Ταξιδι σε μια χωρα που δεν υπαρχει πια: Μερος Γ’

Κλασσικό

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

Βρισκόμαστε ακόμα στην Μποσάνσκα Κράινα, το βορειοδυτικό άκρο της Βοσνίας. «Κράινα» στις νοτιοσλαβικές γλώσσες σημαίνει μεθοριακή περιοχή, ακριτική. Και πράγματι, από εδώ περνούσε για αιώνες το σύνορο των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων. Το όνομα «Κράινα» χρησιμοποιήθηκε εξάλλου και για τις περιοχές στην άλλη πλευρά των τότε συνόρων· τα οποία νεκραναστήθηκαν σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα, ως σύνορα Κροατίας-Βοσνίας. Ακόμα και η ίδια η Μποσάσνκα Κράινα είναι όμως πια μοιρασμένη, ανάμεσα στις δύο οντότητες που συναποτελούν το βοσνιακό κράτος: την κροατο-μουσουλμανική Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τη σέρβικη Ρεπούμπλικα Σρπσκα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Φεύγοντας από το κροατο-μουσουλμανικό Γιάιτσε, ακολουθούμε την πορεία του ποταμού Βρμπας, σε μια ακόμα εντυπωσιακή κοιλάδα. Σύντομα συναντάμε τη γνωστή πινακίδα (βλέπε πρώτο μέρος) που μας υποδέχεται στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα. Στις όχθες του Βρμπας, είναι χτισμένη η άτυπη πρωτεύουσά της, η Μπάνια Λούκα. Επίσημα, με βάση το σύνταγμα της Σρπσκα, ρόλο πρωτεύουσας έχει το Ανατολικό Σαράγεβο. Στην πράξη όμως, όλα τα κυβερνητικά κτίρια βρίσκονται στην Μπάνια Λούκα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής και του Προεδρικού Μεγάρου. Και βέβαια σε αυτά τα κτίρια θα δούμε να κυματίζει, αντί της βοσνιακής, η σημαία της Σρπσκα, σχεδόν όμοια της σερβικής (λείπει μόνο το σερβικό εθνόσημο με τον δικέφαλο αετό και τα τέσσερα C). Στον κεντρικό πεζόδρομο Γκοσπόντσκα, ορθώνεται εξάλλου ο επιβλητικός σερβο-ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος, για να υπογραμμίσει τη σερβική ταυτότητα της πόλης.

Ο Βρμπας ρέει δίπλα στο Κάστρο της Μπάνια Λούκα, δυο βήματα από το κέντρο της πόλης. Οι ντόπιοι μπορούν έτσι εύκολα να ηρεμήσουν από τον θόρυβο της πόλης, με μια μπύρα ή μια πλιεσκαβίτσα στις όχθες του ποταμού.
Το Παλάτι της Δημοκρατίας (Προεδρικό Μέγαρο της Ρεπούμπλικα Σρπσκα), στην Οδό Γκοσπόντσκα. Είχε κτιστεί την εποχή της μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας, ως παράρτημα της Κρατική Στεγαστικής Τράπεζας.
Ο Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού, με το Δημαρχείο πίσω του και την Οδό Γκοσπόντσκα στα αριστερά. Κτισμένος κι αυτός την δεκαετία του 1930, καταστράφηκε στον Β’ Παγκόσμιο από το φιλοφασιστικό κροατικό καθεστώς της Ουστάσα, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του εκτός από την Κροατία και ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ήταν μέρος της εκκαθάρισης της Βοσνίας από σερβικά στοιχεία, κάτι το οποίο δυστυχώς δε σταμάτησε στα κτίρια (βλ. κάποιες παραγράφους πιο κάτω). Η αναστήλωση του πραγματοποιήθηκε το 1993: μάλλον όχι συμπτωματικά, η ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε το Φερχαντίγια Τζαμί (βλ. επίσης πιο κάτω).

Αυτή η εικόνα ταιριάζει με τη σημερινή δημογραφική σύνθεση της πόλης: περίπου 9 στους 10 κατοίκους της πόλης είναι Σέρβοι. Πριν τον πόλεμο όμως, ήταν μόλις 1 στους 2. Μοιράζονταν την πόλη με Κροάτες, Μουσουλμάνους κι ένα ιδιαίτερο ψηλό ποσοστό «Γιουγκοσλάβων», οι οποίοι αρνούνταν τέτοιους εθνοτικούς προσδιορισμούς. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Μπάνια Λούκα είναι το σερβικό καθρέφτισμα του Σαράγεβου.

Στις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες της Μπάνια Λούκα, τα γκράφιτι έχουν συχνά τα κόκκινα-μπλε-άσπρα χρώματα της σερβικής σημαίας· δίνοντας εδώ και το μήνυμα ότι «Το Κόσοβο είναι Σερβία».

Σε αντίθεση πάντως με το Σαράγεβο ή το Μόσταρ, η ίδια η Μπάνια Λούκα δεν έζησε μεγάλες μάχες ή βομβαρδισμούς. Πολύ νωρίς μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1992, οι Σερβοβόσνιοι εθνικιστές του Κάρατζιτς εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να διώξουν τους περισσότερους Μουσουλμάνους και Κροάτες της Μπάνια Λούκα. Και όπως συχνά συνέβαινε στον Πόλεμο της Βοσνίας, δεν έφτανε να φύγουν οι άνθρωποι, αλλά κρίθηκε απαραίτητο να σβηστούν και τα ίχνη της μακραίωνης παρουσίας της. Επομένως, καταστράφηκαν οι περισσότερες καθολικές εκκλησίες, τα τζαμιά, ακόμα και τα παλιά οθωμανικά κτίρια (μεταξύ αυτών και ο Πύργος του Ρολογιού του 16ου αιώνα)· με λίγα λόγια, οτιδήποτε μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες για το πόσο σερβική είναι η πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει απομείνει μια πόλη που έχει χάσει μεγάλο μέρος της ιστορικής συνέχειας και μαζί και της γοητείας της. Τουλάχιστον πάντως, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια κάποια προσπάθεια αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν, βλέπουμε πάλι στο κέντρο το Φερχαντίγια Τζαμί, το πιο ιστορικό της πόλης (επίσης του 16ου αιώνα). Αναστηλώθηκε με πολύ κόπο το 2016, χρησιμοποιώντας και πολλές από τις αρχικές πέτρες, οι οποίες μαζεύτηκαν από τα διάφορα μέρη που τις είχαν σκορπίσει: από χωματερές μέχρι και.. κοίτες των ποταμών.

Το Φερχαντίγια Τζαμί καταστράφηκε το 1993 και η αναστήλωση του ολοκληρώθηκε το 2016, με χρηματοδότηση και από την Τουρκική Δημοκρατία, όπως μας υπενθυμίζει μια πλακέτα στην αυλή του τζαμιού. Η αποκατάσταση δεν ήταν απλό πράγμα και προκάλεσε ακόμα και βίαιες αντιδράσεις, με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες.

Φεύγοντας από την Μπάνια Λούκα και συνεχίζοντας προς τα βόρεια, ο Βρμπας εκβάλλει στον Σάβο. Ο μήκους 990 χιλιομέτρων ποταμός πηγάζει από τα βουνά των αυστρο-σλοβενικών συνόρων, διασχίζει Σλοβενία και Κροατία και τελικά καταλήγει στο Βελιγράδι, όπου χύνεται στον Δούναβη. Πριν φτάσει εκεί πάντως, σχηματίζει και το σύνορο Βοσνίας-Κροατίας. Εμείς το περνάμε στη γέφυρα της πόλης Γκράντισκα, της οποίας το κύριο μέρος βρίσκεται στην νότια όχθη και παλιότερα ονομαζόταν Μποσάνσκα Γκράντισκα. Το «Μποσάνσκα» έφυγε με τον πόλεμο, αφότου η πόλη εντάχθηκε στη Ρεπούμπλικα Σρπσκα· είναι μάλλον μια ακόμα ένδειξη ότι η σερβοβοσνιακή ηγεσία βλέπει τον εαυτό της περισσότερο ως σέρβικη και λιγότερο (ή καθόλου) ως βοσνιακή.

Στην κροατική βόρεια όχθη του ποταμού βρίσκεται η Στάρα Γκράντισκα (δηλ. Παλιά Γκράντισκα). Είναι ένα μικρό χωριό που θα ήταν μάλλον άγνωστο, αν δεν ήταν η τοποθεσία ενός από των πιο κακόφημων στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης της φιλοναζιστικής Ουστάσα κατά τον Β’ Παγκόσμιο. Ήταν κτισμένο ειδικά για γυναικόπαιδα, κυρίως Σέρβων, Ρομά και Εβραίων: χιλιάδες βρήκαν εδώ το θάνατο (κατά μια εκδοχή, ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και η σκόπιμη δηλητηρίαση του φαγητού τους). Ήταν βέβαια μόνο ένα μικρό μέρος των πάνω από 200.000 Σέρβων της Κροατίας και της Βοσνίας που εξοντώθηκαν στο όνομα της δημιουργίας μιας εθνικά καθαρής Μεγάλης Κροατίας. Η σφαγή άφησε βαθιά τραύματα, που μάλλον περισσότερο καταπιέστηκαν παρά επουλώθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια: οι Σέρβοι εθνικιστές φρόντισαν στη δεκαετία του 1990 να τα επαναφέρουν συστηματικά στη σερβική εθνική μνήμη. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζαν τη δική τους εθνοκάθαρση εναντίον Κροατών και (κυρίως) Μουσουλμάνων.

Ένα από τα μέρη που έζησαν αυτή την ένταση στο πετσί τους, είναι και η κροατική Σλαβονία, μέσα από την οποία ταξιδεύουμε αφού περάσουμε τη γέφυρα. Είναι μια αγροτική επίπεδη περιοχή: έχουμε αφήσει πια πίσω μας την ορεινή Βοσνία με τις στενές κοιλάδες. Πρόκειται για ένα μικρό μέρος της απέραντης Παννονικής Πεδιάδας, που συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα μέσα σε όλη σχεδόν την Ουγγαρία και τη Βοϊβοντίνα, φτάνει μέχρι τη Σλοβακία και αγγίζει ακόμα και την Ουκρανία. Ως εθνικά ανάμικτη περιοχή, η Σλαβονία έγινε πεδίο σκληρής σύγκρουσης ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες ανάμεσα στο 1991 και 1995. Ένα μέρος της πέρασε στον έλεγχο των σερβικών στρατευμάτων και ήταν τμήμα της «Σερβικής Δημοκρατίας της Κράινα»: η μεγάλη πλειοψηφία των Κροατών κατοίκων έγιναν πρόσφυγες στην υπόλοιπη Κροατία.

Οι περισσότεροι επέστρεψαν, όταν η περιοχή επανήλθε σε κροατικό έλεγχο. Ήταν η μοναδική περιοχή, όπου αυτή η διαδικασία έγινε με ειρηνικό τρόπο, με διαπραγματεύσεις και συμφωνία. Είναι μάλλον αυτό που έκανε δυνατή την παραμονή αρκετών Σέρβων, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της Κροατίας, απ’ όπου οι Σέρβοι κάτοικοι έφυγαν μαζικά για να σωθούν από την κροατική αντεπίθεση του 1995. Έτσι, η Ανατολική Σλαβονία είναι από τις λίγες περιοχές της Κροατίας που παραμένουν και σήμερα σχετικά ανάμικτες. Εμείς τη διασχίζουμε μέσα από τον πάλαι ποτέ «Αυτοκινητόδρομο Αδελφοσύνης και Ενότητας»: κατασκευάστηκε στα σοσιαλιστικά χρόνια, για να ενώνει τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες πραγματικά και συμβολικά, από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια. Σήμερα, ονομάζεται βέβαια απλά Α3.

Ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε απαραίτητα να περνάει και από την πρωτεύουσα ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Αυτή είναι και η επόμενη στάση μας· αφού διασχίσουμε ακόμα μια φορά σύνορα, κροατο-σερβικά αυτή την φορά. Η «άσπρη πόλη» είναι, όπως είπαμε και πριν, χτισμένη στις όχθες του Σάβου και του Δούναβη. Το «grad» σημαίνει με περισσότερη ακρίβεια «φρούριο», το οποίο όμως ήταν και συνώνυμο της πόλης. Στη περίπτωση του Βελιγραδίου, αυτό ταιριάζει απόλυτα, γιατί ήταν πραγματικά μια πόλη-φρούριο, στα σύνορα Οθωμανικής και Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ακόμα το πραγματικό φρούριο, δίπλα στο πάρκο του Κάλε Μεγκντάν: από εδώ οι Οθωμανοί γενίτσαροι αντίκριζαν στην απέναντι όχθη του Σάβου και του Δούναβη τη γη των Αυστριακών Αψβούργων.

Ο Σάβος χύνεται στον Δούναβη: η άποψη είναι από το Φρούριο του Βελιγραδίου, δηλαδή από την «οθωμανική» προς την «αυστριακή» μεριά, όπως την έβλεπαν πριν κάποιους αιώνες οι Οθωμανοί γενίτσαροι.
Ο Πύργος Νεμπόισα βρίσκεται κάτω από το φρούριο (φαίνεται στο αριστερό άκρο της προηγούμενης εικόνας). Ας προσέξουμε αριστερά στην εικόνα ότι ανάμεσα στη σερβική και την αγγλική επιγραφή, υπάρχει και μια ελληνική. Δεν είναι τυχαίο: εδώ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1799 ο Ρήγας Βελεστινλής, μετά την παράδοσή του από τους Αυστριακούς στους Οθωμανούς. Είναι επομένως λογικό να υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο το Φρούριο του Βελιγραδίου, όπως φαίνεται όταν περπατάμε στην ανατολική όχθη του Σάβου.

Οθωμανοί και Αψβούργοι είναι βέβαια τώρα παρελθόν, και το σημερινό Βελιγράδι εκτείνεται και στις δύο όχθες του Σάβου. Στην ανατολική όχθη, βρίσκεται το παλιό «οθωμανικό» Βελιγράδι, το οποίο παραμένει η καρδιά της πόλης. Στη δυτική όχθη, απλώνεται το Νέο Βελιγράδι. Η επέκταση σε αυτή την πρώην βαλτώδη έκταση σχεδιαζόταν ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υλοποιήθηκε όμως τελικά από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Παραμένει επομένως και σήμερα πολύ καλό δείγμα σχεδιασμένης σοσιαλιστικής πόλης: περπατώντας στους δρόμους του είναι λίγο σαν να επιστρέφουμε στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού· με τις ιδιαιτερότητες που είχε βέβαια αυτός στη Γιουγκοσλαβία.

Δρόμοι του Νέου Βελιγραδίου, όχι μακριά από τη δυτική όχθη του Σάβου.

Πραγματικά, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το αριστερό αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων είχε πολλή δύναμη και από μόνο του, χωρίς να είναι εντελώς εξαρτημένο από τη σοβιετική βοήθεια. Ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, με τις γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις από (κυρίως) Κροάτες ή Σέρβους εθνικιστές, προέταξε την ενότητα όλων των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων, στο όνομα της απελευθέρωσης από τον ξένο κατακτητή. Το κεντρικό σύνθημα ήταν «Αδελφοσύνη και Ενότητα»· για πρώτη φορά, με αναγνώριση των δικαιωμάτων της κάθε εθνοτικής ομάδας.

Ο Τίτο έκανε από πολύ νωρίς καθαρό ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του ως πιόνι της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη το 1948 τα έσπασε με τον Στάλιν. Αντί για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μαζί με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, η Γιουγκοσλαβία προτίμησε να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, μαζί με τον Νεχρού, τον Νάσερ· και τον Μακάριο βέβαια. Μεταξύ άλλων χάρη και σε αυτήν τη θέση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, που την έκανε πολύτιμη, η Γιουγκοσλαβία γνώρισε λίγες δεκαετίες πρωτόγνωρης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ειρήνης. Ο ηγετικός της ρόλος στο Κίνημα Αδεσμεύτων χάρισε στη χώρα ένα παγκόσμιο στάτους δυσανάλογο του μικρού της μεγέθους (για τα βαλκανικά δεδομένα, δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρό).

Λίγα έχουν μείνει στο σημερινό Βελιγράδι για να θυμίζουν αυτές τις «χρυσές» εποχές. Ένα μικρό πάρκο στο κέντρο του Βελιγραδίου ονομάζεται ακόμα «Πάρκο Αδέσμευτων Χωρών». Μια ταβέρνα στην πλαγιά πάνω από την όχθη του Σάβου, η Καφάνα SFRJ, με το αστέρι των Παρτιζάνων απ’ έξω, προσπαθεί να μας επαναφέρει για λίγο σε αυτά τα χρόνια. Πάνω απ’ όλα είναι όμως το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, με το διπλανό Μαυσωλείο του Τίτο, το «Σπίτι των Λουλουδιών». Ο Στρατάρχης αναπαύεται εδώ σε αυτόν τον λόφο στα προάστια του Βελιγραδίου, σε ένα ήσυχο πράσινο περιβάλλον, μαζί με τη γυναίκα του Γιοβάνκα. Χιλιάδες επισκέπτες συνεχίζουν να συρρέουν απ’ όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες (αν κρίνουμε από το βιβλίο επισκεπτών, ιδιαίτερα από τη Σλοβενία), για να τιμήσουν τον μεγάλο τους ηγέτη .

Η είσοδος του Μαυσωλείου του Τίτο, του «Σπιτιού των Λουλουδιών».
Η είσοδος της Καφάνας SFRJ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Το εσωτερικό της καφάνας (=ταβέρνας) είναι γεμάτο με εικόνες του Τίτο, σημαίες της Γιουγκοσλαβίας, παλιά βιβλία και πινακίδες αυτοκινήτων και οτιδήποτε θυμίζει τη γιουγκοσλαβική περίοδο.

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος για τον Τίτο, ήταν αναμφίβολα ένας χαρισματικός δικτάτορας. Οι χαρισματικοί ηγέτες έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: κάποια στιγμή πεθαίνουν. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία άντεξε μόνο 11 χρόνια μετά τον θάνατό του. Από πρωτεύουσα όλων (σχεδόν) των Νότιων Σλάβων και κέντρο του παγκόσμιου Κινήματος των Αδεσμεύτων, το Βελιγράδι του 21ου αιώνα βρέθηκε πίσω στην ίδια θέση που ήταν και στην αρχή του 20ού: πρωτεύουσα ενός μικρού φτωχού βαλκανικού κράτους, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και με προβληματικές σχέσεις με τους γείτονές του. Γύρω από τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, αναπτύχθηκαν συνοικίες από αυθαίρετα όπως η Καλιουντέριτσα, κατοικούμενες σε μεγάλο βαθμό από Σέρβους πρόσφυγες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, από την Κροατία ή το Κόσοβο. Η δεκαετία του 1990, ούτως η άλλως τραυματική, έκλεισε για το Βελιγράδι με τον πιο τραυματικό τρόπο, όταν έγινε η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βομβαρδίστηκε από αμερικάνικα αεροπλάνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Το παλιό κτίριο του Υπουργείου Άμυνας ανήκε στους στόχους που έπληξαν οι Αμερικάνοι ως μέρος του πολέμου τους ενάντια στον Μιλόσεβιτς. Έχει αφεθεί έτσι μισοκατεστραμμένο, ίσως και για λόγους ιστορικής μνήμης.

Το σημερινό Βελιγράδι προσπαθεί να ανακάμψει κι έχει καταφέρει να γίνει (ξανά) μια συμπαθητική πόλη, προσελκύοντας και κάποιον τουρισμό. Έχει τον κεντρικό της πεζόδρομο, την Κνέζα Μιχαήλοβα, που διασχίζει το Στάρι Γκραντ (Παλιά Πόλη), οδηγώντας απευθείας στο Κάλε Μεγκντάν. Ένας ακόμα μακρύς πεζόδρομος εκτείνεται στην όχθη του Σάβα, δίπλα στα ποταμόπλοια που λειτουργούν σαν πλωτές καφετέριες ή μπαρ. Συνοικίες με το δικό τους ιδιαίτερο χρώμα όπως η Σκαντάρσκα ή η Σαβαμάλα ελκύουν ντόπιους και τουρίστες. Δε λείπουν και οι μεγάλες επενδύσεις Κινέζων ή Αράβων του Κόλπου, που έχουν ήδη αλλάξει την εικόνα τμημάτων της πόλης.

Η Οδός Κνέζα Μιχαήλοβα (Ηγενόνα Μιχαήλο) είναι ο κεντρικός και πολυσύχναστός πεζόδρομος του Στάρι Γκραντ, της παλιάς πόλης. Τα δέντρα που φαίνονται στο βάθος είναι από το Κάλε Μεγκντάν.
Το έργο «Βελιγράδι στο Νερό», χάρη στο οποίο κτίστηκαν οι ουρανοξύστες που βλέπουμε εδώ στην ανατολική όχθη του Σάβου, χρηματοδοτείται από πετροδολάρια του Κόλπου.

Ταξιδεύοντας μέσα από την (πρώην) Κεντρική Γιουγκοσλαβία στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μπορεί ο νους μας να μην πηγαίνει απευθείας στους πολέμους. Όλες οι πόλεις από τις οποίες περάσαμε μοιάζουν ειρηνικές και δίνουν την εντύπωση σταθερότητας. Έχουν περάσει τώρα σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που τερματίστηκε η αιματοχυσία: ήδη μια γενιά νέων δεν τα έχουν ζήσει όλα αυτά άμεσα. Δεν έχει εξαφανιστεί ο κίνδυνος βέβαια: ο Μίλοραντ Ντόντικ (πρόεδρος της Ρεπούμπλικα Σρπσκα) απειλεί κατά καιρούς με απόσχιση, το σχέδιο μιας ξεχωριστής κροατικής οντότητας μάλλον δεν έχει ξεχαστεί απ’ όλους τους Κροατοβόσνιους, οι σχέσεις Σερβίας-Κροατίας δεν είναι πάντα χωρίς σύννεφα. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια έστω εύθραυστη ισορροπία.

Πιο θλιβερή φαίνεται όμως η σημερινή κατάσταση, όταν τη συγκρίνουμε με το προπολεμικό παρελθόν. Εκεί όπου ταξίδευε κάποιος ανεμπόδιστα από τις δαλματικές ακτές στις Δειναρικές Άλπεις και μετά στα παννονικά πεδία μέχρι τον Δούναβη, σήμερα θα πρέπει να περάσει πολλές φορές από συνοριακούς ελέγχους. Η μια γλώσσα (σερβοκροατικά) έγινε τρεις (σερβικά/κροατικά/βοσνιακά): με περισσότερο πολιτικές παρά ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους. Μια χώρα που ήταν η μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αλλά και με ένα παγκόσμιο κύρος σημαντικά μεγαλύτερο από το μέγεθός της, έχει αντικατασταθεί από επτά εντελώς περιφερειοποημένα, εξαρτημένα και σχεδόν ξεχασμένα κρατίδια.

Έχει περάσει πια πάνω από ένας αιώνας από την οριστική κατάρρευση των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών, Οθωμανών και Αψβούργων, οι οποίες όριζαν την τύχη της Βαλκανικής. Η μετάβαση στον νέο κόσμο των εθνών-κρατών δεν ήταν εύκολη για καμία βαλκανική χώρα. Το πιο τραγικό με τη Γιουγκοσλαβία είναι όμως πως ακριβώς αυτή φαινόταν να είχε λύσει τα προβλήματα της μετάβασης με τον καλύτερο τρόπο. Έδινε χώρο στις ξεχωριστές εθνικές ιδέες, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την πολυεθνοτική συμβίωση. Επέτρεπε τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, με τρόπο που μπορούσε αυτός να εντάσσεται στον εθνοτικό/θρησκευτικό, μπορούσε όμως και όχι (υπήρχε πάντα η δυνατότητα να δηλώσει κάποιος «Γιουγκοσλάβος»· και πολλοί το έκαναν). Η κατάρρευσή της δεν μπορούσε παρά να είναι απογοητευτική, ειδικά με τον τρόπο που έγινε: απανωτοί πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, οικονομικός (και πολιτισμικός) μαρασμός.

Και πάλι όμως, είναι ειδικά σε αυτό το τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που μπορεί να υπάρχει και κάποια ελπίδα ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα. Παρά το αίμα που έχει χυθεί, η συμβίωση στη Βοσνία ή στη Σλαβονία δεν έχει χαθεί εντελώς. Είναι εξάλλου στη Βοσνία που ξέσπασε η πρώτη μεγάλη εξέγερση μετά τον πόλεμο ενάντια στις κυρίαρχες εθνικιστές ελίτ. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακούστηκε το ίσως πιο πετυχημένο σύνθημα στα μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια: «Πεινάμε, σε τρεις γλώσσες».

Σχετική Βιβλιογραφία:

  1. M. Roter Blagojević, ‘The modernization and urban transformation of Belgrade in the 19th and early 20th century’, στο Doytchinov, G., Đukić, A., Ioniță, C. (Eds.): Planning Capital Cities: Belgrade, Bucharest, Sofia., Graz: Verlag der Technischen Universität Graz, 2015, σσ. 20–43.
  2. M. Glenny, The Balkans, 1804-2012: Nationalism, War and the Great Powers, 2nd edition. London: Granta, 2012.
  3. S. Vujović και M. Petrović, ‘Belgrade’s post-socialist urban evolution: Reflections by the actors in the development process’, στο Stanilov, Kiril (Eds). The Post-Socialist City. Urban Form and Space Transformations in Central and Eastern Europe after Socialism, στο The GeoJournal Library, no. 92. , Dordrecht, Netherlands.: Springer, 2007, σσ. 361–383.

Απο τη Βλαχια στην Τρανσυλβανια

Κλασσικό

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή ένα πρόσφατο ταξίδι στη Ρουμανία, μια πολύ ιδιαίτερη χώρα από πολλές απόψεις: ιστορικές, γλωσσικές, πολιτισμικές. Συνδυάζει, κόντρα στα κλασικά διχοτομικά σχήματα, τη λατινοφωνία με την Ορθoδοξία, και κουβαλά τα ίχνη ενός παρελθόντος ως η περιοχή συνάντησης τριών αυτοκρατοριών: της Ρωσικής, της Οθωμανικής και αυτής των Αψβούργων.

Οι ιστορικές περιοχές της "Μεγάλης Ρουμανίας" (τα σημερινά σύνορα απεικονίζονται με τη μπλε γραμμή): Μολδαβία (μαζί με τη Μπουκοβίνα και τη Βεσσαραβία), Βλαχία (μαζί με την Οντενία και τη Δοβρουτσά - η κίτρινη κεντρική περιοχή ονομάζεται από τους Ρουμάνους Μοντενία) και η Τρανσυλβανία μαζί με το Μπανάτο, οι περιοχές που ανήκαν στην Αυστροουγγαρία. https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/2/29/RomaniaHistRegions.jpg

Οι ιστορικές περιοχές της «Μεγάλης Ρουμανίας» (τα σημερινά σύνορα απεικονίζονται με τη μπλε γραμμή). Η κοκκινωπή περιοχή αντιστοιχεί περίπου στην ιστορική Μολδαβία (μαζί με τη Μπουκοβίνα και τη Βεσσαραβία). Με κίτρινα-πράσινα χρώματα φαίνεται η Βλαχία, μαζί με την ιδιαίτερη περίπτωση της Δοβρουτσάς. Με γαλάζια χρώματα απεικονίζονται οι περιοχές που ανήκαν στην Αυστροουγγαρία, δηλαδή κυρίως η Τρανσυλβανία, μαζί με το Μπανάτο.
Πηγή εικόνας

Οι δύο «παραδουνάβιες ηγεμονίες», η Μολδαβία και η Βλαχία, ανήκαν μεν στους Οθωμανούς, αλλά ήταν ημιαυτόνομες και άρα μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είχαν Μουσουλμάνους κυβερνήτες, αλλά Χριστιανούς Ορθόδοξους, αρχικά ντόπιους. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι Οθωμανοί προτίμησαν να αναθέτουν αυτήν τη δουλειά σε Έλληνες Φαναριώτες, όπως τους Υψηλάντηδες και τους Μαυροκορδάτους. Εκείνη περίπου την εποχή ήταν που άρχισαν να αναπτύσσονται το ελληνικό εμπόριο και οι ελληνικές παροικίες στη Μολδοβλαχία.

Ο Δούναβης συλλέγει τα νερά από μια τεράστια περιοχή της κεντρικής Ευρώπης για να το οδηγήσει εδώ προς τη Μαύρη Θάλασσα, σχηματίζοντας και το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Ο Δούναβης χώριζε την κυρίως ειπείν οθωμανική επικράτεια (δεξιά) από τις ημιαυτόνομες παραδουνάβιες ηγεμονίες (αριστερά). Σήμερα σχηματίζει το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Το 1859 έγινε το πρώτο μεγάλο βήμα για τη δημιουργία ενός σύγχρονου έθνους-κράτους: η Μολδαβία και η Βλαχία ενώθηκαν, και η νέα αυτόνομη περιοχή βαφτίστηκε Ρομανία (το όνομα μεταφέρθηκε μετά σε άλλες γλώσσες ως «Ρουμανία»). Το όνομα που επιλέχθηκε ήταν μια καθαρή αναφορά στη λατινικότητα της γλώσσας, την οποία μιλούσαν οι κάτοικοι και των δύο περιοχών: σ’ αυτήν τη βάση θα κτιζόταν το νέο έθνος-κράτος (θα γινόταν επίσημα ανεξάρτητο 18 χρόνια μετά).

Από τον Κάρολο στον Τσαουσέσκου

Παρά τη λατινοφωνία της Ρουμανίας όμως, η γερμανική διείσδυση δεν σταματούσε στην αυστροουγγρική Τρανσυλβανία. Τα νεοσύστατα βαλκανικά κρατίδια πρόσφεραν εκείνη την εποχή αρκετές ευκαιρίες απασχόλησης για άνεργους Γερμανούς πρίγκιπες. Αν η Ελλάδα εισήγε τη δική της δυναστεία από τον οίκο των Γλύξμπουργκ, οι Ρουμάνοι προτίμησαν να προμηθευτούν γνήσιους Χοεντζόλερν, δηλαδή από τον οίκο από τον οποίο προέρχονταν και οι ίδιοι οι Πρώσοι μονάρχες, οι αργότερα Γερμανοί αυτοκράτορες.

Ο πρώτος Γερμανός μονάρχης της Ρουμανίας (μετά από ένα σύντομο πείραμα μ’ έναν ντόπιο ηγέτη, τον Αλέξανδρο Κούζα) ήταν ο Κάρολος Α’, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα 48 ολόκληρα χρόνια. Αν και η διακυβέρνησή του συνδέθηκε με τον εκσυγχρονισμό, δεν τόλμησε να θίξει τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων και άρα να λύσει το πιο καυτό πρόβλημα της χώρας, το αγροτικό.

Το άγαλμα του Καρόλου Α', μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, που κτίστηκε επί βασιλείας του και ακόμα φέρει το όνομά του.

Το άγαλμα του Καρόλου Α’ στο Βουκουρέστι, μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, η οποία κτίστηκε επί βασιλείας του και ακόμα φέρει το όνομά του.

Παρά τη γερμανική προέλευση της δυναστείας πάντως, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία έμεινε πιστή στη λατινικότητα και τη γαλλοφιλία της, πολεμώντας με τη μεριά της Αντάντ (κάτι που παρεμπιπτόντως είχε ως συνέπεια τη «διαγραφή» του τότε βασιλιά Φερδινάνδου από τον οίκο των Χοεντζόλερν, ως τιμωρία) . Βρέθηκε έτσι στο τέλος του πολέμου στην πλευρά των νικητών και κατάφερε να αυξήσει την έκτασή της εντυπωσιακά. Προσάρτησε την τεράστια αυστροουγγρική Τρανσυλβανία, τη Βεσσαραβία από τη Ρωσία, καθώς και ολόκληρη τη Δοβρουτσά, εις βάρος της ηττημένης Βουλγαρίας. Η Μεγάλη Ρουμανία είχε γίνει πραγματικότητα.

Στον Β’ Παγκόσμιο η ρουμανική ηγεσία (βασιλική δικτατορία πλέον) δεν επανέλαβε τη σοφή της επιλογή. Αντίθετα, συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Άξονα. Το αποτέλεσμα: με το τέλος του πολέμου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να παρακολουθεί τα σοβιετικά στρατεύματα να προελαύνουν στη χώρα. Επίσης, έχασε πάλι τη Βεσσαραβία (προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, η οποία τη μοίρασε ανάμεσα στην Ουκρανία και τη νέα Σοβιετική Δημοκρατία της Μολδαβίας) και ένα τμήμα της Δοβρουτσάς, το οποίο επιστράφηκε στη Βουλγαρία.

Η Ρουμανία έγινε μεν έτσι μέρος του «ανατολικού μπλοκ», δεν άργησε όμως να δείξει πάλι την ιδιαιτερότητά της. Ο Νικολάε Τσαουσέσκου, ηγέτης της χώρας από το 1965, προσπάθησε να ακολουθήσει μια πολιτική πιο ανεξάρτητη από τη Σοβιετική Ένωση, με μια γερή δόση ρουμανικού εθνικισμού. Το 1968 καταδίκασε, ως μόνος ηγέτης από το ανατολικό μπλοκ, καθαρά τη σοβιετική επέμβαση στη Τσεχοσλοβακία. Αυτό τον βοήθησε να κερδίσει πολλές συμπάθειες από τις δυτικές ελίτ, αλλά και από διάφορους ευρωκομμουνιστές.

Το καθεστώς του ήταν όμως αναμφίβολα αυταρχικό, με μια έντονη προσωπολατρία και ιδιαίτερα ανεπτυγμένο δίκτυο παρακολούθησης του πληθυσμού. Μεταξύ άλλων, ο Τσαουσέσκου είχε απαγορεύσει την έκτρωση και την.. αντισύλληψη (με σκοπό την αύξηση του πληθυσμού): ακόμα μια πρωτοτυπία του ρουμάνικου σοσιαλισμού.

Για να κτίσει το επιβλητικό Παλάτι του Λαού (δεξιά, δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο) και το "Τσεντρούλ Τσιβίκ" (ξεκινάει στα αριστερά ), μια σειρά από νέα κτίρια με μαρμάρινες προσόψεις, προορισμένα για τα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος, ο Τσαουσέσκου γκρέμισε ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης, ξεσπιτώνοντας περίπου 40.000 κάτοικους (η έκταση με τα γκρεμισμένα κτίρια είχε ονομαστεί τότε ειρωνικά "Τσαουσίμα"). Θεωρείται δείγμα της καταστροφικής μεγαλομανίας του δικτάτορα.

Για να κτίσει το επιβλητικό Παλάτι του Λαού (δεξιά, δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο) και το «Τσεντρούλ Τσιβίκ» (αριστερά, μια περιοχή με κτίρια με μαρμάρινες προσόψεις, προορισμένα κυρίως για τα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος), ο Τσαουσέσκου γκρέμισε ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης, ξεσπιτώνοντας περίπου 40.000 κάτοικους (η έκταση με τα γκρεμισμένα κτίρια είχε ονομαστεί τότε ειρωνικά «Τσαουσίμα»). Θεωρείται τυπικό δείγμα της καταστροφικής μεγαλομανίας του δικτάτορα.

Τίποτα απ’ αυτά δεν μπόρεσε πάντως να τον σώσει από την οικονομική κατάρρευση. Τη δεκαετία του ’80, η επιβολή σκληρής λιτότητας, με σκοπό να αποπληρώσει το τεράστιο δημόσιο χρέος και να αποφύγει τη χρεωκοπία (αν αυτό μας θυμίζει κάτι), είχε σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία φτωχοποίηση πολλών Ρουμάνων. Στο τέλος, η οργή του κόσμου ξέσπασε: ο Τσαουσέσκου ήταν ο μόνος από τους κομμουνιστές ηγέτες στο ανατολικό μπλοκ, που δεν κατάφερε να σώσει ούτε καν τη ζωή του. Εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του, λίγες μέρες μόνο αφού ξέσπασε η εξέγερση εναντίον του, το Δεκέμβρη του ’89.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: μετάβαση στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Η χώρα ανήκει σήμερα σταθερά στη γερμανική-αμερικάνικη σφαίρα επιρροής, όπως και οι περισσότερες βαλκανικές. Το μέλλον της μοιάζει να είναι η επιβίωση ως μια ακόμα ασήμαντη εξαρτημένη χώρα της περιφέρειας – ποτέ δεν ξέρει κανείς όμως, γιατί τα Βαλκάνια είναι πάντα ικανά για εκπλήξεις.

Ένα λατινόφωνο έθνος-κράτος στην Ανατολή

Η (υποτιθέμενη) ενδιάμεση θέση ανάμεσα σε μια «Δύση» και μια «Ανατολή» είναι ένα χαρακτηριστικό που έχει διαμορφώσει την εθνική ψυχή πολλών λαών της περιοχής μας – γι’ αυτό εξάλλου και ο Δημήτρης Κιτσίκης χρησιμοποιεί τον όρο «ενδιάμεση περιοχή». Όπως όμως αλλάζουν  μέσα στο χρόνο οι ορισμοί του τι είναι Δύση και Ανατολή, έτσι αλλάζει και το τι σημαίνει να είσαι σε μια ενδιάμεση κατάσταση.

Στη Ρουμανία, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτή η ενδιάμεση κατάσταση εκφράζεται και με τη χρήση ενός συμβόλου της Δύσης και ενός της Ανατολής, ως τα δύο βασικά του εθνικού χαρακτήρα. Η Ρουμανία είναι από τη μια το προκεχωρημένο φυλάκιο της λατινοφωνίας, της γλώσσας της Δύσης, στην Ανατολική Ευρώπη, περιτριγυρισμένο από Σλάβους και Μαγυάρους. Από την άλλη, η ανατολική Ορθοδοξία είναι κεντρικό στοιχείο της ρουμανικής εθνικής ταυτότητας, και μάλιστα ξεχωρίζει τους Ρουμάνους από τους (καθολικούς) «αιώνιους εχθρούς» Ούγγρους.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη που είναι εμφανείς οι γαλλικές επιρροές.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη, όπου είναι εμφανείς οι γαλλικές επιρροές. Μάλλον λόγω λατινοφωνίας, οι Ρουμάνοι είχαν γενικά μια κλίση προς τη γαλλική κουλτούρα.

Η Μονή Σταυροπόλεως στο κέντρο του Βουκουρεστίου, κτισμένη επί ηγεμονίας Νικόλαου Μαυροκορδάτου, συμβολίζει την ανατολικο-ορθόδοξη/ελληνική επιρροή. Οι ορθόδοξες εκκλησίες έχουν και στη σύγχρονη Ρουμανία αρκετή επισκεψιμότητα, και οι Ρουμάνοι θεωρούνται μάλλον πιο θρήσκος λαός από τους γειτονικούς τους.

Η γυναικεία Μονή Σταυροπόλεως στο κέντρο του Βουκουρεστίου, κτισμένη επί ηγεμονίας Νικόλαου Μαυροκορδάτου, συμβολίζει την ανατολική-βυζαντινή-ελληνική επιρροή. Οι εκκλησίες έχουν και σήμερα αρκετή επισκεψιμότητα: οι Ρουμάνοι θεωρούνται μάλλον πιο θρήσκος λαός από τους γειτονικούς τους.

Η Αρμένικη Εκκλησία στην παλιά αρμένικη συνοικία του Βουκουρεστίου είναι ένα δείγμα του πολυπολιτισμικού οθωμανικού παρελθόντος.

Η Αρμένικη Εκκλησία στην παλιά αρμένικη συνοικία του Βουκουρεστίου: η ύπαρξη τέτοιας συνοικίας είναι δείγμα του οθωμανικού παρελθόντος μιας πόλης.

Οι δύο Ρουμανίες: Μολδοβλαχία και Τρανσυλβανία

Υπάρχει όμως και μια άλλη ρουμάνικη αντίθεση «Ανατολής-Δύσης»: αυτή ανάμεσα στην «οθωμανική» Μολδοβλαχία και την «αυστροουγγρική» Τρανσυλβανία. Οι δύο διαφορετικές κρατικές παραδόσεις έχουν αφήσει τα ίχνη τους στις δύο περιοχές, με την πρώτη να είναι υποτίθεται πιο «ανατολική» και βαλκανική, και τη δεύτερη πιο «δυτική» και κεντροευρωπαϊκή. Ταξιδεύοντας άρα με το τρένο μέσα από τα Καρπάθια (το όριο των δύο περιοχών), διασχίζει κάποιος ακόμα ένα από τα πολλά υποτιθέμενα σύνορα Ανατολής-Δύσης.

Σε σχέση με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, τα οποία χαρακτηρίζονται από το έντονο ανάγλυφο και τα ψηλά βουνά, η Βλαχία, η γη ανάμεσα στο Δούναβη και τα Καρπάθια, έχει την ιδιαιτερότητα να είναι επίπεδη και εύφορη. Αυτή η μεγάλη της γεωργική αξία όμως, της κληροδότησε και το αγροτικό πρόβλημα που αναφέραμε πριν, αφού σε τέτοιες περιοχές ευνοείται η μεγάλη ιδιοκτησία και άρα και οι φεουδαρχικές δομές. Η δουλοπαροικία καταργήθηκε μεν το 1864, αλλά  το μεγαλύτερο μέρος της γης παρέμεινε στους πλούσιους μεγαλογαιοκτήμονες. Αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907, που ξεκίνησε στη Μολδαβία, εξαπλώθηκε στη Βλαχία, και τελικά πνίγηκε στο αίμα – τρία χρόνια πριν ζήσει η Ελλάδα τη δική της, στο Κιλελέρ. Μετά το Β’ Παγκόσμιο, η μοίρα της αγροτικής γης ήταν φυσικά η κολλεκτιβοποίηση, όπως στις άλλες ανατολικές χώρες.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της επίπεδης Μεγάλης Βλαχίας: κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της επίπεδης Βλαχίας: κυριαρχούν καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Ξεκινώντας λοιπόν με το τρένο από Βουκουρέστι προς τα βόρεια, κυριαρχεί αυτή η εικόνα των επίπεδων αγροτικών εκτάσεων. Μετά από περίπου μια ώρα, το τοπίο αλλάζει εντελώς: η πεδιάδα δίνει τη θέση της σε πυκνά δάση, ορμητικά ποτάμια και βραχώδεις απότομες πλαγιές. Η οροσειρά των Καρπαθίων υψώνεται σε κάποια σημεία πάνω από τα 2500 μ.

Η δυσπρόσιτη οροσειρά των Καρπαθίων ήταν αυτή που ενέπνευσε και το μύθο του Κόμη Δράκουλα.

Η δύσβατη οροσειρά των Καρπαθίων, με τα παρθένα δάση και τους μεγάλους πληθυσμούς σε αρκούδες και λύκους, ήταν πηγή έμπνευσης και για τον μύθο του Κόμη Δράκουλα.

Το τρένο διασχίζει τα Καρπάθια, περνώντας από τη μικρή τουριστική πόλη Σινάια. Η τουριστική αξία της τελευταίας είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της πρόσβασης στα βουνά, αλλά και λόγω αξιοθέατων όπως το Κάστρο Πέλες ή το Μοναστήρι του Σινά.

Το Κάστρο Πέλες στη Σινάια ήταν η εξοχική κατοικία του Καρόλου Α'.

Το Κάστρο Πέλες στη Σινάια ήταν η εξοχική κατοικία του Καρόλου Α’.

Μετά από σχεδόν τρεις ώρες, το τρένο κατηφορίζει προς την επόμενη μεγάλη πεδιάδα, αυτήν της Τρανσυλβανίας, εκεί που οι τουρκικές και σλαβικές επιρροές δίνουν σταδιακά τη θέση τους στις γερμανικές (αυστριακές) και ουγγρικές. Η Τρανσυλβανία ήταν για πολλά χρόνια το μήλο της έριδος ανάμεσα στους Ρουμάνους και τους Ούγγρους. Άλλαξε πολλές φορές χέρια, μέχρι να περάσει οριστικά (;) στη Ρουμανία με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου. Οι ακόμα μεγάλες ουγγρικές κοινότητες πάντως φροντίζουν ώστε να διατηρεί η περιοχή τον πολυεθνικό της χαρακτήρα.

Το Μπρασόβ είναι η πρώτη μεγάλη πόλη που συναντάς με το που μπαίνεις στην Τρανσυλβανία. Eδώ η γερμανική επιρροή είναι καθαρή – αν μη τι άλλο, από τα συχνά γερμανικά ονόματα δρόμων. Από τη γερμανική κοινότητα της πόλης πάντως, άλλοτε περίπου ισάριθμη της ρουμάνικης και με τεράστια σημασία για την ιστορική ανάπτυξη της πόλης, δεν έχουν μείνει πολλοί. Η ουγγρική κοινότητα όμως παραμένει και δίνει και αυτή το χρώμα της στην πόλη (π.χ. με τα μικρά ουγγρικά φαγάδικα).

Τέτοια στενά στο Μπρασόβ έχουν συχνά γερμανικά όνοματα.

Η γωνία Strada Poarta Schei – Strada Hans Berkner στην παλιά πόλη του Μπρασόβ είναι μια από τις πολλές που συναντούνται ρουμάνικα με γερμανικά ονόματα – θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συμβολίζει και τη συνάντηση του ρουμανικού με το γερμανικό στοιχείο στην πόλη.

Η λουθηρανική Μαύρη Εκκλησία, το σύμβολο της πόλης, είναι ένα ακόμα κατάλοιπο της γερμανικής Ιστορίας της πόλης.

Η λουθηρανική Μαύρη Εκκλησία, το ίσως πιο γνωστό αξιοθέατο της πόλης, είναι ένα ακόμα κατάλοιπο γερμανικής Ιστορίας.


Οι βαλκανικές χώρες γενικά δεν φημίζονται για την ευκολία να τις κατανοήσεις – και η Ρουμανία δεν είναι εξαίρεση. Είναι οι Ρουμάνοι τελικά τεχνητό ή φυσικό έθνος, και πού ανήκουν πραγματικά; Όπως και άλλοι βαλκανικοί λαοί (των Ελλήνων μη εξαιρουμένων), οι Ρουμάνοι είναι συνηθισμένοι μέσα στην Ιστορία τους να πατούν σε πολλές βάρκες ταυτόχρονα. Το κατά πόσον θα καταφέρουν να σώσουν την ιδιαιτερότητά τους μέσα στις νέες παγκόσμιες συνθήκες, είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον.

Γυρος των ανατολικων Βαλκανιων

Κλασσικό

Τα τελευταία χρόνια γίνονται συχνά αναφορές στα Δυτικά Βαλκάνια. Μ’ αυτό εννοούν συνήθως την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία: την περιοχή που δοκιμάστηκε σκληρά από πολέμους με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ακόμα μέχρι σήμερα μένει στο μεγαλύτερο μέρος της εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν όμως υπάρχουν Δυτικά Βαλκάνια, λογικά υπάρχουν και Ανατολικά. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το όνομα για να περιγράψουμε το γεωγραφικό χώρο που ξεκινά από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (μοιρασμένη ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία) στο Νότο και φτάνει μέχρι τα Καρπάθια Όρη και τις εκβολές του Δούναβη στο Βορρά.

Αυτός ο γεωγραφικός χώρος σίγουρα δεν είναι ομοιογενής. Στην περιοχή συναντάμε από πανύψηλα και αρχαία βουνά (την οροσειρά της Ροδόπης, το γεωλογικό «πυρήνα» των Βαλκανίων) μέχρι πλατιές πεδιάδες με λίμνες και βάλτους (π.χ. τη Δοβρουτσά). Από μεσογειακή σκληρόφυλλη βλάστηση μέχρι δάση φυλλοβόλων ή κωνοφόρων – αλλά ακόμα και στέπα (στην Βουλγαρία και τη Ρουμανία). Από την πρώην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη) μέχρι τα πρώην περιφερειακά της κρατίδια (τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας). Από χώρες πλήρως ενταγμένες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ελλάδα) και άλλες που είναι μεν ενταγμένες στην Ε.Ε. αλλά όχι στην Ευρωζώνη και τη Συνθήκη Σένγκεν (Βουλγαρία, Ρουμανία) μέχρι χώρες που ακόμα και η μελλοντική τους ένταξη είναι πολύ αμφίβολη (Τουρκία). Ακόμα και η εθνοτική-γλωσσική ποικιλία είναι για μια περιοχή τέτοιου μεγέθους τεράστια, αφού εκπροσωπούνται τουλάχιστον πέντε ομάδες γλωσσών: η λατινική (ρουμάνικα, μολδαβικά), η σλάβικη (βουλγάρικα, πομάκικα), η τουρκική (τουρκικά), η ουραλική (ούγγρικα) και φυσικά τα μοναχικά ελληνικά.

Το άρθρο αυτό περιγράφει ένα ταξίδι (έγινε το Σεπτέμβρη του 2013, αλλά κάποιες φωτογραφίες είναι από επόμενα ταξίδια, σε τμήματα της ίδιας διαδρομής) σ’ αυτόν περίπου το γεωγραφικό χώρο. Συγκεκριμένα: Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σόφια – Βουκουρέστι – Κωνστάντζα (+Μαμάια) – Βάρνα – Κωνσταντινούπολη – Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη – Αθήνα.

Βασισμένο στο here.com

Βασισμένο στο here.com

Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που λειτουργεί για την Ελλάδα και σαν πύλη για τις γειτονικές της βαλκανικές χώρες. Τώρα πλέον λειτουργεί πάλι και το τρένο για Βουλγαρία, που ξεκινάει καθημερινά στις 06:55 (το 2013 υπήρχε μόνο το λεωφορείο, το οποίο αναχωρεί από το ΚΤΕΛ Μακεδονία). Και το τρένο και το λεωφορείο διασχίζουν την κοιλάδα του Στρυμόνα – του ποταμού που συνδέει την ελληνική με τη βουλγαρική Μακεδονία – για να φτάσουν στη Σόφια μετά από 7 ή 5 ώρες αντίστοιχα.

Βουλγαρία Πιρίν

Εξοχή στη βουλγαρική Μακεδονία, που ονομάζεται και «Μακεδονία του Πιρίν», από την ομώνυμη οροσειρά που φαίνεται στο βάθος.

Η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, η Σόφια, είναι και ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού. Η Βουλγαρία μπορεί να είναι η χώρα που είναι περισσότερο από κάθε άλλη ταυτισμένη με τα Βαλκάνια (αφού κι η ομώνυμη οροσειρά βρίσκεται στο έδαφος της) και ίσως η μοναδική, όπου ο όρος «βαλκανικός» μπορεί να έχει και θετική χροιά – σύμφωνα με την γνωστή Βουλγάρα ιστορικό Μαρία Τοντόροβα. Το κέντρο της Σόφιας θυμίζει όμως μάλλον περισσότερο κεντρο-ευρωπαϊκή πόλη. Σαν υπενθύμιση του οθωμανικού παρελθόντος υπάρχει πάντως ένα ακόμα ενεργό τζαμί – σε αντίθεση με μια άλλη γνωστή μας βαλκανική πρωτεύουσα, δεν μετατράπηκε σε μουσείο λαϊκής τέχνης, ούτε του αφαιρέθηκαν οι μιναρέδες.

Σοφια Τζαμι Σοφια Συναγωγη

Η Σόφια περηφανεύεται για τη γειτνίαση των ναών όλων των κύριων θρησκειών της περιοχής (από πάνω προς τα κάτω: Ισλάμ, Εβραϊσμός, Ορθοδοξία) στο κέντρο της.

Η Σόφια περηφανεύεται για τη γειτνίαση στο κέντρο της ναών όλων των κύριων θρησκειών της περιοχής (από πάνω προς τα κάτω: Ισλάμ, Εβραϊσμός, Ορθοδοξία – υπάρχει επίσης και καθολική εκκλησία). Η εβραϊκή κοινότητα της Βουλγαρίας γενικά επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα, αφού η Βουλγαρία αρνήθηκε να παραδώσει τους Εβραίους της στον Χίτλερ, αν και σύμμαχος του. Η μουσουλμανική κοινότητα αποτελεί ακόμα και σήμερα περίπου 10% του πληθυσμού της χώρας (στη Σόφια ειδικά το ποσοστό είναι πολύ μικρότερο), παρά τις διώξεις και την καταπίεση των δυο προηγούμενων αιώνων.

Κατά τ’ άλλα, η σύγχρονη Σόφια, έξω από το κέντρο της, χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακά καταπράσινα πάρκα από τη μια και μελαγχολικές «σοσιαλιστικές» πολυκατοικίες-κουτιά από την άλλη. Ο καπιταλισμός έχει πάντως διεισδύσει πλέον παντού, με υποκαταστήματα ξένων εταιρειών να κυριαρχούν την εικόνα της πόλης. Κάποια παλιά σοσιαλιστικά μνημεία, διάσπαρτα στην πόλη, επιβιώνουν απλά για να θυμίζουν ένα διαφορετικό παρελθόν.

Σοσιαλιστικό μνημείο σ' ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Σόφιας, τον Κήπο του Μπόρις (βασιλιάς της Βουλγαρίας στα χρόνια του μεσοπολέμου).

Σοσιαλιστικό μνημείο σ’ ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Σόφιας, τον Κήπο του Μπόρις (βασιλιάς της Βουλγαρίας στα χρόνια του μεσοπολέμου).

Επόμενος σταθμός μετά τη Βουλγαρία ήταν η Βλαχία, η περιοχή της Ρουμανίας ανάμεσα στα Καρπάθια και το Δούναβη, γνωστή σε μας και από την ομώνυμη ηγεμονία των οθωμανικών χρόνων, η οποία διοικούνταν από Φαναριώτες πρίγκιπες – κι απ’ όπου ξεκίνησε στην ουσία και η Ελληνική Επανάσταση. Από τη Σόφια για το Βουκουρέστι λειτουργεί νυκτερινό λεωφορείο, το οποίο είναι πιο οικονομικό από το τρένο. Αναχωρεί κατά τις 00.30 από τον Κεντρικό Σταθμό της Σόφιας και φτάνει κατά τις 7.00 το πρωί στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, στον σταθμό Φιλαρέτ. Το τρένο αναχωρεί επίσης από τον Κεντρικό Σταθμό της Σόφιας στις 8.00 το πρωί και φτάνει στον Βόρειο Σιδ. Σταθμό του Βουκουρεστίου (Gara de Nord) στις 17.30.

Από τη Σόφια προς το Βουκουρέστι πρέπει πρώτα κάποιος να διασχίσει την οροσειρά του Αίμου, μέσα από την κοιλάδα του ποταμού Ισκάρ, που φαίνεται στη φωτογραφία. Από τον Αίμο (αλλιώς Μπαλκάν, όνομα τουρκικής προέλευσης) πήρε το όνομά της ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος.

Από τη Σόφια προς το Βουκουρέστι πρέπει πρώτα κάποιος να διασχίσει την οροσειρά του Αίμου, μέσα από την κοιλάδα του ποταμού Ισκάρ, που φαίνεται στη φωτογραφία. Από τον Αίμο (αλλιώς Μπαλκάν, όνομα τουρκικής προέλευσης) πήρε το όνομά της ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος.

Ο Δούναβης συλλέγει τα νερά από μια τεράστια περιοχή της κεντρικής Ευρώπης για να το οδηγήσει εδώ προς τη Μαύρη Θάλασσα, σχηματίζοντας και το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Ο Δούναβης συλλέγει τα νερά από μια τεράστια περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, για να τα οδηγήσει εδώ προς τη Μαύρη Θάλασσα, σχηματίζοντας και το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της  επίπεδης Μεγάλης Βλαχίας: κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της επίπεδης Μεγάλης Βλαχίας: κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Υπόψη ότι και οι δύο σταθμοί άφιξης είναι κάπως μακριά από το κέντρο της πόλης, για το οποίο θα χρειαστεί κάποιος να πάρει το μετρό. Το μετρό του Βουκουρεστίου έχει τέσσερις γραμμές και είναι το πιο παλιό των Βαλκανίων: υπάρχει ήδη από το 1979, πολύ πριν το μετρό της Αθήνας, της Σόφιας ή της Κωνσταντινούπολης.

Χαρακτηριστική και για το Βουκουρέστι είναι η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική και ρυμοτομία – αλλά με κάποιες ιδιαιτερότητες, σε μια έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη χώρα (που συνδυάζει λατινοφωνία και Ορθοδοξία, αψηφώντας όλα τα σχετικά στερεότυπα). Ξεχωριστή περίπτωση απ’ αυτήν την άποψη είναι το Τσεντρούλ Τσιβίκ, ένα σύμπλεγμα κτιρίων με μαρμάρινες προσόψεις, γύρω από τη πλατιά κεντρική λεωφόρο Unirii που καταλήγει στο μεγαλοπρεπές πρώην «Παλάτι του Λαού«. Ολόκληρη αυτή η περιοχή κτίστηκε τη δεκαετία του ’80, στη θέση ενός μεγάλου μέρους του ιστορικού κέντρου που γκρεμίστηκε ολοσχερώς, αναγκάζοντας περίπου 40.000 κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η τεράστια έκταση με τα γκρεμισμένα κτίρια είχε ονομαστεί τότε ειρωνικά «Τσαουσίμα», ένα λογοπαίγνιο από τις λέξεις «Τσαουσέσκου» και «Χιροσίμα»: είναι ας πούμε και σύμβολο της καταστροφικής μεγαλομανίας του πρώην δικτάτορα.

Στο βάθος του πρώην προεδρικό μέγαρο του δικτάτορα Τσαουσέσκου, νυν στέγη του Ρουμάνικου Κοινοβουλίου. Όταν κτίστηκε ήταν το δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο.

Στο βάθος το πρώην Παλάτι του Λαού που έκτισε ο κομμουνιστής δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου, νυν στέγη του Ρουμάνικου Κοινοβουλίου (ονομάζεται πλέον Παλάτι της Βουλής). Θεωρείται το δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο.

Αν και λέγεται ότι είναι η πιο πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, από το κεντρικό Βουκουρέστι δεν λείπουν και οι πιο «παραδοσιακές» γειτονιές, με χαμηλά κτήρια και τοπικό χρώμα (με κάποιες τάσεις να μιμείται το Παρίσι – λόγω λατινοφωνίας οι Ρουμάνοι έχουν μάλλον μια κλίση προς τη γαλλική κουλτούρα). Επίσης, για την αναψυχή των κατοίκων της πόλης υπάρχουν και μεγάλα πάρκα, όπως το Χεραστράου γύρω από την ομώνυμη λίμνη (μια από τις πολλές που σχηματίζει ο μαιανδρικός ποταμός Κολεντίνα), εκεί που είχε και την θερινή κατοικία του ο Αλέξανδρος Ι. Υψηλάντης, ηγεμόνας της Βλαχίας.

Γειτονιά του Βουκουρστίου με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική.

Γειτονιά του Βουκουρεστίου με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική.

Το ταξίδι με το τρένο που συνδέει το Βουκουρέστι με την Κωνστάντζα, τη σημαντικότερη πόλη της Δοβρουτσάς, διαρκεί περίπου τρεις ώρες. Η Κωνστάντζα ήταν ιστορικά ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα γύρω από την πόλη, στη σχετικά μικρή λωρίδα παραλίας που περίσσεψε για τη Ρουμανία, συγκεντρώνονται αρκετές τουριστικές περιοχές: μεταξύ αυτών κι η Μαμάια, που είναι κάτι σαν Αγία Νάπα της Ρουμανίας.

Η λίμνη ... στη Μαμάια, βόρεια της Κωστάντζας. Η ακτή της Δοβρουτσάς είναι γεμάτη από τέτοιες λίμνες (

Η λίμνη Σιουτγκιόλ στη Μαμάια, βόρεια της Κωνστάντζας. Η ακτή της Δοβρουτσάς είναι γεμάτη από λίμνες  που χωρίζονται μόνο με μια στενή λωρίδα γης από τη θάλασσα  – στη συγκεκριμένη περίπτωση πλάτους περίπου 300 μέτρων.

Όταν ήμασταν εκεί, στο κέντρο της Κωνστάντζας γινόντουσαν εργασίες, προφανώς για κάποιο είδος ανάπλασης. Πιο ωραία περιοχή για περίπατο ήταν αυτή στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ακριβώς κάτω απ’ το κέντρο της πόλης.

Παραλιακός πεζόδρομος στην Κωστάντζα, δίπλα η Μαύρη Θάλασσα.

Παραλιακός πεζόδρομος στην Κωνστάντζα, δίπλα η Μαύρη Θάλασσα. Το νερό της δεν είναι ιδιαίτερα αλμυρό, αφού σε αυτήν εκβάλλουν ποταμοί με τεράστιες λεκάνες απορροής, ανάμεσα τους φυσικά κι ο Δούναβης.

Στο κέντρο υπάρχουν εκτός από ρουμανο-ορθόδοξες εκκλησίες τουλάχιστον ένα τζαμί και μια ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία – σημάδια ενός πολυπολιτισμικού παρελθόντος της πόλης. Η Κωστάντζα είχε μεταξύ άλλων μια μεγάλη ελληνική κοινότητα (τα μέλη της προέρχονταν συχνά και από Έλληνες που είχαν φύγει από τις βουλγαρικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας), που επιβίωσε μέχρι και μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Πινακίδα σε παλιά ελληνική εκκλησία της Κωνστάντζας: από τα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε η πόλη είχε μια μεγάλη και δραστήρια ελληνική παροικία.

Πινακίδα σε ελληνική εκκλησία της Κωνστάντζας: από τα λίγα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε η πόλη είχε μια μεγάλη και δραστήρια ελληνική παροικία.

Από τον κεντρικό σταθμό λεωφορείων της Κωνστάντζας  μπορείς να πάρεις το λεωφορείο για τη Βάρνα (η διαδρομή διαρκεί περίπου 3 ώρες), την πιο γνωστή ίσως παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας. Στην περιοχή βόρεια της Βάρνας συγκεντρώνονται πολλά από τα πιο γνωστά τουριστικά θέρετρα του βουλγαρικού τμήματος της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Αλμπένα ή το Golden Sands. Πιο ενδιαφέρον μέρος αυτής της ευχάριστης μικρής πόλης είναι κατά τη γνώμη μου το παραθαλάσσιο πάρκο, που ξεκινά σχεδόν άμεσα πάνω από την παραλία και εκτείνεται σε μεγάλο μήκος παράλληλα μ’ αυτήν.

Η παραλία και το λιμάνι της Βάρνας, όπως φαίνονται από το παραθαλάσσιο της πάρκο.

Η παραλία και το λιμάνι της Βάρνας, όπως φαίνονται από το πάρκο, ακριβώς πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα.

Στο παραθαλάσσιο πάρκο της Βάρνας βρίσκεται κι αυτή η έκταση, όπου έχει τοποθετηθεί χώμα από

Στο παραθαλάσσιο πάρκο της Βάρνας βρίσκεται κι αυτή η έκταση, όπου έχει τοποθετηθεί χώμα από «ιερούς βουλγάρικους τόπους». Μεταξύ αυτών κι η.. Σόλουν (=Θεσσαλονίκη). Ας μην ξεχνάμε ότι εκατοντάδες χιλιάδες Βούλγαροι είναι απόγονοι προσφύγων από τη σημερινή ελληνική Μακεδονία.

Συνεχίζοντας νότια και περνώντας μέσα από την άλλη γνωστή παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας, το Μπουργκάς, καταλήγεις στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα, έχοντας διασχίσει τα βουνά της Ανατολικής Θράκης. Αφού τα περάσει, το λεωφορείο κατηφορίζει προς τις (κάποτε ελληνικές και τώρα πλέον τούρκικες) πόλεις της Ανατολικής Θράκης, όπως οι Σαράντα Εκκλησιές κι η Ραιδεστός.

Τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα στα βουνά της Ανατολικής Θράκης.

Τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα στα βουνά της Ανατολικής Θράκης.

Μετά από περίπου 10-12 ώρες ταξίδι (από τη Βάρνα) το λεωφορείο φτάνει στην πιο ιστορική πόλη των Βαλκανίων, την Κωνσταντινούπολη φυσικά. Ότι κι αν πεις για την Πόλη είναι λίγο, ούτε ένα άρθρο μόνο του δεν θα έφτανε. Αν και σήμερα δεν είναι ούτε καν πρωτεύουσα κράτους, την αυτοκρατορική της λάμψη δεν μπορεί να τη χάσει εντελώς. Εξάλλου είναι με περίπου 15 εκατομμύρια κατοίκους με διαφορά η πιο μεγάλη των Βαλκανίων και η μοναδική σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο που διεκδικεί το στάτους «παγκόσμιας πόλης».

Εικόνα από τη Λεωφόρο Ιστικλάλ στο Πέραν, γύρω στα μεσάνυχτα.

Εικόνα από τη Λεωφόρο Ιστικλάλ, γύρω στα μεσάνυχτα.

Η ραγδαία ανάπτυξη της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια επηρέασε φυσικά και την εικόνα της Κωνσταντινούπολης. Ουρανοξύστες, πλατιοί αυτοκινητόδρομοι, τεράστια εμπορικά κέντρα είναι πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της. Η αλλαγή, που έχει συχνά ως τίμημα την καταστροφή του παλιού και οικείου αστικού τοπίου της Πόλης, έχει προκαλέσει φυσικά και αντιδράσεις. Εξάλλου και η αφορμή για την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί ήταν ακριβώς ένα τέτοιο σχέδιο «ανάπλασης» (=καταστροφής;) ενός πράσινου χώρου στο κέντρο της πόλης.

Σύχρονος πολυλειτουργικός χώρος υπό οικοδόμηση στην περιοχή Χάρμπιε, λίγο βόρεια από την πλατεία Ταξίμ.

Ο σύχρονος πολυλειτουργικός χώρος Σαν Σίτυ οικοδομείται στην περιοχή Χάρμπιε, λίγο βόρεια από την πλατεία Ταξίμ. Εντελώς δίπλα στέκονται σε σειρά παλιές πολυκατοικίες.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης - τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης – τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Παρά τις όποιες αλλαγές πάντως, η Πόλη διατηρεί ακόμα πολλή από τη δική της χαρακτηριστική ατμόσφαιρα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι έτσι, για μια πόλη που βρίσκεται σε τέτοιο μοναδικό γεωγραφικό σημείο: εκεί που συναντά η Ευρώπη την Μικρά Ασία κι ενώνονται θαλάσσιες μάζες όπως ο Εύξεινος Πόντος, ο Βόσπορος, ο Κεράτιος κι η Προποντίδα. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που υπήρξε αυτοκρατορική πρωτεύουσα για σχεδόν δύο χιλιετίες.

Ψαράδες στο σημείο που ενώνονται ο Βόσπορος κι ο Κεράτιος με την Προποντίδα. Τα κρύα νερά που έρχονται μέσω Βοσπόρου από τη Μαύρη Θάλασσα έχουν ως αποτέλεσμα την αφθονία ψαριού.

Ψαράδες στο σημείο που ενώνονται ο Βόσπορος κι ο Κεράτιος με την Προποντίδα. Τα κρύα νερά που έρχονται μέσω Βοσπόρου από τη Μαύρη Θάλασσα έχουν ως αποτέλεσμα την αφθονία ψαριού.

Πάνω στα καραβάκια, που είναι σταθμευμένα στον Κεράτιο, ετοιμάζονται και πωλούνται τα

Από τα καραβάκια, που είναι σταθμευμένα στον Κεράτιο, πωλούνται τα «μπαλίκ εκμέκ» (σάντουιτς με φρεσκοτηγανισμένο ψάρι). Πίσω στο βάθος το Τζαμί Σουλεϊμανιγιέ.

Πάντως ένα βασικό χαρακτηριστικό της Πόλης έχει μάλλον χαθεί εδώ και πολλές δεκαετίες: η πολυπολιτισμικότητά της. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της αλλαγής ήταν φυσικά κι η ελληνική κοινότητα, της οποίας μόνο κάποια υπολείμματα έχουν μείνει για να θυμίζουν ένα μεγάλο παρελθόν (μεταξύ αυτών φυσικά κι η πατριαρχική έδρα στο Φανάρι). Και παρά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, μάλλον λίγοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Ερντογάν προς τους Ρωμιούς της Πόλης να επιστρέψουν.

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι. Σήμερα επιβιώνει μάλλον κυρίως χάρη στους αραβόφωνους Ορθόδοξους.

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι. Σήμερα επιβιώνει μάλλον κυρίως χάρη στους αραβόφωνους Ορθόδοξους.

Εκδήλωση μνήμης για τα θύματα των Σεπτεμβριανών του '55, στη συνοικία Μόδι της Χαλκηδόνας (στην ασιατική μεριά). 'Ενα σημάδι ίσως για μια αυξανόμενη ευαισθησία της τουρκικής κοινωνίας για τέτοια θέματα.

Εκδήλωση μνήμης για τα θύματα των Σεπτεμβριανών του ’55, στη συνοικία Μόδι της Χαλκηδόνας (στην ασιατική μεριά). ‘Ενα σημάδι ίσως για μια αυξανόμενη ευαισθησία της τουρκικής κοινωνίας για τέτοια θέματα.

Από την Κωνσταντινούπολη υπάρχει λεωφορειακή σύνδεση με την Ελλάδα, με πρώτη στάση την Αλεξανδρούπολη (διάρκεια ταξιδιού: περίπου 6 ώρες). Εκεί φτάσαμε κατά τις 4 το πρωί, λίγες ώρες μόνο πριν αναχωρήσει το καράβι για Σαμοθράκη.

Το Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, λίγο πριν την ανατολή.

Το Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, λίγο πριν την ανατολή.

Δεν συνηθίζω σ’ αυτό το μπλογκ να γράφω για ταξιδιωτικούς στόχους εντός των ελληνικών συνόρων, επειδή θεωρώ ότι γι’ αυτούς υπάρχουν ήδη πολλές διαθέσιμες περιγραφές. Αξίζει όμως να κάνω μια εξαίρεση για ένα από τα πιο ιδιαίτερα νησιά του Αιγαίου, τη Σαμοθράκη. Εξάλλου σχετίζεται και με άλλες χώρες του ταξιδιού, αφού σήμερα προσελκύει πολλούς Ρουμάνους και Βούλγαρους τουρίστες. Είναι  καταπράσινο νησί (η βόρεια πλευρά του τουλάχιστον), με πολλά νερά ακόμα και το καλοκαίρι, με μόλις περίπου 3.000 μόνιμους κατοίκους και – παρά τη μικρή του έκταση – τη με 1.611 μέτρα ψηλότερη βουνοκορφή στο Αιγαίο, η οποία ονομάζεται (όχι τυχαία φυσικά) και Φεγγάρι.

Το λιμάνι της Σαμοθράκης, η Καμαριώτισσα. Πίσω το βουνό Σάος 'η Φεγγάρι (1.611 μέτρα).

Το λιμάνι της Σαμοθράκης, η Καμαριώτισσα. Πίσω το βουνό Σάος ή Φεγγάρι (1.611 μέτρα), ένας ορεινός όγκος από γρανίτη και σχιστόλιθο.

Εικόνα από τη βλάστηση της Σαμοθράκης, κοντά στο χωριό Θερμά, στο δρόμο προς τη Γριά Βάθρα.

Εικόνα από τη βλάστηση της Σαμοθράκης, στο δρόμο προς τη Γριά Βάθρα.

Το νησί είναι γνωστό μεταξύ άλλων και για τις βάθρες: τις λίμνες που σχηματίζουν οι καταρράκτες κατά μήκος των ορμητικών ποταμών, φυσική συνέπεια του έντονου ανάγλυφου. Μια άλλη συνέπεια (για πολλούς τουρίστες ίσως λιγότερο ευχάριστη) είναι οι παραλίες με βότσαλα και πέτρες – αμμώδεις παραλίες μπορεί κάποιος να βρει μόνο στο πιο δυσπρόσιτο νότιο τμήμα του νησιού.

Η δεύτερη βάθρα του Φονιά. Το όνομα του ποταμού σίγουρα δεν είναι τυχαίο, εκφράζει και την μεγάλη γεωλογική ενέργεια που χαρακτηρίζει το νησί.

Η δεύτερη βάθρα του Φονιά. Το όνομα του ποταμού δεν είναι τυχαίο, εκφράζει και την μεγάλη γεωλογική ενέργεια που γέννησε το νησί.

Επίσης πολύ χαρακτηριστικά για το νησί είναι και τα περίπου ελεύθερα κατσίκια, που τα συναντά κανείς σχεδόν παντού. Για το ίδιο το νησί πάντως αποτελούν οικολογικό κίνδυνο, αφού είναι ανεξέλεγκτα και καταστρέφουν οποιαδήποτε βλάστηση. Το πρόβλημα γίνεται ίσως πιο έντονο λόγω και του είδους των τουριστών που ελκύει το νησί: πολλοί έχουν μάλλον χίππικο στυλ και είναι συχνά χορτοφάγοι. Συνεπώς δεν καταναλώνουν και κατσικίσιο κρέας, κάτι που θα βοηθούσε και σε κάποιο περιορισμό του αριθμού των κατσικιών (εμείς πάντως κάναμε ότι μπορούσαμε για να συνεισφέρουμε στην αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας του νησιού).

Τα κατσίκια στη Σαμοθράκη τα βλέπεις παντού: ακόμα και στις παραλίες (εδώ στο κοντά στο δρόμο από τα Θερμά προς το Φονιά).

Τα κατσίκια στη Σαμοθράκη τα συναντάς παντού: ακόμα και στις παραλίες (εδώ κοντά στο δρόμο από τα Θερμά προς το Φονιά).

Κατσικάκι στη λαδόκολλα με πατάτες, σε ταβέρνα στα Θερμά.

Κατσικάκι στη λαδόκολλα με πατάτες, σε ταβέρνα στα Θερμά.


Συνολικά αυτό το ταξίδι διήρκησε 14 μέρες. Συμπεριέλαβε περιοχές που μοιάζουν διαφορετικές, αν και ιστορικά ανήκουν σε έναν λίγο πολύ ενιαίο χώρο. Σίγουρα αυτήν την εποχή βρίσκονται σε πολύ διαφορετική φάση ανάπτυξης: από τις δύο μετασοσιαλιστικές χώρες, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, που έχουν αφήσει μεν πίσω τους τη φάση ραγδαίας φτωχοποίησης, αλλά ακόμα παλεύουν με τις συνέπειές της, χωρίς να έχουν βρει ένα δρόμο που εξασφαλίζει σιγουριά για το μέλλον. Μετά στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη Τουρκία, που πολλοί θέλουν να πιστεύουν ότι έκανε το μεγάλο βήμα προς τα μπρος – όπου όμως η ανάπτυξη δημιουργεί νέα προβλήματα και εντάσεις, χωρίς να έχει λύσει πολλά από τα παλιά. Και τέλος πίσω στη μελαγχολική Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, που τη δική της περίοδο ανάπτυξης την έχει αφήσει πίσω της, και προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια από την κατάρρευση ενός έτσι κι αλλιώς ασταθούς οικοδομήματος.

Παρ’ όλες τις διαφορές, υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο, σημάδι της σύγχρονης Ιστορίας: τα ίχνη των (συχνά βίαιων) μετακινήσεων πληθυσμών, που ήταν η βάση για να δημιουργηθούν αυτά τα σύγχρονα έθνη-κράτη. Τέτοια ίχνη ήταν εμφανή σε πολλά σημεία του ταξιδιού, με διαφορετικά θύματα και θύτες κάθε φορά.

Το τι έχουν διδαχτεί οι λαοί των Ανατολικών Βαλκανίων από τις πρόσφατες (επιφανειακά διαφορετικές, αλλά στο βάθος τελικά ίσως παρόμοιες) ιστορικές τους εμπειρίες, είναι κάτι που θα το δείξει το μέλλον. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αυξηθεί οι επαφές και το πέρασμα αυτών των συνόρων, για διαφορετικούς λόγους: δουλειά, παραθερισμό, νοσταλγία. Και με τον τρόπο μας συμμετείχαμε και εμείς σ’ αυτό.