Ενώ το ημερολόγιο μας γράφει 2018, βλέπουμε το Μακεδονικό να παραμένει ένα καυτό ζήτημα, ικανό να καθορίζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται έτσι σε ένα από τα μακροβιότερα «εθνικά» ζητήματα: το Μακεδονικό συνεχίζει να συγκινεί τα πλήθη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, έστω και αν στα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις «θερμές» του φάσεις μισοξεχνιέται και κάθε φορά ξαναγεννιέται με λίγο διαφορετικό τρόπο.
Πίσω από τις διαμάχες για το όνομα της χώρας, της εθνότητας και της γλώσσας (οι οποίες αφορούν περισσότερο την εσωτερική (μικρο)πολιτική των δύο χώρων), παίζονται φυσικά και σοβαρότερα γεωπολιτικά παιχνίδια, όπως οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Αμερικάνους, Γερμανούς, Ρώσους και Τούρκους για επιρροή στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Η εικόνα είναι θλιβερή, τουλάχιστον για όσους θα ονειρεύονταν μια προσέγγιση των βαλκανικών λαών μακριά από ξένες κηδεμονίες. Σε αυτό το κλίμα, είναι ίσως καλό να θυμηθούμε, ότι το Μακεδονικό δεν ήταν πάντα μόνο μια σύγκρουση βαλκανικών εθνικισμών και παιχνίδι των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων. Ήταν ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την πραγμάτωση του παλιού οράματος μιας δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
Ποιοι ήταν αυτοί οι Μακεδόνες*¹, οι οποίοι εργάζονταν για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου; Ήταν από τη μια κάποιοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι αναφέρθηκαν ήδη σε άλλα άρθρα. Ήταν όμως και αρκετοί Σλαβόφωνοι – των οποίων ο εθνοτικός προσδιορισμός είναι ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενος. Οι περισσότεροι Έλληνες συνδέουν τα αρχικά Ε.Μ.Ε.Ο. (V.M.R.O.) μάλλον με έναν εχθρικό σλαβικό επεκτατισμό. Εξάλλου, το ίδιο όνομα φέρει και το πρώην κυβερνών κόμμα στη γειτονική πΓΔΜ, γνωστό για την ιδιαίτερα σκληρή γραμμή του στο ζήτημα της ονομασίας. Αν όμως ρίξει κάποιος μια πιο προσεκτική ματιά, θα δει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Από τον Άγιο Στέφανο στο Ίλιντεν
Το 1878 ήταν αναμφισβήτητα μια χρονιά-σταθμός στην ιστορία των Βαλκανίων. Ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω στην περιοχή: όχι μόνο έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία και η Ρουμανία, αλλά εμφανίστηκε και μια εντελώς νέα αυτόνομη οντότητα: η Ηγεμονία της Βουλγαρίας. Μπορεί τελικά με την Συνθήκη του Βερολίνου η έκταση της να ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί έλπιζαν ή φοβόντουσαν. Κανείς δεν ξέχασε όμως την προηγούμενη, ακυρωμένη τελικά, Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της ίδιας χρονιάς, με την οποία η ηγεμονία θα είχε μια τεράστια έκταση, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία και φτάνοντας μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης. Ο χάρτης του Αγίου Στέφανου θα στοίχειωνε επίμονα τα βουλγαρικά εθνικά όνειρα για τις επόμενες δεκαετίες – και θα παρέμενε φόβητρο για τα γειτονικά έθνη.
Η ιδέα για μια αυτόνομη Μακεδονία μπορεί αρχικά να προήλθε από την Αυστροουγγαρία, ενώ φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα υποστηρίχτηκε και από την ελληνική κυβέρνηση. Σύντομα όμως, η ιδέα υιοθετήθηκε από το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος και συνδέθηκε με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό στην περιοχή. Η λογική ήταν προφανώς, ότι από τη στιγμή που (όπως τουλάχιστον οι ίδιοι οι Βούλγαροι θεωρούσαν) ο πληθυσμός της περιοχής ήταν κυρίως βουλγαρόφωνος, η αυτονόμηση της Μακεδονίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πρώτο βήμα για την ένωση με τη μητέρα-πατρίδα Βουλγαρία.
Σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη μια μυστική ομάδα από νεαρούς σλαβόφωνους Μακεδόνες, σπουδασμένους είτε στη Βουλγαρία είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας, με στόχο μια αυτόνομη Μακεδονία. Η οργάνωση άλλαξε πολλά ονόματα στα πρώτα της χρόνια, αλλά τελικά στην Ιστορία θα έμενε ως Ε.Μ.Ε.Ο.: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σε ακριβώς 10 χρόνια, αυτή θα οργάνωνε τη μεγαλύτερη μακεδονική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, η οποία ξέσπασε στις 2 Αυγούστου (20 Ιουλίου με το παλιό ημερολόγιο), ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία: Ίλιντεν στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα.
Το πιο εύκολο, με βάση αυτά που γράφτηκαν μέχρι τώρα, θα ήταν να δούμε την ΕΜΕΟ και την εξέγερση του Ίλιντεν ως μια άλλη έκφραση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Εξάλλου, είναι σχετικά καθαρό ότι τα περισσότερα από τα κορυφαία στελέχη της ΕΜΕΟ είχαν κάποιου είδους βουλγαρική εθνική συνείδηση. Τα πράγματα όμως στην εθνοθρησκευτικά μπερδεμένη περιοχή μας δύσκολα θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά, πόσο μάλλον σε ένα από τα πιο μπερδεμένα τμήματά της, τη Μακεδονία.
Από την ΕΜΕΟ στην ομάδα των Σερρών
Η ΕΜΕΟ δεν ήταν ποτέ απλά ένα πιόνι του βουλγαρικού κράτους. Από την αρχή, οι εκπρόσωποι του βουλγαρικού κράτους έβλεπαν με δυσπιστία αυτήν την ιδεολογικά μπερδεμένη οργάνωση με τις ριζοσπαστικές τάσεις, που είχε δημιουργηθεί από τα κάτω. Προτιμούσαν βέβαια την οργάνωση που είχαν ιδρύσει και έλεγχαν οι ίδιοι, το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» (Βερχόβεν Κομιτέτ). Η ΕΜΕΟ όμως ήταν αυτή που ήταν πραγματικά γειωμένη μέσα στον ντόπιο μακεδονικό πληθυσμό, επομένως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν μαζί της, σε κάποιον βαθμό. Αντίστοιχη δυσπιστία άρχισε πάντως να εμφανίζεται και αντίστροφα, από την πλευρά της ΕΜΕΟ προς τη Βουλγαρία και το Ανώτατο Κομιτάτο και οι σχέσεις τους σύντομα έγιναν προβληματικές.
Η ΕΜΕΟ είχε από την αρχή μέσα της διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις. Σύντομα φάνηκε ότι η συμβίωση τους δεν θα ήταν εύκολη. Από το Ίλιντεν και μετά, ήταν φανερό ότι υπήρχαν δύο κύριες ομάδες. Από τη μια, η σχετικά συντηρητική, η οποία υποστήριζε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο, με ισχυρή Κεντρική Επιτροπή, και ήταν πιο στενά προσκολλημένη στη Σόφια. Από την άλλη, μια πιο ριζοσπαστική πλευρά, η οποία επεδίωκε την αποκέντρωση και τη μεταφορά εξουσίας στις τοπικές επιτροπές, προβάλλοντας παράλληλα την ιδέα μιας πραγματικής μακεδονικής αυτονομίας, αντί μιας βουλγαρικής κηδεμονίας. Σε αυτήν την τάση δεν ήταν καθόλου αμελητέες και οι σοσιαλιστικές επιρροές.
Το 1908, η εσωτερική σύγκρουση των δύο ομάδων είχε ήδη εξελιχθεί σε ανοιχτή και βίαιη ρήξη. Από τότε, ως «ΕΜΕΟ» θα αναφερόταν η συντηρητική τάση. Η αντίπαλη πλευρά έγινε γνωστή ως «ομάδα των Σερρών«, λόγω της προέλευσης πολλών μελών της – ή αλλιώς «φεντεραλιστική«. Το τελευταίο όνομα είναι αναφορά στον στόχο μιας «Ανατολικής Ομοσπονδίας» που θα συμπεριελάμβανε όλες τις βαλκανικές χώρες. Αυτή ήταν κατά τους φεντεραλιστές η μόνη δυνατή λύση για την περιοχή, ώστε να γλυτώσει από τους καταστροφικούς εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ιδέα αυτή κάνει φανερές τις αριστερές επιρροές και θυμίζει τις προηγούμενες παρόμοιες ιδέες και στον ελληνικό χώρο.
Το 1908 οι φεντεραλιστές ίδρυσαν το Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα, επιμένοντας στην ανάγκη συνεργασίας με τις άλλες εθνότητες της Μακεδονίας. Φάνηκαν πρόθυμοι ακόμα και να συνεργαστούν με τους Νεότουρκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή ακόμα δεν είχαν κάνει σαφή την τουρκική εθνικιστική τους κατεύθυνση: και αυτή η ασάφεια στην ιδεολογική τους ταυτότητα έδινε ελπίδες σε όσους έλπιζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να μετατραπεί σε μια δημοκρατική αποκεντρωμένη ομοσπονδία. Αυτές οι ελπίδες δεν κράτησαν πολύ: στα τέλη του 1910, οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν το κόμμα.
Φεντεραλισμός εναντίον αυτονομισμού
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου, η Μακεδονία βρέθηκε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: ήταν πλέον τριχοτομημένη σε ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό τμήμα. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, οι φεντεραλιστές είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο ένα, αλλά τρία κράτη. Το μόνο από αυτά που υποστήριζε θεωρητικά την ιδέα μιας μακεδονικής αυτονομίας, ήταν το βουλγαρικό – μια αυτονομία όμως υπό τον έλεγχο της Σόφιας, η οποία έλπιζε έτσι να καλύψει τις απώλειες που είχε ως μεγάλη ηττημένη των πολέμων.
Η Βουλγαρία ήταν και η χώρα στην οποία κατέφυγαν ως πρόσφυγες οι περισσότεροι από τους παλιούς ακτιβιστές της ΕΜΕΟ – εξάλλου, στη διάρκεια των πολέμων είχαν προτιμήσει να πολεμήσουν στο πλευρό της. Σε αυτούς ανήκαν πολλοί παλιοί φεντεραλιστές, οι οποίοι μαζί με άλλους προερχόμενους από την παλιά ΕΜΕΟ δημιούργησαν οργανώσεις όπως η Μακεδονική Φεντεραλιστική Προσφυγική Οργάνωση. Σε αυτές συμμετείχαν μεταξύ άλλων μαρξιστές, αναρχικοί και αριστεροί εθνικιστές.
Τι ζητούσαν όμως οι επανεμφανιζόμενοι φεντεραλιστές, σε μια εντελώς νέα κατάσταση; Από τη μια, στόχοι τους ήταν η επιστροφή των προσφύγων στις δύο «άλλες Μακεδονίες»*², δηλαδή την ελληνική και τη σερβική, καθώς και η αυτονόμηση και επανένωση της Μακεδονίας, με πλήρη διοικητική/θρησκευτική/πολιτική ισότητα των εθνοτήτων. Ως επίσημη γλώσσα της μέλλουσας «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» προτάθηκε μάλιστα η.. εσπεράντο, ενώ ως διοικητικό πρότυπο προτιμήθηκε η Ελβετία, με την καντονιακή της δομή. Από την άλλη, δεν ξέχασαν και το παλιό όνειρο μιας ευρύτερης Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που θα οδηγούσε στην εξάλειψη των ανταγωνισμών ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη – και στην οποία θα εντασσόταν φυσικά η ενωμένη Μακεδονία.
Το κίνημα λειτουργούσε ως «ενδομακεδονική αντιπολίτευση» στην «παλιά» ΕΜΕΟ, η οποία εν τω μεταξύ είχε εξελιχθεί σε πραγματικό κράτος εν κράτει στη βουλγαρική Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε αντάρτικη δράση στη σέρβικη Μακεδονία (λιγότερο στην ελληνική). Οι οπαδοί αυτής της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Τοντόρ Αλεξαντρόφ, έμειναν γνωστοί ως «αυτονομιστές«. Οι φεντεραλιστές όμως αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια των αυτονομιστικών τους προθέσεων, θεωρώντας ότι η προσάρτηση σε μια Μεγάλη Βουλγαρία παρέμενε ο τελικός τους στόχος.
Σε αυτήν την ενδομακεδονική διαμάχη, βρέθηκε ένας μάλλον παράδοξος σύμμαχος για τους φεντεραλιστές: η βουλγαρική κυβέρνηση. Στην ηγεσία της Βουλγαρίας βρίσκονταν τώρα οι αγροτιστές του Σταμπολίσκι, ο οποίος ακολουθούσε μια φιλειρηνική πολιτική προσέγγισης με τους γείτονες και αντιμετώπιζε την ΕΜΕΟ, με τις τρομοκρατικές της ενέργειες, ως έναν επικίνδυνο εσωτερικό αντίπαλο. Οι φεντεραλιστές έμοιαζαν να είναι οι μόνοι που μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ΕΜΕΟ εντός του μακεδονικού κινήματος – εξάλλου, ο στόχος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας δεν ήταν μακριά από το πολιτικό όραμα του ίδιου του Σταμπολίσκι. Λίγο πριν δολοφονηθεί το 1921 ο ίδιος από την ΕΜΕΟ, ο Δημητρώφ, υπουργός του Σταμπολίσκι (ο οποίος θα είχε σε δύο χρόνια, το 1923, την ίδια μοίρα), προχώρησε στην ενίσχυση ενός μακεδονικού αντι-ΕΜΕΟ αντάρτικου, υπό την ηγεσία του Τόντορ Πάνιτσα και άλλων φεντεραλιστών.
Μια πρόσκαιρη προσέγγιση των φεντεραλιστών με την «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ το 1924, όχι μόνο απέτυχε, αλλά κατέληξε και σε εκκαθαρίσεις των φεντεραλιστών και των οπαδών της συμπόρευσης εντός της ΕΜΕΟ. Ότι απέμεινε από αυτούς, επανιδρύθηκε με το όνομα ΕΜΕΟ-Ενωμένη, ενώ η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ κινήθηκε όλο και πιο δεξιά – έως και ακροδεξιά, θα μπορούσε να πει κάποιος (π.χ. συνεργασία με τον Μουσολίνι και τη φιλοφασιστική κροατική Ουστάσα). Αντίθετα, η ΕΜΕΟ-Ενωμένη βρέθηκε σύντομα υπό σοβιετική επιρροή, και συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας.
Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) επηρεάστηκε με τη σειρά της από τις ιδέες των φεντεραλιστών και υιοθέτησε και αυτή το παλιό όραμα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η ιδέα όμως μιας πολυεθνικής Μακεδονίας, μιας «Ελβετίας των Βαλκανίων», με τους Σλάβους της περιοχής να είναι ως Βούλγαροι μια από αυτές τις εθνότητες, άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια άλλη ιδέα: αυτή ενός εντελώς ξεχωριστού από Βούλγαρους και Σέρβους σλαβικού «μακεδονικού έθνους». Αυτή η θέση θα γινόταν πλέον και επίσημη της Κομιντέρν το 1934.
Στα επόμενα χρόνια, ο μεν στόχος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας θα ξεθώριαζε και θα ξεχνιόταν με τον καιρό όλο και περισσότερο, η δε ιδέα της σλαβομακεδονικής εθνικής ιδιαιτερότητας το ακριβώς αντίθετο. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, ένα νέο κρατίδιο θα ιδρυόταν στην έκταση της πρώην σερβικής Μακεδονίας, με όνομα σκέτο «Μακεδονία»: αυτό προοριζόταν ως έθνος-κράτος για τη «μακεδονική» εθνότητα. Αφού ήταν μέρος μιας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι υλοποιήθηκαν έτσι κατά ένα μέρος και τα παλιά οράματα των φεντεραλιστών. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι περίεργο ότι στα πολιτικά του νέου κρατιδίου αναμίχθηκαν αρχικά πρόσωπα όπως ο Ντίμιταρ Βλαχώφ και ο Πάβελ Σάτεφ.
Η ιστορία του κινήματος για μακεδονική αυτονομία/ανεξαρτησία μας δυσκολεύει κάπως να το κατανοήσουμε με σημερινούς όρους. Ήταν έκφραση ενός βουλγάρικου αλυτρωτισμού ή ενός ακόμα ανώριμου σλαβομακεδονικού εθνικισμού; Ή μήπως ενός ντόπιου πατριωτισμού που ήθελε να υπερβεί τις εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές; Ή όντως μιας αριστερής σύνδεσης της ιδέας της ταξικής πάλης με πανβαλκανικούς στόχους; Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί ή και κανένα ακριβώς.
Η φεντεραλιστική τάση είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ενδιαφέρουσα όψη αυτού του κινήματος. Είναι λογικό να είναι κάποιος λίγο «δύσπιστος» απέναντι σε αυτήν: παρά τις προσπάθειες να τραβήξει άλλες εθνοτικές ομάδες, παρέμεινε κάτι σχεδόν αποκλειστικά σλαβικό – και τελικά, κατέληξε να στηρίζει μια εθνική ιδέα, όχι τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες βαλκανικές. Το να την δούμε όμως μόνο σαν μια πιο αριστερή παραλλαγή σλαβικού εθνικισμού, θα ήταν μάλλον άδικο. Όπως και να έχει, μάλλον δεν είναι τυχαίο, που οι ιδέες μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας (είτε από σλαβόφωνους φεντεραλιστές είτε από Εβραίους της Φεντερασιόν) βρήκαν την πιο δυναμική τους έκφραση στη Μακεδονία. Οι εθνικά ανάμικτες περιοχές δεν έχουν μόνο τη δύναμη να χωρίζουν, αλλά και να ενώνουν.
*¹ Προς αποφυγή (των πάντα εύκολων, όταν πρόκειται για το Μακεδονικό) παρεξηγήσεων: ο όρος «Μακεδόνες» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την εθνοτική έννοια που του δίνουν σήμερα οι Σλαβομακεδόνες, αλλά με την καθαρά γεωγραφική έννοια όλων των κατοίκων της ευρύτερης Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εθνότητας.
*² Οι Σλαβομακεδόνες αναφέρονται στα τρία τμήματα, στα οποία τριχοτομήθηκε η Μακεδονία, ως εξής: η (πρώην σέρβικη και νυν ανεξάρτητη) «Μακεδονία του Βαρδάρη», η (βουλγάρικη) «Μακεδονία του Πιρίν» και η (ελληνική) «Μακεδονία του Αιγαίου».
Πηγές
- Βλασίδης, Βλάσης (1997): Η αυτονόμηση της Μακεδονίας – από τη θεωρία στην πράξη. Σε: Γούναρης Βασίλης, Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Αγγελόπουλος Γιώργος: Ταυτότητες στην Μακεδονία, σ. 63-88.
- Banac, Ivo (1984): The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics.
- Bechev, Dimitar (2009): Historical Dictionary of the Republic of Macedonia (Historical Dictionaries of Europe).
- Mishkova, Diana M. (2009): We, the People: Politics of National Peculiarity in Southeastern Europe.
- Rossos, Andrew (2008): Macedonia and the Macedonians: A History.
- Roudometof, Victor (2002): Collective Memory, National Identity, and Ethnic Conflict: Greece, Bulgaria, and the Macedonian Question.