα αυτά, ο διαχωρισμός αυτός επηρεάζει την πολιτική ζωή της σύγχρονης Τουρκίας μέχρι και τις μέρες μας. Ταυτόχρονα, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια αναβίωση της αλεβίτικης ταυτότητας, κάτι που έχει σχέση με τον αυξημένο ρόλο που παίζουν θέματα πολιτιστικής ταυτότητας στην Τουρκία (όπως και στον κόσμο γενικά) μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Υπάρχει μία άποψη, που ερμηνεύει το διαχωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς στην Τουρκία ως συνέχεια του διαχωρισμού Αλεβίτες-Σουνίτες. Αν και αυτό μπορεί να είναι υπερβολικό, είναι καθαρό ότι οι πολιτικά ενεργοί Αλεβίτες έχουν την τάση να κλίνουν προς προοδευτικές ιδεολογίες, όπως το σοσιαλισμό ή τον προοδευτικό εθνικισμό (είτε τον τουρκικό είτε τον κουρδικό), ενώ είναι αρκετά σπάνιο να συμμετέχουν σε δεξιά κόμματα. Ο σημερινός ηγέτης του κεμαλικού (ας πούμε κεντροαριστερού) κόμματος, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, είναι εξ’ άλλου Αλεβίτης, ενώ το κόμμα του Ερντογάν έχει κυρίως Σουνίτες οπαδούς.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί (αλεβιτική συνοικία της Κωνσταντινούπολης) είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις.

Στη σύγχρονη Τουρκία, οι Αλεβίτες δεν αντιμετωπίζουν τον αποκλεισμό στον ίδιο βαθμό με την οθωμανική εποχή. Παρ’ όλα αυτά, οι οργανώσεις τους έχουν και σήμερα αρκετά παράπονα από την κεντρική εξουσία. Η μη αναγνώριση των τζεμεβί τους και η υποχρεωτική σχολική διδασκαλία των θρησκευτικών στη βάση του Σουνιτικού Ισλάμ, είναι μερικά απ’ αυτά. Ζωντανά στη μνήμη τους μένουν όμως και κάποια τραγικά γεγονότα των προηγούμενων δεκαετιών. Το πιο γνωστό (αλλά δυστυχώς όχι το μόνο) είναι αυτό στο ξενοδοχείο Μαντιμάκ της Σεβάστειας το 1993, κατά την οποία 35 άνθρωποι, κυρίως Αλεβίτες διανοούμενοι, έχασαν τη ζωή τους από εμπρησμό που ξεκίνησε από επίθεση φανατικών Σουνιτών – με τις κρατικές αρχές να κατηγορούνται για αδιαφορία.

sivas

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι και στην πρόσφατη εξέγερση του 2013 στην Τουρκία οι αλεβιτικές κοινότητες έπαιξαν το ρόλο τους. Η λαϊκή συνοικία Γκαζί στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης, κατοικημένη κυρίως από Αλεβίτες και Κούρδους, ήταν ένα από τα κύρια επίκεντρα της εξέγερσης (η περιοχή έχει και παρελθόν, καθώς το 1995 ξεκίνησε εκεί μια άλλη αλεβίτικη εξέγερση). Ένα σημαντικό συμβολικό ρόλο στην οργή εναντίον του Ερντογάν έπαιξε και η πρόθεση της κυβέρνησής του να ονομάσει την καινούρια γέφυρα του Βοσπόρου εις μνήμην του Σουλτάνου Σελίμ – ο οποίος έχει μείνει στην Ιστορία για τις σφαγές που διέπραξε εναντίον των Αλεβιτών.

Το τάγμα των Μπεκτασήδων

Με τον Αλεβιτισμό είναι στενά συνδεδεμένη και η παράδοση των Μπεκτασήδων (οι οποίοι παίρνουν το όνομά τους από τον Χατζή Μπεκτάς Βελή). Κατά μία άποψη, αποτελούν μαζί την αστική (Μπεκτασισμός) και την αγροτική (Αλεβιτισμός) έκφραση του ίδιου φαινομένου. Επίσης, ενώ οι Αλεβίτες ήταν σαν ομάδα περιορισμένη κυρίως στη Μικρά Ασία, ο Μπεκτασισμός φαίνεται ότι είχε μεγάλη επιρροή στα Βαλκάνια: από την Αλβανία και τη Βοσνία μέχρι την Κρήτη.

Οι Μπεκτασήδες ήταν οργανωμένοι σαν θρησκευτικό τάγμα, όπως οι Νακσιμπεντί και οι Μεβλεβί, αλλά πολύ πιο διαφοροποιημένοι από τη σουνιτική “ορθοδοξία” και με πιο έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού. Στις θρησκευτικές τους πρακτικές ανήκουν π.χ. ο εορτασμός του ζωροαστρικού νέου έτους, αλλά και χριστιανικά στοιχεία. Κάτι που βοηθούσε ίσως τη στενή τους σύνδεση με το σώμα των (χριστιανικής καταγωγής) Γενίτσαρων, οι οποίοι είχαν περίπου το ρόλο του προστάτη του τάγματος. Η εξόντωση των τελευταίων από τον Σουλτάνο Μαχμούτ στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης φαίνεται ότι έχει σχέση και με τις προσπάθειες να περιοριστεί η επιρροή του Μπεκτασισμού.

Παρά τις διώξεις που ακολούθησαν από τους Οθωμανούς, το τάγμα επιβίωσε και πολλοί Μπεκτασήδες αναμείχθηκαν ενεργά σε επαναστατικά κινήματα, όπως αυτό των Νεότουρκων. Μετά την επικράτηση του Ατατούρκ στην Τουρκία και τη γενική απαγόρευση όλων των θρησκευτικών ταγμάτων, οι Μπεκτασήδες αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την έδρα τους στην Αλβανία – σε κάποιο βαθμό συνδέθηκαν μάλιστα με τον ακόμα τότε πολύ νέο αλβανικό εθνικισμό (μερικοί Αλβανοί εθνικιστές έβλεπαν σ’ αυτόν κάτι σαν αλβανική εθνική θρησκεία). Αυτό πάντως δεν τους γλύτωσε στη συνέχεια από τη γενική καταπίεση των θρησκειών, που εφάρμοσε το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.

Σήμερα η άμεση επιρροή του Μπεκτασισμού στα Βαλκάνια είναι μάλλον μικρή. Πάντως το τέλος του καθεστώτος του Χότζα έφερε και μια σχετική αναβίωση στην Αλβανία. Στην τελευταία απογραφή δήλωσε περίπου 2% του πληθυσμού τον Μπεκτασισμό ως το δικό του δόγμα. Η επιρροή του Μπεκτασισμού, ιδιαίτερα στη Νότια Αλβανία, μπορεί όμως να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι δείχνει αυτό το ποσοστό, αφού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι όλοι όσοι ακολουθούν τις πρακτικές του το δηλώνουν και σαν ξεχωριστό θρήσκευμα.

bektashi

Τάφος μπεκτασή μπαμπά στο Αργυρόκαστρο

Κοινότητες υπάρχουν επίσης στο Κοσσυφοπέδιο, στην πΓΔΜ, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Στην Ελλάδα φαίνεται ότι οι Μπεκτασήδες είχαν σημαντική επιρροή σε διάφορες περιοχές, μεταξύ άλλων στην Ήπειρο και στους (ελληνόφωνους) Μουσουλμάνους της Κρήτης, οι οποίοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών βρέθηκαν στην Τουρκία. Σήμερα απομένουν λίγες χιλιάδες ακόλουθοι των Μπεκτασήδων (αναφέρονται και ως Αλεβίτες, τα όρια ανάμεσα στους δύο όρους δεν είναι καθαρά) σε ορεινά μουσουλμανικά χωριά των νομών Ροδόπης και Έβρου (μεταξύ άλλων: Χλόη (Ebilköy), Γονικό (Babalar), Κέχρος (Merkoz)), μ’ ένα ακόμη ενεργό τεκέ στη Ρούσσα (Rushenler) του Έβρου. Ο τεκές του Ντουρμπαλί Πασά στην Ασπρόγεια -Ιρενί Φαρσάλων σταμάτησε να λειτουργεί το 1973, αλλά γνώρισε παραδόξως ένα είδος αναβίωσης χάρη στις κοινότητες Αλβανών μεταναστών μπεκτασιδικής καταγωγής, οι οποίοι τον ανακάλυψαν πάλι στη δεκαετία του ’90.

τεκες

Δυτικός τουρμπές του τεκέ στην Ασπρόγεια (Ιρενί) Φαρσάλων

Αλαουίτες-Νουσαϊρί

Η κοινότητα των αραβόφωνων Αλαουιτών (ή αλλιώς Νουσαϊρί) κατοικεί στην Συρία (κυρίως στα βουνά στο δυτικό μέρος της χώρας και στα παράλια), στο βόρειο Λίβανο, αλλά και στην εθνικά ανάμεικτη περιοχή της Αλεξανδρέτας (Χατάι) στην Τουρκία. Από τις τρεις χώρες τη σημαντικότερη παρουσία την έχουν σαφώς στη Συρία, όπου συνιστούν περίπου 12% του πληθυσμού και κατέχουν σημαντικές θέσεις στο στρατό και στην πολιτική, μεταξύ άλλων και αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας: πράγμα που παίζει κρίσιμο ρόλο στον τωρινό εμφύλιο.

syria

Παρά την όποια συγγένεια με τους τουρκόφωνους (ή κουρδόφωνους) Αλεβίτες, σήμερα προτιμούν να θεωρούνται δύο ξεχωριστές κοινότητες. Σ’ αυτό πιθανόν να παίζει και ρόλο το ότι και οι δύο συνδέθηκαν με τον προοδευτικό εθνικισμό στις χώρες τους, τον αραβικό οι μεν και τον τουρκικό (ή κουρδικό) οι δε.

Οι ρίζες των Αλαουιτών πάνε πίσω στον 9ο αιώνα, όταν ζούσε ο Μουχάμαντ Ιμπν Νουσαΐρ, τον οποίο οι οπαδοί του θεωρούσαν αντιπρόσωπο του δωδέκατου και τελευταίου Ιμάμη. Όπως και οι Αλεβίτες, φαίνεται ότι ερμηνεύουν το Κοράνι μάλλον αλληγορικά, έχοντας στη θεολογία τους και πολλά στοιχεία συγκρητισμού (π.χ. πίστη στη μετενσάρκωση, λατρεία μιας μορφής (Χουντρ) που μοιάζει στον Άγιο Γεώργιο). Αυτά, μαζί με τα στοιχεία που δείχνουν λατρεία προς τον Αλή σε βαθμό περίπου θεϊκό, τους έκαναν στα μάτια όχι μόνο των Σουνιτών, αλλά ακόμα και των κανονικών δωδεκατιστών Σιιτών, τουλάχιστον ύποπτους: σε κάποιες πιο ακραίες περιπτώσεις έχουν οδηγήσει στην εντύπωση ότι πρόκειται για αποστάτες από το Ισλάμ. Αυτό εξηγεί ίσως και το πάθος με το οποίο πολεμούν οι ομάδες των φανατικών Σουνιτών εναντίον του καθεστώτος Άσαντ (που στα μάτια τους ταυτίζεται με τους Αλαουίτες).

Ακόμα μια ομοιότητα με τους Αλεβίτες, ήταν άρα ότι και οι Αλαουίτες έπρεπε να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ζώντας κάτω από σουνιτική κυριαρχία. Λειτούργησαν και αυτοί ως κλειστή κοινότητα, κρύβοντας πολλά από τα στοιχεία της θρησκείας τους από το ευρύ κοινό. Αυτό το εχθρικό περιβάλλον ήταν κι ο λόγος που κατέφυγαν στα βουνά της σημερινής δυτικής Συρίας, τα οποία παραμένουν μέχρι και σήμερα η κοιτίδα τους. Το κατά πόσον φυσικά οι νέοι Αλαουίτες σήμερα ενδιαφέρονται για θεολογικά ερωτήματα είναι αμφίβολο: μάλλον το πιο σημαντικό συνδετικό τους στοιχείο είναι η κοινή πολιτιστική ταυτότητα, αλλά και η αίσθηση της ιστορικής αδικίας από τη σουνιτική καταπίεση.

Πάντως μια διαφορά των Αράβων Αλαουιτών σε σχέση με τους Τούρκους Αλεβίτες είναι η πιο στενή σύνδεση των πρώτων με το “επίσημο” σιιτικό Ισλάμ, δηλαδή τους Δωδεκατιστές Σιίτες (άρα και το Ιράν). Αυτό έχει μάλλον κυρίως πολιτικούς λόγους και είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το πιο σημαντικό σημείο σ’ αυτή ήταν η επίσημη αναγνώριση των Αλαουιτών ως Μουσουλμάνους, εκ μέρους του Λιβανέζου Σιίτη θρησκευτικού ηγέτη Αλ-Σαντρ, το 1973. Αυτή η αναγνώριση είχε μεγάλη πολιτική σημασία, γιατί βοήθησε τον Χάφεζ αλ Άσαντ να νομιμοποιήσει την εξουσία του, ακόμα (αλλά όχι μόνο) και από καθαρά νομική άποψη (με βάση το συριακό Σύνταγμα μόνο Μουσουλμάνοι μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση του Προέδρου).

asad

Ο Χάφεζ αλ Άσαντ μαζί με τον Μούσα αλ Σαντρ

Η σύνδεση αυτή με τους Δωδεκατιστές Σιίτες εκφράζεται καθαρά και μέσα από τις συμμαχίες στο σημερινό εμφύλιο πόλεμο. Στο πλευρό του Άσαντ πολεμάνε τόσο Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης όσο και Λιβανέζοι Σιίτες μαχητές της Χιζμπολάχ. Κι αυτό, παρ’ όλο που πρόκειται για ισλαμιστικές οργανώσεις, ενώ ο Άσαντ ηγείται ενός κόμματος με κοσμική ιδεολογία.

Δρούζοι

Αν για τους Αλεβίτες επίκεντρο είναι η Τουρκία και για τους Αλαουίτες η Συρία, για τους Δρούζους αυτό το ρόλο παίζει μάλλον ο Λίβανος. Οι Δρούζοι αποτελούν την τοπική πλειοψηφία στην περιοχή των βουνών Σουφ, νότια της Βυρηττού. Εκτός από το Λίβανο, μεγάλες κοινότητες Δρούζων υπάρχουν και στη γειτονική Συρία (μεταξύ άλλων και στα κατεχόμενα υψίπεδα Γκολάν), αλλά και στο Ισραήλ.

druzewomen

Γυναίκες σε συνέδριο Δρούζων, με άσπρο μαντήλι

Οι Δρούζοι είναι κοινότητα συγγενική περισσότερο με τους Ισμαηλίτες (κι αυτοί σιιτικό παρακλάδι), παρά με τους Αλεβίτες/Αλαουίτες: σε αντίθεση με τους τελευταίους, πιστεύουν σε μια σειρά από επτά Ιμάμηδες αντί δώδεκα, η οποία όμως επίσης ξεκινά με τον Αλή. Οι ρίζες της βρίσκονται στον  11ο αιώνα, συγκεκριμένα στην εποχή του (ισμαηλίτη) Χαλίφη της Αιγύπτου, Αλ-Χακίμ, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Μια ομάδα οπαδών του θεωρούσε ότι ο Αλ-Χακίμ είχε κηρύξει τον ερχομό μιας νέας εποχής και μιας νέας πίστης, καταδιώχθηκαν όμως από τον διάδοχό του. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους μουγουαχιντούν (δηλαδή μονοθεϊστές), αλλά οι αντίπαλοί τους τους αποκαλούσαν με το όνομα ενός πρώην ηγέτη τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν απορρίψει ως αποστάτη, τον Αντ -Νταραζί: από εκεί προέρχεται και το όνομα Δρούζοι.

Όπως και οι άλλες κοινότητες που αναφέρθηκαν, έτσι και οι Δρούζοι αντιμετωπίζουν την αμφισβήτηση της «μουσουλμανικότητάς» τους. Η επιρροή από πολλές διαφορετικές πηγές (μεταξύ αυτών και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία) είναι χαρακτηριστική για τη θεολογία τους. Ένα μεγάλο μέρος της, πάντως, είναι άγνωστο ακόμα και στην πλειοψηφία των ίδιων των Δρούζων, αυτούς που δεν είναι μυημένοι στα μυστικά της θρησκείας τους και αποκαλούνται juhal. Η μειοψηφία των μυημένων (uqqal) διαφέρει ακόμα κι εμφανισιακά από τους juhal, π.χ. μέσω της ενδυμασίας τους. Το σύμβολο των Δρούζων είναι το πεντάχρωμο αστέρι, ενώ η βασική αρχή τους είναι η πίστη σε 7 εντολές.

druzetemple

Ναός των Δρούζων

Η ικανότητα προσαρμογής των Δρούζων φαίνεται κι από την διαφορετική πολιτική τους συμπεριφορά από χώρα σε χώρα. Στο Ισραήλ φαίνεται να είναι πιο ενταγμένοι στις κρατικές δομές από τις άλλες μειονότητες: π.χ. η θητεία στον ισραηλινό στρατό είναι γι’ αυτούς υποχρεωτική, κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τους Σουνίτες ή Χριστιανούς Άραβες πολίτες της χώρας.

Αντίθετα, οι Δρούζοι του Λιβάνου βρίσκονταν συχνά στην πρώτη σειρά του αντι-ισραηλινού αγώνα. Ο χαρισματικός ηγέτης των Δρούζων Καμάλ Τζουμπλάτ θεωρείται ταυτόχρονα και σαν ιστορικός ηγέτης της (πιο έντονα αντι-ισραηλινής) λιβανέζικης Αριστεράς. Μετά τη δολοφονία του, τον διαδέχθηκε ο γιος του Ουαλίντ. Το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του οποίου ηγείται, θεωρείται και σήμερα η πιο σημαντική πολιτική δύναμη των Δρούζων, αν και επίσημα πρόκειται για κοσμικό κόμμα ανοικτό σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες.

jumblatt

Ο Ουαλίντ Τζουμπλάτ μαζί με Δρούζους uqqal


Η ύπαρξη ομάδων όπως οι Αλεβίτες/Μπεκτασήδες, οι Αλαουίτες, οι Δρούζοι, δείχνει πόσο μεγάλη είναι η ποικιλομορφία του Ισλάμ στην περιοχή μας. Ακόμα κι αν δεχόμασταν την (κατά τη γνώμη μου υπερβολική) άποψη ότι όλοι αυτοί δεν είναι πραγματικά Μουσουλμάνοι, είναι καθαρό ότι έχουν αναπτυχθεί μέσα απο μια ισλαμική παράδοση. Το ότι αυτές οι καθαρά αιρετικές κοινότητες κατάφεραν να επιβιώσουν επί τόσους αιώνες μέσα σε θεωρητικά εχθρικό περιβάλλον, και μάλιστα να παραμείνουν πολυάριθμες, είναι εντυπωσιακό από μόνο του. Δεν μπορεί να οφείλεται μόνο σε πράγματα όπως η τακίγια. Είναι ίσως και μια ένδειξη μιας παραδοσιακής θρησκευτικής ανεκτικότητας στις κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου, που συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρά τη συχνά αντίθετη στάση της κεντρικής εξουσίας (που είναι όμως κι αυτή αναγκασμένη να προσαρμοστεί σε κάποιο βαθμό). Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι μια τόσο μακριά παράδοση δεν θα τελειώσει στον 21ο αιώνα.

Βιβλιογραφία:

Πηγές εικόνων: