Η Σφαγη των Αδανων και οι Νεοτουρκοι

Κλασσικό

Το 1915, η χρονιά της γενοκτονίας των Αρμενίων, είναι μαζί με το 1922 σημαδιακές χρονολογίες για τη Μικρά Ασία. Είναι αυτές που σφράγισαν το τέλος της μακραίωνης πολυθρησκευτικής της ταυτότητας: στην ουσία, την έκαναν, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, μια (σχεδόν) καθαρά μουσουλμανική χερσόνησο. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που οι Χριστιανοί Μικρασιάτες είχαν μπει στο στόχαστρο. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα υπήρξαν κι άλλα περιστατικά, με κορύφωση τις σφαγές των Αρμενίων από το 1894 ως το 1896, στα χρόνια του Αμπντουλχαμίντ Β’.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες και πιο γνωστές αντι-αρμενικές ενέργειες (1894-96 και 1915), μεσολάβησε και η σχετικά ξεχασμένη «Σφαγή των Αδάνων», το 1909. Το ιδιαίτερο με αυτήν είναι ότι έγινε σε μια μεταβατική περίοδο, από το «συντηρητικό» σουλτανικό καθεστώς στο «επαναστατικό» των Νεότουρκων. Πολλοί την είδαν ως υποκινούμενη από τη φιλο-σουλτανική αντίδραση· άλλοι πάλι καταλογίζουν ευθύνες και στους Νεότουρκους. Το σίγουρο είναι πως ήταν μια περίοδος ρευστή, όπου όλα έμοιαζαν πιθανά.

Άδανα: το γεωγραφικό-ιστορικό πλαίσιο

Τα Άδανα είναι μια από τις πιο ιστορικές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, με ρίζες που χάνονται μέσα στις χιλιετίες και φτάνουν μέχρι την ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κέντρο της περιοχής της Κιλικίας ή Τσουκούροβα, όπως την λένε οι Τούρκοι. Σήμερα, έχουν ήδη γίνει μια μεγαλούπολη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, η πέμπτη μεγαλύτερη της Τουρκίας.

Το βιλαέτι των Αδάνων στην ύστερη οθωμανική περίοδο, με τα πέντε σαντζάκια του. Πηγή εικόνας
Η ρωμαϊκή πέτρινη γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Σεϋχάν ή Σάρου, πολύ κοντά στο κέντρο των Αδάνων. Κατά μια παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε από τον Άδανο και τον Σάρο, γιους του Ουρανού και της Γαίας, αδελφούς του Κρόνου και της Ρέας και, κατά συνέπεια.. θείους του Δία και άλλων θεών του Ολύμπου. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στην πόλη και ο δεύτερος στον ποταμό.

Τα εύφορα εδάφη της μεγάλης πεδιάδας της Τσουκούροβα και τα νερά από τους ποταμούς που τη διασχίζουν, την έκαναν ήδη από την Αρχαιότητα σημαντική για τη γεωργία. Η σημασία της όμως μεγάλωσε απότομα λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη σε ένα γεγονός δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά: τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορούσε πια να προμηθευτεί το απαραίτητο για τη βιομηχανική υφαντουργία βαμβάκι από τον εμπόλεμο αμερικανικό Νότο. Η Κιλικία ήταν μια από τις περιοχές που κρίθηκαν κατάλληλες για να υποκαταστήσουν αυτή την παραγωγή. Η καλλιέργεια και (λίγο αργότερα) η επεξεργασία του βαμβακιού αναπτύχθηκαν ραγδαία στις επόμενες δεκαετίες.

Η συνέπεια ήταν ότι τα Άδανα γνώρισαν στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη. Δεκάδες χιλιάδες προσωρινοί κάτοικοι έρχονταν από άλλες μικρασιατικές επαρχίες, για να εργαστούν για μερικούς μήνες στη συγκομιδή ή την επεξεργασία του βαμβακιού. Όπως όμως συμβαίνει κατά κανόνα, ο πλούτος που παράχθηκε δεν κατανεμήθηκε ισότιμα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις εθνοτικές ισορροπίες της περιοχής, φαίνεται πως (δίκαια ή άδικα) δόθηκε η εντύπωση ότι οι Αρμένιοι επωφελήθηκαν δυσανάλογα, πλουτίζοντας εις βάρος των Μουσουλμάνων.

Στην επαρχία Αδάνων, η αναλογία πληθυσμού ανάμεσα σε Μουσουλμάνους (οι οποίοι δεν ήταν μόνο τουρκόφωνοι, αλλά και Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Άραβες, καθώς και.. Κρητικοί πρόσφυγες, ελληνόφωνοι) και Αρμένιους ήταν της τάξης του 2 προς 1, ενώ υπήρχαν και άλλες μικρότερες χριστιανικές κοινότητες (Έλληνες, Χαλδαίοι κ.λπ.). Ακόμα όμως μια ιδιαιτερότητα της Κιλικίας που αφορά τις τουρκο-αρμενικές σχέσεις, ήταν και η Ιστορία. Από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα, εδώ εκτεινόταν το αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, η «Μικρή Αρμενία» όπως ήταν γνωστή. Στην αυγή του 20ού αιώνα επομένως, όσο αναπτυσσόταν το αρμενικό εθνικό κίνημα, πολλοί Μουσουλμάνοι φοβόντουσαν πως ο κρυφός σκοπός των Αρμενίων ήταν η επανασύσταση αυτού του Βασιλείου· και, κατά συνέπεια, η δική τους εκδίωξη.

Το Γιαγ Τζαμί (Λαδένιο Τζαμί, λόγω χρώματος) είναι από τα παλιότερα κτίρια στο κέντρο των Αδάνων: είχε κτιστεί ως αρμένικη εκκλησία στα χρόνια του Βασιλείου της Κιλικίας (1198-1375 μ.Χ.).

Οι Νεότουρκοι και το «γεγονός της 31ης Μαρτίου»

Τον Ιούνιο του 1908, μια ομάδα Οθωμανών αξιωματικών με κέντρο τους τη Μακεδονία στασίασαν ενάντια στην κυβέρνηση, απαιτώντας την επαναφορά του Συντάγματος και του Κοινουβουλίου. Ήταν μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου (ΕΕΠ), γνωστότεροι και ως Νεότουρκοι. Αν δεν συμμορφωνόταν η σουλτανική κυβέρνηση, απειλούσαν να προελάσουν στην πρωτεύουσα. Με αυτό τον τρόπο, τελείωσαν τρεις δεκαετίες απολυταρχικής διακυβέρνησης του τελευταίου «πραγματικού» Σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β’, ο οποίος το 1878 είχε καταργήσει το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα. Σε όλη την Αυτοκρατορία, από τη Θεσσαλονίκη ως τη Μικρά Ασία, τα πλήθη ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς: Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι και Ρωμιοί βγήκαν με οθωμανικές σημαίες στους δρόμους. Μέσα σε λίγες ημέρες, επανήλθε το Σύνταγμα του 1876 και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου έγιναν γενικές εκλογές για την οθωμανική Βουλή.

Διαδήλωση υπέρ της Επανάστασης των Νεότουρκων και του Συντάγματος από την ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, με ελληνικές και οθωμανικές σημαίες. Πηγή εικόνας.

Οι ωραίες εικόνες πανηγυρισμών και συναδέλφωσης απέκρυψαν μια πραγματικότητα: ότι δεν ήταν όλοι στην Αυτοκρατορία το ίδιο χαρούμενοι με την αλλαγή. Πολλά μέλη της παλιάς οθωμανικής ελίτ, όπως οι ουλεμάδες ή μεγαλογαιοκτήμονες της μικρασιατικής επαρχίας, φοβόντουσαν (αναμενόμενα) ότι θα μπορούσαν να θιχτούν τα συμφέροντά τους. Η προοπτική απόλυτης εξίσωσης Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, την οποία υπόσχονταν οι επαναστάτες, μάλλον ερέθιζε όμως (επίσης αναμενόμενα) και μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών λαϊκών στρωμάτων.

Τι γινόταν λοιπόν εκείνη την εποχή σε μια μακρινή μικρασιατική πόλη, όπως τα Άδανα; Σε πρώτη φάση, κάποιοι (μάλλον αυτόκλητοι) υπερασπιστές της νεοτουρκικής επανάστασης συγκρότησαν το τοπικό παράρτημα της ΕΕΠ. Ταυτόχρονα όμως, διαμορφώθηκε και μια αντίπαλη συμμαχία, που συγκέντρωσε πολλούς απ’ όσους ανησυχούσαν για τη νέα τάξη.

Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι Αρμένιοι ένιωθαν πιο κοντά στο «προοδευτικό» στρατόπεδο. Η ξαφνική ελευθερία, οι διακηρύξεις περί ισότητας και συναδέλφωσης των εθνοτήτων, η κατάργηση νόμων που πρακτικά λειτουργούσαν ως διακρίσεις ενάντια στους μη Μουσουλμάνους (φόρος απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία, απαγόρευση οπλοφορίας), έδιναν ελπίδες για μια πραγματική ισοτιμία. Σε εθνικό επίπεδο εξάλλου, οι Νεότουρκοι συνομιλούσαν με το αρμενικό επαναστατικό κόμμα Ντασνάκ, όπως και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις των Χριστιανών της Αυτοκρατορίας (π.χ. τους φεντεραλιστές της Μακεδονίας).

Αρμένιοι φενταΐ (μαχητές) υπό το λάβαρο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, άλλως Ντασνάκ. Ο κοινός αγώνας ενάντια στο σουλτανικό καθεστώς έφερε το Ντασνάκ αρχικά κοντά στους Νεότουρκους, και στα πρώτα χρόνια μετά το 1908 οι δύο (νόμιμες πια) πολιτικές ομάδες διατηρούσαν σχέσεις μεταξύ τους. Πηγή εικόνας.

Από την άλλη, η αυξημένη αυτοπεποίθηση των Αρμενίων, μάλλον ανησύχησε πολλούς Μουσουλμάνους. Κάποια (σημαντικά ή ασήμαντα) περιστατικά, όπως θεατρικά έργα με αναφορά στο μεσαιωνικό αρμενικό βασίλειο, οι εκκλήσεις Αρμενίων ηγετών στον λαό τους να προμηθευτούν όπλα (για αυτοάμυνα), ενίσχυαν τέτοιες ανησυχίες. Βοήθησαν επίσης και τη διάδοση της φήμης ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν ένοπλη εξέγερση, προσπαθώντας να προκαλέσουν την επέμβαση ευρωπαϊκών χωρών και να νεκραναστήσουν τη μεσαιωνική «Μικρή Αρμενία». Η καχυποψία και η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες φούντωνε μέρα με τη μέρα.

Ενώ όμως γίνονταν όλα αυτά στη μακρινή επαρχία των Αδάνων, οι εξελίξεις έτρεχαν και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Απριλίου 1909 (31 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο, εξ’ ου και «γεγονός της 31ης Μαρτίου«), έγινε ένα είδος αντεπανάστασης, που έφερε ξανά στην εξουσία «παλαιοκαθεστωτικούς». Οι Νεότουρκοι αντεπιτέθηκαν γρήγορα και πήραν πάλι τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους στις 23 Απριλίου, εκθρονίζοντας τον Σουλτάνο και αντικαθιστώντας τον με τον αδελφό του. Η επανάσταση είχε σωθεί. Αυτό όμως δεν έφερε αυτόματα ηρεμία και στις επαρχίες.

Σφαγές σε δύο μέρη

Δεν είναι ξεκάθαρο με ποιον τρόπο ακριβώς το επεισόδιο επηρέασε την κατάσταση στα Άδανα. Είτε όμως υπήρξε συνωμοσία φιλο-σουλτανικών δυνάμεων, είτε απλά κινητοποιήθηκε κόσμος επειδή φάνηκε πόσο ευάλωτο ήταν το νέο καθεστώς των Νεότουρκων, το αποτέλεσμα ήταν ότι στο στόχαστρο μπήκαν (πάλι) οι Αρμένιοι. Η ένταση είχε ήδη ανεβεί κατακόρυφα λίγες μέρες νωρίτερα, όταν σε μια συμπλοκή δύο Μουσουλμάνοι είχαν σκοτωθεί από έναν Αρμένιο. Αν και ίσως έγινε σε αυτοάμυνα, σε τέτοια ατμόσφαιρα δεν υπήρχε περιθώριο για νηφάλια ανάλυση· ειδικά αφού ο δράστης εξαφανίστηκε μετά το φονικό στην αρμένικη συνοικία (πριν διαφύγει κατά κάποιους στην κοντινή Κύπρο) και δεν συνελήφθη ποτέ.

Στις 14 Απριλίου (2 Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο) πολλοί Μουσουλμάνοι, κάποιοι απ’ αυτούς μάλλον εποχιακοί εργάτες από την κοντινή επαρχία, εμφανίστηκαν στους δρόμους των Αδάνων οπλισμένοι με μαχαίρια και τσεκούρια. Όταν οι Αρμένιοι είδαν τον όχλο, φοβήθηκαν και έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Αυτό μάλλον περισσότερο ερέθισε τις μουσουλμανικές μάζες παρά τις ηρέμησε. Λίγο μετά άρχισαν οι επιθέσεις, με λεηλασίες μαγαζιών, φωτιές σε κτίρια – και δολοφονίες.

Οι Αρμένιοι οχυρώθηκαν στις δικές τους συνοικίες, ενώ πολλοί άμαχοι βρήκαν καταφύγιο σε εκκλησίες και σχολεία. Οι τοπικές οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις, αστυνομικοί, στρατιώτες ή έφεδροι, μάλλον αδιαφόρησαν (στην καλύτερη περίπτωση) για την προστασία του αρμενικού πληθυσμού. Οι ένοπλοι Αρμένιοι μαχητές όμως αντιστάθηκαν αρκετά πετυχημένα. Τελικά, η κατάσταση ηρέμησε κάπως στις 17 Απριλίου.

Κατεστραμμένα κτίρια στην πόλη των Αδάνων. Source: Ernst Jackh Papers, Rare Book & Manuscript Library, Columbia University in the City of New York. Photo by Craig Chandler / University Communication. Πηγή εικόνας

Αυτή η ειρήνη ήταν όμως πολύ σύντομη. Η σχετικά επιτυχημένη αυτοάμυνα των Αρμένηδων έμοιαζε να επιβεβαιώνει τις φήμες ότι υπήρχε σχέδιο ένοπλης εξέγερσης. Η ατμόσφαιρα άρχισε να επηρεάζει ακόμα και πολλούς Τούρκους που μέχρι τότε είχαν αμφίρροπη ή ακόμα και φιλο-αρμενική στάση. Πιο εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή στη στάση της τοπικής ηγεσίας των Νεότουρκων (χωρίς να είναι καθαρό αν υπήρχε σχετική συνεννόηση με Κωνσταντινούπολη), η οποία πλέον όχι μόνο συμμετείχε στην αντι-αρμενική προπαγάνδα, άλλα έγινε και ο κυριότερος εκφραστής της.

Η εφημερίδα Ιτιντάλ εκδιδόταν από την τοπική ηγεσία των Νεότουρκων. Κατά πολλούς, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα του δεύτερου κύματος σφαγών, με τα αρμενοφοβικά δημοσιεύματά της στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο σφαγές. Πηγή εικόνας

Η κεντρική κυβέρνηση έστειλε παράλληλα τρία τάγματα στην πόλη, για να διατηρήσουν την ειρήνη. Στις 25 Απριλίου όμως, αυτά δέχτηκαν πυροβολισμούς από άγνωστη κατεύθυνση. Στην φορτισμένη ατμόσφαιρα της στιγμής, οι πυροβολισμοί αποδόθηκαν σε Αρμένιους μαχητές (κατοπινές έρευνες έδειξαν πως αυτό ήταν μάλλον πρακτικά αδύνατο). Ήταν το σύνθημα για ξεκινήσει ένας νέος γύρος πιο άγριων σφαγών, με θύματα μεταξύ άλλων και τους άμαχους που είχαν καταφύγει σε σχολεία και εκκλησίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, συμμετείχαν ενεργά και τακτικοί στρατιώτες από τα νεοαφιχθείσα τάγματα, τα οποία υποτίθεται πως ήταν εκεί για να προστατεύσουν τον πληθυσμό.

Αυτός ο δεύτερος γύρος βιαιοπραγιών, ο οποίος δε συνάντησε την οργανωμένη αντίσταση που είχε βρει ο πρώτος, ήταν πολύ πιο αιματηρός. Σε συνδυασμό με τις σφαγές που είχαν ήδη γίνει παράλληλα με τον πρώτο γύρο και σε χωριά ή μικρότερες πόλεις της περιοχής, ο συνολικός αριθμός θυμάτων προσέγγισε τις 20.000. Η μέχρι πρόσφατα ακμαία αρμενική κοινότητα των Αδάνων αποδεκατίστηκε – δε θα ανέκαμπτε ποτέ πια.

Αρμένιοι που επέζησαν της σφαγής, ανάμεσα στα ερείπια. Πηγή εικόνας

Ο μεγάλος αριθμός θυμάτων και η οργή Αρμενίων και ξένων ανάγκασε τελικά τη νεοτουρκική κυβέρνηση να παρέμβει πολύ πιο ενεργά. Ήταν όμως μια παρέμβαση αμφιλεγόμενη και ασταθής, η οποία κατέληξε να δεχτεί κριτική απ’ όλες τις πλευρές. Είναι αλήθεια βέβαια ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση: σχεδόν όλοι οι τοπικοί Μουσουλμάνοι μάρτυρες (συντηρητικοί ή «νεωτεριστές») επέμεναν ότι επρόκειτο για μια απρόκλητη επίθεση των Αρμενίων, με σκοπό να οδηγήσουν σε ξένη επέμβαση. Από την άλλοι, οι Αρμένιοι προύχοντες ήταν απόλυτοι όσον αφορά την αρμενική αθωότητα και έριχναν το φταίξιμο σε ντόπιους Μουσουλμάνους, υπό την επιρροή των φιλοσουλτανικών αντεπαναστατών.

Στρατοδικεία και ερευνητικές επιτροπές κατέληξαν σε αντιφατικά αποτελέσματα, που οδήγησαν αρχικά στην εκτέλεση 6 Αρμενίων (!) και 9 Μουσουλμάνων. Οι Αρμένιοι δεν μπορούσαν βέβαια να το καταπιούν έτσι απλά. Έμοιαζε σαν να τιμωρούνταν οι ίδιοι, επειδή τόλμησαν να αμυνθούν για τις ζωές τους. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες, και στα Άδανα και στη μακρινή Κωνσταντινούπολη.

Η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Στα μέσα του καλοκαιριού περίπου, διορίστηκε κυβερνήτης των Αδάνων ο Τζεμάλ Πασάς. Δεν πρόκειται για συνωνυμία: δεν ήταν άλλος από το μετέπειτα μέλος της ηγετικής τριανδρίας των Νεότουρκων το 1913-1918, αυτής δηλαδή που η Ιστορία κατέγραψε ως υπεύθυνη για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Από τραγική ειρωνεία, όχι μόνο αυτός ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά το έκανε και με τρόπο που του έδωσε τη φήμη μιας.. φιλοαρμενικής και αντι-μουσουλμανικής στάσης.

Ο Αχμέτ Τζεμάλ, πιο γνωστός ως Τζεμάλ Πασάς (1872-1922), διορισμένος κυβερνήτης των Αδάνων λίγο μετά τις σφαγές και μετέπειτα μέλος της τριανδρίας (μαζί με τον Ενβέρ και Ταλαάτ), που κυβέρνησε δικτατορικά την Τουρκία στο διάστημα 1913-1918. Πηγή εικόνας

Πράγματι, η ρητορική περί «αρμενικής ανταρσίας» εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον από ανθρώπους σαν τον Τζεμάλ. Εξάλλου, η ίδια η οθωμανική Βουλή κήρυξε την αθωότητα των Αρμενίων. Ακόμα μερικές δεκάδες άτομα οδηγήθηκαν στην κρεμάλα, αυτή τη φορά όλοι Μουσουλμάνοι. Πολλοί περισσότεροι φυλακίστηκαν, επίσης στην μεγάλη πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μουσουλμανική κοινότητα των Αδάνων, και μάλλον έκανε τον Τζεμάλ να χάσει πολλές συμπάθειες.

Παρόλα αυτά, και παρότι υπήρξαν ποινές ακόμα και για τους Μουσουλμάνους προύχοντες των Αδάνων, τελικά αυτές ήταν αρκετά ήπιες (στέρηση αξιωμάτων ή εξορία για κάποιο διάστημα, φυλάκιση ενός μήνα κ.λπ.) ή δεν εφαρμόστηκαν και πολύ. Φαίνεται ότι η έντονη μουσουλμανική αντίδραση προβλημάτισε την ακόμα ευάλωτη νεοτουρκική ηγεσία και αυτή δεν πίεσε άλλο τα πράγματα. Η υπόθεση τελείωσε κάπου εκεί, και με τις δύο κοινότητες να αισθάνονται αδικημένες και ανασφαλείς.

Αντιφάσεις και χαμένες ελπίδες

Όπως είπαμε και στην αρχή, η σφαγή των Αδάνων μεσολάβησε ανάμεσα σε δύο πολύ μεγαλύτερες αντι-αρμενικές βιαιότητες: τις σφαγές του 1894-96 και τη Γενοκτονία του 1915. Μοιάζει επομένως κάπως περίεργο να επιλέγουμε σήμερα, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, να ασχοληθούμε ειδικά με αυτή.

Μπορεί όμως η ιστορική σημασία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται. Για τους Αρμένιους, λογικά θα τραυμάτισε την όποια πίστη ή ελπίδα είχαν στο νέο καθεστώς (αν και το Ντασνάκ συνέχισε κάποια μορφή συνεργασίας ή επαφής με την ΕΕΠ και τα επόμενα χρόνια). Για τους Νεότουρκους, δεν αποκλείεται να επηρέασε σημαντικά τη μελλοντική στάση τους στο αρμενικό ζήτημα. Υπάρχουν δύο κύρια στοιχεία που φάνηκαν μέσα από τα γεγονότα των Αδάνων, και πιθανόν να τους ανησύχησαν: από τη μια, η αρχικά πετυχημένη αυτοάμυνα των Αρμενίων, που έδειξε τις δυνατότητές τους, και από την άλλη, η άκαμπτη αντι-αρμενική στάση των μουσουλμανικών μαζών και τοπικών ελίτ, στην αποδοχή των οποίων βασίζονταν και οι Νεότουρκοι.

Ακριβώς επειδή τα γεγονότα μοιάζουν να είναι ένα σημείο καμπής στην πορεία προς το τραγικό τέλος που ξέρουμε, έχουν ενδιαφέρον και για εμάς που δεν είμαστε επαγγελματίες ιστορικοί. Ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε, που μας είναι χρήσιμα και σήμερα;

Η μία σκέψη είναι ότι υπάρχει κάτι νομοτελειακό σε όλα αυτά. Όπου έχουμε εθνο-θρησκευτική ανάμιξη, θα έχουμε αργά ή γρήγορα και αιματοχυσία, τουλάχιστον εφόσον σχηματίστηκαν ήδη καθαρές ταυτότητες και έχει φουντώσει το εθνικό αίσθημα. Το πιο συγκλονιστικό και σκληρό μαζί, όταν διαβάζουμε για τις λεπτομέρειες της σφαγής των Αδάνων, δεν είναι τόσο τα ίδια τα γεγονότα ή το πώς φτάσαμε σε αυτά – είναι το πώς αντιμετωπίστηκαν αφού έγιναν. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι Μουσουλμάνοι της περιοχής -παραδοσιακοί ή νεωτεριστές- παρουσιάζονται σίγουροι ότι ήταν μια αρμένικη επίθεση εναντίον τους και δεν δείχνουν ίχνος μεταμέλειας. Φαίνονται να μην μπορούν καν να κατανοήσουν γιατί η κυβέρνησή τιμωρεί όσους συμμετείχαν. Ο τρόπος που είδαν τα γεγονότα είναι τόσο ριζικά διαφορετικός από το αφήγημα των Αρμενίων, που η όποια προσπάθεια της νεοτουρκικής κυβέρνησης να τα συμβιβάσει και να ηρεμήσει τα πλήθη μοιάζει από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Σε τέτοιες συνθήκες, η συμβίωση μοιάζει αδύνατη· και όπως ξέρουμε, αυτή τελικά χάθηκε οριστικά μόλις 6 χρόνια αργότερα.

Η άλλη σκέψη πάει σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Με άλλα πρόσωπα, με λίγο διαφορετικές συνθήκες ή συσχετισμούς, θα μπορούσε η ζυγαριά να γείρει προς την άλλη μεριά και η Ιστορία να ακολουθήσει άλλη πορεία – ακόμα και για τους Νεότουρκους. Κάποιοι αναφέρουν για παράδειγμα τον κυβερνήτη της Καισάρειας, που την ίδια περίοδο αντιμετώπισε ανάλογη κατάσταση, αλλά με τη θαρραλέα και αποφασιστική στάση του κατάφερε να μην ανοίξει ρουθούνι στην επαρχία του. Βλέποντας ταυτόχρονα και το πώς έπραξε ως κυβερνήτης κάποιος σαν τον Τζεμάλ Πασά, και τις αντιφάσεις του τόσο στη διάρκεια της θητείας του όσο και με τη συνέχεια (θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συμβολίζουν τις γενικότερες αντιφάσεις των Νεότουρκων), δύσκολα μπορούμε πια να μιλήσουμε για νομοτέλειες. Η προσπάθεια για μια νέα συμβίωση στη Μικρά Ασία, σε πιο γερές βάσεις από το παρελθόν, ίσως να είχε πιθανότητες επιτυχίας, αν υπήρχαν τα κατάλληλα πρόσωπα, αν ήταν άλλο το διεθνές πλαίσιο, αν στη μάχη των ιδεών επικρατούσαν άλλες.

Με τις περιορισμένες μας γνώσεις και τη μεγάλη χρονική απόσταση, δύσκολα μπορούμε να κρίνουμε ποια από τις δύο σκέψεις είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η πρώτη αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση (και στη συγκεκριμένη περίπτωση των Αρμενίων, εξόντωση). Η δεύτερη, δίνει δυνατότητες για το καλύτερο και το χειρότερο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να συγκρατήσουμε, όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις σήμερα.

Βιβλιογραφία

  • Der Matossian, Bedross (2011) «From Bloodless Revolution to Bloody Counterrevolution: The Adana Massacres of 1909,» Genocide Studies and Prevention: An International Journal: Vol. 6: Iss. 2: Article 6.
    Διαθέσιμο στο: https://digitalcommons.usf.edu/gsp/vol6/iss2/6
  • Bedross Der Matossian The Horrors of Adana (YouTube)
  • Uçar, Onder (2021). The Massacres of 1909: Violence in Revolutionary Context in Adana and its Hinterland.
  • Bjørnlund, Matthias (2010): Adana and Beyond: Revolution and Massacre in the Ottoman Empire Seen Through Danish Eyes, 1908/9. Haigazian Armenological Review, Vol. 30, p. 125-156.
  • Woods, H. Charles (1911). «The Armenian Massacres of April, 1909»The Danger Zone of Europe: Changes and Problems in the Near East. Boston: Little, Brown. p. 127.
  • Çi̇çek, Kemal (2012). The Power of Rumours in the Making of History: The Case of the Adana Incident of 1909 in the Ottoman Empire. Belleten, 76(), 951-972. doi:10.37879/belleten.2012.951

Ντονμεδες: αναμεσα στο ισλαμ και τον εβραϊσμο

Κλασσικό

Στη σύγχρονη Τουρκία, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να «αποκαλύπτεται» δημόσια η εβραϊκή ταυτότητα γνωστών προσώπων – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πολιτικούς εχθρούς. Ένα από τα πιο διαδεδομένα βιβλία στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια αφορούσε τις υποτιθέμενες εβραϊκές ρίζες του Ερντογάν και της γυναίκας του – «προφανώς» μέρος μιας εβραϊκής συνωμοσίας για να αποδυναμωθεί η Τουρκία μέσω της διάλυσης του κοσμικού συστήματος. Αντίστοιχα από την άλλη πλευρά, εκδόθηκαν βιβλία που «αποδείκνυαν» την εβραϊκή ταυτότητα μελών της κοσμικής ελίτ, ενώ ήδη από παλιά υπάρχει σε ισλαμιστικούς κύκλους η φήμη, με βάση την οποία ο κρυπτο-Εβραίος Ατατούρκ ως μέρος (μιας ακόμα) εβραϊκής συνομωσίας διέλυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Χαλιφάτο.

Σίγουρα η αντιεβραϊκή συνωμοσιολογία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της τουρκικής κοινωνίας. Υπάρχει όμως ίσως και κάποιος ιστορικός λόγος, που η κατηγορία περί κρυπτο-εβραϊκότητας επανέρχεται τόσο συχνά στον τούρκικο δημόσιο λόγο;

Ο Σαμπετάι Σεβί κι οι ακόλουθοί του

Η οθωμανική Σμύρνη τον 17ο αιώνα μετατρεπόταν από μια μικρή κι ασήμαντη, καθαρά τουρκική-μουσουλμανική πόλη, σε ένα αναπτυσσόμενο εμπορικό κέντρο της Αυτοκρατορίας, με πολυθρησκευτικό και πολυεθνικό χαρακτήρα. Στο τέλος του αιώνα οι μη μουσουλμανικές κοινότητες ήδη ήταν το μισό του συνολικού πληθυσμού της πόλης.

Σ’ αυτήν την πόλη γεννήθηκε ο Σαμπετάι Σεβί (1626-1676), ραββίνος στην τοπική εβραϊκή κοινότητα. Διαδεδομένα τότε στην Αυτοκρατορία ήταν διάφορα θρησκευτικά κινήματα με ετερόδοξο χαρακτήρα. Σ’ αυτό το περιβάλλον, ο Σαμπετάι «αποκαλύφθηκε» το 1648 στους Εβραίους οπαδούς του ως ο Μεσσίας. Ταξιδεύοντας συνεχώς στις οθωμανικές κτήσεις, επέκτεινε την επιρροή του σε πολλά σημαντικά εβραϊκά κέντρα της εποχής: Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη, Ιερουσαλήμ.

Ο Σαμπετάι Σεβί. Πηγή: www.thejc.com

Ο Σαμπετάι Σεβί.
Πηγή: http://www.thejc.com

Αυτή η εξέλιξη δεν άρεσε φυσικά στους άλλους Εβραίους ραββίνους, που προσπάθησαν να τον πολεμήσουν με ότι μέσο διέθεταν. Όταν το 1665 ο Σαμπετάι εκδηλώθηκε και δημόσια ως Μεσσίας, αυτό ανησύχησε ακόμα και την οθωμανική διοίκηση. Οι οθωμανικές αρχές τον συνέλαβαν και του δόθηκε η επιλογή, είτε να εκτελεστεί, είτε να πραγματοποιήσει ένα θαύμα (ως απόδειξη του ότι είναι Μεσσίας), είτε να προσχωρήσει στο Ισλάμ. Ο Σαμπετάι επέλεξε το τελευταίο – και στο εξής θα άκουγε στο όνομα Αζίζ Μεχμέτ.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχασε και την επαφή με όλους τους οπαδούς του. Αν και πολλοί απογοητεύτηκαν και τον εγκατέλειψαν, άλλοι τον ακολούθησαν στην προσχώρηση στο Ισλάμ. Κρυφά ακολουθούσαν ένα μάλλον συγκρητιστικό δόγμα, βασισμένο σ’ έναν κατάλογο με 18 εντολές και με επιρροές τόσο από τον εβραϊκό όσο και το μουσουλμανικό μυστικισμό. Οι άνθρωποι αυτοί, πρώην Εβραίοι και νυν Μουσουλμάνοι (τουλάχιστον επιφανειακά), ονομάστηκαν από τον έξω κόσμο Ντονμέδες (δηλαδή αποστάτες), αν κι οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Μααμινίμ (=πιστοί). Έμελλε να επιβιώσουν ως ομάδα τουλάχιστον για μερικούς αιώνες.

Από το θάνατο του Σεβί μέχρι τους Νεότουρκους

Όταν ο Σαμπετάι Σεβί πέθανε, οι Ντονμέδες δεν αριθμούσαν πάνω από μερικές εκατοντάδες οικογένειες: κυρίως στην Αδριανούπολη, τη Σμύρνη και την Προύσα. Η κοινότητα μεγάλωσε όμως στη συνέχεια χάρη σε νέους εξισλαμισμούς, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αυτή θα γινόταν σύμβολο για τους Ντονμέδες, σε σημείο που στα τούρκικα η λέξη «Σελανικλί» (Σαλονικιός) να γίνει συνώνυμη του Ντονμέ.

Το Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη, κτισμένο το 1902, ήταν χώρος λατρείας κυρίως για τους ντονμέδες, μέχρι και την ανταλλαγή πληθυσμών. Σήμερα χρησιμοποιείται ως Αρχαιολογικό Μουσείο.

Το Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη, κτισμένο το 1902, ήταν χώρος λατρείας κυρίως για τους ντονμέδες, μέχρι και την ανταλλαγή πληθυσμών. Σήμερα χρησιμοποιείται ως Αρχαιολογικό Μουσείο.

Τμήμα της διακόσμησης από το Γενί Τζαμί: η ομοιότητα με το αστέρι του Δαβίδ μπορεί να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.

Τμήμα της διακόσμησης από το Γενί Τζαμί: η ομοιότητα με το αστέρι του Δαβίδ μπορεί να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.

Η μυστικότητα των θρησκευτικών τους πρακτικών (ανάλογη με άλλες ετερόδοξες κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως οι Αλεβίτες) σημαίνει ότι δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτές σήμερα. Φαίνεται ότι τηρούσαν τόσο εβραϊκές όσο και μουσουλμανικές παραδόσεις, με συνέπεια να τους βλέπουν κι οι δύο κοινότητες με δυσπιστία: οι Εβραίοι τους θεωρούσαν αποστάτες, ενώ οι Μουσουλμάνοι αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια του εξισλαμισμού τους. Σαν γλώσσα στις θρησκευτικές τους λειτουργίες φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν αρχικά τα εβραϊκά, μετά τα εβραιο-ισπανικά (Λαντίνο) και τέλος (στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) τα τούρκικα.

Σύντομα μετά το θάνατο του Σαμπετάι Σεβί, οι Ντονμέδες διασπάστηκαν σε τρεις υπο-ομάδες. Για αιώνες, παντρευόντουσαν μόνο μεταξύ τους: φαίνεται μάλιστα ότι γάμοι γίνονταν μόνο στους κόλπους της κάθε υπο-ομάδας. Λειτουργούσαν δηλαδή σαν εντελώς κλειστές κοινότητες. Στη Θεσσαλονίκη ζούσαν στη δική τους συνοικία, ανάμεσα στις εβραϊκές και τις μουσουλμανικές, και είχαν δικό τους νεκροταφείο και σχολεία. Πολλοί δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα του εμπορίου, έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην παιδεία και γενικά πολλοί ανέβηκαν κοινωνικά. Στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται ότι υπήρχαν πάνω από 10.000 ντονμέδες στη Θεσσαλονίκη.

Ενδιαφέρον είναι το ότι αρκετοί Ντονμέδες συμμετείχαν στις επαναστατικές διεργασίες της ύστερης οθωμανικής περιόδου – ίσως όχι περίεργο, για μια κοινότητα της οποίας η ίδια η δημιουργία είχε επαναστατικά χαρακτηριστικά. Παράδειγμα είναι το κίνημα των Νεότουρκων: ο Δρ. Ναζίμ ήταν ένας από τους κύριους ιδεολόγους του κινήματος, ενώ ο Μεχμέτ Τζαβίντ Μπέης έφτασε μέχρι και τη θέση του Υπουργού Οικονομικών στη νεοτουρκική κυβέρνηση – κι οι δυο ήταν απόγονοι γνωστών ντονμέδικων οικογενειών. Φαίνεται ότι πολλοί Ντονμέδες έτειναν προς την υποστήριξη του διαχωρισμού κράτους-θρησκείας και του προοδευτικού τουρκικού εθνικισμού: ακόμα μια αναλογία με άλλες ετερόδοξες κοινότητες όπως οι Αλεβίτες. Αυτό πάντως μάλλον συνέβαλε στην εχθρότητα εναντίον τους από συντηρητικούς Μουσουλμάνους, ενώ από την άλλη οι πιο ρατσιστές εθνικιστές δύσκολα τους δέχονταν, λόγω του «μη τούρκικου αίματός» τους.

Οι Ντονμέδες στη σύγχρονη Τουρκία

Στην ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, οι Ντονμέδες θεωρήθηκαν ως Μουσουλμάνοι κι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη, με πιο συχνούς προορισμούς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Το κατά πόσο επιβιώνουν μέχρι σήμερα ως κοινότητα, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, αφού οι ίδιοι προτιμούν να αποφεύγουν τη δημοσιότητα. Γενικά πάντως επιδίωξαν την πλήρη ένταξή τους στο νέο τούρκικο έθνος, μάλιστα άρχισαν να παντρεύονται κι εκτός της κοινότητάς τους, με άλλους Τούρκους μουσουλμάνους. Και, θεωρητικά τουλάχιστον, το νέο κοσμικό πλαίσιο της Τουρκικής Δημοκρατίας του Ατατούρκ έδωσε και στους Ντονμέδες τη δυνατότητα να γίνουν αποδεκτοί ως πλήρες μέλος του τουρκικού έθνους.

Το νεκροταφείο Μπιουλμπιουλντερέ στο Σκούταρι της Κωνσταντινούπολης, όπου θάφτηκαν πολλοί από τους Ντονμέδες που ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη κατά την ανταλλαγή. Σε αντίθεση με άλλα μουσουλμανικά νεκροταφεία, κάποιοι τάφοι έχουν φωτογραφίες των νεκρών. Πηγή: www.uskudaristanbul.com

Το νεκροταφείο Μπιουλμπιουλντερέ στο Σκούταρι της Κωνσταντινούπολης, όπου θάφτηκαν πολλοί από τους Ντονμέδες που ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη κατά την ανταλλαγή. Σε αντίθεση με άλλα μουσουλμανικά νεκροταφεία, κάποιοι τάφοι έχουν φωτογραφίες των νεκρών.
Πηγή: http://www.uskudaristanbul.com

Κι όμως, το 1942 οι διακρίσεις εναντίον τους εμφανίστηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο. Εκείνη τη χρονιά επιβλήθηκε ο Φόρος Κεφαλαίου. Θεωρητικά δικαιολογήθηκε με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την επιβολή του όμως, οι πολίτες της Δημοκρατίας χωρίστηκαν – παρά τις διακηρύξεις περί ισότητας – σε τρεις κατηγορίες: τους Μουσουλμάνους, τους μη-Μουσουλμάνους και τους Ντονμέδες. Οι μη-Μουσουλμάνοι πλήρωσαν το τετραπλάσιο ποσοστό ως φόρο σε σχέση με τους Μουσουλμάνους, ενώ οι Ντονμέδες το διπλάσιο.

Η διαφορετική φορολόγηση των Ντονμέδων σε σχέση τόσο με τους Μουσουλμάνους όσο και με τους αλλόθρησκους, λέει πολλά. Δείχνει ότι οι τούρκικες ελίτ δεν τους έριχναν στο ίδιο επίπεδο με τους Χριστιανούς ή τους Εβραίους, αλλά δεν τους εμπιστευόντουσαν κι εντελώς ως ομοεθνείς. Στη συνέχεια αυτός ο φόρος καταργήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, είναι ενδιαφέρον όχι μόνο ότι υπήρξε αλλά και το πώς εφαρμόστηκε: πώς ήξεραν οι τούρκικες αρχές ποιος είναι ντονμές, από την στιγμή που αυτοί δεν υπήρχαν καν ως αναγνωρισμένη θρησκευτική κοινότητα;

Αυτή ήταν μάλλον η πρώτη και τελευταία φορά που το τούρκικο κράτος αντιμετώπισε τους Ντονμέδες ως ξεχωριστή ομάδα. Πάντως η δυσπιστία απέναντι τους δεν εξαφανίστηκε ούτε μετά τον πόλεμο – ιδιαίτερα ακροδεξιοί εθνικιστές ή ισλαμιστές επιτίθενται κατά καιρούς στους Ντονμέδες, τους οποίους εντάσσουν μαζί με άλλες ομάδες (Εβραίοι, Μασώνοι κ.λπ.) σε υποτιθέμενες αντιτουρκικές ή αντιμουσουλμανικές συνωμοσίες. Απ’ αυτές δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει κι η κατηγορία ότι ο ίδιος ο Ατατούρκ είχε ντονμεδική καταγωγή – εξάλλου ήταν και Θεσσαλονικιός.

Η ύπαρξη ομάδων όπως οι Ντονμέδες, ή και άλλων όπως οι Λινοπάμπακοι στην Κύπρο ή οι Μπεκτασήδες, δείχνει πόσο σύνθετη ήταν τελικά η θρησκευτική ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επίσης, το ότι έγιναν συστατικό μέρος του νέου τούρκικου έθνους, δείχνει πόσο πολύπλοκο πράγμα είναι η σύγχρονη τούρκικη ταυτότητα. Και πόσο αφελής είναι η συνηθισμένη σε μας αντίληψη «ο Τούρκος είναι Τούρκος» –  ο (σύγχρονος) Τούρκος κάθε άλλο παρά απλά Τούρκος είναι.


Βιβλιογραφία:

  • Jacob M. Landau (2007): The Dönmes – Crypto-Jews under Turkish Rule (σύνδεσμος)
  • Rifat Bali (The Dönmes or Crypto-Jews of Turkey (σύνδεσμος)
  • Marc Baer (2010): The Dönme – Jewish Converts, Muslim Revolutionaries, and Secular Turks.
  • Klaus Kreiser, Christoph K. Neumann (2008): Kleine Geschichte der Türkei.