Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.

Γκετζεκοντου: H αλλη οψη της τουρκικης πολης

Κλασσικό

Η Τουρκία περιγράφεται συχνά ως χώρα των μεγάλων αντιθέσεων. Μια τέτοια αντίθεση στις τουρκικές μεγαλουπόλεις είναι κι αυτή ανάμεσα στα συγκροτήματα σύγχρονων πανύψηλων πολυκατοικιών και στις φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα χαμηλά σπίτια. Οι τελευταίες είναι γνωστές και ως «γκετζέκοντου» (gecekondu) – και όσο κι αν δίνουν τα τελευταία χρόνια τη θέση τους στα πρώτα, ακόμα αποτελούν μέρος του αστικού τοπίου στη σύγχρονη Τουρκία. Πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον να δούμε τις φάσεις μέσα από τις οποίες πέρασε η ζωή αυτών των αυθαίρετα κτισμένων συνοικιών, από τη δημιουργία τους μέχρι τη σημερινή τους μετάλλαξη.

  1. Γέννηση

Η λέξη gecekondu είναι σύνθετη: gece σημαίνει νύχτα και το kondu προέρχεται από το ρήμα konmak, που σημαίνει κάθομαι/προσγειώνομαι. Το όνομα αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο: πολλά από τα σπίτια αυτά χτίστηκαν σχεδόν κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Οι «ιδιοκτήτες» προσπαθούσαν να τα κτίσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να αποφύγουν την επέμβαση των αρχών εναντίον τους. Πώς όμως βρέθηκαν εκεί αυτοί οι άνθρωποι και από που προέρχονταν;

Γκετζέκοντου όπως φαίνεται βόρεια από το κάστρο της Άγκυρας (φωτογραφία: Απρίλης 2013).

Γκετζέκοντου, όπως φαίνεται βόρεια από το κάστρο της Άγκυρας (φωτογραφία: Απρίλης 2013).

Κατά κανόνα ήταν εσωτερικοί μετανάστες από τα χωριά στα βάθη της Μικράς Ασίας, οι οποίοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη μεγαλούπολη. Η Τουρκία γνώρισε από τη δεκαετία του ’50 και μετά διαδοχικά κύματα τέτοιας εσωτερικής μετανάστευσης. Ήταν από τη μια η συνέπεια της μηχανοποίησης της γεωργίας, που απελευθέρωσε εργατικά χέρια από τα χωράφια, και από την άλλη της εκβιομηχάνισης της Τουρκίας, που δημιούργησε την ανάγκη γι’ αυτά τα εργατικά χέρια στα αστικά κέντρα.

Οι μετανάστες αυτοί έφταναν στις πόλεις με ελάχιστους οικονομικούς πόρους και μόνο με τα βασικά τους υπάρχοντα. Το να ενοικιάσουν διαμερίσματα ή δωμάτια δεν ήταν καθόλου εύκολο – εξάλλου, δεν υπήρχε και η ανάλογη υποδομή. Η μόνη εναλλακτική ήταν να χτίσουν μόνοι τα σπίτια τους, χωρίς άδεια. Επέλεγαν συνήθως ελεύθερη κρατική γη (η οποία στην Τουρκία υπήρχε σε αφθονία, λόγω οθωμανικής παράδοσης) γύρω από την πόλη, κοντά στις βιομηχανίες όπου σκόπευαν να αναζητήσουν δουλειά.  Συχνά δεν επρόκειτο αρχικά για κανονικά σπίτια: ήταν απλά τέσσερις τοίχοι και μια στέγη, με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να βρεθεί πρόχειρα. Στη συνέχεια, οι «ιδιοκτήτες» μπορούσαν να βελτιώσουν την κατασκευή τους και να προσθέσουν και άλλα δωμάτια. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν ολόκληρες συνοικίες στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας και της Σμύρνης, αλλά και σε μικρότερες πόλεις.

Προφανώς οι συνθήκες ζωής σ’ αυτές τις παραγκουπόλεις δεν ήταν εύκολες: δεν υπήρχε ρεύμα, ύδρευση, αποχέτευση, συχνά ούτε συγκοινωνιακή σύνδεση με την πόλη. Παρ’ όλα αυτά, ας έχουμε υπόψη, ότι οι κάτοικοί τους ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες συνθήκες, έχοντας έρθει από χωριά με ανάλογη έλλειψη υποδομών. Τουλάχιστον σε τέτοια καταλύματα είχαν τη δυνατότητα να έχουν μια μικρή αυλή, την οποία μπορούσαν να καλλιεργούν και να παράγουν οι ίδιοι ένα μέρος της τροφής τους, ενώ λόγω της εγγύτητας στα εργοστάσια μπορούσαν συχνά να περπατούν στη δουλειά τους, μειώνοντας το κόστος ζωής.

Επίσης, ζώντας σε τέτοιους οικισμούς, συχνά μαζί με άλλους μετανάστες από την ίδια περιοχή, μπορούσαν να συνεχίσουν σε κάποιο βαθμό την παλιά τους ζωή, να αλληλοβοηθηθούν και ν’ αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τους κινδύνους, π.χ. μια ενδεχόμενη απόπειρα κατεδάφισης από τις αρχές. Πολλές εργασίες που αφορούσαν την κοινότητα, π.χ. το σκάψιμο των καναλιών που χρειαζόταν για τη σύνδεση με το αποχετευτικό, γίνονταν από κοινού. Μετέφεραν έτσι την κοινωνική αλληλεγγύη, όπως την ήξεραν από τα χωριά τους, και μέσα στην πόλη. Αυτή η αλληλεγγύη αντικαθιστούσε την ελάχιστη ή ανύπαρκτη κρατική πρόνοια.

2. Εξέλιξη και διαφοροποίηση

Τα γκετζέκοντου εξελίχθηκαν σύντομα από κάτι περιθωριακό σε μια εικόνα χαρακτηριστική για μεγάλα τμήματα των μεγαλουπόλεων. Η νεοφιλελεύθερη στροφή μετά το πραξικόπημα του ’80 είχε οδηγήσει σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης προς τις πόλεις: από τη μια λόγω των αναγκών της (προσανατολισμένης προς τις εξαγωγές πλέον) τουρκικής βιομηχανίας για φτηνό, ευέλικτο και απροστάτευτο εργατικό δυναμικό, από την άλλη λόγω του δραστικού περιορισμού των αγροτικών επιδοτήσεων.  Ιδιαίτερα όμως στη δεκαετία του ’90, αυξήθηκε πολύ και η μετανάστευση από τις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, απ’ όπου ένας κυρίως κουρδικός πληθυσμός προσπαθούσε να ξεφύγει από την αγριότητα του πολέμου ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και το ΡΚΚ. Το ποσοστό του πληθυσμού της Τουρκίας που ζούσε σε γκετζέκοντου, από 4,7% το 1955, έφτασε το 35% το 1995.

Έγινε έτσι ένα τόσο μαζικό φαινόμενο, που οι Τούρκοι πολιτικοί δεν μπορούσαν να το αγνοήσουν. Η παροχή τίτλων κτήσης στους κατοίκους αυτών των συνοικιών, άρα και η νομιμοποίησή τους, έγινε σε διάφορες φάσεις κυρίως για προεκλογικούς λόγους. Ήταν και ένας τρόπος για να εκτονωθεί κάπως η λαϊκή δυσαρέσκεια κατά τη μετάβαση στο νεοφιλελευθερισμό, που επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Κατά μια έννοια, μπορούμε να πούμε ότι το κράτος ανέχτηκε τη δημιουργία των γκετζέκοντου, επειδή το απάλλασσε από την υποχρέωση να δημιουργήσει το ίδιο τις υποδομές για την εγκατάσταση αυτού του πληθυσμού. Κάπως έτσι έφτασε π.χ. η Κωνσταντινούπολη να γίνει μια από τις μεγαλουπόλεις με τα ψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στον κόσμο.

Χάρτης που απεικονίζει τις

Χάρτης που απεικονίζει τις «ανεπίσημα» κτισμένες περιοχές (πορτοκαλί), μέσα και γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Πηγή: Ünlü-Yücesoy, E. et al (2009)

Όταν ο πληθυσμός ενός γκεντζέκοντου είχε ήδη αυξηθεί σημαντικά, οι κάτοικοι μπορούσαν να αιτηθούν να αναγνωριστεί ως διοικητική ενότητα της πόλης. Αυτό διευκόλυνε τους κατοίκους στο να έχουν δικαίωμα στις δημοτικές υπηρεσίες και να συνδεθούν π.χ. με τα δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτρισμού ή αποχέτευσης. Έτσι ένα γκετζέκοντου αποκτούσε σιγά-σιγά σχεδόν μια εικόνα αστικής κανονικότητας.

Αυτή η πιο «αστική» εικόνα φάνηκε και με άλλον τρόπο. Σταδιακά, σε πολλά από τα σπίτια προστέθηκαν και όροφοι, μετατρέποντας τα σε μικρές πολυκατοικίες. Κάποιοι από τους παλιούς κάτοικους μπόρεσαν έτσι να νοικιάσουν διαμερίσματα σε πιο φτωχούς νεοεισερχόμενους και να βελτιώσουν την οικονομική τους θέση. Άρχισε να διαφαίνεται άρα και μια οικονομική διαφοροποίηση εντός του πληθυσμού του γκετζέκοντου: κάτι που αναπόφευκτα επηρέασε αρνητικά και την μέχρι τότε δυνατή κοινωνική αλληλεγγύη.

3. Πολιτικοποίηση

Η Τουρκία ήταν ήδη από τη δεκαετία του ’60 μια έντονα πολιτικοποιημένη χώρα, τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Και αυτή η πολιτικοποίηση δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και τους νέους μετανάστες στις πόλεις, που αντιμετώπιζαν και πιο έντονα προβλήματα. Εκείνη την εποχή είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερα, σε αντιστοιχία και με τις παγκόσμιες τάσεις, τα κινήματα της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτά έβλεπαν τους εαυτούς τους και ως εκπρόσωπους των φτωχών και αποκλεισμένων κατοίκων των γκετζέκοντου. Μέλη τους είχαν σταθερή παρουσία στα γκετζέκοντου: καλλιεργούσαν προσωπικές σχέσεις με τους κατοίκους, τους βοηθούσαν στις διάφορες καθημερινές ανάγκες και τους παρείχαν υπηρεσίες τις οποίες δεν μπορούσαν να περιμένουν από το κράτος. Κατά τα «επαναστατικά» χρόνια της δεκαετίας του ’70, αριστερές οργανώσεις είχαν καταφέρει να μετατρέψουν κάποιες απ’ αυτές τις συνοικίες σε προπύργια τους, όπου τα μέλη τους έβρισκαν και καταφύγιο από την αστυνομική δίωξη.

Μετά το πραξικόπημα του ’80, η δράση των αριστερών κινημάτων αντιμετωπίστηκε με σκληρή κρατική καταστολή. Τώρα ήταν η σειρά των ισλαμιστικών οργανώσεων να αναπτύξουν ανάλογη δράση στις φτωχογειτονιές. Επωφελούμενες και από την απουσία κρατικής πρόνοιας, την οποία υποκαθιστούσαν (π.χ. στον τομέα της υγείας ή της παιδείας), μπόρεσαν να βρουν έτσι σχετικά εύκολα μια εκλογική πελατεία. Πάνω σ’ αυτήν την παράδοση κτίζει και το σημερινό κυβερνών κόμμα του Ερντογάν. Κάποιοι βλέπουν ακόμα και την άνοδο του τελευταίου ως έναν τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η είσοδος των αστικών φτωχών στρωμάτων στην πολιτική – εξάλλου, από αυτά τα στρώματα προέρχεται και ο ίδιος.

Αυτή η εικόνα των φτωχογειτονιών ως βάση για τους ισλαμιστές είναι όμως κάπως παραπλανητική. Στην πολιτική ταυτότητα της κάθε συνοικίας παίζουν ρόλο και παράγοντες όπως ο εθνο-θρησκευτικός. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 υπήρχε μια πόλωση: οι συνοικίες που γίνονταν προνομιακό πεδίο δράσης για την επαναστατική Αριστερά είχαν συχνά ισχυρή αλεβίτικη παρουσία, ενώ σε σουνιτικές αποκτούσαν επιρροή οι δεξιές οργανώσεις. Η άνοδος της ισλαμιστικής επιρροής στην συνέχεια έγινε προφανώς πιο αισθητή σε σουνιτικές συνοικίες, ενώ κάποιες κυρίως αλεβιτικές διατήρησαν τη σχέση τους με την Άκρα Αριστερά.

Τα φέρετρα νεκρών από την τρομοκρατική επίθεση στο Σουρούτς το περασμένο καλοκαίρι μεταφέρονται στο τζέμεβι του Γκαζί, με τη συνοδεία ένοπλων ακροαριστερών. http://www.ibtimes.co.uk/turkey-more-riots-rage-marxist-gazi-stronghold-after-death-female-activist-gunay-ozaslan-1512637

Ένοπλοι, μέλη ακροαριστερών οργανώσεων, συνοδεύουν τα φέρετρα νεκρών συντρόφων τους στο τζέμεβι (αλεβίτικος θρησκευτικός-πολιτισμικός χώρος) του Γκαζί, μια φτωχογειτονιά με ιδιαίτερη ιστορία στα βορειοδυτικά προάστια της Πόλης.
Πηγή εικόνας

Στις επόμενες δεκαετίες, όταν σε πολλά γκετζέκοντου ο πληθυσμός ήταν πλέον κυρίως κουρδικός, κουβαλώντας μαζί του τα βιώματα του άγριου πολέμου στα νοτιοανατολικά της χώρας, έγινε και για τους Κούρδους εθνικιστές πηγή από την οποία μπορούσαν να αντλήσουν στήριξη. Όλα αυτά βοήθησαν τελικά στο να συνδέσουν πολλοί τις φτωχογειτονιές με τον επικίνδυνο πολιτικό εξτρεμισμό, οποιασδήποτε μορφής – και να ενισχύσει την εικόνα τους ως «απειλής».

4. Μετάλλαξη – Αστική ανάπλαση

Παρά το ότι κατά περιόδους οι τουρκικές ελίτ και το τουρκικό κράτος έμοιαζαν αναγκασμένοι να αποδεχτούν την πραγματικότητα των γκετζέκοντου, αυτό δεν σήμαινε ότι δεν τα έβλεπαν και ως κάτι ενοχλητικό, που χαλούσε την εικόνα των πόλεων. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες αποφάσισαν τελικά να κάνουν μια συστηματική προσπάθεια για να τα εξαφανίσουν, ή τουλάχιστον να εμποδίσουν τη δημιουργία καινούριων. Χαρακτηριστικά, ο Ερντογάν τα έχει παρομοιάσει με όγκο στο σώμα των πόλεων, ενώ ο δήμαρχος Άγκυρας έχει υποσχεθεί ότι θα καθαρίσει την πόλη του απ’ αυτά.

Αυτή η προσπάθεια μπορεί να παρουσιάζεται και ως ένα είδος «φιλανθρωπίας», με στόχο να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των φτωχότερων στρωμάτων. Στην πράξη όμως, το πράγμα λειτουργεί περισσότερο με όρους αγοράς και φαίνεται ότι οι προοπτικές κερδοφορίας είναι αυτές που είναι πιο καθοριστικές. Για να το εξηγήσουμε καλύτερα: τα τελευταία χρόνια, με την μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η Τουρκία, αυξήθηκε πολύ έντονα η οικοδομική δραστηριότητα: αυτοκινητόδρομοι, βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα, οικιστικές ζώνες κ.λπ. Διάφορες περιοχές που καταλαμβάνονται από γκετζέκοντου θεωρούνται λόγω ευνοϊκής θέσης ως μεγάλης αξίας με δυνατότητες ανάπτυξης, – κάποιοι μάλλον δύσκολα μπορούν να δεχτούν ότι τέτοιες περιοχές βρίσκονται στα χέρια των φτωχών.

Τα διάφορα προγράμματα αστικής ανάπλασης, που προωθούνται από το κράτος και τον ιδιωτικό τομέα, γίνονται με το σκεπτικό του προσδοκώμενου κέρδους, αδιαφορώντας για τις ανάγκες των ίδιων των κατοίκων. Συχνά συμπεριλαμβάνουν την εκκένωση και την καταστροφή πολλών σπιτιών και την μεταφορά του πληθυσμού εκτός περιοχής.

Εικόνα από την περιοχή Αγιαζμά στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. https://workshopsariyer.wordpress.com/2011/04/26/april-17-sunday-visit-seminar-%E2%80%93-review-2/

Εικόνα από την περιοχή Αγιαζμά, στα δυτικά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Τα γκετζέκοντου της περιοχής δημιουργήθηκαν σχετικά πρόσφατα (στη δεκαετία του ’90) από κυρίως κουρδικό πληθυσμό, σε γη όμως που απέκτησε μεγάλη αξία, ιδιαίτερα μετά την κατασκευή του Ολυμπιακού Σταδίου. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του εκτοπίστηκαν, για να κάνουν χώρο σε νέα μεγαλεπήβολα έργα.
Πηγή εικόνας

Αυτή η διαδικασία αντικατάστασης των γκετζέκοντου, αγγίζει τους κατοίκους τους με διαφορετικούς τρόπους. Η αποζημίωση γίνεται είτε χρηματικά είτε με αντάλλαγμα ένα διαμέρισμα σε μια από τις καινούριες πολυκατοικίες που κτίζονται – ανάλογα φυσικά με την έκταση του γεωτεμαχίου και το καθεστώς νομιμοποίησης. Πιο ευάλωτοι είναι φυσικά αυτοί που δεν έχουν ακόμα εξασφαλίσει τίτλους κτήσης για τις κατοικίες τους, ή που ζουν στο νοίκι – δηλαδή, συχνά οι οικονομικά πιο αδύνατοι. Αντίθετα, κάποιοι που έχουν τίτλους μπορεί να εξασφαλίσουν και καλά λεφτά πουλώντας τα γεωτεμάχιά τους. Ακόμα όμως και γι’ αυτούς, η κατάσταση δεν είναι ιδανική.

Πολλοί από το κατοίκους των γκετζέκοντου που βρίσκονται σε διαδικασία «ανάπλασης» καταλήγουν στα συγκροτήματα πανύψηλων και άχρωμων πολυκατοικιών στα περίχωρα των μεγαλουπόλεων, αυτών που οικοδομεί η Διοίκηση Οικιστικής Ανάπτυξης (TOKİ). Αυτό μπορεί να παρουσιάζεται ως παροχή προς τους φτωχούς (χωρίς να σημαίνει ότι είναι δωρεάν – απλά δίνονται ευνοϊκοί όροι για την αγορά τους σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος).

Συγκρότημα πολυκατοικιών που έχει κτιστεί από τον TOKİ στην περιοχή Καγιάμπασι (πρώην Αϊ-Γιώργης). http://www.tarlabasiistanbul.com/glossary/

Συγκρότημα πολυκατοικιών που έχει κτιστεί από τον TOKİ στην περιοχή Καγιάμπασι (πρώην Αϊ-Γιώργης), 30 χλμ. από το κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή εικόνας

Τέτοια συγκροτήματα βρίσκονται όμως συχνά πιο μακριά από το κέντρο της πόλης ή από τις βιομηχανικές ζώνες, δυσκολεύοντας τους κατοίκους τους στην αναζήτηση δουλειάς. Επίσης τα διαμερίσματα έχουν ένα κόστος συντήρησης/θέρμανσης κ.λπ. συχνά μεγαλύτερο από πριν, χωρίς να δίνουν στους κατοίκους τους τη δυνατότητα να καλλιεργούν ένα μέρος της τροφής τους, όπως γινόταν στις αυλές των γκετζέκοντου.

Ακόμα, δυσκολεύουν τους κάτοικους στο να συνεχίσουν μια κοινωνική ζωή, η οποία τους ήταν τόσο σημαντική στις παλιές τους γειτονιές. Πολλές συνήθειες, τις οποίες οι μετανάστες είχαν μεταφέρει από τις περιοχές προέλευσής τους, αναγκάστηκαν τώρα να εγκαταλειφθούν, επειδή στα νέα συγκροτήματα πολυκατοικιών ήταν είτε απαγορευμένες είτε χωρικά αδύνατες: π.χ. το να κάθονται έξω από τα σπίτια και να πίνουν τσάι με τους γείτονες, να οργανώνουν χορούς, γάμους ή κηδείες σε ανοικτούς χώρους κ.λπ. Τέλος, στις καινούριες συνοικίες δεν λείπουν και οι εθνοτικές/πολιτικές εντάσεις (π.χ. ανάμεσα σε Κούρδους και Τούρκους εθνικιστές), αφού σ’ αυτές μαζεύονται σε μικρό χώρο οικογένειες με πολύ διαφορετική προέλευση και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Δεν είναι άρα περίεργο που η διαδικασία αυτή γεννά και αντίσταση. Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει π.χ. ήδη ένα συντονιστικό όργανο πρωτοβουλιών κατοίκων, με στόχο να ακουστεί ο λόγος τους για την ανάπτυξη των συνοικιών τους – ένας λόγος που τώρα αγνοείται συστηματικά. Προς το παρόν πάντως, τέτοια κινήματα είχαν μόνο τοπικές μικρές επιτυχίες.


Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, το αποτέλεσμα είναι ότι το αστικό τοπίο αλλάζει δραστικά και τα γκετζέκοντου αντικαθίστανται από σύγχρονα μεγάλα κτίρια. Τα αισθήματα είναι διχασμένα: μπορεί να δίνεται η αίσθηση ότι οι τουρκικές πόλεις γίνονται πιο σύγχρονες και οργανωμένες, από την άλλη όμως οι κάτοικοι των γκετζέκοντου χάνουν έτσι και ότι είχαν καταφέρει να διατηρήσουν από τη ζωή τους στα χωριά: την ελευθερία τους και την κοινωνική αλληλεγγύη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν την καινούρια τους ζωή σε διαμερίσματα σαν «φυλακή».

Μπορεί οι τουρκικές μεγαλουπόλεις να αποκτούν μια πιο «ευπρεπή» εικόνα, αποβάλλοντας κάπως τα «τριτοκοσμικά» στοιχεία που την συνέθεταν μέχρι πρόσφατα. Το κατά πόσον όμως αυτό αποτελεί βελτίωση στις συνθήκες ζωής των ίδιων των κατοίκων, είναι όπως είδαμε λιγότερο αυτονόητο. Το σίγουρο είναι πως με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν εξαφανίζονται, αλλά τελικά αναπαράγονται οι ταξικές αντιθέσεις (και σε συνάρτηση μ’ αυτές και οι εθνοτικές-πολιτισμικές), ο αποκλεισμός και o κοινωνικός διαχωρισμός στις πόλεις – έστω και σε ένα πιο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο.

Πηγές

Γκαζι: η ιστορια μιας συνοικιας της Κωνσταντινουπολης

Κλασσικό

Η Κωνσταντινούπολη είναι μια πραγματική μεγαλούπολη, με τα 14 εκατομμύρια πληθυσμό και τις αμέτρητες συνοικίες της, που απλώνονται στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά. Μια απ’ αυτές είναι και το Γκαζί. Η διαδρομή με το λεωφορείο 399C από το Εμίνονου (με κατεύθυνση Εσέντεπε) διαρκεί περίπου μια ώρα.

Γκαζί δρόμος

Τί ιδιαίτερο έχει όμως αυτή η εργατική συνοικία με τις πυκνές πολυκατοικίες, στα όρια της οικιστικής ζώνης στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης; Κι αυτή μάλλον, όπως και τόσες άλλες, κτίστηκε τον περασμένο αιώνα με τη μετανάστευση από το εσωτερικό της Ανατολίας, από χωρικούς που έψαχναν μια καλύτερη τύχη στη μεγαλούπολη. Έχει όμως μια εθνο-θρησκευτική σύνθεση που την κάνει διαφορετική από πολλές άλλες: κατοικείται σε μεγάλο ποσοστό από Αλεβίτες (σχετικό άρθρο), αλλά και από Κούρδους.

Το τζέμεβι του Γκαζί, με την απεικόνιση του Χατζή Μπεκτάς, μορφής με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα για τους Αλεβίτες.

Το τζέμεβι (θρησκευτικός/πολιτιστικός χώρος για Αλεβίτες) του Γκαζί, με την εικόνα του Χατζή Μπεκτάς, προσώπου με μεγάλη σημασία για τον αλεβιτισμό.

Μάλλον όχι άσχετα μ’ αυτό, έχει και μια ιδιαίτερη πολιτική ταυτότητα. Αφίσες του Ερντογάν ή του AKP θα συναντήσεις μάλλον σπάνια στους δρόμους του Γκαζί – αντίθετα θα δεις πολύ περισσότερα αρχικά και συνθήματα αριστερών οργανώσεων. Η συνοικία γίνεται κατά καιρούς τόπος συγκρούσεων μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών. Κάποιοι την έχουν συγκρίνει γι’ αυτό το λόγο και με τα Εξάρχεια.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις – νόμιμες (όπως το ΤΚΡ, το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ή παράνομες (όπως το DHKC, ένοπλη πτέρυγα του επίσης μαρξιστικού DHKP-C, του οποίου η συνοικία θεωρείται προπύργιο).

Τα φέρετρα νεκρών από την τρομοκρατική επίθεση στο Σουρούτς το περασμένο καλοκαίρι μεταφέρονται στο τζέμεβι του Γκαζί, με τη συνοδεία ένοπλων ακροαριστερών. http://www.ibtimes.co.uk/turkey-more-riots-rage-marxist-gazi-stronghold-after-death-female-activist-gunay-ozaslan-1512637

Τα φέρετρα νεκρών από την τρομοκρατική επίθεση στο Σουρούτς το περασμένο καλοκαίρι μεταφέρονται στο τζέμεβι του Γκαζί, με τη συνοδεία ένοπλων ακροαριστερών με καλυμμένο πρόσωπο.
Πηγή εικόνας

Η παράδοση αυτή πάει πολλά χρόνια πίσω, τουλάχιστον από τότε που στην ίδια συνοικία ξέσπασε η ουσιαστικά πρώτη λαϊκή εξέγερση μετά το πραξικόπημα του 1980 (εκτός των κουρδικών περιοχών στα νοτιανατολικά, εννοείται). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το σκηνικό για μια εξέγερση στήνεται

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Τουρκία μετρούσε ήδη μιάμιση δεκαετία από το πραξικόπημα του ’80, που είχε θέσει την πολιτική ζωή της χώρας κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο του στρατού και του βαθέος κράτους. Αν και η επαναφορά σε μια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είχε ήδη γίνει πολύ νωρίς, από το 1983, αυτή ήταν τόσο ελεγχόμενη από το στρατό και τους παρακρατικούς, και το καινούριο Σύνταγμα του 1982 (που ακόμα ισχύει σήμερα) τόσο ανελεύθερο, που η Τουρκία έμοιαζε περισσότερο με δικτατορικό παρα δημοκρατικό καθεστώς.

Δύο πρόσωπα που σημάδεψαν τη δεκαετία του '80 στην Τουρκία: ο στρατηγός Κενάν Εβρέν, ηγέτης της στρατιωτικής χούντας του '80, μαζί με τον Τουργκούτ Οζάλ, πρώτο πολιτικό πρωθυπουργό μετά την "αποκατάσταση" της δημοκρατίας.

Δύο πρόσωπα που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’80 στην Τουρκία: ο στρατηγός Κενάν Εβρέν, ηγέτης της στρατιωτικής χούντας και στη συνέχεια Πρόεδρος της χώρας, μαζί με τον Τουργκούτ Οζάλ, πρώτο πολιτικό πρωθυπουργό μετά την «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Πηγή εικόνας

Στη δεκαετία του ’80 υπήρχε, έστω κάτω από αυτό το αυταρχικό καθεστώς, μια σχετική σταθερότητα. Αυτή άρχισε να καταρρέει τη δεκαετία του ’90, με την οικονομία να χειροτερεύει και τον πληθωρισμό να καλπάζει, τη διαφθορά να κυριαρχεί παντού, και το νοτιο-ανατολικό τμήμα της χώρας να βρίσκεται σε εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η ίδια περίοδος της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (Ίμια, S-300 κ.λπ.), που παρ’ ολίγο να οδηγήσει σε πόλεμο.

Στην αλεβίτικη κοινότητα ειδικότερα, οι σφαγές της δεκαετίας του ’70 (π.χ. στο Καχραμανμαράς), αλλά φυσικά και οι πιο πρόσφατες (στη Σεβάστεια το 1993) δεν είχαν ξεχαστεί. Εξάλλου με την αυξανόμενη «σουνιτοποίηση» του κράτους από το πραξικόπημα και μετά, όπως και με την πρόσφατη άνοδο του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ (οι ισλαμιστές είχαν μόλις κερδίσει το Δήμο Κωνσταντινουπόλεως – με δήμαρχο το νεαρό και ανερχόμενο τότε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν), οι Αλεβίτες ένιωθαν αδικημένοι και απειλούμενοι. Επίσης στο Γκαζί έμεναν και πολλοί Κούρδοι, με φρέσκες αναμνήσεις από την ιδιαίτερα βίαιη τακτική του τουρκικού στρατού στην περιοχή τους, ενώ οι μυστήριες εξαφανίσεις αριστερών ακτιβιστών δεν ήταν εκείνη την εποχή σπάνιο φαινόμενο – πρόσφατα μάλιστα ένας είχε πεθάνει ενώ ήταν υπό κράτηση.

Στα κάγκελα σχολείου στο Γκαζί είναι αναρτημένες αφίσες με αίτημα την ενημέρωση σχετικά με την τύχη των εικονιζομένων προσώπων.

Στα κάγκελα σχολείου στο Γκαζί είναι μέχρι σήμερα αναρτημένες αφίσες προσώπων με τη λέξη Nerede (Πού;).

Μια λαϊκή δυσαρέσκεια φαίνεται ότι είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται και να δημιουργεί ρωγμές σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον. Σε ένα τέτοιο κλίμα, ένα συμβάν έμελλε να φέρει πίσω κακές αναμνήσεις στο μυαλό κάποιων.

Το ξέσπασμα

Στις 12 Μαρτίου 1995 άγνωστοι ένοπλοι μέσα από ένα ταξί πυροβόλησαν τους θαμώνες καφετεριών στo Γκαζί. Πολλοί τραυματίστηκαν και ένας ντεντές (κάτι σαν ιερέας για τους Αλεβίτες) πέθανε. Η αστυνομία άργησε να επέμβει και οι δράστες μπόρεσαν να διαφύγουν με το ταξί – αυτό βρέθηκε στη συνέχεια με τον δολοφονημένο οδηγό μέσα. Μέχρι σήμερα η υπόθεση δεν έχει διαλευκανθεί.

Σ’ αυτήν την εύφλεκτη κατάσταση, το παραπάνω περιστατικό έγινε η σπίθα που έφερε την έκρηξη. Κάτοικοι της περιοχής ήταν πεπεισμένοι ότι οι φόνοι ήταν έργο ακροδεξιών ή ισλαμιστών σε συνεργασία με την αστυνομία. Ήδη μέχρι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, κι αφού έγινε γνωστό ότι οι δράστες διέφυγαν, οργισμένοι νέοι είχαν βγει στους δρόμους, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Θάνατος στο φασισμό! Θέλουμε δικαιοσύνη!» ή «Η αστυνομία έξω απ’ το Γκαζί». Ακολούθησαν βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία, καταστροφές σε καταστήματα, φωτιές σε αυτοκίνητα.

Εικόνα από τους δρόμους του Γκαζί (Μάρτης '95). http://archive.feedblitz.com/204028/~4908852

Εικόνα από τους δρόμους του Γκαζί (Μάρτης ’95).
Πηγή εικόνας

Τις πρώτες πρωινές ώρες η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Σαν αντίδραση ξέσπασε εξέγερση και σε άλλη συνοικία της Πόλης, με μερικά ακόμα θύματα. Στο Γκαζί εν τω μεταξύ οι διαδηλωτές είχαν χτίσει οδοφράγματα, ενώ επενέβηκε και ο στρατός. Χρειάστηκαν τρεις μέρες μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη: συνολικός απολογισμός, τουλάχιστον 17 νεκροί διαδηλωτές (κατά άλλες πηγές 23), περίπου 250 τραυματίες, αλλά και κάποιοι αγνοούμενοι. Μόνο δύο αστυνομικοί καταδικάστηκαν, με αρκετά ήπιες ποινές, παρά το ότι οι κατηγορίες αφορούσαν πολλαπλές δολοφονίες.

Επίλογος

Από τότε, κάθε χρόνο οργανώνονται από αριστερές και αλεβίτικες ομάδες επετειακές εκδηλώσεις εις μνήμη των νεκρών του 1995. Το Γκαζί γίνεται από καιρό σε καιρό θέατρο συγκρούσεων με την αστυνομία – ειδικά επί διακυβέρνησης Ερντογάν. Με την πρόσφατη εξέγερση του πάρκου Γκεζί το ’13 δεν άργησαν οι ταραχές να επεκταθούν και στο Γκαζί. Αλλά και το τελευταίο καλοκαίρι έγιναν επεισόδια, όταν σε μια επιδρομή αντιτρομοκρατικής μονάδας (μετά την τρομοκρατική επίθεση ισλαμιστών στο Σουρούτς) σκοτώθηκε ένα μέλος του DHKP-C.

Εικόνα από την εκδήλωση μνήμης για την 20ή επέτειο της σφαγής του Γκαζί. Η εκδήλωση διοργανώθηκε από αριστερές και αλεβίτικες οργανώσεις. Το πανό γράφει "Από το Γκαζί στον Μπερκίν" (αναφορά στον Μπερκίν, θύμα της αστυνομικής βίας στην πρόσφατη εξέγερση του 2013). http://bianet.org/english/human-rights/162992-gazi-incident-victims-commemorated-in-20th-anniversary

Εκδήλωση μνήμης για την 20ή επέτειο της σφαγής του Γκαζί. Το πανό γράφει «Από το Γκαζί στον Μπερκίν» (αναφορά στον Ελβάν Μπερκίν, θύμα της αστυνομικής βίας στην πρόσφατη εξέγερση του 2013).
Πηγή εικόνας

Απ’ ότι φαίνεται, ακόμα και μετά τη δεξιά στροφή της Τουρκίας από τη δεκαετία του ’80, εστίες μιας αριστερής ριζοσπαστικότητας παρέμειναν ζωντανές μέσα στη χώρα – το Γκαζί δεν είναι φυσικά μόνο του.

Παρά τον πρόσφατο εκλογικό θρίαμβο του Ερντογάν, η Τουρκία φαίνεται ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια ξυπνά κάπως από τον πολιτικό της λήθαργο, και την ενασχόληση με σχετικά ανούσια θέματα όπως η μουσουλμανική μαντήλα. Η χώρα, όπως και όλος ο κόσμος, μπαίνει ξανά σε μια περίοδο πολιτικής ρευστότητας, όπου πολλά μπορούν να αλλάξουν. Ποιός π.χ. θα το φανταζότανε παλιότερα ότι κεμαλικοί θα ψήφιζαν ένα φιλοκουρδικό κόμμα, με πιθανές διασυνδέσεις με το ΡΚΚ, για να φράξουν το δρόμο στον κοινό εχθρό Ερντογάν, όπως φαίνεται ότι έγινε στις εκλογές του τελευταίου Ιουνίου; Σ’ αυτό το περιβάλλον ανοίγονται ευκαιρίες για νέες κοινωνικές συμμαχίες, στις οποίες τέτοιες εστίες όπως το Γκαζί μπορεί να παίξουν ρόλο.


Βιβλιογραφία/πηγές

Ευρώπη, Μεσόγειος, Βαλκάνια και Αριστερά

Κλασσικό

Θέμα ενός παλιότερου άρθρου ήταν οι αυταπάτες στις οποίες βασίζεται (σε κάποιο βαθμό) ο μύθος της «ευρωπαϊκής ιδέας». Με τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στην Ελλάδα αυτό το θέμα είναι πιστεύω επίκαιρο όσο ποτέ. Λόγω των περιστάσεων, είναι σημαντικό να τη δούμε από την άποψη της Αριστεράς («επίσημης» ή κοινωνικής).

Θεωρώ ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των τελευταίων εξελίξεων ήταν το «φιλοευρωπαϊκό» μέτωπο, αυτό που εκφράστηκε με τις συγκεντρώσεις «Μένουμε Ευρώπη» και την υποστήριξη του «Ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Αυτό που το κάνει ενδιαφέρον είναι ότι πρώτη φορά εμφανίστηκε κάτι τέτοιο ως συγκροτημένο και ενιαίο κίνημα, διαδηλώνοντας μάλιστα και δημόσια. Και έτσι μπορέσαμε να δούμε καθαρά και τον πραγματικό χαρακτήρα του φαινομένου του ελληνικού ευρωπαϊσμού, από ταξική και πολιτική άποψη. Η σύνδεση με ανώτερα κοινωνικά στρώματα και με συντηρητικές πολιτικές θέσεις ήταν ολοφάνερη, και έγινε ακόμα πιο καθαρή με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Το ότι οι ελληνικές ελίτ είναι τόσο βαθιά ευρωπαϊστικές, που η «ευρωπαϊκή ιδέα» έχει ένα σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα γι’ αυτές (όπως πιστεύω ότι φάνηκε καθαρά τις τελευταίες εβδομάδες), μάλλον δεν είναι καμία έκπληξη. Εξάλλου η ελληνική αστική τάξη πάντα συνδεόταν με κάποιες δυτικές δυνάμεις, από καταβολής νεοελληνικού κράτους.

Τί υπάρχει όμως από την άλλη πλευρά, αυτό που η Αριστερά λογικά θα ήθελε να εκφράσει, ως η ριζοσπαστική προοδευτική δύναμη που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων. Εκεί τα πράγματα είναι λιγότερο καθαρά: το μέτωπο του «Όχι» στο δημοψήφισμα δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως αντιευρωπαϊκό ή ευρωσκεπτιστικό, ούτε καν η αντίθεση στην Ε.Ε. δεν ήταν καθαρή. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, που οι περιστάσεις την έφεραν και στην ηγεσία αυτού του ετερόκλητου κινήματος, προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό της σαν τον εκφραστή του «αληθινού» ευρωπαϊσμού, σαν μια δύναμη που δρα στο όνομα των γνήσιων «ευρωπαϊκών αξιών» του Διαφωτισμού κλπ (υπάρχει ίσως εδώ μια επιρροή από τον Ζίζεκ;). Η σύγκρουση άρα δεν ήταν απλά ανάμεσα στον ευρωπαϊσμό και τον αντιευρωπαϊσμό, αλλά ανάμεσα στον παραδοσιακό ελιτίστικο ευρωπαϊσμό και σε κάτι άλλο ασαφές, που μπορεί να είναι και φιλοευρωπαϊκό, μπορεί και αντιευρωπαϊκό.

Τί σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι στην ουσία η Αριστερά δεν έχει να προσφέρει εναλλακτικό γεωπολιτικό όραμα. Ένα τμήμα της αποδέχεται το ευρωπαϊκό, προσπαθώντας να το ερμηνεύσει με ένα λιγότερο ελιτίστικο τρόπο. Άλλοι μιλούν για συμμαχίες π.χ. με τη Ρωσία, τη Κίνα ή τη Βενεζουέλα: όλες αυτές μπορεί να είναι προσωρινά χρήσιμες, αλλά για απλούς γεωγραφικούς λόγους (απόστασης) δεν προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη γεωπολιτική εναλλακτική. Ούτε η επιμονή σ’ ένα γενικό διεθνιστικό όραμα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη: με το να μένει τόσο γενικό δεν μπορεί να έχει άμεση εφαρμογή – και μάλλον χάνει και τον αντι-ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα.

Αν δεχτούμε ότι η απλή περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να αποτελεί αριστερή λύση (και με τις σημερινές συνθήκες είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί γενικά να είναι ρεαλιστική πρόταση), γίνεται καθαρό ότι χρειάζονται κι άλλες σκέψεις. Το να κάνουμε εναλλακτικά γεωπολιτικά σχέδια φυσικά δεν είναι απλό πράγμα και δε γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αυτό όμως που μπορούμε ήδη να κάνουμε σήμερα είναι να αναρωτηθούμε: γιατί να επιμένουμε να βλέπουμε τα πάντα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο; Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο άρθρο, χώρες όπως η Ελλάδα, οι υπόλοιπες βαλκανικές ή ακόμα και π.χ. η Ισπανία, ανήκουν μεν στην Ευρώπη, αλλά ανήκουν και σε διάφορους άλλους χώρους. Δεν υπάρχει κανένα σταθερό γεωγραφικό στοιχείο που να κάνει την ευρωπαϊκή ταυτότητα πιο σημαντική. Αν μάλιστα το δούμε από ιστορική άποψη, η μεσογειακή ταυτότητα (που συμπεριλαμβάνει φυσικά και τη νότια ακτή της Μεσογείου) μάλλον υπερισχύει. Γιατί να μιλάμε π.χ. μόνο για «ευρωπαϊκή Αριστερά» και όχι για «μεσογειακή Αριστερά» ή «βαλκανική Αριστερά»;

Μπορεί τουλάχιστον οι εξελίξεις πριν και μετά το δημοψήφισμα να βοηθήσουν κομμάτια της Αριστεράς να αποβάλλουν αυτόν τον (υποσυνείδητο;) ευρωκεντρισμό τους. Έχουμε μπει (ξανά) σε μια εποχή που ο κόσμος αλλάζει γρήγορα: προς το καλύτερο ή το χειρότερο, αυτό δεν το ξέρουμε ακόμα. Μια πολιτική παράταξη που θέλει να εκφράσει μια φιλολαϊκή προοδευτική εναλλακτική δεν τη συμφέρει σ’ αυτές τις συνθήκες να μένει κολλημένη σε παλιούς τρόπους σκέψης. Ο ιστορικός της ρόλος είναι να βοηθήσει στο να ξεπεραστεί το δίπολο «ευρωπαϊκή ενοποίηση» – «εθνική περιχαράκωση», όχι να το ενισχύσει.