Ελληνοθωμανισμός και Καραμανλήδες

Κλασσικό

Με τον όρο «ελληνοθωμανισμός» περιγράφεται συχνά η στάση πολιτικών και διανοουμένων του τέλους του 19ου αιώνα, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο Ελληνισμός γενικά είχε περισσότερα να κερδίσει από τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρά από τη διάλυσή της. Πολλοί οπαδοί αυτής της θεωρίας πίστευαν ότι στα πλαίσια ενός εκδημοκρατισμένου οθωμανικού κράτους, οι Έλληνες γρήγορα θα αναδεικνύονταν σε κυρίαρχο στοιχείο. Σε άλλο άρθρο ήδη έγινε αναφορά στις ιδέες του Ίωνα Δραγούμη και του Αθανάσιου Σουλιώτη-Νικολαΐδη σχετικά με μια μεγάλη Ανατολική Αυτοκρατορία.

Πάντως δεν θα ήταν σωστό να δούμε την αντίθεση ανάμεσα στη Μεγάλη Ιδέα και την Ελληνοθωμανισμό απλά ως διαφορά σε δύο μεθόδους που στόχευαν στο ίδιο αποτέλεσμα (ελληνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία). Δεν αποκλείεται η ύπαρξη ενός γνήσιου «οθωμανικού πατριωτισμού» ανάμεσα σε Έλληνες ή Ελληνορθόδοξους κατοίκους της αυτοκρατορίας, οι οποίοι μπορεί να έβλεπαν το μέλλον τους ως μέρος της τελευταίας και να προσπαθούσαν να επιβιώσουν στα πλαίσιά της. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και απόρριψη του ελληνικού κράτους. Ο Γεώργιος Μπούσιος, βουλευτής Σερβιών στην Οθωμανική Βουλή, είχε πει χαρακτηριστικά: «το οθωμανικό κράτος είναι η μητέρα μας, η Ελλάδα είναι η αδελφή μας».

Τανζιμάτ, Νεοφαναριώτες και Νεότουρκοι

Η προϋπόθεση για να βρει έδαφος να δράσει αυτή η ιδεολογία ήταν οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου του Τανζιμάτ, με τις οποίες έγιναν μεγάλα βήματα (τουλάχιστον στα χαρτιά) προς την κατεύθυνση των ίσων δικαιωμάτων για τους μη-Μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για μια σύγχρονη οθωμανική «εθνική» ταυτότητα κι έναν οθωμανικό πατριωτισμό, που θα εξασφάλιζε την πίστη όλων των υπηκόων στο κοινό κράτος. Μ’ αυτά δινόταν η ελπίδα και στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς ότι θα μπορούσαν να γίνουν ισότιμο συστατικό στοιχείο ενός οθωμανικού «έθνους».

Κάποιοι Έλληνες της αυτοκρατορίας επωφελήθηκαν απ’ αυτές τις αλλαγές για να ανεβούν κοινωνικά και οικονομικά ή και να γίνουν μέρος της οθωμανικής γραφειοκρατίας και διοίκησης (π.χ. ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής ή ο Κωνσταντίνος Μουσούρος). Έτσι δημιουργήθηκε και η τάξη των «Νεοφαναριωτών». Όπως ήταν επόμενο, πολλοί απ’ αυτούς ένιωθαν να έχουν συμφέρον στη διατήρηση της Αυτοκρατορίας και της εδαφικής της ακεραιότητας.

Ο Κωνσταντινουπολίτης Αλέξανδρος Καραθεοδωρής Πασάς (1833-..) διορίστηκε στο οθωμανικό Υπουργείο Εξωτερικών και υπηρέτησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία από πολύ ψηλά πόστα (Υφυπουργός Εξωτερικών, Ηγεμόνας της Σάμου, Πρέσβης στη Ρώμη, Διοικητής Κρήτης). Διαπραγματεύτηκε εκ μέρους των Οθωμανών τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, με την οποία πέτυχε να μείνει η Μακεδονία υπό οθωμανική διοίκηση (αντί βουλγαρικής). http://www.s-karatheodoris.gr/oikogeneia-karatheodori/-karatheodorides/

Ο Κωνσταντινουπολίτης Αλέξανδρος Καραθεοδωρής Πασάς (1833-1906) υπηρέτησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία από πολύ ψηλά πόστα (Υφυπουργός Εξωτερικών, Ηγεμόνας της Σάμου, Πρέσβης στη Ρώμη κ.ά.). Διαπραγματεύτηκε εκ μέρους των Οθωμανών τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, με την οποία πέτυχε να μείνει η Μακεδονία υπό οθωμανική διοίκηση (αντί να γίνει μέρος του νέου βουλγαρικού κράτους).
Πηγή εικόνας

Το μέγαρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολεως λίγο πριν την κατεδάφισή του. Ιδρύθηκε το 1861 και στόχευε στην καλλιέργεια μιας ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ταυτότητας, που θα έμενε όμως στα πολιτικά πλαίσια του οθωμανικού κράτους. http://www.ime.gr/projects/tanzimat/gr/main/356.html

Το μέγαρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν την κατεδάφισή του. Ιδρύθηκε το 1861 και στόχευε στην καλλιέργεια μιας ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ταυτότητας, που θα έμενε όμως στα πολιτικά πλαίσια του οθωμανικού κράτους.
Πηγή εικόνας

Κομβικό σημείο για την ιδεολογία του ελληνοθωμανισμού ήταν η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Αυτή έγινε αρχικά δεκτή με ενθουσιασμό από τμήματα του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, που έλπιζαν ότι θα γίνονταν έτσι επιτέλους πραγματικά ισότιμο μέρος του κράτους. Οι Νεότουρκοι θεωρούνταν (σωστά) ως εκσυγχρονιστική δύναμη, άρα οι ελπίδες αυτές δεν ήταν εντελώς παράλογες. Από την άλλη όμως, η σχέση τους με τον εκσυγχρονισμό ήταν ταυτόχρονα και σχέση με μια ανερχόμενη ιδεολογία, τον τουρκικό εθνικισμό – κάτι που αργά ή γρήγορα θα ερχόταν σε σύγκρουση με ενωτικές οθωμανιστικές ιδεολογίες. Και αυτό θα γινόταν στο μέλλον καθαρό με τραγικό τρόπο: με τις σφαγές εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου.

Το 1908 όμως, η κατάσταση ήταν ακόμα λιγότερο ξεκάθαρη. Οι Νεότουρκοι στην πρώτη φάση δεν δίστασαν να επενδύσουν (και) στην ιδεολογία του οθωμανισμού, προκειμένου να σώσουν ότι μπορούν από την αυτοκρατορία. Και βρέθηκαν και αρκετοί εκπρόσωποι των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων πρόθυμοι να συνεργαστούν μαζί τους. Ενδιαφέρον είναι ότι δεν φαίνεται να έχασαν λόγω αυτής της συνεργασίας κατ’ ανάγκη και τα στηρίγματά τους στον τοπικό πληθυσμό, παρά τις όποιες κατηγορίες περί «προδοσίας» (οι οποίες μπορεί να προέρχονταν και από κύκλους κοντινούς στα τοπικά ελληνικά προξενεία). Εξάλλου φαίνεται ότι είχαν και τη στήριξη και μιας μερίδας του ελληνικού τύπου, όπως της εφημερίδας «Αμάλθεια» στη Σμύρνη.

Ένα παράδειγμα (ανάμεσα σε πολλά) ήταν ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης από τη Σμύρνη, ο οποίος εκλέχθηκε στην οθωμανική Βουλή με την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου (η παράταξη των Νεότουρκων). Ο δημόσιος λόγος του διακρινόταν από έναν «οθωμανικό πατριωτισμό», αναφερόταν στους Ρωμιούς ως μέρος του ευρύτερου οθωμανικού έθνους. Ήδη από πριν ήταν εκπρόσωπος της «φιλο-οθωμανικής» τάσης στην τοπική κοινότητα –  οι αντίπαλοι του τον αποκαλούσαν ειρωνικά «Μανόλ Πασά». Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, υπερασπίστηκε δημόσια την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας και συνέχισε τη συνεργασία με τους Νεότουρκους.  Κάτι που πάντως δεν τον εμπόδισε μετά την Καταστροφή να κάνει πολιτική καριέρα στην Ελλάδα, φτάνοντας μέχρι και τη θέση του υπουργού στη κυβέρνηση Βενιζέλου (1928-31).

Άλλο παράδειγμα ήταν ο Παύλος Καρολίδης, ο οποίος επίσης εκλέχθηκε το 1908 βουλευτής Σμύρνης. Αυτό που κάνει την περίπτωσή του ενδιαφέρουσα είναι η ιδιαίτερη πορεία του, αφού πριν από την πολιτική του σταδιοδρομία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτή η διπλή ταυτότητα (Ελληνορθόδοξος Μικρασιάτης εκπρόσωπος του οθωμανικού κράτος από τη μια, έχοντας υπηρετήσει και συνδεθεί με το ελληνικό κράτος από την άλλη) προφανώς δεν ήταν αδύνατη σ’ εκείνη την πολύ ρευστή περίοδο. Θεωρούσε πως μια ρωμέικη εθνική ταυτότητα, βασισμένη στην οθωμανική παράδοση του μιλετιού (δηλαδή ουσιαστικά στη θρησκευτική ταυτότητα) μπορούσε να συνυπάρξει με την πίστη στο οθωμανικό κράτος.

Ο Παύλος Καρολίδης γεννήθηκε το 1849 στην Καππαδοκία και σπούδασε στη Σμύρνη, την Αθήνα και το Τούμπινγκεν, πριν γίνει διοριστεί καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. http://www.greekencyclopedia.com/karolidis-pavlos-andronikio-kappadokias-1849-athina-1930-p2626.html

Ο Παύλος Καρολίδης γεννήθηκε το 1849 στην Καππαδοκία και σπούδασε στη Σμύρνη, την Αθήνα και το Τούμπινγκεν, πριν διοριστεί καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή εικόνας

Οι Καραμανλήδες: ανάμεσα σε δύο εθνικισμούς

Ο Εμμανουηλίδης και ο Καρολίδης είχαν ακόμα κάτι κοινό: την καππαδοκική καταγωγή. Στην Καππαδοκία ζούσαν οι Καραμανλήδες, τουρκόφωνοι Χριστιανοί που ακολουθούσαν το ελληνορθόδοξο δόγμα. Φαίνεται ότι είχαν σχηματίσει στο τέλος του 19ου αιώνα μια ιδιαίτερη εθνοτική ταυτότητα που δεν ταιριάζει στα γνωστά σχήματα με τα οποία διαχωρίζουμε Τούρκους και Έλληνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι χρησιμοποιούσαν το ελληνικό αλφάβητο για να γράψουν κείμενα στην μητρική τους τουρκική διάλεκτο.

Η περιοχή που κατοικούσαν οι Καραμανλήδες. https://en.wikipedia.org/wiki/File:Karamanlides_homeland.png

Η περιοχή που κατοικούσαν οι Καραμανλήδες.
Πηγή εικόνας

Αυτό φυσικά δεν εμπόδιζε τόσο τον ελληνικό όσο και τον τουρκικό εθνικισμό να τους διεκδικούν ως «δικούς» τους. Οι ίδιοι έβλεπαν τον εαυτό τους ως αναπόσπαστο μέρος της Ανατολίας και ήταν περήφανοι γι’ αυτήν τους την ταυτότητα. Στο 19ο αιώνα σημειώθηκε μια άνθηση της καππαδοκικής κουλτούρας, μαζί με μια αύξηση των εκδόσεων στα καραμανλίδικα. Σ’ αυτήν ήταν πολύ σημαντική η συνεισφορά του δημοσιογράφου Ευαγγελινού Μισαηλίδη, εκδότη και της πρώτης καραμανλίδικης εφημερίδα με το όνομα «Ανατολή».

Εκδόσεις στην καραμανλίδικη γραφή, του 19ου αιώνα http://www.kms.org.gr/%CE%A3%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CF%82/%CE%95%CE%BA%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AE.aspx

Λογοτεχνία στην καραμανλίδικη γραφή, εκδόσεις του 19ου αιώνα
Πηγή εικόνας

Την ίδια περίοδο πολλοί μετανάστευσαν από την Καππαδοκία προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας: Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κ.λπ. Οι καραμανλίδικες κοινότητες που δημιουργήθηκαν σ’ αυτές τις πόλεις ήρθαν σε επαφή με τους ελληνόφωνους ομόθρησκούς τους. Άρχισαν έτσι να μαθαίνουν και τα ελληνικά. Μεταξύ άλλων λόγω και αυτού του προσόντος της διγλωσσίας, απέκτησαν σημαντικό ποσοστό στην πολιτική εκπροσώπηση της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αρκετοί απ’ αυτούς ανέβηκαν στην οθωμανική κρατική ιεραρχία, φτάνοντας μέχρι και σε υπουργικές θέσεις. Οι περισσότεροι Ελληνορθόδοξοι βουλευτές κατά την περίοδο των Νεότουρκων ήταν όπως φαίνεται καππαδοκικής καταγωγής (μαζί μ’ αυτούς και τα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πριν).

Η θέση των Καραμανλήδων ως τουρκόφωνοι από τη μια και μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας από την άλλη ήταν σίγουρα πολύ ιδιαίτερη σε μια εποχή που και οι δύο εθνικισμοί, ελληνικός και τουρκικός, φούντωναν.  Δεν είναι περίεργο ότι πολλοί απ’ αυτούς στράφηκαν προς μια ελληνοθωμανική ιδεολογική κατεύθυνση. Σ’ αυτό πρέπει να έπαιξε φυσικά ρόλο και η γεωγραφική θέση της Καππαδοκίας, στα βάθη της Μικράς Ασίας, πολύ μακριά από περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και χωρίς πολλές ρεαλιστικές πιθανότητες να συμπεριληφθούν σε μια Μεγάλη Ελλάδα.

Επίλογος για τον ελληνοθωμανισμό και τους Καραμανλήδες

Μετά την αποτυχία του ελληνοθωμανισμού, δεν έλειψαν ακόμα και προσπάθειες προσέγγισης των τουρκόφωνων Χριστιανών από τον τουρκικό εθνικισμό. Διάφοροι κεμαλικοί διανοητές έγραφαν για την τουρκική ταυτότητα των Χριστιανών της Κεντρικής Ανατολίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προσπάθεια δημιουργίας τουρκορθόδοξης εκκλησίας, με τον περίφημο παπα-Ευθύμ.

Ο Παπα Ευθύμ (κατά κόσμον Πάυλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που μετά το 1918 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να συγκεντρώσει αρκετή λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη. http://www.deltiokms.org/index.php/deltiokms/article/viewFile/39/355.pdf

Ο Παπα-Ευθύμ (κατά κόσμον Πάυλος Καραχισαρίδης) πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας αυτοκέφαλης τουρκορθόδοξης Εκκλησίας, σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο – το οποίο μετά το 1919 είχε ταχθεί πλέον καθαρά στο πλευρό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Συνεργάστηκε στενά με τους κεμαλικούς και κατάφερε να σώσει αρκετά μέλη της κοινότητάς του από διωγμούς κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό φαίνεται ότι τον βοήθησε να πετύχει κάποια λαϊκή στήριξη για το εγχείρημά του, το οποίο πάντως με το τέλος του πολέμου δεν είχε πολλή τύχη.
Πηγή εικόνας

Τελικά όπως ξέρουμε, ούτε οι Καραμανλήδες δεν σώθηκαν από την μοίρα της προσφυγιάς με την ανταλλαγή πληθυσμών – όπως εξάλλου αντίστοιχα και οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Μακεδονίας. Παρά κάποιες αρχικές ελπίδες εξαίρεσής τους, το 1924 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία, τη γη που κατοικούσαν για χιλιετίες.

Όσο για τον ελληνοθωμανισμό, μια ιδεολογία που δεν δεχόταν την αναγκαστική ταύτιση εθνοτικής ταυτότητας και κράτους: από τη θέση μας σήμερα είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι δεν είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, σε μια εποχή που φούντωναν οι εθνικισμοί. Παρ’ όλα αυτά, στους ανθρώπους που ζούσαν εκείνη την εποχή μπορεί να φαινόταν εξ’ ίσου απίθανο ότι το κράτος και το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και πολλές γενιές προγόνων τους, θα σταματούσε να υπάρχει έτσι απλά. Δεν είναι περίεργο άρα ότι αναζητούσαν δυνατότητες επιβίωσης μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Εξάλλου τότε ακόμα φαινόταν ότι όλα παίζονταν. Η αντίληψη περί «υπόδουλων Ελλήνων» που ελπίζουν στο ελληνικό κράτος για την απελευθέρωση τους,  είναι μάλλον μια μονοδιάστατη άποψη. Δεν μπορεί από μόνη της να αποτυπώσει την τότε πραγματικότητα των ελληνορθόδοξων Μικρασιατών, ιδιαίτερα των τουρκόφωνων.


Βιβλιογραφία

  • Vangelis Kechriotis (2005): Greek-Orthodox, Ottoman Greeks or just Greeks? Theories of Coexistence in the Aftermath of the Young Turk Revolution. In: Études balkaniques.
  • Vangelis Kechriotis (2011): On the margins of national historiography: The Greek İttihatçı Emmanouil Emmanouilidis – Opportunist or Ottoman patriot?
  • Ελένη Τσιρνάρη (2014): Μεγάλη Ιδέα και Ελληνοθωμανισμός (19ος – 20ος αι.) – Γέννηση, εξέλιξη, συγκριτική ανάλυση. (διπλωματική εργασία)
  • Evangelia Balta (2010): Karamanlidika Press (Smyrna 1845-Athens 1926). In: Beyond the Language Frontier. Studies on the Karamanlis and the Karamanlidika Printing.
  • Αλέξης Αλεξανδρής (1983): Η απόπειρα δημιουργίας Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία, 1921-1923. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τομ.4 (1983), σελ.159-199
  • https://iknowgr.wordpress.com/2012/06/07/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CE%B8%CF%89%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/