Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.

8 χρονια μετα το Γκεζι – και την Ταχριρ

Κλασσικό

Έχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που μια μικρή διαμαρτυρία ενάντια σε ένα σχέδιο ανάπλασης στην Κωνσταντινούπολη, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη μέχρι τότε κρίση της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Μιλάμε βέβαια για την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί. Ήταν μια περίοδος που γενικά στην περιοχή μας υπήρχε μια εξεγερσιακή ατμόσφαιρα: η Αραβική Άνοιξη, το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, άλλα κινήματα στην Κροατία και τη Ρουμανία, ήταν ήδη πίσω μας ή σε εξέλιξη, ενώ σύντομα θα ακολουθούσαν και οι εξεγέρσεις σε Βουλγαρία και Βοσνία.

Παρά αυτό το γενικότερο εξεγερσιακό περιβάλλον, για πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές τα γεγονότα του Γκεζί ήρθαν εντελώς απρόσμενα. Σε αντίθεση με άλλες γειτονικές βαλκανικές και αραβικές χώρες που βίωναν κρίσεις διάφορων ειδών (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές), η Τουρκία είχε πίσω της μια δεκαετία σχεδόν συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, ένα σταθερό καθεστώς με δημοκρατική νομιμοποίηση που θα ζήλευαν πολλά ευρωπαϊκά κράτη (49,8% στις εκλογές του 2011) και με μια εσωτερική κατάσταση που έμοιαζε περισσότερο ανεκτική και λιγότερο βίαιη από το πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα βέβαια, η εικόνα και της Τουρκίας και του ερντογανικού καθεστώτος είναι πολύ διαφορετική: στην ουσία, η εξέγερση του Γκεζί ήταν το σημείο καμπής, που σηματοδότησε αυτή την αλλαγή.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης – τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Η ίδια χρονιά όμως ήταν σημαδιακή και για την άλλη μεγάλη χώρα της περιοχής: την Αίγυπτο (οι δυο τους μαζί συγκεντρώνουν σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της περιοχής μας, ας μην το ξεχνάμε). Εκεί, η εξέγερση μετρούσε ήδη δύο χρόνια ζωής και δεν έλεγε να τελειώσει. Όταν είχα βρεθεί τον Φεβρουάριο του ’13 στο Κάιρο, η πλατεία Ταχρίρ ήταν ακόμα γεμάτη με σκηνές, ενώ μέσα σε δέκα μόνο μέρες παραμονής στη χώρα, συνάντησα εντελώς τυχαία και δύο διαδηλώσεις, μία στο Κάιρο και μία στο Ασουάν. Ο κόσμος ήταν βέβαια ήδη κουρασμένος από αυτό το κλίμα έκτακτης ανάγκης, το οποίο μεταξύ άλλων είχε και βαριές συνέπειες για τον τουρισμό. Ένας μαγαζάτορας έτυχε μάλιστα να μου εκφράσει την (προφητική) επιθυμία του να ησυχάσουν τα πράγματα, μέσω της κατάληψης της εξουσίας από τον στρατό. Πάντως, η ελπίδα ήταν ακόμα ζωντανή – και η σύγκριση με την Αθήνα, όπου η κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος είχε διαλυθεί το 2011 με ευκολία, μετά από μόλις δύο μήνες, ήταν αποκαρδιωτική.

Εικόνες από την πλατεία Ταχρίρ (Φεβρουάριος 2013)

Τελικά, όπως ξέρουμε, η ευχή του μαγαζάτορα πραγματοποιήθηκε. Λίγους μόλις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2013, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον μέχρι τότε Υπουργό Άμυνας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Τα όποια δημοκρατικά βήματα είχαν γίνει στα δυόμιση προηγούμενα χρόνια, ακυρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Οκτώ χρόνια μετά, ο Σίσι βρίσκεται ακόμα στην εξουσία, επικεφαλής ενός στρατιωτικού καθεστώτος πιο αυταρχικού ακόμα κι από αυτό του Μουμπάρακ. Η πλατεία Ταχρίρ με τις σκηνές των διαδηλωτών μοιάζει σαν εικόνα από άλλη μακρινή εποχή.

Πολλοί βέβαια θα έλεγαν ότι το να βάζουμε στην ίδια κατηγορία τον Σίσι και τον Ερντογάν είναι εξωφρενικό. Εξάλλου πρόκειται και για δύο καθεστώτα σχεδόν ανοικτά εχθρικά μεταξύ τους. Οι οπαδοί του Ερντογάν θα τόνιζαν ότι αυτός είναι ένας δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης που έχει επιβιώσει από σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό χάρη στην ευρεία λαϊκή στήριξη που απολαμβάνει, ενώ ο Σίσι ήρθε στην εξουσία ακριβώς με ένα αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση στην Τουρκία είναι όχι μόνο νόμιμη, αλλά μπορεί ακόμα και να κερδίζει τη δημαρχία στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Αντίθετα, στην Αίγυπτο μια πραγματική αντιπολίτευση ουσιαστικά δεν υπάρχει.

Από την άλλη, οι υπερασπιστές του Σίσι θα ισχυρίζονταν ότι ήταν αυτός που εμπόδισε την εγκαθίδρυση ενός ισλαμιστικού θεοκρατικού καθεστώτος, παρόμοιου με αυτό στο Ιράν (και με αυτό που θα ήθελε να επιβάλει ο Ερντογάν στην Τουρκία, θα έλεγαν κάποιοι). Αν δεν επενέβαινε ο στρατός, η από τον Ερντογάν υποστηριζόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα θα κατέλυε έτσι κι αλλιώς τη δημοκρατία και θα έπαιρνε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Εξάλλου, οι ογκώδεις διαδηλώσεις έδειξαν ότι ο Σίσι είχε και την έγκριση του αιγυπτιακού λαού, στο όνομα του οποίου πάντα ενεργούσε.

Πέρα όμως από την αντιπαλότητα Ερντογάν-Σίσι και τις όποιες ιδεολογικές ή γεωπολιτικές διαφορές, μπορεί κάποιος να πει ότι εκπροσωπούν σήμερα κάτι παρόμοιο, όπως ισχυρίζεται η Reem Abou-El-Fadl σε άρθρο της στη Jadaliyya; Και οι δύο έχουν πλέον ταυτιστεί με την αυταρχική στροφή στη χώρα τους. Και οι δύο υπερασπίζονται αυτόν τον αυταρχισμό, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους ως τρομοκράτες ή/και πράκτορες ξένων συμφέροντων. Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο εμφανίζονται (παρά τους κατά καιρούς υψηλούς τόνους της αντι-δυτικής ρητορικής του Ερντογάν), πρόθυμοι να υπηρετήσουν δυτικά ή ευρωπαϊκά συμφέροντα, σε κρίσιμους τομείς όπως π.χ. η αντι-μεταναστευτική πολιτική.

Όταν αναλύουμε την πολιτική κατάσταση στην περιοχή μας, μπορεί ίσως να δίνουμε υπερβολική σημασία σε συχνά πρόσκαιρες γεωπολιτικές συμμαχίες και αντιπαλότητες. Η επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται το πολιτικό παιχνίδι πιθανόν να μετράει περισσότερο μακροπρόθεσμα. Και από αυτή την άποψη, ο Ερντογάν και ο Σίσι ενδεχομένως να έχουν πιο πολλά που τους ενώνουν παρά που τους χωρίζουν. Εξάλλου, στους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε και τις πρώτες προσπάθειες προσέγγισης Τουρκίας-Αιγύπτου – προς απογοήτευση πολλών δικών μας, που τόσα έχουν επενδύσει στη συμμαχία με τον σαουδο-ισραηλινο-αιγυπτιακό άξονα εναντίον της Τουρκίας.

Παρά τις σημαντικές διαφορές, το καλοκαίρι του 2013 ίσως ήταν και για τις δύο χώρες ένα παρόμοιο σημείο καμπής. Αρχικά γέννησε πολλές ελπίδες. Τελικά, σημάδεψε το τέλος μιας πορείας εκδημοκρατισμού και την επιστροφή στον αυταρχισμό, σε μορφές ίσως χειρότερες και από τις παλιότερες. Προσέφερε όμως ταυτόχρονα και χρήσιμα μαθήματα, π.χ. ποιες είναι οι δυνατότητες και ποια τα όρια των συμμαχιών ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, όταν αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν ένα φαινομενικά πανίσχυρο καθεστώς.

Και στις δύο χώρες, το 2013 σίγουρα δεν ήταν το τέλος του δρόμου. Μπορεί το τουρκικό καθεστώς να μοιάζει λιγότερο σταθερό και αισιόδοξο για την διατήρησή του σήμερα, ενώ αντίθετα το αιγυπτιακό καθεστώς, παρά τα ραγίσματά του, να μην δείχνει πολύ τρωτό αυτή την στιγμή. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και ο Μουμπάρακ, λίγο πριν την πτώση του, ένιωθε τόση αυτοπεποίθηση ώστε να ετοιμάζει τον γιο του ως διάδοχο. Αν τελικά μέσα στα επόμενα χρόνια έχουμε κάποια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία σε κατεύθυνση εκδημοκρατισμού (κάτι που βέβαια δεν θα έρθει απλώς και μόνο με μια αλλαγή κυβέρνησης), αυτό μπορεί τελικά να επηρεάσει και άλλα καθεστώτα της περιοχής, με τρόπους που ίσως αυτά δεν περιμένουν.

Δικτατορια στο Νειλο

Κλασσικό

Το βίντεο αυτό παρουσιάζει τη συνέντευξη του Σαμίχ Ναγκίμπ στην εβδομαδιαία εκπομπή του Ταρίκ Αλί «The World Today». Ο Σαμίχ Ναγκίμπ είναι μέλος των Επαναστατών Σοσιαλιστών, μιας οργάνωσης της αιγυπτιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς που έγινε γνωστή και λόγω της δυναμικής της συμμετοχής στην εξέγερση του 2011 και μετά (αναφέρθηκε σύντομα και σ’ αυτό το άρθρο). Βρίσκονταν τα τελευταία χρόνια πάντα με συνέπεια απέναντι στο εκάστοτε καθεστώς, είτε του Μουμπάρακ, είτε στο SCAF, είτε του Μόρσι και τώρα του Σίσι. Νομίζω ότι η συνέντευξη προσφέρει μια διαφορετική άποψη για τα γεγονότα της Αιγύπτου απ’ αυτές που συνηθίζουν να βγαίνουν προς τα έξω.

Σημαντικό σημείο είναι η ιδέα ότι η Επανάσταση προδόθηκε διπλά: μία από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, και μία από την «παραδοσιακή Αριστερά».

Όσον αφορά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη ότι ο λόγος της αποτυχίας τους δεν ήταν η «ακρότητά» τους, αλλά ακριβώς η έλλειψη ριζοσπαστισμού και η βαθιά συστημικότητά τους. Προσπαθώντας να συμβιβαστούν με το (σε μεγάλο βαθμό στρατιωτικό) σύστημα και να κυβερνήσουν περίπου στις γραμμές που κυβέρνησαν οι προκάτοχοί τους, αποξενώθηκαν από τα επαναστατικά κινήματα, χάρη στα οποία είχαν καταφέρει να βρεθούν στην εξουσία. Όταν τελικά τα στοιχεία του προηγούμενου καθεστώτος αποφάσισαν να τους ανατρέψουν, δεν μπορούσαν να ελπίζουν στα κινήματα για να τους υπερασπιστούν.

Από την άλλη, η παραδοσιακή («παλιά» είναι το επίθετο που χρησιμοποιεί ο Ναγκίμπ) κοσμική Αριστερά και οι Νασερικοί δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ένα τόσο αιμοσταγές και συντηρητικό καθεστώς όπως αυτό του Σίσι, με μόνη δικαιολογία ότι αυτό τους απάλλαξε από τους Ισλαμιστές. Αυτό βασίζεται κατά το Ναγκίμπ σε μια αντίληψη ότι ο ισλαμισμός οποιασδήποτε απόχρωσης είναι κάτι σαν το φασισμό, άρα ακόμα και μια σκληρή «κοσμική» και καπιταλιστική δικτατορία είναι προτιμότερη. Μ’ αυτήν τη λογική, και συμμαχώντας ουσιαστικά με μια τέτοια δικτατορία, αφήνουν φυσικά ελεύθερο πεδίο στους ισλαμιστές να παρουσιάζονται ως η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη.

Κατά το Ναγκίμπ, αυτή η στάση της παραδοσιακής Αριστεράς έχει ιστορία πίσω της: ήδη επί Νάσερ αυτή προτίμησε να ανεχτεί ένα περίπου στρατιωτικό καθεστώς. Αν όμως τότε υπήρχε το ελαφρυντικό ότι το καθεστώς Νάσερ ήταν αντι-ιμπεριαλιστικό, φιλολαϊκό και προώθησε πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ποια δικαιολογία μπορεί να ισχύει για τη στήριξη στο Σίσι; Για ένα καθεστώς δηλαδή, που όχι μόνο είναι αυταρχικό και καταπιεστικό, αλλά ταυτόχρονα φιλο-ιμπεριαλιστικό και φιλο-ισραηλινό και με νεοφιλελεύθερο οικονομικό προσανατολισμό; Και που βασίζεται κυρίως στη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας;

Όσον αφορά το μέλλον, ο Ναγκίμπ προβλέπει ότι και το καινούριο καθεστώς θα είναι ασταθές – τόσο για εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς λόγους. Στους εξωτερικούς, σίγουρα λόγος ανησυχίας είναι η ενδεχόμενη αποδυνάμωση της Σαουδικής Αραβίας, του κυριότερου σύμμαχου του Σίσι. Αυτή η αποδυνάμωση φαίνεται π.χ. και τώρα στην περίπτωση της σαουδικής  Υεμένης, αλλά μπορεί να συνεχιστεί με μια πιθανή αμερικανο-ιρανική προσέγγιση. Θα είναι τότε δύσκολο να υποστηριχθεί μια οικονομία τόσο προβληματική όσο της Αιγύπτου, κάτι που θα οδηγήσει πάλι σε κοινωνική αναταραχή. Επικίνδυνη όμως για το καθεστώς είναι και η επαναστατική εμπειρία που άφησε πίσω σε εκατοντάδες χιλιάδες Αιγύπτιους νέους η εξέγερση του 2011: όσο κι αν καταπιεστεί, αυτή δεν μπορεί έτσι απλά να εξαφανιστεί.

Στην Αιγυπτο την εποχη της επαναστασης

Κλασσικό

Αυτό το άρθρο είναι περιγραφή ενός ταξιδιού που έκανα στην Αίγυπτο το Φλεβάρη του 2013, δηλαδή στους τελευταίους μήνες της αιγυπτιακής επανάστασης, λίγο πριν την «Παλινόρθωση» τον Ιούλιο του ίδιου έτους – όπως τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ουσιαστικά η επέμβαση του στρατού υπό το στρατηγό Σίσι. Ήθελα μ’ αυτό να μεταφέρω χρήσιμες πληροφορίες για όποιον θέλει να ταξιδέψει στην Αίγυπτο ανεξάρτητα, αλλά και το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την εποχή.

egypt-map

Ίσως στην αρχή είναι καλά να ειπωθούν μερικά βασικά πράγματα για την πολιτική κατάσταση της εποχής: πρόεδρος ήταν ακόμα ο Μούρσι και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (που μάλλον μπορούμε να τους κατατάξουμε πολιτικά στον «μετριοπαθή» ισλαμισμό) ήταν ο κύριος στυλοβάτης της μετα-επαναστατικής κυβέρνησης. Η προσπάθεια τους να μονοπωλήσουν την εξουσία, αλλά κι η γενική αποτυχία τους στους τομείς της ασφάλειας και της οικονομίας, έφερε αντιδράσεις και δημιούργησε κλίμα πόλωσης. Εχθροί της κυβέρνησης δεν ήταν μόνο οι συμπαθούντες του παλιού καθεστώτος, αλλά και οι πρώην σύμμαχοί της στη διάρκεια της επανάστασης: κοσμικοί, αριστεροί, νασερικοί και φιλελεύθεροι. Αυτοί, που έβλεπαν (μάλλον δικαίως) τους εαυτούς τους σαν την προσωποποίηση της επανάστασης εναντίον στο Μουμπάρακ, πίστευαν πως αυτή συνεχίζεται πλέον κι εναντίον του Μούρσι, που έδειχνε με την αυταρχική του συμπεριφορά να μοιάζει στο παλιό καθεστώς.

Υπήρχε άρα ένα γενικό κλίμα έντασης κι αστάθειας, με συνεχείς διαδηλώσεις και συγκρούσεις, ακόμα και με νεκρούς – ιδιαίτερα στο Κάιρο, που ήταν από τις λίγες περιοχές της Αιγύπτου που είχαν κατά πλειοψηφία ψηφίσει πριν μερικούς μήνες «Όχι» στο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, δείχνοντας έτσι και την αντίθεση στη κυβέρνηση.

Σ’ αυτό το κλίμα, μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού απογοητεύονταν όλο και πιο πολύ από την επανάσταση. Αυτό φάνηκε πολύ σ’ αυτούς με τους οποίους έτυχε να μιλήσω: όπως ήταν φυσικό, εξασκούσαν επαγγέλματα που εξαρτούνταν πολύ από τον τουρισμό. Ο τουρισμός είναι ένας τομέας πολύ σημαντικός για την αιγυπτιακή οικονομία, που όπως ήταν αναμενόμενο είχε πληγεί πολύ απ’ αυτήν την αστάθεια. Δεν ήταν άρα παράξενο που πεθυμούσαν την παλιά σταθερότητα – ένας παραδέχτηκε ότι έλπιζε σε κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα για να την επαναφέρει (όπως και τελικά έγινε).


Προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Καΐρου, απ’ όπου μπορείς να πας στην πόλη είτε με ταξί είτε με το αστικό λεωφορείο. Εγώ χρησιμοποίησα το λεωφορείο μόνο στην επιστροφή, φαίνεται όμως ότι είναι μια αρκετά άνετη επιλογή. Από το κέντρο του Καΐρου, συγκεκριμένα από τη πλατεία Αμπντέλ Μονιέμ Ριάντ (πίσω απ’ το Αιγυπτιακό Μουσείο), μπορεί να πάρει κάποιος το λεωφορείο 356 (προσοχή: η σήμανση των λεωφορείων είναι με αραβικούς αριθμούς). Μ’ αυτό πας απ’ ευθείας στο αεροδρόμιο σε περίπου μία ώρα, περνώντας μέσα από το προάστιο της Ηλιούπολης.

Ο Νείλος με το Νησί Ζάμαλεκ  και τον Πύργο του Καΐρου.

Ο Νείλος με το νησί Ζάμαλεκ και τον Πύργο του Καΐρου.

Το Κάιρο είναι μια πραγματική μεγαλούπολη, των 23 εκατομμυρίων περίπου – δηλαδή ένας πληθυσμός μεγαλύτερος από το διπλάσιο ολόκληρης της Ελλάδας, είναι στριμωγμένος σε μια μόνο πόλη, στη μέση ουσιαστικά της ερήμου. Αυτό θα ήταν αδιανόητο, αν δεν υπήρχε αυτό το θαύμα της φύσης, ο Νείλος, που με το νερό και τα θρεπτικά συστατικά που κουβαλά από τα βουνά της Αιθιοπίας και την τροπική Αφρική, έδωσε εντελώς συμπτωματικά ζωή σε μια περιοχή που κανονικά θα έπρεπε να ήταν ακατοίκητη. Σήμερα όμως η κοιλάδα του Νείλου είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη (κάτι που δεν είναι χωρίς προβλήματα, όπως περιέγραψα και σε άλλο άρθρο).

Η Κοιλάδα του Νείλου, όπως φαίνεται μέσα από την έρημο στη τοποθεσία Σακάρα, νότια του Καΐρου. Σ' αυτήν τη στενή λωρίδα γης στριμώχνονται οι γεωργικές, οικοδομικές και βιομηχανικές δραστηριότητες.

Η Κοιλάδα του Νείλου, όπως φαίνεται μέσα από την έρημο στη τοποθεσία Σακάρα, νότια του Καΐρου. Σ’ αυτήν τη στενή λωρίδα γης στριμώχνονται οι γεωργικές, οικιστικές και βιομηχανικές δραστηριότητες.

Μια τέτοια μεγαλούπολη φυσικά έχει μέσα της όλες τις αντιθέσεις. Στους δρόμους κυκλοφορούν καινούρια αυτοκίνητα δίπλα σε κάρα με άλογα ή γαϊδούρια. Στην πόλη συγκατοικούν Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί (Κόπτες), κοσμικοί, νασερικοί, ισλαμιστές, σαλαφιστές, αριστεροί και φεμινίστριες. Κατά την παραμονή μας στην χώρα, πέσαμε μάλιστα πάνω σε μια φεμινιστική συγκέντρωση στην πλατεία Ταλάτ-Αλ-Χαρμπ. Αν κι ήταν σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία, όπως μας εξήγησε μια δημοσιογράφος που συμμετείχε, υπήρχαν περιμετρικά στην πλατεία γνωστοί τους άντρες, έτοιμοι να επέμβουν σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι. Εξάλλου δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε που είχαν σκοτωθεί κάποιοι σε διαδηλώσεις κι ειδικά οι γυναίκες ήταν ευάλωτες – περιπτώσεις κακοποίησης, ακόμα και βιασμών, είχαν υπάρξει (για όλα αυτά υπήρχαν κι υποψίες ότι ήταν μέρος κυβερνητικού σχεδίου).

Το ίδιο το σημερινό κέντρο του Καΐρου, στην ανατολική όχθη του Νείλου, είναι μια μάλλον σύγχρονη πόλη, με ψηλές πολυκατοικίες, δημόσια κτίρια, πεζόδρομους γεμάτους πλαστικές καρέκλες όπου ο κόσμος κάθεται μέχρι πολύ αργά τη νύχτα παίζοντας τάβλι και καπνίζοντας ναργιλέ (το Κάιρο είναι μια πόλη που ζει κυρίως τη νύχτα, αναμενόμενο αν σκεφτείς ότι βρίσκεται στη μέση της ερήμου) και πλατείες που λειτουργούν σαν κυκλικοί κόμβοι. Μια απ’ αυτές είναι κι η πλατεία Ταχρίρ, που έγινε το 2011 γνωστή ανά τον κόσμο σαν η καρδιά της επανάστασης. Το Φλεβάρη του ’13 το επαναστατικό κλίμα ήταν ακόμα ζωντανό: η πλατεία έδινε την αίσθηση μιας αυτόνομης περιοχής. Ήταν ακόμη γεμάτη με σκηνές, σημαίες, γκράφιτι και κόσμο, οι δρόμοι ήταν κλειστοί για τα αυτοκίνητα και ο κόσμος περπατούσε ή έπαιζε μπάλα στην άσφαλτο – σημαντικό για μια πόλη που οι χώροι πρασίνου είναι πολύ λίγοι και η πρόσβαση σ’ αυτούς συνήθως δεν είναι δωρεάν.

Εικόνα από πεζόδρομο του κεντρικού Καΐρου

Εικόνα από πεζόδρομο του κεντρικού Καΐρου

Ταχρίρ 2

Εικόνες από την πλατεία Ταχρίρ, ενόσω ακόμα η Επανάσταση ήταν ζωντανή

Εικόνες από την πλατεία Ταχρίρ, στους τελευταίους μήνες της επανάστασης.

Μεγάλες όμως είναι στο Κάιρο, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες μεγαλουπόλεις, κι οι οικονομικές αντιθέσεις. Πολύ κοντά στο κέντρο υπάρχουν φτωχογειτονιές με χωματόδρομους, γεμάτες σκουπίδια. Επίσης δίπλα απ’ το κέντρο είναι όμως και συνοικίες της ανώτερης τάξης, όπως η Γκάρντεν Σίτυ (όπου βρίσκονται κι οι περισσότερες πρεσβείες) ή το Ζάμαλεκ πάνω σ’ ένα νησί του Νείλου, που λειτουργεί και σαν περιοχή νυκτερινής διασκέδασης. Στην άλλη (τη δυτική) όχθη του Νείλου βρίσκονται προάστια της μεσαίας τάξης, όπως το Ντόκι και το Μουχαντεσίν. Αυτή η μορφωμένη μεσαία τάξη ήτανε μάλλον κι η ραχοκοκκαλιά της επανάστασης.

Φτωχογειτονειά κοντά στο Παλιό (Κοπτικό) Κάιρο

Φτωχογειτονειά κοντά στο Παλιό (Κοπτικό) Κάιρο

Ανατολικά του κέντρου και σε περπατήσιμη απόσταση είναι το Ισλαμικό Κάιρο, το παλιό κέντρο της πόλης όταν αυτή είχε γίνει μια από τις πιο σημαντικές στο μουσουλμανικό κόσμο, πριν από περίπου μια χιλιετία. Εδώ βρίσκεται η διάσημη Αγορά του Αλ Χαλίλη και τα πιο γνωστά τζαμιά του Καΐρου, όπως το Μπλε Τζαμί και το Αλ-Αζχάρ, το οποίο λειτούργησε και σαν ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια στον κόσμο. Περπατώντας στο Ισλαμικό Κάιρο νιώθεις σαν να ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο, στον αραβικό Μεσαίωνα. Ακριβώς στα νότια βρίσκεται και το Κάστρο του Καΐρου.

Το Κάστρο του Καΐρου

Το Κάστρο του Καΐρου

Νότια απ’ το κέντρο, κοντά στη στάση Μαρ Γκιργκίς του μετρό, είναι και το Χριστιανικό (Κοπτικό) ή Παλιό Κάιρο, όπου ήταν η παλιά πόλη πριν την αραβική κατάκτηση. Εκεί βρίσκονται κι οι ιστορικές κόπτικες εκκλησίες της πόλης. Οι χριστιανοί Κόπτες είναι περίπου 10% του αιγυπτιακού πληθυσμού και βλέπουν τους εαυτούς τους ως τους ιθαγενείς Αιγύπτιους – από τη λέξη «Αιγύπτιοι» εξάλλου προέρχεται και το όνομά τους. Προσοχή για όποιον σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το μετρό: μερικά βαγόνια είναι κρατημένα για γυναίκες και δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άντρες – οι γυναίκες αντίθετα μπορούν να μπουν σε όποιο βαγόνι θέλουν.

Επίσης με το μετρό (το οποίο είναι το πρώτο της αφρικανικής ηπείρου) μπορεί κάποιος να πάει και στο νοτιοδυτικό προάστιο της Γκίζας, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο του Καίρου αλλά κι οι πυραμίδες. Για να φτάσει κάποιος πάντως στις πυραμίδες πρέπει να πάρει λεωφορείο ή ταξί, αφού βρίσκονται αρκετά έξω, ουσιαστικά μέσα στην έρημο.

Η έρημος Σαχάρα, όπως φαίνεται από την Σακάρα νότια του Καΐρου. Συνεχίζεται έτσι για χιλιάδες χιλιόμετρα.

Η έρημος Σαχάρα, όπως φαίνεται από την Σακάρα νότια του Καΐρου.

Εικόνα από την κοιλάδα του Νείλου στην περιοχή της Γκίζας.

Εικόνα από την κοιλάδα του Νείλου κοντά στην περιοχή της Γκίζας.

Την κοιλάδα του Νείλου διασχίζει το νυχτερινό τρένο Κάιρο-Λουξόρ-Ασουάν. Είναι τρένο μάλλον ειδικά σχεδιασμένο για τουρίστες (αν και ταξιδεύουν και μερικοί Αιγύπτιοι μ’ αυτό), με την ανάλογη τιμή φυσικά (45 Ευρώ σε μία κατεύθυνση, σε δίκλινη καμπίνα, για τα αιγυπτιακά δεδομένα μάλλον ακριβό). Σ’ αυτήν την τιμή πάντως συμπεριλαμβάνεται και η διανυκτέρευση με όλα τα απαραίτητα (σεντόνια κ.λπ.), καθώς και δείπνο και πρόγευμα. Η διαδρομή διαρκεί 12 ώρες από το Κάιρο μέχρι το Λουξόρ κι άλλες 3 μέχρι το Ασουάν.

Επέκταση των οικισμών στην Κοιλάδα του Νείλου, όπως φαίνονται από το τρένο Λουξόρ-Ασουάν.

Επέκταση των οικισμών στην Κοιλάδα του Νείλου, όπως φαίνονται από το τρένο Λουξόρ-Ασουάν.

Το Λουξόρ είναι μεσαίου μεγέθους πόλη (μισού εκατομμυρίου περίπου) και τουριστικός προορισμός κυρίως λόγω των πολλών αρχαιολογικών χώρων – εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη των Θηβών, πρωτεύουσα του νεότερου αιγυπτιακού βασιλείου. Στην ανατολική όχθη του Νείλου, όπου απλώνεται κι ο κύριος όγκος της πόλης, βρίσκεται το Καρνάκ κι η λεωφόρος των Σφιγγών, ενώ στη δυτική όχθη είναι η Κοιλάδα των Βασιλέων (για να περάσεις από τη μια όχθη στην άλλη υπάρχει φέρι-μποτ με αρκετά πυκνά δρομολόγια). Πέρα απ’ αυτά, το πιο ενδιαφέρον στην πόλη είναι ο παρόχθιος πεζόδρομος (το Corniche, όπως λένε οι Άραβες, δανειζόμενοι το γαλλικό όρο), όπου μπορείς να ξεφύγεις και λίγο από την πίεση των ταξιτζήδων, των βαρκάρηδων, των αμαξάδων κι όλων όσων βασίζονται στους τουρίστες για να βγάλουν τα προς το ζην.

Το φέριμποτ που συνδέει την ανατολική με τη δυτική όχθη του Νείλου στο Λουξόρ

Το φέριμποτ που συνδέει την ανατολική με τη δυτική όχθη του Νείλου στο Λουξόρ

Ακόμα λίγο πιο νότια είναι το Ασουάν, απ’ όπου αγγίζουμε σχεδόν τον Τροπικό του Καρκίνου. Αυτό σημαίνει ότι μία φορά το χρόνο, συγκεκριμένα στο θερινό ηλιοστάσιο, ο ήλιος βρίσκεται σχεδόν κάθετα πάνω από τη Γη – πράγμα που επέτρεψε στον Ερατοσθένη να υπολογίσει με σχετική ακρίβεια την περίμετρο της Γης ήδη από το 240 π.Χ. Η πόλη πάντως έχει και μια κάπως πιο τροπική-αφρικάνικη όψη. Στην περιοχή κατοικεί και η μειονότητα των (πιο σκουρόδερμων) Νούβιων.

Ο παρόχθιος πεζόδρομος στο Ασουάν (ανατολική όχθη) με την έρημο να ξεκινά σχεδόν άμεσα στη δυτική όχθη στο βάθος.

Ο παρόχθιος πεζόδρομος στο Ασουάν (ανατολική όχθη) με την έρημο να ξεκινά σχεδόν άμεσα στη δυτική όχθη στο βάθος.

Το νησί Ελεφαντίνη, όπως φαίνεται από την ανατολική όχθη του Νείλου στο Ασουάν (η δυτική όχθη φαίνεται πίσω στο βάθος). Στο νησί υπάρχουν και δύο νουβικά χωριά.

Το νησί Ελεφαντίνη, όπως φαίνεται από την ανατολική όχθη του Νείλου στο Ασουάν. Στο νησί υπάρχουν και δύο νουβικά χωριά.

Ένας άλλος προορισμός προσβάσιμος με το τρένο από το Κάιρο είναι φυσικά κι η Αλεξάνδρεια, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας και παραδοσιακά η πιο κοσμοπολίτικη. Το τρένο ξεκινά από το σταθμό Ραμσής στο Κάιρο (βορειοανατολικά του κέντρου), διασχίζει το Δέλτα του Νείλου και καταλήγει στην Αλεξάνδρεια μετά από περίπου 3 ώρες. Η πόλη μπορεί να έχει πλέον χάσει τον περισσότερο από το μη-αραβικό πληθυσμό της, παρ’ όλα αυτά διατηρεί στοιχεία της παλιάς της κοσμοπολίτικης ταυτότητας – κυρίως το ελληνικό στοιχείο, το οποίο οι Αλεξανδρινοί φαίνεται να έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση.

Ένα από το πιο γνωστά καφέ-εστιατόρια της Αλεξάνδρειας είναι ο "Αθηναίος", από τα πολλά με ελληνικό όνομα.

Ένα από το πιο γνωστά καφέ-εστιατόρια της Αλεξάνδρειας είναι ο «Αθηναίος», από τα πολλά με ελληνικό όνομα.

Η Αλεξάνδρεια είναι μια σχεδόν «γραμμική» παραθαλάσσια πόλη, με πλάτος μόλις 3 περίπου χιλιόμετρα, αλλά μήκος 20 χιλιόμετρα. Όταν ένας κάτοικος της Μεσογείου έρχεται από το Κάιρο, θα τη νιώσει αμέσως πιο οικεία. Θυμίζει άλλες μεσογειακές πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη ή η Βηρυτός, ειδικά όταν περπατά κάποιος στον παραλιακό πεζόδρομο.

Ο παραλιακός πεζόρομος (Corniche) στην Αλεξάνδρεια. Συνεχίζεται έτσι για αρκετά χιλιόμετρα.

Ο παραλιακός πεζόδρομος (Corniche) στην Αλεξάνδρεια. Συνεχίζεται έτσι για αρκετά χιλιόμετρα.

Το ανατολικό (δηλαδή το παλιό) λιμάνι της Αλεξάνδρειας, με το φρούριο Κάιτ Μπέι στο βάθος.

Το ανατολικό (παλιό) λιμάνι της Αλεξάνδρειας, με το φρούριο Κάιτ Μπέι στο βάθος.


Αυτή ήταν η Αίγυπτος όπως την είδα πριν περίπου ενάμιση χρόνο, στους τελευταίους μήνες μιας επανάστασης που συντάραξε ολόκληρο τον κόσμο και τον έβγαλε κάπως από το μετα-ψυχροπολεμικό του λήθαργο. Μια χώρα με τεράστια οικονομικά-οικολογικά-πολιτικά προβλήματα, αλλά και με τεράστιο δυναμικό. Μπορεί οι πολιτικές εξελίξεις από τότε να ήταν απογοητευτικές, τόσο στην ίδια την Αίγυπτο όσο και στον αραβικό κόσμο γενικότερα. Η αιγυπτιακή νεολαία όμως, που γέμισε τους δρόμους και τις πλατείες του Καΐρου κι ανέτρεψε έναν δικτάτορα, τον οποίο στήριζαν όλες οι ξένες δυνάμεις, είναι ακόμα εκεί. Και δεν έχει πει την τελευταία της λέξη, γι’ αυτό μπορούμε να είμαστε σίγουροι.

Ταχρίρ 3