Το Κυπριακο ως μοντελο

Κλασσικό

Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να «γιορτάζουμε» τη συμπλήρωση ενός στρογγυλού αριθμού ετών από κάποια σημαντική χρονολογία. Το έτος που βρισκόμαστε σηματοδοτεί κι αυτό τη συμπλήρωση 20 ετών μιας μεγάλης αλλαγής για την Κύπρο, την οποία όμως τελικά η Ιστορία μοιάζει να κατέταξε ως λιγότερο κρίσιμη απ’ ό,τι ίσως λογικά θα περιμέναμε. Το 2003 ο Ραούφ Ντενκτάς, υπό την πίεση των μεγάλων διαδηλώσεων των Τουρκοκυπρίων, αποφάσισε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, μετά από τρεις δεκαετίες απόλυτου διαχωρισμού. Είκοσι χρόνια μετά, είναι μια καλή ευκαιρία για να κάνουμε κάποιες σκέψεις.

Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, ειδικά όσοι γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, χωρίς ανάμνηση της προηγούμενης κατάστασης, μάθαμε να τη βλέπουμε ως ειδική περίπτωση. Αυτό γινόταν πιο καθαρό όταν θέλαμε να εξηγήσουμε σε ξένους την πολιτική κατάσταση στο νησί. Δύσκολα μπορούσαμε να βρούμε παρόμοιες καταστάσεις για να κάνουμε αναλογίες, είτε ψάχναμε στην περιοχή μας είτε έξω απ’ αυτήν.

Το ιδιαίτερο στην Κύπρο, ειδικά στις δεκαετίες του απόλυτου διαχωρισμού (’80 και ’90), ήταν ότι, ενώ δε ζούσαμε άμεση πολεμική σύγκρουση κι είχαμε σχετικά πολύ λίγα θύματα να θρηνήσουμε μετά το 1974, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ειρηνική συνύπαρξη». Υπήρχαν δύο πλευρές χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους, που δεν αναγνώριζε η μια την άλλη, με δημόσια ρητορική που θύμιζε πόλεμο, με στρατούς που συμπεριφέρονταν σαν να ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά χωρίς να πολεμούν, και με μια ειρηνευτική δύναμη άναμεσά τους, η οποία κατά κανόνα δεν είχε πολλά να ειρηνεύσει. Ήταν μια κατάσταση αρκετά διαφορετική π.χ. από τη γειτονική Παλαιστίνη, που αναφλεγόταν σε τακτικά διαστήματα, πάντα με απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, οι επαφές όμως ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν υπαρκτές. Ήταν επίσης διαφορετική από τις πολύ ζωντανές πολεμικές συγκρούσεις στον Λίβανο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στον Καύκασο. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως θύμιζε Ψυχρό Πόλεμο, αλλά σε αυτόν υπήρχε έστω μια αναγνώριση των δυνητικών αντιπάλων μεταξύ τους, ένα μίνιμουμ σχέσεων, επικοινωνίας, ανταλλαγής πρεσβειών, που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι πιο κοντά στην ειρήνη, έστω εύθραυστη, παρά στον πραγματικό πόλεμο. Στην Κύπρο, αυτό δεν υπήρχε: ήταν η κατάσταση που με μια φράση θα τη περιγράφαμε «ούτε ειρήνη. ούτε πόλεμος».

Όταν άλλαξε η χιλιετία, φάνηκε ότι θα άλλαζαν τα πράγματα και στην Κύπρο. Εξάλλου, όλοι συμφωνούσαν ότι η υπαρκτή κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα και δεν μπορούσε παρά να είναι προσωρινή. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το Σχέδιο Ανάν, η ελληνοτουρκική προσέγγιση με τη «διπλωματία των σεισμών» και η προοπτική εισόδου τόσο της Κύπρου όσο και της Τουρκίας στην Ε.Ε.: όλα έδειχναν ότι η Κύπρος ήταν στον προθάλαμο μιας νέας κανονικότητας, μιας πραγματικής ειρήνης.

Κι όμως, στο 2023 όπου βρισκόμαστε πλέον, το εντυπωσιακό είναι πόσο λίγο άλλαξαν τελικά τα πράγματα. Βέβαια, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούμε να μετακινηθούμε σχετικά εύκολα από την Πάφο μέχρι την Καρπασία (πάντα βέβαια δείχνοντας ταυτότητα). Οι στρατοί και οι σκοπιές είναι όμως ακόμα εκεί, το ίδιο και τα οδοφράγματα, η νεκρή ζώνη, η ειρηνευτική δύναμη. Μπορεί να υπάρχει τώρα ένα μίνιμουμ επαφών, συνεχίζει όμως η αμοιβαία μη αναγνώριση και χρησιμοποιούνται ακόμα όροι όπως «ψευδοκράτος» ή «ελληνική διοίκηση της Νότιας Κύπρου». Συνεχίζουμε να μιλάμε για επιστροφή των προσφύγων, για εγκλωβισμένους, για την «πόλη-φάντασμα» στο Βαρώσι.

Από το 2003 και μετά, ο αριθμός των θυμάτων έχει μηδενιστεί εντελώς, εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια. Αλλά αντί αυτό να φέρνει την ειρήνη πιο κοντά, μάλλον λειτουργεί ανάποδα: κάνει την κατάσταση να μοιάζει ακίνδυνη κι επομένως κατά κάποιον τρόπο την παγιώνει. Στο κάτω κάτω, ακόμα και μ’ αυτές τις συνθήκες, οι τουρίστες έρχονται κατά εκατομμύρια, γίνονται προσοδοφόρες επενδύσεις, μετακινούμαστε ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη, οι Κύπριοι απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο. Γιατί πραγματικά να θέλει κάποιος να αλλάξει κάτι; Τι έχει μια πραγματική ειρήνη να προσφέρει, που δεν το έχουμε τώρα, που να αξίζει το ρίσκο μιας αλλαγής;

Αναρωτιέμαι μήπως το κυπριακό σύστημα είναι τελικά τόσο λειτουργικό, που έχει αρχίσει να γίνεται ακόμα και πρότυπο. Οι ελίτ σε γειτονικές ή και λίγο πιο μακρινές χώρες μοιάζουν να σκέφτονται κάπως έτσι: «μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ σε μια ειρηνική διευθέτηση, αλλά μπορούμε να γίνουμε όπως η Κύπρος». Ακόμα κι αν δεν εκφράζεται έτσι προς τα έξω, η πραγματικότητα δείχνει ότι πολλά πράγματα κατευθύνονται προ τα εκεί.

Στη δεκαετία του 1990, υπήρχαν ακόμα συγκρούσεις στον μετα-οθωμανικό κόσμο που λύνονταν με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στα εμπόλεμα μέρη, κατά κανόνα με ξένη μεσολάβηση, ίσως και επιβολή. Ο εμφύλιος του Λιβάνου κατέληξε στη Συμφωνία του Ταΐφ, ο Πόλεμος της Βοσνίας τελείωσε με τη Συμφωνία του Ντέιτον, το Παλαιστινιακό φαινόταν να πηγαίνει προς μια διευθέτηση με βάση τη Συμφωνία του Όσλο. Καμιά απ’ αυτές τις διευθετήσεις δεν ήταν εγγύηση για τη σταθερότητα – αντίθετα, τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αποδείξει το πόσο προβληματικές ήταν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν επίσημες συμφωνίες.

Τι γίνεται όμως με τις νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν πρόσφατα; Η πρώτη που έρχεται στον νου είναι βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πολλές απόψεις και αναλύσεις ακούμε γι’ αυτόν, σε αυτό όμως που μοιάζουν να συμφωνούν, είναι ακριβώς ότι οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Ούτε η Ρωσία πρόκειται να αποσυρθεί από τα εδάφη που κατέλαβε, ούτε η Ουκρανία να δεχτεί την απώλεια κυριαρχίας σε αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, απλά θα σταματήσουν οι μάχες και οι δύο πλευρές θα συμφωνούν ότι διαφωνούν για το σε ποιον ανήκουν αυτά τα εδάφη. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, θα ανήκουν στην Ουκρανία – πρακτικά, τον έλεγχο θα έχει η Ρωσία. Αυτό μάλλον κάτι μας θυμίζει.

Κάπως έτσι δεν βλέπουμε να καταλήγουν κι άλλες συγκρούσεις στην πρώην σοβιετική επικράτεια; Δεν είναι κάτι παρόμοιο και η Βόρεια Οσσετία με την Αμπχαζία στη Γεωργία; Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είδαμε πρόσφατα και μια πολύνεκρη ανάφλεξη, που λειτούργησε ίσως και κάπως «διορθωτικά», φέρνοντας μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πόσοι όμως πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δώσουν πραγματικά τα χέρια Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, με μια πραγματική συμφωνία;

Ας έρθουμε και πιο κοντά στα δικά μας, στη γειτονιά μας. Συγκεκριμένα σε έναν άλλο πόλεμο, που μόλις πρόσφατα μας απασχολούσε περισσότερο απ’ όλους. Είναι ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, του οποίου έχει μειωθεί τόσο πολύ η ένταση, ώστε να κοντεύουμε να τον ξεχάσουμε. Ο αριθμός των νεκρών το 2022 δεν ξεπέρασε με βάση εκτιμήσεις τους 4000, σε σχέση με πάνω από 100.000 το 2014 (και περίπου 20.000 το 2018).

Σε προηγούμενο άρθρο του μπλογκ, δείξαμε πόσο άλλαξε η κατάσταση στο έδαφος από το 2015 ως το 2019. Ήταν πραγματικά μεγάλες αλλαγές. Ο σημερινός χάρτης, ακόμα μια τετραετία μετά, είναι κάπως έτσι:

Πηγή: https://syria.liveuamap.com/

Σχεδόν όμοιος δηλαδή με το 2019, αν εξαιρέσουμε τη μικρή ζώνη που ελέγχει επιπλέον η Τουρκία (και) στα βορειοανατολικά. Μπορεί να μην υπάρχει προοπτική για μια επίσημη συμφωνία ανάμεσα σε πλευρές που η ύπαρξη της μίας βασίζεται στη μη αναγνώριση της άλλης. Μοιάζουν όμως να τα έχουν βρει ο προστάτες τους, κι αυτό φαίνεται ότι φτάνει για να μένουν οι εχθροπραξίες σε «χαμηλά» επίπεδα. Ίσως ακούγεται ως πολύ τραβηγμένο ότι οι (πρώην ή νυν) τζιχαντιστές θα μπορούσαν να συμβιώνουν με το καθεστώς Άσαντ με τον ίδιο τρόπο που συμβιώνουν σήμερα ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή διοίκηση. Δεν είναι όμως ήδη πολύ δύσκολο να φανταστούμε οτιδήποτε άλλο;

Ακόμα και για τη μόνιμα ανοικτή πληγή της περιοχής, το Παλαιστινιακό, έχουν στην ουσία σταματήσει οι συζητήσεις περί πιθανών λύσεων (μετά από το αστείο «σχέδιο» του Τραμπ, το οποίο δικαίως αγνοήθηκε από σχεδόν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας). Οι πολιτικοί συσχετισμοί (κυρίως) στο Ισραήλ, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, κάνουν έτσι κι αλλιώς μια τέτοια συζήτηση εντελώς φιλολογική. Στο βαθμό που ακόμα ασχολούνται κάποιοι με το Παλαιστινιακό, μιλούν για το πώς θα διαχειριστούν διάφορες πτυχές μιας υπάρχουσας κατάστασης.

Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μοιάζουν να πλησιάζουν τα στάτους κβο στις γειτονικές χώρες με το κυπριακό. Αυτή είναι τουλάχιστον η δική μου εντύπωση. Ακόμα κι εκεί όπου υπήρξε διευθέτηση, όπως η Βοσνία ή ο Λίβανος, η τάση είναι μάλλον προς την αστάθεια, ίσως και την κατάρρευση, παρά τη σταθεροποίηση.

Ίσως οδεύουμε προς μια εποχή, που δε θα είναι πια τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε στον ξένο την κατάσταση στην Κύπρο. Ήδη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάπως όπως η Αμπχαζία ή Βόρεια Οσσετία, ακόμα και το Κόσοβο – σε λίγα χρόνια, θα λέμε ίσως και Κριμαία/Ανατολική Ουκρανία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Συρία, Παλαιστίνη. Και ίσως πιο μετά, Βοσνία, Βόρεια Μακεδονία κλπ. Θα είναι μια εποχή όπου μπορεί τα σύνορα στον χάρτη να μην αλλάζουν πια, θα γίνονται όμως όλο και πιο άσχετα με την πραγματικότητα.

Ισλάμ στα Ελληνικά

Κλασσικό

Λίγα έθνη στον κόσμο συνδέθηκαν τόσο πολύ με μια θρησκευτική ταυτότητα όσο οι σύγχρονοι Έλληνες. Γι’ αυτό υπάρχουν φυσικά ιστορικοί λόγοι, που έχουν να κάνουν με το βυζαντινό και κυρίως το οθωμανικό παρελθόν.

Κι όμως, το ότι οι Έλληνες θεωρούνται σήμερα ορθόδοξο έθνος δεν είναι απαραίτητα κάτι αυτονόητο. Αν υπήρχαν άλλες ιστορικές συνθήκες δεν αποκλείεται να ήταν ένα έθνος κατά πλειοψηφία καθολικό ή μουσουλμανικό, όπως είναι π.χ. οι συγγενικοί Αλβανοί. Μ’ ένα θέμα τόσο ευαίσθητο και δύσκολο όπως η ελληνική εθνική ταυτότητα, τα πράγματα ποτέ δεν είναι απλά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι υπήρξαν (και υπάρχουν) ελληνόφωνοι Καθολικοί, Εβραίοι, αλλά και Μουσουλμάνοι. Οι τελευταίοι είναι το θέμα αυτού του άρθρου.

Λινοπάμπακοι: Κρυπτοχριστιανοί ή ιδιαίτεροι Μουσουλμάνοι;

Και μόνο το όνομα αυτής της κυπριακής κοινότητας λέει αρκετά: Λινοπάμπακοι, δηλαδή και λινό και βαμβάκι. Προφανώς τους αποδόθηκε και με μια δόση ειρωνείας, απέναντι στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στο Χριστιανισμό και το Ισλάμ, κρατώντας τα πρακτικά πλεονεκτήματα και από τις δυο θρησκείες.

Για την καταγωγή τους υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες. Πολλοί Ελληνοκύπριοι τους θεωρούν επιφανειακά εξισλαμισμένους (κρυπτοχριστιανούς) πρώην Ορθόδοξους. Η άλλη άποψη είναι ότι ήταν κυρίως εξισλαμισμένοι Καθολικοί, είτε Λατίνοι είτε Μαρωνίτες. Αυτή η εκδοχή (που φαίνεται να δέχονται και πολλοί από τους ίδιους τους σημερινούς απόγονούς τους) μοιάζει και πιο λογική, αφού ήταν οι Καθολικοί που είχαν γνωρίσει διώξεις από το οθωμανικό καθεστώς και είχαν πολύ μεγαλύτερη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν. Όπως και να έχει, ένα είναι σίγουρο: ήταν κατά κανόνα ελληνόφωνοι, μέχρι και πολύ πρόσφατα (ακόμα και σήμερα κάποιοι από τους απογόνους τους διατηρούν την ελληνική κυπριακή διάλεκτό τους, όπως οι σημερινοί κάτοικοι της Γιαλούσας, που κατάγονται κυρίως από την περιοχή της Τηλλυρίας).

Οι Λινοπάμπακοι κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές της Κύπρου. Τόποι που συνδέθηκαν ιδιαίτερα με την ιστορία και τον πολιτισμό των Λινοπάμπακων είναι π.χ. η περιοχή της Τηλλυρίας ή το χωριό Λουρουτζίνα στην επαρχία Λάρνακας.

Χάρτης της Λουρουτζίνας, χωριού που συνδέθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση των Λινοπάμπακων. Πριν το '74 έφτασε να έχει μέχρι 3000 κατοίκους, η απομόνωση (μόνο μια στενή λωρίδα γης το συνδέει με τα υπόλοιπα κατεχόμενα) και η στρατιωτικοποίηση μετά την εισβολή έφεραν και την παρακμή του: μόνο 400-500 κάτοικοι έχουν απομείνει σήμερα. https://tfrnorthcyprus.wordpress.com/2013/10/17/north-cyprus-akincilarlurucina-looking-back-in-time/

Χάρτης της Λουρουτζίνας. Πριν το ’74 έφτασε να έχει μέχρι 3000 κατοίκους, αλλά η απομόνωση (μόνο μια στενή λωρίδα γης το συνδέει με τα υπόλοιπα κατεχόμενα) και η στρατιωτικοποίηση μετά την εισβολή έφεραν και την παρακμή του: μόνο 400-500 κάτοικοι έχουν απομείνει σήμερα.
Πηγή εικόνας

Οι Λινοπάμπακοι την εποχή της Τουρκοκρατίας και στις αρχές της Αγγλοκρατίας ήταν εξωτερικά αναγνωρίσιμοι ως Μουσουλμάνοι (π.χ. μέσω της ενδυμασίας τους), τηρούσαν όμως και πολλές χριστιανικές παραδόσεις (όπως πιθανόν τη βάφτιση), ενώ συχνά είχαν διπλά ονόματα, μουσουλμανικό και χριστιανικό, κατά προτίμηση κάποια κοινά και στις δύο θρησκείες π.χ. Γιουσούφ – Ιωσήφ. Για τους γάμους τους αναφέρεται ότι γινόταν ένας μουσουλμανικός, δημόσια και ανοικτός σε όλους, που τον ακολουθούσε ένας κρυφός χριστιανικός. Επίσης υπάρχουν αναφορές ότι κατανάλωναν και χοιρινό κρέας.

Όλα αυτά ερμηνεύονται συνήθως ως κρυπτοχριστιανισμός. Είναι αλήθεια ότι πολλοί επέστρεψαν στο Χριστιανισμό με την Αγγλοκρατία (αναφέρονται ως παραδείγματα οι κάτοικοι του Λιοπετρίου και του Μοναγρίου). Δεν το έπραξαν όμως όλοι: κάποιοι προτίμησαν αντίθετα να ενταχθούν πιο αποφασιστικά στη μουσουλμανική κοινότητα. Αυτό δείχνει ότι το φαινόμενο των Λινοπαμπάκων είναι μάλλον λιγότερο απλό απ’ ότι κάποιοι θα ήθελαν να είναι.

Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Λινοπάμπακων στην  αρχή της Αγγλοκρατίας διαφέρουν πολύ, από 1200 μέχρι 20000 άτομα (στην τελευταία περίπτωση θα αποτελούσαν περίπου 40% των τότε Τουρκοκυπρίων). Από τότε όμως, υπό την πίεση της ένταξης σε μια από τις δύο θρησκευτικές ομάδες, άρχισαν να μειώνονται ραγδαία. Στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται ότι πολύ λίγοι πλέον αυτοπροσδιορίζονταν ως Λινοπάμπακοι – σημάδι ίσως κι αυτό μιας νέας εποχής λιγότερο ανεκτικής σε «ενδιάμεσες» ή πολλαπλές ταυτότητες. 

Βαλαάδες: Οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας

Όπως ξέρουμε, η σημερινή ελληνική Μακεδονία ήταν κάποτε ένα πραγματικό μείγμα θρησκειών και εθνοτήτων, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή της Βαλκανικής. Επίσης δεν είναι άγνωστο ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων, σχεδόν οι μισοί, ήταν Μουσουλμάνοι, τουρκόφωνοι ή άλλοι. Κάποιοι απ’ αυτούς θα σημάδευαν με τον τρόπο τους το παρόν και το μέλλον του νέου τουρκικού έθνους-κράτους: από τον Κεμάλ Ατατούρκ ως το Ναζίμ Χικμέτ και πολλούς άλλους.

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους Μακεδόνες Μουσουλμάνους υπήρχε και μια μικρή κοινότητα ελληνόφωνων. Αυτοί κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Βόιου στο σημερινό νομό Κοζάνης, καθώς και σε τμήματα των νομών Καστοριάς και Γρεβενών. Τους ονόμαζαν «Βαλαάδες» ή «Βαλαχάδες», λόγω της φράσης «Βαλλαχί» (μα το Θεό). Ήταν μάλλον απόγονοι Ελλήνων της περιοχής που προσχώρησαν στο Ισλάμ για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Φαίνεται ότι τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς ήταν υπό την επιρροή του ετερόδοξου Ισλάμ των Μπεκτασήδων (τέτοιες αναφορές υπάρχουν π.χ. για τους κατοίκους του χωριού Βίνιανη, σήμερα Λευκάδι, ενώ στην περιοχή υπήρχαν και αρκετοί τεκέδες Μπεκτασήδων), χωρίς να λείπουν οι εντάσεις μεταξύ αυτών και των ορθόδοξων Σουνιτών.

Παρά το ότι οι Βαλαάδες παρέμειναν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνοι (με βάση τις πληροφορίες, μόνο όσοι είχαν υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό ήξεραν καλά τούρκικα, ενώ στις γυναίκες η γνώση των τουρκικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη), στα σχολεία τους που άρχισαν να ιδρύονται τότε διδάσκονταν μόνο στα τούρκικα. Το ελληνικό κράτος, στο διάστημα που οι Βαλαάδες ήταν υπό τη διοίκησή του (1912-24), δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε πολύ για τη διδασκαλία τους στα ελληνικά. Είναι κι αυτό ίσως ένα δείγμα της συνηθισμένης άποψης περί ελληνικού έθνους: προφανώς δεν θεωρούνταν δυνατό να αποκτήσουν Μουσουλμάνοι ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμα κι αν μιλούσαν ελληνικά.

Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων πολλά από τα χωριά και τα τζαμιά των Βαλαχάδων λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τους Χριστιανούς, κατά μια άποψη ως αντίποινα για ανάλογες επιθέσεις σε χριστιανικά χωριά (όπως ήταν φυσικό, οι Βαλαάδες χωρικοί είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Οθωμανών). Μετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος το 1912-3 άρχισαν να ανοικοδομούνται. Τελικά όμως οι Βαλλαχάδες γνώρισαν την ίδια τύχη με τους τουρκόφωνους ή σλαβόφωνους ομόθρησκούς τους: συμπεριλήφθηκαν στην ελληνο-τουρκική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24 και βρέθηκαν στην Τουρκία. Αν και δεν έλειψαν και οι απόψεις περί εξαίρεσης τους από την ανταλλαγή (κυρίως φαίνεται από αντιβενιζελικούς παράγοντες, τους οποίους οι Βαλαάδες έτειναν να υποστηρίζουν εναντίων των βενιζελικών) και παρά του ότι αρκετοί απ’ αυτούς φαίνεται ότι ήταν έτοιμοι ακόμα και να εκχριστιανιστούν για να παραμείνουν, τίποτα δεν μπορούσε τελικά να τους σώσει.

Απόγονοι των Βαλαάδων από την Τουρκία επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, τη Νεάπολη Κοζάνης. http://siatistatvradio.webnode.gr/products/%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BD%CE%B5%CE%AC%CF%80/

Απόγονοι των Βαλαάδων από την Τουρκία επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, τη Νεάπολη Κοζάνης.
Πηγή εικόνας

Ισλάμ στα ποντιακά: Οφλήδες και Τονιαλήδες

Στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου, γύρω από την Τραπεζούντα, οι ελληνικές διάλεκτοι μιλιόνταν αδιάκοπα εδώ και σχεδόν τρεις χιλιετίες. Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι ήταν κυρίως Χριστιανοί, και άρα βρέθηκαν όπως ξέρουμε και αυτοί με την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα. Πολλοί θα πίστευαν ότι εξαφανίστηκε έτσι και αυτή η πανάρχαια όσο και απομακρυσμένη εστία ελληνοφωνίας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα τμήμα των Ποντίων είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ, κυρίως από το 15ο ως το 18ο αιώνα. Μπόρεσαν άρα να παραμείνουν στην πατρίδα τους, αφού κριτήριο για την ανταλλαγή ήταν η θρησκεία και όχι η γλώσσα. Σε κάποιες περιοχές οι ελληνικές διάλεκτοι επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας.

Οι περιοχές που ακόμα μιλιούνται μέχρι τις μέρες μας τα ρωμέικα. http://www.romeyka.org/the-romeyka-project/rediscovering-romeyka

Οι περιοχές που ακόμα μιλιούνται και σήμερα τα ρωμέικα.
Πηγή εικόνας

Πιο σημαντική απ’ αυτήν την άποψη είναι η κοιλάδα του Όφι, που δίνει και το όνομά της στους ελληνόφωνους Οφλήδες. Τη γλώσσα τους οι ίδιοι την αποκαλούν «ρωμέικα», και φαίνεται ότι έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τα αρχαία ελληνικά – από γλωσσολόγους θεωρείται μάλιστα η πιο κοντινή σ’ αυτά απ’ όλες τις ζωντανές ελληνικές διαλέκτους. Δυστυχώς, φαίνεται πως μόνο περίπου 5000 άτομα έχουν μείνει στην περιοχή για να τη μιλούν, πράγμα που την έχει κατατάξει στις γλώσσες που κινδυνεύουν από εξαφάνιση.

Τουρκοκρητικοί ή Κρητικοί Μουσουλμάνοι;

Το 1896, 2 χρόνια μόνο πριν την ανακήρυξη της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν ακόμα το 26% του πληθυσμού της Κρήτης (δηλαδή 80,000 άτομα) – κάποιες αναφορές μιλάνε για ακόμα πιο ψηλά ποσοστά παλιότερα. Ήταν απόγονοι εξισλαμισμένων ντόπιων Χριστιανών, Οθωμανών υπαλλήλων και εμπόρων, αλλά και Αφρικανών σκλάβων και εργατών.  Στην μεγάλη τους πλειοψηφία είχαν σαν μητρική γλώσσα τα ελληνικά – παρ’ όλα αυτά έμειναν γνωστοί με το όνομα «Τουρκοκρητικοί».

Οι Μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως στις πόλεις. Στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο αποτελούσαν μέχρι και την περίοδο της κρητικής αυτονομίας την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η συγκέντρωση στις πόλεις ενισχύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, λόγω και των επιθέσεων που αντιμετώπιζαν από τους Χριστιανούς στην επαρχία. Τα ελληνοποιημένα ισλαμικά ονόματά τους ήταν χαρακτηριστικά, π.χ. Μουσταφά Μπέης Δεληαχμετάκης (δήμαρχος Ηρακλείου), Νεσίμ Φαρφουράκης (υπουργός Παιδείας της Κρητικής Πολιτείας). Μόνο στα τελευταία χρόνια της παρουσίας τους στην Κρήτη άρχισαν να μαθαίνουν μαζικά και τα τούρκικα. Κάτι που προφανώς ήταν και ένας τρόπος να τονίσουν τη διαφορετική τους ταυτότητα, σε εποχές που ο εθνικισμός φούντωνε. Πάντως στην καθημερινότητα παρέμεναν ελληνόφωνοι.

Τα τελευταία χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας και με την άνοδο του εθνικισμού, υπήρχαν συνεχώς συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες. Στην περίοδο της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), οι Μουσουλμάνοι είχαν θεωρητικά εγγυημένα δικαιώματα και εκπροσώπηση. Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό δεν τους έβρισκε σύμφωνους και δημιουργούσε πάλι εντάσεις με τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους. Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά. Ήδη το 1900 το ποσοστό τους είχε μειωθεί στο 11%, ενώ το 1911 είχαν απομείνει μόνο περίπου 28.000 άτομα. Ήδη πριν τον τελευταίο ελληνοτουρκικό πόλεμο η μουσουλμανική κοινότητα είχε δηλαδή μειωθεί τόσο πολύ που δεν θύμιζε σε τίποτα το παρελθόν της. Η ανταλλαγή πληθυσμών το 1924 εξαφάνισε και τα τελευταία υπολείμματα.

Τί απέγιναν όμως αυτοί οι Μουσουλμάνοι Κρητικοί; Πολλοί από τους πρώτους που έφυγαν μετανάστευσαν σε άλλα κοντινά νησιά που ήταν ακόμα υπό οθωμανική διοίκηση, όπως η Ρόδος και η Κως – οι απόγονοί τους αποτελούν μέχρι και σήμερα ένα μέρος των ακόμα ζωντανών μουσουλμανικών κοινοτήτων  σ’ αυτά τα νησιά. Οι περισσότεροι βρέθηκαν στη σημερινή Τουρκία, πολλοί απ’ αυτούς στη Σμύρνη, όπου αντικατέστησαν το χριστιανικό πληθυσμό. Η παρουσία τους εκεί πρέπει να έπαιξε ρόλο και στον ιδιαίτερα κοσμικό προσανατολισμό της πόλης (προπύργιο των κεμαλικών), αφού το κρητικό Ισλάμ μάλλον δεν ήταν ποτέ και ιδιαίτερα αυστηρό ή ορθόδοξο. Κάτι που σχετίζεται ίσως και με την έντονη επιρροή των Μπεκτασήδων (και) στην Κρήτη.

Γενικά φαίνεται ότι αυτοί που βρέθηκαν στην Τουρκία απέκτησαν γρήγορα τουρκική εθνική συνείδηση. Παρ’ όλα αυτά πολλοί διατηρούν ακόμα την κρητική τους παράδοση και ταυτότητα, ενώ κάποιοι γέροι μιλούν ακόμα και την παλιά τους κρητική γλώσσα. Ένα μέρος όμως των Κρητικών Μουσουλμάνων βρέθηκε ακόμα πιο μακριά. Και η περίπτωση τους έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Χαμιντιγιέ: μια κρητική νησίδα στη Συρία

Κάπου στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου υπάρχει μια περιοχή που διαφέρει γλωσσικά από τον αραβικό περίγυρό της. Οι κάτοικοί της μιλάνε (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) ακόμα και σήμερα μια ελληνική κρητική διάλεκτο. Περίπου 3000 ζουν στο έδαφος της Συρίας, στην περιοχή Χαμιντιγιέ, και περίπου 7000 από την άλλη πλευρά των συνόρων, τη λιβανέζικη.

Η καταγωγή τους είναι φυσικά από Μουσουλμάνους της Κρήτης. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πολλά μέλη της κοινότητας είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα να εγκαταλείπουν το νησί. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ Β’ φρόντισε να βρει για μερικούς απ’ αυτούς ένα νέο σπίτι στην τότε οθωμανική επαρχία της Συρίας: εις ανάμνησιν του, η περιοχή ονομάστηκε Χαμιντιγιέ.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή μοιράστηκε ανάμεσα στα δύο νεοσύστατα κράτη, το Λίβανο και τη Συρία. Στο Λίβανο κατοικούν σήμερα κυρίως στην περιοχή του λιμανιού της Τρίπολης, την Ελ Μίνα. Το 1996 ίδρυσαν μάλιστα το «Φιλανθρωπικό Κοινωνικό Λιβανέζικο Κρητικό Σύλλογο», με σκοπό μεταξύ άλλων να προωθήσουν και μια επανασύνδεση με την Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι μιλούν ακόμα αρκετά καλά ελληνικά (κρητικά). Το ξέσπασμα του λιβανέζικου εμφυλίου δεν τους άφησε όμως ούτε αυτούς ανεπηρέαστους. Αναγκάστηκαν να σκορπιστούν κι έτσι χάθηκε κάπως η συνοχή τους, όπως χάνεται σιγά σιγά και η γνώση της γλώσσας.

Αντίθετα στη Χαμιντιγιέ της Συρίας, οι Κρητικοί ζουν ακόμα ως περίπου κλειστή κοινότητα, και διατηρούν τη γλώσσα τους σε εντυπωσιακά καλό βαθμό, παρά του ότι κάποιοι είναι ήδη πέμπτης γενιάς. Η γνώση της γλώσσας είναι πάντως μόνο προφορική, κάτι που οφείλεται και στην απουσία ελληνικού σχολείου. Στην καθημερινότητά τους ζουν μάλλον ως δίγλωσσοι, αλλάζοντας από τα κρητικά στα αραβικά και ανάποδα.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι Κρητικοί του Λιβάνου και της Συρίας (κυρίως οι δεύτεροι) διατηρούν τόσο πολύ την ιδιαίτερη ταυτότητά τους και ότι δεν έχουν χάσει τη σύνδεση με τον τόπο καταγωγής τους. Βλέπουν συχνά ελληνική τηλεόραση μέσω δορυφόρου και πολλοί επιδιώκουν να ζήσουν στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι αυτή η σύνδεση παραμένει ζωντανή χωρίς τη συμβολή του ελληνικού κράτους, που τους αντιμετωπίζει αδιάφορα αν όχι και αρνητικά. Λόγω μουσουλμανικής θρησκείας δεν έχουν το στάτους του ομογενούς, δυσκολεύονται να βγάλουν βίζα για την Ελλάδα, ενώ δεν υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια από ελληνικής πλευράς για να τους βοηθήσει στη διατήρηση της γλώσσας και του πολιτισμού τους.


Αυτές οι κοινότητες είναι ορισμένα παραδείγματα ελληνόφωνων Μουσουλμάνων, χωρίς φυσικά να είναι και οι μόνες. Υπάρχουν και άλλες γνωστές κοινότητες που εξαφανίστηκαν στον 20ό αιώνα, όπως οι Τουρκογιαννιώτες, ενώ σίγουρα υπήρξαν και παλαιότερες που χάθηκαν τα ίχνη τους και δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτές. Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα αναφέρει π.χ. ότι στην Πελοπόννησο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων ήταν ελληνόφωνοι.

Όπως είδαμε, κάποιοι απόγονοι αυτών των κοινοτήτων διατηρούν την ελληνική γλώσσα και μια ιδιαίτερη ταυτότητα μέχρι και σήμερα, αν και ελάχιστοι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Η μόνη κοινότητα που φαίνεται να ανέπτυξε ένα είδος ελληνικής εθνικής συνείδησης διατηρώντας και το μουσουλμανικό θρήσκευμα είναι αυτή της Χαμιντιγιέ – ίσως γιατί ήταν ακριβώς αυτή που βρέθηκε εκτός του ελληνοτουρκικού πλαισίου, σ’ ένα χώρο (Συρία) που οι εθνικές ιδεολογίες δεν συνδέονταν κατ’ ανάγκη με τη θρησκεία.

Χωρίς αμφιβολία, αυτοί οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι έχουν υποστεί πολλή πίεση από τις τουρκικές/τουρκοκυπριακές αρχές, προκειμένου να ξεχάσουν τη γλώσσα τους και να γίνουν “σωστοί” Τούρκοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ελληνόφωνων Τουρκοκυπρίων, που έπρεπε να πληρώνουν πρόστιμο όταν μιλούσαν ελληνικά κυπριακά – κάτι που οι γηραιότεροι δεν μπορούσαν να αποφύγουν, μια και δεν ήξεραν άλλη γλώσσα. Επίσης και οι Βαλλαχάδες ή Τουρκοκρητικοί διηγούνται για την εχθρότητα που αντιμετώπισαν από τον ντόπιο πληθυσμό της Τουρκίας μετά την ανταλλαγή, επειδή μιλούσαν τη γλώσσα των γκιαούρηδων. Δεν είναι παράξενο αν σε αντιστάθμισμα κάποιοι απ’ αυτούς έγιναν πολύ εθνικιστές, για να αποδείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι είναι γνήσιοι Τούρκοι και να γίνουν αποδεκτοί (εξ’ άλλου κάτι ανάλογο έγινε και με τουρκόφωνους Χριστιανούς στην Ελλάδα).

Αυτή είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι και οι ελληνικές (ή ελληνοκυπριακές) αρχές και κοινωνία δεν τους πρόσφεραν άλλη εναλλακτική, αντιμετωπίζοντας τους κι αυτές ως Τούρκους λόγω θρησκεύματος. Κάποιοι θα πουν ίσως ότι αυτό ήταν απλά ρεαλισμός: στον ελληνοτουρκικό χώρο η εθνότητα ταυτιζόταν έτσι κι αλλιώς με τη θρησκεία, και το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί αυτήν την πραγματικότητα. Η περίπτωση όμως των Κρητικών της Χαμιντιγιέ στη Συρία δείχνει ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Εξάλλου άλλοι λαοί στην περιοχή μας, όπως οι Αλβανοί (εν μέρει και οι Άραβες), έχουν κτίσει μια εθνική συνείδηση σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τη θρησκεία.

Έχουμε φτάσει τώρα στις αρχές του 21ου αιώνα. Η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο, που σίγουρα τη βοήθησε επί χιλιετίες να επιβιώσει και να εξαπλωθεί, δεν ασκεί πλέον και καμιά ιδιαίτερη έλξη. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι λαοί έχουν ήδη τις δικές τους εθνικές εκκλησίες. Η ελληνική γλώσσα έχει λιγότερο βάρος στην περιοχή απ’ ότι παλιά. Είναι ίσως πλέον η στιγμή να αναρωτηθεί κάποιος: υπάρχει ακόμα η πολυτέλεια για τον Ελληνισμό να αδιαφορεί για ελληνόφωνες κοινότητες λόγω της θρησκευτικής “ιδιαιτερότητάς” τους;


Βιβλιογραφία/ Άρθρα

Λυση του Κυπριακου για την περιοχη μας

Κλασσικό

Η εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί στην προεδρία της «ΤΔΒΚ» έφερε ξανά μια ελπίδα για επανένωση της Κύπρου. Με αυτά που έχουμε ζήσει τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια (κατ’ ακρίβεια όμως από πιο πριν, από το 1968, όταν ξεκίνησαν οι διακοινοτικές συνομιλίες), είναι φυσικό οι προσδοκίες να είναι συγκρατημένες.  Σίγουρα όμως και μόνο το γεγονός ότι αυτή η ελπίδα παραμένει ζωντανή, μετά από τόσες απογοητεύσεις, λέει πολλά για τη σημασία της ιδέας αυτής για την Κύπρο.

Αυτό που νομίζω ότι λείπει κάπως από τις συζητήσεις για τη λύση του Κυπριακού, είναι η μη-κυπριακή της διάσταση, και κυρίως αυτή που αφορά την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι και το θέμα του άρθρου.

Το Κυπριακό ως μέρος του Ανατολικού Ζητήματος

Αν θέλουμε να δούμε το Κυπριακό από μια ανατολικομεσογειακή οπτική γωνία, πρέπει να ξεκινήσουμε από την Ιστορία. Είναι νομίζω σαφές ότι το Κυπριακό ήταν μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή του προβλήματος σχετικά με το μέλλον των εδαφών της αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σύγχρονη εποχή των εθνικισμών. Η ιδιαιτερότητα της Κύπρου (όπως αναφέρθηκε και σε άλλο άρθρο) είναι ότι η κατάσταση «πάγωσε» κάπως λόγω Αγγλοκρατίας και άρα άργησε λίγο να εμφανιστεί ως εθνικιστική σύγκρουση. Όταν αυτό τελικά έγινε, οι συνθήκες είχαν αλλάξει αρκετά σε σχέση με την εποχή των συγκρούσεων στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Παρ’ όλα αυτά όμως, είχε αρκετά κοινά στοιχεία με τις τελευταίες.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η δημιουργία του Κυπριακού ήταν κι αυτή μια συνέπεια του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού των κοινωνιών της Ανατολικής Μεσογείου. Όπως έγινε και στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία (εν μέρει και στις αραβικές χώρες), μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν και η εισαγωγή των δυτικών εθνικιστικών ιδεών. Και όπως και σ’ αυτές τις περιοχές, η κυπριακή (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα, με την εθνο-θρησκευτική ανάμειξη, δεν πρόσφερε καλές συνθήκες για τη δημιουργία έθνους-κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα. Οι συνθήκες έπρεπε να αλλάξουν, και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσω εθνοκάθαρσης. Είναι άρα λάθος να λέμε ότι η εισβολή το ’74 είναι δείγμα του ότι η Τουρκία δεν ήταν αρκετά ευρωπαϊκή χώρα – αντίθετα, ήταν κατά κάποιον τρόπο απόδειξη του πόσο πολύ προχώρησε ο εξευρωπαϊσμός της. Ήταν μια επέμβαση που έγινε στη βάση δυτικών ιδεών και αρχών.

Αυτό το στοιχείο του Κυπριακού, η δημιουργία του δηλαδή ως μέρος του εκσυγχρονισμού/εκδυτικισμού, είναι κάτι που μάλλον δεν συζητείται αρκετά. Κι αυτό είναι ίσως ακριβώς η συνέπεια του ότι δεν το βλέπουμε από γενική ανατολικο-μεσογειακή σκοπιά. Αλλιώς θα διακρίναμε μάλλον καλύτερα τα κοινά π.χ. με τους πρόσφατους γιουγκοσλαβικούς πολέμους: κι εκεί, όπως και στην Κύπρο, η κατάσταση είχε «παγώσει» (στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας λόγω Τίτο) και η οθωμανική εθνο-θρησκευτική ανάμειξη είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Κάτι που έπρεπε να «διορθωθεί» σε σύντομο χρονικό διάστημα για να μπορέσουν να δημιουργηθούν «σωστά» έθνη-κράτη. Κι αυτό έγινε δυστυχώς με το χειρότερο δυνατό τρόπο (όπως είχε ήδη γίνει παλιότερα με τους Βαλκανικούς και ελληνοτουρκικούς πολέμους στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας-Βουλγαρίας).

Αυτή η ιστορική άποψη μπορεί να είναι χρήσιμη για να δούμε τη σύνδεση του Κυπριακού με το ευρύτερο περιβάλλον και με γενικά με τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της περιοχής. Χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι ήταν κάτι που μπορούσαμε να αποφύγουμε. Τώρα φυσικά ότι έγινε έγινε, η λύση που θα βρεθεί δεν μπορεί παρά να βασίζεται στις πραγματικότητες που δημιουργήθηκαν.

ΔΔΟ ή ευρωδιχοτόμηση

Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει ακόμα η μοναδική λύση υπό συζήτηση από τα δύο διαπραγματευόμενα μέρη – παρά την κριτική που της γίνεται. Είναι ξεκάθαρο ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ελπίδα για συμφωνημένη λύση τα επόμενα χρόνια, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι κάποιου είδους ΔΔΟ.  Οι όποιες άλλες λύσεις συζητούνται, δεν είναι πολιτικά δυνατό να συμφωνηθούν από τις δύο πλευρές στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν προς το παρόν μόνο δύο επιλογές: ΔΔΟ ή συνέχιση του στάτους κβο, δηλαδή της ανεπίσημης διχοτόμησης.

Η λύση του Κυπριακού σ’ αυτήν τη βάση είναι όμως σημαντική και για λόγους που έχουν σχέση με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στις τελευταίες δεκαετίες οι συγκρούσεις στην περιοχή μας μοιάζουν να έχουν όλο και πιο καθαρό εθνο-θρησκευτικό χαρακτήρα. Μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο εθνο-θρησκευτικές κοινότητες για την (επαν)ίδρυση ενός κοινού κράτους, και μάλιστα χωρίς αυτή να γίνεται υπό την πίεση των όπλων, θα ήταν κάτι που θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και θα έστελνε μηνύματα.

Το μάλλον χειρότερο σενάριο για το Κυπριακό απ’ αυτήν την άποψη θα ήταν μια ευρωδιχοτόμηση. Δηλαδή να παραμείνει το νότιο τμήμα της Κύπρου μέρος μιας γερμανοκρατούμενης ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το βόρειο θα ακολουθεί τη μοίρα της Τουρκίας. Η Κύπρος θα έχει έτσι μοιραστεί όχι απλά σε δύο κράτη, αλλά σε δύο διαφορετικούς «κόσμους». Σε μια εποχή που προτεραιότητα στην περιοχή μας θα έπρεπε να ήταν ακριβώς να αποφύγει να περνούν τέτοιες διαχωριστικές γραμμές μέσα από το έδαφός της (όπως επίσης αναφέρθηκε σε άλλο άρθρο).

Ο κίνδυνος μιας ευρωπαϊκής «υπέροχης απομόνωσης»

Ακόμα όμως και η επανένωση της Κύπρου μέσα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν είναι απαραίτητα το ιδανικό σενάριο. Η επανένωση είναι από ανατολικομεσογειακή άποψη θετική, εφ’ όσον είναι ένα πρώτο βήμα για μια γενική ενωτική τάση στην περιοχή και την υπέρβαση των εθνο-θρησκευτικών διαχωρισμών. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος να ενισχύσει την απομόνωση της Κύπρου από το περιβάλλον της (κάτι προς το οποίο ως νησιώτες είναι φυσικό να έχουμε μια τάση).

Εννοείται ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή κυπριακή ταυτότητα ως ενωτικό στοιχείο, για να μπορεί να δουλέψει ένα κοινό κράτος. Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε τον κίνδυνο από την υπερβολική χρήση αυτού του στοιχείου. Αν αυτή βασίζεται στον τονισμό της διαφορετικότητας από τις χώρες που μας περιβάλλουν, θα καταργηθεί μεν το ενδοκυπριακό σύνορο μες στο μυαλό μας, θα γίνουν όμως πιο αδιαπέρατα αυτά με τις γειτονικές μας χώρες.

Η «ευρωπαϊκότητα» της Κύπρου μπορεί να ενισχύσει αυτήν την τάση απομόνωσης, με την έννοια ότι οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται έτσι κι αλλιώς μακριά από την Κύπρο (και όχι μόνο χιλιομετρικά). Είναι ένας αρκετά βολικός τρόπος να δικαιολογήσεις την «υπέροχη απομόνωσή» σου, αν την καλύψεις πίσω από τη μάσκα της συμμετοχής σε μια κοινότητα έτσι κι αλλιώς μακρινή. Αυτός ο «ευρωαπομονωτισμός» είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από μια ενωμένη Κύπρο μέλος της Ε.Ε., ειδικά όταν η τελευταία μετατρέπεται όλο και περισσότερο σ’ ένα κλειστό φρούριο, ένα κλαμπ για λίγους εκλεκτούς. Θα μπορούσε σταδιακά να μετατρέψει την Κύπρο σε κάτι παρόμοιο με το Ισραήλ: ένα κράτος ξένο προς την περιοχή του, που επιβιώνει χάρη στις διεθνείς σχέσεις και τις μόνο περιστασιακές συμμαχίες με τοπικές δυνάμεις.


Το συμπέρασμα που πιστεύω ότι βγαίνει απ’ αυτές οι σκέψεις είναι: η επανένωση της Κύπρου μέσα από μια λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας μπορεί να είναι θετική και για την ευρύτερη περιοχή μας. Αυτό όμως εξαρτάται και από τα ιδεολογικά στοιχεία που θα συνοδεύουν αυτήν την επανένωση. Και σ’ αυτο το κομμάτι πρέπει να δοθεί σημασία, γιατί η κατάσταση στις γειτονικές χώρες αργά η γρήγορα θα επηρεάσει και μας. Δεν είναι κάτι που μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους.

H κυπριακη ιδιομορφια του ελληνικου/τουρκικου εθνικισμου

Κλασσικό

Αυτό το άρθρο βασίζεται σε διάφορες εντυπώσεις που έχω αποκτήσει ο ίδιος ως Κύπριος, από παρατηρήσεις, από συζητήσεις και από διαβάσματα σχετικά με αυτό το θέμα. Εννοείται ότι πρόκειται για καθαρά προσωπικές απόψεις.

Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο σχετικό άρθρο, η βάση πάνω στην οποία χτίστηκαν και οι δύο εθνικισμοί, ο ελληνικός και ο τουρκικός, ήταν οι θρησκευτικές ταυτότητες. Απλουστεύοντας λίγο την πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι που ζούσαν στη σημερινή έκταση της Ελλάδας και της Τουρκίας έγιναν Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι έγιναν Τούρκοι, ανεξάρτητα από τη γλώσσα και τον τόπο καταγωγής. Έτσι, στο ελληνικό έθνος εντάχθηκαν χωρίς πρόβλημα και οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες, όπως κι οι τουρκόφωνοι Πόντιοι ή οι Καραμανλήδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι ομάδες όχι μόνο είχαν ελληνική εθνική συνείδηση, αλλά συχνά ανέπτυξαν και ιδιαίτερα έντονο ελληνικό εθνικισμό. Ανάλογες περιπτώσεις στην Τουρκία ήταν π.χ. οι Λαζοί και οι Κιρκάσιοι, αλλά και οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι (Τουρκοκρητικοί, Βαλλαχάδες από τη Μακεδονία) που έφτασαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Με τη μερική μόνο εξαίρεση των Κούρδων στην Τουρκία και των Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι γενικά οι ορθόδοξοι πληθυσμοί αποδέχτηκαν λίγο πολύ οικειοθελώς την ελληνική εθνική ταυτότητα και οι μουσουλμανικοί την τουρκική. Η επικράτηση της ελληνικής και της τούρκικης γλώσσας και στις ξενόγλωσσες ομάδες ήταν η συνέπεια αυτής της αποδοχής. Ήταν ίσως αναμενόμενο ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στην Κύπρο, όπου μάλιστα οι Ορθόδοξοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνοι, ενώ και οι Μουσουλμάνοι ήταν μάλλον στην πλειοψηφία τους τουρκόφωνοι. Τα πράγματα όμως στην Κύπρο εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. Μπορεί μια ενιαία κυπριακή ταυτότητα να μη στέριωσε ποτέ εκτός από κάποιες μικρές ομάδες, δημιουργήθηκαν όμως από τη μία μια αρκετά ξεχωριστή ελληνοκυπριακή κι από την άλλη μια επίσης ξεχωριστή τουρκοκυπριακή ταυτότητα.

Το πιο κρίσιμο στοιχείο που οδήγησε σ’ αυτήν τη διαφορά ήταν μάλλον η Αγγλοκρατία. Χωρίς αυτήν, η Κύπρος θα ήταν μάλλον ένα μέρος του ελληνοτουρκικού χώρου όπως όλα τα άλλα. Οι πολιτισμικές ή γεωγραφικές ιδαιτερότητές της δεν είναι μεγαλύτερες από τόσες άλλες περιοχές του ελληνοτουρκικού χώρου, όπως ο Πόντος, η Κρήτη, η Καππαδοκία. Το πιο πιθανό είναι ότι η μοίρα της θα καθοριζόταν από τους ελληνοτουρκικούς πολέμους του διαστήματος 1897-1922: είτε θα είχε μοιραστεί από τότε ανάμεσα στα δύο κράτη, είτε θα είχε γίνει εντελώς ελληνική ή τουρκική. Στην τελευταία περίπτωση εγώ μάλλον θα είχα γεννηθεί ως απόγονος Κυπρίων προσφύγων σ’ ένα αθηναϊκό προάστιο με το όνομα Νέα Λευκωσία.

Η Αγγλοκρατία είχε πιστεύω το αποτέλεσμα, η κατάσταση στην Κύπρο να «παγώσει» για ένα κρίσιμο διάστημα. Αυτή η περίοδος των ελληνοτουρκικών πολέμων δεν επηρέασε τόσο πολύ την Κύπρο, η ελληνοτουρκική συγκατοίκηση συνεχίστηκε λίγο-πολύ όπως παλιά, ενώ και το ελληνικό και το τουρκικό κράτος δεν μπορούσαν να δράσουν τόσο ανεμπόδιστα όσο στην επικράτειά τους. Αυτό το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία, αφού έχει αποδειχτεί πόσο βαθιά μπορούν να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων τα σύγχρονα έθνη-κράτη με τους μηχανισμούς που διαθέτουν (σχολείο, στρατός, ΜΜΕ κλπ).

Φυσικά ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός κατάφεραν να διεισδύσουν στο νησί. Όταν άρχισε να χάνει τη δύναμή της η Βρετανική Αυτοκρατορία, φάνηκε μάλιστα ότι είχαν φτάσει στο σημείο να επικρατήσουν ολοκληρωτικά. Ιδιαίτερα ο ελληνικός εθνικισμός, όπως εκφράστηκε στην ιδέα της Ένωσης, την οποία οι ελληνοκυπριακές ελίτ αγκάλιασαν σχεδόν στο σύνολό τους. Ο τουρκικός εθνικισμός εξαπλώθηκε κυρίως ως αντίδραση σ’ αυτό (με την ενθάρρυνση και της αποικιοκρατικής δύναμης).

Σ΄αυτό το σημείο όμως (δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70) υπήρχε ήδη ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο σε σχέση με τις αρχές του αιώνα. Η κυπριακή κοινωνία είχε ήδη φτάσει κι αυτή στη Νεωτερικότητα, είχε αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό και μάλιστα με κάπως διαφορετικό τρόπο από την Ελλάδα και την Τουρκία. Τα ανερχόμενα ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά κοινωνικά στρώματα, παρά την εχθρότητα που είχαν μεταξύ τους, μάλλον δεν είχαν και μεγάλη διάθεση να αφήσουν την αυτονομία τους για να υποταχθούν στις ελίτ άλλων κρατών.

Ιδαίτερα διαφωτιστική είναι νομίζω η εγκατάλειψη του στόχου της Ένωσης από το Μακάριο το 1968. Να μη ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα πολιτικό-θρησκευτικό ηγέτη ο οποίος με αυτήν την πράξη του πατούσε τους όρκους που είχε δώσει. Και μάλιστα για ένα θέμα το οποίο υποτίθεται ότι ήταν ο κύριος στόχος των Ελληνοκυπρίων επί δεκαετίες και για τον οποίο είχε ήδη χυθεί αρκετό αίμα. Κι όμως, αντί να τελειώσει έτσι η πολιτική του καριέρα, επανεκλέχθηκε με το 96% των ψήφων! Προφανώς αυτό θα ήταν αδύνατο, αν ο Μακάριος μ’ αυτήν την κίνηση δεν εξέφραζε και κάποιες διαθέσεις αυτών των ανερχόμενων στρωμάτων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η σύγκρουση Μακαρίου-Χούντας, το πραξικόπημα και η εισβολή έδωσαν τη δικαιολογία για την οριστική αυτονόμηση της ελληνοκυπριακής από την ελλαδίτικη ταυτότητα. Η ελληνικότητα μπορεί να παρέμεινε ως μέρος της πρώτης, με την προϋπόθεση όμως να διατηρηθεί η αυτονομία της. Οι Ελληνοκύπριοι μπορεί δηλαδή να υψώνουν την ελληνική σημαία, να πανυγηρίζουν τις νίκες των ελληνικών ομάδων, να ταξιδεύουν και να σπουδάζουν στην Ελλάδα – αλλά η πιθανότητα να υποτάξουν τα συμφέροντά τους σε αυτά των γενικών ελληνικών δεν είναι καν υπό συζήτηση. Η Ένωση ξεχάστηκε εντελώς σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η προσέγγιση του «μακριά κι αγαπημένοι» είναι στην πράξη ένας συμβιβασμός, που επιτρέπει στα μεσαία και ανώτερα ελληνοκυπριακά στρώματα να τηρούν την εθνικιστική τους παράδοση και ταυτόχρονα να μην αμφισβητείται η τόσο πολύτιμη ανεξαρτησία τους.

Με τους Τουρκοκύπριους η κατάσταση εξελίχθηκε κάπως διαφορετικά, λόγω της πολύ πιο έντονης επέμβασης της Τουρκίας μετά το 1974 (κάτι που ήταν πάντως φυσική συνέπεια της απομόνωσης τους), αλλά και του εποικισμού των κατεχομένων. Η τουρκοκυπριακή ταυτότητα φαίνεται ότι αναπτύχθηκε και σαν αντίδραση σ’ αυτό, άρα παραδόξως έχει ίσως και κάποιο στοιχείο σύγκρουσης με τον τούρκικο εθνικισμό – κάτι που εκφράζεται και στις απόψεις πολλών «ηπειρωτικών» Τούρκων ότι «οι Τουρκοκύπριοι είναι αχάριστοι». Παρά την όποια εθνικιστική κατεύθυνση των ελίτ, η αίσθηση της διαφορετικότητας μάλλον ενισχύθηκε αντί να χαθεί.

Το συμπέρασμα είναι ότι στο νησί αντί να επικρατήσουν η ελληνική και η τουρκική εθνική ταυτότητα, τελικά δημιουργήθηκαν μια ελληνοκυπριακή και μια τουρκοκυπριακή «εθνική» ταυτότητα, που με κάποιον τρόπο καλύπτουν μάλιστα όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει αυτό για το μέλλον. Ειδικά αφού στα κατεχόμενα υπάρχει το επιπλέον ερώτημα των εποίκων – θα παραμείνουν κι αυτοί στο νησί και θα αποκτήσουν κι αυτοί με το χρόνο μια κυπριακή ταυτότητα; Θα διαφέρει αυτή από την τωρινή τουρκοκυπριακή (ειδικά αν σκεφτούμε ότι ένα μέρος τους είναι Κούρδοι ή Άραβες); Όσο για τους Ελληνοκύπριους, τους φέρνει η ξεχωριστή ελληνοκυπριακή ταυτότητα τελικά πιο κοντά ή πιο μακριά από τους Τουρκοκύπριους; Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών μάλλον δεν δείχνουν το πρώτο. Ποιές είναι οι συνέπειες της μετανάστευσης, που θα φέρει ίσως πληθυσμούς που δεν θα ταιριάζουν σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες;

Ολα αυτά κάνουν κάποιον να αναρωτιέται αν χρειάζονται νέες προσεγγίσεις σ’ αυτό το θέμα. Είναι ίσως καιρός για μια αρχή των πολλαπλών ταυτοτήτων, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την ευρύτερη περιοχή (ίσως όμως και για την Ευρώπη); Να αποσυνδεθεί δηλαδή η τοπική ή η κρατική ταυτότητα εντελώς από την εθνική ή τη θρησκευτική, χωρίς να λειτουργούν όλες αυτές ανταγωνιστικά;