Το Κυπριακο ως μοντελο

Κλασσικό

Τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να «γιορτάζουμε» τη συμπλήρωση ενός στρογγυλού αριθμού ετών από κάποια σημαντική χρονολογία. Το έτος που βρισκόμαστε σηματοδοτεί κι αυτό τη συμπλήρωση 20 ετών μιας μεγάλης αλλαγής για την Κύπρο, την οποία όμως τελικά η Ιστορία μοιάζει να κατέταξε ως λιγότερο κρίσιμη απ’ ό,τι ίσως λογικά θα περιμέναμε. Το 2003 ο Ραούφ Ντενκτάς, υπό την πίεση των μεγάλων διαδηλώσεων των Τουρκοκυπρίων, αποφάσισε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, μετά από τρεις δεκαετίες απόλυτου διαχωρισμού. Είκοσι χρόνια μετά, είναι μια καλή ευκαιρία για να κάνουμε κάποιες σκέψεις.

Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, ειδικά όσοι γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, χωρίς ανάμνηση της προηγούμενης κατάστασης, μάθαμε να τη βλέπουμε ως ειδική περίπτωση. Αυτό γινόταν πιο καθαρό όταν θέλαμε να εξηγήσουμε σε ξένους την πολιτική κατάσταση στο νησί. Δύσκολα μπορούσαμε να βρούμε παρόμοιες καταστάσεις για να κάνουμε αναλογίες, είτε ψάχναμε στην περιοχή μας είτε έξω απ’ αυτήν.

Το ιδιαίτερο στην Κύπρο, ειδικά στις δεκαετίες του απόλυτου διαχωρισμού (’80 και ’90), ήταν ότι, ενώ δε ζούσαμε άμεση πολεμική σύγκρουση κι είχαμε σχετικά πολύ λίγα θύματα να θρηνήσουμε μετά το 1974, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ειρηνική συνύπαρξη». Υπήρχαν δύο πλευρές χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους, που δεν αναγνώριζε η μια την άλλη, με δημόσια ρητορική που θύμιζε πόλεμο, με στρατούς που συμπεριφέρονταν σαν να ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά χωρίς να πολεμούν, και με μια ειρηνευτική δύναμη άναμεσά τους, η οποία κατά κανόνα δεν είχε πολλά να ειρηνεύσει. Ήταν μια κατάσταση αρκετά διαφορετική π.χ. από τη γειτονική Παλαιστίνη, που αναφλεγόταν σε τακτικά διαστήματα, πάντα με απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, οι επαφές όμως ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν υπαρκτές. Ήταν επίσης διαφορετική από τις πολύ ζωντανές πολεμικές συγκρούσεις στον Λίβανο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στον Καύκασο. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως θύμιζε Ψυχρό Πόλεμο, αλλά σε αυτόν υπήρχε έστω μια αναγνώριση των δυνητικών αντιπάλων μεταξύ τους, ένα μίνιμουμ σχέσεων, επικοινωνίας, ανταλλαγής πρεσβειών, που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι πιο κοντά στην ειρήνη, έστω εύθραυστη, παρά στον πραγματικό πόλεμο. Στην Κύπρο, αυτό δεν υπήρχε: ήταν η κατάσταση που με μια φράση θα τη περιγράφαμε «ούτε ειρήνη. ούτε πόλεμος».

Όταν άλλαξε η χιλιετία, φάνηκε ότι θα άλλαζαν τα πράγματα και στην Κύπρο. Εξάλλου, όλοι συμφωνούσαν ότι η υπαρκτή κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα και δεν μπορούσε παρά να είναι προσωρινή. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το Σχέδιο Ανάν, η ελληνοτουρκική προσέγγιση με τη «διπλωματία των σεισμών» και η προοπτική εισόδου τόσο της Κύπρου όσο και της Τουρκίας στην Ε.Ε.: όλα έδειχναν ότι η Κύπρος ήταν στον προθάλαμο μιας νέας κανονικότητας, μιας πραγματικής ειρήνης.

Κι όμως, στο 2023 όπου βρισκόμαστε πλέον, το εντυπωσιακό είναι πόσο λίγο άλλαξαν τελικά τα πράγματα. Βέβαια, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούμε να μετακινηθούμε σχετικά εύκολα από την Πάφο μέχρι την Καρπασία (πάντα βέβαια δείχνοντας ταυτότητα). Οι στρατοί και οι σκοπιές είναι όμως ακόμα εκεί, το ίδιο και τα οδοφράγματα, η νεκρή ζώνη, η ειρηνευτική δύναμη. Μπορεί να υπάρχει τώρα ένα μίνιμουμ επαφών, συνεχίζει όμως η αμοιβαία μη αναγνώριση και χρησιμοποιούνται ακόμα όροι όπως «ψευδοκράτος» ή «ελληνική διοίκηση της Νότιας Κύπρου». Συνεχίζουμε να μιλάμε για επιστροφή των προσφύγων, για εγκλωβισμένους, για την «πόλη-φάντασμα» στο Βαρώσι.

Από το 2003 και μετά, ο αριθμός των θυμάτων έχει μηδενιστεί εντελώς, εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια. Αλλά αντί αυτό να φέρνει την ειρήνη πιο κοντά, μάλλον λειτουργεί ανάποδα: κάνει την κατάσταση να μοιάζει ακίνδυνη κι επομένως κατά κάποιον τρόπο την παγιώνει. Στο κάτω κάτω, ακόμα και μ’ αυτές τις συνθήκες, οι τουρίστες έρχονται κατά εκατομμύρια, γίνονται προσοδοφόρες επενδύσεις, μετακινούμαστε ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη, οι Κύπριοι απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο. Γιατί πραγματικά να θέλει κάποιος να αλλάξει κάτι; Τι έχει μια πραγματική ειρήνη να προσφέρει, που δεν το έχουμε τώρα, που να αξίζει το ρίσκο μιας αλλαγής;

Αναρωτιέμαι μήπως το κυπριακό σύστημα είναι τελικά τόσο λειτουργικό, που έχει αρχίσει να γίνεται ακόμα και πρότυπο. Οι ελίτ σε γειτονικές ή και λίγο πιο μακρινές χώρες μοιάζουν να σκέφτονται κάπως έτσι: «μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ σε μια ειρηνική διευθέτηση, αλλά μπορούμε να γίνουμε όπως η Κύπρος». Ακόμα κι αν δεν εκφράζεται έτσι προς τα έξω, η πραγματικότητα δείχνει ότι πολλά πράγματα κατευθύνονται προ τα εκεί.

Στη δεκαετία του 1990, υπήρχαν ακόμα συγκρούσεις στον μετα-οθωμανικό κόσμο που λύνονταν με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στα εμπόλεμα μέρη, κατά κανόνα με ξένη μεσολάβηση, ίσως και επιβολή. Ο εμφύλιος του Λιβάνου κατέληξε στη Συμφωνία του Ταΐφ, ο Πόλεμος της Βοσνίας τελείωσε με τη Συμφωνία του Ντέιτον, το Παλαιστινιακό φαινόταν να πηγαίνει προς μια διευθέτηση με βάση τη Συμφωνία του Όσλο. Καμιά απ’ αυτές τις διευθετήσεις δεν ήταν εγγύηση για τη σταθερότητα – αντίθετα, τα τελευταία χρόνια έχουν μάλλον αποδείξει το πόσο προβληματικές ήταν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν επίσημες συμφωνίες.

Τι γίνεται όμως με τις νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν πρόσφατα; Η πρώτη που έρχεται στον νου είναι βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πολλές απόψεις και αναλύσεις ακούμε γι’ αυτόν, σε αυτό όμως που μοιάζουν να συμφωνούν, είναι ακριβώς ότι οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Ούτε η Ρωσία πρόκειται να αποσυρθεί από τα εδάφη που κατέλαβε, ούτε η Ουκρανία να δεχτεί την απώλεια κυριαρχίας σε αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, απλά θα σταματήσουν οι μάχες και οι δύο πλευρές θα συμφωνούν ότι διαφωνούν για το σε ποιον ανήκουν αυτά τα εδάφη. Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, θα ανήκουν στην Ουκρανία – πρακτικά, τον έλεγχο θα έχει η Ρωσία. Αυτό μάλλον κάτι μας θυμίζει.

Κάπως έτσι δεν βλέπουμε να καταλήγουν κι άλλες συγκρούσεις στην πρώην σοβιετική επικράτεια; Δεν είναι κάτι παρόμοιο και η Βόρεια Οσσετία με την Αμπχαζία στη Γεωργία; Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είδαμε πρόσφατα και μια πολύνεκρη ανάφλεξη, που λειτούργησε ίσως και κάπως «διορθωτικά», φέρνοντας μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πόσοι όμως πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δώσουν πραγματικά τα χέρια Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, με μια πραγματική συμφωνία;

Ας έρθουμε και πιο κοντά στα δικά μας, στη γειτονιά μας. Συγκεκριμένα σε έναν άλλο πόλεμο, που μόλις πρόσφατα μας απασχολούσε περισσότερο απ’ όλους. Είναι ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, του οποίου έχει μειωθεί τόσο πολύ η ένταση, ώστε να κοντεύουμε να τον ξεχάσουμε. Ο αριθμός των νεκρών το 2022 δεν ξεπέρασε με βάση εκτιμήσεις τους 4000, σε σχέση με πάνω από 100.000 το 2014 (και περίπου 20.000 το 2018).

Σε προηγούμενο άρθρο του μπλογκ, δείξαμε πόσο άλλαξε η κατάσταση στο έδαφος από το 2015 ως το 2019. Ήταν πραγματικά μεγάλες αλλαγές. Ο σημερινός χάρτης, ακόμα μια τετραετία μετά, είναι κάπως έτσι:

Πηγή: https://syria.liveuamap.com/

Σχεδόν όμοιος δηλαδή με το 2019, αν εξαιρέσουμε τη μικρή ζώνη που ελέγχει επιπλέον η Τουρκία (και) στα βορειοανατολικά. Μπορεί να μην υπάρχει προοπτική για μια επίσημη συμφωνία ανάμεσα σε πλευρές που η ύπαρξη της μίας βασίζεται στη μη αναγνώριση της άλλης. Μοιάζουν όμως να τα έχουν βρει ο προστάτες τους, κι αυτό φαίνεται ότι φτάνει για να μένουν οι εχθροπραξίες σε «χαμηλά» επίπεδα. Ίσως ακούγεται ως πολύ τραβηγμένο ότι οι (πρώην ή νυν) τζιχαντιστές θα μπορούσαν να συμβιώνουν με το καθεστώς Άσαντ με τον ίδιο τρόπο που συμβιώνουν σήμερα ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή διοίκηση. Δεν είναι όμως ήδη πολύ δύσκολο να φανταστούμε οτιδήποτε άλλο;

Ακόμα και για τη μόνιμα ανοικτή πληγή της περιοχής, το Παλαιστινιακό, έχουν στην ουσία σταματήσει οι συζητήσεις περί πιθανών λύσεων (μετά από το αστείο «σχέδιο» του Τραμπ, το οποίο δικαίως αγνοήθηκε από σχεδόν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας). Οι πολιτικοί συσχετισμοί (κυρίως) στο Ισραήλ, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, κάνουν έτσι κι αλλιώς μια τέτοια συζήτηση εντελώς φιλολογική. Στο βαθμό που ακόμα ασχολούνται κάποιοι με το Παλαιστινιακό, μιλούν για το πώς θα διαχειριστούν διάφορες πτυχές μιας υπάρχουσας κατάστασης.

Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο μοιάζουν να πλησιάζουν τα στάτους κβο στις γειτονικές χώρες με το κυπριακό. Αυτή είναι τουλάχιστον η δική μου εντύπωση. Ακόμα κι εκεί όπου υπήρξε διευθέτηση, όπως η Βοσνία ή ο Λίβανος, η τάση είναι μάλλον προς την αστάθεια, ίσως και την κατάρρευση, παρά τη σταθεροποίηση.

Ίσως οδεύουμε προς μια εποχή, που δε θα είναι πια τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε στον ξένο την κατάσταση στην Κύπρο. Ήδη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάπως όπως η Αμπχαζία ή Βόρεια Οσσετία, ακόμα και το Κόσοβο – σε λίγα χρόνια, θα λέμε ίσως και Κριμαία/Ανατολική Ουκρανία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Συρία, Παλαιστίνη. Και ίσως πιο μετά, Βοσνία, Βόρεια Μακεδονία κλπ. Θα είναι μια εποχή όπου μπορεί τα σύνορα στον χάρτη να μην αλλάζουν πια, θα γίνονται όμως όλο και πιο άσχετα με την πραγματικότητα.

Δύση εναντίον Ανατολής

Κλασσικό

Με την «ευκαιρία» του πολέμου της Ουκρανίας, ξαναρχίσαμε πάλι να συζητάμε για σύγκρουση Δύσης-Ανατολής. Η ικανότητα επιβίωσης αυτής της ιδέας είναι εντυπωσιακή: εκεί που νομίζουμε ότι έχει ξεχαστεί, ξαναεμφανίζεται, είτε με νέο είτε με παλιό νόημα – είτε με έναν συνδυασμό των δύο. Κι αυτό, ακόμα και πολλούς αιώνες αφού έχει επιβεβαιωθεί ότι η Γη είναι στρογγυλή, επομένως δεν υπάρχει πραγματική Ανατολή ή Δύση. Σε αντίθεση με τον διαχωρισμό Βορρά-Νότου, ο οποίος έχει να κάνει με τους πόλους, η σχέση Ανατολή-Δύση πάντα αλλάζει ανάλογα με την τοποθεσία: αν κάποιος βρίσκεται στη Χαβάη, η Άπω Ανατολή είναι Δύση, ενώ το αμερικάνικο Φαρ Γουέστ είναι Ανατολή.

Κανείς βέβαια από όσους μιλάνε για Ανατολή και Δύση δεν ακολουθεί την άποψη της.. Χαβάης. Αν ζητηθεί από τους Αμερικάνους να κατατάξουν τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βρετανία σε αυτό το δίπολο, το πιο πιθανό είναι να τοποθετήσουν τις δύο πρώτες στην Ανατολή και την τελευταία στη Δύση – παρόλο που σε σχέση με την Αμερική, βρίσκονται στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και βέβαια, τη δική τους χώρα θα την κατατάξουν στη Δύση. Στην ουσία, αυτό που κάνει την Αμερική δυτική, δεν είναι η γεωγραφική της θέση, αλλά μια παραδοσιακή ευρωκεντρική αντίληψη: είναι Δύση, επειδή εποικίστηκε από Δυτικοευρωπαίους.

Ποιο είναι όμως το όριο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή; Θα μπορούσαμε πρόχειρα να μετρήσουμε τους εξής «παραδοσιακούς» διαχωρισμούς, που θεωρήθηκαν ή θεωρούνται περίπου ταυτόσημοι με αυτόν Δύσης-Ανατολής:

  1. Ευρώπη-Ασία. Είναι δημοφιλής ιδιαίτερα σε όσους αρέσει να βλέπουν την Ελλάδα ως την κοιτίδα και σύνορο της Δύσης ταυτόχρονα. Οι οπαδοί αυτής της άποψης βλέπουν συχνά κάτι διαχρονικό σ’ αυτό: από την απώθηση των Ασιατών Ανατολιτών Περσών από τους αρχαίους Έλληνες, μέχρι τον σημερινό ρόλο της Ελλάδας ως χώρας-φύλακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  2. Χριστιανοσύνη-Ισλάμ. Είναι κάπως αντιφατικό, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία με προέλευση από τη «Μέση Ανατολή» όπως και το Ισλάμ, και έχει μεταφέρει πολιτισμικά στοιχεία αυτής της περιοχής στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, και αυτή η άποψη είναι αρκετά δημοφιλής, ιδιαίτερα με την αυξανόμενη ισλαμοφοβία από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κι έπειτα.
  3. Δυτική-Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μπορεί να μην είναι το πρώτο που θα σκεφτεί κάποιος σήμερα, είναι όμως ένας διαχωρισμός με πολύ βαθιές ρίζες που επιβιώνει με έμμεσους τρόπους. Ο πιο προφανής είναι ότι αντιστοιχεί περίπου στο σύνορο Καθολικισμού-Ορθοδοξίας. Έτσι, η Δύση τελειώνει στην Κροατία και στην Πολωνία, ενώ Σερβία, Ελλάδα και Ρουμανία ανήκουν στην Ανατολή. Στην ουσία, μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε και στον Σάμιουελ Χάντιγκτον (για το όριο του «δυτικού πολιτισμικού κύκλου»), αλλά και στα δικά μας στον Δημήτρη Κιτσίκη (όριο Δύσης-«Ενδιάμεσης Περιοχής»)
  4. ΝΑΤΟ-Σύμφωνο Βαρσοβίας. Είναι ο πιο πρόσφατος διαχωρισμός και μέχρι πρόσφατα ο πιο ισχυρός. Με αυτή τη λογική, η Δρέσδη ανήκε στην Ανατολή, ενώ το Ντιγιάρμπακιρ στη Δύση. Μπορεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας να μην υπάρχει πια, η διαχωριστική γραμμή Δύσης και «ανατολικού μπλοκ» ήταν όμως τόσο σκληρή, ώστε να παραμένει εντυπωσιακά ανθεκτική στο μυαλό των ανθρώπων ακόμα και πάνω από τρεις δεκαετίες μετά.

Στις συζητήσεις περί «Νέου Ψυχρού Πολέμου», που ζωντάνεψαν πάλι με τον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνεται ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραδοσιακών αντιλήψεων – λιγότερο της δεύτερης, που δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην κατάσταση πλέον, αφού η Ρωσία ως προσωποποίηση της «κακής» Ανατολής είναι χώρα πολύ περισσότερο χριστιανική παρά μουσουλμανική. Οι άλλες τρεις όμως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την τοποθετήσουν στο ανατολικό στρατόπεδο, λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα. Ταυτόχρονα βέβαια, καμία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απόλυτα: μεγάλο μέρος της Ρωσίας είναι ευρωπαϊκό, ενώ η Δύση (θα ήθελε να) μετράει στο δικό της στρατόπεδο ως συμμάχους ενάντια στη Ρωσία και τις ορθόδοξες «ανατολικο-ρωμαϊκές» Ελλάδα και Βουλγαρία, το ασιατικό Ισραήλ, ή την πρώην ανατολική Πολωνία.

Οι παραδοσιακές αντιλήψεις επομένως χρησιμεύουν περισσότερο για να δίνουν «υποσυνείδητα» την εικόνα του που ανήκει μια χώρα, παρά για να δικαιολογηθεί ανοιχτά ο διαχωρισμός. Αν υπάρχει μια πιο επίσημη δικαιολόγηση, αυτή κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του πολιτικού συστήματος. Έτσι, τα αυταρχικά κράτη της Ρωσίας, της Κίνας ή του Ιράν ανήκουν στην Ανατολή, ενώ η Ουκρανία παρουσιάζεται ως η χώρα που τουλάχιστον προσπαθεί να εφαρμόσει ένα δυτικό σύστημα κοινοβουλευτικής εναλλαγής στην εξουσία – και να το υπερασπιστεί απέναντι στον ρωσικό αυταρχισμό. Σε αυτή τη λογική ταιριάζει και η πιο ουδέτερη στάση της Τουρκίας και της Ουγγαρίας, που μπορεί κάποιος να τη συνδέσει και με την αυταρχική τους στροφή.

Εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν είναι και τόσο έξυπνο από τη μεριά της Δύσης να ταυτίζει τον εαυτό της με ένα πολιτικό σύστημα που τις τελευταίες δεκαετίες σταθερά χάνει σε αξιοπιστία – και πείθει όλο και λιγότερο ακόμα και τους ίδιους τους πολίτες της ότι είναι πραγματικά δημοκρατικό, αν κρίνουμε από τα ποσοστά αποχής στις εκλογές. Επίσης, η στροφή στον αυταρχισμό είναι κάτι που παρατηρείται και στις δυτικές χώρες: και όχι με μόνους υπεύθυνους τους εκπρόσωπους του δεξιόστροφου «λαϊκισμού», αλλά ακόμα κι αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν σκοπό να τον πολεμήσουν (βλέπε π.χ. Μακρόν). Εξάλλου, στις πιο εχθρικές απέναντι στη Ρωσία χώρες, ανήκει και η Πολωνία, η οποία συγκαταλέγεται ταυτόχρονα και στις χώρες της «αυταρχικής στροφής».

Ίσως αντί να ψάχνουμε (πάλι) για τέτοιου είδους αντιθέσεις Δύσης-Ανατολής, να ήταν καλύτερο να αναγνωρίσουμε ότι, σε εποχές ιδεολογικής παρακμής, οι αντιθέσεις έχουν όλο και λιγότερο ιδεολογικό χαρακτήρα. Μπορεί να το δούμε απλά ως σύγκρουση ανάμεσα σε γεωπολιτικές συμμαχίες, οι οποίες δεν είναι μάλιστα καθόλου συμπαγείς. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πολλοί είναι υπερπρόθυμοι να μας εντάξουν στη μια συμμαχία (πάντα ήταν, αλλά ποτέ δεν ήταν ο αντίλογος τόσο αδύναμος όσο σήμερα). Αυτό είναι βέβαια κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Αλλά σε αυτήν τη συζήτηση, μάλλον δεν είναι χρήσιμο να μπλέκουμε εικόνες απαράλλακτης και διαχρονικής «Δύσης» ή «Ανατολής».

Αν όντως βαίνουμε προς έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Στην ουσία, η μόνη επιλογή που δίνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, είναι ανάμεσα στην άνευ όρων ένταξη στη γεωπολιτική συμμαχία της «Δύσης» και στην ουδετερότητα (κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά την ένταξη σε κάποια «Ανατολή»). Βλέπουμε εξάλλου και τα παραδείγματα γειτονικών χωρών που προσπαθούν να πειραματιστούν με την ουδετερότητα, όπως η Τουρκία, ενδεχομένως και η Σερβία. Είναι βέβαια μια εποχή που αυτή η ιδέα δεν ζει και τις καλύτερές της στιγμές: ποιος θα το φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι θα φτάναμε στο σημείο η Σουηδία να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση πρέπει να γίνει και μάλιστα δημόσια, γιατί όλοι θα υποστούμε τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής. Δεν μπορούμε να αφεθούμε πάλι στην τύχη ή τη συνήθεια.