Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.

Μια δευτερη Αραβικη Ανοιξη

Κλασσικό

Πριν λίγα χρόνια, ο κόσμος παρακολουθούσε εντυπωσιασμένος την «Αραβική Άνοιξη». Τα αυταρχικά καθεστώτα των αραβικών χωρών, πολλά από τα οποία ήταν αγκιστρωμένα στην εξουσία για δεκαετίες, έμοιαζαν να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Τα γεγονότα είχαν προκαλέσει ενθουσιασμό εντός και εκτός του αραβικού κόσμου, για τον οποίο πολλοί πλέον προέβλεπαν ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτή η εικόνα έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη σημερινή. Η εντύπωση που μένει είναι η γενική αποτυχία της «Αραβικής Άνοιξης», είτε λόγω βίαιης αντεπανάστασης (Αίγυπτος, Μπαχρέιν), είτε λόγω ατελείωτων εμφυλίων πολέμων (Συρία, Λιβύη, Υεμένη). Αυτή η εμπειρία εξηγεί ίσως γιατί δόθηκε τόσο λίγη προσοχή σε ένα νέο κύμα εξεγέρσεων. Οι πιο σημαντικές απ’ αυτές είναι σε δύο (μέχρι στιγμής) χώρες: την Αλγερία και το Σουδάν. Καμία από τις δύο (οι οποίες, ας σημειωθεί, είναι η δεύτερη και η τρίτη μεγαλύτερη πληθυσμιακά αραβική χώρα αντίστοιχα) δεν βρίσκεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Και οι δύο συνδέονται όμως με αυτήν κι είναι μάλλον απίθανο τα πρόσφατα γεγονότα να την αφήσουν ανεπηρέαστη.

Το Χιράκ της Αλγερίας

Λίγοι είναι μάλλον αυτοί που θυμούνται πως η Αλγερία ήταν μια από τις πρώτες χώρες που γνώρισαν σημαντικές κινητοποιήσεις κατά την διάρκεια της «πρώτης» Αραβικής Άνοιξης, το 2010-11. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι διαμαρτυρίες δεν εξελίχθηκαν σε πραγματική εξέγερση όπως στη γειτονική Τυνησία. Κάποιοι θεώρησαν τότε ότι η πρόσφατη πικρή εμπειρία του εμφυλίου πολέμου έκανε τους Αλγερινούς πιο επιφυλακτικούς απέναντι σε ό,τι μπορούσε να φέρει πολιτική αποσταθεροποίηση.

Από τότε πάντως, πολλά έχουν αλλάξει. Το 2013, ο πρόεδρος Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα υπέστη εγκεφαλικό. Λίγοι ξέρουν την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το σίγουρο είναι όμως πως από τότε δεν κάνει δημόσιες ομιλίες. Παρ’ όλα αυτά, το 2014 κατέβηκε ξανά ως υποψήφιος και φυσικά, σε συνθήκες απολύτως ελεγχόμενες από το καθεστώς, δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει μια ακόμα πενταετή θητεία – και να συμπληρώσει έτσι δυο δεκαετίες στο ανώτατο αξίωμα της χώρας.

Ο Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα.
Πηγή εικόνας

Ο Μπουτεφλίκα είναι ο ηγέτης που είχε οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από τον εμφύλιο πόλεμο. Επίσης, οι παροχές προς τον πληθυσμό κατά την περίοδο της ραγδαίας ανόδου των τιμών του πετρελαίου (η Αλγερία διαθέτει πλούσια κοιτάσματα και είναι μέλος του ΟΠΕΚ) του είχαν χαρίσει ίσως κάποια δημοφιλία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι στους Αλγερινούς αρέσει η ιδέα να κυβερνιούνται από κάποιον που είναι, κατά πάσα πιθανότητα, σχεδόν φυτό. Και όταν τον περασμένο Φεβρουάριο φάνηκε καθαρά ότι ο (83χρονος πλέον) Μπουτεφλίκα θα κατέβαινε πάλι υποψήφιος στις εκλογές του 2019, η υπομονή του λαού εξαντλήθηκε.

Η νέα υποψηφιότητα του Μπουτεφλίκα ήταν ένα σημάδι ότι αυτοί που πραγματικά ελέγχουν την κατάσταση στη χώρα, δεν μπορούσαν καν να συμφωνήσουν μεταξύ τους για τη διαδοχή ενός φανερά ανίκανου προέδρου. Αυτή η κοροϊδία, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα λόγω της πτώσης της τιμής του πετρελαίου και τη βαθιά διαφθορά, ήταν οι αιτίες που έκαναν το κίνημα («Χιράκ» στα αραβικά) να φουντώσει. Ακόμα και οργανώσεις όπως αυτές των βετεράνων του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ένωσαν τις φωνές τους μαζί του.

Το αρχικό αίτημα των διαδηλώσεων ήταν να ακυρωθεί η υποψηφιότητα του Μπουτεφλίκα. Αυτό ήταν όμως απλά η αφορμή για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια προς το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Εξάλλου, οι διαδηλωτές δεν είχαν αυταπάτες: δεν έβλεπαν τον Μπουτεφλίκα παρά σαν έναν αχυράνθρωπο, πίσω από τον οποίο κρύβονταν οι ελίτ που πραγματικά κυβερνούν την χώρα.

Διαδήλωση στο Αλγέρι, 16.04.2019 Πηγή εικόνας

Οι διαδηλώσεις έγιναν τόσο ογκώδεις και δυναμικές, ώστε τελικά ο Μπουτεφλίκα αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 2 Απριλίου. Η Αλγερία έγινε έτσι, μετά την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Υεμένη και τη Λιβύη, η επόμενη αραβική χώρα όπου έπεσε η κεφαλή ενός αυταρχικού καθεστώτος, ή τουλάχιστον το προσωπείο του. Επίσης, συνελήφθησαν και κάποιοι υψηλοί αξιωματούχοι και ολιγάρχες συνδεόμενοι με τον Μπουτεφλίκα.

Αυτό βέβαια απέχει πολύ από μια κατάρρευση του καθεστώτος. Η μεταβατική κυβέρνηση σχηματίστηκε από στελέχη του συστήματος που στήριζε τον Μπουτεφλίκα. Αυτοί θα ελέγχουν τα πράγματα κατά την περίοδο μέχρι τη διοργάνωση εκλογών. Πολλοί Αλγερινοί δεν είναι ευχαριστημένοι με αυτό και συνεχίζουν να κατεβαίνουν στους δρόμους. Η έλλειψη οργανωμένης ηγεσίας και κεντρικού συντονισμού, είναι όμως μια σημαντική αδυναμία του αλγερινού κινήματος – σε αντίθεση με την περίπτωση του Σουδάν.

Σουδάν: το τέλος της στρατοκρατίας;

Αν ζητούσαν από κάποιον να ονομάσει τις πιο σημαντικές αραβικές χώρες, το Σουδάν μάλλον δεν είναι μια από τις πρώτες που θα σκεφτόταν. Μπορεί μετά την απόσπαση του Νοτίου Σουδάν να είναι πλέον περισσότερο αραβόφωνη χώρα (και κατά συντριπτική πλειοψηφία μουσουλμανική), παραμένει όμως στα μυαλά πολλών περιφερειακή, μεταβατική ανάμεσα στον αραβικό κόσμο και τη Μαύρη Αφρική.

Κι όμως, το Σουδάν δεν είναι μόνο η τρίτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα όπου τα αραβικά είναι η επίσημη γλώσσα (με 40 εκατομμύρια ακολουθεί πίσω από Αίγυπτο και Αλγερία), αλλά διαθέτει και σημαντική κινηματική παράδοση. Η χώρα έχει γνωρίσει στο παρελθόν ήδη δύο εξεγέρσεις που οδήγησαν στην πτώση δικτατορικών κυβερνήσεων (1964, 1985). Το Σουδάν έχει επίσης γνωρίσει στην Ιστορία του τουλάχιστον κάποιες μικρές περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αξίζει ακόμα να θυμηθούμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα του Σουδάν ήταν παραδοσιακά ένα από τα πιο δυνατά του αραβικού κόσμου.

Ούτε η «πρώτη Αραβική Άνοιξη» άφησε το Σουδάν ανεπηρέαστο: από το 2011 και μετά, διάφορα κύματα διαδηλώσεων, ιδιαίτερα αυτό του 2013, απείλησαν το αυταρχικό καθεστώς του Ομάρ αλ-Μπασίρ. Στις αιτίες των διαμαρτυριών ανήκουν και οι οικονομικές δυσκολίες που προκάλεσε η διάσπαση της χώρας το 2011, όταν το Νότιο Σουδάν έγινε ανεξάρτητο. 

Ο στρατηγός Ομάρ αλ-Μπασίρ κυβερνά το Σουδάν από το 1989, όταν ανέτρεψε πραξικοπηματικά την κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Σαντίκ αλ-Μάντι. Μεταξύ άλλων, είναι καταζητούμενος από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης ως υπεύθυνος για εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ. Πηγή εικόνας

Έχοντας όλα αυτά υπόψη, μπορεί κάποιος να κατανοήσει πως κάποιες διαμαρτυρίες  τον Δεκέμβρη του ’18, σε μια επαρχιακή πόλη για την τιμή του ψωμιού, εξελίχθηκαν μέσα σε λίγες μέρες σε μαζικό κίνημα για την ανατροπή του καθεστώτος. Ο πυρήνας των κινητοποιήσεων ήταν ο Σουδανικός Σύνδεσμος Επαγγελματιών, μια ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων, που αφορούν όμως κυρίως επαγγέλματα υψηλής κοινωνικής θέσης, όπως γιατρούς, δημοσιογράφους, δικηγόρους, καθηγητές. Μετά από λίγες μέρες, ο Σύνδεσμος ενώθηκε με άλλες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις: πολιτικά κόμματα (από παλιά μάλλον συντηρητικά, όπως το Κόμμα της Ούμμα ή το Λαϊκό Κόμμα Κογκρέσου, μέχρι το Κομμουνιστικό και μικρότερα μπααθικά και νασερικά), τοπικά ένοπλα κινήματα όπως αυτά του Νταρφούρ, οργανώσεις γυναικών, Νουβίων κ.ά. Μαζί σχημάτισαν τη «Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή», με κεντρικό αίτημα όχι μόνο την απομάκρυνση του Μπασίρ, αλλά και τον σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης που θα αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη σουδανική κοινωνία και θα προετοιμάσει το έδαφος για ελεύθερες εκλογές. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, το κίνημα στους επόμενους μήνες όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά δεν σταμάτησε να φουντώνει.

Στις 6 του Απρίλη (τέσσερις μέρες μετά την παραίτηση του Μπουτεφλίκα στην Αλγερία), οργανώθηκε μια μεγάλη καθιστική διαμαρτυρία έξω από τα κεντρικά των ενόπλων δυνάμεων. Μπροστά στον κίνδυνο οι αξιωματικοί να χάσουν τον έλεγχο των στρατιωτών τους, στις 11 του μήνα ο στρατός ουσιαστικά αναγκάστηκε να κάνει πραξικόπημα, καθαιρώντας τον Ομάρ αλ-Μπασίρ και θέτοντας τον σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ακόμα ένας Άραβας δικτάτορας ήταν παρελθόν.

Η φωτογραφία αυτής της νεαρής Σουδανής που φωνάζει «Επανάσταση!» μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος, κυκλοφόρησε στις αρχές του Απρίλη και έγινε σύμβολο του σουδανικού κινήματος – και του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν οι γυναίκες σε αυτό. Ο Μπασίρ καθαιρέθηκε λίγες μέρες μετά. Πηγή εικόνας

Βέβαια, ένα καθεστώς σαν το σουδανικό δεν εξαφανίζεται απλά όταν φύγει ο επικεφαλής του. Οι διαδηλωτές δεν γύρισαν στα σπίτια τους, αλλά παρέμειναν στους δρόμους, απαιτώντας την παράδοση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στα χέρια των πολιτών. Με αυτόν το στόχο, η Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή ξεκίνησε συνομιλίες με το «Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο», το οποίο είχε αναλάβει την προσωρινή (;) διακυβέρνηση της χώρας.

Σε αντίθεση όμως με την Αλγερία, το σουδανικό καθεστώς έδειξε από την αρχή πως δεν ήταν διατεθειμένο να αφήσει την εξέγερση να εξελιχθεί αναίμακτα. Με βάση πηγές της αντιπολίτευσης, ήδη μέχρι τον Απρίλη υπήρχαν 70 νεκροί. Η αιματηρή καταστολή όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά κορυφώθηκε μετά την πτώση του Μπασίρ: στις 3 Ιουνίου, ένοπλοι επιτέθηκαν σε συγκέντρωση απέναντι από τη Γενική Διοίκηση του Στρατού στο Χαρτούμ, με απολογισμό πάνω από 100 νεκρούς (πολλά πτώματα πετάχτηκαν στον Νείλο) και τουλάχιστον 70 βιασμούς. Η παραστρατιωτική οργάνωση που θεωρήθηκε υπεύθυνη για αυτήν την επίθεση, είναι οι «Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης» και έχουν ένα ιδιαίτερα σκοτεινό παρελθόν, αφού συνδέονται και με την εθνοκάθαρση στο Νταρφούρ.

Ο Στρατηγός Μοχάμεντ Νταμγκάν Νταγκάλο, γνωστός και ως «Χεμέντι», είναι ο διοικητής των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης. Αν και το Διεθνές Δικαστήριο δεν έχει κατηγορήσει τον ίδιο για εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ, οι (παρα)στρατιωτικές ομάδες που ελέγχει είναι η μετεξέλιξη αυτών που είχαν δράσει με ιδιαίτερη σκληρότητα στη συγκεκριμένη περιοχή. Πηγή εικόνας

Παρ’ όλα αυτά, το κίνημα πάλι δεν διαλύθηκε. Τελικά, στις 5 Ιουλίου οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μια πρώτη συμφωνία: οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν σε 3 χρόνια και 3 μήνες, ενώ μέχρι τότε η χώρα θα κυβερνάται από ένα εντεκαμελές συμβούλιο που θα αποτελείται από 6 πολίτες και 5 στρατιωτικούς. Τους πρώτους 21 μήνες θα προεδρεύει του συμβουλίου ένας στρατιωτικός και στη συνέχεια ένας πολίτης. Ένα μέρος των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα και κάποια από τα τοπικά ένοπλα κινήματα, θεώρησαν τη συμφωνία ως ήττα και συνθηκολόγηση με τη σουδανική χούντα και τάχθηκαν εναντίον της. Πολλοί Σουδανοί όμως πανηγύρισαν γι’ αυτήν ως νίκη του κινήματος, που πετυχαίνει τη μετάβαση στη δημοκρατία αποφεύγοντας τον εμφύλιο πόλεμο. Το μέλλον θα δείξει αν έχουν δίκαιο, αλλά τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή δικαιούνται να χαρούν.

Πανηγυρισμοί στους δρόμους μετά την επίτευξη συμφωνίας για την πολιτική μετάβαση στο Σουδάν. Πηγή εικόνας

Η αραβική εξέγερση συνεχίζεται;

Τελικά, βλέπουμε όντως στην Αλγερία και το Σουδάν τη συνέχεια της Αραβικής Άνοιξης; Τι είναι αυτό που συνδέει τα δυο αυτά κινήματα με τις εξεγέρσεις του 2011 και τι αυτό που τα ξεχωρίζει;

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι Αλγερινοί και οι Σουδανοί έχουν πάρει κάποια μαθήματα από τις αποτυχίες των προηγούμενων εξεγέρσεων. Το ότι τονίζουν όσο μπορούν τον ειρηνικό χαρακτήρα των κινημάτων τους, φωνάζοντας «ειρηνικά, ειρηνικά», είναι κατανοητό ακριβώς λόγω αυτής της ιστορίας: γνωρίζουν πολύ καλά σε ποια κατάσταση βρίσκονται η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη (αν και θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι η φιλειρηνική διάθεση δεν έλειπε από τους πρώτες διαδηλωτές και σε αυτές τις χώρες, χωρίς τελικά να εμποδίσει την τραγική κατάληξη).

Το πιο σημαντικό μάθημα όμως βρίσκεται ίσως στη σύγκριση με την Αίγυπτο, με την οποία το Σουδάν και η Αλγερία μοιάζουν ως προς τον στρατοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος (σε αντίθεση π.χ. με τη Συρία, στις τρεις αυτές χώρες ο στρατός είναι πρακτικά πιο σημαντικός και από τον ίδιο τον πρόεδρο και τον κύκλο του). Ενώ οι Αιγύπτιοι διαδηλωτές το 2011 θεώρησαν ότι νίκησαν μόλις ο στρατός εξώθησε τον Μουμπάρακ σε παραίτηση και ανέλαβε ο ίδιος άμεσα την εξουσία, στην Αλγερία και το Σουδάν παρέμειναν στους δρόμους απαιτώντας τη μετάβαση σε πολιτική κυβέρνηση. Επίσης, απαιτούν το μεταβατικό διάστημα προς τις εκλογές να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο (4 χρόνια είχε ζητήσει η Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή στο Σουδάν), έτσι ώστε να δοθεί αρκετός χρόνος σε νέες πολιτικές δυνάμεις να οργανωθούν – και να μην επωφεληθούν οι εκπρόσωποι του παλιού καθεστώτος ή οι ισλαμιστές, όπως π.χ. στην Αίγυπτο ή την Τυνησία. 

Το κοινό όμως με τις εξεγέρσεις του 2011, είναι ο φόβος των συντηρητικών αραβικών καθεστώτων απέναντί τους. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το καθεστώς του Σίσι στην Αίγυπτο μοιάζουν να έχουν δημιουργήσει έναν άξονα που θυμίζει ίσως την Ιερά Συμμαχία στην Ευρώπη πριν δύο αιώνες.  Στο Σουδάν, από τη στιγμή που η παραμονή του Μπασίρ στην εξουσία ήταν αδύνατη, έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να ενισχύσουν το Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο, το οποίο βλέπουν ως εγγύηση για τη διατήρηση του στάτους κβο. 

Τι θα πετύχουν τελικά τα κινήματα του Σουδάν και της Αλγερίας και τι θα σημαίνει αυτό για τον αραβικό και τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο; Οι προβλέψεις είναι δύσκολες ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν καλή γνώση της περιοχής. Αυτό όμως που επιβεβαιώνεται, είναι ότι η Αραβική Άνοιξη δεν ήταν απλά ένα περαστικό ξέσπασμα. Ήταν η αρχή μιας γενικής κρίσης εμπιστοσύνης προς τα αραβικά καθεστώτα από τους λαούς τους. Αυτή η κρίση μπορεί να καταλήξει σε προοδευτικές επαναστάσεις, σε χαοτικούς εμφυλίους πολέμους ή σε νέες μορφές αυταρχισμού  – μέχρι στιγμής, έχουμε ήδη δει και τα τρία. 

Αν υπάρχει κάτι που μοιάζει σχετικά σίγουρο, είναι πως η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροχρόνια. Τα αραβικά κράτη δεν χαρακτηρίζονται μόνο από προβληματικές οικονομίες, υψηλή ανεργία, τεράστια δημοκρατικά ελλείμματα, βαθιά διαφθορά, οικολογική κρίση. Έχουν και έναν πολύ νεανικό πληθυσμό, ο οποίος από τη φύση του δεν μπορεί να τα ανεχθεί όλα αυτά επ’ άπειρο.

Οι εξεγέρσεις στο Σουδάν και την Αλγερία, ασχέτως της τελικής κατάληξής τους, ήρθαν για να υπενθυμίσουν αυτήν την πραγματικότητα. Όχι μόνο στα αραβικά (και άλλα) καθεστώτα, τα οποία είχαν ανακουφιστεί από την αποτυχία των εξεγέρσεων, αλλά και σε όσους πρώην θαυμαστές της Αραβικής Άνοιξης (εντός και εκτός αραβικού κόσμου) είχαν για τους ίδιους λόγους απογοητευτεί πρόωρα. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι η περίοδος μετάβασης από ένα παλιό σύστημα στο νέο, είναι συνήθως μακρά κι έχει μέσα της και πολλά πισωγυρίσματα και τραγικές αποτυχίες. Γιατί οι αραβικές χώρες να αποτελέσουν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα; Ειδικά εμείς στη βόρεια ακτή της Μεσογείου, που έχουμε δει στα τελευταία χρόνια τα κινήματα στις χώρες μας είτε να ηττώνται καθαρά είτε να ατονούν με τον καιρό, δεν αποκλείεται να κοιτάξουμε σύντομα πάλι στην απέναντι νότια ακτή για πηγές έμπνευσης – όπως έγινε και το 2011.


Πηγές: