Οριενταλισμος και Ελληνισμος

Κλασσικό

Αν έπρεπε να δώσουμε μια γεωπολιτική ονομασία στους τελευταίους 2 αιώνες της ανθρώπινης Ιστορίας, η απάντηση θα ήταν μάλλον εύκολη: η εποχή της δυτικής κυριαρχίας. Ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης είχε φυσικά μπει σε μια φάση ταχείας ανάπτυξης ήδη μερικούς αιώνες πριν. Είναι από τον 19ο αιώνα και μετά όμως που απλώνει την κυριαρχία του σε όλες τις άκρες της Γης.  Είναι μια κυριαρχία που αφορά όλα τα πεδία: οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και – αναπόφευκτα – και πολιτικό. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμπαθεί ή όχι τη Δύση, είναι εντελώς αδύνατον να την αγνοήσει.

Δύση και «Ανατολή»

Αρχικά, ο λεγόμενος «δυτικός κόσμος» (δηλαδή η Δυτική Ευρώπη και οι απόγονοι Δυτικοευρωπαίων αποίκων π.χ. στην Αμερική ή την Αυστραλία) δεν έβλεπαν όλους τους υπόλοιπους «κόσμους» με τον ίδιο τρόπο. Ενώ οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Αμερικής, της Αυστραλίας και της υποσαχάριας Αφρικής θεωρούνταν εξ’ αρχής ως κατώτεροι και απολίτιστοι, την Ασία (και μαζί μ’ αυτήν τη Βόρεια Αφρική και την νοτιο-ανατολική Ευρώπη) την αντιμετώπιζαν οι Δυτικοί με μάλλον μεγαλύτερο σεβασμό. Ήξεραν ότι σ’ αυτήν τη γεωγραφική περιοχή είχαν δράσει και δρούσαν εξελιγμένοι πολιτισμοί, στους οποίους η Δύση χρωστούσε πολλά.

Παρ’ όλα αυτά, όσο η διαφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης (όχι μόνο οικονομικής) της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου μεγάλωνε, τόσο τροποποιούνταν και αυτές οι αντιλήψεις. Είναι καθαρό πως, τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα και μετά, οι δυτικές ελίτ έβλεπαν τους εαυτούς ως τους δυνητικούς κυρίαρχους και αυτής της περιοχής που ονόμαζαν «Ανατολή». Εκεί ακριβώς είναι που αποκτά για μας ενδιαφέρον ο όρος οριενταλισμός, όπως τον καθιέρωσε ο Έντουαρντ Σαΐντ.

Ο Έντουαρντ Σαΐντ (1935-2003). http://www.nytimes.com/2006/07/16/books/review/16rothstein.html?_r=0

Ο Έντουαρντ Σαΐντ (1935-2003) ήταν γνωστός Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός με έδρα τις ΗΠΑ. Αν και καθηγητής λογοτεχνίας, έγινε περισσότερο γνωστός ανά τον κόσμο με το βιβλίο «Οριενταλισμός», ο απόηχος του οποίου είναι ακόμα και σήμερα ζωντανός.
Πηγή εικόνας

Θα μπορούσαμε ίσως σε συντομία να πούμε ότι ο οριενταλισμός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Δύση πλάθει η ίδια στο μυαλό της μια «Ανατολή» σαν τον Άλλο, το αντίθετό της – υπονοώντας (ή ακόμα και δηλώνοντας καθαρά) την κατωτερότητα αυτού του Άλλου. Στην ουσία η Δύση θέτει έτσι τη βάση και για την κυριαρχία πάνω σ’ αυτόν, σε όλα τα πεδία: όχι μόνο το ιδεολογικό ή το πολιτισμικό, αλλά τελικά αναπόφευκτα και το πολιτικό. Η αφετηρία των οριενταλιστών – είτε επρόκειτο για επιστήμονες ή λογοτέχνες με γνήσιο ενδιαφέρον για την περιοχή, είτε για πολιτικούς-στρατιωτικούς ηγέτες με καθαρά πολιτικά κίνητρα – ήταν πάντα η θεμελιώδης διαφορετικότητα της «Ανατολής» από τη Δύση. Παραγνώριζαν έτσι τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις αυτού του τεράστιου χώρου*¹, αλλά και όσα στοιχεία δεν ταίριαζαν σε μια εικόνα εξωτικότητας.

H κριτική του οριενταλισμού από τον Σαΐντ έγινε βάση και για ανάλογες προσεγγίσεις που αφορούσαν άλλες περιοχές του κόσμου και την αντιμετώπισή τους από τη Δύση: μεταξύ αυτών και για τα Βαλκάνια, π.χ. από τη Βουλγάρα ιστορικό Μαρία Τοντόροβα. Η γενική συζήτηση για τον οριενταλισμό ή τον ανάλογο «βαλκανισμό» είναι φυσικά ένα ατέλειωτο θέμα, και σκοπός αυτού του άρθρου σίγουρα δεν είναι να καλύψει όλες τις πτυχές του.

Ο οριενταλισμός των Δυτικών μπορεί όμως να μην είναι τελικά κάτι τόσο ιδιαίτερο: είναι αναμενόμενο ότι μια ιμπεριαλιστική δύναμη θα προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό της για την κατωτερότητα αυτών πάνω στους οποίους θέλει να κυριαρχήσει ή θα «στολίσει» τη σύγκρουση με τους αντίπαλούς της με διάφορα νοήματα του τύπου «πολιτισμός εναντίον βαρβαρότητας». Αυτό που κυρίως μ’ ενδιαφέρει είναι αντίθετα η οριενταλιστική επιρροή πάνω στους ίδιους τους «Ανατολίτες» – κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε αυτο-οριενταλισμό. Βλέπουμε δηλαδή τους ίδιους τους κατοίκους της Ανατολής να παίρνουν την εικόνα που είχε παράξει η Δύση γι’ αυτήν και να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους βασιζόμενοι σ’ αυτήν.

Ρωμιοσύνη, εκδυτικισμός και οριενταλισμός

Τέτοιες συζητήσεις μας αφορούν και εμάς στον σημερινό ελληνόφωνο χώρο. Η θέση του Ελληνισμού στην Ανατολή από μια δυτική-οριενταλιστική άποψη ήταν από την αρχή ιδιαίτερη. Την ιδιαιτερότητα της την χάριζε η σημασία που έδιναν οι δυτικές αστικές τάξεις στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ο ρόλος που αυτός έπαιξε σαν πρότυπο για τον δυτικό Διαφωτισμό. Δεν δίσταζαν μάλιστα να τον ανακηρύξουν (μάλλον αυθαίρετα, κατά την άποψή μου), σε κοιτίδα του δικού τους, δυτικού πολιτισμού. Το ότι ο λαός που μιλούσε μια γλώσσα παρόμοια μ’ αυτήν των αρχαίων Ελλήνων και ζούσε στον ίδιο χώρο που δρούσαν κι αυτοί, ήταν επιπλέον στην πλειοψηφία του χριστιανικός, βοηθούσε μάλλον τους (από μια χριστιανική παράδοση προερχόμενους) Δυτικούς ακόμα περισσότερο να αισθάνονται μια σύνδεση μαζί του.

Όσο η Δύση δυνάμωνε, τόσο και οι ίδιοι οι Ρωμιοί άρχισαν να επηρεάζονται από τις δυτικές αντιλήψεις στον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους. Τα ανερχόμενα ορθόδοξα (όχι κατ’ ανάγκη εκ γενετής ελληνόφωνα) αστικά στρώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έρχονταν σε επαφή με τα δυτικά διανοητικά ρεύματα, ταυτίζονταν στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα όλο και περισσότερο με την αρχαιοελληνική παράδοση. Η αρχαιολατρία έγινε βασικό στοιχείο της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας – είναι αμφίβολο αν αυτό θα είχε γίνει στον ίδιο βαθμό, αν δεν υπήρχε ο δυτικός ενθουσιασμός για την αρχαία Ελλάδα.

Όταν μέσα στον 19ο αιώνα η δυτική επιρροή έγινε ακόμα πιο έντονη και καθοριστική, η σχέση αυτών των νεοελληνικών αστικών στρωμάτων – των οποίων ένα μεγάλο τμήμα ζούσε στην ακόμα οθωμανική επικράτεια –   με τη «Δύση» πήρε κι άλλες διαστάσεις. Από τη μια, έβλεπαν ότι είχαν μια ιδιαίτερη αποστολή: να μεταλαμπαδεύσουν τα φώτα του πολιτισμού στην «Ανατολή». Υιοθετώντας έτσι το οριενταλιστικό σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στην προηγμένη Δύση και την καθυστερημένη Ανατολή (της οποίας όμως αυτοί αποτελούσαν, θέλοντας και μη, μέρος), θεωρούσαν ότι ο ρόλος του Ελληνισμού μέσα σ’ αυτήν την τελευταία ήταν ο εκπολιτισμός της. Δεν παραγνώριζαν ότι η κοινωνική καθυστέρηση είχε πλήξει και τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πεπεισμένοι για την πολιτισμική υπεροχή του σε σύγκριση με τους υπόλοιπους λαούς της Ανατολής – με τους μουσουλμανικούς έτσι κι αλλιώς, αλλά συνήθως και με τους υπόλοιπους χριστιανικούς.*²

Το μέγαρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολεως λίγο πριν την κατεδάφισή του. Ιδρύθηκε το 1861 και στόχευε στην καλλιέργεια μιας ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ταυτότητας, που θα έμενε όμως στα πολιτικά πλαίσια του οθωμανικού κράτους. http://www.ime.gr/projects/tanzimat/gr/main/356.html

Το μέγαρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολεως, λίγο πριν την κατεδάφισή του. Ιδρύθηκε το 1861, με σκοπό μεταξύ άλλων να προωθήσει την ελληνική εκπαίδευση στην Αυτοκρατορία, και μαζί της και τον «εκπολιτισμό» της Ανατολής.
Πηγή εικόνας

Από την άλλη όμως, αυτές οι ραγδαίες αλλαγές και η δύναμη του δυτικού πολιτισμού γεννούσαν και πολλές ανησυχίες ότι θα μπορούσε να χαθεί η ιδιαίτερη ελληνική εθνική ταυτότητα (η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι, όπως είδαμε, αυτή είχε έτσι κι αλλιώς εξελιχθεί χάρη και στη δυτική επιρροή). Τα ίδια τα αστικά στρώματα που εκδυτικίζονταν εξωτερικά όλο και περισσότερο, ανησυχούσαν  για τον μιμητισμό και τον άκρατο εκδυτικισμό. Κατά κάποιον τρόπο, ο Ελληνισμός έγινε έτσι ταυτόχρονα και αντικείμενο αλλά και υποκείμενο στα πλαίσια της σχέσης Δύσης-Ανατολής: ενώ κρατούσε μια (όχι ιδιαίτερα αποτελεσματική) αμυντική στάση απέναντι στους κίνδυνους του εκδυτικισμού, εφάρμοζε ο ίδιος οριενταλιστικές λογικές απέναντι στους άλλους λαούς της Ανατολής.

Αυτο-οριενταλισμός νεοελληνικού τύπου 

Από τότε, πιστεύω ότι η φύση της σχέσης του ελληνόφωνου χώρου με τον οριενταλισμό και τη «Δύση» δεν έχει αλλάξει ριζικά. Η μόνη σημαντική αλλαγή ίσως ήταν ότι, ξεκινώντας με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήρθε αναγκαστικά και το τέλος των μεγαλεπήβολων σχεδίων για το ρόλο του Ελληνισμού στην Ανατολή, τα οποία αναφέρθηκαν πριν. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, η ελληνική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο εκτός Ελλάδας και Κύπρου θα συρρικνωνόταν, όπως ξέρουμε, ακόμα περισσότερο. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι έτσι ξεκίνησε και μια σταδιακή απομάκρυνση του Ελληνισμού από την «Ανατολή», της οποίας μέχρι τότε θεωρούσε ότι αποτελούσε φυσικό μέρος. Αυτή η πορεία ενισχύθηκε και από τις γεωπολιτικές συγκυρίες (ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο του Ψυχρού Πολέμου και αργότερα και στην ΕΟΚ – σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου), οι οποίες έδωσαν ένα επιπλέον «προβάδισμα» στην Ελλάδα στον τομέα του εκδυτικισμού. Οι γειτονικές χώρες και λαοί «απομακρύνθηκαν», έγιναν περίπου αδιάφοροι για τον Ελληνισμό, ο οποίος θα συνέκρινε πλέον τον εαυτό του μόνο με τη Δύση.

Πιστεύω πάντως ότι αυτό το βασικό σχήμα ακόμα ισχύει: συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τη Δύση και βρίσκουμε τους εαυτούς μας άλλοτε άξιους και άλλοτε (πιο συχνά) ελλιπείς σε σχέση μ’ αυτήν. Είναι ένας ιδιότυπος αυτο-οριενταλισμός, από έναν λαό που θεωρεί τον εαυτό του μάλλον δυτικό, τουλάχιστον σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (π.χ. τους Ασιάτες, τους Αφρικανούς, ακόμα πολλές φορές και τους άλλους Βαλκάνιους ή τους Τούρκους) – όχι όμως αρκετά, όταν συγκρίνεται με τους «πραγματικά» δυτικούς λαούς (π.χ. Γερμανούς, Γάλλους, Αμερικάνους).

Ιδιαίτερα φανερό έγινε αυτό με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν κατέρρευσε ο μύθος της σύγκλισης με τη Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μια γενική τάση στην Ελλάδα, που ξεκινά από συστημικά μέσα αλλά φτάνει μέχρι τον μέσο πολίτη, να αναζητούνται τα αίτια της κρίσης στις ελλείψεις της χώρας σε σχέση με τις προηγμένες δυτικές. Έτσι υιοθετούνται τα παραδοσιακά οριενταλιστικά στερεότυπα των Δυτικών για την «Ανατολή», ως ισχύοντα και για την Ελλάδα. Παράλληλα όμως, η φυσική θέση του Ελληνισμού θεωρείται, τουλάχιστον από τις ελληνικές ελίτ, ότι παραμένει στη Δύση: οι ελλείψεις σε σχέση μ’ αυτήν ερμηνεύονται ως αποτυχία, όχι ως κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο (όπως είναι, με βάση αυτό το αφήγημα, για τις χώρες της «γνήσιας» Ανατολής).

Ακόμα και όσοι αντιδρούν στον εκδυτικισμό, υιοθετούν κατά μια έννοια αυτό το οριενταλιστικό σχήμα, έστω από την ανάποδη οπτική. Συχνά ισχυρίζονται ότι δρουν στο όνομα μιας παράδοσης που αξίζει υπεράσπισης: έτσι όμως αποδέχονται το δίπολο ανάμεσα σε μια «σύγχρονη» Δύση και μια «παραδοσιακή» ελληνικότητα (ανάλογη με την «Ανατολή» του οριενταλισμού). Το μέτρο σύγκρισης παραμένει πάντα η Δύση.*³

Εκεί τελικά η Ελλάδα και η Κύπρος δεν διαφέρουν τόσο από άλλες βαλκανικές χώρες ή την Τουρκία. Όλες αυτές οι κοινωνίες κάνουν στην ουσία το ίδιο: χωρίς να είναι εντελώς σίγουρες αν ανήκουν στη Δύση ή όχι, συγκρίνουν τον εαυτό τους αποκλειστικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν φυσικά διαφορετικές προσεγγίσεις στο πώς να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που διαπιστώνονται μέσα απ’ αυτήν τη σύγκριση, και ως το σε ποιον βαθμό η δυτική επιρροή είναι θετική η αρνητική – η βασική αρχή πάντως είναι η ίδια.

Σε μια εποχή όμως που η παρακμή της Δύσης θα γίνεται όλο και πιο φανερή, θα έρθει ίσως αναγκαστικά και η στιγμή να σταματήσουμε να αυτοκαθοριζόμαστε τόσο πολύ μέσα από τη σύγκριση μ’ αυτήν. Αυτό θα ήταν και ένα βήμα εκλογίκευσης, προς μια ανάπτυξη που θα κατευθύνεται από τις γνήσιες ντόπιες ανάγκες, και όχι με το άγχος του πως να καλύψει ένα κενό. Και στο δρόμο προς τα εκεί, δεν αποκλείεται μέσα στα στοιχεία που θα μας αποδειχτούν τελικά άχρηστα, να είναι και ο διαχωρισμός «Δύση εναντίον Ανατολής».


————


*¹ Θεωρώ πως δεν είναι τυχαίο ότι στα συνηθισμένα σχήματα διαχωρισμού Δύσης-Ανατολής, η Ανατολή είναι σαφώς μεγαλύτερη – όχι μόνο από άποψη έκτασης και πληθυσμού, αλλά και πολιτισμικής/θρησκευτικής/εθνολογικής ποικιλίας. Τόσο που τελικά χρειάζεται να την διαχωρίσουμε περαιτέρω σε Εγγύς, Μέση και Άπω Ανατολή – ενώ κανείς δεν μιλάει για Μέση και Άπω Δύση. Αυτό είναι μια καλή ένδειξη του πόσο δυτικοκεντρικό είναι τελικά αυτό το σχήμα.

*² Ο τρόπος π.χ. που γίνονταν αντιληπτοί οι Βούλγαροι από τις ελληνικές ελίτ τον 19ο αιώνα (όχι αναγκαστικά ως εχθροί, αλλά εν πάση περιπτώσει ως ένας καθαρά αγροτικός λαός κατώτερης πολιτιστικής στάθμης και με ανάγκη ελληνικής κηδεμονίας), δεν διέφερε και τόσο με την αντιμετώπιση των Ευρωπαίων προς τους λαούς που διοικούσαν στις αποικίες τους. Προς το τέλος του αιώνα, όταν τα εθνικά πάθη άρχισαν να φουντώνουν, δεν είναι τυχαίο ότι η «εκπολιτιστική» αποστολή συνδέθηκε στενά και με τις προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού του μη ελληνόφωνου ορθόδοξου πληθυσμού (π.χ. τουρκόφωνοι της Μικράς Ασίας, σλαβόφωνοι της Μακεδονίας).

*³ Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι πολλοί απ’ όσους αντιδρούν στον εκδυτικισμό το κάνουν στο όνομα του εθνικισμού, δηλαδή μιας ιδεολογίας δυτικής προέλευσης. Ένα ακόμα σχετικό παράδειγμα είναι η φράση του μακαρίτη Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου περί της θέσης της Ελλάδας «ανάμεσα στην πολιτισμένη Δύση και τη βάρβαρη Ανατολή»: μια προσωπικότητα που (υποτίθεται ότι) συνδέεται με την υπεράσπιση της ορθόδοξης ταυτότητας ενάντια στον εκδυτικισμό, υιοθετεί άκριτα ένα κλασικό δυτικό οριενταλιστικό σχήμα. Σ’ αυτό μπορούμε ίσως να δούμε ένα είδος συνέχειας με τους Έλληνες αστούς του 19ου αιώνα, που πάλευαν για τον «εκπολιτισμό» (=εξελληνισμό) της Ανατολής, αντιδρώντας ταυτόχρονα ενάντια στον υπερβολικό εκδυτικισμό των Ελλήνων.


Σχετική βιβλιογραφία:

  • Edward W. Said (1977): Οριενταλισμός.
  • Edward W. Said (1985): Orientalism Reconsidered. In: Cultural Critique.
  • Μαρία Τοντόροβα (1996): Τα Βαλκάνια, από την ανακάλυψη στην «κατασκευή» τους. Εθνικό κίνημα και Βαλκάνια.
  • Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως; Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα.