Οι Αραβες των Βαλτων

Κλασσικό

Η στερεοτυπική εικόνα που έχουν πολλοί για τους Άραβες είναι αυτή του Βεδουίνου, που γυρίζει με τις καμήλες μέσα στην έρημο, διανυκτερεύοντας σε σκηνές. Στην πραγματικότητα φυσικά, αυτός ο νομαδικός τρόπος ζωής σε σχέση με την έρημο ήταν μόνο ένας από τους πολλούς που συναντούσε κανείς στον αραβόφωνο κόσμο. Πιο συχνή ήταν μάλλον η μόνιμη εγκατάσταση σε πόλεις ή χωριά – εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος των Αράβων κατοικεί είτε σε ζώνες μεσογειακής βλάστησης είτε στις κοιλάδες μεγάλων ποταμών, χωρίς να έχει πολύ σχέση με την έρημο.

Υπάρχει όμως ακόμα ένας βιότοπος, που μάλλον λίγοι θα σκέφτονταν να συνδέσουν με τον αραβικό πολιτισμό: αυτός των υγροτόπων. Οι αποκαλούμενοι και Άραβες των Βάλτων, ή αλλιώς Μαντάν, κατοικούσαν για αιώνες στους υγρότοπους που σχηματίζονται εκεί που ενώνεται ο Τίγρης με τον Ευφράτη, λίγο πριν εκβάλουν μαζί ως Σατ-αλ-Αράμπ στον Περσικό Κόλπο.

Οι υγρότοποι της Μεσοποταμίας, στο Νότιο Ιράκ. http://www.iier.org/i/uploadedfiles/050310MarshesStateCIMI5B.pdf

Οι υγρότοποι της Μεσοποταμίας, στο Νότιο Ιράκ.
Πηγή εικόνας

Οι υγρότοποι αυτοί ήταν μέχρι πρόσφατα οι πιο εκτεταμένοι στη Μέση Ανατολή, και οι κάτοικοί τους ζούσαν μια ζωή εντελώς προσαρμοσμένη σ’ αυτό το φυσικό περιβάλλον, χωρίς να τους αγγίζει και πολύ η τεχνολογική πρόοδος και η αστικοποίηση του τελευταίου αιώνα. Έφτιαχναν τα σπίτια τους από καλάμια στα νησάκια ανάμεσα στους βάλτους, καλλιεργούσαν ρύζι, ψάρευαν με καμάκια, κυνηγούσαν αγριογούρουνα, εξέτρεφαν νεροβούβαλους και μετακινούνταν με κανό.

Άραβες των Βάτων οδηγούν τα κανό τους, που είναι φορτωμένα με καλάμια. http://scribol.com/anthropology-and-history/the-marsh-arabs-of-iraq

Άραβες των Βάλτων οδηγούν τα κανό τους, που είναι φορτωμένα με καλάμια.
Πηγή εικόνας

Χωριό στους ιρακινούς βάλτους το 1974. http://america.aljazeera.com/articles/2014/7/13/restoring-iraqs-lostmarshes.html

Χωριό στους ιρακινούς βάλτους το 1974, με σπίτια φτιαγμένα από καλάμια.
Πηγή εικόνας

Όπως συνηθίζεται για ομάδες ανθρώπων με τρόπο ζωής τόσο διαφορετικό από τον περίγυρό τους, οι Μαντάν δεν είχαν γενικά καλή φήμη. Έχουν κάποιες συνήθειες που φαίνονται περίεργες σε πολλούς, π.χ. να δίνουν στα παιδιά τους παράξενα και μη ελκυστικά ονόματα όπως «Μικρός Αρουραίος», «Ύαινα», «Γουρούνι», απ’ ό,τι φαίνεται για να τους προστατέψουν από το κακό μάτι. Παρ’ όλα αυτά, περιηγητές που τόλμησαν να συναναστραφούν και να ζήσουν μαζί τους, τους περιγράφουν ως φιλικούς και φιλόξενους. Όπως οι περισσότεροι νότιοι Ιρακινοί, είναι κι αυτοί Σιίτες Μουσουλμάνοι.

Αυτόν τον τρόπο ζωής, που επιβίωσε επί αιώνες κάτω από διάφορους κατακτητές, έμελλε να τον καταστρέψουν οι πολιτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα. Στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (1981-88), οι υγρότοποι έγιναν πεδίο μάχης, πληρώνοντας την τοποθεσία τους στα σύνορα των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του Ιράκ και του Ιράν. Ταυτόχρονα, έγιναν λόγω της πυκνής τους βλάστησης καταφύγιο για πολλούς λιποτάκτες του ιρακινού στρατού. Το 1991 ακολούθησε ο δεύτερος Πόλεμος του Κόλπου, του πατέρα Μπους εναντίον του Σαντάμ Χουσέιν, μετά την εισβολή του τελευταίου στο Κουβέιτ. Στις 28 Φεβρουαρίου ξέσπασε εξέγερση εναντίον του Σαντάμ από τους Σιίτες του Νότιου Ιράκ, που προφανώς περίμεναν βοήθεια από τους Αμερικάνους. Αυτή η βοήθεια δεν ήρθε ποτέ: οι ΗΠΑ άφησαν το σιιτικό πληθυσμό αφύλακτο απέναντι στην εκδίκηση του Σαντάμ, που έσφαξε χιλιάδες απ’ αυτούς.

Στην εξέγερση συμμετείχαν και κάποιοι Άραβες των Βάλτων, ενώ στους υγρότοπους κατέφυγαν και πολλοί αντάρτες που συνέχιζαν να πολεμούν το καθεστώς. Ήταν τότε που ο Σαντάμ αποφάσισε την ολοκληρωτική αποξήρανση των υγροτόπων. Το 1992 κατασκεύασε με γρήγορες διαδικασίες ένα κανάλι, που οδηγούσε το νερό των ποταμών μακριά από την περιοχή. Σε λίγα χρόνια το 90% των υγρότοπων είχε ήδη καταστραφεί και μετατραπεί σε έρημο. Οι κάτοικοί τους είχαν είτε σκοτωθεί, είτε καταφύγει στο Ιράν, είτε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την (άχρηστη πλέον) γη τους για να ζήσουν στις φτωχογειτονιές των ιρακινών μεγαλουπόλεων. Η βάση του τρόπου ζωής τους δεν υπήρχε πια.

Το αποτέλεσμα της αποξήρανση των υγροτόπων από το Σαντάμ Χουσέιν. http://scribol.com/anthropology-and-history/the-marsh-arabs-of-iraq

Το αποτέλεσμα της αποξήρανσης των υγροτόπων από το Σαντάμ Χουσέιν (σύγκριση 1973-2000, με το πράσινο χρώμα να δείχνει την έκταση των βάλτων).
Πηγή εικόνας

Μετά την απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσέιν το 2003, πραγματοποιήθηκε αρχικά μια αναγέννηση των υγρότοπων. Οι κατασκευές του Σαντάμ που συγκρατούσαν το νερό καταστράφηκαν και αυτό αφέθηκε έτσι να κυλήσει πάλι ανάμεσα στην παλιά έκταση των βάλτων. Μέχρι το 2008, υπολογίζεται ότι ήδη περίπου η μισή έκταση είχε αποκατασταθεί. Αυτή η κατάληξη θεωρήθηκε ως μια από τις πολύ λίγες επιτυχίες στη μετά-Σαντάμ εποχή.

Η αναγέννηση των βάλτων φαίνεται σ' αυτό το χάρτη, βασισμένο σε δορυφορικές εικόνες του διαστήματος 2007-2009. Το μπλε αντιπροσωπεύει τους μόνιμους βάλτους (πάνω από 10 μήνες το χρόνο), το πράσινο τους οριακούς (4-10 μήνες το χρόνο) και το κίτρινο τους εποχιακούς (κάτω από 4 μήνες). https://dspace.library.uvic.ca:8443/bitstream/handle/1828/2546/E_A_10.jpg?sequence=1&isAllowed=y

Η αναγέννηση των βάλτων φαίνεται σ’ αυτό το χάρτη, βασισμένο σε δορυφορικές εικόνες του διαστήματος 2007-2009. Το μπλε αντιπροσωπεύει τους μόνιμους βάλτους (πάνω από 10 μήνες το χρόνο), το πράσινο τους οριακούς (4-10 μήνες το χρόνο) και το κίτρινο τους εποχιακούς (κάτω από 4 μήνες).
Πηγή εικόνας

Οι Άραβες των βάλτων σε μια νέα εποχή

Όπως είδαμε, οι υγρότοποι σχηματίζονται από τα νερά του Τίγρη και του Ευφράτη, που διακλαδώνονται καλύπτοντας μια μεγάλη έκταση (παλιότερα έφτανε τα 10-15.000 τ.χλμ., μεγαλύτερη δηλαδή από την Κύπρο), λίγο πριν ενωθούν και εκβάλουν στη θάλασσα. Η έκταση των υγρότοπων αλλάζει φυσικά ανάλογα και με τις εποχιακές διακυμάνσεις της ροής των ποταμών.

Η λεκάνη απορροής του Τίγρη και του Ευφράτη - ο χρωματισμός της επιφάνεας αντιστοιχεί στο ύψος της βροχόπτωσης. Όπως φαίνεται, ενώ τα νερά των ποταμών προέρχονται από περιοχές που η βροχόπτωση μπορεί να ξεπερνά και τα 500mm, στην ίδια η Μεσοποταμία αυτή δεν ξεπερνά τα 100 mm. http://www.iier.org/i/uploadedfiles/050310MarshesStateCIMI5B.pdf

Η λεκάνη απορροής του Τίγρη και του Ευφράτη – ο χρωματισμός της επιφάνειας αντιστοιχεί στο ύψος της βροχόπτωσης. Όπως φαίνεται, ενώ τα νερά των ποταμών προέρχονται από περιοχές που η βροχόπτωση μπορεί να ξεπερνά και τα 500mm, στην ίδια τη κοιλάδα της Μεσοποταμίας αυτή δεν ξεπερνά τα 100 mm.
Πηγή εικόνας

Αυτό το νερό όμως, όπως έχει περιγραφεί σε άλλο άρθρο, προέρχεται κυρίως από τη νοτιοανατολική Τουρκία, η οποία κατασκευάζει τεράστια φράγματα, με σκοπό να χρησιμοποιεί αυτή μεγάλο τμήμα του για σκοπούς άρδευσης. Ταυτόχρονα, η αύξηση του πληθυσμού στη Συρία, στο Ιράν και στο ίδιο το Ιράκ σημαίνει και αυξημένες ανάγκες σε νερό, τόσο για ύδρευση όσο και για άρδευση. Ειδικά το Ιράν έχει κι αυτό ένα πρόγραμμα κατασκευής φραγμάτων, που θα επηρεάσει και τα μέχρι σήμερα υγιή τμήματα των υγρότοπων. Σ’ αυτά έρχεται φυσικά να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή, που θα φέρει πιθανόν μείωση της βροχόπτωσης.

Το τεράστιο Φράγμα Ατατούρκ στο ποταμό Ευφράτη, ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν κτιστεί στα πλαίσια του GAP. http://www.natgeocreative.com/photography/529932

Το τεράστιο Φράγμα Ατατούρκ στο τούρκικο τμήμα του Ευφράτη, συγκρατεί ένα μεγάλο μέρος του νερού που παλιότερα έρεε μέχρι τον Περσικό Κόλπο, εμπλουτίζοντας και τους υγρότοπους στο Νότιο Ιράκ.
Πηγή εικόνας

Το να ακυρώσεις διαδικασίες που ξεκίνησαν από πολιτικές αποφάσεις, όπως έγινε με αυτές επί Σαντάμ για την αποξήρανση, είναι δυνατό. Το να παλέψεις όμως ενάντια σε βαθιές κοινωνικές και οικολογικές αλλαγές είναι πολύ πιο δύσκολο, και μπορεί να αποδειχτεί μοιραίο για τους υγρότοπους. Ήδη τώρα η έκταση τους φαίνεται να έχει πάλι πτωτικές τάσεις.

Ακόμα και το νερό που έμεινε έχει αυξημένη αλατότητα, πράγμα που δυσκολεύει παραδοσιακές ασχολίες του πληθυσμού, όπως η αλιεία και η κτηνοτροφία. Επίσης, αυξημένη είναι και η ρύπανση, μάλλον λόγω της ανόδου του πληθυσμού στις ανάντη περιοχές, που σημαίνει περισσότερα (συνήθως) ανεπεξέργαστα λύματα, αλλά και περισσότερα φυτοφάρμακα από τη γεωργία. Αυτό επιβαρύνει επιπλέον τη ζωή των κατοίκων: δεν μπορούν να πίνουν νερό απευθείας από τα ποτάμια όπως παλιότερα, ενώ αυξημένες είναι και οι περιπτώσεις γαστρεντερικών και δερματικών ασθενειών.

Το πόσοι έχουν απομείνει ή επιστρέψει στους βάλτους σήμερα από τους κάποτε 250.000-500.000 κατοίκους, δεν είναι καθαρό. Οι εκτιμήσεις κυμαίνονται κάπου ανάμεσα στις λίγες χιλιάδες και λίγο περισσότερο από 100.000. Εξάλλου δεν ξέρουμε, πόσοι όντως επέστρεψαν και στον παλιό τρόπο ζωής τους, ή απλά κατοικούν γύρω από τους υγρότοπους.

Παρά την ειδυλλιακή εικόνα της ζωής στους βάλτους που περιγράφουν οι περιηγητές, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτές οι συνθήκες ήταν πολύ απλές και φτωχικές. Η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες όπως η παιδεία και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν και είναι χειρότερη απ’ ό,τι αλλού στο Ιράκ. Ακόμα και με τη μερική αναγέννηση των υγροτόπων, δύσκολα θα γυρίσουν οι νέοι από τις πόλεις σε έναν τρόπο ζωής που όχι μόνο θεωρείται ξεπερασμένος, αλλά που και με τις νέες συνθήκες (ρύπανση, αλάτωση, έλλειψη νερού) μπορεί να είναι και πιο δύσκολος από πριν.


Βιβλιογραφία

Ταξιδι στη Δυτικη Μικρα Ασια

Κλασσικό

Τα δυτικά μικρασιατικά παράλια έχουν μια ιδιαίτερη γεωγραφία και Ιστορία. Μια από φυσικο-γεωγραφική άποψη προικισμένη περιοχή, με εύφορα εδάφη, πλατιές κοιλάδες και ευνοϊκό κλίμα με άφθονη βροχή (πάντα συγκρίνοντας με τα μικρασιατικά δεδομένα), κίνησε φυσιολογικά το ενδιαφέρον πολλών λαών της περιοχής. Από την αρχαιότητα ήταν ο χώρος που ο ελληνικός πολιτισμός ερχόταν σε επαφή με τους γηγενείς μικρασιατικούς, αλλά και άλλους πιο ανατολικούς, όπως τον περσικό. Ίσως δεν είναι τυχαίο, που σ’ αυτόν το χώρο γεννήθηκε και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

Αυτό το χαρακτηριστικό της πολιτισμικής συνάντησης το διατήρησε η περιοχή μέχρι πολύ πρόσφατα. Την τελευταία χιλιετία ήταν ίσως ο κατ’ εξοχήν χώρος που συνυπήρχαν όχι μόνο η ορθόδοξη Χριστιανοσύνη με το Ισλάμ, αλλά συναντούσε και η ελληνοφωνία την τουρκοφωνία (αντίθετα, πιο βαθιά στη Κεντρική Μικρά Ασία, οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί ήταν συνήθως τουρκόφωνοι, ενώ στο νησιωτικό χώρο οι Μουσουλμάνοι έτειναν προς την ελληνοφωνία). Ίσως γι’ αυτόν το λόγο ήταν και ο χώρος που παίχτηκε το 1919-22 η τελευταία πράξη ενός αιώνα ελληνοτουρκικών συγκρούσεων, με τραγική για τον Ελληνισμό κατάληξη, τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η περιοχή σήμερα ανήκει εξ’ ολοκλήρου στην Τουρκία (εκτός φυσικά αν θεωρήσουμε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως προέκτασή της). Αν και είναι πλέον πολύ πιο «καθαρή» από εθνοθρησκευτική άποψη (τουλάχιστον επιφανειακά), το πολυπολιτισμικό παρελθόν της είναι ακόμα αισθητό όταν ταξιδεύει κάποιος εκεί. Αν μη τι άλλο, τα αρχαιοελληνικά ή ρωμαϊκά ερείπια δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις τη σημασία που έδιναν στην περιοχή οι διάφοροι πολιτισμοί όλων των εποχών.

Η διαδρομή του ταξιδιού: Κωνσταντινούπολη-Μουδανιά-Προύσα-Σμύρνη-Αϊδίνιο-Αττάλεια.

Η διαδρομή του ταξιδιού: Κωνσταντινούπολη-Μουδανιά-Προύσα-Σμύρνη-Αϊδίνιο-Αττάλεια.

Αφετηρία του ταξιδιού ήταν η Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα το Καμπατάς, απ’ όπου υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Προύσα. Το ταχύπλοο, ξεκινώντας απ’ το Βόσπορο, διασχίζει την Προποντίδα (ή Θάλασσα του Μαρμαρά) και σε λιγότερο από δυο ώρες φτάνει στην απέναντι ακτή, εκεί όπου κάποτε εκτεινόταν το βασίλειο της Βιθυνίας.

Από την προβλήτα του Καμπατάς κοιτάζοντας προς τα βόρεια φαίνονται τα ανάκτορα του Ντολμαμπαχτσέ στο Μπεσίκτας, στην ευρωπαϊκή πλευρά (αριστερά), καθώς και η γέφυρα του Βοσπόρου πιο πίσω, που ενώνει Ευρώπη και Ασία.
Από την προβλήτα του Καμπατάς κοιτάζοντας προς τα βόρεια φαίνονται τα ανάκτορα του Ντολμαμπαχτσέ στο Μπεσίκτας, στην ευρωπαϊκή πλευρά (αριστερά), καθώς και η γέφυρα του Βοσπόρου πιο πίσω, που ενώνει Ευρώπη και Ασία.
Κοιτάζοντας από το ίδιο σημείο, αλλά προς τα νότια, βλέπουμε το Βόσπορο να καταλήγει στην ανοικτή θάλασσα της Προποντίδας, που διασχίζει το ταχύπλοο με προορισμό τα Μουδανιά. Από τα δεξιά έρχονται τα νερά του Κεράτιου, με τα ανάκτορα του Τοπκαπί και την Αγιά Σοφιά να διακρίνονται από πίσω.

Κοιτάζοντας από το ίδιο σημείο, αλλά προς τα νότια, βλέπουμε το Βόσπορο να καταλήγει στη θάλασσα της Προποντίδας, την οποία διασχίζει το ταχύπλοο με προορισμό τα Μουδανιά. Από τα δεξιά έρχονται τα νερά του Κεράτιου, με τα ανάκτορα του Τοπκαπί και την Αγιά Σοφιά να διακρίνονται από πίσω.

Η ίδια η Προύσα δεν είναι παραθαλάσσια πόλη: το καράβι φτάνει στο λιμάνι των Μουδανιών. Στα οθωμανικά χρόνια ήταν μια κατά πλειοψηφία ελληνική πόλη, με κάτοικους που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, τη βιοτεχνία, την μεταξουργία και την υφαντουργία. Στην Ιστορία έμεινε όμως τελικά ως ο τόπος υπογραφής της ανακωχής που τερμάτισε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1922. Για τους Τούρκους αυτό φαίνεται να έχει μεγάλη ιστορική σημασία: το κτήριο που υπογράφηκε η ανακωχή λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.

Η μικρή παραλιακή πόλη των Μουδανιών, στη νότια ακτή της Προποντίδας, έμεινε γνωστή και ως η πόλη που υπεγράφη η ανακωχή ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1922. Το κτίριο όπου έγινε αυτό λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.

Η μικρή παραλιακή πόλη των Μουδανιών, πίσω από το λιμάνι.

Από τα Μουδανιά υπάρχει μετά λεωφορείο (συγκεκριμένα, η γραμμή 1/Μ) που σε μεταφέρει στο Εμέκ, τερματικό σταθμό του ηλεκτρικού της Προύσας, του Μπούρσα-ράι. Όπως και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, το κεντρικό ΜΜΜ σταθερής τροχιάς παίρνει το όνομά του από την πόλη προσθέτοντας την κατάληξη -ράι. Για να πάει κάποιος στο κέντρο της πόλης, μπορεί να κατεβεί στους σταθμούς Σεχρεκιουστιού ή Ντεμιρτάσπασα.

Η Προύσα απλώνεται από τους πρόποδες του Ολύμπου (Ουλουντάγ) προς τα κάτω. Στη φωτογραφία διακρίνεται και το Ουλούς Τζαμί με τους 20 του τρούλους, που χτίστηκε ακόμα τον 14ο αιώνα ακολουθώντας τη σελτζούκικη τεχνοτροπία.

Η Προύσα απλώνεται από τους πρόποδες του Ολύμπου (Ουλουντάγ) προς την πεδιάδα. Αριστερά διακρίνεται το Ουλού Τζαμί με τους 20 του τρούλους, που χτίστηκε το 14ο αιώνα ακολουθώντας ακόμα τη σελτζουκική τεχνοτροπία.

Η Προύσα είναι ιδιαίτερη πόλη από πολλές απόψεις: ήταν κατ’ αρχήν η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, όταν αυτό ήταν ακόμα μια μικρή αλλά ανερχόμενη τουρκική ηγεμονία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Για όποιον ενδιαφέρεται για αρχιτεκτονική είναι λοιπόν ο ιδανικός τόπος για να παρατηρήσει την εξέλιξη της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, από την αρχή μέχρι το τέλος. Φημίζεται εδώ και αιώνες για τα μεταξωτά της – αν και στην Ελλάδα έγινε μέσω των ρεμπέτικων γνωστή και για.. άλλου είδους προϊόντα. Στη σύγχρονη Τουρκία είναι ο κατ’ εξοχήν προορισμός για χειμερινά σπορ (στον Όλυμπο), αλλά και για ιαματικά λουτρά (στο προάστιο Τσεκιργκέ). Είναι επίσης η πατρίδα του ισκεντέρ κεμπάπ, που εκεί φυσικά ονομάζεται μπούρσα κεμπάπ, καθώς και του θεάτρου σκιών με τον Καραγκιόζη και το Χατζηαβάτη – τουλάχιστον σύμφωνα με την τούρκικη εκδοχή.

Οι τάφοι του Οσμάν (δεξιά) και του Ορχάν Γαζή (αριστερά). Ο Οσμάν ήταν ο ιδρυτής της οθωμανικής δυναστείας και ο Ορχάν ο γιος και διάδοχός του.

Οι τάφοι του Οσμάν (δεξιά) και του Ορχάν Γκαζή (αριστερά). Ο Οσμάν ήταν ο ιδρυτής της οθωμανικής δυναστείας και ο Ορχάν ο γιος και διάδοχός του.

Το Ιπέκ Χάνι, δηλαδή Χάνι του Μεταξιού, είναι ένα από τα πολλά οθωμανικά χάνια που συναντά κανείς στο κέντρο της πόλης.

Το Ιπέκ Χάνι, δηλαδή Χάνι του Μεταξιού, είναι ένα από τα πολλά οθωμανικά χάνια που συναντά κανείς στο κέντρο της πόλης.

Το Μουσείο του Καραγκιόζη στο προάστιο Τζεκιργκέ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης ήταν εργάτες στην κατασκευή του Ουλού Τζαμιού. Επειδή έκαναν συνέχεια αστεία, διασκέδαζαν τους άλλους εργάτες και καθυστερούσαν έτσι την παραγωγή, ο Ορχάν διέταξε την εκτέλεσή τους. Μετανιωμένος μετά για την πράξη του, ανέθεσε στο Σεΐχη ... να φτιάξει φιγούρες με τις οποίες θα αναπαριστούσε τη ζωή τους.

Το Μουσείο του Καραγκιόζη στο προάστιο Τσεκιργκέ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης ήταν εργάτες στην κατασκευή τζαμιού στην Προύσα. Επειδή έκαναν συνέχεια αστεία διασκεδάζοντας τους άλλους εργάτες και καθυστερώντας έτσι την παραγωγή, ο Σουλτάνος διέταξε την εκτέλεσή τους. Ήταν όμως τόσο αγαπητοί, που η μνήμη τους επέζησε με τη μορφή του θεάτρου σκιών.

Ως πρώην πρωτεύουσα των Οθωμανών, η πόλη δεν μπορούσε παρά να είναι σε όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας μια κατά μεγάλη πλειοψηφία τουρκική και μουσουλμανική πόλη. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι έλειπαν οι σημαντικού μεγέθους κοινότητες Εβραίων και Αρμενίων, αλλά και μια ρωμέικη κοινότητα, διασπασμένη σε ελληνόφωνες και τουρκόφωνες συνοικίες. Πολλοί απ’ αυτούς τους Ρωμιούς εργάζονταν ως έμποροι στο μεγάλο μπεζεστένι της πόλης. Άλλοι ασχολούνταν φυσικά με τη μεταξουργία και την υφαντουργία, δραστηριότητες για τις οποίες πάντα φημιζόταν η Προύσα.

Η Προύσα είναι και σήμερα μια σημαντική πόλη της Τουρκίας, με περίπου ένα εκατομμύριο κάτοικους. Διαθέτει ακόμα μεγάλες κλειστές αγορές, όπου μπορείς να βρεις κάθε είδους προϊόντα. Φαίνεται να έχει επίγνωση της τουριστικής της αξίας: δίπλα σε κάθε αξιοθέατο υπάρχουν πινακίδες στα τουρκικά και αγγλικά, ενώ σε πολλά σημεία του κέντρου υπάρχουν χάρτες με σημειωμένα τα σημαντικότερα αξιοθέατα. Επίσης, φαίνεται ότι γίνεται μια προσπάθεια να κρατήσει τουλάχιστον το κέντρο της πόλης το χαρακτήρα του με την τοπική αρχιτεκτονική.

Εικόνα από το κέντρο της πόλης, απ' όπου περνά και το "νοσταλγικό" τραμ.

Εικόνα από το κέντρο της πόλης, απ’ όπου περνά και το «νοσταλγικό» τραμ.

Ο σταθμός υπεραστικών λεωφορείων βρίσκεται αρκετά μακριά από το κέντρο της πόλης (όπως συνηθίζεται πλέον στην Τουρκία), και είναι προσβάσιμος με το αστικό λεωφορείο 38. Συνεχίζοντας με προορισμό τη Σμύρνη, μπορεί κάποιος να επιλέξει μια από τις πολλές εταιρείες που κάνουν αυτήν τη διαδρομή. Οι τουρκικές εταιρείες υπεραστικών λεωφορείων είναι το παράδειγμα, που μάλλον κάνει κάθε οπαδό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να νιώθει επιβεβαιωμένος. Ο ανταγωνισμός φαίνεται ότι έχει οδηγήσει σ’ ένα σύστημα που λειτουργεί (τουλάχιστον επιφανειακά) πολύ καλά: τα λεωφορεία φεύγουν και φτάνουν στην ώρα τους, τα καθίσματα είναι άνετα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι.. λεωφορειοσυνοδοί προσφέρουν στους επιβάτες δωρεάν καφέ, χυμό, νερό κ.λπ., ενώ συχνά στους σταθμούς άφιξης υπάρχει δωρεάν υπηρεσία με μίνι-βαν, που μεταφέρει τους επιβάτες από το σταθμό λεωφορείων στους διάφορους προορισμούς τους εντός της πόλης.

Κατευθυνόμενο προς τα δυτικά και μετά προς τα νότια, το λεωφορείο διασχίζει ένα αρκετά οικείο μεσογειακό τοπίο, εκεί όπου κάποτε κυριαρχούσαν αρχαίοι μικρασιατικοί λαοί όπως οι Μυσοί και οι Λυδοί. Βουνά με πευκοδάση, μακία (ψηλούς θαμνώνες) και λίγα δάση φυλλοβόλων εναλλάσονται με ελαιώνες και αμπελώνες. Μετά από περίπου πέντε ώρες, οι ταξιδιώτες φτάνουν στην Ιωνία και στην πιο γνωστή της πόλη, τη Σμύρνη φυσικά.

Εικόνα από το τοπίο στη διαδρομή Προύσα-Σμύρνη.

Εικόνα από το τοπίο στη διαδρομή Προύσα-Σμύρνη.

Η Σμύρνη είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη, του μεγέθους περίπου της Αθήνας. Παραμένει και σήμερα η άτυπη πρωτεύουσα της ανατολικής ακτής του Αιγαίου. Αν κάποιος πάντως έρχεται από την Κωνσταντινούπολη και περιμένει να δει ανάλογα σημάδια του πολυπολιτισμικού  (ή ελληνικού) παρελθόντος, μάλλον θα απογοητευτεί. Με την πυρκαγιά της Σμύρνης το ’22 καταστράφηκε και το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανικών συνοικιών της πόλης, του λεγόμενου Κάτω Μαχαλά. Τη θέση τους καταλαμβάνουν σήμερα σύγχρονες πολυκατοικίες και μεγάλα πάρκα. Μόνο νότια του σιδηροδρομικού σταθμού Κασαμπά (νυν Μπασμανέ), ανηφορίζοντας προς το βουνό, θυμίζουν οι γειτονιές το παρελθόν, αν και σήμερα είναι μάλλον υποβαθμισμένες. Πριν την Καταστροφή αυτές ήταν κυρίως οι συνοικίες των Τούρκων και των Εβραίων, αλλά κάποιες ήταν και ελληνικές.

Το μεγάλο Πολιτιστικό Πάρκο καταλαμβάνει σήμερα το χώρο όπου πριν βρίσκονταν αρκετές από τις λαϊκές ελληνικές συνοικίες.

Το μεγάλο Πολιτιστικό Πάρκο καταλαμβάνει σήμερα το χώρο όπου πριν βρίσκονταν αρκετές από τις λαϊκές ελληνικές συνοικίες, στον Κάτω Μαχαλά.

Το κτίριο στα δεξιά λειτουργεί εδώ κι ένα χρόνο σαν χόστελ. Με βάση τα λεγόμενα των διαχειριστών, ήταν παλιότερα ελληνικό σπίτι και η γειτονιά γενικά ελληνική.

Το κτίριο στα δεξιά λειτουργεί εδώ κι ένα χρόνο σαν χόστελ, νότια του Μπασμανέ στον Άνω Μαχαλά. Με βάση τα λεγόμενα των διαχειριστών, ήταν παλιότερα ελληνικό σπίτι και η γειτονιά γενικά ελληνική.

Το εσωτερικό της παλιάς ελληνικής εκκλησίας του Άγιου Βούκολου (πολιούχου της Σμύρνης). Είναι σχεδόν η μόνη, που σώζεται ως και σήμερα, λειτουργώντας κυρίως ως πολιτιστικό κέντρο. Για πολλές δεκαετίες το κτίριο ήταν εγκατελειμμένο και ερειπωμένο, μέχρι που ο τελευταίος δήμαρχος της Σμύρνης αποφάσισε την αποκατάστασή του. Το 2014 επετράπηκε μάλιστα στον Πατριάρχη να τελέσει λειτουργία στο χώρο.

Το εσωτερικό της παλιάς ελληνικής εκκλησίας του Άγιου Βουκόλου (πολιούχου της Σμύρνης). Είναι σχεδόν η μόνη που σώζεται ως και σήμερα, λειτουργώντας κυρίως ως πολιτιστικό κέντρο. Για πολλές δεκαετίες το κτίριο ήταν εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο, μέχρι που ο τελευταίος δήμαρχος της Σμύρνης αποφάσισε την αποκατάστασή του. Το 2014 επιτράπηκε μάλιστα στον Πατριάρχη να τελέσει λειτουργία στο χώρο.

Να όμως που η Ιστορία παίζει περίεργα παιχνίδια. Μετά την Καταστροφή, στη Σμύρνη εγκαταστάθηκαν, στη θέση των Ελλήνων και Αρμενίων, Μουσουλμάνοι από την Κρήτη και τη Μακεδονία, από τους οποίους πολλοί ήταν ελληνόφωνοι και συχνά υπό την επιρροή του αιρετικού Ισλάμ των Μπεκτασήδων. Η Σμύρνη θεωρείται και σήμερα από τις πιο θρησκευτικά φιλελεύθερες πόλεις της Τουρκίας, με πολύ ισχυρή παράδοση κοσμικότητας. Παραμένει προπύργιο των κεμαλικών, που αντιστέκεται στην άνοδο του πολιτικού Ισλάμ. Κάπως έτσι έφτασε ο Ερντογάν πριν μερικά χρόνια να την αποκαλέσει ξανά, όπως στην προ του 1922 εποχή, «γκιαούρισσα Σμύρνη» (δηλαδή άπιστη) – προκαλώντας την οργή των Σμυρνιών.

Η κεντρική Πλατεία Διοικητηρίου ή αλλιώς Κονάκι, σημαντική τόσο για την τουρκική όσο και την ελληνική νεώτερη Ιστορία: για τους μεν συμβολίζει την απελευθέρωση από τους Χριστιανούς, στους δε θυμίζει το λιντάρισμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από το μουσουλμανικό όχλο, που σημάδεψε και το τέλος της χριστιανικής παρουσίας στη Σμύρνη.. Στο κέντρο προς τα δεξιά ο Πύργος του Ρολογιού, στο βάθος πίσω το Όρος Πάγος με το κάστρο, ενώ αριστερά το Δημαρχείο Σμύρνης με την απεικόνιση του προσώπου και της υπογραφής του Ατατούρκ δίνει ίσως και την πολιτική ταυτότητα της πόλης.

Η κεντρική Πλατεία Διοικητηρίου ή αλλιώς Κονάκι, είναι σημαντική τόσο για την τουρκική όσο και την ελληνική νεώτερη Ιστορία: για τους μεν συμβολίζει την απελευθέρωση από τους Έλληνες, στους δε θυμίζει το λιντσάρισμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από τον τουρκικό όχλο, που σημάδεψε και το τέλος της χριστιανικής παρουσίας στη Σμύρνη. Στα δεξιά ο Πύργος του Ρολογιού, στο βάθος πίσω το Όρος Πάγος με το κάστρο, ενώ αριστερά το Δημαρχείο Σμύρνης με την απεικόνιση του προσώπου και της υπογραφής του Ατατούρκ δίνει και την πολιτική ταυτότητα της πόλης.

Η ελληνική ψαροταβέρνα "Καλημέρα" στο κέντρο της Σμύρνης - δίπλα απ' το Ζορμπά, η εικόνα του Ατατούρκ, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.

Η ψαροταβέρνα «Καλημέρα» στο κέντρο της Σμύρνης – δίπλα απ’ τον Ζορμπά η εικόνα του Ατατούρκ, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.

Η σημερινή Σμύρνη παραμένει πάντως μια ωραία πόλη, με το Κονάκι στο κέντρο της, και νοτιοανατολικά του το εμπορικό κέντρο με τις σκεπαστές αγορές και τα μικρά μαγαζάκια να εκτείνεται προς το Όρος Πάγος. Από το Κονάκι προς τα βόρεια μέχρι την Πούντα (Αλσαντζάκ) μπορεί κάποιος να περπατήσει στη γνωστή προκυμαία της Σμύρνης, που φαίνεται να παραμένει και σήμερα όπως και παλιότερα κεντρική για τη ζωή της πόλης.

Η προκυμαία της Σμύρνης. Δεξιά οι ψηλές πολυκατοικές δείχνουν τη θέση της Πούντας (Αλσαντζάκ), ενώ πίσω τους στο βάθος απλώνονται προάστια όπως ο Μπουρνόβας. Στην απέναντι ακτή φαίνεται στα αριστερά το Κορδελιό (Καρσίγιακα), με το οποίο υπάρχει τακτική σύνδεση με βαπόρια.

Η προκυμαία της Σμύρνης. Στο άκρο δεξιά οι ψηλές πολυκατοικίες δείχνουν τη θέση της Πούντας (Αλσαντζάκ), ενώ πίσω τους στο βάθος απλώνονται προάστια όπως το Μπαϊρακλί και ο Μπουρνόβας. Στην απέναντι ακτή φαίνεται στα αριστερά το Κορδελιό (Καρσίγιακα), με το οποίο υπάρχει τακτική σύνδεση με βαπόρια.

Από το σταθμό Μπασμανέ μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο με κατεύθυνση το Ντενιζλί. Αυτό διασχίζει την εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου, του ποταμού που λόγω των πολλών στροφών του έδωσε και το όνομα στο γεωγραφικό φαινόμενο του μαιανδρισμού. Ενέπνευσε επίσης την αρχαιοελληνική διακόσμηση, χάρισε το όνομά του σ’ έναν πρωθυπουργό της Τουρκίας που καταγόταν απ’ την περιοχή (Μεντερές – αφού ο Ατατούρκ είχε υποχρεώσει όλους τους Τούρκους να πάρουν επίθετα), και τέλος.. έγινε και σύμβολο ελληνικής νεοναζιστικής οργάνωσης.

Εικόνα απ' το παράθυρο του τρένου που διασχίζει την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Η περιοχή παράγει ελιές, σιτηρά, βαμβάκι κ.ά., αλλά το προϊόν για το οποίο κυρίως φημίζεται είναι τα σύκα.

Εικόνα απ’ το παράθυρο του τρένου που διασχίζει την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Η περιοχή παράγει ελιές, σιτηρά, βαμβάκι κ.ά., αλλά το προϊόν για το οποίο κυρίως φημίζεται είναι τα σύκα.

Το  τρένο φτάνει μετά από δύο ώρες στην κεντρική πόλη της κοιλάδας, το Αϊδίνιο. Είναι μια επαρχιακή πόλη, με περίπου 200.000 κατοίκους, λίγες κεντρικές λεωφόρους με φοινικόδεντρα και καταστήματα, και αρκετά αγάλματα πολεμιστών. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-22 το Αϊδίνιο, πόλη με μικτό πληθυσμό τότε, έγινε θέατρο σκληρών συγκρούσεων, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό από τη μια και Τούρκων ατάκτων από την άλλη, των γνωστών ζεϊμπέκηδων (στη συνέχεια αυτοί εντάχθηκαν στον κανονικό κεμαλικό στρατό), για την παρουσία των οποίων έτσι κι αλλιώς πάντα φημιζόταν η περιοχή. Οι συγκρούσεις οδήγησαν στη σφαγή μεγάλου μέρους του άμαχου πληθυσμού και από τις δυο πλευρές, αλλά και στην καταστροφή του μεγαλύτερου τμήματος της πόλης, τόσο των ελληνικών όσο και των τουρκικών γειτονιών. Αυτός είναι μάλλον κι ένας λόγος που δεν βλέπεις σήμερα στην πόλη παλιά κτήρια ή κάτι που να θυμίζει ιστορικό κέντρο, παρά τη μακραίωνη Ιστορία της πόλης.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών, τους ζεϊμπέκηδες (που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα, και με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στο προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών-κλεφτών, τους ζεϊμπέκηδες (έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα. Με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στον προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Η διαδρομή από το Αϊδίνιο μέσα από τους ορεινούς όγκους της Καρίας μέχρι την ήμερη παράκτια πεδιάδα της Παμφυλίας, εκεί όπου κυριαρχεί εδώ και αιώνες η πόλη της Αττάλειας, διαρκεί περίπου 6 ώρες. Από τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων της Αττάλειας μπορεί κάποιος να πάρει το τραμ (ακολουθώντας το ίδιο σύστημα που αναφέρθηκε στην περίπτωση της Προύσας, ονομάζεται Αντ-ράι) για το κέντρο της πόλης, κατεβαίνοντας στη στάση Μουράτπασα ή Ισμέτπασα.

Αν η Σμύρνη είναι η άτυπη πρωτεύουσα της περιοχής του Αιγαίου, η Αττάλεια παίζει αυτόν το ρόλο για τη νότια μεσογειακή ακτή της Τουρκίας. Με τα 2 εκατομμύρια πληθυσμό είναι και αυτή στο μεγαλύτερό της τμήμα μια σύγχρονη πόλη με πλατιές λεωφόρους και ψηλές πολυκατοικίες, και ταυτόχρονα με τις μεγάλες σε μήκος παραλίες ένας πολύ σημαντικός τόπος θερινού τουρισμού από το εξωτερικό. Μια σημαντική σε μέγεθος ρώσικη κοινότητα έχει μάλιστα εγκατασταθεί εκεί μόνιμα.

Εκτός από το Αντ-ράι, τη σύγχρονη γραμμή τραμ που συνδέει το κέντρο της πόλης με τα προάστια, στην Αττάλεια λειτουργεί όπως σε άλλες τουρκικές πόλεις και "νοσταλγικό τραμ", με μικρή διαδρομή μέσα και γύρω απ' το κέντρο.

Εκτός από το Αντ-ράι, τη σύγχρονη γραμμή τραμ που συνδέει το κέντρο της πόλης με τα προάστια, στην Αττάλεια λειτουργεί όπως σε άλλες τουρκικές πόλεις και το «νοσταλγικό τραμ» που φαίνεται στην εικόνα, με μικρή διαδρομή μέσα και γύρω απ’ το κέντρο.

Από το παραθαλάσσιο πάρκο Καρααλίογλου, κοντά στην παλιά πόλη, φαίνεται στο βάθος κάτω από τα χιονισμένα βουνά η μακριά παραλία Κονυααλτί, ένας από τους κύριους λόγους που η Αττάλεια έχει γίνει τουριστικός προορισμός.

Από το παραθαλάσσιο πάρκο Καρααλίογλου, κοντά στην παλιά πόλη, φαίνεται στο βάθος, κάτω από τα χιονισμένα βουνά του Λυκιακού Ταύρου, η μακριά παραλία Κονυααλτί, ένας από τους κύριους λόγους που η Αττάλεια έχει γίνει τουριστικός προορισμός.

Παλιά ελληνορθόξη εκκλησία της Αττάλειας, η οποία χρησιμοποιείται πλέον προφανώς από τους πολλούς Ρώσους κάτοικους της πόλης.

Παλιά ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αττάλειας, η οποία χρησιμοποιείται πλέον προφανώς από τους πολλούς Ρώσους κατοίκους της πόλης.

Το παλιό ιστορικό κέντρο, το Καλεϊτσί, διατηρεί παρ’ όλα αυτά την παλιά του αρχιτεκτονική και εικόνα, έστω και με ένα φανερό τουριστικό προσανατολισμό. Ακριβώς κάτω από το Καλεϊτσί βρίσκεται το παλιό λιμάνι, αυτό στο οποίο η πόλη χρωστάει τη σημασία της ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ίδια η πόλη όμως είναι ακόμα αρχαιότερη, αφού ιδρύθηκε από το βασιλιά της Περγάμου Άτταλο Β’ κατά την ελληνιστική περίοδο.

Τυπικό σοκάκι στο Καλεϊτσί, με αναπαλαιωμένα κτίρια.

Τυπικό σοκάκι στο Καλεϊτσί, με αναπαλαιωμένα κτήρια.

Το παλιό λιμάνι της Αττάλειας με το Καλεϊτσί από πάνω.

Το παλιό λιμάνι της Αττάλειας, με το Καλεϊτσί από πάνω.

Ο Κεσίκ (σπασμένος) μιναρές στο Καλεϊτσί. Στο χώρο αυτό υπήρχε αρχικά ρωμαϊκός ναός, ο οποίος γκρεμίστηκε και στα θεμέλια του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία. Μετά από πολλές αλλαγές από εκκλησία σε τζαμί και αντίστροφα, ανάλογα με τον εκάστοτε κατακτητή, λειτουργεί σήμερα απλά ως αρχαιολογικό μνημείο.

Ο Κεσίκ (σπασμένος) μιναρές στο Καλεϊτσί. Στο χώρο αυτό υπήρχε αρχικά ρωμαϊκός ναός, ο οποίος γκρεμίστηκε και στα θεμέλιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία. Μετά από πολλές αλλαγές από εκκλησία σε τζαμί και αντίστροφα, ανάλογα με τον εκάστοτε κατακτητή, είναι σήμερα απλά ένα αρχαιολογικό μνημείο.


Η Δυτική Ανατολία είναι σήμερα ένα από τα πιο ανεπτυγμένα, εύπορα και σταθεροποιημένα τμήματα της Τουρκίας. Είναι επίσης μάλλον η πιο τουριστικά αξιοποιημένη περιοχή της χώρας, και λόγω παραλιών, αλλά και λόγω της αρχαίας της Ιστορίας και των φυσικών ομορφιών. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι πρόσφατα αυτή ήταν η περιοχή της πιο άγριας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, που καθόρισε τη σύγχρονη εθνική ταυτότητα και των δύο λαών.

Τα ίχνη της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών, από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι τόσο έντονα, που η σημερινή εθνική «καθαρότητα» μοιάζει κάπως αταίριαστη. Όπως και να’ χει, η Δυτική Μικρά Ασία παραμένει και σήμερα ένα σημείο αναφοράς, που όχι μόνο χωρίζει αλλά και συνδέει τους δύο λαούς του Αιγαίου.


 

Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο, ιδιαίτερα όσον αφορά την πληθυσμιακή σύνθεση των πόλεων κατά τα οθωμανικά χρόνια αλλά και τη φυσική γεωγραφία, προέρχονται από το βιβλίο της Σίας Αναγνωστοπούλου (2013): Μικρά Ασία, 19ος αιώνας – 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος.

Ενα τραγουδι για μια ξεχασμενη κυπριακη εξεγερση

Κλασσικό

Κάποιοι μπορεί να ξέρουν το παλιό κυπριακό τραγούδι «Να σου ‘γοράσω μηχανή«. Όπως πολλά άλλα, έχει κι αυτό την τουρκοκυπριακή εκδοχή του, το Dolama Dolamayı, το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά γνωστό και στην Τουρκία.

Πάνω στην ίδια μελωδία υπάρχει ένα ακόμα τουρκοκυπριακό τραγούδι, με σαφώς πιο πολιτικό περιεχόμενο. Έχει ερμηνευτεί από τον Hamza Irkad, καθώς και το συγκρότημα Sol Anahtarı.

Το τουρκικό συγκρότημα bANDiSTA, που είναι γνωστό για τη διασκευή επαναστατικών τραγουδιών απ’ όλο τον κόσμο, έκανε ίσως την πιο δυναμική εκτέλεσή του, με τον ίδιο τίτλο: Gavur İmam İsyanı, δηλαδή «Η εξέγερση του Γκιαούρ Ιμάμη».

Η εκτέλεση των bANDiSTA έχει και το ιδιαίτερο στοιχείο ότι χωρίζει καθαρά τα δύο τμήματα του τραγουδιού. Ενώ το πρώτο τμήμα (μέχρι το 2:30) περιγράφει τα βάσανα των χωρικών από την οθωμανική εξουσία, ακολουθεί μια μεγάλη παύση με μουσική που μας προετοιμάζει για το δεύτερο τμήμα (από το 3:40), το οποίο μας φέρνει πλέον στο ξέσπασμα της εξέγερσης:

Οι χωρικοί ενώθηκαν, αντιστάθηκαν στον πασά
Μόλις χτύπησε ο Γκιαούρ Ιμάμης, οι Οθωμανοί χάθηκαν
Μόλις άναψε η εξέγερση του λαού, ο στρατός χάθηκε

(Η μετάφραση βασίζεται σ’ αυτήν εδώ, επειδή εγώ δεν έχω αρκετές γνώσεις τουρκικών).

Κλείνοντας τον κύκλο, το ελληνοκυπριακό συγκρότημα Monsieur Doumani έκανε μια νέα διασκευή του τραγουδιού στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο, αυτήν τη φορά καθαρά πολιτικοποιημένη, στο ίδιο πνεύμα με αυτήν του Gavur İmam İsyanı.

Μάλλον λίγοι Ελληνοκύπριοι γνωρίζουν αυτό το τμήμα της Ιστορίας μας. Ο ίδιος ο τίτλος «Γκιαούρ Ιμάμης» μοιάζει αντιφατικός: από τη μια, το «γκιαούρης» σημαίνει άπιστος, από την άλλη το «ιμάμης» είναι θρησκευτικός μουσουλμανικός τίτλος. Ακόμα πιο δύσκολο είναι για πολλούς να φανταστούν ότι μια εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς μπορεί να έχει για ηγέτη της έναν Μουσουλμάνο. Κι όμως, όποιος έχει μελετήσει την οθωμανική ιστορία της Κύπρου, αλλά και γενικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξέρει ότι κάτι τέτοιο ήταν κάθε άλλο παρά εξαίρεση (βλέπε π.χ. την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν, τους αγώνες των κιζιλμπάσηδων ενάντια στους Οθωμανούς, τις εξεγέρσεις των Τζελαλήδων, αλλά και το κίνημα του Χαλίλ Αγά στην Κύπρο).

Η Κύπρος στα χρόνια της οθωμανικής παρακμής

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Κύπρος διοικούνταν από έναν Οθωμανό κυβερνήτη, με τη συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και άλλων Χριστιανών αξιωματούχων, όπως των Δραγομάνων και των τοπικών κοτζαμπάσηδων. Η δύναμη της Εκκλησίας είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο τον 18ο αιώνα, που κάποιοι εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων έβλεπαν στο πρόσωπο του Αρχιεπίσκοπου τον πραγματικό ηγέτη του νησιού. Δεν ήταν άρα περίεργο, που η οργή του λαού στρεφόταν συχνά κι εναντίον αυτής της εκκλησιαστικής ή πολιτικής χριστιανικής ελίτ – και που μπορούσε να οδηγήσει και σε κοινές μουσουλμανικές-χριστιανικές εξεγέρσεις.

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν γενικά μια περίοδος αστάθειας. Μέρη της οθωμανικής ή ορθόδοξης άρχουσας τάξης του νησιού συγκρούονταν μεταξύ τους, ενώ το 1821 ο Οθωμανός κυβερνήτης εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην ορθόδοξη ελίτ του νησιού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πολύ γνωστή εκτέλεση του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού. Για κάποια χρόνια στη συνέχεια, το νησί υπέφερε και από την ανεξέλεγκτη δράση αιγυπτιακών στρατευμάτων. Πολλοί Κύπριοι διέφυγαν στο εξωτερικό, εκτός των άλλων και λόγω της βαριάς φορολογίας, ενώ μικρές εξεγέρσεις διαδέχονταν η μια την άλλη.

1833: η επαναστατική χρονιά

Έχοντας υπόψη αυτήν την κατάσταση, γίνεται πιο κατανοητό πως φτάσαμε στο 1833, τη χρονιά με τις τρεις εξεγέρσεις: αυτήν του Νικόλαου Θησέα στη Λάρνακα, του καλόγερου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμ στην Πάφο. Αρχική αφορμή ήταν η επιβολή ενός έκτακτου φόρου, ο οποίος θεωρήθηκε δυσβάσταχτος τόσο από τον μουσουλμανικό όσο και τον χριστιανικό αγροτικό πληθυσμό.

Και στα τρία κινήματα φαίνεται ότι συμμετείχαν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι χωρικοί. Στην περίπτωση του Νικόλαου Θησέα, υπάρχουν αναφορές και για συμμετοχή Ευρωπαίων (της «τρίτης τάξης», όπως τους αποκαλεί ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, ο οποίος τάχθηκε φυσικά εναντίον των εξεγέρσεων). Για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, ξέρουμε ότι ο αρχικός κορμός του στρατού του αποτελείτο από Αλβανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ξεμείνει στη Λάρνακα.

Η εξέγερση στη Λάρνακα, η πρώτη από τις τρεις, ήταν αρκετά μαζική και πιθανόν αυθόρμητη – σε κάποια στιγμή πάντως, ο Νικόλαος Θησέας βρέθηκε στην ηγεσία της. Ξεκίνησε με διαδηλώσεις στη Λάρνακα, οι οποίες εξαπλώθηκαν και στη Λευκωσία. Η εξέγερση έληξε σχετικά αναίμακτα, αφού η απόφαση για την επιβολή του φόρου ακυρώθηκε. Ο Θησέας μαζί με πολλούς ακόλουθούς του κατέφυγε στο Σταυροβούνι, φοβούμενος αντίποινα. Αφού πήρε εγγυήσεις για την ασφάλειά της, η ομάδα διαλύθηκε ήσυχα, απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς θύματα. Ο ίδιος ο Θησέας έφυγε από την Κύπρο.

Λιγότερο ειρηνική ήταν η κατάληξη της εξέγερσης στην Καρπασία. Αυτή ξέσπασε πολύ αργότερα, τον Ιούλη, και έφερε μια πολύ πιο ευθεία αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ο καλόγερος Ιωαννίκιος, ξεκινώντας με καράβι από τη Λάρνακα, αποβιβάστηκε με τους Αλβανούς στρατιώτες στο Μπογάζι, προχώρησε στο χωριό καταγωγής του (τον Άγιο Ηλία) και άρχισε να ξεσηκώνει τους χωρικούς εναντίον της οθωμανικής διοίκησης. Εγκατέστησε το αρχηγείο της εξέγερσής του στο Τρίκωμο. Αν και μάλλον βρήκε αρκετούς υποστηρικτές ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής, αυτοί σκόρπισαν μόλις αντίκρισαν τα οθωμανικά στρατεύματα. Ο ίδιος ο Ιωαννίκιος και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Για τα κίνητρα των ηγετών αυτών των εξεγέρσεων είναι δύσκολο να πούμε κάτι. Αλλά το γεγονός ότι ο Νικόλαος Θησέας ήταν αγωνιστής του ’21 που επέστρεψε στην Κύπρο δείχνει ότι μάλλον δεν ήταν άσχετα με την ελληνική εθνική ιδέα (αν και για τον κόσμο που συμμετείχε, φαίνεται από την εξέλιξη πως το φορολογικό θέμα ήταν το πιο σημαντικό). Κάτι τέτοιο πιθανόν να ισχύει και για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, για τον οποίο επίσης εικάζεται ότι συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση. Η τρίτη όμως περίπτωση, αυτή του Γκιαούρ Ιμάμη, μάλλον δύσκολα μπορεί να συσχετιστεί με ένα εθνικό κίνημα. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να τη δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Το κίνημα του Γκιαούρ Ιμάμη

Ο Γκιαούρ Ιμάμης, κατά τις οθωμανικές πηγές Ντελί Ιμάμ, ζούσε στο χωριό Τριμιθούσα της σημερινής επαρχίας Πάφου (οι πηγές το αναφέρουν ως «Τρεμιθούσα», που είναι σήμερα όνομα χωριού κοντά στο Κτήμα της Πάφου, για γεωγραφικούς-εθνολογικούς λόγους είναι όμως πιο πιθανόν να εννοούν την Τριμιθούσα, σήμερα εγκαταλελειμμένο χωριό κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς). Και αυτό το χωριό, όπως και όλα της γύρω περιοχής, κατοικούνταν κατά πάσα πιθανότητα από Λινοπάμπακους. Είναι πολύ πιθανόν να ήταν και ο ίδιος Λινοπάμπακος, κάτι που σε συνδυασμό με τη συνεργασία του με τους Χριστιανούς της περιοχής μπορεί να του χάρισε το παρατσούκλι «Γκιαούρ Ιμάμης», με το οποίο πέρασε τελικά στην Ιστορία.

Ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι ετοίμαζε την εξέγερσή του ήδη από το 1832, μετατρέποντας τον τόπο διαμονής του σε στρατόπεδο, αλλά αρχικά οι οθωμανικές αρχές δεν του έδωσαν προσοχή. Μια παράδοση λέει ότι αφορμή για την αποξένωσή του από την οθωμανική εξουσία ήταν ένα επεισόδιο με έναν Οθωμανό αξιωματούχο (σχετικά με τη προσφορά παξιμαδιών για τον στρατό), σίγουρα όμως οι πραγματικές αιτίες του κινήματος είναι πιο βαθιές. Ένοπλοι Μουσουλμάνοι από την Τριμιθούσα και τα γύρω χωριά (δηλαδή μάλλον κυρίως Λινοπάμπακοι) σύντομα εντάχθηκαν στην ομάδα του.

Όταν επιβλήθηκε ο φόρος το Μάρτη του 1833, η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν τέτοια, που ο Ιμάμης μπόρεσε να βρει αρκετούς Μουσουλμάνους και Χριστιανούς χωρικούς έτοιμους να τον ακολουθήσουν (ο τότε Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος ισχυρίζεται σε επιστολή του ότι ήταν αποκλειστικά μουσουλμανική εξέγερση, αλλά αυτό το κάνει μάλλον για πολιτικούς λόγους). Διακήρυττε ότι σκοπός του ήταν το όφελος όλων των Κυπρίων χωρικών, τους οποίους ήθελε να απαλλάξει από τη βαριά φορολογία. Το γεγονός ότι ο λόγος του απευθυνόταν και έβρισκε ανταπόκριση σε Μουσουλμάνους, Λινοπάμπακους και Χριστιανούς, δείχνει ότι τουλάχιστον στο επίπεδο του απλού λαού οι διαχωριστικές γραμμές δεν ήταν τόσο καθαρές εκείνη την εποχή.

Από την Τριμιθούσα κατέβηκε προς τη Γιόλου και μετά στο Κτήμα, βρίσκοντας στο δρόμο του συνεχώς νέους οπαδούς που τον ακολούθησαν. Σύντομα περίπου ολόκληρη η επαρχία Πάφου ήταν υπό τον έλεγχο του. Με κίνδυνο να προελάσει προς τη Λεμεσό, Μουσουλμάνοι αλλά και Χριστιανοί προύχοντες (όπως ο κοτζάμπασης Πηλαβάκης) ζήτησαν βοήθεια για να κατασταλεί η εξέγερση. Ο Οθωμανός κυβερνήτης του νησιού ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να περιμένει ενισχύσεις εκείνη τη στιγμή, μια και ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος με τον αγώνα εναντίον του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου (με τον οποίο εικάζεται ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε δράσει σε συνεννόηση – εξάλλου μετά την καταστολή της εξέγερσης διέφυγε στην Αίγυπτο). Αναγκάστηκε έτσι να διαπραγματευτεί με τον Γκιαούρ Ιμάμη και ουσιαστικά να τον ανεχτεί για κάποιους μήνες – ένα στοιχείο που δείχνει ίσως πόσο αδύναμη ήταν η οθωμανική διοίκηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο.

Υπάρχουν αναφορές ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης ήρθε σε συνεννόηση με τον καλόγερο Ιωαννίκιο και το σχέδιο τους ήταν να προωθηθούν σταδιακά προς τη Λευκωσία, θέτοντας όλο το νησί υπό τον έλεγχό τους. Αν και μάλλον δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν αυτό, η καταστολή της εξέγερσης στην Καρπασία, σε συνδυασμό με το συμβιβασμό ανάμεσα στο Σουλτάνο και το Μεχμέτ Αλή, έδωσαν την ευκαιρία στην οθωμανική διοίκηση να επικεντρωθεί στον Γκιαούρ Ιμάμη. Ενισχύσεις σε στρατεύματα έφτασαν από την Καραμανιά, ενώ ένας σημαντικός αριθμός στρατολογήθηκε στην ίδια τη Λευκωσία. Οι Οθωμανοί ήταν τώρα έτοιμοι να εκστρατεύσουν προς την Πάφο.

Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της καταστολής της εξέγερσης και της σύλληψής του, ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αλεξάνδρεια, και το κίνημα του διαλύθηκε. Τον Ιούλη το οθωμανικό στράτευμα έφτασε στη Γεροσκήπου και το Κτήμα, και πολλοί έπεσαν θύμα της εκδικητικής του μανίας, κυρίως Χριστιανοί. Για την τύχη του Γκιαούρ Ιμάμη στη συνέχεια υπάρχουν πολλές εκδοχές, αλλά το σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο βρέθηκε τελικά πίσω στην Κύπρο, όπου και εκτελέστηκε.

Μερικές σκέψεις για μια ξεχασμένη (;) εξέγερση

Αν και αφορμή για το επαναστατικό κλίμα ήταν ο φόρος, τουλάχιστον στις περιπτώσεις του Γκιαούρ Ιμάμη και του Ιωαννίκιου βλέπουμε μια πιο γενική αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ενδιαφέρον είναι ότι στη ηγεσία αυτών των κινημάτων ήταν ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα είχαν και οι δύο θρησκευτική ιδιότητα. Και οι οπαδοί τους ήταν ανάμικτα Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Από την άλλη, ανάμικτοι ήταν και οι αντίπαλοί τους που υπερασπίστηκαν την οθωμανική εξουσία, προερχόμενοι κυρίως από τις ανώτερες τάξεις και των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων.

Όσον αφορά τον Γκιαούρ Ιμάμη, ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η ιστορία του φαίνεται πως έμεινε ζωντανή στην τουρκοκυπριακή παράδοση, αποδίδοντας του μάλιστα έναν ηρωικό χαρακτήρα. Στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου, ένας δρόμος παραμένει μέχρι σήμερα αφιερωμένος στη μνήμη του, και μάλιστα με το όνομα «Γκιαούρ Ιμάμ» αντί «Ντελί Ιμάμ» –  το επίθετο «γκιαούρ» δεν φαίνεται να εκλαμβάνεται κατ’ ανάγκη ως αρνητικό. Αυτά σίγουρα μπερδεύουν όποιον ταυτίζει στο μυαλό του τους Τουρκοκύπριους με την οθωμανική εξουσία.

Τουρκομαχαλάς Πάφου

Οι ονομασίες των οδών στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου. Ανάμεσα στα ονόματα που σχετίζονται με το οθωμανικό, νεο-οθωμανικό, νεοτουρκικό, ή κεμαλικό παρελθόν της Τουρκίας και της Κύπρου, υπάρχει κι ένα με καθαρά τουρκοκυπριακές και αντι-οθωμανικές παραπομπές: αυτό του Γκιαούρ Ιμάμ.

Αυτό δείχνει ίσως ότι η δυσαρέσκεια με την οθωμανική διοίκηση ήταν κάτι που αφορούσε γενικά τον πληθυσμό, κυρίως τον αγροτικό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Σημαντική είναι και η κλιμάκωση που βλέπουμε από την εξέγερση στη Λάρνακα μέχρι αυτές στην Πάφο και την Καρπασία: οι δύο τελευταίες φαίνεται ότι απειλούσαν ευθέως την οθωμανική κυριαρχία στο νησί, έχοντας σαν στόχο την κατάληψη της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Προφανώς τέτοιες ιδέες έγιναν δυνατές, αφού η παρηκμασμένη οθωμανική εξουσία φαινόταν πλέον τόσο ανίκανη και ευάλωτη. Η κακή προετοιμασία και η έλλειψη συντονισμού μπορεί τελικά να οδήγησαν στην εύκολη συντριβή των κινημάτων, η τοπική άρχουσα τάξη φαίνεται όμως ότι είχε επίγνωση αυτής της αδυναμίας και ήταν αρκετά ανήσυχη.

Αυτό μας φέρνει σ’ ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, τη θέση της Εκκλησίας. Οι πρώτες συγκεντρώσεις των εξεγερμένων υπό την ηγεσία του Νικόλαου Θησέα έγιναν μπροστά στην Επισκοπή Κιτίου και στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία: προφανώς εκεί έβλεπαν τους υπεύθυνους ή αυτούς που μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Επίσης ενδιαφέρον είναι το ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης επέλεξε σαν αρχηγείο το κτήριο της Επισκοπής Πάφου, πιθανόν επειδή ήταν το τοπικό σύμβολο της εξουσίας. Όπως και να έχει, το ότι ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος καταδίκασε και τις τρεις εξεγέρσεις (πιο ήπια τον Νικόλαο Θησέα, πιο κατηγορηματικά τον Ιωαννίκιο, που ήταν και πιο ριζοσπαστικός απέναντι στην οθωμανική εξουσία), δεν είναι και καμιά μεγάλη έκπληξη.

Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εξέγερση στο νησί, στην οποία συμμετείχαν από κοινού Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Είχε κυρίως ταξικό χαρακτήρα – γι’ αυτό εξάλλου φαίνεται ότι εμπνέει πολιτικοποιημένους μουσικούς μέχρι τις μέρες μας. Οι χωρικοί εκείνης της εποχής αντιλαμβάνονταν ίσως τα πράγματα με ταξικούς όρους, χωρίς να έχουν ίχνος μαρξιστικής ή διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης: ήταν απλά η φυσιολογική συνέπεια του τρόπου ζωής τους.

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα θα έπαιρναν μια άλλη πορεία, αργή αλλά σταθερή. Για να φτάσουμε έτσι στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπου οι διαχωριστικές γραμμές θα γίνονταν πλέον καθαρά εθνικές και όλο και πιο αδιαπέρατες. Σε σημείο που μας είναι δύσκολο πλέον να φανταστούμε πως μπορεί να ήταν κάποτε πολύ διαφορετικά.

Πηγές