Η Σφαγη των Αδανων και οι Νεοτουρκοι

Κλασσικό

Το 1915, η χρονιά της γενοκτονίας των Αρμενίων, είναι μαζί με το 1922 σημαδιακές χρονολογίες για τη Μικρά Ασία. Είναι αυτές που σφράγισαν το τέλος της μακραίωνης πολυθρησκευτικής της ταυτότητας: στην ουσία, την έκαναν, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, μια (σχεδόν) καθαρά μουσουλμανική χερσόνησο. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που οι Χριστιανοί Μικρασιάτες είχαν μπει στο στόχαστρο. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα υπήρξαν κι άλλα περιστατικά, με κορύφωση τις σφαγές των Αρμενίων από το 1894 ως το 1896, στα χρόνια του Αμπντουλχαμίντ Β’.

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες και πιο γνωστές αντι-αρμενικές ενέργειες (1894-96 και 1915), μεσολάβησε και η σχετικά ξεχασμένη «Σφαγή των Αδάνων», το 1909. Το ιδιαίτερο με αυτήν είναι ότι έγινε σε μια μεταβατική περίοδο, από το «συντηρητικό» σουλτανικό καθεστώς στο «επαναστατικό» των Νεότουρκων. Πολλοί την είδαν ως υποκινούμενη από τη φιλο-σουλτανική αντίδραση· άλλοι πάλι καταλογίζουν ευθύνες και στους Νεότουρκους. Το σίγουρο είναι πως ήταν μια περίοδος ρευστή, όπου όλα έμοιαζαν πιθανά.

Άδανα: το γεωγραφικό-ιστορικό πλαίσιο

Τα Άδανα είναι μια από τις πιο ιστορικές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, με ρίζες που χάνονται μέσα στις χιλιετίες και φτάνουν μέχρι την ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κέντρο της περιοχής της Κιλικίας ή Τσουκούροβα, όπως την λένε οι Τούρκοι. Σήμερα, έχουν ήδη γίνει μια μεγαλούπολη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, η πέμπτη μεγαλύτερη της Τουρκίας.

Το βιλαέτι των Αδάνων στην ύστερη οθωμανική περίοδο, με τα πέντε σαντζάκια του. Πηγή εικόνας
Η ρωμαϊκή πέτρινη γέφυρα ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Σεϋχάν ή Σάρου, πολύ κοντά στο κέντρο των Αδάνων. Κατά μια παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε από τον Άδανο και τον Σάρο, γιους του Ουρανού και της Γαίας, αδελφούς του Κρόνου και της Ρέας και, κατά συνέπεια.. θείους του Δία και άλλων θεών του Ολύμπου. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στην πόλη και ο δεύτερος στον ποταμό.

Τα εύφορα εδάφη της μεγάλης πεδιάδας της Τσουκούροβα και τα νερά από τους ποταμούς που τη διασχίζουν, την έκαναν ήδη από την Αρχαιότητα σημαντική για τη γεωργία. Η σημασία της όμως μεγάλωσε απότομα λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη σε ένα γεγονός δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά: τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορούσε πια να προμηθευτεί το απαραίτητο για τη βιομηχανική υφαντουργία βαμβάκι από τον εμπόλεμο αμερικανικό Νότο. Η Κιλικία ήταν μια από τις περιοχές που κρίθηκαν κατάλληλες για να υποκαταστήσουν αυτή την παραγωγή. Η καλλιέργεια και (λίγο αργότερα) η επεξεργασία του βαμβακιού αναπτύχθηκαν ραγδαία στις επόμενες δεκαετίες.

Η συνέπεια ήταν ότι τα Άδανα γνώρισαν στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα μια αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη. Δεκάδες χιλιάδες προσωρινοί κάτοικοι έρχονταν από άλλες μικρασιατικές επαρχίες, για να εργαστούν για μερικούς μήνες στη συγκομιδή ή την επεξεργασία του βαμβακιού. Όπως όμως συμβαίνει κατά κανόνα, ο πλούτος που παράχθηκε δεν κατανεμήθηκε ισότιμα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις εθνοτικές ισορροπίες της περιοχής, φαίνεται πως (δίκαια ή άδικα) δόθηκε η εντύπωση ότι οι Αρμένιοι επωφελήθηκαν δυσανάλογα, πλουτίζοντας εις βάρος των Μουσουλμάνων.

Στην επαρχία Αδάνων, η αναλογία πληθυσμού ανάμεσα σε Μουσουλμάνους (οι οποίοι δεν ήταν μόνο τουρκόφωνοι, αλλά και Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Άραβες, καθώς και.. Κρητικοί πρόσφυγες, ελληνόφωνοι) και Αρμένιους ήταν της τάξης του 2 προς 1, ενώ υπήρχαν και άλλες μικρότερες χριστιανικές κοινότητες (Έλληνες, Χαλδαίοι κ.λπ.). Ακόμα όμως μια ιδιαιτερότητα της Κιλικίας που αφορά τις τουρκο-αρμενικές σχέσεις, ήταν και η Ιστορία. Από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα, εδώ εκτεινόταν το αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, η «Μικρή Αρμενία» όπως ήταν γνωστή. Στην αυγή του 20ού αιώνα επομένως, όσο αναπτυσσόταν το αρμενικό εθνικό κίνημα, πολλοί Μουσουλμάνοι φοβόντουσαν πως ο κρυφός σκοπός των Αρμενίων ήταν η επανασύσταση αυτού του Βασιλείου· και, κατά συνέπεια, η δική τους εκδίωξη.

Το Γιαγ Τζαμί (Λαδένιο Τζαμί, λόγω χρώματος) είναι από τα παλιότερα κτίρια στο κέντρο των Αδάνων: είχε κτιστεί ως αρμένικη εκκλησία στα χρόνια του Βασιλείου της Κιλικίας (1198-1375 μ.Χ.).

Οι Νεότουρκοι και το «γεγονός της 31ης Μαρτίου»

Τον Ιούνιο του 1908, μια ομάδα Οθωμανών αξιωματικών με κέντρο τους τη Μακεδονία στασίασαν ενάντια στην κυβέρνηση, απαιτώντας την επαναφορά του Συντάγματος και του Κοινουβουλίου. Ήταν μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου (ΕΕΠ), γνωστότεροι και ως Νεότουρκοι. Αν δεν συμμορφωνόταν η σουλτανική κυβέρνηση, απειλούσαν να προελάσουν στην πρωτεύουσα. Με αυτό τον τρόπο, τελείωσαν τρεις δεκαετίες απολυταρχικής διακυβέρνησης του τελευταίου «πραγματικού» Σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β’, ο οποίος το 1878 είχε καταργήσει το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα. Σε όλη την Αυτοκρατορία, από τη Θεσσαλονίκη ως τη Μικρά Ασία, τα πλήθη ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς: Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι και Ρωμιοί βγήκαν με οθωμανικές σημαίες στους δρόμους. Μέσα σε λίγες ημέρες, επανήλθε το Σύνταγμα του 1876 και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου έγιναν γενικές εκλογές για την οθωμανική Βουλή.

Διαδήλωση υπέρ της Επανάστασης των Νεότουρκων και του Συντάγματος από την ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, με ελληνικές και οθωμανικές σημαίες. Πηγή εικόνας.

Οι ωραίες εικόνες πανηγυρισμών και συναδέλφωσης απέκρυψαν μια πραγματικότητα: ότι δεν ήταν όλοι στην Αυτοκρατορία το ίδιο χαρούμενοι με την αλλαγή. Πολλά μέλη της παλιάς οθωμανικής ελίτ, όπως οι ουλεμάδες ή μεγαλογαιοκτήμονες της μικρασιατικής επαρχίας, φοβόντουσαν (αναμενόμενα) ότι θα μπορούσαν να θιχτούν τα συμφέροντά τους. Η προοπτική απόλυτης εξίσωσης Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, την οποία υπόσχονταν οι επαναστάτες, μάλλον ερέθιζε όμως (επίσης αναμενόμενα) και μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών λαϊκών στρωμάτων.

Τι γινόταν λοιπόν εκείνη την εποχή σε μια μακρινή μικρασιατική πόλη, όπως τα Άδανα; Σε πρώτη φάση, κάποιοι (μάλλον αυτόκλητοι) υπερασπιστές της νεοτουρκικής επανάστασης συγκρότησαν το τοπικό παράρτημα της ΕΕΠ. Ταυτόχρονα όμως, διαμορφώθηκε και μια αντίπαλη συμμαχία, που συγκέντρωσε πολλούς απ’ όσους ανησυχούσαν για τη νέα τάξη.

Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι Αρμένιοι ένιωθαν πιο κοντά στο «προοδευτικό» στρατόπεδο. Η ξαφνική ελευθερία, οι διακηρύξεις περί ισότητας και συναδέλφωσης των εθνοτήτων, η κατάργηση νόμων που πρακτικά λειτουργούσαν ως διακρίσεις ενάντια στους μη Μουσουλμάνους (φόρος απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία, απαγόρευση οπλοφορίας), έδιναν ελπίδες για μια πραγματική ισοτιμία. Σε εθνικό επίπεδο εξάλλου, οι Νεότουρκοι συνομιλούσαν με το αρμενικό επαναστατικό κόμμα Ντασνάκ, όπως και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις των Χριστιανών της Αυτοκρατορίας (π.χ. τους φεντεραλιστές της Μακεδονίας).

Αρμένιοι φενταΐ (μαχητές) υπό το λάβαρο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, άλλως Ντασνάκ. Ο κοινός αγώνας ενάντια στο σουλτανικό καθεστώς έφερε το Ντασνάκ αρχικά κοντά στους Νεότουρκους, και στα πρώτα χρόνια μετά το 1908 οι δύο (νόμιμες πια) πολιτικές ομάδες διατηρούσαν σχέσεις μεταξύ τους. Πηγή εικόνας.

Από την άλλη, η αυξημένη αυτοπεποίθηση των Αρμενίων, μάλλον ανησύχησε πολλούς Μουσουλμάνους. Κάποια (σημαντικά ή ασήμαντα) περιστατικά, όπως θεατρικά έργα με αναφορά στο μεσαιωνικό αρμενικό βασίλειο, οι εκκλήσεις Αρμενίων ηγετών στον λαό τους να προμηθευτούν όπλα (για αυτοάμυνα), ενίσχυαν τέτοιες ανησυχίες. Βοήθησαν επίσης και τη διάδοση της φήμης ότι οι Αρμένιοι ετοίμαζαν ένοπλη εξέγερση, προσπαθώντας να προκαλέσουν την επέμβαση ευρωπαϊκών χωρών και να νεκραναστήσουν τη μεσαιωνική «Μικρή Αρμενία». Η καχυποψία και η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες φούντωνε μέρα με τη μέρα.

Ενώ όμως γίνονταν όλα αυτά στη μακρινή επαρχία των Αδάνων, οι εξελίξεις έτρεχαν και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Στις 12 Απριλίου 1909 (31 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο, εξ’ ου και «γεγονός της 31ης Μαρτίου«), έγινε ένα είδος αντεπανάστασης, που έφερε ξανά στην εξουσία «παλαιοκαθεστωτικούς». Οι Νεότουρκοι αντεπιτέθηκαν γρήγορα και πήραν πάλι τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους στις 23 Απριλίου, εκθρονίζοντας τον Σουλτάνο και αντικαθιστώντας τον με τον αδελφό του. Η επανάσταση είχε σωθεί. Αυτό όμως δεν έφερε αυτόματα ηρεμία και στις επαρχίες.

Σφαγές σε δύο μέρη

Δεν είναι ξεκάθαρο με ποιον τρόπο ακριβώς το επεισόδιο επηρέασε την κατάσταση στα Άδανα. Είτε όμως υπήρξε συνωμοσία φιλο-σουλτανικών δυνάμεων, είτε απλά κινητοποιήθηκε κόσμος επειδή φάνηκε πόσο ευάλωτο ήταν το νέο καθεστώς των Νεότουρκων, το αποτέλεσμα ήταν ότι στο στόχαστρο μπήκαν (πάλι) οι Αρμένιοι. Η ένταση είχε ήδη ανεβεί κατακόρυφα λίγες μέρες νωρίτερα, όταν σε μια συμπλοκή δύο Μουσουλμάνοι είχαν σκοτωθεί από έναν Αρμένιο. Αν και ίσως έγινε σε αυτοάμυνα, σε τέτοια ατμόσφαιρα δεν υπήρχε περιθώριο για νηφάλια ανάλυση· ειδικά αφού ο δράστης εξαφανίστηκε μετά το φονικό στην αρμένικη συνοικία (πριν διαφύγει κατά κάποιους στην κοντινή Κύπρο) και δεν συνελήφθη ποτέ.

Στις 14 Απριλίου (2 Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο) πολλοί Μουσουλμάνοι, κάποιοι απ’ αυτούς μάλλον εποχιακοί εργάτες από την κοντινή επαρχία, εμφανίστηκαν στους δρόμους των Αδάνων οπλισμένοι με μαχαίρια και τσεκούρια. Όταν οι Αρμένιοι είδαν τον όχλο, φοβήθηκαν και έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Αυτό μάλλον περισσότερο ερέθισε τις μουσουλμανικές μάζες παρά τις ηρέμησε. Λίγο μετά άρχισαν οι επιθέσεις, με λεηλασίες μαγαζιών, φωτιές σε κτίρια – και δολοφονίες.

Οι Αρμένιοι οχυρώθηκαν στις δικές τους συνοικίες, ενώ πολλοί άμαχοι βρήκαν καταφύγιο σε εκκλησίες και σχολεία. Οι τοπικές οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις, αστυνομικοί, στρατιώτες ή έφεδροι, μάλλον αδιαφόρησαν (στην καλύτερη περίπτωση) για την προστασία του αρμενικού πληθυσμού. Οι ένοπλοι Αρμένιοι μαχητές όμως αντιστάθηκαν αρκετά πετυχημένα. Τελικά, η κατάσταση ηρέμησε κάπως στις 17 Απριλίου.

Κατεστραμμένα κτίρια στην πόλη των Αδάνων. Source: Ernst Jackh Papers, Rare Book & Manuscript Library, Columbia University in the City of New York. Photo by Craig Chandler / University Communication. Πηγή εικόνας

Αυτή η ειρήνη ήταν όμως πολύ σύντομη. Η σχετικά επιτυχημένη αυτοάμυνα των Αρμένηδων έμοιαζε να επιβεβαιώνει τις φήμες ότι υπήρχε σχέδιο ένοπλης εξέγερσης. Η ατμόσφαιρα άρχισε να επηρεάζει ακόμα και πολλούς Τούρκους που μέχρι τότε είχαν αμφίρροπη ή ακόμα και φιλο-αρμενική στάση. Πιο εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή στη στάση της τοπικής ηγεσίας των Νεότουρκων (χωρίς να είναι καθαρό αν υπήρχε σχετική συνεννόηση με Κωνσταντινούπολη), η οποία πλέον όχι μόνο συμμετείχε στην αντι-αρμενική προπαγάνδα, άλλα έγινε και ο κυριότερος εκφραστής της.

Η εφημερίδα Ιτιντάλ εκδιδόταν από την τοπική ηγεσία των Νεότουρκων. Κατά πολλούς, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα του δεύτερου κύματος σφαγών, με τα αρμενοφοβικά δημοσιεύματά της στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο σφαγές. Πηγή εικόνας

Η κεντρική κυβέρνηση έστειλε παράλληλα τρία τάγματα στην πόλη, για να διατηρήσουν την ειρήνη. Στις 25 Απριλίου όμως, αυτά δέχτηκαν πυροβολισμούς από άγνωστη κατεύθυνση. Στην φορτισμένη ατμόσφαιρα της στιγμής, οι πυροβολισμοί αποδόθηκαν σε Αρμένιους μαχητές (κατοπινές έρευνες έδειξαν πως αυτό ήταν μάλλον πρακτικά αδύνατο). Ήταν το σύνθημα για ξεκινήσει ένας νέος γύρος πιο άγριων σφαγών, με θύματα μεταξύ άλλων και τους άμαχους που είχαν καταφύγει σε σχολεία και εκκλησίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, συμμετείχαν ενεργά και τακτικοί στρατιώτες από τα νεοαφιχθείσα τάγματα, τα οποία υποτίθεται πως ήταν εκεί για να προστατεύσουν τον πληθυσμό.

Αυτός ο δεύτερος γύρος βιαιοπραγιών, ο οποίος δε συνάντησε την οργανωμένη αντίσταση που είχε βρει ο πρώτος, ήταν πολύ πιο αιματηρός. Σε συνδυασμό με τις σφαγές που είχαν ήδη γίνει παράλληλα με τον πρώτο γύρο και σε χωριά ή μικρότερες πόλεις της περιοχής, ο συνολικός αριθμός θυμάτων προσέγγισε τις 20.000. Η μέχρι πρόσφατα ακμαία αρμενική κοινότητα των Αδάνων αποδεκατίστηκε – δε θα ανέκαμπτε ποτέ πια.

Αρμένιοι που επέζησαν της σφαγής, ανάμεσα στα ερείπια. Πηγή εικόνας

Ο μεγάλος αριθμός θυμάτων και η οργή Αρμενίων και ξένων ανάγκασε τελικά τη νεοτουρκική κυβέρνηση να παρέμβει πολύ πιο ενεργά. Ήταν όμως μια παρέμβαση αμφιλεγόμενη και ασταθής, η οποία κατέληξε να δεχτεί κριτική απ’ όλες τις πλευρές. Είναι αλήθεια βέβαια ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση: σχεδόν όλοι οι τοπικοί Μουσουλμάνοι μάρτυρες (συντηρητικοί ή «νεωτεριστές») επέμεναν ότι επρόκειτο για μια απρόκλητη επίθεση των Αρμενίων, με σκοπό να οδηγήσουν σε ξένη επέμβαση. Από την άλλοι, οι Αρμένιοι προύχοντες ήταν απόλυτοι όσον αφορά την αρμενική αθωότητα και έριχναν το φταίξιμο σε ντόπιους Μουσουλμάνους, υπό την επιρροή των φιλοσουλτανικών αντεπαναστατών.

Στρατοδικεία και ερευνητικές επιτροπές κατέληξαν σε αντιφατικά αποτελέσματα, που οδήγησαν αρχικά στην εκτέλεση 6 Αρμενίων (!) και 9 Μουσουλμάνων. Οι Αρμένιοι δεν μπορούσαν βέβαια να το καταπιούν έτσι απλά. Έμοιαζε σαν να τιμωρούνταν οι ίδιοι, επειδή τόλμησαν να αμυνθούν για τις ζωές τους. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες, και στα Άδανα και στη μακρινή Κωνσταντινούπολη.

Η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Στα μέσα του καλοκαιριού περίπου, διορίστηκε κυβερνήτης των Αδάνων ο Τζεμάλ Πασάς. Δεν πρόκειται για συνωνυμία: δεν ήταν άλλος από το μετέπειτα μέλος της ηγετικής τριανδρίας των Νεότουρκων το 1913-1918, αυτής δηλαδή που η Ιστορία κατέγραψε ως υπεύθυνη για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Από τραγική ειρωνεία, όχι μόνο αυτός ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να αποδώσει δικαιοσύνη, αλλά το έκανε και με τρόπο που του έδωσε τη φήμη μιας.. φιλοαρμενικής και αντι-μουσουλμανικής στάσης.

Ο Αχμέτ Τζεμάλ, πιο γνωστός ως Τζεμάλ Πασάς (1872-1922), διορισμένος κυβερνήτης των Αδάνων λίγο μετά τις σφαγές και μετέπειτα μέλος της τριανδρίας (μαζί με τον Ενβέρ και Ταλαάτ), που κυβέρνησε δικτατορικά την Τουρκία στο διάστημα 1913-1918. Πηγή εικόνας

Πράγματι, η ρητορική περί «αρμενικής ανταρσίας» εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον από ανθρώπους σαν τον Τζεμάλ. Εξάλλου, η ίδια η οθωμανική Βουλή κήρυξε την αθωότητα των Αρμενίων. Ακόμα μερικές δεκάδες άτομα οδηγήθηκαν στην κρεμάλα, αυτή τη φορά όλοι Μουσουλμάνοι. Πολλοί περισσότεροι φυλακίστηκαν, επίσης στην μεγάλη πλειοψηφία τους Μουσουλμάνοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μουσουλμανική κοινότητα των Αδάνων, και μάλλον έκανε τον Τζεμάλ να χάσει πολλές συμπάθειες.

Παρόλα αυτά, και παρότι υπήρξαν ποινές ακόμα και για τους Μουσουλμάνους προύχοντες των Αδάνων, τελικά αυτές ήταν αρκετά ήπιες (στέρηση αξιωμάτων ή εξορία για κάποιο διάστημα, φυλάκιση ενός μήνα κ.λπ.) ή δεν εφαρμόστηκαν και πολύ. Φαίνεται ότι η έντονη μουσουλμανική αντίδραση προβλημάτισε την ακόμα ευάλωτη νεοτουρκική ηγεσία και αυτή δεν πίεσε άλλο τα πράγματα. Η υπόθεση τελείωσε κάπου εκεί, και με τις δύο κοινότητες να αισθάνονται αδικημένες και ανασφαλείς.

Αντιφάσεις και χαμένες ελπίδες

Όπως είπαμε και στην αρχή, η σφαγή των Αδάνων μεσολάβησε ανάμεσα σε δύο πολύ μεγαλύτερες αντι-αρμενικές βιαιότητες: τις σφαγές του 1894-96 και τη Γενοκτονία του 1915. Μοιάζει επομένως κάπως περίεργο να επιλέγουμε σήμερα, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, να ασχοληθούμε ειδικά με αυτή.

Μπορεί όμως η ιστορική σημασία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται. Για τους Αρμένιους, λογικά θα τραυμάτισε την όποια πίστη ή ελπίδα είχαν στο νέο καθεστώς (αν και το Ντασνάκ συνέχισε κάποια μορφή συνεργασίας ή επαφής με την ΕΕΠ και τα επόμενα χρόνια). Για τους Νεότουρκους, δεν αποκλείεται να επηρέασε σημαντικά τη μελλοντική στάση τους στο αρμενικό ζήτημα. Υπάρχουν δύο κύρια στοιχεία που φάνηκαν μέσα από τα γεγονότα των Αδάνων, και πιθανόν να τους ανησύχησαν: από τη μια, η αρχικά πετυχημένη αυτοάμυνα των Αρμενίων, που έδειξε τις δυνατότητές τους, και από την άλλη, η άκαμπτη αντι-αρμενική στάση των μουσουλμανικών μαζών και τοπικών ελίτ, στην αποδοχή των οποίων βασίζονταν και οι Νεότουρκοι.

Ακριβώς επειδή τα γεγονότα μοιάζουν να είναι ένα σημείο καμπής στην πορεία προς το τραγικό τέλος που ξέρουμε, έχουν ενδιαφέρον και για εμάς που δεν είμαστε επαγγελματίες ιστορικοί. Ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε, που μας είναι χρήσιμα και σήμερα;

Η μία σκέψη είναι ότι υπάρχει κάτι νομοτελειακό σε όλα αυτά. Όπου έχουμε εθνο-θρησκευτική ανάμιξη, θα έχουμε αργά ή γρήγορα και αιματοχυσία, τουλάχιστον εφόσον σχηματίστηκαν ήδη καθαρές ταυτότητες και έχει φουντώσει το εθνικό αίσθημα. Το πιο συγκλονιστικό και σκληρό μαζί, όταν διαβάζουμε για τις λεπτομέρειες της σφαγής των Αδάνων, δεν είναι τόσο τα ίδια τα γεγονότα ή το πώς φτάσαμε σε αυτά – είναι το πώς αντιμετωπίστηκαν αφού έγιναν. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι Μουσουλμάνοι της περιοχής -παραδοσιακοί ή νεωτεριστές- παρουσιάζονται σίγουροι ότι ήταν μια αρμένικη επίθεση εναντίον τους και δεν δείχνουν ίχνος μεταμέλειας. Φαίνονται να μην μπορούν καν να κατανοήσουν γιατί η κυβέρνησή τιμωρεί όσους συμμετείχαν. Ο τρόπος που είδαν τα γεγονότα είναι τόσο ριζικά διαφορετικός από το αφήγημα των Αρμενίων, που η όποια προσπάθεια της νεοτουρκικής κυβέρνησης να τα συμβιβάσει και να ηρεμήσει τα πλήθη μοιάζει από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Σε τέτοιες συνθήκες, η συμβίωση μοιάζει αδύνατη· και όπως ξέρουμε, αυτή τελικά χάθηκε οριστικά μόλις 6 χρόνια αργότερα.

Η άλλη σκέψη πάει σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Με άλλα πρόσωπα, με λίγο διαφορετικές συνθήκες ή συσχετισμούς, θα μπορούσε η ζυγαριά να γείρει προς την άλλη μεριά και η Ιστορία να ακολουθήσει άλλη πορεία – ακόμα και για τους Νεότουρκους. Κάποιοι αναφέρουν για παράδειγμα τον κυβερνήτη της Καισάρειας, που την ίδια περίοδο αντιμετώπισε ανάλογη κατάσταση, αλλά με τη θαρραλέα και αποφασιστική στάση του κατάφερε να μην ανοίξει ρουθούνι στην επαρχία του. Βλέποντας ταυτόχρονα και το πώς έπραξε ως κυβερνήτης κάποιος σαν τον Τζεμάλ Πασά, και τις αντιφάσεις του τόσο στη διάρκεια της θητείας του όσο και με τη συνέχεια (θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συμβολίζουν τις γενικότερες αντιφάσεις των Νεότουρκων), δύσκολα μπορούμε πια να μιλήσουμε για νομοτέλειες. Η προσπάθεια για μια νέα συμβίωση στη Μικρά Ασία, σε πιο γερές βάσεις από το παρελθόν, ίσως να είχε πιθανότητες επιτυχίας, αν υπήρχαν τα κατάλληλα πρόσωπα, αν ήταν άλλο το διεθνές πλαίσιο, αν στη μάχη των ιδεών επικρατούσαν άλλες.

Με τις περιορισμένες μας γνώσεις και τη μεγάλη χρονική απόσταση, δύσκολα μπορούμε να κρίνουμε ποια από τις δύο σκέψεις είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η πρώτη αναπόφευκτα οδηγεί στη σύγκρουση (και στη συγκεκριμένη περίπτωση των Αρμενίων, εξόντωση). Η δεύτερη, δίνει δυνατότητες για το καλύτερο και το χειρότερο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να συγκρατήσουμε, όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις σήμερα.

Βιβλιογραφία

  • Der Matossian, Bedross (2011) «From Bloodless Revolution to Bloody Counterrevolution: The Adana Massacres of 1909,» Genocide Studies and Prevention: An International Journal: Vol. 6: Iss. 2: Article 6.
    Διαθέσιμο στο: https://digitalcommons.usf.edu/gsp/vol6/iss2/6
  • Bedross Der Matossian The Horrors of Adana (YouTube)
  • Uçar, Onder (2021). The Massacres of 1909: Violence in Revolutionary Context in Adana and its Hinterland.
  • Bjørnlund, Matthias (2010): Adana and Beyond: Revolution and Massacre in the Ottoman Empire Seen Through Danish Eyes, 1908/9. Haigazian Armenological Review, Vol. 30, p. 125-156.
  • Woods, H. Charles (1911). «The Armenian Massacres of April, 1909»The Danger Zone of Europe: Changes and Problems in the Near East. Boston: Little, Brown. p. 127.
  • Çi̇çek, Kemal (2012). The Power of Rumours in the Making of History: The Case of the Adana Incident of 1909 in the Ottoman Empire. Belleten, 76(), 951-972. doi:10.37879/belleten.2012.951

Απ’ τον Τιγρη στον Ευφρατη – κι απ’ το Κουρδισταν στη Μεσογειο

Κλασσικό

Αν μας ρωτούσαν σε ποιο κράτος ανήκει σήμερα η ιστορική γη της Μεσοποταμίας, πολλοί θα την ταύτιζαν με το Ιράκ. Δε θα είχαν απόλυτο άδικο, αφού η χώρα είναι αυτό που είναι χάρη στους δύο ποταμούς που τη διατρέχουν από Βορρά ως Νότο, τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Κάποιοι θα θυμόντουσαν και τη Συρία. Η εύφορη κοιλάδα του Ευφράτη διασχίζει το ανατολικό μισό της χώρας, χαρίζοντας απρόσμενα ζωή στην έρημο.

Οι περισσότεροι όμως μάλλον θα ξεχνούσαν το κράτος, από το οποίο πηγάζουν και οι δύο ποταμοί: την Τουρκία. Μια νοτιοανατολική γωνιά της χώρας ανήκει κι αυτή στη Μεσοποταμία. Μάλλον όχι τυχαία, είναι και από τα πιο εθνικά ανάμικτα και διαφιλονικούμενα μέρη της Τουρκίας. Κούρδοι, Τούρκοι, Άραβες, παλιότερα και Αρμένηδες, Ασσύριοι και Γιαζιντίτες, μοιράζονται μια γη φορτωμένη με Ιστορία όσο ελάχιστες άλλες περιοχές του κόσμου.

Στη διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο ξεκινάμε από τα ανατολικά, τις όχθες του Τίγρη στο Βόρειο Κουρδιστάν, και κατευθυνόμαστε προς τα δυτικά. Περνάμε και τον Ευφράτη, αλλά συνεχίζουμε ακόμα πιο δυτικά. Αφού διασχίσουμε ψηλά βουνά, φτάνουμε στην εύφορη πεδιάδα της Κιλικίας. Από εκεί, καταλήγουμε στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, στον Κόλπο της Μερσίνης.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία είναι το Ντιγιάρμπακιρ, η αρχαία Αμίδα – «Αμέντ» ονομάζουν και σήμερα την πόλη πολλοί Κούρδοι. Η άτυπη πρωτεύουσα του (Βόρειου) Κουρδιστάν είναι μια ωραία, αλλά παράξενη πόλη. Αυτός είναι μάλλον ο χαρακτηρισμός που της ταιριάζει καλύτερα. Για να ξεκινήσουμε με τα εύκολα, παράξενη είναι ακόμα και η γεωγραφία της. Το ιστορικό κέντρο της πόλης δεν βρίσκεται.. κεντρικά, αλλά στη νοτιοανατολική άκρη του αστικού ιστού. Κλεισμένο μέσα στα ρωμαϊκά τείχη από βασάλτη, το Σουρ (έτσι ονομάζεται η παλιά πόλη) γειτνιάζει άμεσα με την κοιλάδα του Τίγρη. Είναι ίσως λογικό ότι η πόλη δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί εις βάρος των εύφορων εδαφών της κοιλάδας. Μάλλον δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εξάπλωση του αστικού ιστού βόρεια και δυτικά του κέντρου.

Τα βασάλτινα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ: η νότια πλευρά.
Η κοιλάδα του Τίγρη, όπως φαίνεται από τα νότια τείχη. Πάνω αριστερά διακρίνεται λίγο ο ποταμός, μαζί με την πέτρινη γέφυρα.
Ο Τίγρης με την παλιά πέτρινη γέφυρα, χτισμένη κι αυτή από βασάλτη όπως σχεδόν όλα τα ιστορικά κτίρια στο Ντιγιάρμπακιρ.
Όπως και σε τόσες άλλες πόλεις της Τουρκίας, η νέα εκτός των τειχών πόλη αποτελείται κυρίως από καινούριες ψηλές πολυκατοικίες. Εδώ, πολυσύχναστος πεζόδρομος στην περιοχή του Οφίς.

Ας πάμε όμως τώρα στα πιο δύσκολα. Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ότι πρώτη πολιτική δύναμη στην πόλη είναι, αναμενόμενα, το αριστερό-φιλοκουρδικό HDP. Παρ’ όλα αυτά, περπατώντας στους δρόμους του Ντιγιάρμπακιρ, θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει ένα σύμβολο αυτού του κόμματος. Αντίθετα, τον περασμένο Οκτώβρη θα έβλεπε παντού την εικόνα του μισητού εχθρού, του Ερντογάν, ο οποίος ετοίμαζε τότε επίσκεψη στην πόλη. Επίσης, πολύ κεντρικά και ορατά είναι τα γραφεία του αντιπολιτευόμενου κεμαλικού CHP, ακόμα και του εθνικιστικού Καλού Κόμματος (ιδιαίτερα το τελευταίο, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι βρίσκει εύκολα ακροατήριο στους Κούρδους). Ο εκλεγμένος από τον λαό δήμαρχος του HDP έχει απομακρυνθεί από τη θέση του, κατηγορούμενος για «διασυνδέσεις με την τρομοκρατία». Ο αντικαταστάτης του είναι διορισμένος από την κυβέρνηση στην Άγκυρα, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.

Τα γκρουπ των τουριστών που έρχονται για να θαυμάσουν τα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ, συνοδεύονται από γιγαντοαφίσες του Ερντογάν (αριστερά) και του κυβερνώντος κόμματος (δεξιά). Τα κιγκλιδώματα της αστυνομίας παντού, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις ότι δε βρίσκεται σε μια τυχαία πόλη της Τουρκίας, αλλά σε μια περιοχή υπό καθεστώς που μοιάζει με στρατιωτική κατοχή.

Η ιστορία αυτή κρύβει ακόμα περισσότερη καταπίεση, απ’ ό,τι θα δει κάποιος με την πρώτη ματιά. Μεγάλο μέρος της εντός των τειχών πόλης έχει σχεδόν ισοπεδωθεί και η πρόσβαση σε αυτό είναι απαγορευμένη. Πριν 7 χρόνια, εδώ είχαν στηθεί οδοφράγματα και ο τουρκικός στρατός αντάλλαζε πυρά με το ΡΚΚ. Μετά την (αιματηρή) επικράτησή του, ο Ερντογάν αποφάσισε ότι η παλιά πόλη πρέπει να ξανακτιστεί με νέα πρότυπα και να αξιοποιηθεί τουριστικά. Είναι μια ευγενοποίηση, η οποία γίνεται με κρατικό σχέδιο και κυριολεκτικά με τη βία: μια μέθοδος, με την οποία το τουρκικό κράτος αντιμετώπιζε συχνά αυτή την παραμεθόρια περιοχή, που είχε την ατυχή συνήθεια να μιλάει διαφορετική γλώσσα (ή γλώσσες) από την επίσημη.

Μεγάλο μέρος του κατεστραμμένου, ανατολικού κυρίως, τμήματος του Σουρ, βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία ανοικοδόμησης. Τουρκική σημαία, εικόνα του Ατατούρκ, του Ερντογάν και της TOKİ, δίνουν το ιδεολογικό στίγμα αυτής της ανοικοδόμησης, ενώ δίπλα διαφημίζονται συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, αφήνοντας ίσως μια εντύπωση ειρήνευσης.
Ο Άγιος Κήρυκος (Σουρπ Γκιραγκός) στο Σουρ θεωρείται η μεγαλύτερη αρμένικη εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Για έναν αιώνα παρατημένη και υπό κατάρρευση, ανοικοδομήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, για να καταστραφεί πάλι (εν μέρει) κατά τις συγκρούσεις του 2015. Το τουρκικό κράτος την κατέσχεσε κι αυτή όπως μεγάλο μέρος του Σουρ, προκαλώντας αντιδράσεις στις αρμένικες κοινότητες και όχι μόνο. Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν αυτή τη χρονιά και η εκκλησία είναι πάλι ανοιχτή στο κοινό.
Η ανοικοδόμηση του Σουρ στοχεύει και στην τουριστική αξιοποίησή του, και οι νέες καφετέριες στην Οδό Γενίκαπι (πάντα συνοδευόμενες από τουρκικές σημαίες) στοχεύουν προφανώς και στον εξευγενισμό της εικόνας του.

Το δυτικό τμήμα του Σουρ καλύπτεται ακόμα από φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα κτίρια, όπου τα παιδιά παίζουν στα στενά μαζί με γάτες και κότες – αν και η ευγενοποίηση αρχίζει σιγά σιγά να εξαπλώνεται κι εδώ. Λίγα βήματα πιο πέρα, τα γκρουπ των (ακόμα κυρίως Τούρκων) τουριστών τριγυρίζουν θαυμάζοντας το Ουλού Τζαμί, το Χασάν Πασά Χάνι και τη θέα από τα τείχη. Πάντως, δεν λείπουν και σκόρπια στοιχεία που δείχνουν ίσως κάποια μορφή αντίστασης. Η πορεία του κουρδικού κινήματος μπορεί να μην οδηγήσει τελικά στην ανεξαρτησία, ίσως ούτε καν στον δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Σίγουρα όμως δεν τελείωσε το 2015, ό,τι κι αν θέλουν να ελπίζουν οι ιθύνοντες στην Άγκυρα.

Σοκάκι σε γειτονιά του Σουρ, κοντά στη συριοορθόδοξη εκκλησία Μεριέμ Ανά.
Ακόμα πάντως και στις φτωχογειτονιές του δυτικού Σουρ έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν τέτοια μαγαζιά.
Οι τουρίστες συρρέουν στο Ντιγιάρμπακιρ μεταξύ άλλων και για το (όντως ιδιαίτερο) Ουλού Τζαμί, στο κέντρο του Σουρ.
Το Σουλουκλού Χάνι είναι μικρότερο, λιγότερο τουριστικό και (κατά την άποψή μου) περισσότερο συμπαθητικό από το γειτονικό Χασάν Πασά Χάνι. Χρειάζεται πάντως κάποια προσπάθεια για να το εντοπίσεις.
Ενδιαφέρον έχει κι αυτή η πινακίδα με πληροφορίες για το Σουλουκλού Χάνι και ιδιαίτερα η επιλογή των γλωσσών: ξεκινάει (μάλλον) με αραμαϊκά, συνεχίζει με αρμένικα, αραβικά, κουρδικά (πιθανόν Κουρμαντζί και Ζαζά) και αφήνει τελευταία τα τουρκικά. Μπορεί η σειρά να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.
Σαββατόβραδο στο κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ: δύο μουσικοί του δρόμου τραγουδούν στα κούρδικα. Oι περαστικοί έχουν στήσει χορό στο πεζοδρόμιο, που μεγαλώνει όσο περνά η ώρα.

Φεύγοντας από το Ντιγιάρμπακιρ και διασχίζοντας τις κοντινές εξοχές, αντιλαμβάνεται κάποιος έναν ακόμα λόγο για τον οποίο η περιοχή είναι μια από τις πιο φτωχές της Τουρκίας, εκτός από τους ιστορικούς/εθνοτικούς/πολιτικούς. Αχανείς εκτάσεις καλύπτονται με μεγάλες σκούρες πέτρες από βασάλτη, και είναι μάλλον χρήσιμες μόνο για εκτατική κτηνοτροφία. Εκεί όπου έχει επιχειρηθεί μια γεωργική αξιοποίηση, οι σωροί από πέτρες στα χωράφια δείχνουν πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Όσο βέβαια πλησιάζουμε προς την Ούρφα, αρχίζουν να πυκνώνουν στην εικόνα του τοπίου οι γνωστές μας μεσογειακές καλλιέργειες: σιτηρά, φιστικιές ελιές. Στον δρόμο, τα λεωφορεία που έρχονται από το Κουρδιστάν, θα σταματήσουν σε μπλόκα του στρατού ή της αστυνομίας, όπου θα ελεγχθούν οι ταυτότητες όλων των επιβατών. Το ίδιο το τουρκικό κράτος μοιάζει να θέλει να δείξει πως αυτή η περιοχή δεν είναι μια φυσιολογική περιοχή της Τουρκίας.

Τέτοιες απέραντες εκτάσεις καλυμμένες με πέτρες είναι χαρακτηριστική εικόνα στον δρόμο από Ντιγιάρμπακιρ προς Σιβερέκ.

Στην Ούρφα έχουμε ήδη απομακρυνθεί από τις πιο «καθαρές» κουρδικές περιοχές. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι πρόκειται για μια εθνοτικά ομοιογενή τουρκική πόλη. Στην πόλη μιλιούνται ως μητρικές γλώσσες τουρκικά, κουρδικά και αραβικά. Το υψηλό ποσοστό Αράβων δεν οφείλεται μόνο στην πρόσφατη μετανάστευση Συρίων: στην Ούρφα έχει παραμείνει από τα οθωμανικά χρόνια, μπορεί να είναι και η πιο μεγάλη εθνοτική ομάδα. Είναι ίσως ένας ακόμα από τους λόγους που η πόλη έχει τη φήμη της πιο «μεσανατολίτικης» πόλης της Τουρκίας. Όπως και να έχει, και παρά αυτή την πολυεθνική σύνθεση, η συντηρητική Ούρφα παραμένει προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ.

«Εμείς είμαστε η Τουρκία», διαβάζει ο ταξιδιώτης μόλις φτάνει στη Σανλίουρφα, στον σταθμό των λεωφορείων. Αναλογιζόμενος πάντως το υψηλό ποσοστό μη τουρκόφωνων στον πληθυσμό της πόλης, πιθανόν να προβληματιστεί για τη σκοπιμότητα της επιγραφής.
Μια από τις εισόδους της φημισμένης κεντρικής αγοράς της Ούρφα.

Αν και όλοι την αποκαλούν απλά «Ούρφα», το πλήρες επίσημο όνομα της πόλης είναι Σανλίουρφα. Το επίθετο «Σανλί» σημαίνει ιερή και προστέθηκε πριν μερικές δεκαετίες. Ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλούμενη, στην πόλη υπάρχει όντως μια ιερή ατμόσφαιρα. Κι αυτό δεν είναι μόνο γιατί ο πληθυσμός της είναι πολύ θρήσκος – αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε τουρκικές επαρχιακές πόλεις. Η πόλη θεωρείται γενέτειρα του Αβραάμ, και στο σημείο όπου γεννήθηκε υπάρχει σήμερα ένα συγκρότημα από τζαμιά, το οποίο προσελκύει καθημερινά πλήθη προσκυνητών και τουριστών. Η περιοχή ονομάζεται Μπαλικλίγκιολ, δηλαδή λίμνη των ψαριών. Και όντως, στο πάρκο που συνοδεύει τα τζαμιά υπάρχουν λίμνες με έναν εντυπωσιακό πληθυσμό σε ψάρια, τα οποία η παράδοση θέλει επίσης.. ιερά.

Στη σπηλιά εδώ στο κέντρο της Ούρφα γεννήθηκε με βάση την παράδοση ο Αβραάμ. Η υπόθεση μπορεί να είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά ήταν αρκετή για να κτιστούν τζαμιά γύρω από τη σπηλιά και να γίνει ο χώρος στόχος αμέτρητων προσκυνητών και τουριστών.
Οι λίμνες στο πάρκο που περιβάλλει τα τζαμιά φιλοξενούν μεγάλο αριθμό ψαριών, τα οποία ταΐζει εδώ το κοριτσάκι. Ένας θρύλος τα θέλει να προέρχονται από τη φωτιά που ο Βασιλιάς Νιμρόντ ετοίμαζε για να κάψει τον Αβραάμ: ο Θεός μετέτρεψε τη φωτιά σε νερό και τα καυσόξυλα σε ψάρια.

Η ιερότητα της Ούρφα όμως δεν περιορίζεται στο Μπαλικλίγκιολ, ούτε καν στις αβρααμιτικές μονοθεϊστικές θρησκείες. Σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πόλη, σε έναν λόφο που ονομάζεται Γκιομπεκλίτεπε, ανακαλύφθηκε πριν κάποια χρόνια το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίσμα στην (προ)ϊστορία της ανθρωπότητας, ηλικίας τουλάχιστον 10.000 ετών. Είναι μια ένδειξη για το πόσο νωρίς οι άνθρωποι είχαν ανάγκη για μόνιμους χώρους θρησκευτικών τελετών – ίσως πριν ακόμα αποκτήσουν μόνιμες κατοικίες, αφού κατά μια άποψη οι θαμώνες του Γκιομπεκλίτεπε πιθανόν να ήταν ακόμα νομάδες τροφοσυλλέκτες. Είναι βέβαια πολύ ταιριαστό ότι αυτή η ανακάλυψη έγινε στην ιερή Ούρφα.

Είναι μάλλον σπάνιο για τουρκικούς δήμους να έχουν ως σύμβολο μιναρέδες, για την ιερή Ούρφα όμως γίνεται μια εξαίρεση, όπως βλέπουμε εδώ στη σημαία του Δήμου που κυματίζει δεξιά από την τουρκική. Πίσω φαίνεται το προάστιο του Καράκιοπρου, όπου οικοδομούνται πανύψηλες νέες πολυκατοικίες για τη στέγαση του ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού της πόλης.

Μιάμιση περίπου ώρα με το λεωφορείο από τη Σανλί-Ούρφα, φτάνουμε και στον δεύτερο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη, βρίσκεται η άλλη μεγαλούπολη με προσωνυμία, η Γκαζί-Αντέπ. Αν η Ούρφα είναι ιερή πόλη, η δόξα της Αντέπ είναι πιο κοσμική: Γκαζί σημαίνει νικήτρια. Ο τίτλος της δόθηκε για τη συνεισφορά της στον κεμαλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, συγκεκριμένα για τον αγώνα ενάντια στους Γάλλους (επίδοξους) αποικιοκράτες. Θα μπορούσαμε βέβαια να παρατηρήσουμε ότι οι τελευταίοι δεν ήταν και οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι και επιπλέον πως η μάχη που έγινε ειδικά για την πόλη της Αντέπ έληξε με γαλλική νίκη (ασχέτως του ότι λίγους μήνες μετά οι Γάλλοι την εγκατέλειψαν λόγω συμφωνίας με τον Κεμάλ). Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν εμπόδισε τους Τούρκους, εκτός από να προσθέσουν το «Γκαζί» στην ονομασία της πόλης, να φτιάξουν κι ένα Μουσείο για τον πόλεμο στο Κάστρο της Αντέπ.

Περνώντας στη δυτική όχθη του Ευφράτη, αφήνουμε πίσω μας την «τουρκική Μεσοποταμία».
Το κάστρο της Αντέπ, του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά/ρωμαϊκά χρόνια, ακόμα και την εποχή των Χετταίων, επιβλέπει το κέντρο της πόλης.

Η Αντέπ είναι πάντως περισσότερο γνωστή για τον καρπό που στην Ελλάδα ονομάζεται «φιστίκι Αιγίνης», και στην Τουρκία βέβαια «φιστίκι Αντέπ». Κατ’ επέκταση, εξίσου φημισμένη είναι και για τον μπακλαβά που παρασκευάζεται με βάση αυτόν τον καρπό. Το αντίστοιχο όνομα στην Κύπρο είναι «χαλεπιανό» – και δεν είναι τυχαίο που το Χαλέπι βρίσκεται μόλις 120 χιλιόμετρα μακριά από την Αντέπ. Στα οθωμανικά χρόνια η Αντέπ, όπως και η Ούρφα, ανήκε στο βιλαέτι του Χαλεπίου. Ήταν το βιλαέτι όπου η τουρκοφωνία συναντούσε και αναμιγνυόταν με την αραβοφωνία, και οι δύο συνοδεύονταν από ένα επίσης πολύ ισχυρό αρμενικό στοιχείο. Το τελευταίο σχεδόν εξαφανίστηκε το 1915 με την Γενοκτονία, όπως και το ασσυριακό. Λίγα χρόνια αργότερα, το βιλαέτι χωρίστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στη νέα Τουρκική Δημοκρατία και την αραβική (ακόμα υπό γαλλική εντολή) Συρία.

Οι εξοχές γύρω από την Αντέπ καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από φιστικιές/χαλεπιανιές, και η ίδια η πόλη είναι γεμάτη με μαγαζιά που πουλούν τον καρπό, τους «φιστικτζήδες» (εδώ αριστερά). Αντίστοιχα, υπάρχουν και τα μπακλαβατζίδικα (δεξιά), τα οποία πουλούν το γλυκό που κατά κανόνα κυριαρχείται εδώ από το πράσινο χρώμα του χαλεπιανού.
Ένα από τα πιο τραγικά αξιοθέατα της Γκαζίαντεπ: η πρώην αρμένικη εκκλησία της Παναγίας δεν είναι τόσο παλιά, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για να εξυπηρετήσει την ακόμα τότε ακμάζουσα αρμενική κοινότητα της πόλης. Δεν πρόλαβαν να την χαρούν πολύ: λίγα χρόνια μετά, οι περισσότεροι Αρμένηδες θα χανόντουσαν στις πορείες θανάτου, στην κοντινή Έρημο της Συρίας. Χωρίς αρμενική κοινότητα πια στην πόλη, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, μέχρι να αποφασιστεί η μετατροπή του σε τζαμί τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή του ονόματος «Τζαμί της Απελευθέρωσης» μοιάζει σχεδόν προκλητική. Ίσως δείχνει όμως και το πόσο απέχουν οι ερμηνείες της Ιστορίας τους από λαούς που άλλοτε μοιράζονταν την ίδια γη.

Σήμερα, η Αντέπ είναι με ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και έχει μάλλον ξεπεράσει σε πληθυσμό την αλλοτινή πρωτεύουσα του βιλαετίου, το κατεστραμμένο πλέον από τον πόλεμο Χαλέπι. Εξάλλου, πολλοί έχουν μετακινηθεί λόγω του πολέμου από τη μια πόλη στην άλλη. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Σύριοι πρόσφυγες κατοικούν σήμερα είτε στην πόλη, είτε γύρω απ’ αυτήν, με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, το κέντρο της Αντέπ διατηρεί την ομορφιά του, με τα πέτρινα κτίρια και τα πλακόστρωτα στενά του, τα χάνια απ’ όπου τα βράδια ακούμε μουσικές, την αγορά των μπακιρτζήδων και τα μπεζεστένια – και βέβαια, τα αμέτρητα φιστικάδικα και μπακλαβατζίδικα. Μετά από το κέντρο ακολουθεί βέβαια η απαραίτητη ζώνη των γκετζέκοντου, φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένες κατοικίες. Ακόμα πιο έξω, απλώνονται οι σύγχρονες πολυκατοικίες της TOKİ, που όπως σε κάθε τουρκική μεγαλούπολη αντικαθιστούν σταδιακά τα γκετζέκοντου. Τέλος, όταν βγαίνουμε από την πόλη, περνάμε μέσα από τη βιομηχανική ζώνη, μια από τις μεγαλύτερες σε όλη την Τουρκία: η Γκαζίαντεπ φημίζεται (και) για την ανεπτυγμένη βιομηχανία της.

Είναι μυστήριο πως η χελώνα βρέθηκε μέσα στο «Χάνι του Έθνους» (ονομασία που του δόθηκε βέβαια στην κεμαλική περίοδο, αν και είναι πολύ παλιότερο), στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Αντέπ.
Το Μπέη ήταν παλιότερα μια πολυεθνοτική γειτονιά της Αντέπ και είναι σήμερα μια από τις πιο ήσυχες και ευχάριστες του κέντρου. Πολλά από τα παλιά αρμένικα ή εβραϊκά σπίτια της πόλης λειτουργούν σήμερα ως καφενεία ή πολιτιστικά κέντρα.
Φεύγοντας το λεωφορείο από την Αντέπ, περνάει μέσα και από τη μεγάλη βιομηχανική ζώνη. Τα φουγάρα που καπνίζουν θυμίζουν ότι η πόλη είναι κι αυτή μια «τίγρη της Ανατολίας», ένας από τους νέους βιομηχανικούς γίγαντες της Τουρκίας.

Επόμενος σταθμός στη διαδρομή προς τα δυτικά είναι η μεγαλούπολη του βαμβακιού, τα Άδανα. Βρίσκεται στο μέσο της απέραντης πεδιάδας της Κιλικίας, την Τσουκούροβα όπως την λένε οι Τούρκοι. Τέτοιοι πλατιοί κάμποι είναι σπάνιοι στη νότια ακτή της Τουρκίας, που κατά τ’ άλλα κυριαρχείται από άγρια βουνά και ιδιαίτερα την Οροσειρά του Ταύρου. Ήταν επόμενο ότι θα αξιοποιούνταν για την ιδιαίτερα προσοδοφόρα βαμβακοκαλλιέργεια, αν και σήμερα η Τσουκούροβα πρωτοστατεί και σε άλλες καλλιέργειες, από το καλαμπόκι μέχρι τα εσπεριδοειδή. Ο Γιασάρ Κεμάλ πάντως, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή των Αδάνων, έχει στήσει το μυθιστόρημά του «Μεσόστυλος» γύρω από τη παραγωγή βαμβακιού. Το βιβλίο ξεκινάει με τους κινούμενους αγκαθόθαμνους που σηματοδοτούν ότι το άνθος του βαμβακιού έχει ανοίξει στην Τσουκούροβα και ότι ήρθε η στιγμή για τους χωρικούς των γύρω βουνών να κατεβούν στον κάμπο για να το συλλέξουν.

Το Πολιτιστικό Κέντρο Γιασάρ Κεμάλ είναι ένας φόρος τιμής για τον κουρδικής καταγωγής συγγραφέα, έναν από τους σημαντικότερους που ανέδειξαν όχι μόνο τα Άδανα, αλλά και ολόκληρη η Τουρκία στον 20ό αιώνα.

Τέτοιες καλλιέργειες βέβαια απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού. Ευτυχώς για την Τσουκούροβα, εκτός από την υψηλή βροχόπτωση, τη διασχίζουν και τα ποτάμια που πηγάζουν από τις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου. Ένα απ’ αυτά είναι και ο Σάρος ή Σεϋχάν, στις όχθες του οποίου είναι κτισμένα τα Άδανα, μια πόλη από τις αρχαιότερες του κόσμου, ηλικίας πολλών χιλιετιών. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα θα βρούμε στοιχεία που να το θυμίζουν αυτό. Είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη των 2 εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν έχει ούτε γραφικά πλακόστρωτα στενά, ούτε ατμοσφαιρικά παζάρια, ούτε πολλά ιδιαίτερα αξιοθέατα, όπως οι προηγούμενες τρεις πόλεις. Το μέρος που ξεχωρίζει πάντως είναι το μεγάλο παραποτάμιο πάρκο που ξεκινάει από την πέτρινη γέφυρα και περιτριγυρίζει το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας.

Η ρωμαϊκή Πέτρινη Γέφυρα ενώνει εδώ και δύο χιλιετίες τη δυτική όχθη του Σάρου (όπου και το κέντρο των Αδάνων) με την ανατολική.
Εντός του παραποτάμιου πάρκου των Αδάνων βρίσκεται και το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Τουρκίας. Κτισμένο σε νεο-οθωμανικό στυλ το 1988, είναι ίσως και δείγμα της κρατικά στηριζόμενης θεωρίας της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, που ουσιαστικά έστρωσε τον δρόμο για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και του Ερντογάν.

Οι Αρεταίος και Αγγελετόπουλος στο (σιδηροδρομικό) οδοιπορικό τους μέσα από διάφορες πόλεις της Τουρκίας, ονομάζουν τα Άδανα «γκρίζα ζώνη». Ο λόγος είναι η πολιτική-κοινωνική ποικιλία της πόλης: δεν έχει ούτε την καθαρά κοσμική-κεμαλική ταυτότητα της Σμύρνης, ούτε ψηφίζει φανατικά Ερντογάν όπως το Ικόνιο ή η Καισαρεία, ούτε είναι προπύργιο του κουρδικού κινήματος όπως το Ντιγιάρμπακιρ. Όλες αυτές οι παρατάξεις έχουν παραδοσιακά δύναμη στην πόλη, όπως επίσης ψηλό ποσοστό έχουν και τα εθνικιστικά κόμματα. Καμία όμως δεν μπορεί να επικρατήσει απόλυτα και αναγκάζονται να συνυπάρξουν σχετικά ειρηνικά. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη στη σειρά των πόλεων που είδαμε μέχρι τώρα, που βρίσκεται τώρα στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο δήμαρχος προέρχεται από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ενώ το ΑΚΡ του Ερντογάν ακόμα διοικεί την Αντέπ, την Ούρφα και το Ντιγιάρμπακιρ (το τελευταίο, μετά από την απομάκρυνση του δημοκρατικά εκλεγμένου δήμαρχου που προέρχεται βέβαια από το φιλοκουρδικό HDP). Οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές των μεσογειακών μικρασιατικών παραλίων ήταν μάλλον σχετικά δεκτικές στην κεμαλική προσπάθεια εκκοσμίκευσης. Ειδικά στα Άδανα όμως, μπορεί να παίζει και ρόλο η σημαντική παρουσία Αλεβιτών.

Η Πλατεία 5ης Ιανουαρίου στο κέντρο των Αδάνων, με το άγαλμα του Ατατούρκ, θυμίζει τη μέρα υποχώρησης του γαλλικού στρατού το 1922 και ουσιαστικά την ένταξη στο νέο κεμαλικό κράτος. Δεξιά, ένα «Erotik Shop» και αριστερά το Μεστάν Χαμάμ, από τα λίγα οθωμανικά κτίρια που έχουν απομείνει στην πόλη. Αριστερά του χαμάμ, διαφημίζεται μάλλον κάποια προσεχής ομιλία του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (και, όπως φαίνεται, επίδοξου νέου πρόεδρου της Τουρκίας), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το πρόσφατο περιστατικό στα Άδανα, όπου σπίτια Αλεβιτών σημάνθηκαν από άγνωστους με σταυρούς και τη (μάλλον υποτιμητική) ονομασία «Κιζιλμπάς» (=κοκκινοκέφαλοι), ξύπνησε τραυματικές μνήμες από αντι-αλεβιτικά πογκρόμ. Αναφερόμαστε βέβαια ιδιαίτερα στα γεγονότα του 1978 στο γειτονικό Μαράς που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 100 Αλεβίτες, σχετιζόμενα και με τη σκληρή σύγκρουση ανάμεσα σε ακροδεξιές και αριστερές ομάδες εκείνη την εποχή. Πηγή εικόνας: https://bianet.org/english/religion/249389-alevi-homes-marked-in-adana-in-38th-similar-incident-in-a-decade

Μια πεδιάδα όπως η Κιλικία, ήδη από τον 19ο αιώνα προσανατολισμένη στο εξαγωγικό εμπόριο (βοηθά βέβαια η εγγύτητα στη θάλασσα), χρειάζεται και το λιμάνι της. Και αυτό τον ρόλο ανέλαβε η Μερσίνη, ο τελευταίος σταθμός αυτής της διαδρομής στη νοτιοανατολική Τουρκία. Αν και μια μάλλον ασήμαντη κωμόπολη πριν δύο αιώνες, η εξαγωγή του βαμβακιού οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη τόσο του λιμανιού όσο και της ίδιας της πόλης, ο πληθυσμός της οποίας σήμερα προσεγγίζει το ένα εκατομμύριο. Βρίσκεται σε απόσταση μόλις μιας ώρας με το τρένο από τα Άδανα.

Εικόνα του εύφορου κάμπου της Τσουκούροβα, από το τρένο που τον διασχίζει τακτικά με τη διαδρομή Άδανα-Ταρσός-Μερσίνη.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μερσίνης. Όπως και σε άλλες πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, οι φοινικιές κυριαρχούν στην εικόνα.

Είναι μάλλον επόμενο, ότι μια πόλη με τόσο πρόσφατη αλλά παρ’ όλα αυτά εκπληκτική ανάπτυξη, δεν έχει πολλά για να τραβήξει τουρίστες, εκτός βέβαια από τις κοντινές της παραλίες. Παρ’ όλα αυτά, έχει τη μίνιμουμ γοητεία που έχουν όλες οι πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πιο ευχάριστο μέρος στο κέντρο της πόλης είναι βέβαια το μεγάλο παραθαλάσσιο πάρκο. Ένας κουρασμένος ταξιδιώτης μπορεί να ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι στη σκιά ενός δέντρου, παρακολουθώντας τα ξύλινα καράβια που αναζητούν επιβάτες για βόλτα στον κόλπο της Μερσίνης – και χαλάνε με τις δυνατές μουσικές τους την ησυχία του πάρκου. Δεν αποκλείεται να έχει θέα και στο πραγματικό λιμάνι, εμπορικό κυρίως, που ξεκινάει εκεί που τελειώνει το πάρκο. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα πάντως, από τη Μερσίνη πλέει και το πλοίο για Αμμόχωστο, κουβαλώντας μαζί του, εκτός από τα φορτηγά με τις προμήθειες των κατεχόμενων, και λίγους επιβάτες. Αναχωρεί στις 9 το βράδυ από Μερσίνη, έτσι ώστε κατά τις 9 το επόμενο πρωί να έχει φτάσει στην Κύπρο.

Πολλά φαγάδικα στη Μερσίνη ειδικεύονται στην τοπική σπεσιαλιτέ της περιοχής, το ταντούνι (ψιλοκομμένο τηγανητό κρέας που σερβίρεται σε πίτα) – όπως κι αυτό εδώ, πολύ κοντά στο λιμάνι. Πίσω φαίνεται η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Το μεγάλο παραθαλάσσιο Πάρκο Ατατούρκ απλώνεται νοτιοδυτικά από το Λιμάνι της Μερσίνης, το οποίο φαίνεται στα αριστερά.

Έτσι τελειώνει αυτό το οδοιπορικό μέσα από αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή της Τουρκίας, όπου το κουρδικό κίνημα συναντά τον σκληρό τουρκικό εθνικισμό, ο ερντογανισμός τον κεμαλισμό, το σουνιτικό Ισλάμ τον αλεβιτισμό, η τουρκοφωνία την κουρδοφωνία και την αραβοφωνία. Αν και σχετικά φτωχό, περιφερειακό και μάλλον παραμελημένο τμήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας (με εξαίρεση την πεδιάδα της Κιλικίας), στις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκε στο επίκεντρο όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά για όλη την περιοχή, ίσως και τον κόσμο. Από τη μια η κουρδική εθνική αφύπνιση, τα όνειρα για ένα κουρδικό κράτος ή τουλάχιστον κάποια αυτονομία και οι συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, από την άλλη ο Πόλεμος της Συρίας που είχε ιδιαίτερη ένταση στις περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία – και βέβαια προκάλεσε και τα κύματα προσφύγων, ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα πόλεις όπως η Γκαζίαντεπ, αλλά φοβίζει και ολόκληρη την Ευρώπη.

Όλα αυτά είχαν μεγάλο κόστος, μεταξύ άλλων και σε ανθρώπινες ζωές. Η βία δεν είναι εδώ κάποια πολύ μακρινή ανάμνηση. Με ένα ολιγοήμερο ταξίδι μέσα απ’ αυτές τις πόλεις βέβαια, δύσκολα το φαντάζεται κάποιος. Η ατμόσφαιρα μοιάζει ειρηνική, και οι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους, με τις καθημερινές δυσκολίες και τις μικρές απολαύσεις της – ιδιαίτερα τις γαστριμαργικές.

Αν δούμε όμως τα πράγματα από ιστορική σκοπιά, συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μια περιοχή σε μετάβαση, ίσως όσο καμία άλλη στην Τουρκία. Προς τα πού θα πάει και αν και πόση βία ακόμα θα χρειαστεί για να φτάσει ως εκεί, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ίσως τα καταφέρει και χωρίς αυτή. Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι ότι η περιοχή έχει πίσω της πολλές χιλιετίες συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτικών απόψεων, όσο λίγες άλλες στον κόσμο. Μπορεί ο εκσυγχρονισμός της να σήμανε την εξαφάνιση πολλών στοιχείων αυτής της συνύπαρξης. Η ομογενοποίηση μιας τέτοιας περιοχής σίγουρα όμως δεν είναι εύκολο πράγμα – και πλέον, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι τη θέλουμε.