Οι Ντερβισηδες της Θεσσαλιας

Κλασσικό

Ταξιδεύοντας σ’ ένα μικρό επαρχιακό δρόμο ανάμεσα στα Φάρσαλα και στο Βελεστίνο, στα όρια περίπου του θεσσαλικού κάμπου με τα βουνά της Ρούμελης, περνάει κάποιος από το χωριό Ασπρόγεια. Παλιότερα ονομαζόταν Ιρενί: μια ελληνική παραφθορά του τουρκικού Örenli. Η λέξη ören σημαίνει ερείπιο και μάλλον αναφερόταν στα ερείπια ενός βυζαντινού μοναστηριού. Aν και όχι ακριβώς για τον ίδιο λόγο, το όνομα συνεχίζει και σήμερα να ταιριάζει στην περιοχή.

Ο δρόμος από την Ασπρόγεια προς το Βελεστίνο.

Φεύγοντας από την Ασπρόγεια-Ιρενί με κατεύθυνση το Βελεστίνο, αφήνοντας πίσω τον κάμπο και ανηφορίζοντας προς ένα λοφώδες τοπίο, ο ταξιδιώτης βλέπει μια πινακίδα με την επιγραφή «Μονή Τεκέ Φαρσάλων». Αν ακολουθήσει την πινακίδα, θα αντικρίσει τα ερείπια ενός πραγματικού τεκέ Μπεκτασήδων ντερβίσηδων, o οποίος λειτουργούσε κανονικά μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες. Βρίσκεται μάλλον στην ίδια τοποθεσία όπου ήταν κάποτε και το βυζαντινό μοναστήρι: κάτι που ίσως δεν είναι τυχαίο.

O τεκές χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο τμήματα. Αριστερά από την κύρια είσοδο, βρίσκεται το κοιμητήριο των ντερβίσηδων (φαίνεται στο κέντρο της φωτογραφίας πάνω, με τα κυπαρίσσια), με τους δύο σχετικά καλοδιατηρημένους τουρμπέδες (μαυσωλεία). Δεξιά βρίσκεται το κοινόβιο του τεκέ: τα κτίρια στα οποία ζούσαν και δρούσαν οι ντερβίσηδες και από τα οποία μόνο ερείπια σώζονται σήμερα.

Με βάση την «επίσημη» ιστορία του, ο τεκές ιδρύθηκε από τον Ντουρμπαλή Σουλτάν Μπαμπά, του οποίου φέρει και το όνομα. Ο Ντουρμπαλή καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και του δόθηκε η άδεια να ιδρύσει τεκέ το 1492, λόγω των πολεμικών υπηρεσιών που είχε προσφέρει στους Οθωμανούς. Κατά μια άλλη άποψη, πρόκειται για μυθικό πρόσωπο και ο τεκές ιδρύθηκε πολύ αργότερα. Όπως όμως ισχύει γενικά για χώρους λατρείας, η ακρίβεια των ιστορικών στοιχείων δεν είναι το πιο σημαντικό. Ειδικά όταν μιλάμε για μια από τις πιο μυστικιστικές και αιρετικές εκδοχές του Ισλάμ: κάτι από τη μυστικιστική ατμόσφαιρα μοιάζει να έχει απομείνει εκεί μέχρι σήμερα, πολλά χρόνια αφού τον εγκατέλειψαν οι ντερβίσηδες.

Οι δύο τουρμπέδες. Κρεμασμένη στο δέντρο είναι η εικόνα του Ντουρμπαλή Σουλτάν (με κείμενο στα αλβανικά και ελληνικά) και πιο ψηλά του Χατζή Μπεκτάς, από τον οποίο παίρνουν το όνομά τους οι Μπεκτασήδες.

Τάφοι ντερβίσηδων κοντά στους τουρμπέδες.

Εικόνα από το εσωτερικό του δυτικού τουρμπέ: τάφοι μπαμπάδων (ηγούμενων) με διάφορα σύμβολα του μπεκτασίδικου/σιιτικού Ισλάμ στους τοίχους (εικόνες του Αλή, των Δώδεκα Ιμάμηδων και του Χατζή Μπεκτάς).

Απέναντι από το κοιμητήριο βρίσκεται η είσοδος στον χώρο του κοινοβίου, όπου βρίσκονται τα υπόλοιπα κτίρια του τεκέ.

Το ηγουμενείο, ο χώρος όπου προετοιμάζονταν οι μέλλοντες ηγούμενοι του τεκέ: εδώ περνούσαν την καθαρτήρια περίοδο, που τους καθιστούσε ικανούς για να αναλάβουν το αξίωμά τους.

Τα μαγειρεία του τεκέ.

Τα ερείπεια του μεϊντανιού, όπου γίνονταν οι τελετές των ντερβίσηδων.

Τί εννοούμε όμως όταν μιλάμε για τεκέδες, ντερβίσηδες και Μπεκτασήδες και τί γυρεύουν στον συγκεκριμένο τόπο; Για να βρούμε κάποιες απαντήσεις, είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε και λίγο πιο γενικά με τα θρησκευτικά τάγματα του Ισλάμ.

Τα ισλαμικά τάγματα

Τα ισλαμικά θρησκευτικά τάγματα στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια είναι μια περίεργη όπως και εντυπωσιακή ιστορία. Στοιχεία από προϊσλαμικές λαϊκές παραδόσεις, είτε από τη μεσογειακή χριστιανική/εβραϊκή, είτε την κεντροασιατική αρχαία τουρκική (σαμανιστική), συναντούσαν τον μυστικιστικό σουφισμό και ιδέες από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και εκφράζονταν π.χ. με εκστατικούς χορούς. Η κατά γράμμα ερμηνεία του Κορανίου και η νομική του εφαρμογή (ο «εξωτερικός δρόμος») δεν ενδιέφερε πολύ τα μέλη αυτών των ταγμάτων, τουλάχιστον όχι τόσο όσο η προσέγγιση του Θεού μέσω της πνευματικής άσκησης (η «εσωτερική οδός» του Ισλάμ).

Πολλά τέτοια τάγματα μεταφέρθηκαν με την οθωμανική κατάκτηση στα Βαλκάνια. Συνήθως αναφέρονταν σ’ ένα ιδιαίτερα σεβαστό ιστορικό πρόσωπο, κάτι ανάλογο με έναν άγιο. Οι Μεβλεβήδες, ίσως το πιο γνωστό τάγμα παγκοσμίως λόγω του χορού των περιστρεφόμενων ντερβίσηδων, παίρνουν π.χ. το όνομα τους από τον Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί. Αντίστοιχα, οι Μπεκτασήδες παίρνουν το όνομά τους από τον Χατζή Μπεκτάς Βελή. Οι τεκέδες, οι χώροι διαμονής και δραστηριότητας των ντερβίσηδων που στελέχωναν αυτά τα τάγματα, λειτουργούσαν, εκτός από τόποι θρησκευτικών τελετών και προσκυνήματος, ταυτόχρονα και ως ξενώνες και κέντρα επισιτισμού.

Το Ικόνιο δείχνει στους τουρίστες την ιστορική του σύνδεση με το τάγμα των Μεβλεβήδων και με τέτοια αγάλματα περιστρεφόμενων ντερβίσηδων.

Άγαλμα περιστρεφόμενου Μεβλεβή ντερβίση στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας, ιστορική έδρα του τάγματος. Η λέξη «ντερβίσης» είναι περσικής προέλευσης και σημαίνει κατ’ ακρίβεια «φτωχός» –  περίπου συνώνυμη της (αραβικής προέλευσης) λέξης «φακίρης».

Εικόνα από το εσωτερικό του τεκέ των Μεβλεβί - στο οίκημα αριστερά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τλελαλεντίν Ρουμί, ιδρυτή του τάγματος. Ο τεκές λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος.

Εικόνα από τον  τεκέ των Μεβλεβήδων στο Ικόνιο: στο οίκημα αριστερά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί. Ο τεκές λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος. Παρά τις ετερόδοξες τάσεις του, το τάγμα απέκτησε σημαντικές προσβάσεις στην οθωμανική γραφειοκρατία.

Η σχέση των ταγμάτων με την οθωμανική εξουσία είναι και αυτή περίπλοκη. Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής Ιστορίας, πολλοί ντερβίσηδες λάμβαναν μέρος στον «ιερό πόλεμο» για την εξάπλωση του Ισλάμ, και γίνονταν ακόμα και συμβολικές μορφές αυτού του αγώνα (π.χ. ο σεΐχης Σαρή Σαλτούκ). Αναλάμβαναν επίσης και ιεραποστολική δράση για τη διάδοση της θρησκείας. Όσο οι Οθωμανοί ήταν μια μικρή δύναμη στην περιφέρεια του μουσουλμανικού χώρου, η οποία με τις κατακτήσεις της φρόντιζε γι’ αυτήν την εξάπλωση, οι ντερβίσηδες της ήταν χρήσιμοι, κι ας μην είχαν μεγάλη σχέση με το «σωστό» σουνιτικό Ισλάμ.

Όταν όμως το οθωμανικό κράτος άρχισε να μετατρέπεται σε πραγματική Αυτοκρατορία με συγκεντρωτική εξουσία, όσο ξεχώριζε ως η μεγαλύτερη μουσουλμανική δύναμη παγκοσμίως, τόσο περισσότερο βάρος έδινε στο άκαμπτο «ορθόδοξο» σουνιτικό Ισλάμ και στην τήρηση του ιερού Νόμου: σημαντικό, αν μη τι άλλο, για την εικόνα που όφειλε να δείχνει στον ισλαμικό κόσμο. Ήταν άρα επόμενο ότι θα δοκιμάζονταν οι σχέσεις του με τους ακόμα αιρετικούς και δύσπιστους προς την κεντρική εξουσία ντερβίσηδες της οθωμανικής επαρχίας. Μέσα από τις τάξεις τους θα γεννιούνταν δυνάμεις που θα αμφισβητούσαν τους Οθωμανούς. Πολύ νωρίς, στα πρώτα ακόμα βήματα της Αυτοκρατορίας, είχε ήδη φανεί πόσο μεγάλη απειλή μπορούσαν να γίνουν, π.χ. με την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν.

Δεν πρέπει φυσικά να θεωρήσουμε ότι όλα τα θρησκευτικά τάγματα μετατράπηκαν ξαφνικά από στήριγμα σε απειλή για τους Οθωμανούς. Αυτό που θα περιέγραφε καλύτερα την κατάσταση, είναι ίσως ένας διαχωρισμός των ταγμάτων σε δύο κατηγορίες: στα σχετικά πιο «ορθόδοξα» και φιλικά προς την οθωμανική εξουσία, όπως οι Νακσιμπεντήδες ή οι Χαλβετήδες, και στα ακραία ετερόδοξα με αντιεξουσιαστικές τάσεις, τα οποία οι Οθωμανοί θεώρησαν ως επικίνδυνα και καταπίεζαν σκληρά, π.χ. οι Χουρουφήδες ή οι Χαμζαβήδες. Υπήρχαν φυσικά και ενδιάμεσες περιπτώσεις, όπου η ετεροδοξία ηταν μεν εμφανής, αλλά όσο η οθωμανική εξουσία δεν τα έκρινε ως ευθέως απειλητικά, τα ανεχόταν – σε κάποιο βαθμό μάλιστα διαπλεκόταν μαζί τους.

Οι Μπεκτασήδες, η περίπτωση που μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι μια απ’ αυτές. Από τη μια, η απόκλιση από τη σουνιτική «ορθοδοξία» μοιάζει ξεκάθαρη: η δική τους ερμηνεία του Ισλάμ ήταν εσωτερική και μυστικιστική, ενσωματώνοντας στοιχεία από τη χριστιανική, την τουρκική σαμανιστική και άλλες παραδόσεις. Η συμπάθεια προς τις άλλες θρησκείες και η αδιαφορία για τους τύπους, επομένως και για πολλούς κανόνες και απαγορεύσεις (π.χ. αυτή του αλκοόλ: οι Μπεκτασήδες χρησιμοποιούσαν κρασί ακόμα και στις τελετές τους), ήταν χαρακτηριστικά που μάλλον έκαναν τη δική τους εκδοχή του Ισλάμ πιο ελκυστική για τους (πρώην ή ακόμα) χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων. Τους βοήθησαν να αποκτήσουν ρίζες στη νότια Βαλκανική, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Αλβανία, η Μακεδονία, η νότια Βουλγαρία, η κεντρική Ελλάδα και η Κρήτη.

Ο εξωτερικός τοίχος του δυτικού τουρμπέ στον τεκέ της Ασπρόγειας είναι ένα δείγμα του μπεκτασίδικου συγκρητισμού: σύμβολα χριστιανικά (σταυροί, εικόνες της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου) συνδυάζονται με σύμβολα του σιιτικού Ισλάμ (εικόνες του Αλή και των Δώδεκα Ιμάμηδων) και οθωμανική επιγραφή πάνω από την είσοδο.

Η διακόσμηση της πύλης του νεκροταφείου είναι επίσης χαρακτηριστική. Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Αλή, οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ (με ελληνικές επιγραφές), ο Χατζή Μπεκτάς Βελή και (πιθανότατα) ο Σεΐτ Μπαμπάς.

Το επίσημο οθωμανικό (σουνιτικό) ιερατείο δεν μπορούσε παρά να βλέπει τους Μπεκτασήδες με πολλή καχυποψία. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, αυτοί κατάφεραν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα το σώμα των γενίτσαρων ήταν στενά δεμένο μαζί τους και στην ουσία λειτουργούσε και σαν προστάτης του τάγματος. Πιθανόν αυτή η σύνδεση να μην είναι άσχετη με τη χριστιανική καταγωγή των γενίτσαρων, η οποία έκανε το μπεκτασίδικο Ισλάμ πιο κοντινό σε αυτούς.

Τάγματα και τεκέδες στη Θεσσαλία

Ας δούμε τώρα με περισσότερη λεπτομέρεια την περιοχή που βρίσκεται ο τεκές και άρα μας ενδιαφέρει περισσότερο: τη Θεσσαλία. Οι πρώτοι ντερβίσηδες έφτασαν πιθανόν ήδη στις αρχές του 14ου αιώνα. Η μαζική εγκατάστασή τους συνδέεται όμως με την οθωμανική κατάκτηση, στα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα. Η Θεσσαλία θεωρούνταν τότε από τους Οθωμανούς ως ακριτική περιοχή. Οι ντερβίσηδες ήταν χρήσιμοι απ’ αυτήν την άποψη, αφού λειτουργούσαν και ως φύλακες-ακρίτες, διαμεσολαβώντας ταυτόχρονα ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Επίσης, έπαιξαν ρόλο στον εποικισμό (βοηθώντας την εγκατάσταση των νεοαφιχθέντων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία), αλλά ίσως και στον μερικό εξισλαμισμό της περιοχής – έστω με το δικό τους πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Στα μέσα του 17ου αιώνα, καταγράφονται ήδη πάνω από 30 τεκέδες στο θεσσαλικό χώρο, οι οποίοι ανήκουν κυρίως στους Μπεκτασήδες και τους Μεβλεβήδες. Από εκείνο το σημείο και μετά, η τάση είναι να επικρατούν οι Μπεκτασήδες, ειδικά στην ύπαιθρο. Στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, το τάγμα ενισχύθηκε και λόγω της κυριαρχίας του Αλή Πασά, του οποίου η συμπάθεια προς τους Μπεκτασήδες είναι γνωστή. Μόνο μετά το 1826 και τη διάλυση του σώματος των Γενίτσαρων θα μειωθεί  κάπως η επιρροή του τάγματος.

Οι τεκέδες είχαν ως αποστολή τους, μεταξύ άλλων, την παροχή βοήθειας σε άπορους και ασθενείς, καθώς και διαμονής σε ταξιδιώτες. Οι παροχές τους αφορούσαν πολλές φορές και το μη μουσουλμανικό πληθυσμό. Για να καλύπτουν τα έξοδα, δέχονταν προσφορές από ιδιώτες, είτε σε χρήμα είτε σε εδάφη (το τελευταίο γινόταν συχνά από τους χωρικούς και λόγω της προστασίας από τη φορολογία που εξασφάλιζαν, αφού με το να περάσει η γη στην ιδιοκτησία του τεκέ αναγνωριζόταν ως βακουφική). Από τη μεριά τους, οι τεκέδες μπορούσαν οι ίδιοι να δανείζουν λεφτά σε ιδιώτες και κοινότητες π.χ. για αποπληρωμή χρεών, να αγοράζουν εργαστήρια και καταστήματα και να οργανώνουν συσσίτια για φτωχούς.

Ένας από τους τεκέδες ήταν κι αυτός του Ντουρμπαλή Σουλτάν. Η τοποθεσία του ήταν στρατηγικά επιλεγμένη, σε σημείο-πέρασμα από τον θεσσαλικό κάμπο στη Ρούμελη. Η περιοχή των Φαρσάλων είχε γενικά μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό, κατά ένα σημαντικό ποσοστό απόγονους εποίκων από τη Μικρά Ασία: πιθανόν η ετερόδοξη λαϊκή τους παράδοση τους έφερε πιο κοντά στην μπεκτασίδικη εκδοχή του Ισλάμ (μια εναπομείνουσα μικρή κοινότητα κατοικούσε στην περιοχή μέχρι και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, το 1923). Τον 18ο αιώνα ο τεκές εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο του Μπεκτασισμού για όλη την Αυτοκρατορία, πράγμα που τον βοήθησε να αποκτήσει και οικονομική ευμάρεια. Είχε στην κατοχή του τα τσιφλίκια του Ιρενί και του Αρντουάν (Ελευθεροχωρίου), δηλαδή μια συνολική έκταση 32.000 στρεμμάτων.

Η τοποθεσία του τεκέ πάνω στους λόφους του προσφέρει θέα στον κάμπο  (ένα μεγάλο μέρος του οποίου ανήκε στον τεκέ) και έλεγχο του περάσματος.

Όταν το 1881 η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος, δόθηκε η δυνατότητα στους Μουσουλμάνους να παραμείνουν, θεωρητικά με εγγυημένα τα πολιτιστικά και θρησκευτικά τους δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, στα επόμενα χρόνια οι περισσότεροι προτίμησαν να μεταναστεύσουν. Από τους περίπου 40.000 Μουσουλμάνους, στην απογραφή του 1907 είχαν απομείνει μόνο 2.795. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, έφυγαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Η συνέπεια ήταν να πέσουν αναγκαστικά οι περισσότεροι τεκέδες σε αχρηστία.

Ένας αλβανικός τεκές στα Φάρσαλα

Αν και οι πρώτοι μπαμπάδες του τεκέ Ντουρμπαλή Σουλτάν κατάγονταν από διάφορες μεριές της Αυτοκρατορίας, είναι αξιοσημείωτο ότι από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά τόσο οι ηγούμενοι όσο και οι απλοί ντερβίσηδες είναι κυρίως αλβανόφωνοι. Πιθανόν αυτό να έχει σχέση με μια γενικότερη τάση «αλβανοποίησης» του τάγματος των Μπεκτασήδων, τουλάχιστον στα νότια Βαλκάνια.

Στο δυτικό τουρμπέ του τεκέ υπάρχει και αυτή η λίστα με όλους τους μπαμπάδες που υπηρέτησαν ως ηγούμενοι, μαζί με την καταγωγή τους.

Η αλβανοποίηση έμελλε τελικά να αποδειχτεί χρήσιμη για τον τεκέ: τον βοήθησε να γλυτώσει το προσωπικό του από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών (από την οποία γενικά εξαιρέθηκαν πολλοί Αλβανοί Μουσουλμάνοι) και επομένως να γλυτώσει και ο ίδιος (προσωρινά) τη μοίρα της εγκατάλειψης. Επίσης, τον βοήθησαν και οι εξωτερικές εξελίξεις: με τη γενική απαγόρευση των θρησκευτικών ταγμάτων στην Τουρκία από τον Ατατούρκ, οι Μπεκτασήδες μετέφεραν την έδρα τους στα Τίρανα. Ο τεκές μπορούσε έτσι να αναγνωρίσει ως πνευματικό ηγέτη τον Αρχιμπαμπά της Αλβανίας, αποφεύγοντας τη σύνδεση με την Τουρκία. Ντόπιοι πιστοί του Μπεκτασισμού μπορεί να μην υπήρχαν πλέον, οι σχέσεις όμως με τους Χριστιανούς αγρότες (στους οποίους ο τεκές προσέφερε και εργασία, τουλάχιστον όσο διατηρούσε  την ευμάρειά του) ήταν καλές, όπως και αυτές με τους τοπικούς εκπρόσωπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο τεκές συνέχισε να λειτουργεί χωρίς πολλά προβλήματα μέχρι και τον Εμφύλιο.

Τότε ήταν όμως που η «αλβανική σύνδεση» μετατράπηκε ξαφνικά σε μειονέκτημα, αφού η Ελλάδα βρέθηκε πλέον επίσημα σε εμπόλεμο καθεστώς με την κομμουνιστική Αλβανία. Ακριβώς για να αποφύγουν τη σύνδεση με το καθεστώς του Χότζα σε μια άκρως αντικομμουνιστική Ελλάδα, οι μικρές κοινότητες Μπεκτασήδων στη Θεσσαλία και τη Θεσσαλονίκη αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τον Αρχιμπαμπά του Καΐρου ως πνευματικό τους ηγέτη. Αυτός με τη σειρά του όρισε τον (τελευταίο, όπως έμελλε να αποδειχθεί) ηγούμενο του τεκέ, Σεΐτ Μπαμπά, ως τον εκπρόσωπο της μπεκτασίδικης κοινότητας στην Ελλάδα.

Η κίνηση αυτή τελικά δεν πέτυχε το στόχο της, δηλαδή να εμποδίσει το ελληνικό κράτος από το να θεωρήσει τον τεκέ ως αλβανική και επομένως ως εχθρική περιουσία. Ως τέτοια τέθηκε το 1960 υπό κατάσχεση, μαζί με τα χωράφια και τα αιγοπρόβατα που του είχαν απομείνει (ήδη μερικά χρόνια πριν, ένα μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας του τεκέ είχε απαλλοτριωθεί και μοιραστεί στους αγρότες της περιοχής).  Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε και στην παρακμή του τεκέ, αφού οι πόροι που παρείχε το ελληνικό κράτος ήταν αρκετοί μεν για να ζει ο Σεΐτ Μπαμπάς (άλλοι ντερβίσηδες δεν υπήρχαν πλέον), όχι όμως για τη συντήρηση του χώρου. Μετά τον θάνατο του Μπαμπά το 1972, κανείς δεν τον αντικατέστησε και τα κτίρια του τεκέ έμειναν εκεί να ερημώνουν.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1977, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το εμπόλεμο καθεστώς με την Αλβανία ντε φάκτο δεν ισχύει πια, επομένως ούτε και το καθεστώς κατάσχεσης. Από τότε, το ζήτημα της ιδιοκτησίας του τεκέ παραμένει, όπως φαίνεται, άλυτο. Τα ίδια τα κτίρια του τεκέ κηρύχθηκαν το 1981 ως ιστορικά μνημεία, χωρίς όμως να γίνουν έργα για  τη συντήρησή τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο χώρος έπεσε θύμα κλοπών, σύλησης των τάφων (κάποιοι μάλλον έλπιζαν να βρουν αντικείμενα αξίας, λόγω της φήμης του πλούτου των ντερβίσηδων), ακόμα και – με βάση κάποιες αναφορές – εθνικιστικών επιθέσεων.

Στη δεκαετία του ’90, η Ιστορία του τεκέ θα γνώριζε μια ακόμα εντυπωσιακή εξέλιξη. Ανάμεσα στους πολλούς Αλβανούς μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν και κάποιοι πιστοί των Μπεκτασήδων. Μερικοί απ’ αυτούς (αρκετοί εκ των οποίων προέρχονταν όπως φαίνεται από το χωριό Λέσκοβικ της νότιας Αλβανίας, το οποίο για κάποιους λόγους συνδέεται ιστορικά με τον τεκέ) ανακάλυψαν πάλι τον χώρο του τεκέ. Από τότε, Αλβανοί μπεκτασίδικης θρησκευτικής κατεύθυνσης προσέρχονται εκεί τακτικά απ’ όλη την Ελλάδα για τις θρησκευτικές τους γιορτές. Θεώρησαν μάλιστα καθήκον τους να κάνουν κάποιες επισκευές των κτιρίων και των τάφων – χωρίς άδεια από τις τοπικές αρχές.

Η κεντρική είσοδος του τεκέ με τις επιγραφές στα αλβανικά δείχνει ότι η «αλβανικότητα» του χώρου διατηρείται και σήμερα.

Το μέλλον του τεκέ είναι αβέβαιο, ιδιαίτερα όσο δεν ξεκαθαρίζεται το καθεστώς ιδιοκτησίας του. Είναι πάντως ενθαρρυντικό, ότι τόσο οι τοπικές αρχές όσο και κάποιοι πιστοί δείχνουν τα τελευταία χρόνια ένα ενδιαφέρον, έστω και αν δεν έχουν βρει ακόμα μια ισορροπία στις σχέσεις τους. Μια από τις σκέψεις που γίνονται στο Δήμο Φαρσάλων είναι να αναστηλωθεί ο τεκές και να στεγάσει ένα διεθνές κέντρο μελέτης των βαλκανικών λαών και θρησκειών των τελευταίων πέντε αιώνων. Αν μια τέτοια χρήση μπορεί να συνδυαστεί και με τη λειτουργία ως  ζωντανός θρησκευτικός-πολιτιστικός χώρος (την οποία προφανώς ακόμα διατηρεί, όπως είδαμε και με τα μάτια μας), θα ήταν κάτι που θα ταίριαζε στην Ιστορία του. Ο Μπεκτασισμός έτσι κι αλλιώς είναι μια παράδοση που πάντα πετύχαινε να αφομοιώνει και να συνδυάζει πολλά διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά στοιχεία της Βαλκανικής.

Ο τεκές του Ντουρμπαλή Σουλτάν είναι από τα λίγα στοιχεία που απέμειναν για να μαρτυρούν ένα παρελθόν όχι μόνο θρησκευτικής ποικιλίας, αλλά και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις θρησκείες της περιοχής – ένα παρελθόν που σήμερα μοιάζει πολύ μακρινό. Τώρα που αναγκαστικά λόγω της μετανάστευσης τίθεται ξανά το θέμα της πολυπολιτισμικότητας, έχει ίσως ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με αυτά τα κάπως ξεχασμένα κομμάτια της Ιστορίας μας.


Πηγές:

 

Η συγκρουση των παραλογισμων

Κλασσικό

Τις τελευταίες εβδομάδες, όσο πλησιάζει η μέρα για το δημοφήφισμα στην Τουρκία, παρακολουθούμε και την κρίση στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ακούμε διάφορα για την εξέλιξη της Τουρκίας: ότι απομακρύνεται από την Ευρώπη, ότι μετατρέπεται σε προσωποκεντρική δικτατορία κ.λπ. Ο ίδιος ο Ερντογάν βάζει και θέμα νέου δημοψηφίσματος: αυτήν τη φορά για τη συνέχιση ή διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., οι οποίες μοιάζουν σήμερα έτσι κι αλλιώς ανούσιες.

Η τουρκική πολιτική ελίτ φαίνεται να καταφεύγει όλο και περισσότερο σε έναν ακραίο εθνικισμό (ενισχυμένο με μια γερή δόση Ισλάμ), που αντιλαμβάνεται τη Δύση και την Ευρώπη ως περίπου εχθρικούς χώρους. Ακόμα, το παραλήρημα του Ερντογάν, ο οποίος δεν διστάζει να παρομοιάσει τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες με τους Ναζί και τους Σταυροφόρους, δίνει μια εικόνα τεράστιας απόστασης από αυτό που πολλοί ονομάζουν «ευρωπαϊκές αξίες» ή «ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό».

Σύγκρουση πολιτισμών;

Δεν μας εκπλήσσει επομένως, όταν πολλοί βιάζονται να  διαγνώσουν μια «σύγκρουση πολιτισμών». Μπορεί ο Σάμιουελ Χάντιγκτον να πέθανε, αλλά οι ιδέες που προώθησε παραμένουν (δυστυχώς) πολύ ζωντανές. Πριν μερικές ημέρες έτυχε να παρακολουθήσω ένα δελτίο ειδήσεων ελληνικού ιδιωτικού σταθμού, το οποίο παρουσίαζε τα γεγονότα βασιζόμενο σ’ ένα τέτοιο απλοϊκό σχήμα – και δεν έλειπαν φυσικά από το ρεπορτάζ και οι απαραίτητες εικόνες από.. μαντιλοφορούσες γυναίκες.

Τέτοιες αναλύσεις μπορεί να ανταποκρίνονται στο ισλαμοφοβικό κλίμα των καιρών και να γίνονται έτσι εύκολα αποδεκτές. Αγνοούν όμως ότι τα προηγούμενα, κοσμικά – υποτίθεται – καθεστώτα της Τουρκίας δεν ήταν ούτε λιγότερο αυταρχικά ούτε λιγότερο εθνικιστικά και δεν δίσταζαν ακόμα, αν κρινόταν απαραίτητο, να  εργαλειοποιήσουν και αυτά τη θρησκεία. Παραβλέπουν επίσης ότι αυτή η τάση προς τον αυταρχισμό και τη φτηνή εθνικιστική δημαγωγία είναι κάτι που παρατηρείται σε πολλές άλλες κοντινές χώρες, χριστιανικές και ευρωπαϊκές: από την Ουγγαρία του Ορμπάν στη Ρωσία του Πούτιν, και από την Πολωνία του Κατσίνσκι στην πΓΔΜ του Γκρουέφσκι. Είναι μάλλον πιο χρήσιμο να δούμε τα γεγονότα στην Τουρκία σαν μέρος μιας παγκόσμιας πολιτικής και ιδεολογικής παρακμής, η οποία επιτρέπει σε πολιτικούς να αναδειχθούν με μια τέτοια δημαγωγία χαμηλού επιπέδου.

Αυτή η τάση δεν περιορίζεται μόνο στην Τουρκία ή την Ανατολική Ευρώπη ή στις ΗΠΑ του Τραμπ. Ακόμα και στη Δυτική Ευρώπη, βλέπουμε να αναδύονται πολιτικές δυνάμεις όπως η Λεπέν, ο Βίλντερς, η AfD ή το UKIP. Ο δεξιότροπος (όχι κλασικά ακροδεξιός) λαϊκισμός μοιάζει αυτήν τη στιγμή να είναι σχεδόν η μόνη πολιτική ιδεολογία, η οποία έχει πραγματική δυναμική.

Η δημαγωγία των «μετριοπαθών»

Σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσε κάποιος να υπενθυμίσει ότι τα «δεξιά-λαϊκιστικά» κόμματα απέχουν πολύ από το να κατακτήσουν την εξουσία σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Μια δυναμική ιδεολογία όμως δεν επηρεάζει μόνο τα κόμματα τα οποία κατ’ εξοχήν την εκφράζουν, αλλά γενικά την κοινωνία και άρα και τους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους. Έτσι δεν ήταν εξάλλου σε άλλες εποχές και με τον σοσιαλισμό;

Πολλοί ανακουφίστηκαν που τελικά το κόμμα του Βίλντερς δεν κέρδισε τις εκλογές στην Ολλανδία, αλλά η Κεντροδεξιά του Μαρκ Ρούτε. Για να το πετύχει αυτό όμως ο τελευταίος, επένδυσε και στην εικόνα σύγκρουσης με τον Ερντογάν, η οποία δημιουργήθηκε με τις απαγορεύσεις συγκεντρώσεων στην Ολλανδία υπέρ του «Ναι» στο τουρκικό δημοψήφισμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Ρούτε προσπάθησε να υιοθετήσει στοιχεία από τον ξενοφοβικό/ισλαμοφοβικό λόγο του Βίλντερς.

Από πολιτική άποψη, τέτοιες κινήσεις (προηγήθηκαν και ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) τελικά μάλλον ενισχύουν την εκστρατεία του Ερντογάν. Όταν ο μέσος Τούρκος νιώθει τους Δυτικούς να παρεμβαίνουν σε ένα θέμα καθαρά εσωτερικό, είναι πιο πιθανόν να πειστεί να κάνει από αντίδραση το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θέλουν οι ξένοι – ακριβώς δηλαδή όπως θα πράξει και ο μέσος Έλληνας (το είδαμε και στο δημοψήφισμα του 2015). Επίσης, για έναν δυνητικό υποστηρικτή του Ερντογάν, επιβεβαιώνει ότι οι ευρωπαϊκές κατηγορίες εναντίον του είναι υποκριτικές, αφού οι Ευρωπαίοι εμποδίζουν και αυτοί την ελευθερία του λόγου. Σημασία δεν έχει αν αυτή η εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά ότι αυτή είναι η εντύπωση που δημιουργείται.

Αν πραγματικά κάποιος θέλει να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και να εμποδίσει τη μετατροπή της Τουρκίας σε δικτατορία (όπως υποτίθεται ότι είναι ο στόχος πολλών Ευρωπαίων επικριτών του Ερντογάν), είναι επομένως μια ανούσια κίνηση. Ο παραλογισμός στον λόγο του Ερντογάν συναντά τον παραλογισμό της ευρωπαϊκής αντίδρασης εναντίον του. Ο δεύτερος είναι μεν λιγότερο χοντροκομμένος, δεν σταματάει πάντως να είναι παράλογος.

Πολιτισμικές συγκρούσεις και πολιτικές συγκλίσεις

Η πραγματική ουσία τέτοιων κινήσεων, που δείχνουν «σκληρή στάση» απέναντι στον Ερντογάν (τον ισλαμιστή ηγέτη μιας μουσουλμανικής χώρας, από την οποία τυχαίνει να προέρχονται και πολλοί μετανάστες στην Ευρώπη), είναι ότι ενισχύουν τους κυβερνώντες στις ευρωπαϊκές χώρες, ακριβώς λόγω της διάχυτης ισλαμοφοβίας. Όπως είδαμε στην Ολλανδία, τους βοηθά να κερδίσουν εκλογικές αναμετρήσεις σε καιρούς ιδιαίτερα δύσκολους για τα συστημικά κόμματα. Στην ουσία, ο Ερντογάν και ο (όποιος) Ρούτε βοηθούν ο ένας τον άλλο στις προεκλογικές τους εκστρατείες.

Αυτή η επιφανειακή εικόνα σύγκρουσης και απομάκρυνσης μπορεί να κρύβει επομένως μια πραγματικότητα σύγκλισης. Τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στην Τουρκία ακούμε για πολιτισμικά στοιχεία, που οφείλει κάποιος να υπερασπιστεί, είτε αυτά είναι οι «ευρωπαϊκές αξίες» είτε μια τουρκική-μουσουλμανική ταυτότητα.

Ο κάθε Ρούτε ή Βίλντερς μπορεί να αισθάνεται άνετα, παίζοντας με τις ιδέες πολιτισμικής σύγκρουσης. Βρίσκεται σε σχετική απόσταση ασφαλείας από το «μέτωπο», τις διαχωριστικές γραμμές των πολιτισμικών χώρων κατά τον Χάντιγκτον. Όχι ότι δεν υπάρχουν πολιτικές συνέπειες μέσα στην ίδια την Ολλανδία (λίγοι μάλλον πρόσεξαν, ότι ανάμεσα στους νικητές των ολλανδικών εκλογών ήταν και το πρωτοεμφανιζόμενο «μεταναστευτικό» και κατηγορούμενο ως φιλο-ερντογανικό κόμμα DENK, το οποίο αναφέρθηκε και σε άλλο άρθρο), αλλά αυτές μπορούν να θεωρηθούν σχετικά μικρές και ελεγχόμενες, σε σχέση με το πολιτικό κέρδος.

Όσοι όμως σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος ελπίζουν να επενδύσουν σε τέτοια πολιτικά παιχνίδια του Ρούτε και του Ερντογάν, για να εκμεταλλευτούν π.χ. το αντι-τουρκικό κλίμα στην Ευρώπη και να κερδίσουν πόντους στα ελληνο-τουρκικά, καλά θα ήταν να το ξανασκεφτούν. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στο «μέτωπο» των (υποτιθέμενων) πολιτισμικών συγκρούσεων. Θα αισθανθεί πιο έντονα και τις συνέπειες, αν τελικά αυτός ο τρόπος σκέψης επικρατήσει.