Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Β’

Κλασσικό

ΜΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

Η Συμφωνία του Ντέιτον αναφέρθηκε σύντομα και στο προηγούμενο πρώτο μέρος. Με αυτήν τερματίστηκε το 1995 ο πιο σκληρός και αιματηρός των γιουγκοσλαβικών πολέμων, ο πόλεμος της Βοσνίας. Είχαμε μπει (για λίγο) στη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν το (συν)ομοσπονδιακό κράτος, τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Η άλλη οντότητα όμως είναι και η ίδια ομοσπονδία, μια ομοσπονδία δηλαδή μέσα σε άλλη. Για να μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, έχει το ίδιο όνομα με τη χώρα: είναι η Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οποία αποτελεί περίπου το 51% του συνολικού κράτους.

Αυτή η.. «εσωτερική» Ομοσπονδία μέσα στην Ομοσπονδία αποτελείται από δέκα καντόνια. Κάποια απ’ αυτά έχουν καθαρά μουσουλμανική πλειοψηφία, άλλα καθαρά κροατική, ενώ άλλα (λιγότερα) είναι ακόμα αρκετά ανάμικτα. Αυτή η διαρρύθμιση ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην προτίμηση των Βοσνιακών για ενιαίο κράτος και αυτή των Κροατών για τη δική τους κροατική δημοκρατία μέσα στο έδαφος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, κατά το σερβικό πρότυπο. Το πόσο λειτουργικός και σταθερός είναι αυτός ο συμβιβασμός, μένει ακόμα να αποδειχτεί στο μέλλον. Εμείς πάντως, περνάμε από μόλις τρία καντόνια: Ερζεγοβίνη-Νερέτβα, Σαράγεβο και Κεντρική Βοσνία (το Ζένιτσα-Ντόμποϊ το διασχίζουμε ξυστά μέσω του αυτοκινητόδρομου, επομένως δεν το υπολογίζουμε). Τα πρώτο έχει κροατική πλειοψηφία, τα άλλα δύο βοσνιακή (μουσουλμανική), αλλά η Ερζεγοβίνη-Νερέτβα και η Κεντρική Βοσνία είναι ταυτόχρονα και τα πιο ανάμικτα καντόνια (η πληθυσμιακή αναλογία είναι και στα δύο περίπου 60-40). Για να κάνουμε αυτήν τη διαδρομή που απαιτεί το να διασχίσουμε δύσβατες οροσειρές, ακολουθούμε την πορεία μεγάλων ποταμών. Σε μια τόσο ορεινή χώρα, αυτές οι κοιλάδες ήταν πάντα αναγκαστικά οι κύριες οδικές αρτηρίες.

Τα δέκα καντόνια της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μαζί με τα εδάφη της Ρεπούμπλικα Σρπσκα (ροζ) και την ειδικού καθεστώτος επαρχία του Μπρτσκο (πολύ ανοικτό πράσινο). Πηγή: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/b/bb/Bih_cantons_en.png
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Περνώντας τα σύνορα με την Κροατία, μπαίνουμε πρώτα στο καντόνι της Ερζεγοβίνης-Νερέτβα. Το όνομα προέρχεται από τον ποταμό Νερέτβα, κατά μήκος του οποίου κινούμαστε κι εμείς με προορισμό την πρωτεύουσα του καντονίου, το Μόσταρ. Στα περισσότερα χωριά απ’ όπου περνούμε, βλέπουμε καθολικές εκκλησίες· σπανιότερα και κάποια τζαμιά. Η ερζεγοβίνικη επαρχία κυριαρχείται από τον καθολικισμό, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή στα μετα-οθωμανικά Βαλκάνια. Εξάλλου, στο μέσο της διαδρομής θα παρατηρήσουμε και την πινακίδα προς Μετζουγκόριε. Εδώ στρίβουν οι προσκυνητές που συρρέουν από όλο τον καθολικό κόσμο, χάρη στα θαύματα που (λέγεται ότι) έκανε πριν κάποιες δεκαετίες η Παναγία (το Βατικανό δεν την έχει εγκρίνει επίσημα ως ιερό τόπο προσκυνήματος, στην πράξη όμως μάλλον υπάρχει κάποια σιωπηρή αποδοχή).

Όταν φτάσουμε στο Μόσταρ, τη μεγαλύτερη πόλη ολόκληρης της Ερζεγοβίνης, η εικόνα ανατρέπεται κάπως, με μια πιο έντονη μουσουλμανική παρουσία. «Μοστ» στα πρώην σερβοκροάτικα και νυν σερβικά/κροατικά/βοσνιακά/μαυροβουνιακά, σημαίνει γέφυρα. Και πράγματι, το σημαντικότερο μνημείο-σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά οθωμανική γέφυρα. Οι τουρίστες συνωστίζονται πάνω της βγάζοντας φωτογραφίες και αν είναι τυχεροί, θα θαυμάσουν τις εντυπωσιακές βουτιές τολμηρών Μοσταρινών (και άλλων), από την κορυφή της γέφυρας στο ποτάμι. Μετά, πλημμυρίζουν και τα γραφικά στενά της παλιάς οθωμανικής πόλης στις δύο όχθες του Νερέτβα· σε βαθμό που χάνεται τελικά και μέρος της γραφικότητάς της.

Η γέφυρα του Μόσταρ κτίστηκε τον 16ο αιώνα. Το κτίριο στα δεξιά της γέφυρας προοριζόταν για τους φύλακες της γέφυρας, τους «Μοστάρι», από τους οποίους παίρνει και το όνομα της η πόλη. Πάνω στο βουνό, ένας μεγάλος σταυρός επιβλέπει την παλιά πόλη, σχεδόν προκλητικά θα λέγαμε, μια και αυτή κατοικείται κυρίως από Μουσουλμάνους. Κατασκευάστηκε με την αλλαγή της χιλιετίας και έχει ύψος 33 μέτρα, όσα και τα χρόνια ζωής του Χριστού. Ίσως όχι τυχαία, από το ίδιο περίπου σημείο το κροατικό πυροβολικό βομβάρδιζε το αποκλεισμένο μουσουλμανικό Μόσταρ στο διάστημα 1993-4.
Αυτή η πινακίδα, στην είσοδο της γέφυρας και δίπλα σε ένα μαγαζί με σουβενίρ, φροντίζει να μας υπενθυμίζει την πρόσφατη Ιστορία (βλ. παρακάτω).

Η τουριστική (υπερ)συγκέντρωση μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη, αν αναλογιστούμε τι έζησε η πόλη στα χρόνια του πολέμου. Η ίδια η γέφυρα δεν είναι στην πραγματικότητα αυτή που έκτισαν οι Οθωμανοί, αλλά μια πιστή ανακατασκευή: η αρχική γκρεμίστηκε από τις βολές του κροατικού πυροβολικού το 1993. Η παλιά πόλη και το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία στο διάστημα 1992-94 ένας μουσουλμανικός θύλακας, περικυκλωμένος από κροατικά στρατεύματα. Όχι μόνο η γέφυρα, αλλά περίπου τα 4/5 όλων των κτιρίων έπαθαν κάποια ζημιά από τις συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού. Πολλά τέτοια κτίρια στέκονται μισοκατεστραμμένα ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά, ενώ και σε πολλά άλλα φαίνονται τα ίχνη του πολέμου.

Το κτίριο στα δεξιά ήταν τράπεζα στα γιουγκοσλαβικά χρόνια, αλλά στη διάρκεια του πολέμου βρέθηκε στο «σύνορο» ανάμεσα σε κροατικό και μουσουλμανικό τομέα και έγινε γνωστό ως «Φωλιά των Ελεύθερων Σκοπευτών». Ακόμα φαίνονται στα απέναντι κτίρια οι τρύπες στους τοίχους από τις σφαίρες.
Στην «Ισπανική Πλατεία» θα δούμε κι αυτό το μνημείο εις μνήμην των Ισπανών στρατιωτών των Ηνωμένων Εθνών που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου στο Μόσταρ, προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσουν τις αγριότητες ανάμεσα στους πρώην σύμμαχους και πλέον ανοιχτούς εχθρούς· και μετέπειτα πάλι σύμμαχους.

Ακόμα πιο τραυματική από την καταστροφή στα κτίρια ήταν όμως αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις. Το παλιό κοσμοπολίτικο Μόσταρ, σύμβολο της «αδελφοσύνης και ενότητας» και με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικτών γαμών στη Γιουγκοσλαβία, δεν επέστρεψε ποτέ. Οι Σέρβοι, ένα πέμπτο του πληθυσμού πριν τον πόλεμο, εξαφανίστηκαν σχεδόν εντελώς. Το Μόσταρ είναι σήμερα μοιρασμένο ανάμεσα στους Βοσνιακούς από τη μια και τους Κροάτες από την άλλη· περίπου κατά μήκος της ίδιας γραμμής που τους χώριζε στον πόλεμο. Επίσημα ο διαχωρισμός έχει καταργηθεί, αλλά ακόμα και σήμερα τα δύο τμήματα, κροατικό και μουσουλμανικό, λειτουργούν από πολλές απόψεις σχεδόν σαν δύο διαφορετικές πόλεις.

Το ιστορικό Γυμνάσιο του Μόσταρ είχε κτιστεί στην εποχή των Αψβούργων με χαρακτηριστική «ψευδο-μαγκρεμπίνικη» τεχνοτροπία (βλ. πιο κάτω). Επισκευάστηκε από τις ζημιές του πολέμου και επαναλειτουργεί σήμερα ως το μοναδικό κοινό σχολείο Κροατών-Βοσνιακών. Δε γίνονται βέβαια όλα τα μαθήματα από κοινού, αλλά μόνο τα «μη επικίνδυνα», όπως Γυμναστική κ.λπ.· κι ακόμα κι αυτό, παρά τις αντιδράσεις τοπικών πολιτικών, όπως της (Κροατοβόσνιας) Υπουργού Παιδείας που έκανε την περίφημη σχετική δήλωση ότι «αχλάδια και μήλα δεν αναμειγνύονται».

Φεύγοντας από το Μόσταρ, συνεχίζουμε να κινούμαστε προς τα ανάντη στην εντυπωσιακή κοιλάδα του Νερέτβα, η οποία μοιάζει σε πολλά σημεία πιο πολύ με φαράγγι. Δεν είναι τυχαίος ποταμός: η «Μάχη του Νερέτβα» ήταν μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρυσής εποχής του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου. Αναφέρεται σε μια επιχείρηση των Γερμανών και των συνεργατών τους ενάντια στους Παρτιζάνους του Τίτο το 1943, από την οποία οι τελευταίοι βγήκαν, αν όχι νικητές, τουλάχιστον σώοι. Στη διαδρομή περνάμε κι από τη Γιαμπλάνιτσα. Εκεί βρίσκεται το Μουσείο για τη Μάχη του Νερέτβα, μέρος του οποίου είναι και μια κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα. Γκρεμίστηκε πρώτα από τους Παρτιζάνους για να διακόψουν τις συγκοινωνίες του γερμανικού στρατού, ξανακτίστηκε από τους Γερμανούς, και ξαναγκρεμίστηκε το 1968 για.. τις ανάγκες της ταινίας. Μια ακόμα γέφυρα με ιδιαίτερη ιστορία δηλαδή, μετά απ’ αυτήν του Μόσταρ και του Τρέμπινιε: για μια χώρα όπου τα ποτάμια είναι τόσο σημαντικά, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ανάλογη σημασία πρέπει να έχουν και οι γέφυρες.

Η κοιλάδα του Νερέτβα διασχίζει τις δύσβατες ασβεστολιθικές Δειναρικές Άλπεις.

Εγκαταλείπουμε την κοιλάδα του Νερέτβα στη μικρή πόλη Κόνιτς· και όχι πάνω από μια ώρα αργότερα, συναντούμε αυτήν του ποταμού Μπόσνα, ο οποίος δίνει το όνομά του και σε ολόκληρη χώρα. Σε αυτό περίπου το σημείο βρίσκεται και η πρωτεύουσά της, το Σαράγεβο. Η τοποθεσία είναι στρατηγική, αφού βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής, η οποία, πρώτα κατά μήκος του Νερέτβα και μετά του Μπόσνα, συνδέει την ακτή της Αδριατικής με τα απέραντα παννονικά πεδία, βοηθώντας ταξιδιώτες και εμπόρους να ξεπεράσουν το φυσικό εμπόδιο των Δειναρικών Άλπεων. Ήταν αυτή η τοποθεσία που επέτρεψε στους Οθωμανούς να εξελίξουν την πόλη σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς κόμβους των Βαλκανίων.

Η πρωτεύουσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είναι επομένως μια πραγματικά μετα-οθωμανική πόλη. Αυτό όμως δεν οφείλεται μόνο στην οθωμανική της ρίζα, που φαίνεται εξάλλου και στο όνομα (σαράι). Ούτε απλά στο οθωμανικό χρώμα της παλιάς πόλης, με τα χάνια, τα μπεζεστένια, τα στενά με τα χρυσοχοεία ή τα καζαντζίδικα στην κεντρική συνοικία, η οποία φέρει εξάλλου ένα χαρακτηριστικά τουρκογενές όνομα: Μπαστσάρσια. Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος που συνδέει την πόλη με το οθωμανικό παρελθόν: μέχρι πολύ πρόσφατα άντεχε εδώ ακόμα η συμβίωση θρησκευτικών κοινοτήτων, Μουσουλμάνων, Ορθοδόξων, Καθολικών και Εβραίων, όπως ξεκίνησε στα οθωμανικά χρόνια και συνεχίστηκε στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή δηλαδή η συμβίωση που είχαν χάσει εδώ και πολλές δεκαετίες σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις στα Βαλκάνια, της ίδιας της Κωνσταντινούπολης μη εξαιρουμένης.

Οι ξύλινες βρύσες Σέμπιλι είναι κεντρικό σημείο αναφοράς στην Μπαστσάρσια.
Το μπεζεστένι του Χουσρέβ Μπέη (αριστερά) λειτουργεί ακόμα από τα οθωμανικά χρόνια, όταν το Σαράγεβο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά κέντρα της Αυτοκρατορίας.
Το σύμβολο του Πρωθυπουργικού Γραφείου της Τουρκίας, σημάδι των καιρών και της τουρκικής διείσδυσης σε όλες τις μουσουλμανικές (κυρίως) γωνιές των Βαλκανίων. Είμαστε εδώ στη στάση «Μπαστσάρσια»: το τραμ τρέχει στους δρόμους της πόλης από το 1884 και είναι ένα από τα αρχαιότερα της Ευρώπης: μέρος της προσπάθειας των Αψβούργων να κάνουν την Βοσνία μια πραγματικά σύγχρονη χώρα, λίγα χρόνια αφού πήραν τον έλεγχό της από τους Οθωμανούς.
Το στενό Μπραβατζιλούκ στη Μπαστσάρσια, γνωστό για τα φαγάδικα του (κυρίως τα τσεβαπτζίδικα), οδηγεί στο Δημαρχείο· κι αυτό όπως το Γυμνάσιο του Μόσταρ (βλ. πιο πάνω) κτισμένο με ψευδο-μαγκρεμπίνικη αρχιτεκτονική (μια τεχνοτροπία που χρησιμοποιήθηκε από τους Αψβούργους σε κυρίως μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας, με σκοπό την προώθηση μιας βοσνιακής ταυτότητας ξεχωριστής τόσο από την οθωμανική όσο και τη σλαβική). Γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα, όπως αυτές που φαίνονται κάτω αριστερά, είναι ακόμα σπάνιο θέαμα στους δρόμους του Σαράγεβου· σε αντίθεση όμως με το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, όχι πια αδύνατο.
Δυτικά της Μπαστσάρσια ξεκινάει σχεδόν κολλητά το «Σαράγεβο των Αψβούργων», όπου η αρχιτεκτονική θυμίζει πια περισσότερο Κεντρική Ευρώπη παρά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ η κεντρική Λεωφόρος Μαρσάλα Τίτα (Στρατάρχη Τίτο: το Σαράγεβο σε αντίθεση με Βελιγράδι, Ζάγκρεμπ και Λιουμπλιάνα, δεν άλλαξε αυτό το όνομα, κάτι που μάλλον δεν είναι τυχαίο). Στο κέντρο της εικόνας, η Αιώνια Φλόγα καίει ακόμα εις μνήμην των πεσόντων στον Β’ Παγκόσμιο, όπως και στα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας.

Το Μεγάλο Πάρκο του Σαράγεβου χωροθετήθηκε από τους Αψβούργους, λόγω έλλειψης χώρου σε έκταση πρώην μουσουλμανικού νεκροταφείου: οι στήλες μουσουλμανικών τάφων έχουν απομείνει για να θυμίζουν την παλιά του χρήση.

Το Σαράγεβο επιδεικνύει με περηφάνια τους ναούς των τεσσάρων μεγάλων θρησκειών (σουνιτικό Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Εβραϊσμός) στο κέντρο του ως δείγμα της θρησκευτικής συνύπαρξης. Μόνο που είναι πλέον κι εδώ περισσότερο ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Περίπου το 90% του πληθυσμού της πόλης είναι σήμερα Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί· το 1991, ήταν μόλις 50%. Η θλιβερή κανονικότητα του εθνο-θρησκευτικού διαχωρισμού έφτασε και στο Σαράγεβο. Οι περισσότεροι Σέρβοι είτε έφυγαν, είτε συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος των προαστίων που ανήκει στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα: η τελευταία προσπαθεί να δημιουργήσει εκεί ουσιαστικά μια νέα πόλη, που θα λειτουργεί ως πρωτεύουσά της. Αρχικά ονομάστηκε «Σέρβικο Σαράγεβο», αλλά πλέον λέγεται (πολιτικά ορθότερα) Ανατολικό Σαράγεβο.

Ανατολικό Σαράγεβο: η επίσημη πρωτεύουσα της Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Οι πιο πολλές πολυκατοικίες είναι καινούριες και συνεχίζουν ακόμα να κτίζονται δίπλα σε σχεδόν έρημες εκτάσεις, όπως εδώ.

Θλιβερό στο Σαράγεβο δεν είναι μόνο ότι έχασε την πολυθρησκευτική του ταυτότητα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έγινε. Η πολιορκία από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις των Κάρατζιτς και Μλάντιτς ήταν η μακρύτερη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία: ξεκίνησε τον Απρίλη του 1992 και τελείωσε (επίσημα) τον Φλεβάρη του 1996. Σε αυτά τα τριάμισι χρόνια, οι κάτοικοι της πόλης έπρεπε να ζήσουν χωρίς βασικά αγαθά όπως τρεχούμενο νερό και ρεύμα, κουβαλώντας προμήθειες στα σπίτια τους τροχάδην υπό τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών, και κάτω από τους συνεχείς βομβαρδισμούς του εχθρικού πυροβολικού. Οι πλαγιές των βουνών που το περιτριγυρίζουν, στις οποίες πριν μόλις 8 χρόνια διαγωνίζονταν οι κορυφαίοι σκιέρ του κόσμου στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς (το Σαράγεβο παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική βαλκανική πόλη εκτός Αθήνας που φιλοξένησε Ολυμπιάδα), γέμισαν με ναρκοπέδια. Πάνω από δέκα χιλιάδες νεκρούς μέτρησε η πόλη σε αυτή την περίοδο: πολλοί απ’ αυτούς είναι θαμμένοι όχι μακριά από το κέντρο.

Το λυκάκι ανάμεσα σε μαγνητάκια, φλυτζανάκια, μπρίκια και άλλα τοπικά σουβενίρ, είναι ο Βούτσκο, η μασκότ των Χειμερινών Ολυμπιακών του 1984.
Τα μουσουλμανικά νεκροταφεία απλώνονται συνήθως σε βουνοπλαγιές, κι απ’ αυτές υπάρχουν άφθονες στο Σαράγεβο. Το συγκεκριμένο νεκροταφείο λίγο βορειότερα της Μπαστσάρσια είναι όμως πιο ιδιαίτερο, αφού σε αυτό αναπαύονται μαχητές που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την πόλη το 1992-95.

Το Σαράγεβο είναι μια μάλλον μακρόστενη πόλη: αφού περιβάλλεται από ψηλά βουνά, αναγκαστικά η ανάπτυξη της κατευθύνθηκε κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του μικρού ποταμού Μιλιάτσκα. Ήδη στα προάστια της πόλης, αυτός χύνεται στον Μπόσνα, ο οποίος ακολουθεί βόρεια πορεία μέχρι να εκβάλει και αυτός στον Σάβο. Σήμερα, ο Μπόσνα συνοδεύεται από τον αυτοκινητόδρομο A1, τον (ακόμα ημιτελή) κεντρικό οδικό άξονα της Βοσνίας. Μαζί με τον ποταμό προχωρούμε κι εμείς, αλλά όχι μέχρι την εκβολή του: στα μέσα της διαδρομής θα τον εγκαταλείψουμε για έναν άλλο παραπόταμό του, τον Λάσβα.

Ο Μπόσνα κυλάει σε πολλά σημεία ακριβώς κάτω από τον αυτοκινητόδρομο, όπως εδώ στην έξοδο προς Τράβνικ (και την κοιλάδα του Λάσβα).

Η κοιλάδα του Λάσβα έχει κι αυτή τη δική της τραγική Ιστορία. Στα χωριά και τις πόλεις από όπου περνάμε, βλέπουμε τζαμιά να εναλλάσσονται με καθολικές εκκλησίες και βοσνιακές σημαίες με κροατικές. Η Κεντρική Βοσνία είναι ακόμα μια περιοχή ανάμικτη, με Κροάτες και Βοσνιακούς (οι Σέρβοι είναι πολύ λίγοι, ειδικά μετά τον πόλεμο). Ήταν επόμενο ότι θα γινόταν ένας από τους κύριους χώρους της κροατο-μουσουλμανικής σύγκρουσης. Οι Κροάτες ήθελαν να εντάξουν την περιοχή στη δική τους σχεδιαζόμενη οντότητα, την Ερζεβο-Βοσνία. Και όπως ήταν ο σχεδόν γενικός κανόνας στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους σε ανάμικτες περιοχές, τέτοιοι στόχοι απαιτούσαν δραστικά μέτρα: έμειναν γνωστά ως η «εθνοκάθαρση της κοιλάδας του Λάσβα«.

Το Άχμιτσι είναι ένα μικρό χωριό στην κοιλάδα του Λάσβα, με μια ιδιαίτερη ιστορία όμως: εδώ έφτασε η κροατική εκστρατεία εθνοκάθαρσης στην κορύφωσή της. Τον Απρίλιο του 1993, οι κροατικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό, γκρέμισαν τα τζαμιά και εξόντωσαν τους περισσότερους Μουσουλμάνους κατοίκους του, πάνω από 100 άτομα: κάποιοι απ’ αυτούς κάηκαν ζωντανοί στα σπίτια τους. Η σφαγή έπρεπε να λειτουργήσει ως παραδειγματισμός, για το τι μπορούν να πάθουν οι Μουσουλμάνοι και σε άλλες περιοχές της κοιλάδας του Λάσβα, αν δεν αποχωρήσουν εθελοντικά.
Το Ντόνιι Βακούφ είναι μια μικρή πόλη της Κεντρικής Βοσνίας, η οποία (ταιριαστά με το όνομά της) έχει μετά τον πόλεμο συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία· πριν τον πόλεμο, υπήρχε και ένα 30% Σέρβων, από τους οποίους έχουν μείνει μόνο λίγες δεκάδες. Εκτός από τις δημογραφικές αλλαγές, έγιναν πιο έντονα στην εικόνα της πόλης και τα ισλαμικά-βοσνιακά σύμβολα, όπως έγινε αντίστοιχα και στα κροατικά χωριά ή πόλεις της Κεντρικής Βοσνίας.

Αφήνοντας τον Λάσβα, περνάμε στην επόμενη κοιλάδα, αυτήν του Βρμπας. Είμαστε εδώ στην Μποσάνσκα Κράινα, η οποία χρησιμοποιείται μεν ως γεωγραφικός-ιστορικός όρος για την περιοχή, δεν υπάρχει όμως αντίστοιχα διοικητικά, αφού είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο καντόνια της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας και τη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Το Γιάιτσε βρίσκεται στο σημείο που ο παραπόταμος Πλίβα εκβάλει στον Βρμπας, σχηματίζοντας τους καταρράκτες που είναι πόλος έλξης τουριστών εντός και εκτός της χώρας. Σήμερα είναι μια μικρή πόλη, έχει όμως ένα πιο ένδοξο παρελθόν, ως (κατά διαστήματα) πρωτεύουσα του πολύ ιδιαίτερου μεσαιωνικού Βασιλείου της Βοσνίας.

Η Μποσάνσκα Κράινα (εδώ στην κοιλάδα του Βρμπας) που αποτελεί το βορειοδυτικό άκρο της χώρας είναι μια περιοχή καλυμμένη με πυκνά δάση.
Οι καταρράκτες του Πλίβα, με την παλιά πόλη του Γιάιτσε στα αριστερά να σκαρφαλώνει προς το κάστρο. Ο Βρμπας φαίνεται στα δεξιά.

Το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς που κυβερνούσε το Βασίλειο είχε υιοθετηθεί για ένα διάστημα και από το σύγχρονο κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (πριν αναγκαστεί να το εγκαταλείψει λόγω σερβικών ενστάσεων). Αν και χριστιανικό, με την Ιστορία του Βασιλείου νιώθουν μάλλον πιο κοντά οι Μουσουλμάνοι. Εξάλλου, ο Χριστιανισμός του ήταν πολύ ιδιαίτερος: στο Βασίλειο συνυπήρχαν, εκτός από την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, και η θεωρούμενη συχνά από τις δύο άλλες ως αιρετική Εκκλησία της Βοσνίας. Αυτή η Εκκλησία, στην οποία πολλοί μελετητές βλέπουν αποκρυφιστικά ή γνωστικιστικά στοιχεία, είχε τόση εξάπλωση, ώστε ακόμα και κάποιοι από τους βασιλιάδες του οίκου Κοτρομάνιτς να ανήκουν σε αυτήν. Αν και υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα για το τι ήταν ακριβώς αυτή η θρησκευτική ομάδα, το σίγουρο είναι ότι ήταν μέρος μιας γενικά μεταβατικής κατάστασης. Είναι ίσως και μια εξήγηση, γιατί ο εξισλαμισμός αποδείχτηκε τόσο πετυχημένος στη Βοσνία, ώστε οι Μουσουλμάνοι να είναι σήμερα η μεγαλύτερη κοινότητα.

Στον κεντρικό πεζόδρομο του Γιάιτσε, το μνημείο των Κροατών πεσόντων στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, αντικρίζει αυτό των Βοσνιακών στην αυλή του Τζαμιού της Εσμέ Σουλτάνας. Στο μουσουλμανικό μνημείο στα αριστερά ξεχωρίζει το οικόσημο της δυναστείας Κοτρομάνιτς.
Εδώ στον Ναό της Παναγίας του Γιάιτσε στέφθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Βοσνίας, Στέφανος, λίγα χρόνια πριν το βασίλειο υποταχθεί στους Οθωμανούς. Σε αυτό το στάδιο, η δυναστεία Κοτρομάνιτς είχε ήδη δεχτεί πλήρως τον Καθολικισμό και απομακρυνθεί από την (θεωρούμενη ως αιρετική) Εκκλησία της Βοσνίας.

Η Βοσνία είναι έτσι σήμερα ένας προωθημένος βορειοδυτικός θύλακας μουσουλμανικού πολιτισμού, ένα γνήσιο «ευρωπαϊκό Ισλάμ» με ρίζες αιώνων, πολύ πριν εφεύρει η Ευρώπη αυτόν τον όρο ως ζητούμενο· και με μακριά παράδοση συνύπαρξης με τον Χριστιανισμό, που επιβιώνει σε κάποιο βαθμό και σήμερα, έστω και βαριά τραυματισμένη. Εμείς πάντως, συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε στην κοιλάδα του Βρμπας. Σύντομα αφήνουμε πίσω την Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, για να επιστρέψουμε στη (σχεδόν) εκκαθαρισμένη από μουσουλμανικά στοιχεία Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου.

Σχετική βιβλιογραφία:

  1. Aquilué, I. & Roca, E. (2016): Urban development after the Bosnian War: The division of Sarajevo’s territory and the construction of East Sarajevo. Cities, 58, pp. 152–163, doi: https://doi.org/10.1016/j.cities.2016.05.008.
  2. Borić, F. (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  3. Bublin, M. (2008): Sarajevo throughout the history: from a neolithic settlement to a metropolis. Sarajevo, Buybook.
  4. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  5. Fine, J. V.A. (1975): The Bosnian Church – A New Interpretation. East European Quarterly.
  6. Gosztonyi, K. D. (2004): Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina. FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  7. Luchetta, A. (2009): Mostar  and  the  Loss  of  Its  (Partial)  Uniquess:  A  History,  1990-2009. Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva.
  8. Terry, S. (2007): Students mingle – sort of – in postwar Bosnia’s only integrated school. Christian Science Monitor, 27/09/2007. Διαθέσιμο στο: https://www.csmonitor.com/2007/0927/p20s01-wogn.html
  9. Troncotă, M. (2015): Sarajevo – a border city caught between its multicultural past, the Bosnian war and a European future. Eurolimes, 19, pp. 119–138.

Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: μερος Α’

Κλασσικό

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ

Στο μπλογκ ασχολούμαστε συχνά με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι τυχαίο βέβαια: αυτός ο γεωγραφικός χώρος είναι ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα του κεντρικού (γεω)πολιτικού προβλήματος στη γωνιά του κόσμου που ζούμε. Παλιότερα το λέγαμε «Ανατολικό Ζήτημα». Στην ουσία, μιλάμε για μια μεγάλη μετάβαση, που διαρκεί τώρα πάνω από δύο αιώνες χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα: από την παλιά αυτοκρατορική-πολυεθνοτική πραγματικότητα της Ανατολικής Μεσογείου, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών.

Το άρθρο περιγράφει ένα πρόσφατο ταξίδι μέσα από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας. Ήταν το τμήμα της χώρας που υπέφερε πιο σκληρά από την κατάρρευση, ειδικά την πρώτη πενταετία 1991-1995. Δεν είναι η πρώτη φορά που έζησε τέτοια καταστροφή: και στη δεκαετία του 1940 ήταν από τις περιοχές που σημαδεύτηκαν από σφαγές και εθνοκάθαρση όσο λίγες άλλες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα, παρά το βάρος ενός τέτοιου παρελθόντος, η συμβίωση διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Αφετηρία μας είναι οι όχθες της Λίμνης Σκόδρας, περίπου 12 ώρες με το αυτοκίνητο από Αθήνα. Από εκεί, μπαίνουμε στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Διασχίζουμε γρήγορα το Μαυροβούνιο και συνεχίζουμε μέσα από Ερζεγοβίνη, Δαλματία, Βοσνία, Σλαβονία, Σερβία. Καταλήγουμε στην (πρώην) πρωτεύουσα, το Βελιγράδι.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Η Λίμνη Σκόδρα είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας τις γειτονικές της Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα. Και οι τρεις λίμνες έχουν το κοινό ότι είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Στην περίπτωση της Σκόδρας, αυτά είναι η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Το Σιρόκα είναι μια μικρή κωμόπολη, ή καλύτερα ένα μεγάλο χωριό, στη νότια αλβανική όχθη της λίμνης, όχι μακριά από την ίδια την πόλη Σκόδρα. Διαθέτει λίγα ξενοδοχεία, έναν ωραίο παραλίμνιο δρόμο με καφετέριες και ταβέρνες, καθώς κι ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία: δείγμα της χαρακτηριστικής για τη βόρεια Αλβανία συγκατοίκησης σουνιτικού Ισλάμ και καθολικισμού (σε αντίθεση με την μπεκτασίδικη-ορθόδοξη σύνθεση της νότιας Αλβανίας).

Το αλβανικό τμήμα της Λίμνης Σκόδρας, όπως φαίνεται από το Σιρόκε κοιτάζοντας προς τα βορειοανατολικά. Δεξιά ξεχωρίζει η πόλη της Σκόδρας (αχνοφαίνονται οι πολυκατοικίες) και στο βάθος φαίνονται τα περίφημα Καταραμένα Βουνά.
Ο παραλίμνιος δρόμος στο Σιρόκα γεμίζει τα πρωινά με κόσμο που απολαμβάνει τον καφέ του δίπλα στο νερό.

Η Σκόδρα δεν είναι κλειστή λίμνη: το νερό της τροφοδοτεί τον ποταμό Μπούνα ή Μπογιάνα, ο οποίος ξεκινάει τη σύντομη πορεία του από το νοτιοανατολικό της άκρο. Μετά από μόλις 41 χιλιόμετρα μαιανδρικής διαδρομής, στο δεύτερο μισό της οποίας αποτελεί και το σύνορο Αλβανίας-Μαυροβουνίου, ο ποταμός εκβάλει στην Αδριατική Θάλασσα. Στο δέλτα του, σχηματίζεται το νησάκι Άντα Μπογιάνα· το οποίο φιλοξενεί και μια από τις πιο πιο γνωστές και παλιές αποικίες γυμνιστών στα Βαλκάνια.

Ο ποταμός Μπογιάνα λίγο μετά την έξοδο του από τη λίμνη της Σκόδρας. Πάνω στον λόφο φαίνεται το Κάστρο της Ροζάφα, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη γυναίκα που, με βάση τον θρύλο, έπρεπε να κτιστεί μέσα στο κάστρο ώστε αυτό να στεριώσει.

Εμείς πάντως διασχίζουμε τα σύνορα λίγο πιο βόρεια, ανάμεσα στα χωριά Στουφ και Σουκόμπιν. Αν και το δεύτερο βρίσκεται στη μαυροβουνιακή πλευρά, κατοικούνται και τα δύο από Αλβανούς. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα χωριά της περιοχής. Εδώ στον συνοριακό Δήμο Ούλτσινι, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβόφωνη και ορθόδοξη, αλλά αλβανική και μουσουλμανική. Το ότι παρόλα αυτά ανήκει στο Μαυροβούνιο, σίγουρα θα ενοχλεί κάποιους Αλβανούς εθνικιστές, ως (άλλη) μια απόδειξη αδικίας στη μοιρασιά των εδαφών μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας.

Προς το παρόν όμως, τα πράγματα είναι ειρηνικά και οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο γειτονικά κράτη (και τα δύο πλέον μέλη του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ) καλές. Είναι μάλλον τόσο καλές μάλιστα, που η συγκεκριμένη συνοριακή διάβαση είναι η μοναδική σε όλο το ταξίδι όπου ο έλεγχος δεν είναι διπλός, αλλά ένας και κοινός, από Αλβανούς και Μαυροβούνιους συνοριοφύλακες μαζί. Λίγο μετά τα σύνορα, συναντούμε και την ακτή της Αδριατικής. Ακολουθούμε τον παραλιακό δρόμο του Μαυροβουνίου, μέσα από Μπαρ, Σβέτι Στεφάν, Μπούντβα (βλέπε και σχετικό άρθρο) και Τιβάτ. Η ατμόσφαιρα παραμένει ειρηνική: εξάλλου, το Μαυροβούνιο είναι η μόνη δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας που δεν έζησε άμεσα στο έδαφός της πολεμικές συγκρούσεις· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έμεινε αμέτοχη, όπως θα δούμε και πιο κάτω.

Το Σβέτι Στεφάν στα αριστερά και η Μπούντβα στα δεξιά στο βάθος: ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, με ελιές και πευκοδάση, στην μαυροβουνιακή ακτή της Αδριατικής.

Στο μικρό χωριό Λεπετάνι, παίρνουμε το φέρι κι έπειτα συνεχίζουμε την παραλιακή πορεία ως το Χέρτζεγκ Νόβι. Εκεί εγκαταλείπουμε (προσωρινά) τη θάλασσα και ανηφορίζουμε προς τα επόμενα σύνορα. Η βλάστηση γίνεται πιο αραιή και το έδαφος βραχώδες. Είναι ένα καρστικό τοπίο, άξιο της φήμης της Γιουγκοσλαβίας ως «πατρίδας» αυτού του είδους της γεωμορφολογίας, η οποία χαρακτηρίζει περιοχές με ασβεστολιθικό υπόστρωμα που διαλύεται με το νερό.

Το Λεπετάνι, απ’ όπου ξεκινάει το φέρι για να μεταφέρει τους ταξιδιώτες απέναντι στο Καμενάρι. Βρισκόμαστε στο στόμιο του Κόλπου του Κοτόρ, εκεί όπου αυτός συνδέεται με την ανοιχτή θάλασσα της Αδριατικής. Το ταξίδι με το φέρι διαρκεί μόλις 5 λεπτά, και γλυτώνει τους ταξιδιώτες από μια διαδρομή περίπου μιας ώρας γύρω από τον Κόλπο.
Τραχύ καρστικό τοπίο κοντά στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη (Βοσνία-)Ερζεγοβίνη. Το έδαφος που έχει απομείνει είναι ελάχιστο και η βλάστηση περιορισμένη, σε αντίθεση με τα πυκνά δάση των πολύ κοντινών (κι επίσης καρστικών) δαλματικών ακτών.

Το κράτος στο οποίο εισερχόμαστε είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Με το που περνάμε όμως τα σύνορα, βλέπουμε μια μεγάλη πινακίδα «Καλώς ήλθατε στη Δημοκρατία της Σρπσκα». Για να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο όποιος δεν γνωρίζει την πολιτική κατάσταση της περιοχής, οδηγώντας εδώ θα συναντήσει ελάχιστες ως καθόλου σημαίες του κράτους στο οποίο ανήκει. Θα δει όμως άφθονες σερβικές σημαίες. Η Ανατολική Ερζεγοβίνη είναι μέρος της σερβικής «Ρεπούμπλικα Σρπσκα», τη μια από τις δύο οντότητες που συναποτελούν τη Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τραυματικού εμφυλίου πολέμου της Βοσνίας, ανάμεσα στις τρεις εθνότητες που μοιράζονται τη χώρα: Βοσνιακούς (δηλ. Μουσουλμάνους, από πολιτισμική αλλά όχι απαραίτητα θρησκευτική άποψη), Σέρβους και Κροάτες.

Αμέσως αφού περάσουμε τον συνοριακό έλεγχο από το Μαυροβούνιο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μας καλωσορίζει η «Δημοκρατία της Σρπσκα», ώστε να μη μένει αμφιβολία για το ποιος είναι ο κύριος σε αυτό το τμήμα της χώρας Ακόμα και η χρήση του κυριλλικού (αντί του λατινικού) αλφαβήτου υπογραμμίζει αυτή τη δήλωση.
Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με βάση τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995): με ροζ η σερβική «Δημοκρατία της Σρπσκα» (το Τρέμπινιε φαίνεται στο νότιο της άκρο), με γαλάζιο η κροατο-μουσουλμανική «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω (κατά το ελβετικό πρότυπο) σε δέκα καντόνια. Η μικρή επαρχία του Μπρτσκο (με πράσινο) έχει ειδικό καθεστώς. (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Το Τρέμπινιε είναι μάλλον μικρή πόλη, μόλις 30.000 κατοίκων. Είναι παρόλα αυτά η μεγαλύτερη της Ανατολικής Ερζεγοβίνης, μιας από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές ολόκληρης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Tα άγρια ασβεστολιθικά βουνά που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Παρόλα αυτά, το ίδιο το Τρέμπινιε βρίσκεται στο Τρέμπινσκο Πόλιε, δηλαδή σε ένα πλατύ και εύφορο καρστικό πεδίο, γεμάτο με ιζήματα από τη διάβρωση της γύρω περιοχής.

Το Τρέμπινσκο Πόλιε, όπως φαίνεται εδώ από τα προάστια του Τρέμπινιε: το «πόλιε» είναι διεθνής γεωμορφολογικός όρος, αλλά προέρχεται από τα σερβοκροάτικα (όπου σημαίνει απλά χωράφι, πεδίο), όπως και οι περισσότεροι όροι που συνδέονται με την καρστική γεωμορφολογία.

Πριν τον πόλεμο, οι Σέρβοι αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της πόλης. Τώρα πια, υπερβαίνουν το 90%, αφού οι περισσότεροι Κροάτες και Βοσνιακοί έφυγαν ή εκδιώχθηκαν, όπως έγινε και αλλού στη «Ρεπούμπλικα Σρπσκα». Στη μικρή εντός των τειχών παλιά πόλη, θα συναντήσουμε παρόλα αυτά δύο καλοδιατηρημένα (σε αντίθεση με αλλού στη Σρπσκα) παλιά τζαμιά, ως ίχνη μιας χαμένης πολυθρησκευτικότητας. Γενικότερα, το Τρέμπινιε διατηρεί πολλή από την ομορφιά του, με τα τείχη δίπλα στο ποτάμι, τα παλιά κτίρια, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τους πλάτανους. Εδώ δεν έχουν φτάσει ακόμα τα πλήθη των τουριστών για να παραμορφώσουν την εικόνα της πόλης, όπως στο γειτονικό Ντουμπρόβνικ ή το Μόσταρ.

Μικρή πλατεία στην εντός των τειχών παλιά πόλη του Τρέμπινιε, με το Τζαμί του Οσμάν Πασά Ρεσουλμπέγκοβιτς στα δεξιά.
Τα τείχη της παλιάς πόλης ξεκινούν άμεσα στην όχθη του ποταμού Τρεμπίσνιτσα, ώστε να αντικατοπτρίζονται μέσα στο ποτάμι.
Η παλιά οθωμανική γέφυρα του Αρσλάναγιτς, όπως φαίνεται από τον παραποτάμιο πεζόδρομο. Είχε κτιστεί τον 16o αιώνα σε απόσταση 10 χιλιόμετρων στα ανάντη. Όταν στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού κατασκευάστηκε εκεί υδροηλεκτρικό φράγμα, μεταφέρθηκε πέτρα-πέτρα στην τωρινή της θέση.

Πράγματι, το Ντουμπρόβνικ είναι μόλις 30 χιλιόμετρα μακριά και ο μόνιμος πληθυσμός του μόνο λίγο μεγαλύτερος του Τρέμπινιε, αλλά από άποψη φασαρίας, ατμόσφαιρας και τιμών είναι ένας άλλος κόσμος. Έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης σταματούν σειρά τα λεωφορεία που ξεφορτώνουν τουρίστες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Η ιστορία της ως το κέντρο της πολύ ιδιαίτερης Δημοκρατίας της Ραγκούσας, η οποία κατάφερε επί αιώνες να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική, η Αυστριακή και η Βενετική και παρόλα αυτά διατήρησε έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σίγουρα της δίνει μια αίγλη. Μάλλον όμως βοήθησε το ότι έγιναν εκεί και κάποια γυρίσματα του Game of Thrones.

Το Ντουμπρόβνικ όπως φαίνεται από ψηλά. Η εντός των τειχών πόλη ήταν πριν πολλούς αιώνες βραχονησίδα: εκεί κατέφυγαν οι κάτοικοι της κοντινής Επιδαύρου (σημερινό Τσαβτάτ) για να ξεφύγουν από τις σλαβικές επιδρομές. Με τους αιώνες εξελίχθηκε σε ένα (περίπου) ανεξάρτητο κράτος και έναν από τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της Αδριατικής.
Οι τουρίστες εξερευνούν τα πλακόστρωτα στενά της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ: είναι τόσο έντονη η παρουσία τους, που όταν τύχει να δούμε κάποια σημάδια μόνιμης κατοίκησης (π.χ. απλωμένα ρούχα), σχεδόν παραξενευόμαστε. Στα δεξιά, το Παλάτι του Ρέκτορα, ο οποίος κατείχε την εκτελεστική εξουσία στη Δημοκρατία της Ραγκούσας για πάνω από τέσσερις αιώνες. Ευθεία στο βάθος, το Παλάτι Σπόντζα, όπου βρίσκεται και ο Χώρος Μνήμης για τους Πεσόντες (βλ. πιο κάτω): το 1991-92 ανήκε στα κτίρια που βομβαρδίστηκαν από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Βλέποντας τα πλήθη των τουριστών που περιφέρονται σε μια πόλη που μοιάζει να είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς, δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι η ίδια ήταν και από τα πρώτα θέατρα των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Κι όμως, οι κροατικές αρχές φροντίζουν, ανάμεσα στα μπαρόκ πετρόκτιστα σπίτια, τα παλάτια, τις παλιές καθολικές εκκλησίες και τις πλακόστρωτες πλατείες με τις ακριβές καφετέριες, να υπενθυμίζουν στους τουρίστες κι αυτή την πρόσφατη Ιστορία.

Το φθινόπωρο του 1991 είχαν ήδη περάσει κάποιοι μήνες αφού η Κροατία είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της και αντίστοιχα οι Σέρβοι της Κροατίας τη δική τους αυτονομία. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει σε διαφιλονικούμενα μέρη της χώρας. Πολλοί δεν περίμεναν ίσως ότι το Ντουμπρόβνικ και η γύρω περιοχή θα ανήκε σε αυτά, αφού δεν είχε μεγάλο σερβικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, από (κυρίως) τις σερβο-μαυροβουνιακές ελίτ καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι αποτελούσε κρίσιμη απειλή για τις γειτονικές της περιοχές και ιδίως το Μαυροβούνιο. Τον Οκτώβριο του 1991, ο ελεγχόμενους από Σέρβους (και Μαυροβούνιους) γιουγκοσλαβικός στρατός είχε ήδη καταλάβει όλη την περιοχή, εκτός από την ίδια την πόλη του Ντουμπρόβνικ, την οποία έθεσε σε πολιορκία πολλών μηνών. Οι σκληροί βομβαρδισμοί, που εκτός από στρατιώτες και άμαχους είχαν ως θύματα και πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, έφεραν βέβαια διεθνή κατακραυγή. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες ζημιές στη δημόσια εικόνα της σερβικής πλευράς· θα ακολουθούσαν πολλές.

Ο «Χώρος Μνήμης για τους Υπερασπιστές του Ντουμπρόβνικ» στο Παλάτι Σπόντζα, με τις φωτογραφίες των μαχητών που έπεσαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.
Ο χάρτης σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης απεικονίζει την καταστροφή των κτιρίων στο Ντουμπρόβνικ από τους βομβαρδισμούς, τη «σερβο-μαυροβουνιακή επίθεση» όπως την ονομάζουν, για να υπενθυμίσουν και τον σημαντικό ρόλο μονάδων και εφέδρων από το κοντινό Μαυροβούνιο σε αυτήν. Ο Μίλο Τζουγκάνοβιτς, ηγέτης του Μαυροβουνίου και τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, απολογήθηκε αργότερα γι’ αυτήν τη συμμετοχή, αφού συγκρούστηκε πια κι αυτός με τη σειρά του με τη σερβική ηγεσία.
Τα από τις σερβικές δυνάμεις και τον γιουγκοσλαβικό στρατό ελεγχόμενα εδάφη της Κροατίας στις αρχές του 1992. Μέσα στην ίδια χρονιά ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή του Ντουμπρόβνικ, ο σερβικός έλεγχος στην Κράινα και τη Σλαβονία παρέμεινε όμως για κάποια χρόνια ακόμα. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Siege_of_Dubrovnik (με τροποποιήσεις)

Παρόλα αυτά, ο πόλεμος εδώ στη νότια Δαλματία δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1992. Η κροατική πλειοψηφία παραήταν σαφής, για να αντέξουν οι όποιες σερβικές ή μαυροβουνιακές διεκδικήσεις. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το σοκ της παγκόσμιας κοινότητας από τον βομβαρδισμό ενός τόσο γνωστού και υψηλής ιστορικής αξίας μέρους όπως το Ντουμπρόβνικ, δεν εμπόδισε τελικά τη Δαλματία να ανακάμψει και να γίνει πάλι σύντομα κορυφαίος τουριστικός προορισμός. Διασχίζοντας σήμερα τις καταπράσινες δαλματικές ακτές με τα απότομα ασβεστολιθικά βουνά και τους σχεδόν παράλληλους με την ακτογραμμή μακρόστενους κόλπους, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εύπορες περιοχές της Κροατίας, ίσως και ολόκληρων των Βαλκανίων.

Η Γέφυρα Φράνιο Τούτζμαν ονομάστηκε προς τιμήν του (τουλάχιστον αμφιλεγόμενου) εθνικιστή πρώτου προέδρου της Κροατικής Δημοκρατίας. Περνάει πάνω από τον στενό κόλπο Ριέκα Ντουμπροβάσκα: κατ’ εξαίρεση για τη Δαλματία, μάλλον κάθετος παρά παράλληλος στη γενική ακτογραμμή.

Δεν πρόκειται όμως να μείνουμε για πολύ ακόμα στις δαλματικές ακτές. Περνώντας ακόμα μια φορά τα σύνορα, επιστρέφουμε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και συγκεκριμένα στη Δυτική-Κεντρική Ερζεγοβίνη. Είναι μια περιοχή σαφώς πιο φτωχή, που υπέφερε και πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο, για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.

Σχετική Βιβλιογραφία:

Pavlovic, Srdja (2005): Reckoning – The 1991 Siege of Dubrovnik and the Consequences of the «War for Peace». In: spacesofidentity 5.1, p. 55-88.

Ο δευτερος πολεμος της Βοσνιας

Κλασσικό

Ο τίτλος του άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός. Ο πόλεμος στον οποίο αναφερόμαστε είχε επίκεντρο εξίσου την Ερζεγοβίνη (το δεύτερο συστατικό του ονόματος της χώρας, το οποίο συχνά ξεχνάμε) με τη Βοσνία. Επίσης, δεν ήταν ακριβώς δεύτερος, αφού έγινε παράλληλα με τον «πρώτο», δεν τον ακολούθησε· κατ’ ακρίβεια, τελείωσε πριν απ’ αυτόν. Το «δεύτερος» εδώ δεν έχει να κάνει τόσο με τον χρόνο όσο με τη σημασία: τουλάχιστον, αυτήν που του αποδόθηκε απ’ έξω.

Ο «πρώτος» πόλεμος είναι ο πιο γνωστός διεθνώς κι αυτός που συνήθως μας έρχεται στο νου όταν ακούμε για πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Από τη μια, οι Σέρβοι, υπό την ηγεσία του Ράντοβαν Κάρατζιτς και με τη (μέχρι ενός σημείου) στήριξη του ελεγχόμενου από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς γιουγκοσλαβικού στρατού. Από την άλλη, η συμμαχία Κροατών και Μουσουλμάνων (ή Βοσνιακών, όπως είναι πια ο πολιτικά ορθός όρος για τους δεύτερους). Συχνά όμως ξεχνάμε, ότι για δύο περίπου χρόνια οι δύο τελευταίοι πολεμούσαν όχι μόνο εναντίον των Σέρβων, αλλά και μεταξύ τους.

Οι ηγέτες των τριών εθνοτικών ομάδων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στη διάρκεια του πολέμου: απο αριστερά προς τα δεξιά, Ράντοβαν Κάρατζιτς (Σέρβοι), Αλία Ιζετμπέγκοβιτς (Μουσουλμάνοι-Βοσνιακοί), Μάτε Μπόμπαν (Κροάτες). Πηγή εικόνας: https://www.vecernji.ba/kolumne/filmski-povratak-alije-izetbegovica-karadzica-i-bobana-1189680.

Από δύσκολοι σύμμαχοι, ανοικτοί εχθροί

Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στη Γιουγκοσλαβία, τα πράγματα μπορεί να έμοιαζαν σχετικά καθαρά: οι Σέρβοι εναντίον όλων. Η κατάσταση δεν ήταν ποτέ βέβαια τόσο μονοδιάστατη (θα ήταν αδύνατο σε μια χώρα τόσο σύνθετη όσο η πρώην Γιουγκοσλαβία), αλλά μια τέτοια απλοποίηση ήταν σε κάποιο βαθμό θεμιτή. Ήδη όμως στον δεύτερο χρόνο, το 1992, φάνηκαν τα όρια της. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η έτσι κι αλλιώς εύθραυστη συμμαχία Κροατών-Μουσουλμάνων συντηρούνταν κυρίως από τον κοινό φόβο των Σέρβων. Όπου οι τελευταίοι έφυγαν νωρίς ή δεν είχαν διεκδικήσεις, δεν υπήρχε κάτι για να ενώνει τους πρώτους. Αυτή ήταν η περίπτωση δύο κυρίως περιοχών: της Κεντρικής Βοσνίας και της Δυτικής Ερζεγοβίνης.

Ας ξεκινήσουμε με την τελευταία. Στα οθωμανικά χρόνια, η εθνο-θρησκευτική σύνθεση της Δυτικής Ερζεγοβίνης ήταν από τη μια αρκετά τυπική: ένα μεγάλο αστικό κέντρο (Μόσταρ) με μουσουλμανική πλειοψηφία, στη μέση ενός αγροτικού χώρου κατοικούμενου κυρίως από Χριστιανούς. Από την άλλη όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα: αυτοί οι Χριστιανοί αγρότες δεν ήταν Ορθόδοξοι, όπως συνηθιζόταν στα οθωμανικά Βαλκάνια, αλλά στη μεγάλη πλειονότητά τους Καθολικοί (Κροάτες). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνορεύει με την κροατική ακτή της Δαλματίας, η Ερζεγοβίνη ήταν επομένως πάντα στο μυαλό των Κροατών εθνικιστών που ονειρεύονταν μια ανεξάρτητη Μεγάλη Κροατία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου τα πάντα έγιναν πάλι ρευστά, κάποιοι το είδαν σαν ευκαιρία για να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα.

Η Κεντρική Βοσνία είναι κάπως διαφορετική περίπτωση. Ο κροατικός πληθυσμός δεν είναι εδώ τόσο συμπαγής και δεν γειτονεύει άμεσα με την κυρίως Κροατία. Πρόκειται για μια ανάμικτη περιοχή: κάποια χωριά/κωμοπόλεις με περισσότερους Κροάτες, άλλα με περισσότερους Μουσουλμάνους, κάποια εντελώς ανάμικτα, και λίγοι Σέρβοι σκορπισμένοι παντού (πολύ λιγότεροι σήμερα, μετά τον πόλεμο). Αν δηλαδή η Δυτική Ερζεγοβίνη έμοιαζε σε πολλούς «φυσικά» κροατική, η κεντρική Βοσνία έπρεπε πρώτα να γίνει τέτοια· με ποιες μεθόδους, θα το βλέπαμε σύντομα.

Εθνοτική Σύνθεση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1991 (πριν τους πολέμους και τις μετακινήσεις/εκκαθαρίσεις πληθυσμών που ακολούθησαν). Η Δυτική Ερζεγοβίνη είναι η συμπαγής πορτοκαλί (κροατική) περιοχή στα νοτιοδυτικά, ενώ η Κεντρική Βοσνία φαίνεται ως ανάμικτη πράσινη-πορτοκαλί (Μουσουλμάνοι και Κροάτες) με μικρούς μπλε θύλακες (Σέρβοι).
By Lilic – 1991 population census, CC BY-SA 3.0 rs, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=75497423

Όταν το μονοκομματικό κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε, η δύναμη που γρήγορα κυριάρχησε ανάμεσα στους Κροάτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ήταν το εθνικιστικό Κροατικό Δημοκρατικό Κόμμα (HDZ) – και το ένοπλο σκέλος του, το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο (HVO). Ο τοπικός ηγέτης ήταν ο Μάτε Μπόμπαν, αλλά βέβαια πιο ψηλά ήταν η κυβέρνηση της ίδιας της Κροατίας υπό τον Φράνιο Τούτζμαν, ο οποίος έπαιρνε τις κεντρικές αποφάσεις. Το HVO έκανε προετοιμασίες για μια ένοπλη σύγκρουση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, πολύ πριν αυτή ξεσπάσει: το 1992 είχε ήδη έτοιμη οργανωτική δομή και εξοπλισμό. Πολύ σύντομα, κατάφερε να επικρατήσει επί άλλων κροατικών ανταγωνιστικών οργανώσεων όπως τις Κροατικές Αμυντικές Δυνάμεις (HOS), χάρη και στην περίπου φανερή στήριξη της κροατικής κυβέρνησης.

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, ο σερβικός εχθρός ήταν ακόμα παντού, με την ισχύ του γιουγκοσλαβικού στρατού τον οποίο στην ουσία είχε στη διάθεσή του. Επομένως, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους παρά να συνεργαστούν. Ήδη όμως από τότε, ήταν φανερό πως οι στόχοι των ηγεσιών τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Οι Κροάτες ανακήρυξαν από το 1991 την «Κροατική Κοινότητα της Ερζεγο-Βοσνίας«. Χωρίς ακόμα να είναι απολύτως καθαροί στο κατά πόσον αυτή πρέπει να ανήκει σε μια (συν)ομοσπονδιακή Βοσνία-Ερζεγοβίνη, να είναι εντελώς ανεξάρτητη ή και να προσαρτηθεί στην Κροατία, η απόσταση από την ενιαία πολυεθνοτική Βοσνία-Ερζεγοβίνη που υποστήριζαν οι Μουσουλμάνοι Βοσνιακοί ήταν μεγάλη.

Η Κροατική Δημοκρατία της Ερζεγο-Βοσνίας, στα σύνορα στα οποία αυτό-ανακηρύχθηκε το 1993, ως μετεξέλιξη της «Κροατικής Κοινότητας». Στην πραγματικότητα βέβαια, ποτέ το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο δεν κατάφερε να ελέγξει όλη αυτή την περιοχή, ούτε καν την «επίσημη» πρωτεύουσά της, το Μόσταρ. Πηγή εικόνας: https://i.redd.it/croatian-republic-of-herzeg-bosnia-1991-1996-v0-h9id38lwsbw81.jpg?s=345e23d1014cbd736f066ea2dfd120c21fb9d08d

Μια ματιά στον προηγούμενο χάρτη είναι αρκετή για να καταλάβουμε γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να δεχτούν μια τριχοτόμηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αν και με 41% (τότε) η μεγαλύτερη κοινότητα της χώρας, η συγκέντρωσή τους στους αστικούς χώρους από τη μια και η διασπορά τους μέσα στην επικράτεια από την άλλη, σήμαιναν ότι το ποσοστό έκτασης όπου πλειοψηφούσαν ήταν πολύ μικρότερο του ποσοστού τους στον πληθυσμό. Επίσης, αυτή η έκταση ήταν πολύ λιγότερο συμπαγής από την αντίστοιχη Σέρβων και Κροατών. Επιπλέον, πάλι σε αντίθεση με τους τελευταίους, δεν συνόρευε με κάποια «μητέρα-πατρίδα» που θα μπορούσε να τους στηρίξει: θα ήταν στην ουσία μια ή περισσότερες μουσουλμανικές νησίδες σε πλήρη εξάρτηση από τους δυνητικούς εχθρούς της. Στην ουσία, η ενιαία Βοσνία-Ερζεγοβίνη στα παλιά της σύνορα ήταν για τους Μουσουλμάνους Βοσνιακούς η μόνη ελπίδα επιβίωσης ως ξεχωριστή εθνότητα. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τους Κροάτες, κι έτσι κατά κάποιον τρόπο «φυσιολογικά» οι τελευταίοι απομακρύνονταν από τους Μουσουλμάνους· και, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως έρχονταν πιο κοντά στους Σέρβους.

Παρά επομένως την εχθρότητα ανάμεσα σε Τούτζμαν και Μιλόσεβιτς, αυτό δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι δεν μπορoύσε να υπάρξει κατανόηση μεταξύ τους. Ήδη το 1991 ήταν η χρονιά της περίφημης, αν και ακόμα μη ξεκάθαρα αποδεδειγμένης, συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Με αυτήν, πιστεύεται πως οι δύο εθνικιστές ηγέτες κατέληξαν στη μοιρασιά της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μεταξύ τους. Την επόμενη χρονιά, συναντήθηκαν στο Γκρατζ της Αυστρίας και οι αντίστοιχοι τοπικοί ηγέτες της Βοσνίας: ο Μάτε Μπόμπαν και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς. Οι Μουσουλμάνοι, συμπιεσμένοι ανάμεσα στον σερβικό και κροατικό εθνικισμό, ήταν το πιο αδύναμο μέρος αυτής της εξίσωσης: δεν κλήθηκαν καν στη συνάντηση.

Ο πόλεμος της Κεντρικής Βοσνίας

Οι Μπόμπαν και Κάρατζιτς μπορεί να μην κατέληξαν τελικά σε συμφωνία στο Γκρατζ (κατά μια άποψη, λόγω διαφωνιών στον έλεγχο του Ανατολικού Μόσταρ). Στα μάτια των Μουσουλμάνων όμως, και μόνο το γεγονός όμως ότι συναντιούνταν και συνομιλούσαν ερήμην τους, δεν μπορούσε παρά να φαίνεται ως καθαρή κροατική προδοσία· και μάλλον όχι άδικα.

Όπως ήταν ίσως επόμενο λόγω του ανάμικτου πληθυσμού, οι αψιμαχίες ξεκίνησαν κυρίως στην κεντρική Βοσνία, ήδη από το 1992, στην αρχή μάλλον κάπως συγκρατημένα. Όσο όμως οι συγκρούσεις με τους Σέρβους έμοιαζαν να κοπάζουν, τόσο χανόταν (κι εδώ) ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς. Τελικά, οι αψιμαχίες έγιναν κανονικές μάχες και οι μάχες κανονική εθνοκάθαρση· έτσι όπως την ξέραμε από τον «πρώτο» πόλεμο της Βοσνίας. Εκδίωξη ανθρώπων από τα σπίτια τους, κάψιμο χωριών, εκτελέσεις αιχμαλώτων, σφαγές αμάχων, βεβήλωση θρησκευτικών συμβόλων, μαζικοί βιασμοί: τέτοια γεγονότα ακολουθούσαν το ένα το άλλο.

Η κορύφωση ήταν η σφαγή του Άχμιτσι, στις 16 Απριλίου 1993. Κατά τις 5.30 το πρωί, οι βολές των κροατικών όλμων στα όρια του μικτού χωριού φρόντισαν ώστε να κοπεί η οδός διαφυγής των Μουσουλμάνων κατοίκων προς τα δάση. Οι κροατικές δυνάμεις μπήκαν έπειτα στο χωριό. Το τι ακολούθησε, το ξέρουμε χάρη στο ότι, σχεδόν τυχαία, ειρηνευτικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βρέθηκαν στην πόλη λίγο μετά. Αντίκρισαν κατεστραμμένα σπίτια (τα λίγα άθικτα ανήκαν σε Κροάτες) και αμέτρητα πτώματα. Πάνω από 100 νεκροί χωρικοί ήταν ο τραγικός απολογισμός της μέρας, κυρίως άμαχοι και πολλά γυναικόπαιδα. Κάποιοι είχαν σκοτωθεί από πυροβολισμούς, άλλοι φαίνεται ότι είχαν καεί ζωντανοί. Αν και η επίσημη κροατική διοίκηση αρνήθηκε ότι αυτά έγιναν εν γνώσει της, τα γεγονότα δεν άφησαν πολλές αμφιβολίες για το ποια ήταν η στρατηγική από πίσω. Όπως είπε και ο διοικητής των στρατευμάτων του ΟΗΕ, η σφαγή έπρεπε να γίνει για να ξέρουν οι Μουσουλμάνοι τι θα τους συμβεί αν δεν εγκαταλείψουν την περιοχή.

Εκτός των σφαγών, οι κροατικές δυνάμεις έκαψαν το τζαμί του Άχμιτσι, γκρεμίζοντας και τον μιναρέ. Η καταστροφή των θρησκευτικών συμβόλων του «εχθρού» ήταν σταθερό χαρακτηριστικό των πολέμων της Βοσνίας. Πηγή εικόνας: http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/603420.stm

Οι Μουσουλμάνοι απάντησαν κι αυτοί με αντίστοιχες σφαγές Κροατών αμάχων, όπως αυτές στην Τρούσινα, ή, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στο Ουζντόλ και την Γκραμποβίτσα (αν και συνολικά μάλλον όχι στην ίδια κλίμακα και συστηματικότητα). Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πια, ότι μόλις πριν έναν χρόνο οι δύο πλευρές ήταν σύμμαχοι.

Ιστορία μιας πόλης και μιας γέφυρας

Η πρωτεύουσα της Ερζεγοβίνης έχει όνομα με νόημα: το «Μόσταρ» προέρχεται από τη σερβοκροατική λέξη Μοστ, δηλαδή γέφυρα. Και όντως, το σύμβολο της πόλης είναι μια παλιά γέφυρα, «Στάρι Μοστ» στα σερβοκροάτικα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία της περιοχής, το οποίο ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Νερέτβα που διασχίζει την πόλη.

Το Μόσταρ και η Παλιά Γέφυρα. Πηγή εικόνας: https://www.historyhit.com/locations/mostar-bridge/

Το όνομα σε μια τέτοια γεωγραφία αποκτά κι άλλους συμβολισμούς. Πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, το Μόσταρ ήταν και πρότυπο αρμονικής συμβίωσης εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, τονίζοντας τη γιουγκοσλαβική «αδελφοσύνη και ενότητα». Οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες ήταν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες, με περίπου 30-35% του πληθυσμού η κάθε μία. Η τρίτη κοινότητα ήταν οι Σέρβοι, περίπου ένα πέμπτο του πληθυσμού. Πλάι σε αυτές τις κοινότητες, στις επίσημες στατιστικές εμφανιζόταν και ένα περήφανο 10-15% που δήλωναν απλώς «Γιουγκοσλάβοι», περιφρονώντας τους εθνοτικούς διαχωρισμούς. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παιδιά μικτών γάμων, στους οποίους το Μόσταρ είχε το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.

Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες το 1992. Σε πρώτη φάση, Μουσουλμάνοι και Κροάτες πολέμησαν μαζί ενάντια στους Σέρβους και τον γιουγκοσλαβικό στρατό. Οι σέρβικες δυνάμεις εγκατέλειψαν όμως σχετικά γρήγορα κι εύκολα την πόλη (στη φυγή τους ακολούθησε και ο σερβικός πληθυσμός της πόλης), με τρόπο που άφησε στους Μουσουλμάνους πολλές υποψίες για εφαρμογή της συμφωνίας του Καρατζόρτζεβο. Η συμπεριφορά της κροατικής ηγεσίας επιβεβαίωνε αυτούς τους φόβους: ονόματα δρόμων άλλαζαν σε κροατικά, κροατικά εθνικά σύμβολα αναρτήθηκαν στη θέση αυτών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το Μόσταρ προοριζόταν για πρωτεύουσα της Ερζεγο-Βοσνίας: οι Κροάτες, αν και χωρίς να είναι απόλυτη πλειοψηφία, θεωρούσαν ότι από τη στιγμή που οι Μουσουλμάνοι είχαν το Σαράγεβο και οι Σέρβοι την Μπάνια Λούκα, το Μόσταρ αναλογούσε φυσιολογικά σε αυτούς.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις κροατο-βοσνιακές μάχες στο μέτωπο της Κεντρικής Βοσνίας, στο Μόσταρ η κατάσταση παρέμεινε σχετικά ήρεμη μέχρι και τον Μάιο του 1993. Κάπου εκεί όμως, αυτή η εύθραυστη ηρεμία έφτασε στα όριά της. Οι δυνάμεις του Κροατικού Αμυντικού Συμβουλίου περικύκλωσαν το μουσουλμανικό μέρος της πόλης, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν όσους προσπαθούσαν να περάσουν σε αυτό από την απέναντι όχθη του Νερέτβα. Οι Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην κροατική ζώνη συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αποτελούμενος κυρίως από Μουσουλμάνους Στρατός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης αντέδρασε, όπως ήταν επόμενο.

Πολύ γρήγορα, η πόλη χωρίστηκε στα δύο: στα δυτικά ελεγχόμενη από το Κροατικό Αμυντικό Συμβούλιο, στα ανατολικά από την επίσημη και κυριαρχούμενη από Μουσουλμάνους (μετά την αποχώρηση Σέρβων και Κροατών) κυβέρνηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Δεν ήταν όμως μια διχοτόμηση με ισορροπία δυνάμεων. Το Ανατολικό Μόσταρ ήταν στην ουσία ένα μουσουλμανικό γκέτο, υπό τη σταθερή πολιορκία των κροατικών δυνάμεων. Ενώ στο κροατικό μισό η ζωή συνεχιζόταν σχεδόν κανονικά, στο Ανατολικό οι συνθήκες διαβίωσης γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, θυμίζοντας Σαράγεβο: έλλειψη βασικών αγαθών όπως ρεύμα και τρεχούμενο νερό, ασθένειες, πείνα, κι επιπλέον, συνεχείς βολές του κροατικού πυροβολικού, οι οποίες κατέστρεψαν περίπου τα 4/5 των κτιρίων της πόλης.

Ο βοσνιακός στρατός πάντως έλεγχε ακόμα κι ένα μικρό τμήμα της δυτικής όχθης του Νερέτβα, στην παλιά πόλη του Μόσταρ, το οποίο επικοινωνούσε με την ανατολική όχθη μέσω της παλιάς γέφυρας. Προς το τέλος του 1993, η κροατική πλευρά αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να τελειώνει και με αυτήν. Με αιτιολογία τη διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη του μουσουλμανικού θύλακα, το κροατικό πυροβολικό βομβάρδισε και κατέστρεψε την παλιά γέφυρα, μετά από 400 χρόνια. Η εικόνα γύρισε τον κόσμο και προκάλεσε σοκ και θλίψη. Μαζί με τη γέφυρα, σύμβολο της πόλης, γκρεμίστηκαν ίσως και όσα συμβόλιζε για τη συμβίωση των κοινοτήτων.

Η καταστροφή της γέφυρας (09.11.1993).

Η αποκατάσταση (;) της συμμαχίας

Το 1994, ο πόλεμος στη Βοσνία έμπαινε στον τρίτο χρόνο του. Οι Αμερικάνοι αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να αναλάβουν δράση. Και για να ασκηθεί πίεση προς τους Σέρβους, η πρώτη απαραίτητη κίνηση ήταν η αποκατάσταση της κροατο-μουσουλμανικής συμμαχίας.

Υπήρχαν όμως και εσωτερικοί λόγοι που υποχρέωναν τις δύο πλευρές να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Οι Βοσνιακοί προφανώς δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ ακόμα τον πόλεμο σε δύο μέτωπα, εναντίον Κροατών και Σέρβων, και μάλιστα με δύο από τις σημαντικότερες πόλεις τους (Σαράγεβο και Μόσταρ) υπό πολιορκία. Και οι Κροατοβόσνιοι όμως δεν τα πήγαιναν και πολύ καλύτερα. Παρά τα θεωρητικά τους πλεονεκτήματα (κυρίως τη στήριξη από τη μητέρα-πατρίδα Κροατία), στην αρχή του 1994 η στρατιωτική κατάσταση στο πεδίο έδειχνε περισσότερο ισοπαλία παρά νίκη. Ο βοσνιακός στρατός είχε αντέξει καλύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Επίσης, γεγονότα όπως η σφαγή του Άχμιτσι, η καταστροφή της γέφυρας του Μόσταρ και η συνεχιζόμενη σκληρή πολιορκία του τελευταίου, είχαν χαλάσει την εικόνα της κροατικής πλευράς στο εξωτερικό. Φαινόταν πως υπήρχε η πιθανότητα ακόμα και διεθνών κυρώσεων προς την Κροατία, ανάλογων με αυτών που ήδη ίσχυαν ενάντια στη Σερβία: κάτι που ο Τούτζμαν ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.

Και η θυσία ήταν μάλλον η εγκατάλειψη του σχεδίου της κροατικής Ερζεγο-Βοσνίας. Με εντυπωσιακή ταχύτητα, μόλις στη δεύτερή τους συνάντηση, οι δύο πλευρές υπέγραψαν ανακωχή στις 23 Φεβρουαρίου: και, ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό, η ανακωχή λίγο-πολύ τηρήθηκε.

Μόλις 6 ημέρες μετά, την 1η Μαρτίου, υπογράφηκε και η Συμφωνία της Ουάσιγκτον. Η Συμφωνία έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της κροατο-μουσουλμανικής Ομοσπονδίας, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα· χωρίς απαραίτητα να αντιμετωπίζεται με ενθουσιασμό από καμιά από τις δύο πλευρές. Εκείνη τη στιγμή πάντως, έδωσε τη δυνατότητα σε Κροάτες και Μουσουλμάνους να επικεντρωθούν πάλι στον κοινό σερβικό εχθρό: αυτήν τη φορά, υποστηριζόμενοι και από ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς. Μπήκαν έτσι οι βάσεις και για τη σερβική ήττα, ενάμιση χρόνο αργότερα.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της ομοσπονδιακής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org), που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου. Η μία είναι η «Σερβική Δημοκρατία» των Σερβοβόσνιων, και η άλλη η «Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης» Κροατών και Βοσνιακών, μια.. ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία .

Αν όμως το 1994 όντως σταμάτησαν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Κροάτες και Βοσνιακούς, αυτό δε σημαίνει ότι αποκαταστάθηκαν αυτόματα και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το Μόσταρ παρέμεινε για χρόνια διαιρεμένο, και η διοικητική (τουλάχιστον) επανένωση ήρθε πολύ αργότερα, μετά από την επιβολή της με διάταγμα από την ξένη διοίκηση, αφού προηγούμενες προσπάθειες αντιμετώπισαν ακόμα και βίαιες αντιδράσεις. Όλα αυτά έδειξαν ότι είναι ένα πράγμα η επανένωση στα χαρτιά, και άλλο στο μυαλό των ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, στην αντίληψη πολλών υπάρχουν δύο Μόσταρ, το Δυτικό κροατικό και το Ανατολικό μουσουλμανικό. Και η επιβίωση της κροατο-μουσουλμανικής «Ομοσπονδίας» παραμένει αμφίβολη, ενώ αυτή πλησιάζει την τριακοστή επέτειό της.

Κάποιες σκέψεις ως επίλογος

Ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος είναι από τα σχετικά ξεχασμένα επεισόδια των τελευταίων πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια. Η εικόνα της κατεστραμμένης γέφυρας του Μόσταρ μπορεί να συγκίνησε τον κόσμο για μια περίοδο, έγινε μάλιστα και έμπνευση για τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος μάλλον επισκιάστηκε από γεγονότα όπως η σφαγή της Σρεμπρένιτσα και η αμερικάνικη επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο.

Η σερβική επιθετικότητα, ο ακραίος σέρβικος εθνικισμός, ή ειδικά ο τυχοδιωκτισμός του Μιλόσεβιτς είναι οι εξηγήσεις που παρουσιάζονται συχνά για το πώς έφτασε η Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει σοβαρά τη σημασία τους. Το ερώτημα είναι αν αποτελούν τη βαθύτερη αιτία.

Η σύγκρουση ανάμεσα στους Κροάτες και τους Βοσνιακούς χαλάει αυτή την εικόνα. Περιέχοντας όλες τις ακρότητες και τον φανατισμό που χαρακτήρισαν και τις άλλες συγκρούσεις (εθνοκάθαρση, σφαγές αμάχων, βιασμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολιορκίες, καταστροφή υποδομών και ιστορικών μνημείων), απουσίαζαν οι συνήθεις ύποπτοι: οι Σέρβοι. Είναι η απόδειξη, πως ακόμα κι αν δεν υπήρχε σερβικός σωβινισμός ή Μιλόσεβιτς στην εξίσωση, η ειρηνική μετάβαση της Γιουγκοσλαβίας στη «Νέα Τάξη» ήταν κάθε άλλο παρά εγγυημένη.

Μια άλλη εύκολη εξήγηση θα ήταν να μιλήσουμε για «πανάρχαια μίση», που απλά κρύφτηκαν καλά στην τιτοϊκή περίοδο και βγήκαν φυσιολογικά ξανά στην επιφάνεια. Και πάλι όμως, αυτό δεν εξηγεί π.χ. το ψηλό ποσοστό μικτών γάμων ή ότι, λίγους μήνες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στη Βοσνία, περίπου τα 2/3 των Μοσταρινών υποστήριζαν σε δημοσκόπηση ότι δε θα έπρεπε να επιτραπεί στα εθνικιστικά κόμματα να κατεβούν σε αυτές. Τελικά, τους επιτράπηκε: και περίπου το ίδιο ποσοστό, τα 2/3, τα ψήφισε.

Πώς εξηγείται μια τόσο εντυπωσιακή στροφή σε χρόνο μηδέν; Έλλειψη ασφάλειας και οικονομική κρίση, σε μια μετάβαση από ένα προστατευμένο σύστημα με οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές στο άγνωστο του διεθνούς καπιταλισμού, συμπεριφορά αγέλης και ένστικτο αυτοσυντήρησης, έλλειψη επεξεργασίας ιστορικών γεγονότων όπως των ενδογιουγκοσλαβικών σφαγών του Β’ Παγκοσμίου: αυτά είναι στοιχεία που πιθανόν έπαιξαν τον ρόλο τους, δίπλα σε πολλά όλα. Αυτό πάντως που απέδειξαν σίγουρα (και) οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι είναι πως μια αρμονική συμβίωση ανάμεσα σε διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές κοινότητες μπορεί να λειτουργεί επί δεκαετίες ή και αιώνες, δε χρειάζεται όμως παρά λίγους μήνες για να καταστραφεί. Και όσο εύκολη είναι η καταστροφή της, τόσο δύσκολο είναι μετά να την κτίσεις από την αρχή. Ας είμαστε λοιπόν κι εμείς προσεκτικοί, όπου μια τέτοια συμβίωση επιβιώνει ακόμα.

Βιβλιογραφία

  1. A. Luchetta, ‘Mostar and the Loss of Its (Partial) Uniquess: A History, 1990-2009’, Doctoral dissertation, Graduate Institute of International and Development Studies, Geneva, 2009.
  2. K. D. Gosztonyi, ‘Negotiating in humanitarian interventions: The case of the international intervention into the war in Bosnia-Herzegovina’, FU Berlin, Berlin, Germany, 2004. Ημερομηνία πρόσβασης: 16 Ιούλιος 2023. [Έκδοση σε ψηφιακή μορφή]. Διαθέσιμο στο: https://refubium.fu-berlin.de/handle/fub188/4236
  3. Central Intelligence Agency, Office of Russian and European Analysis (2002). Balkan Battlegrounds: A Military History of the Yugoslav Conflict, 1990–1995, Volume 2. Washington, D.C.: Central Intelligence Agency. ISBN 978-0-16-066472-4. Archived from the original on 2020-03-18. Retrieved 2016-09-27.
  4. F. Borić (2022): Bosnia-Herzegovina social Weekly Briefing: Marking the anniversaries of war crimes in the context of Bosniak-Croat relations. China CEE-Institute Weekly Briefing, Vol. 50. No. 3 (BH) April 2022.
  5. M. Bjarnason (2001): The War and War-Games in Bosnia and Herzegovina from 1992 to 1995: The main events, disagreements and arguments, resulting in a «de facto» divided country.

 

 

Απο τη Μακεδονια στο Κοσσυφοπεδιο

Κλασσικό

Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του 19ου αιώνα. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Map-of-Ottoman-Empire-in-1900-German.svg

Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.

Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη που επιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.

Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων.

Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.

Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».
Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.
Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.

Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.

Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.
Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.
Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.

Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.
Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.

Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.

Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.
Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.

Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.

Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.

Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.

Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.
Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.

Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.

Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.
Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.

Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.

Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.
Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.

Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.

Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.
Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.
Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.

Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.

Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.
Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».
Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.
Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.

Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.

Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.
«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.
Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.

Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).

Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».

Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.
Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.
Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.

Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Οι Φεντεραλιστες της Μακεδονιας

Κλασσικό

Ενώ το ημερολόγιο μας γράφει 2018, βλέπουμε το Μακεδονικό να παραμένει ένα καυτό ζήτημα, ικανό να καθορίζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται έτσι σε ένα από τα μακροβιότερα «εθνικά» ζητήματα: το Μακεδονικό συνεχίζει να συγκινεί τα πλήθη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, έστω και αν στα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις «θερμές» του φάσεις μισοξεχνιέται και κάθε φορά ξαναγεννιέται με λίγο διαφορετικό τρόπο.

Συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στην Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2018.

Πίσω από τις διαμάχες για το όνομα της χώρας, της εθνότητας και της γλώσσας (οι οποίες αφορούν περισσότερο την εσωτερική (μικρο)πολιτική των δύο χώρων), παίζονται φυσικά και σοβαρότερα γεωπολιτικά παιχνίδια, όπως οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Αμερικάνους, Γερμανούς, Ρώσους και Τούρκους για επιρροή στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Η εικόνα είναι θλιβερή, τουλάχιστον για όσους θα ονειρεύονταν μια προσέγγιση των βαλκανικών λαών μακριά από ξένες κηδεμονίες. Σε αυτό το κλίμα, είναι ίσως καλό να θυμηθούμε, ότι το Μακεδονικό δεν ήταν πάντα μόνο μια σύγκρουση βαλκανικών εθνικισμών και παιχνίδι των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων. Ήταν ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την πραγμάτωση του παλιού οράματος μιας δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

Ποιοι ήταν αυτοί οι Μακεδόνες*¹, οι οποίοι εργάζονταν για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου; Ήταν από τη μια κάποιοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι αναφέρθηκαν ήδη σε άλλα άρθρα. Ήταν όμως και αρκετοί Σλαβόφωνοι – των οποίων ο εθνοτικός προσδιορισμός είναι ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενος. Οι περισσότεροι Έλληνες συνδέουν τα αρχικά Ε.Μ.Ε.Ο. (V.M.R.O.) μάλλον με έναν εχθρικό σλαβικό επεκτατισμό. Εξάλλου, το ίδιο όνομα φέρει και το πρώην κυβερνών κόμμα στη γειτονική πΓΔΜ, γνωστό για την ιδιαίτερα σκληρή γραμμή του στο ζήτημα της ονομασίας. Αν όμως ρίξει κάποιος μια πιο προσεκτική ματιά, θα δει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Από τον Άγιο Στέφανο στο Ίλιντεν

Το 1878 ήταν αναμφισβήτητα μια χρονιά-σταθμός στην ιστορία των Βαλκανίων. Ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω στην περιοχή: όχι μόνο έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία και η Ρουμανία, αλλά εμφανίστηκε και μια εντελώς νέα αυτόνομη οντότητα: η Ηγεμονία της Βουλγαρίας. Μπορεί τελικά με την Συνθήκη του Βερολίνου η έκταση της να ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί έλπιζαν ή φοβόντουσαν. Κανείς δεν ξέχασε όμως την προηγούμενη, ακυρωμένη τελικά, Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της ίδιας χρονιάς, με την οποία η ηγεμονία θα είχε μια τεράστια έκταση, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία και φτάνοντας μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης. Ο χάρτης του Αγίου Στέφανου θα στοίχειωνε επίμονα τα βουλγαρικά εθνικά όνειρα για τις επόμενες δεκαετίες – και θα παρέμενε φόβητρο για τα γειτονικά έθνη.

Στον χάρτη φαίνεται με κόκκινη διαγράμμιση η έκταση που δόθηκε στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και με ενιαίο κόκκινο χρώμα αυτή που τελικά πήρε με τη Συνθήκη του Βερολίνου (η  Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία μερικά χρόνια αργότερα).
Πηγή εικόνας

Η ιδέα για μια αυτόνομη Μακεδονία μπορεί αρχικά να προήλθε από την Αυστροουγγαρία, ενώ φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα υποστηρίχτηκε και από την ελληνική κυβέρνηση. Σύντομα όμως, η ιδέα υιοθετήθηκε από το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος και συνδέθηκε με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό στην περιοχή. Η λογική ήταν προφανώς, ότι από τη στιγμή που (όπως τουλάχιστον οι ίδιοι οι Βούλγαροι θεωρούσαν) ο πληθυσμός της περιοχής ήταν κυρίως βουλγαρόφωνος, η αυτονόμηση της Μακεδονίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πρώτο βήμα για την ένωση με τη μητέρα-πατρίδα Βουλγαρία.

Σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη μια μυστική ομάδα από νεαρούς σλαβόφωνους Μακεδόνες, σπουδασμένους είτε στη Βουλγαρία είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας, με στόχο μια αυτόνομη Μακεδονία. Η οργάνωση άλλαξε πολλά ονόματα στα πρώτα της χρόνια, αλλά τελικά στην Ιστορία θα έμενε ως Ε.Μ.Ε.Ο.: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σε ακριβώς 10 χρόνια, αυτή θα οργάνωνε τη μεγαλύτερη μακεδονική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, η οποία ξέσπασε στις 2 Αυγούστου (20 Ιουλίου με το παλιό ημερολόγιο), ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία: Ίλιντεν στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα.

Επαναστάτες από την Οχρίδα κατά την εξέγερση του Ίλιντεν.
Πηγή εικόνας

Το πιο εύκολο, με βάση αυτά που γράφτηκαν μέχρι τώρα, θα ήταν να δούμε την ΕΜΕΟ και την εξέγερση του Ίλιντεν ως μια άλλη έκφραση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Εξάλλου, είναι σχετικά καθαρό ότι τα περισσότερα από τα κορυφαία στελέχη της ΕΜΕΟ είχαν κάποιου είδους βουλγαρική εθνική συνείδηση. Τα πράγματα όμως στην εθνοθρησκευτικά μπερδεμένη περιοχή μας δύσκολα θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά, πόσο μάλλον σε ένα από τα πιο μπερδεμένα τμήματά της, τη Μακεδονία.

Από την ΕΜΕΟ στην ομάδα των Σερρών

Η ΕΜΕΟ δεν ήταν ποτέ απλά ένα πιόνι του βουλγαρικού κράτους. Από την αρχή, οι εκπρόσωποι του βουλγαρικού κράτους έβλεπαν με δυσπιστία αυτήν την ιδεολογικά μπερδεμένη οργάνωση με τις ριζοσπαστικές τάσεις, που είχε δημιουργηθεί από τα κάτω. Προτιμούσαν βέβαια την οργάνωση που είχαν ιδρύσει και έλεγχαν οι ίδιοι, το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» (Βερχόβεν Κομιτέτ). Η ΕΜΕΟ όμως ήταν αυτή που ήταν πραγματικά γειωμένη μέσα στον ντόπιο μακεδονικό πληθυσμό, επομένως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν μαζί της, σε κάποιον βαθμό. Αντίστοιχη δυσπιστία άρχισε πάντως να εμφανίζεται και αντίστροφα, από την πλευρά της ΕΜΕΟ προς τη Βουλγαρία και το Ανώτατο Κομιτάτο και οι σχέσεις τους σύντομα έγιναν προβληματικές.

Η ΕΜΕΟ είχε από την αρχή μέσα της διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις. Σύντομα φάνηκε ότι η συμβίωση τους δεν θα ήταν εύκολη. Από το Ίλιντεν και μετά, ήταν φανερό ότι υπήρχαν δύο κύριες ομάδες. Από τη μια, η σχετικά συντηρητική, η οποία υποστήριζε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο, με ισχυρή Κεντρική Επιτροπή, και ήταν πιο στενά προσκολλημένη στη Σόφια. Από την άλλη, μια πιο ριζοσπαστική πλευρά, η οποία επεδίωκε την αποκέντρωση και τη μεταφορά εξουσίας στις τοπικές επιτροπές, προβάλλοντας παράλληλα την ιδέα μιας πραγματικής μακεδονικής αυτονομίας, αντί μιας βουλγαρικής κηδεμονίας. Σε αυτήν την τάση δεν ήταν καθόλου αμελητέες και οι σοσιαλιστικές επιρροές.

Ο Δήμο Χατζηδήμωφ γεννήθηκε το 1875 στον σημερινό νομό Σερρών, στο χωριό Άνω Βροντού (Γκόρνο Μπρόντι). Σπούδασε και δούλεψε σαν δάσκαλος στη Βουλγαρία, όπου και έγινε μαρξιστής. Έγινε μέλος της ΕΜΕΟ, και εξελίχθηκε στον κύριο ιδεολόγο της αποκεντρωτικής φεντεραλιστικής της τάσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε σημαντικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (Κ.Κ.Β.). Δολοφονήθηκε το 1924 από τους πρώην συντρόφους της (δεξιάς πλέον) ΕΜΕΟ.
Πηγή εικόνας

Το 1908, η εσωτερική σύγκρουση των δύο ομάδων είχε ήδη εξελιχθεί σε ανοιχτή και βίαιη ρήξη. Από τότε, ως «ΕΜΕΟ» θα αναφερόταν η συντηρητική τάση. Η αντίπαλη πλευρά έγινε γνωστή ως «ομάδα των Σερρών«, λόγω της προέλευσης πολλών μελών της – ή αλλιώς «φεντεραλιστική«. Το τελευταίο όνομα είναι αναφορά στον στόχο μιας «Ανατολικής Ομοσπονδίας» που θα συμπεριελάμβανε όλες τις βαλκανικές χώρες. Αυτή ήταν κατά τους φεντεραλιστές η μόνη δυνατή λύση για την περιοχή, ώστε να γλυτώσει από τους καταστροφικούς εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ιδέα αυτή κάνει φανερές τις αριστερές επιρροές και θυμίζει τις προηγούμενες παρόμοιες ιδέες και στον ελληνικό χώρο.

Το 1908 οι φεντεραλιστές ίδρυσαν το Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα, επιμένοντας στην ανάγκη συνεργασίας με τις άλλες εθνότητες της Μακεδονίας. Φάνηκαν πρόθυμοι ακόμα και να συνεργαστούν με τους Νεότουρκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή ακόμα δεν είχαν κάνει σαφή την τουρκική εθνικιστική τους κατεύθυνση: και αυτή η ασάφεια στην ιδεολογική τους ταυτότητα έδινε ελπίδες σε όσους έλπιζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να μετατραπεί σε μια δημοκρατική αποκεντρωμένη ομοσπονδία. Αυτές οι ελπίδες δεν κράτησαν πολύ: στα τέλη του 1910, οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν το κόμμα.

Ο Γιάνε Σαντάνσκι γεννήθηκε στην τότε οθωμανική «Μακεδονία του Πιρίν», δηλαδή στη σημερινή Βουλγαρία, το 1872. Λόγω της συμμετοχής του πατέρα του σε αντι-οθωμανική εξέγερση, η οικογένεια προσφυγοποιήθηκε στη Βουλγαρία. Το 1901 έγινε μέλος της ΕΜΕΟ και συμμετείχε στην εξέγερση του Ίλιντεν. Εξελίχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα της αριστερής φεντεραλιστικής πτέρυγας και έγινε ένας από τους ιδρυτές του Λαϊκού Ομοσπονδιακού Κόμματος. Αν και το 1909 βοήθησε τους Νεότουρκους να καταπνίξουν το αντεπαναστατικό κίνημα του Σουλτάνου, στους Βαλκανικούς Πολέμους αυτός και οι οπαδοί του πολέμησαν στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού. Το 1915 δολοφονήθηκε κατόπιν εντολών της ηγεσίας της ΕΜΕΟ. Στα επόμενα χρόνια, έγινε θρύλος για το αριστερό τμήμα του μακεδονικού κινήματος και τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν την παράδοσή του.
Πηγή εικόνας

Φεντεραλισμός εναντίον αυτονομισμού

Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου, η Μακεδονία βρέθηκε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: ήταν πλέον τριχοτομημένη σε ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό τμήμα. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, οι φεντεραλιστές είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο ένα, αλλά τρία κράτη. Το μόνο από αυτά που υποστήριζε θεωρητικά την ιδέα μιας μακεδονικής αυτονομίας, ήταν το βουλγαρικό – μια αυτονομία όμως υπό τον έλεγχο της Σόφιας, η οποία έλπιζε έτσι να καλύψει τις απώλειες που είχε ως μεγάλη ηττημένη των πολέμων.

Η Βουλγαρία ήταν και η χώρα στην οποία κατέφυγαν ως πρόσφυγες οι περισσότεροι από τους παλιούς ακτιβιστές της ΕΜΕΟ – εξάλλου, στη διάρκεια των πολέμων είχαν προτιμήσει να πολεμήσουν στο πλευρό της. Σε αυτούς ανήκαν πολλοί παλιοί φεντεραλιστές, οι οποίοι μαζί με άλλους προερχόμενους από την παλιά ΕΜΕΟ δημιούργησαν οργανώσεις όπως η Μακεδονική Φεντεραλιστική Προσφυγική Οργάνωση. Σε αυτές συμμετείχαν μεταξύ άλλων μαρξιστές, αναρχικοί και αριστεροί εθνικιστές.

Τι ζητούσαν όμως οι επανεμφανιζόμενοι φεντεραλιστές, σε μια εντελώς νέα κατάσταση; Από τη μια, στόχοι τους ήταν η επιστροφή των προσφύγων στις δύο «άλλες Μακεδονίες»*², δηλαδή την ελληνική και τη σερβική, καθώς και η αυτονόμηση και επανένωση της Μακεδονίας, με πλήρη διοικητική/θρησκευτική/πολιτική ισότητα των εθνοτήτων. Ως επίσημη γλώσσα της μέλλουσας «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» προτάθηκε μάλιστα η.. εσπεράντο, ενώ ως διοικητικό πρότυπο προτιμήθηκε η Ελβετία, με την καντονιακή της δομή. Από την άλλη, δεν ξέχασαν και το παλιό όνειρο μιας ευρύτερης Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που θα οδηγούσε στην εξάλειψη των ανταγωνισμών ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη – και στην οποία θα εντασσόταν φυσικά η ενωμένη Μακεδονία.

Το κίνημα λειτουργούσε ως «ενδομακεδονική αντιπολίτευση» στην «παλιά» ΕΜΕΟ, η οποία εν τω μεταξύ είχε εξελιχθεί σε πραγματικό κράτος εν κράτει στη βουλγαρική Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε αντάρτικη δράση στη σέρβικη Μακεδονία (λιγότερο στην ελληνική). Οι οπαδοί αυτής της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Τοντόρ Αλεξαντρόφ, έμειναν γνωστοί ως «αυτονομιστές«.  Οι φεντεραλιστές όμως αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια των αυτονομιστικών τους προθέσεων, θεωρώντας ότι η προσάρτηση σε μια Μεγάλη Βουλγαρία παρέμενε ο τελικός τους στόχος.

Σε αυτήν την ενδομακεδονική διαμάχη, βρέθηκε ένας μάλλον παράδοξος σύμμαχος για τους φεντεραλιστές: η βουλγαρική κυβέρνηση. Στην ηγεσία της Βουλγαρίας βρίσκονταν τώρα οι αγροτιστές του Σταμπολίσκι, ο οποίος ακολουθούσε μια φιλειρηνική πολιτική προσέγγισης με τους γείτονες και αντιμετώπιζε την ΕΜΕΟ, με τις τρομοκρατικές της ενέργειες, ως έναν επικίνδυνο εσωτερικό αντίπαλο. Οι φεντεραλιστές έμοιαζαν να είναι οι μόνοι που μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ΕΜΕΟ εντός του μακεδονικού κινήματος – εξάλλου, ο στόχος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας δεν ήταν μακριά από το πολιτικό όραμα του ίδιου του Σταμπολίσκι. Λίγο πριν δολοφονηθεί το 1921 ο ίδιος από την ΕΜΕΟ, ο Δημητρώφ, υπουργός του Σταμπολίσκι (ο οποίος θα είχε σε δύο χρόνια, το 1923, την ίδια μοίρα), προχώρησε στην ενίσχυση ενός μακεδονικού αντι-ΕΜΕΟ αντάρτικου, υπό την ηγεσία του Τόντορ Πάνιτσα και άλλων φεντεραλιστών.

Ο Τόντορ Πάνιτσα γεννήθηκε στο Οριάχοβο της βόρειας Βουλγαρίας. Το 1902 μπήκε στην ΕΜΕΟ και έγινε στενός συνεργάτης του Σαντάνσκι, αναλαμβάνοντας και τις δολοφονίες των εχθρών του εντός της οργάνωσης. Πολέμησε στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε μια από τις κύριες μορφές του φεντεραλιστικού κινήματος και ανέλαβε τη δημιουργία παραστρατιωτικής ομάδας που ενεργούσε ως αντίβαρο στην «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ. Αυτή όμως τελικά κατάφερε να τον δολοφονήσει το 1925 στη Βιέννη, όπου είχε εν τω μεταξύ καταφύγει.
Πηγή εικόνας

Μια πρόσκαιρη προσέγγιση των φεντεραλιστών με την «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ το 1924, όχι μόνο απέτυχε, αλλά κατέληξε και σε εκκαθαρίσεις των φεντεραλιστών και των οπαδών της συμπόρευσης εντός της ΕΜΕΟ. Ότι απέμεινε από αυτούς, επανιδρύθηκε με το όνομα ΕΜΕΟ-Ενωμένη, ενώ η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ κινήθηκε όλο και πιο δεξιά – έως και ακροδεξιά, θα μπορούσε να πει κάποιος (π.χ. συνεργασία με τον Μουσολίνι και τη φιλοφασιστική κροατική Ουστάσα). Αντίθετα, η ΕΜΕΟ-Ενωμένη βρέθηκε σύντομα υπό σοβιετική επιρροή, και συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας.

Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) επηρεάστηκε με τη σειρά της από τις ιδέες των φεντεραλιστών και υιοθέτησε και αυτή το παλιό όραμα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η ιδέα όμως μιας πολυεθνικής Μακεδονίας, μιας «Ελβετίας των Βαλκανίων», με τους Σλάβους της περιοχής να είναι ως Βούλγαροι μια από αυτές τις εθνότητες, άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια άλλη ιδέα: αυτή ενός εντελώς ξεχωριστού από Βούλγαρους και Σέρβους σλαβικού «μακεδονικού έθνους». Αυτή η θέση θα γινόταν πλέον και επίσημη της Κομιντέρν το 1934.

Στα επόμενα χρόνια, ο μεν στόχος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας θα ξεθώριαζε και θα ξεχνιόταν με τον καιρό όλο και περισσότερο, η δε ιδέα της σλαβομακεδονικής εθνικής ιδιαιτερότητας το ακριβώς αντίθετο. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, ένα νέο κρατίδιο θα ιδρυόταν στην έκταση της πρώην σερβικής Μακεδονίας, με όνομα σκέτο «Μακεδονία»: αυτό προοριζόταν ως έθνος-κράτος για τη «μακεδονική» εθνότητα. Αφού ήταν μέρος μιας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι υλοποιήθηκαν έτσι κατά ένα μέρος και τα παλιά οράματα των φεντεραλιστών. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι περίεργο ότι στα πολιτικά του νέου κρατιδίου αναμίχθηκαν αρχικά πρόσωπα όπως ο Ντίμιταρ Βλαχώφ και ο Πάβελ Σάτεφ.

Ο Πάβελ Σάτεφ γεννήθηκε το 1882 στο Κράτοβο της σημερινής πΓΔΜ. Φοίτησε στη Βουλγαρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε σε επαφή με αναρχικούς κύκλους και συμμετείχε στις γνωστές βομβιστικές επιθέσεις του 1903. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του φεντεραλιστικού κινήματος και της ΕΜΕΟ-ενωμένης. Στα επόμενα χρόνια όμως αποστασιοποιήθηκε από αυτήν, δημιουργώντας ξεχωριστή, πιο ξεκάθαρα φεντεραλιστική, οργάνωση στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από χρόνια φυλάκισης στη Βουλγαρία, το 1944 επέστρεψε στη σημερινή πΓΔΜ, αναλαμβάνοντας το πόστο του Κομισάριου Δικαιοσύνης στην νέα κομμουνιστική κυβέρνηση. Απομακρύνθηκε όμως μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν ως φιλοσοβιετικός και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μοναστήρι, όπου πέθανε το 1951.
Πηγή εικόνας

Ο Ντίμιταρ Βλαχώφ γεννήθηκε το 1878 στο Κιλκίς. Το 1908 εκλέχθηκε στην οθωμανική Βουλή με το φεντεραλιστικό Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία της Βουλγαρίας, ενώ το 1920 έγινε μέλος της «αυτονομιστικής» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ, εκπροσωπώντας την αριστερή της πτέρυγα και αναλαμβάνοντας τις διαπραγματεύσεις με την Κομιντέρν. Έμεινε πιστός στην τελευταία μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ-ενωμένη και το Κ.Κ.Β.: η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ εξέδωσε τότε θανατική καταδίκη εναντίον του, χωρίς όμως να πετύχει τη δολοφονία του. Έγινε εμβληματική μορφή της σλαβομακεδονικής Αριστεράς και, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, στέλεχος της κομμουνιστικής κυβέρνησης της γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου και πέθανε το 1952.
Πηγή εικόνας


Η ιστορία του κινήματος για μακεδονική αυτονομία/ανεξαρτησία μας δυσκολεύει κάπως να το κατανοήσουμε με σημερινούς όρους. Ήταν έκφραση ενός βουλγάρικου αλυτρωτισμού ή ενός ακόμα ανώριμου σλαβομακεδονικού εθνικισμού; Ή μήπως ενός ντόπιου πατριωτισμού που ήθελε να υπερβεί τις εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές; Ή όντως μιας αριστερής σύνδεσης της ιδέας της ταξικής πάλης με πανβαλκανικούς στόχους; Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί ή και κανένα ακριβώς.

Η φεντεραλιστική τάση είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ενδιαφέρουσα όψη αυτού του κινήματος. Είναι λογικό να είναι κάποιος λίγο «δύσπιστος» απέναντι σε αυτήν: παρά τις προσπάθειες να τραβήξει άλλες εθνοτικές ομάδες, παρέμεινε κάτι σχεδόν αποκλειστικά σλαβικό – και τελικά, κατέληξε να στηρίζει μια εθνική ιδέα, όχι τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες βαλκανικές. Το να την δούμε όμως μόνο σαν μια πιο αριστερή παραλλαγή σλαβικού εθνικισμού, θα ήταν μάλλον άδικο. Όπως και να έχει, μάλλον δεν είναι τυχαίο, που οι ιδέες μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας (είτε από σλαβόφωνους φεντεραλιστές είτε από Εβραίους της Φεντερασιόν) βρήκαν την πιο δυναμική τους έκφραση στη Μακεδονία. Οι εθνικά ανάμικτες περιοχές δεν έχουν μόνο τη δύναμη να χωρίζουν, αλλά και να ενώνουν.


*¹ Προς αποφυγή (των πάντα εύκολων, όταν πρόκειται για το Μακεδονικό) παρεξηγήσεων: ο όρος «Μακεδόνες» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την εθνοτική έννοια που του δίνουν σήμερα οι Σλαβομακεδόνες, αλλά με την καθαρά γεωγραφική έννοια όλων των κατοίκων της ευρύτερης Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εθνότητας.

*² Οι Σλαβομακεδόνες αναφέρονται στα τρία τμήματα, στα οποία τριχοτομήθηκε η Μακεδονία, ως εξής: η (πρώην σέρβικη και νυν ανεξάρτητη) «Μακεδονία του Βαρδάρη», η (βουλγάρικη) «Μακεδονία του Πιρίν» και η (ελληνική) «Μακεδονία του Αιγαίου».


Πηγές

  • Βλασίδης, Βλάσης (1997): Η αυτονόμηση της Μακεδονίας – από τη θεωρία στην πράξη. Σε: Γούναρης Βασίλης, Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Αγγελόπουλος Γιώργος: Ταυτότητες στην Μακεδονία, σ. 63-88.
  • Banac, Ivo (1984): The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics.
  • Bechev, Dimitar (2009): Historical Dictionary of the Republic of Macedonia (Historical Dictionaries of Europe).
  • Mishkova, Diana M. (2009): We, the People: Politics of National Peculiarity in Southeastern Europe.
  • Rossos, Andrew (2008): Macedonia and the Macedonians: A History.
  • Roudometof, Victor (2002): Collective Memory, National Identity, and Ethnic Conflict: Greece, Bulgaria, and the Macedonian Question.

Αγροτες στην εξουσια 2: Ρουμανια, Κροατια, Ελλαδα

Κλασσικό

Θέμα του προηγούμενου άρθρου ήταν ο βουλγαρικός αγροτισμός, ο οποίος μοιάζει να ξεχωρίζει τόσο για την γρήγορη άνοδο του στην εξουσία όσο και για τον ριζοσπαστισμό του. Δεν ήταν όμως η μόνη εκδοχή αγροτικής ιδεολογίας που κατάφερε να παίξει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια. Ας δούμε λίγο και κάποιες άλλες περιπτώσεις, την κάθε μια με τις ιδιαιτερότητές της.

Κροατία: ένα αγροτικό κόμμα για ένα αγροτικό έθνος

Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου και την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια της μεταξύ άλλων και το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων: η μετέπειτα Γιουγκοσλαβία. Οι Κροάτες ήταν απλά η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα του νέου κράτους. Ήταν όμως μια δική τους οργάνωση, που θα ξεχώριζε νωρίς στην πολιτική ζωή του βασιλείου: το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα (HSS) των αδελφών Στιέπαν και Αντούν Ράντιτς.

Το κόμμα είχε ήδη ιδρυθεί στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας. Κύριος σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει τα «οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα» της κροατικής αγροτιάς, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας του κροατικού λαού, με τελικό σκοπό τη δημιουργία ενός «αγροτικού κράτους». Αυτόν τον σκοπό συνέχιζε θεωρητικά να υπηρετεί και με τη νέα πολιτική κατάσταση. Ο εχθρός όμως ήταν τώρα η συγκεντρωτική κυβέρνηση στο Βελιγράδι. Το κόμμα συνδέθηκε επομένως στενά με το κροατικό αίτημα για αυτοδιάθεση (είτε στα πλαίσια μιας γιουγκοσλαβικής (συν-)ομοσπονδίας είτε εκτός αυτής) και βρέθηκε έτσι στην κορυφή ενός ολόκληρου εθνικού κινήματος.

Ο Στιέπαν Ράντιτς γεννήθηκε το 1871 στη Σλαβονία. Ήταν το ένατο από ένδεκα παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε και τα σοβαρά προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε, κατάφερε χάρη στον δυναμικό του χαρακτήρα να μορφωθεί και να γίνει ο ηγέτης ενός πραγματικού λαϊκού κινήματος. Το 1928 δολοφονήθηκε μέσα στη γιουγκοσλαβική Βουλή και έγινε έτσι μάρτυρας της κροατικής εθνικής ιδέας.
Πηγή εικόνας

Η προτεραιότητα του εθνικού αγώνα απαιτούσε φυσικά μια συνεννόηση και με τα κροατικά αστικά στρώματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταξική ανάλυση ξεχάστηκε. Η ίδια η ιδέα ενός αγροτικού κόμματος βασιζόταν στην αντίθεση με τη «διεφθαρμένη» κροατική αστική ελίτ και διανόηση, η οποία περιφρονούσε την αγροτιά, δηλαδή (στα μάτια του Ράντιτς) τον λαό. Ο θεωρητικός του κόμματος Ρούντολφ Χέρτζεγκ έβλεπε την κυριαρχία της αγροτικής τάξης ως αυτήν που θα πετύχαινε να ενώσει το έθνος: χάρη στις «αξίες του αγρότη» και την ηθική τους ανωτερότητα, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν έναν τέτοιο στόχο χωρίς να καταπιέζουν άλλες τάξεις. Το κόμμα έδωσε εξάλλου μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση και στην προώθηση ενός «αγροτικού πολιτισμού».

Το Κ.Α.Κ. κατάφερε με εντυπωσιακή ταχύτητα και επιτυχία να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος της κροατικής αγροτιάς και των Κροατών γενικά – και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από το 1939 μάλιστα, όταν παραχωρήθηκε αυτονομία στην Κροατία, ανέλαβε και την τοπική διακυβέρνηση. Ο διπολισμός της κροατικής κοινωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο, ανάμεσα στην φιλοφασιστική Ουστάσα και τους κομμουνιστές Παρτιζάνους, δεν του άφησε μεν πολλές δυνατότητες να επιβιώσει. Η παράδοσή του όμως παραμένει ένα κεντρικό συστατικό στη δημιουργία της σύγχρονης Κροατίας.

Ρουμανία: ποπορανισμός και Εθνικό Αγροτικό Κόμμα

Η Ρουμανία ήταν κι αυτή μια πλειοψηφικά αγροτική χώρα, όπου μάλιστα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονο: αποτέλεσμα του ήταν και η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907. Ήταν επόμενο ότι οι πολιτικές-ιδεολογικές συζητήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα περιστρεφόντουσαν γύρω από την κατάσταση της αγροτιάς.

Ένα από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, επηρεασμένο από τον ρωσικό λαϊκισμό, ήταν ο ποπορανισμός (ποπόρ: λαός στα ρουμάνικα). Οι ποπορανιστές αναζητούσαν τον εκσυγχρονισμό μέσα από την οικονομική και κοινωνική πρόοδο της αγροτιάς, διατηρώντας τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας. Βάση για αυτό θα ήταν η ενίσχυση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και η οργάνωση της στη βάση συνεταιρισμών. Από τέτοιες αναλύσεις δεν έλειπε και μια σημαντική δόση εθνικισμού: μιλάμε  εξάλλου για μια εποχή, όπου πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ακόμα κάτω από την αυστροουγγρική ή ρωσική κυριαρχία.

Από αυτήν την κατάσταση ξεπήδησαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου οργανώσεις που οραματίζονταν ένα «κράτος των αγροτών», έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μπολσεβικισμό. Η πιο σημαντική απ’ αυτές, το Αγροτικό Κόμμα (PŢ), ενώθηκε το 1926 με το κυρίως τρανσυλβανικό Εθνικό Ρουμανικό Κόμμα (PNR). Κοινός εχθρός ήταν το πολιτικό κατεστημένο στο Βουκουρέστι. Έτσι γεννήθηκε το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (PNŢ): το 1928 βγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά στις εκλογές.

Το έμβλημα του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος. Πηγή εικόνας

Το κόμμα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, η προέλευση του όμως ως συμμαχικό σχήμα έκανε αναγκαστικά και την ιδεολογία του λιγότερο ξεκάθαρη. Αν μια ιδεολογική τάση έμοιαζε να κυριαρχεί, αυτή ήταν τελικά μάλλον η εθνική – προς απογοήτευση των πιο ριζοσπαστών αριστερών αγροτιστών, κάποιοι από τους οποίους αποχώρησαν. Ως κυβερνητικό κόμμα δεν φαίνεται να πραγματοποίησε τελικά αρκετές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των αγροτών. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι, σε αντίθεση με τους Βούλγαρους και τους Κροάτες «ομοϊδεάτες», η ηγεσία του ενιαίου κόμματος είχε περισσότερο αστική παρά αγροτική προέλευση.

Το κόμμα αποδυναμώθηκε τόσο από την άνοδο της ακροδεξιάς Σιδηράς Φρουράς, η οποία είχε απήχηση στους φτωχούς και νέους αγρότες, όσο και χάρη στην πίεση του παλατιού και των παλαιοκομματικών. Τελικά, το ΕΑΚ  μάλλον δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι ουσιαστικά νέο στην πολιτική ζωή της Ρουμανίας: αντί για μια πραγματική πολιτική έκφραση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, έγινε κι αυτό ένα κόμμα «από τα πάνω προς τα κάτω», μέρος του ίδιου αναποτελεσματικού συστήματος, το οποίο σκόπευε θεωρητικά να ανατρέψει.

Ελλάδα: από το Κιλελέρ στο ΕΑΜ

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αγροτικό κόμμα ανάλογο με αυτό της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ή της Κροατίας, παρά το ότι κι εδώ οι αγρότες αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και είχαν παρόμοια προβλήματα. Είναι αλήθεια πως δεν θα χρειαζόταν καν να αναφερθεί ως περίπτωση βαλκανικού αγροτισμού, αν δεν είχαμε ειδικό ενδιαφέρον για τη χώρα και δεν θέλαμε να κάνουμε τη σύγκριση.

Αγροτικό κίνημα υπήρχε φυσικά από την εποχή του Μαρίνου Αντύπα και της εξέγερσης του Κιλελέρ, δεν κατάφερε όμως ποτέ να βρει μια πετυχημένη αυτόνομη πολιτική έκφραση. Οι πιθανές εξηγήσεις που έχουν προταθεί γι’ αυτό (βλ. Σάρρας, Mouzelis) είναι πολλές. Ο Εθνικός Διχασμός παρέσυρε μεγάλο μέρος της αγροτιάς στον ανταγωνισμό μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Επίσης, η εικόνα της ελληνικής υπαίθρου ήταν πιο σύνθετη. Οι μεγάλες διαφορές στην κατάσταση της ιδιοκτησίας (βλέπε π.χ. τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας σε αντίθεση με την μικροϊδιοκτησία της Πελοποννήσου), στον προσανατολισμό της γεωργίας (στην Πελοπόννησο επικεντρώθηκε π.χ. από νωρίς στην παραγωγή σταφίδας για τη διεθνή αγορά, αντί στην αυτοσυντήρηση), αλλά και η διαφορετική προέλευση των αγροτών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση προσφύγων στα χωριά: όλα αυτά μάλλον δεν διευκόλυναν το έργο των επίδοξων αγροτιστών πολιτικών.

Αγροτικά κόμματα πάντως άρχισαν να ιδρύονται στη δεκαετία του ’20, κυρίως με προέλευση από τον βενιζελικό χώρο. Πιο σημαντικό ήταν το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος.  Η μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του ήταν το 1932, όταν πήρε 6% των ψήφων και εξέλεξε 15 βουλευτές. Συνεργάστηκε σε διάφορες φάσεις με το ΚΚΕ και το 1941 ήταν ένα από τα τέσσερα κόμματα που ίδρυσαν μαζί το ΕΑΜ.

Ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος (1887-1951) ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά και πιο γνωστά στελέχη του ΑΚΕ. Αποχώρησε το 1942 διαφωνώντας με την ένταξη στο ΕΑΜ, αλλά το 1950 συνεργάστηκε με τη Δημοκρατική Παράταξη, τον εκλογικό συνασπισμό της Αριστεράς.
Πηγή εικόνας

Στη συνεργασία δεν έλειπε η εσωτερική κριτική και οδήγησε και σε διασπάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία υπό τον Κώστα Γαβριηλίδη παρέμεινε πιστή σ’ αυτήν και το κόμμα ακολούθησε στα μεταπολεμικά χρόνια τη γενική πορεία της Ελληνικής Αριστεράς: απαγορεύτηκε, στελέχη του συμμετείχαν στον αγώνα του ΔΣΕ και εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν ή διέφυγαν σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, ενώ μετά τον εμφύλιο έπαιξαν ρόλο και στην ΕΔΑ. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός αγροτισμός τοποθετήθηκε καθαρά στον ευρύτερο αριστερό χώρο.

Αγροτισμός: μια βαλκανική ιδεολογία;

Ο αγροτισμός δεν είναι μια ενιαία ιδεολογία, εύκολη να ερμηνευθεί με τα σημερινά μας μέτρα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς. Αναφερόταν μεν σε μια καταπιεσμένη τάξη, αρνήθηκε όμως τον δρόμο της βίαιης επανάστασης και στόχευε (τουλάχιστον ανά περίπτωση) στην εθνική ενότητα. Μπορούσε να συνδέεται με εθνικά κινήματα (ακόμα και να ταυτίζεται μαζί τους, όπως στην Κροατία), όπως και να θέλει να υπερβεί τα εθνο-κρατικά σύνορα (βλ. Βουλγαρία). Δεν έλειπαν οι αντισημιτικές τάσεις, ιδιαίτερα στη κροατική και ρουμανική περίπτωση – κάτι μάλλον αναμενόμενο, από τη στιγμή που οι Εβραίοι ήταν μια κοινότητα που κατοικούσε κυρίως στις πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, τα αγροτικά κόμματα δεν έδειξαν πολλές αντιδημοκρατικές ή φιλοφασιστικές διαθέσεις, κάτι που για την εποχή στην οποία δρούσαν (την εποχή δηλαδή του Μουσολίνι και του Χίτλερ, όταν η μια μετά την άλλη βαλκανική χώρα μετατρεπόταν σε βασιλική δικτατορία, ενίοτε φιλική προς τον Άξονα) έχει τη σημασία του.

Όταν ο αγροτισμός εμφανίστηκε στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ο τρίτος δρόμος ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Παρά τις διαφορές τους, κοινό ανάμεσα σ’ αυτά τα κόμματα ήταν ο στόχος να εκπροσωπήσουν τα αγροτικά στρώματα στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι τότε ήταν ιδιοκτησία των αστικών ελίτ και απέκλειε την αγροτιά. Δεν αποδέχονταν την εκβιομηχάνιση κατά το δυτικό μοντέλο ως αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά πίστευαν ότι ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας των χωρών τους μπορούσε και έπρεπε να διατηρηθεί. Κοινή ήταν φυσικά (μάλλον αναπόφευκτα, όταν κάποιος προσπαθεί να εκπροσωπήσει μικροϊδιοκτήτες αγρότες) και η σημασία που δινόταν στην ατομική ιδιοκτησία, κάτι που δημιουργούσε αυτόματα μια απόσταση από τους κομμουνιστές. Από την άλλη, αυτά τα κόμματα προσπάθησαν να προωθήσουν και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αντιλαμβανόμενα πως μόνο έτσι ήταν δυνατόν να επιβιώσουν οι αγρότες στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Κοιτάζοντας σήμερα πίσω προς αυτήν την εποχή, δηλαδή το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και συγκρίνοντας την με το παρόν, δεν μπορεί κάποιος παρά να κάνει μια απλή παρατήρηση. Τότε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού των Βαλκανίων ήταν αγρότες. Σήμερα, είναι παντού μια μειοψηφία που συρρικνώνεται συνεχώς. Η ραγδαία αστικοποίηση είναι αναμφισβήτητα από τις πιο εντυπωσιακές αλλαγές που γνώρισαν οι βαλκανικές κοινωνίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η παρακμή των αγροτικών κομμάτων μοιάζει επομένως φυσιολογική εξέλιξη – ακόμα κι αν δεν λάβει υπόψη κάποιος τις διώξεις εναντίον τους ή και τα δικά τους λάθη.

Την περίοδο της ανόδου τους μπορούμε όμως να τη δούμε και από μια άλλη άποψη. Δεν ήταν απλά μια εποχή όπου οι αγρότες ήταν πλειοψηφία – αυτό εξάλλου ίσχυε και στα προηγούμενα χρόνια. Ήταν η περίοδος όπου οι αγρότες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καπιταλιστική ανάπτυξη: κάπως έπρεπε να ανταποκριθούν σ’ αυτήν.

Πολλοί απ’ αυτούς τους αγρότες είχαν μόλις γίνει ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες, αφήνοντας οριστικά πίσω τους τα απομεινάρια της δουλοπαροικίας. Αυτό όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι βελτιώθηκε ριζικά η ζωή τους και ότι λύθηκαν τα προβλήματα τους. Οι περισσότεροι ζούσαν ακόμα στη φτώχεια, χωρίς πρόσβαση στα αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού όπως η μόρφωση ή η ιατρική περίθαλψη, ενώ έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης από τους τοκογλύφους και μεσάζοντες. Η εξασφάλιση ευνοϊκών δανείων, η εισαγωγή νέων γεωργικών τεχνικών, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η παιδεία και η υγεία, ήταν όλα ακόμα ζητούμενα στη βαλκανική ύπαιθρο – και αυτά καλούνταν να υλοποιήσουν τα αγροτικά κόμματα.

Κάποιοι θα δουν ίσως τέτοια κινήματα ως μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί ένας αγροτικός κόσμος που πέθαινε, μια προσπάθεια χωρίς καμιά ρεαλιστική πιθανότητα επιτυχίας, η οποία είχε αναπόφευκτα την κατάληξη που είχε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν σίγουρα από τις πρώτες προσπάθειες να οργανωθούν μαζικά λαϊκά κινήματα σε ταξική βάση. Οι αγρότες, δηλαδή η πλειοψηφία του λαού σε όλες τις βαλκανικές χώρες, έπαψαν να είναι μια παθητική μάζα και διεκδίκησαν τον ρόλο τους στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα – με ιδεολογίες προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα των Βαλκανίων. Όσο κι αν πολλές φορές το αγνοούμε, ο αγροτισμός έπαιξε κι αυτός έναν κρίσιμο ρόλο για να περάσουν τα Βαλκάνια στη Νεωτερικότητα.


Πηγές:

 

Κλεφτες, Χαιντουκοι και Ζειμπεκοι

Κλασσικό

Όλοι στο σχολείο έχουμε μάθει για τους κλέφτες και τους αρματωλούς, ως ήρωες της Επανάστασης. Από τότε μας έκανε εντύπωση η λέξη «κλέφτες» για να περιγράψει ήρωες, ενώ στη κανονική ζωή η λέξη αυτή περιγράφει κάτι αρνητικό. Υπάρχουν τελικά δύο είδη κλεφτών;

Οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊντούκοι στο βορειότερο βαλκανικό, οι χαΐνηδες στην Κρήτη, ή ακόμα ίσως και οι ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία, είναι διάφορες τοπικές εκφράσεις ενός παρόμοιου πράγματος. Ο λαός γοητευόταν και γοητεύεται από τους παράνομους, ακόμα κι αν κάποτε έπεφτε θύμα της δράσης τους. Και όσο περισσότερο η κρατική εξουσία μοιάζει ξένη και εχθρική, τόσο πιο εύκολα αυτοί που την αψηφούν γίνονται ήρωες στα μάτια του κόσμου.

Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

Η ληστεία ήταν κάτι διαδεδομένο στην οθωμανική επικράτεια. Λόγοι που ωθούσαν άντρες να βγαίνουν στην παρανομία υπήρχαν αρκετοί: αποφυγή της σκληρής φορολογίας, φυγοδικία, οικογενειακή/τοπική παράδοση ή βεντέτες. Και τα ψηλά βουνά με τις απότομες πλαγιές και χαράδρες και τα πυκνά δάση, κεντρικό στοιχείο της ελληνικής φυσικής γεωγραφίας, έμοιαζαν σαν να τους προσκαλούν.

Οι κλέφτες οργανώνονταν σε ομάδες, υπό την ηγεσία ενός καπετάνιου, και ζούσαν από τη ληστεία. Διοικώντας μια τέτοια αχανή επικράτεια, οι Οθωμανοί ήταν συχνά ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό προτιμούσαν να αναθέτουν αυτήν την αποστολή σε ντόπιες ένοπλες ομάδες, συχνά Χριστιανών, με τα έξοδα της συντήρησής τους να βαραίνουν τις τοπικές κοινότητες. Αυτοί ήταν οι αρματολοί, που έπαιζαν δηλαδή περίπου το ρόλο της αστυνομίας – αλλά με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ειδικά όσο η Αυτοκρατορία βυθιζόταν στην παρακμή. Μια τρίτη κατηγορία ενόπλων ήταν οι κάποι, που είχαν επίσης τοπικές αστυνομικές αρμοδιότητες αλλά και καθήκοντα σωματοφυλάκων π.χ. των προεστών. Κάπος ήταν για ένα διάστημα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (στην οικογένεια Δεληγιάννη).

Τα όρια ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες, κλέφτες, αρματολούς και κάπους, ήταν δυσδιάκριτα. Οι Οθωμανοί συχνά ανέθεταν τα αρματολίκια σε πρώην κλέφτες, που είχαν αποδείξει τις πολεμικές τους ικανότητες – εξουδετέρωναν έτσι και μια σημαντική απειλή, φέρνοντάς τους με το μέρος τους. Αν όμως οι αρματολοί δεν πετύχαιναν στη δουλειά τους, το αρματολίκι μπορούσε να τους αφαιρεθεί – πράγμα που συνήθως σήμαινε ότι έβγαιναν πάλι στην παρανομία και γίνονταν ξανά κλέφτες. Οι επιθέσεις των κλεφτών είχαν άρα εξελιχθεί και σε ένα μέσο πίεσης, το οποίο χρησιμοποιούσαν με τη φιλοδοξία να αναλάβουν αρματολίκια. Αυτό δείχνει και το γνωστό τετράστιχο:

Τούρκοι, για κάμετε καλά,

γιατί σας καίμε τα χωριά.

Γλίγωρα τ’ αρματωλίκι,

γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

Η σχέση των Χριστιανών χωρικών με τους κλέφτες είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Αν και κάποτε έπεφταν και αυτοί θύματα της δράσης τους, η εικόνα του κλέφτη ως αυτού που αψηφούσε την εξουσία της καταπιεστικής οθωμανικής (και όχι μόνο) άρχουσας τάξης, δεν έπαυε να ασκεί γοητεία. Αυτό εξηγεί και την ηρωοποίησή τους στα μάτια πολλών χωρικών, που συχνά οδηγούσε και στην έμπρακτη υποστήριξή τους. Αντίθετα, μέλη των ανώτερων χριστιανικών τάξεων (προεστοί, πλούσιοι γαιοκτήμονες) συχνά αναφέρονταν με σκληρές κατηγορίες ενάντια στους κλέφτες.

Το να φανταζόμαστε τους κλέφτες εξ’ ορισμού ως ήρωες εμπνευσμένους από ένα εθνικό όραμα είναι άρα μάλλον υπερβολικό. Παρ’ όλα αυτά, μιλάμε για μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από το διαχωρισμό σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με το διαχωρισμό αυτό να έχει και ταξικά χαρακτηριστικά: οι Μουσουλμάνοι στη Νότια Ελλάδα ήταν συχνά εύποροι κάτοικοι των πόλεων, ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί ήταν φτωχοί αγρότες. Φυσιολογικά αυτές οι διαφορές έπαιζαν το ρόλο τους και στη σχέση με τους κλέφτες.

Ως το μέρος του χριστιανικού πληθυσμού που είχε όπλα, πολεμική πείρα και γενικά μια επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία, ήταν επόμενο ότι οι κλεφταρματολοί θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο σε μια αντι-οθωμανική εξέγερση. Εξάλλου εκείνη την εποχή, τα αρματολίκια είχαν αρχίσει να αφαιρούνται από Χριστιανούς και να παραδίδονται σε Μουσουλμάνους (κυρίως «Τουρκαλβανούς»). Ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους (για τα οποία μάλλον δύσκολα μπορούμε να κάνουμε γενικεύσεις), πάρα πολλοί ήρωες της Επανάστασης προέρχονται από τις τάξεις των κλεφταρματολών-κάπων και είναι αμφίβολο αν αυτή θα μπορούσε να πετύχει χωρίς αυτούς: δικαίως άρα έγιναν και εθνικό σύμβολο.

Στις επόμενες δεκαετίες πάντως, όσοι από τους κλέφτες δεν εντάχθηκαν στους μηχανισμούς του νεοελληνικού κράτους, ξαναβγήκαν στα βουνά και γύρισαν στην παλιά τους τέχνη – έστω και με νέους εχθρούς, αφού οι Οθωμανοί δεν υπήρχαν πλέον. Ο Νταβέλης, ο Γιαγκούλας, ο Γκαντάρας είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που έγιναν (πάλι) λαϊκός θρύλος. Φαίνεται ότι και αυτοί είχαν σημαντική στήριξη και συμπάθειες στον αγροτικό πληθυσμό: σε κάποιες περιπτώσεις στη δεκαετία του ’20 ολόκληρα χωριά εξορίστηκαν, λόγω υποστήριξης προς τους ληστές. Αν και αυτές οι ομάδες είχαν ουσιαστικά εξοντωθεί μέχρι τη δεκαετία του 1930, με τη γερμανο-ιταλική κατοχή επανεμφανίστηκαν στα ελληνικά βουνά: πολλές απ’ αυτές εντάχθηκαν αργότερα στον ΕΛΑΣ και έγιναν πλέον κανονικοί αντάρτες.

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας (δεύτερος από δεξιά) με μέλη της συμμορίας του. http://policenet.gr:8081/article/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BB%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

Ο Θωμάς Γκαντάρας (δεύτερος από δεξιά) ήταν, μαζί με το Φώτη Γιαγκούλα (τον αυτοαποκαλούμενο και «βασιλιά των ορέων), ένας από τους τελευταίους μεγάλους λήσταρχους. Σκοτώθηκε το 1923 και το κεφάλι του κόπηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα (μια πρακτική που όπως ξέρουμε συνέχιζε να εφαρμόζεται για εχθρούς του κράτους μέχρι και δύο δεκαετίες αργότερα).
Πηγή εικόνας

Χαϊντούκοι

Ό,τι στην Ελλάδα ήταν οι κλεφταρματολοί, στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές ήταν οι χαϊντούκοι. Αν και η λέξη έχει μάλλον τουρκική ή ουγγρική ρίζα, επικράτησε κυρίως στις σλαβόφωνες περιοχές, ιδιαίτερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία – όπου οι χαϊντούκοι έχουν και τον ανάλογο ρόλο στην εθνική μυθολογία. Ο επικεφαλής μιας ομάδας χαϊντούκων (αποτελούμενης συνήθως από 10-15 άντρες) λεγόταν χαράμπασας. Οι παντούροι, που είχαν καθήκοντα τοπικής αστυνομίας, ήταν συχνά μετανοημένοι πρώην χαϊντούκοι – μια ένδειξη ίσως ότι κι εδώ τα όρια ήταν δυσδιάκριτα.

Οι λόγοι που ωθούσαν κάποιον να βγει στα βουνά και να γίνει χαϊντούκος ήταν παρόμοιοι με των κλεφτών: φυγοδικία, εκδίκηση (π.χ. εναντίον ενός συγκεκριμένου Μουσουλμάνου), αλλά και η αναζήτηση της ελευθερίας και της περιπέτειας. Σε όλα αυτά έπαιζε φυσικά ρόλο και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς ένα κράτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους μη Μουσουλμάνους ως υποδεέστερους.

Οι χαϊντούκοι στόχευαν φυσιολογικά κυρίως έμπορους και μεγαλογαιοκτήμονες. Βλέπουμε άρα όπως και στους κλέφτες ένα ταξικό χαρακτηριστικό, που συνέβαλε στην ηρωοποίησή τους από τον απλό λαό. Εξάλλου, από τη στιγμή που (επίσης όπως και οι κλέφτες) τον χειμώνα έβγαιναν εκτός δράσης και τον περνούσαν σε χωριά, έπρεπε να διατηρούν κάποιες καλές σχέσεις με τους χωρικούς. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι δεν υπέφεραν κατά καιρούς και απλοί χωρικοί από τη δράση των χαϊντούκων – συχνά όμως τους έβλεπαν σαν το μικρότερο κακό σε σχέση με τους Οθωμανούς, ή ως αυτούς που κάπως αποκαθιστούσαν την τιμή τους.

Θεωρούσαν επίσης τους εαυτούς τους καλούς Χριστιανούς και τηρούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις – δεν θεωρούσαν τη ληστρική τους δραστηριότητα ως κάτι αντιφατικό μ’ αυτό. Αν και υπήρχαν και ομάδες Μουσουλμάνων ληστών (οι λεγόμενοι κρντζάλιε), ο όρος «χαϊντούκοι» ήταν συνδεδεμένος με τους Χριστιανούς – εξάλλου συνήθως και οι σημαίες τους είχαν πάνω το σταυρό.

Μια ιδιαιτερότητα στη Σερβία ήταν η θέση της στα όρια με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (την μετέπειτα Αυστροουγγαρία). Χαϊντούκοι χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις περιστάσεις κι από τις δύο γειτονικές αυτοκρατορίες, κάτι που τους έδωσε την ευκαιρία να εκπαιδευτούν με βάση τα πρότυπα ενός τακτικού στρατού. Απέκτησαν έτσι γνώσεις και εμπειρίες που πήγαιναν πέρα από τον κλεφτοπόλεμο. Σ’ αυτούς ανήκε και ο μετέπειτα μεγάλος εθνικός ήρωας των Σέρβων, ο Καρατζόρτζε Πέτροβιτς.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου. Αρχικά ήταν χαϊντούκος, εντάχθηκε έπειτα στην υπηρεσία των Αψβούργων εναντίον των Οθωμανών και στη συνέχεια ηγήθηκε της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης.

Ήταν αυτοί οι χαϊντούκοι που θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στο ξέσπασμα της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης (1804-1813), το πρώτο σε μια σειρά από βήματα που θα έφερναν αρχικά την αυτονομία και μετά την ανεξαρτησία της Σερβίας. Όσοι όμως απ’ αυτούς δεν εντάχθηκαν στις δομές του νεοσύστατου κράτους και συνέχισαν τη ληστρική τους δραστηριότητα, γρήγορα έγιναν από εθνικοί ήρωες ο νούμερο ένα εχθρός.

Ιδιαίτερα στη νοτιοδυτική Σερβία, σε ορεινές περιοχές με πυκνά δάση, χαϊντούκοι συνέχισαν να είναι δραστήριοι σε όλο τον 19ο αιώνα. Οι λόγοι που τους ωθούσαν να βγαίνουν στην παρανομία δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από πριν: φυγοδικία, βεντέτες, αντίδραση στην κρατική καταπίεση. Το σέρβικο κράτος, που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε χαϊντούκους, θα τους πολεμούσε τώρα με σκληρότητα που δεν είχε να ζηλέψει πολλά απ’ αυτήν των Οθωμανών. Για να καταφέρει να τους εξαφανίσει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τον επόμενο αιώνα.

Ζεϊμπέκοι και εφέδες

Βλέποντας το οθωμανικό παρελθόν από μια «εθνική» σκοπιά, περιμένουμε ίσως τέτοιες ομάδες όπως οι κλέφτες και οι χαϊντούκοι να είναι χριστιανικής καταγωγής. Η αλήθεια είναι μάλλον πως, αν και δεν έλειπαν και οι Μουσουλμάνοι ληστές ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Σερβία, το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται κυρίως με Χριστιανούς. Ήταν αναμενόμενο, αφού αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονταν από έναν διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα αστικό μουσουλμανικό πληθυσμό και έναν κυρίως αγροτικό χριστιανικό πληθυσμό – ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου ήταν ορεινός, και είχε μια σχεδόν φυσική ροπή προς την αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας.

Τι γινόταν όμως σε περιοχές που η πλειοψηφία του ορεινού αγροτικού πληθυσμού ήταν μουσουλμανική; Ένα παράδειγμα ήταν οι (επίσης θρυλικοί) ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία – που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό. Ήταν ένοπλες ομάδες ατάκτων, κυρίως τουρκόφωνων Μουσουλμάνων, η κάθε μια υπό την ηγεσία ενός εφέ.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για μια υποτιθέμενη φυλετική προέλευση των ζεϊμπέκων. Φαίνεται πάντως πως στους τελευταίους οθωμανικούς αιώνες ο όρος «ζεϊμπέκ» ήταν συνδεδεμένος μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που βασιζόταν στη ληστεία των πλουσίων και την απόρριψη της οθωμανικής εξουσίας. Φορούσαν ειδικά ρούχα, για να ξεχωρίζουν. Συχνά μας μεταφέρεται σήμερα η εικόνα «Ρομπέν των δασών», με τους ζεϊμπέκους να βοηθούν τους απλούς χωρικούς και να τους προστατεύουν από την κρατική αυθαιρεσία. Πρέπει φυσικά να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες αναφορές, αφού (όπως είδαμε και στις προηγούμενες περιπτώσεις) ο λαός έχει έτσι κι αλλιώς μια τάση να εξιδανικεύει αυτούς που αντιστέκονται σε μια άδικη κρατική εξουσία.

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στα βουνά και στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από έναν Οθωμανό αξιωματικό. Είχε τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. Σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με οθωμανικές δυνάμεις ασφαλείας, για να γίνει θρύλος τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτόν έχουν γραφτεί τραγούδια, βιβλία και γυριστεί ταινίες. http://insan-insanca.blogspot.gr/2016/01/cakrcal-mehmet-efe-efsanesi.html

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από Οθωμανό αξιωματικό, κατά μια εκδοχή, ή κυνηγημένος για λαθρεμπόριο καπνού κατά μια άλλη. Έγινε θρύλος για τη δράση του (με τραγούδια, βιβλία και ταινίες γι’ αυτόν), τόσο στους Τούρκους όσο και στους Έλληνες, έχοντας τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. 
Πηγή εικόνας

Ενδιαφέρον είναι ότι τα υπολείμματά τους έπαιξαν ρόλο και στον «Πολέμο της Ανεξαρτησίας», συντασσόμενοι με τον κεμαλικό κίνημα και πολεμώντας τα ελληνικά στρατεύματα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεισφορά τους στην περιοχή του Αϊδινίου, όπου φαίνεται ότι ανέλαβαν το κύριο βάρος του πολέμου, με ηγέτη τον μετέπειτα εθνικό ήρωα Γιορούκ Αλί Εφέ.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών, τους ζεϊμπέκηδες (που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα, και με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στο προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ήταν συχνά ζεϊμπέκοι, που δρούσαν στην περιοχή  ήδη από τον 17ο αιώνα.

Στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, και αφού τέτοιες ομάδες είχαν πλέον εξαλειφθεί ή ενταχθεί στον κανονικό στρατό, η ζεϊμπέκικη κουλτούρα έγινε μάλλον ένα φολκλορικό στοιχείο. Πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (χωρίς να μπορώ να κρίνω αν έχει πραγματική βάση) είναι μια αναφορά, που βρήκα σ’ ένα κείμενο για τη σημερινή στάση του τουρκικού πληθυσμού απέναντι στο στρατό: ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτή είναι πιο αρνητική  στην περιοχή του Αιγαίου (σε σύγκριση π.χ. με τη Θράκη, την Προποντίδα, την Κεντρική Ανατολία) – ακριβώς λόγω της ζεϊμπέκικης παράδοσης δυσπιστίας απέναντι στην κρατική εξουσία.

Γενικές σκέψεις

Οι ομοιότητες αυτών των ομάδων στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία είναι φανερές. Δείχνουν ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με όρους εθνικής/θρησκευτικής αντιπαράθεσης (αν και αυτή έπαιξε το ρόλο της τοπικά ή χρονικά).

Είναι ένας τρόπος ζωής που συνδέεται άμεσα και με τη φυσική γεωγραφία της περιοχής μας, με τα ψηλά δύσβατα βουνά, που ευνοούν όποιον θέλει να ζήσει ελεύθερα χωρίς τους περιορισμούς μιας καταπιεστικής κρατικής εξουσίας. Δεν είναι απλά παρανομία, έχει και μια κάποιου είδους επαναστατική πολιτική διάσταση. Αυτή η διάσταση εξηγεί και τη συμπάθεια πολλών απλών ανθρώπων για τους ληστές, όποιο όνομα και να είχαν, και όποια να ήταν και η εκάστοτε εξουσία.

Όπως είδαμε, πολλά από τα σύγχρονα κράτη της περιοχής βασίστηκαν στις πολεμικές ικανότητες αυτών των ανθρώπων για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, και τους αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα ως εθνικούς ήρωες. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι αυτά ακριβώς τα κράτη τελικά κατάφεραν να εξοντώσουν αυτόν τον τρόπο ζωής – σ’ αυτόν τον τομέα ήταν πιο αποφασισμένα και αποτελεσματικά από τους Οθωμανούς. Οι κλεφταρματολοί, οι χαϊντούκοι και οι ζεϊμπέκοι, βοηθώντας τα να δημιουργηθούν, συντέλεσαν οι ίδιοι στην εξαφάνισή τους ως κοινωνική ομάδα.


Πηγές

Γιουγκοσλαβικο Ισλαμ: θρησκεια και εθνος

Κλασσικό

Ονόματα όπως Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ή Εμίρ Κουστουρίτσα μας είναι οικεία. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι συνδυάζουν δύο διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις: τη σλαβική, συνδεδεμένη με την Ανατολική Ευρώπη, και την ισλαμική, που κυριάρχησε στο χώρο της Νότιας Μεσογείου. Τα Βαλκάνια ήταν η περιοχή που αυτές οι δύο παραδόσεις συναντήθηκαν και αναμίχθηκαν, αφήνοντας μας κληρονομιά μεταξύ άλλων και τέτοια ονόματα. Και η Γιουγκοσλαβία ήταν η χώρα που με τα 2 εκατομμύρια Σλάβων Μουσουλμάνων συνδέθηκε περισσότερο με αυτήν την ιδιαίτερη ταυτότητα.

Τί σημαίνει όμως «Μουσουλμάνος», είναι μια ταυτότητα εθνοτική/εθνική ή απλά θρησκευτική; Μοιράζονται όλοι οι Σλάβοι Μουσουλμάνοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες την ίδια εθνοτική ταυτότητα; Δύσκολα μπορεί κάποιος να βρει ξεκάθαρες απαντήσεις.

Από τους Οθωμανούς στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία

Για αιώνες ολόκληρη σχεδόν η βαλκανική χερσόνησος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία η εθνοτική-γλωσσική ταυτότητα δεν μετρούσε και πολύ. Η μόνη ταυτότητα που είχε επίσημο στάτους ήταν η θρησκευτική, και μόνο με βάση αυτή διαχώριζαν τους υπηκόους τους οι Οθωμανοί. Έτσι είχε ουσιαστικά και εθνοτικό χαρακτήρα, και δεν είναι τυχαίο που μια τουρκική λέξη για το έθνος σήμερα είναι και «μιλλιέτ»: τα μιλλέτια ήταν οι επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές ομάδες, στις οποίες διαχωριζόταν ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας.

Αυτή η οθωμανική παράδοση επηρέασε βαθιά και τον τρόπο που οι βαλκανικοί λαοί αντιλαμβάνονταν την εθνική ταυτότητα, ακόμα και μετά την ανεξαρτησία τους. Το «Τούρκος» ήταν για τους Χριστιανούς περίπου συνώνυμο του Μουσουλμάνου: εξ’ ου και στα δικά μας οι όροι «Τουρκαλβανοί» ή «Τουρκοκρητικοί», για λαούς χωρίς γλωσσική σχέση με τους Τούρκους.

Στην ελληνική περίπτωση, η μοίρα των ελληνόφωνων Μουσουλμάνων ήταν ξεκάθαρη: θεωρήθηκαν Τούρκοι και είτε σκοτώθηκαν είτε διέφυγαν στην Τουρκία, ενώ και οι τελευταίοι εναπομείναντες εκδιώχθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Στη σλαβική περίπτωση δεν έγινε όμως ακριβώς έτσι. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι έκαναν μεν, όπως και οι Έλληνες, τη χριστιανική θρησκεία κεντρική στην εθνική ταυτότητά τους. Οι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι αρχικά αντιμετωπίστηκαν και αυτοί ως Τούρκοι και γνώρισαν τις ανάλογες πιέσεις, με συνέπεια ένα μεγάλο ποσοστό τους να βρεθεί στην Τουρκία, όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους. Δεν έγινε όμως επίσημη ανταλλαγή όπως στην Ελλάδα, και ένας μεγάλος αριθμός παρέμεινε ακόμα και μετά τον Α’ Παγκόσμιο.

Στον 20ό αιώνα εν τω μεταξύ άρχισαν να εκσυγχρονίζονται και οι αντιλήψεις περί έθνους με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου η γλώσσα ήταν το κεντρικό στοιχείο. Τόσο ο σέρβικος όσο και ο κροατικός εθνικισμός προσπάθησαν άρα να διεκδικήσουν τους ομόγλωσσους Μουσουλμάνους ως «δικούς τους». Κάποιοι έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τους θεωρούν ως τους «καθαρότερους» Σέρβους ή Κροάτες αντίστοιχα.

Αυτό που δεν σκέφτηκαν, ήταν να τους θεωρήσουν ως ένα ξεχωριστό σλαβικό έθνος: ούτε Τούρκους, ούτε Κροάτες, ούτε Σέρβους. Το νέο κράτος που ιδρύθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο ονομάστηκε «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» (στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία): άλλες εθνότητες υποτίθεται ότι δεν υπήρχαν.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο, το κράτος μετατράπηκε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, υπό την ηγεσία του Τίτο. Η νέα σοσιαλιστική ιδεολογία άφησε και περισσότερο χώρο στην ιδέα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Για πρώτη μάλλον φορά, οι απόψεις των ίδιων των Γιουγκοσλάβων Μουσουλμάνων σχετικά με την εθνική τους ταυτότητα λήφθηκαν σοβαρά υπόψη. Αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστούν στη δεκαετία του ’60 οι «Μουσουλμάνοι» ως ξεχωριστή σλαβική εθνότητα (όχι απλά θρησκευτική ομάδα) – μια απ’ αυτές που συνιστούσαν το γιουγκοσλαβικό κράτος, που βασιζόταν στην αρχή «αδελφοσύνη και ενότητα».

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται "Στρατάρχη Τίτο". http://www.cbv.ns.ca/dictator/Tito.html

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται «Στρατάρχη Τίτο».
Πηγή εικόνας

Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σλαβομακεδόνες, οι Μουσουλμάνοι δεν αποτελούσαν καθαρή πλειοψηφία σε μια μεγάλη ενιαία έκταση, ικανή να αποτελέσει ξεχωριστό έθνος-κράτος. Καθυστέρησαν να αναπτύξουν έναν επιθετικό εθνικισμό και έμειναν σχετικά πιο πιστοί στην ιδέα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας απ΄ ότι οι άλλοι. Οι δραματικές εξελίξεις όμως στο τέλος του αιώνα, η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι και οι εθνοκαθάρσεις, τους έβαλαν και αυτούς μπροστά από δύσκολες επιλογές. Με τα λόγια ενός κάτοικου του Σαράγεβο:

«Πρώτα, ήμουν Γιουγκοσλάβος. Μετά ήμουν Βόσνιος. Τώρα, γίνομαι Μουσουλμάνος. Ούτε καν πιστεύω στο Θεό. Αλλά μετά από διακόσιες χιλιάδες νεκρούς, τί περιμένεις να κάνω; Ο καθένας πρέπει να έχει μια χώρα στην οποία μπορεί να ανήκει.»

Βοσνιακότητα εναντίον μουσουλμανικότητας

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν το μόνο από τα ομοσπονδιακά κρατίδια της Γιουγκοσλαβίας, στο οποίο οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν τη σχετική έστω πλειοψηφία (44% το 1991). Στο κρίσιμο διάστημα 1878-1918 είχε βρεθεί υπό τη διοίκηση της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων, οι οποίοι προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια ιδιαίτερη βοσνιακή εθνική ταυτότητα, για να αμυνθούν ενάντια στις σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία. Η ιδέα της «βοσνιακότητας» βρήκε απήχηση μάλλον κυρίως σε Βόσνιους μουσουλμανικής καταγωγής, που υποστήριζαν την εκκοσμίκευση και τον προσανατολισμό προς το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό – όπως ο Μεχμέτ Μπέης Καπετάνοβιτς Λιούμπουσακ, που εξέδιδε και την εφημερίδα «Βοσνιακός».

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη τέθηκε υπό αυστροουγγρική διοίκηση, ενώ μια περιοχή ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμεινε οθωμανική: το σημερινό Σαντζάκι.
Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ήταν άρα επόμενο που η μουσουλμανική-σλαβική ταυτότητα συνδέθηκε με τη βοσνιακή. Όταν στη Γιουγκοσλαβία του ’60 αναγνωρίστηκε η «μουσουλμανική» εθνότητα, πολλοί Βόσνιοι Μουσουλμάνοι δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι. Πράγματι, ο όρος «Μουσουλμάνοι» είναι κάπως παράδοξος, όταν πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν θρήσκοι, μπορεί μάλιστα να ήταν και άθεοι κομμουνιστές. Όταν οι υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές εθνότητες είχαν μια καθαρά εθνική ταυτότητα και γεωγραφική αναφορά, οι «Μουσουλμάνοι» έπρεπε να αρκεστούν σ’ ένα τίτλο που παρέπεμπε περισσότερο σε θρησκευτική ομάδα. Για να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο, έγραφαν Μουσουλμάνοι με κεφαλαίο Μ, όταν αναφέρονταν στην εθνότητα, και με μικρό μ, όταν επρόκειτο για τη θρησκεία – μια μάλλον όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική λύση.

Από τότε τα χρόνια πέρασαν και πολλά πράγματα άλλαξαν. Η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγινε ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος. Η ιδέα της ενιαίας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας υποχώρησε και οι Βόσνιοι μουσουλμανικής καταγωγής βρέθηκαν πλέον αναγκασμένοι να ξεκαθαρίσουν το θέμα της εθνικής τους ταυτότητας.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Χάρτης της σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Από το 1993, επικράτησε τελικά το όνομα Βοσνιακοί αντί Μουσουλμάνοι ως επίσημο εθνικό. Σημασία έχει η χρήση του όρου «Βοσνιακός» (Bosnjak) και σε αντίθεση με το «Βόσνιος» (Bosanac): ενώ ο πρώτος περιγράφει συγκεκριμένα την εθνοτική ομάδα με μουσουλμανικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά (χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι όλα τα μέλη της θρήσκοι Μουσουλμάνοι), ο δεύτερος είναι καθαρά γεωγραφικός. Αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας, δηλαδή και τους Κροάτες και τους Σερβοβόσνιους.

Παρά τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει το Ισλάμ στο βοσνιακό εθνικισμό ως στοιχείο που τους διαφοροποιεί από Σέρβους και Κροάτες, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο αυτός είναι μία κατά βάση κοσμική ιδεολογία. Και η βοσνιακή κοινωνία παραμένει γενικά κοσμική και όχι ιδιαίτερα θρήσκα, παρά την όποια θρησκευτική αναγέννηση των τελευταίων δεκαετιών.

Ονομάζοντας τους εαυτούς τους «Βοσνιακούς», οι Μουσουλμάνοι ελπίζουν ότι πέτυχαν αυτό που ήδη είχαν καταφέρει οι Σέρβοι και οι Κροάτες: να θεωρηθούν πραγματικό ξεχωριστό έθνος, ακόμα και ανεξάρτητα από την θρησκεία. Και όπως οι Κροάτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, ανακήρυξαν και αυτοί τη διάλεκτο τους ως ξεχωριστή γλώσσα (βοσνιακά) – αν και πρακτικά μάλλον λίγες διαφορές έχει από τα πρώην ενιαία σερβοκροατικά.

Ως συνήθως όμως στην περιοχή μας, τέτοια προβλήματα ταυτότητας δεν λύνονται έτσι εύκολα. Σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι υπάρχουν και εκτός Βοσνίας: ανήκουν και αυτοί στη βοσνιακή εθνότητα;

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Ένα σαντζάκι στον 21ο αιώνα

«Σαντζάκι» ήταν ο τίτλος οθωμανικής διοικητικής υποδιαίρεσης. Με το τέλος της Αυτοκρατορίας, εξαφανίστηκαν και τα πολλά σαντζάκια που τη συναποτελούσαν. Εκτός από ένα: το σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, η σημερινή συνοριακή περιοχή Σερβίας- Μαυροβουνίου. Εκεί το όνομα διατηρήθηκε – σε συντομία αποκαλείται σήμερα απλά Σαντζάκι και οι κάτοικοι του Σαντζακλήδες (Sandžaklije).

Αυτή δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα της περιοχής. Είναι επίσης το μοναδικό τμήμα της Σερβίας που ο πληθυσμός είναι κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός (το μαυροβουνιακό τμήμα του Σαντζακίου έχει μικρή χριστιανική πλειοψηφία). Πολλοί Βοσνιακοί θεωρούν τους Σαντζακλήδες ως μέρος του έθνους τους, και οι υπερεθνικιστές ελπίζουν μάλιστα σε μια ένωση των δύο περιοχών, Βοσνίας και Σαντζακίου. Όπως και να έχει, για το βοσνιακό εθνικισμό το Σαντζάκι έχει μάλλον σημασία και ως αντίβαρο για τις πιο επικίνδυνες σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Ο μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτ από το Σαντζάκι εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους. http://www.rferl.org/content/Serbias_Sandzak_Becomes_Balkans_Latest_Hot_Spot/2170477.html

Ο Σαντζακλής μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτς εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι μάλλον δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους.
Πηγή εικόνας

Το πώς η μπερδεμένη αυτή κατάσταση μπορεί να αγγίξει τα όρια του παραλογισμού, φαίνεται στο θέμα της γλώσσας. Οι κάτοικοι του Σαντζακίου μιλούσαν πάντα την ίδια τοπική σερβοκροατική διάλεκτο, ανεξαρτήτως θρησκείας. Με τη διάσπαση των γλωσσών όμως, μουσουλμανικές οργανώσεις του Σαντζακίου προσπάθησαν και εν  μέρει πέτυχαν να καθιερώσουν τα βοσνιακά ως «επίσημη» γλώσσα των Μουσουλμάνων – δηλαδή μια «γλώσσα» που βασίζεται στη διάλεκτο του Σαράγεβο και που στο Σαντζάκι στην πράξη δεν μιλάει κανείς, ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Μουσουλμάνοι. Αυτό ήδη προκαλεί προβλήματα και αντιδράσεις από τους Σέρβους του Σαντζακίου π.χ. στο θέμα της σχολικής διδασκαλίας, που (ακόμα) είναι κοινή.

Ποιά είναι η άποψη όμως του ίδιου του λαού για όλα αυτά; Στην τελευταία απογραφή του 2011 στη Σερβία, 145.278 δήλωσαν ως εθνότητα τη βοσνιακή. Υπάρχουν όμως και 22.301 που επιμένουν να δηλώνουν ως εθνότητα «Μουσουλμάνος», όπως στην εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Στο γειτονικό Μαυροβούνιο, οι Σαντζακλήδες Μουσουλμάνοι τείνουν μεν και αυτοί προς τη βοσνιακή ταυτότητα, όχι όμως και οι Μουσουλμάνοι στο δυτικό τμήμα της χώρας. Υπάρχουν κιόλας δύο οργανώσεις που εκφράζουν αυτήν την αντιπαράθεση: η Μάτιτσα Μουσλιμάνσκα και η Μάτιτσα Μποσνιάκα. Συμπερασματικά, ενώ η βοσνιακή εθνική ιδέα φαίνεται να έχει όντως μεγάλη πέραση, δεν λείπει και η αντίδραση και τα πράγματα είναι ακόμα ρευστά.

Πομάκοι, Τορμπές και Γκοράνοι

Τόσο οι Βόσνιοι όσο και οι Σαντζακλήδες μιλούν παραλλαγές της πρώην ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Δεν είναι όμως οι μόνοι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι των Βαλκανίων: υπάρχουν και αυτοί που μιλούν διαλέκτους πιο συγγενικές στα βουλγάρικα. Μεγαλύτερη ομάδα είναι οι γνωστοί μας Πομάκοι, που κατοικούν στα βουνά της Ροδόπης, στην ελληνική και τη βουλγαρική μεριά.

Εκτός της Βουλγαρίας και της Ελλάδας όμως, υπάρχουν και στην πρώην Γιουγκοσλαβία τέτοιες γλωσσικές ομάδες. Αν και πολλοί τους θεωρούν Πομάκους, είναι αμφίβολο αν βλέπουν κι οι ίδιοι τους εαυτούς τους έτσι. Οι Τορμπές στην πΓΔΜ μιλούν, όπως και οι Ορθόδοξοι συμπατριώτες τους, σλαβομακεδόνικα. Η γλώσσα θεωρείται πολύ συγγενική στα βουλγάρικα, πολλοί Βούλγαροι μάλιστα τη θεωρούν δική τους διάλεκτο, κάτι που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες όμως απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Οι Τορμπές υπολογίζονται στις 60-70.000 – μόλις όμως περίπου 15.000 δηλώνουν σήμερα επίσημα ότι είναι Μακεδόνες-Μουσουλμάνοι (επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, έφτασαν τις 40.000). Άλλοι προτιμούν να θεωρούνται Τούρκοι ή Αλβανοί. Μπορεί ακόμα και τρία αδέλφια να δηλώνουν ο ένας Τούρκος, ο άλλος Μακεδόνας Μουσουλμάνος και ο τρίτος Αλβανός! Οι Τορμπές διεκδικούνται επίσης όχι μόνο από το σλαβομακεδονικό και τον τουρκικό ή αλβανικό εθνικισμό ως «δικοί τους», αλλά και το βουλγάρικο (ως Πομάκοι) – ακόμα και τον ελληνικό (!), βάσει της θεωρίας περί θρακικής καταγωγής των Πομάκων.

Παρά την επιμονή των Σλαβομακεδόνων ότι οι Τορμπές είναι μέρος του έθνους τους, αυτό υπονομεύεται από τους ίδιους, όταν συνδέουν την εθνική τους ταυτότητα με την Ορθοδοξία και αντιμετωπίζουν τους Τορμπές με δυσπιστία, ως πιθανούς σύμμαχους των Αλβανών ή των Τούρκων. Την ανάλογη αντιφατική στάση τη γνωρίζουμε φυσικά κι από τους Έλληνες, τους Βούλγαρους και τους Σέρβους στη σχέση με τις μουσουλμανικές τους μειονότητες.

Οι Γκοράνοι είναι μια ακόμα ξεχωριστή ομάδα που κατοικεί στο συνοριακό τρίγωνο Κοσσυφοπεδίου-Αλβανίας-πΓΔΜ. Είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν μια νοτιοσλαβική διάλεκτο, σε αντίθεση με τον αλβανόφωνο περίγυρό τους. Από κάποιους αυτή η διάλεκτος θεωρείται μεταβατική ανάμεσα στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα και τα σερβοκροατικά. Το όνομα τους προέρχεται από τη σλαβική λέξη «Γκόρα», δηλαδή βουνό – όπως ονομάζεται και η περιοχή τους.

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: Αλβανούς, Σέρβους, Τούρκους, Ρομά, Βοσνιακούς - και Γκοράνους. By Cradel (current version), earlier version by Ningyou - Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: μια απ’ αυτές και οι Γκοράνοι.
By Cradel (current version), earlier version by Ningyou – Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Η περίπτωση των Γκοράνων του Κοσσυφοπεδίου είναι ιδιαίτερη, λόγω της ταραγμένης πρόσφατης Ιστορίας της χώρας. Αν και Μουσουλμάνοι, δεν φαίνονται να ταυτίζονται με τους ομόθρησκους τους Αλβανούς, ούτε καν με τους επίσης σλαβόφωνους Βοσνιακούς, ενώ φαίνεται να δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους σέρβικους θεσμούς, στους οποίους τείνουν να καταφεύγουν για ιατρική περίθαλψη, παιδεία κ.λπ. Από κάποιους Αλβανούς εκλαμβάνονται ως συνεργάτες των Σέρβων, γι’ αυτό έχουν γίνει και στόχος επιθέσεων. Όπως και να’ χει, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά πολλοί έφυγαν από το Κόσοβο: σήμερα απομένουν μόνο περίπου 11000 στη χώρα. Η περίπτωση τους δείχνει ότι ούτε η κοινή θρησκεία (με τους Αλβανούς) είναι αρκετή για να αποφευχθούν εθνικές τριβές.

Η επιμονή των Τορμπές και των Γκοράνων στη διαφορετικότητά τους, δείχνει ότι τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα απ’ ότι θα περιμέναμε. Επί ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, τουλάχιστον οι Γκοράνοι κατηγοριοποιούνταν εθνοτικά ως «Μουσουλμάνοι», μαζί με τους Βόσνιους και τους Σαντζακλήδες. Τέτοιες μικρές πληθυσμιακές ομάδες όμως μπορεί να έχουν μια εντελώς ξεχωριστή ταυτότητα. Και να προσπαθούν να τη διατηρήσουν, παρά τις δυσκολίες της κατάστασης που βρίσκονται, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά διαφορετικών εθνικισμών.


Όπως και με τους Αλβανούς και τους Τούρκους, ο εθνικισμός έφτασε στους Σλάβους Μουσουλμάνους καθυστερημένα, σε σχέση με τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού ήταν εκ των πραγμάτων πιο συνδεδεμένοι με το οθωμανικό καθεστώς, και η ρήξη μαζί του ήταν πιο δύσκολη. Στη γιουγκοσλαβική περίπτωση όμως, το ιδιαίτερο κοσμικό περιβάλλον της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, που ήταν για τη μουσουλμανική κοινότητα αρκετά ικανοποιητικό, καθυστέρησε μια πραγματική εθνογένεση ακόμα περισσότερο.

Στην ουσία, μόλις τώρα με την (ιδιαίτερα βίαιη) μετάβαση στη νέα τάξη αναγκάστηκαν και οι Γιουγκοσλάβοι Μουσουλμάνοι να ολοκληρώσουν την εθνογένεσή τους – αλλού αυτό προχώρησε ήδη αρκετά (Βοσνία) κι αλλού λιγότερο (Γκοράνοι, Τορμπές). Βλέπουμε έτσι ζωντανά πώς εξελίσσεται μια τέτοια διαδικασία, που έγινε παλιότερα και στα άλλα βαλκανικά έθνη, μεταξύ αυτών και στους Έλληνες.

Αυτή είναι μια ακόμα ένδειξη ότι τα σύγχρονα έθνη δεν είναι ιστορικές σταθερές, αλλά ένα νέο φαινόμενο, με τα όρια μεταξύ τους να έχουν αποφασιστεί – και να μεταβάλλονται ακόμα – ανάλογα με τις συγκυρίες. Ούτε η κοινή γλώσσα ούτε η θρησκεία ή γεωγραφία φτάνουν για να οριστεί αντικειμενικά ένα έθνος. Οι διαφορετικές εθνικές επιλογές των Σλάβων Μουσουλμάνων, αλλά και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η εθνική τους ταυτότητα απ’ έξω, το αποδεικνύουν αυτό. Εδώ ταιριάζει και η ακόλουθη ιστορία από το Σαντζακλή ιστορικό και συγγραφέα Ζούβντια Χότζιτς από το Γκουσίνιε (πόλη στο Μαυροβούνιο, με ανάμικτο αλβανικό και σλαβικό-μουσουλμανικό πληθυσμό):

«Ήρθα στην Κωνσταντινούπολη και ο κόσμος με ρωτούσε: «Ποιός είσαι;». Είπα «Τούρκος», αλλά κούνησαν το κεφάλι τους: «Ε, δεν είσαι. Είσαι Αρναούτης (=Αλβανός)». Άρα ήρθα στο Σκαντάρ ως Αλβανός, παρ’ όλα αυτά, μου είπαν ότι είμαι Βοσνιακός. Επομένως πήγα στο Σαράγεβο ως Βοσνιακός και ο κόσμος γύρω μου ρωτούσε από πού ήμουνα. Απάντησα: «Βοσνιακός». Με πήραν για τρελό και μου είπαν ότι είμαι Μαυροβούνιος με μουσουλμανική θρησκεία. Τότε στην Ποντγκόριτσα ένας τύπος μου είπε ότι δεν είμαι τίποτα άλλο από Τούρκος. Ε λοιπόν, δεν μπορεί κάποιος να το καταλάβει αυτό. Ποιός είμαι και τί είμαι; Κανένας.«


Πηγές: