Πολεις ανατολικα του Ιορδανη

Κλασσικό

Ο Ιορδάνης δεν είναι μεγάλος ποταμός, σε παγκόσμια σύγκριση. Με συνολικό μήκος 251 χιλιόμετρα, είναι μικρότερος π.χ. από τον Αλιάκμονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο γνωστός από πολλούς ποταμούς που θα συναντήσουμε σε κάποια λίστα των μεγαλύτερων του κόσμου. Αυτό το οφείλει σε έναν συνδυασμό ιδιαίτερης γεωγραφίας και μιας ακόμα πιο ιδιαίτερης σχέσης με τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Χάρη σε αυτά, πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φέρουν το όνομά του – κι επίσης, ένα κράτος.

Αυτό είναι το Βασίλειο της Ιορδανίας. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους που πήρε το όνομά του από ποταμό: υπάρχουν π.χ. και η Νιγηρία, το Κογκό, η Παραγουάη. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει όμως επιπρόσθετα πολιτικά νοήματα. Η χώρα είχε ονομαστεί αρχικά Υπεριορδανία, όταν ακόμα ήταν απλά μια περιοχή «εντολής» της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν δηλαδή η γη πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική του όχθη, στον δρόμο προς την αφιλόξενη Αραβική Έρημο. Όταν στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ο στρατός του ανεξάρτητου πλέον βασιλείου διασώθηκε κάπως από την αραβική πανωλεθρία και κατάφερε να ελέγξει και μεγάλο μέρος της δυτικής όχθης, θεωρήθηκε πρέπον, ως επιβράβευση, να αλλάξει το όνομά του σε Ιορδανία. Το «Υπέρ» δεν είχε εξάλλου νόημα πια, αφού η επικράτεια εκτεινόταν και στις δύο όχθες του ποταμού.

Χάρτης της Ιορδανίας από το 1948 έως το 1967, όταν ακόμα άξιζε πραγματικά το όνομά της, ελέγχοντας και τις δύο όχθες του Ιορδάνη. Πηγή εικόνας

19 χρόνια αργότερα όμως, οι Ιορδανοί δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τη νέα κτήση τους ενάντια στον ισραηλινό στρατό. Στις 7 Ιουνίου 1967, τρεις μόλις ημέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο τελευταίος έφτασε στον ποταμό και κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική του όχθη. Η γη που άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σε 50 χρόνια (από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς, μετά στους Ιορδανούς και τέλος στους Ισραηλινούς) ονομάζεται έτσι μέχρι σήμερα: Δυτική Όχθη. Το λογικό θα ήταν και η Ιορδανία να επιστρέψει στο παλιό της όνομα, με το «Υπέρ» μπροστά – αν όχι άμεσα, τουλάχιστον το 1988, όταν και παραιτήθηκε επίσημα από κάθε διεκδίκηση στη Δυτική Όχθη, για χάρη ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Η θέα από το όρος Νέμπο λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μαντάμπα. Από εδώ λέγεται ότι αντίκρισε ο Μωυσής για πρώτη φορά τη γης της Επαγγελίας, μετά τη φυγή από την Αίγυπτο και τη μακρά πορεία μέσα από την έρημο. Τη μέρα που πάρθηκε η φωτογραφία βέβαια, λόγω σκόνης και υγρασίας, η Παλαιστίνη, και πιο συγκεκριμένα η Δυτική Όχθη, διακρίνεται μόλις αχνά στο βάθος, πίσω από την κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη.

Επειδή όμως μάλλον κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε το κύρος της δυναστείας που κυβερνά τη χώρα, αυτή ονομάζεται ακόμα και σήμερα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Το επίθετο αναφέρεται στην καταγωγή της δυναστείας από τον Χασέμ, παππού του Προφήτη Μωάμεθ. Η Ιορδανία είναι θεωρητικά συνταγματική μοναρχία και υπάρχει εκλεγμένο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ηγέτης της χώρας. Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα Β’ είναι παντού, από τις εισόδους δημοσίων κτιρίων μέχρι τα γραφεία ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων.

Ως σύμβολο ειρηνικής συμβίωσης των δύο σημαντικότερων θρησκειών της Ιορδανίας, η ελληνορθόδοξη εκκλησία ορθώνεται απέναντι από το λαμπρό Τζαμί του Βασιλιά Αμπντάλα Α’ στο Αμμάν. Πιο δεξιά, η φωτογραφία του συνονόματου δισέγγονου του τελευταίου, καθώς και νυν βασιλιά της χώρας, Αμπντάλα Β’, στέκεται πάνω από την πύλη του Υπουργείου Παιδείας, θέλοντας ίσως να θυμίσει ποιος είναι ο εγγυητής αυτής της συμβίωσης.
Ακόμα και φορτηγάκια μπορεί να διακοσμούνται με την εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, όπως αυτό εδώ στην Ιρμπίντ. Όπως συνηθίζεται, αριστερά του Βασιλιά τοποθετείται ο πατέρας και προκάτοχος του νυν μονάρχη, Βασιλιάς Χουσεΐν, ενώ στα δεξιά ο γιος και διάδοχος, συνονόματος του παππού του. Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσθήκη όμως εδώ είναι και ο.. Σαντάμ Χουσέιν, στα πλάγια.

Η Ιορδανία είναι μια από τις πιο φτωχές σε νερό χώρες στον κόσμο. Η υγρασία που έρχεται με τις δυτικές αέριες μάζες πέφτει ως βροχή στην Παλαιστίνη και όταν αυτές φτάνουν μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, πολύ λίγη τους έχει απομείνει για την ανατολική όχθη. Ακόμα πιο ανατολικά, ξεκινάει η εντελώς άνυδρη Αραβική Έρημος. Κι όμως, σε αυτήν την οριακή για τη ζωή περιοχή, υπάρχουν μεγάλες πόλεις, και μάλιστα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα μάλιστα η Ιορδανία είναι ένα από τα 50 πιο αστικοποιημένα κράτη του κόσμου: πάνω από 90% του πληθυσμού ζει σε πόλεις (για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 80% και στην Αλβανία αρκετά κάτω από 70%). Η εικόνα μιας χώρας Βεδουΐνων που περιπλανώνται με τις καμήλες τους στην έρημο, ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή Ιορδανία – αν είχε ποτέ.

Εικόνα από το παράθυρο του λεωφορείου στον Αυτοκινητόδρομο της Ερήμου, ο οποίος διασχίζει την Ιορδανία στον άξονα Βορρά-Νότου, συνδέοντας την πρωτεύουσα Αμμάν με την Ακάμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, το μοναδικό λιμάνι της χώρας.

Ας δούμε επομένως κάποιους από αυτούς τους αστικούς ιστούς, σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους: μια νέα αναφισβήτητη μεγαλούπολη, το Αμμάν, μια ακόμα που είναι στο δρόμο για να γίνει κι αυτή μεγαλούπολη, την Ιρμπίντ, μια μικρότερη πόλη με λαμπρότερο όμως παρελθόν, τη Μαντάμπα – και μια ακόμα πιο λαμπρή πόλη της Αρχαιότητας, που όμως δεν υπάρχει πια: την Πέτρα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα αυτού του τόσο ιδιαίτερου βασιλείου. Σίγουρα του λείπει πολλή από τη λάμψη γειτονικών πρωτευουσών. Ποτέ δεν ήταν έδρα κάποιας μεγάλης ισλαμικής δυναστείας, όπως η Δαμασκός, η Βαγδάτη ή το Κάιρο, ούτε το είπε κανείς «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» όπως τη Βηρυτό, και βέβαια ποτέ δεν θα μπορούσε να προξενήσει τόσα εθνικο-θρησκευτικά πάθη όσα η γειτονική Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος κάποιας γραφικής παλιάς πόλης. Εξάλλου, πριν οι Χασεμίτες την κάνουν πρωτεύουσα το 1921, δεν ήταν παρά μια κωμόπολη δυο-τριών χιλιάδων κατοίκων.

Κι όμως, χωρίς να το προσέξουν πολλοί, το Αμμάν ήδη έγινε με 4 εκατομμύρια κατοίκους η μεγαλύτερη πόλη της Συροπαλαιστίνης. Έχει αφήσει πίσω του πόλεις σαν τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Ιερουσαλήμ – ποιος θα το φανταζόταν πριν εκατό χρόνια; Μια τέτοια πληθυσμιακή έκρηξη είναι εντυπωσιακή ακόμα και για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Οι συνήθεις ύποπτες, η υψηλή γεννητικότητα και η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, δεν είναι οι μόνες αιτίες. Ο πληθυσμός του Αμμάν υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια μόλις χρονιά: το 1948. Για τους Άραβες, είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής, δηλαδή της ήττας από τις σιωνιστικές δυνάμεις και της απώλειας των 4/5 της Παλαιστίνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σκορπίστηκαν στις γύρω αραβικές χώρες – πάνω απ’ όλα στην Ιορδανία και το Αμμάν.

Αυτό ήταν το πρώτο από πολλά προσφυγικά κύματα. Το 1967, με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ακολούθησαν ακόμα κάποιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, από τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Από το 1975 ως το 1990, κατέφυγαν εδώ και κάποιοι Λιβανέζοι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2003, η πόλη γέμισε με Ιρακινούς πρόσφυγες, που δραπέτευσαν από μια χώρα κατεστραμμένη και χωρίς προοπτικές. Το τελευταίο κύμα είναι αυτό των Σύριων, που ξεφεύγουν από τον δικό τους εμφύλιο. Το Αμμάν είναι μια πραγματική προσφυγούπολη: η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είτε είναι οι ίδιοι πρόσφυγες είτε παιδιά ή εγγόνια προσφύγων.

Θέα από την Ακρόπολη προς το Ανατολικό Αμμάν. Σε αντίθεση με το πιο εύπορο Δυτικό Αμμάν, το Ανατολικό αποτελείται κυρίως από φτωχές λαϊκές συνοικίες, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Κάτω δεξιά διακρίνεται και η Πλατεία Χασεμιτών.
Μια τέτοια νεανική μεγαλούπολη δεν μπορεί παρά να σφύζει από ζωή. Η εικόνα εδώ είναι από δρόμο του κεντρικού Αμμάν, κατά τις 10.00 Παρασκευή βράδυ.

Βέβαια, όταν μιλάμε για το Αμμάν σαν μια νέα πόλη, ας έχουμε υπόψη ότι σε μια τόσο βαρυφορτωμένη με Ιστορία περιοχή αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σχετικό. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, στο λοφώδες τοπίο όπου απλώνεται σήμερα το Αμμάν, βρισκόταν η πόλη της Φιλαδέλφειας. Στην κορυφή ενός κεντρικού λόφου, μπορούν σήμερα οι τουρίστες να επισκεφτούν την ακρόπολη. Είναι από τα σπάνια σημεία στην πόλη όπου μπορεί κάποιος να δει μια ιστορική συνέχεια: ξεκινώντας με τα ίχνη από ένα παλάτι της περιόδου των Αμμωνιτών, περνάμε στον Ναό του Ηρακλή από τα ρωμαϊκά χρόνια κι από εκεί σε μια βυζαντινή εκκλησία. Η αραβική-ισλαμική κατάκτηση σηματοδοτείται με το Παλάτι των Ομεϋάδων και τελικά μπαίνουμε και στη 2η χιλιετία μ.Χ. με τον Πύργο των Αγιουβιδών.

Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα βρίσκεται παντού στο Αμμάν, φυσιολογικά και στην είσοδο της Ακρόπολης.

Η ακρόπολη είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόφους, στους οποίους είναι απλωμένος ο σύγχρονος αστικός ιστός του Αμμάν. Αρχικά, ήταν επτά, ώστε να μπορεί η πόλη να έχει κάτι κοινό με πολύ πιο αυτοκρατορικές πόλεις, όπως η Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Σήμερα όμως, έχουν ξεπεράσει τους 19. Ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλιά, σίγουρα δεν κάνουν την πόλη πολύ φιλική σε ανθρώπους χωρίς καλή φυσική κατάσταση. Το περπάτημα είναι εύκολο μόνο στις στενές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Εδώ εκτείνεται και το κέντρο της πόλης, το Μπαλάντ όπως το λένε οι ντόπιοι.

Στο Μπαλάντ θα βρούμε την κεντρική αγορά, πολλά μαγαζιά με.. κοστούμια, κάποια γνωστά εστιατόρια της πόλης, καθώς και λίγα αρχαία μνημεία, όπως το Νυμφαίο και το Ρωμαϊκό Θέατρο. Δίπλα στο τελευταίο βρίσκεται και η κεντρική πλατεία της πόλης, η Πλατεία Χασεμιτών. Η κυβερνώσα δυναστεία φροντίζει να τονίζει το όνομά της με κάθε ευκαιρία: ο δεσμός αίματος με τον Προφήτη είναι κάτι που στον αραβικό κόσμο μετράει. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει βέβαια ότι μια δυναστεία με τόσο βαρύ όνομα είναι χρήσιμη ως συνδετικό στοιχείο σε μια χώρα με κατά τ’ άλλα μάλλον μικρή συνοχή.

Η Πλατεία Χασεμιτών με το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Ρωμαϊκό Θέατρο και τους λόφους του Ανατολικού Αμμάν από πίσω. Αν και (ακόμα) δεν πληρώνει κάποιος εισιτήριο για την πλατεία, δίνεται μια τέτοια εντύπωση: τα κιγκλιδώματα γύρω γύρω επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Οι κυβερνώντες στην Ιορδανία έμαθαν ίσως κάτι από την Πλατεία Ταχρίρ στο κοντινό Κάιρο και τους κινδύνους που κρύβει (γι’ αυτούς) η ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε έναν τέτοιο ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Οι λόφοι πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το Αμμάν αποτελούνται κυρίως από κρητιδικούς ασβεστόλιθους, κάτι που κάνει εύκολη τη δημιουργία γκρεμών κι επομένως και τους ίδιους ορατούς, ακόμα και στο κέντρο της πόλης: εδώ πίσω από το Νυμφαίο.
Εικόνα από τα στενά της σκεπαστής αγοράς στο Μπαλάντ.

Οι λόφοι (τζαμπάλ λέγονται στα αραβικά) που συναποτελούν τον αστικό ιστό του Αμμάν, έχουν ο καθένας τα δικά του κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο Τζαμπάλ Αμμάν, νοτιοδυτικά της ακρόπολης, είναι πιο αριστοκρατικός, πιο πράσινος, με ευρύχωρα σπίτια και ιδιωτικά σχολεία. Η κεντρική Οδός Ρέινμποου (το όνομα προέρχεται από έναν παλιό κινηματογράφο) διαθέτει άνετες καφετέριες και διάφορα φαγάδικα όπου μπορεί κάποιος να γευτεί, εκτός από ντόπιες φαλάφελ, και σούσι, πίτσες ή ινδικά. Απέναντι προς τα βόρεια, ο λόφος Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ είναι παρόμοιος από κοινωνικο-οικονομική άποψη, και ίσως κάπως πιο καλλιτεχνικός, με τις πολλές μικρές γκαλερί, τα μαγαζιά με μουσικά όργανα και βέβαια το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δυτικά και βόρεια αυτών των δύο λόφων, βρίσκονται πολλές άλλες γειτονιές μεσαίας και ανώτερης τάξης, με νέες πολυκατοικίες, άνετα και καθαρά πεζοδρόμια. Μεταξύ αυτών και το Αμπντάλι, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο, με σύγχρονα καταστήματα και ουρανοξύστες, θυμίζοντας κάτι από Ντουμπάι. Αντίθετα, το Ανατολικό Αμμάν αποτελείται από συνοικίες με πιο λαϊκά χαρακτηριστικά, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Τα κτίρια είναι εδώ πιο κουρασμένα, οι πλαγιές συχνά καλυμμένες με σκουπίδια, και τα δέντρα πιο σπάνια – ίσως καμιά συκιά πού και πού, σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά.

Εδώ, η θέα από τον Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ προς τα νότια: στα δεξιά φαίνεται ο «αριστοκρατικός» λόφος Τζαμπάλ Αμμάν, ενώ στην κοιλάδα ανάμεσα στους δύο λόφους βλέπουμε το Μουσείο Ιορδανίας, το πιο μεγάλο της χώρας. Στους λιγότερο πράσινους λόφους στα αριστερά απλώνονται πιο λαϊκές συνοικίες.
Η Οδός Ρέινμποου είναι δημοφιλής για ντόπιους και τουρίστες. Τέμνει περίπου στη μέση τον Τζαμπάλ Αμμάν.
Σε αντίθεση με τους λόφους του Δυτικού Αμμάν, οι δρόμοι και τα κτίρια στο Ανατολικό Αμμάν είναι λιγότερο φροντισμένα. Εδώ, εικόνα από δρόμο του Λόφου Τζαμπάλ-αλ-Τοφέχ.
Στην περιοχή Αμπντάλι, βορειοδυτικά του κέντρου, δημιουργείται ένα νέο υπερσύγχρονο αστικό κέντρο, με πρότυπα που μάλλον προέρχονται από χώρες του Κόλπου. Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της ανάπλασης ήταν και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων, ο οποίος μετακινήθηκε (πολύ πιο άβολα) στα βόρεια περίχωρα της πόλης.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες στο Αμμάν μπορεί να μην είναι επαρκείς για μια μεγαλούπολη 4 εκατομμυρίων, έχουν όμως γίνει αρκετές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, ακόμα κι αν βασίζονται αποκλειστικά σε λεωφορεία. Μια απ’ αυτές είναι το BRT (Bus Rapid Transit): κάποιες γραμμές που λειτουργούν με απαραβίαστες λεωφορειολωρίδες στη μέση μεγάλων λεωφόρων, κυρίως στα προάστια, και μπορούν να μεταφέρουν με μεγάλη συχνότητα επιβάτες, όπως εδώ στον νέο σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων στο Ταμπαρμπούρ, στα βόρεια περίχωρα).

Η δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ιορδανίας, μετά από αυτή του Αμμάν-Ζάρκα, βρίσκεται κι αυτή στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας – και μάλιστα τόσο βορειοδυτικά, που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με άλλες δύο χώρες, τη Συρία και το Ισραήλ. Η σημερινή Ιρμπίντ, με πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, είναι κι αυτή στον δρόμο για να γίνει μεγαλούπολη. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον των τουριστών γι’ αυτήν είναι σχεδόν μηδενικό – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλά ένας σταθμός στον δρόμο προς το Ουμ Καΐς. Θεωρείται τόσο αδιάφορη, που οι ντόπιοι θα εκπλαγούν αν δουν έναν ξένο να περιμένει λεωφορείο με αυτήν ως προορισμό: «Μα, δεν έχει τίποτα να δεις εκεί».

Η αλήθεια είναι ότι η Ιρμπίντ δεν το κάνει εύκολο στον επισκέπτη να την συμπαθήσει. Είναι μια σύγχρονη βρώμικη τσιμεντούπολη, με πολλές πολυκατοικίες και χωρίς ίχνος γραφικής παλιάς πόλης. Δεν έχει καν κάποια ρωμαϊκά μνημεία όπως το Αμμάν, ή έστω το λοφώδες ανάγλυφο της πρωτεύουσας να της χαρίζει μια γοητεία. Υπάρχει βέβαια μια ατμοσφαιρική αγορά στο κέντρο, όπως όμως περίπου σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Ακόμα ομως και το Wikitravel δυσκολεύεται να εντοπίσει πάνω από 3-4 αξιοθέατα: ένας Πύργος Ρολογιού όπως σε πολλές άλλες μετα-οθωμανικές πόλεις, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νταρ-ας-Σαράγια, κάποια μουσεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη – αυτά.

Εικόνα από την κεντρική αγορά της Ιρμπίντ.
Η «ακρόπολη» της Ιρμπίντ δεν έχει πολλή σχέση με την ακρόπολη του Αμμάν, διαθέτει όμως κάποια από τα λίγα παλιά κτίρια της πόλης. Ο τοίχος με τις βασάλτινες πέτρες στα αριστερά ανήκει στο Νταρ-ας-Σαράγια, κτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς ως καραβάνσεραϊ στο δρόμο του προσκυνήματος και νυν Αρχαιολογικό Μουσείο. Αμέσως δεξιά, η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, συνοδευόμενη από ιορδανικές σημαίες, επιβλέπει και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βασιλείου του.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ιρμπίντ είναι μια εντελώς άχρωμη πόλη. Η νεανικότητα του πληθυσμού της δίνει χαρακτήρα – που ενισχύεται από το γεγονός πως είναι μια πραγματική φοιτητούπολη, με κάποια από τα γνωστότερα και μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ. Τα κτίρια του τελευταίου μαζί με τις φοιτητικές εστίες βρίσκονται κοντά στο κέντρο: η πανεπιστημιούπολη ορίζεται στα δυτικά της από την «Οδό Πανεπιστημίου», τον ίσως πιο γνωστό δρόμο της πόλης, γεμάτο καφετέριες και φαγάδικα όπου συχνάζει η νεολαία και όχι μόνο. Η χαρακτηριστική εικόνα των δρόμων της Ιρμπίντ, η πρώτη ίσως που εντυπώνεται στο μυαλό ενός ξένου επισκέπτη, είναι οι μαντιλοφορούσες και μακιγιαρισμένες νεαρές κοπέλες που κυκλοφορούν με τα βιβλία και τις σημειώσεις τους στο χέρι. Αυτή η νεανική, χαλαρή, ειρηνική ατμόσφαιρα της πόλης είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κάποιος ότι μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα σύνορα με τη Συρία, όπου ακόμα μαίνεται πόλεμος. Η Ιρμπίντ ήταν, μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος για όσους ταξίδευαν ανάμεσα στις δυο χώρες. Τώρα πλέον, είναι ένα από τα κύρια καταφύγια όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: πάνω από ένα τέταρτο του σημερινού πληθυσμού της επαρχίας Ιρμπίντ είναι Σύριοι πρόσφυγες.

Η «Οδός Πανεπιστημίου»: στα αριστερά, καταστήματα, καφετέριες και φαγάδικα ή εστιατόρια, στα δεξιά η Πανεπιστημιούπολη του Γιαρμούκ.
Ήδη από τα προάστια της Ιρμπίντ οι φοιτήτριες που κυκλοφορούν στους δρόμους χαρακτηρίζουν την εικόνα της πόλης. Η τελευταία βέβαια δεν βοηθιέται από τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και τα σπαρμένα με σκουπίδια χωράφια.

Σε σχέση με το Αμμάν και την Ιρμπίντ, η Μαντάμπα έρχεται πολύ πίσω σε μέγεθος. Με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, δεν είναι παρά μια επαρχιακή πόλη, σχεδόν στα περίχωρα του Αμμάν, όχι πάνω από μία ώρα ταξίδι με τα μικρά λεωφορεία που κάνουν τακτικά τη διαδρομή. Ό,τι της λείπει σε μέγεθος όμως, το αναπληρώνει σε ιστορική αξία, και καταφέρνει έτσι να είναι ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός – σε μια χώρα που σίγουρα δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Οι ρίζες της πόλης πάνε πολύ βαθιά: αναφορές για την αρχαία Μαδηβά υπάρχουν ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη. Tα πολλά μωσαϊκά που επιδεικνύει με περηφάνια στους επισκέπτες μαρτυρούν τη σημασία που είχε στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια και της χαρίζουν τον τίτλο «πόλη των ψηφιδωτών». Για να τιμήσει αυτή την παράδοση, υπάρχει και μια σχολή που διδάσκει και σήμερα στους νέους της περιοχής όχι μόνο τη συντήρηση των μωσαϊκών, αλλά και την ίδια αυτή την πανάρχαια τέχνη.

Το «αρχαιολογικό πάρκο» στο κέντρο της πόλης έχει στον κέντρο του μια πρωτοβυζαντινή έπαυλη (μετέπειτα εκκλησία), όπου το ψηφιδωτό στο πάτωμα απεικονίζει την ιστορία του Ιππόλυτου και της Φαίδρας
Στο πάτωμα του ορθόδοξου Ναού του Αγίου Γεωργίου σώζεται ένας σπάνιος αρχαίος χάρτης σε μωσαϊκό, που απεικονίζει την περιοχή της Συροπαλαιστίνης μέχρι και την Αίγυπτο. Εδώ βλέπουμε την εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, με την τοποθεσία του Βαπτίσματος και την Ιεριχώ στη Δυτική Όχθη (κάτω μεριά).

Ένας επιπλέον πόλος έλξης τουριστών είναι το κοντινό όρος Νέμπο, απ’ όπου με βάση την παράδοση ο Μωυσής αντίκρισε για πρώτη φορά τη γη της Επαγγελίας, μετά από το μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο. Σε ανάμνηση αυτής της ιστορίας, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού μια Μονή Φραγκισκανών. Εκεί μπορεί να συναντήσουμε γκρουπ θρησκευτικών τουριστών απ’ όλες τις γωνιές του καθολικού κόσμου, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις Φιλιππίνες.

Παρά όμως το ένδοξο παρελθόν, η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, και έμεινε ξεχασμένη για πολλούς αιώνες. Μέχρι που κάποιες χριστιανικές φυλές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, προς το τέλος του 19ου αιώνα – ανακαλύπτοντας έτσι και τον πλούτο σε μωσαϊκά. Για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια, η Μαντάμπα ήταν γνωστή ως μια χριστιανική πόλη. Μπορεί στις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία να άλλαξε προς όφελος των Μουσουλμάνων, η Μαντάμπα παραμένει όμως ένα σημαντικό κέντρο των Χριστιανών της Ιορδανίας, και το ποσοστό τους στον πληθυσμό της πόλης είναι πολύ υψηλότερο του περίπου 5% σε όλη την χώρα. Η πόλη δικαιούται να περηφανεύεται για την αρμονική συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων και Καθολικών.

Δίπλα στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου (φαίνεται στα δεξιά), βρίσκεται το Νέο Ορθόδοξο Σχολείο, με επιγραφές στα αραβικά και τα αγγλικά. Τα ελληνικά γράμματα περιορίζονται στην πύλη του σχολείου, στο σύμβολο της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας (ΤΦ), το οποίο συναντούμε συχνά στη Μαντάμπα.
Η καθολική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο κέντρο της Μαντάμπα εκπροσωπεί και την τρίτη θρησκευτική κοινότητα της πόλης.
Η Μαντάμπα είναι μια επαρχιακή πόλη, με χαμηλές πολυκατοικίες και πολλά μικρά μαγαζιά. Εδώ η εικόνα από τον σταθμό των λεωφορείων, απ’ όπου μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί σε κάποιο ταλαιπωρημένο λεωφορειάκι με κατεύθυνση το Αμμάν.

Πολύ πιο νότια από τη Μαντάμπα, ουσιαστικά μέσα στην έρημο πλέον, βρίσκεται μια πόλη που δεν κατοικείται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι συνεχώς γεμάτη με κόσμο. Πρόκειται βέβαια για την Πέτρα, την πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των Ναβαταίων. Οι Ναβαταίοι ήταν μια προϊσλαμική αραβική φυλή, με αραμαϊκές και αργότερα και ελληνιστικές επιρροές, όπως μπορεί να δει κάποιος και στην Πέτρα. Το βασίλειο τους άνθισε ελέγχοντας τις διαδρομές του εμπορίου ανάμεσα σε Συροπαλαιστίνη και Ερυθρά Θάλασσα/Αραβική Χερσόνησο, περίπου στα ίδια χρόνια που λίγο πιο βόρεια έζησε και έδρασε κάποιος Ιησούς Ναζωραίος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε στην ακμή της συνεχώς επεκτεινόμενη. Η υποταγή στην τελευταία ήταν μάλλον αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη και τελικά ήρθε το 106 μ.Χ. Ακόμα και μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας της πάντως, η Πέτρα συνέχιζε να ακμάζει, φτάνοντας να έχει πληθυσμό 20 με 30 χιλιάδες κάτοικους. Το ότι μια τέτοια μεγάλη πόλη μπορούσε να υπάρξει πριν δυο χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Όποιος βρεθεί ανάμεσα στα ερείπια της Πέτρας, τα οποία «ανακαλύφθηκαν» (από τον έξω κόσμο) μόλις πριν περίπου δύο αιώνες, εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο: από την αρχιτεκτονική, τα παλάτια, τους τάφους, ακόμα κι ένα θέατρο, όλα λαξευμένα μέσα στους αμμολιθικούς βράχους. Δικαιολογημένα συρρέουν εδώ τουρίστες από όλες τις γωνιές του κόσμου. Οι Ιορδανοί γνωρίζουν βέβαια πως κανείς ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να έρθει στη χώρα χωρίς να περάσει από την Πέτρα, και το εκμεταλλεύονται ανάλογα. Ακόμα κι αν ο τουρίστας καταφέρει να αποφύγει τους Βεδουΐνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι με τα πόδια ή με υποζύγια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο (ενίοτε ντυμένοι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς), πουλώντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, αναγκαστικά θα πρέπει να πληρώσει για την είσοδο. Και το πιο φτηνό εισιτήριο εισόδου, το ημερήσιο, δεν κοστίζει λιγότερα από 80 Ευρώ. Με περίπου 90 Ευρώ, μπορεί βέβαια κάποιος να πάρει εισιτήριο δύο ημερών – κάτι που με την έκταση και τον πλούτο σε μνημεία μπορεί και να αξίζει. Εξάλλου, μπορεί να διανυκτερεύσει άνετα στο Γουάντι Μούσα, έναν οικισμό που αναπτύχθηκε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και ζει σχεδόν αποκλειστικά απ’ αυτόν.

Ανεβαίνοντας στους βασιλικούς τάφους, έχει κάποιος θέα προς την έκταση όπου απλωνόταν η αρχαία πόλη της Πέτρας: μια έρημος με λίγα σκόρπια ανθεκτικά στη ξηρασία φυτά.
Το Θέατρο της Πέτρας λαξεύτηκε στο βράχο περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, όταν η πόλη ήταν ακόμα πρωτεύουσα του ανεξάρτητου βασιλείου των Ναβαταίων.
Το Γουάντι Μούσα (Κοιλάδα του Μούσα) αναπτύχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες χάρη στον τουρισμό της Πέτρας, η οποία ξεκινάει στα υψώματα που φαίνονται στο βάθος.

Από την Πέτρα της Αρχαιότητας, στη Μαντάμπα του πρώιμου Μεσαίωνα και μετά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του Αμμάν και και της Ιρμπίντ: είναι μια εικόνα που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η περιοχή που ονομάζεται σήμερα Ιορδανία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει ρόλο εδώ και χιλιετίες. Το χασεμιτικό Βασίλειο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενο κράτος. Από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ως μη-φυσικό δημιούργημα των αποικιοκρατών, ως κατά βάθος φιλοσιωνιστικό, ως σύμμαχος των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου, ως μόνο κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία και ουσιαστικά αυταρχικό κράτος.

Όπως όμως κι αν θέλει κάποιος να κρίνει την Ιορδανία, πρέπει να παραδεχτεί πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή χώρα. Μια περιοχή οικολογικά οριακή, μεταβατική προς την έρημο, από τις πιο φτωχές σε νερό στον κόσμο, μπορεί να συντηρεί αστικούς ιστούς που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέροντας τους ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης – και μάλιστα χωρίς να έχει το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων. Η χώρα με την παγκοσμίως δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων προς τον συνολικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που στην ουσία αποτελείται πλειοψηφικά από πρόσφυγες ή τους απογόνους τους, με παρουσία διαφορετικών θρησκειών εδώ και χιλιάδες χρόνια, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα σταθερότητας στην περιοχή – και μάλιστα, όταν συνορεύει με τη Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ/Παλαιστίνη. Και αυτό δεν το αποδεικνύουν μόνο οι βαθμολογίες που την κατατάσσουν ως έναν από τους δέκα πιο ασφαλείς προορισμούς στον κόσμο. Υπάρχει και πιο απτή απόδειξη: ακόμα και σήμερα, αποτελεί σημείο όπου προτιμούν να καταφεύγουν άνθρωποι για να γλυτώσουν από πολέμους και διώξεις, όπως πιο χαρακτηριστικά είδαμε τελευταία στον πόλεμο της Συρίας.

Το μέγεθος των προβλημάτων που έχει μπροστά της η Ιορδανία δεν επιτρέπει μεν υπερβολική αισιοδοξία. Ένας ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός, τόσο λόγω γεννήσεων όσο και λόγω προσφυγικών ροών, με ταυτόχρονη εξάντληση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, λόγω κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο: η εξίσωση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αστάθεια που απλώνεται γύρω γύρω από τη χώρα και τη σφίγγει σαν κλοιός: προς το παρόν αντέχει, αλλά για πόσο ακόμα; Είναι όμως μια περιοχή που ξέρει στα δύσκολα και καταφέρνει επί χιλιετίες όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να συντηρεί και να παράγει πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωρίσουμε.

.

Απ’ τον Τιγρη στον Ευφρατη – κι απ’ το Κουρδισταν στη Μεσογειο

Κλασσικό

Αν μας ρωτούσαν σε ποιο κράτος ανήκει σήμερα η ιστορική γη της Μεσοποταμίας, πολλοί θα την ταύτιζαν με το Ιράκ. Δε θα είχαν απόλυτο άδικο, αφού η χώρα είναι αυτό που είναι χάρη στους δύο ποταμούς που τη διατρέχουν από Βορρά ως Νότο, τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Κάποιοι θα θυμόντουσαν και τη Συρία. Η εύφορη κοιλάδα του Ευφράτη διασχίζει το ανατολικό μισό της χώρας, χαρίζοντας απρόσμενα ζωή στην έρημο.

Οι περισσότεροι όμως μάλλον θα ξεχνούσαν το κράτος, από το οποίο πηγάζουν και οι δύο ποταμοί: την Τουρκία. Μια νοτιοανατολική γωνιά της χώρας ανήκει κι αυτή στη Μεσοποταμία. Μάλλον όχι τυχαία, είναι και από τα πιο εθνικά ανάμικτα και διαφιλονικούμενα μέρη της Τουρκίας. Κούρδοι, Τούρκοι, Άραβες, παλιότερα και Αρμένηδες, Ασσύριοι και Γιαζιντίτες, μοιράζονται μια γη φορτωμένη με Ιστορία όσο ελάχιστες άλλες περιοχές του κόσμου.

Στη διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο ξεκινάμε από τα ανατολικά, τις όχθες του Τίγρη στο Βόρειο Κουρδιστάν, και κατευθυνόμαστε προς τα δυτικά. Περνάμε και τον Ευφράτη, αλλά συνεχίζουμε ακόμα πιο δυτικά. Αφού διασχίσουμε ψηλά βουνά, φτάνουμε στην εύφορη πεδιάδα της Κιλικίας. Από εκεί, καταλήγουμε στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, στον Κόλπο της Μερσίνης.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία είναι το Ντιγιάρμπακιρ, η αρχαία Αμίδα – «Αμέντ» ονομάζουν και σήμερα την πόλη πολλοί Κούρδοι. Η άτυπη πρωτεύουσα του (Βόρειου) Κουρδιστάν είναι μια ωραία, αλλά παράξενη πόλη. Αυτός είναι μάλλον ο χαρακτηρισμός που της ταιριάζει καλύτερα. Για να ξεκινήσουμε με τα εύκολα, παράξενη είναι ακόμα και η γεωγραφία της. Το ιστορικό κέντρο της πόλης δεν βρίσκεται.. κεντρικά, αλλά στη νοτιοανατολική άκρη του αστικού ιστού. Κλεισμένο μέσα στα ρωμαϊκά τείχη από βασάλτη, το Σουρ (έτσι ονομάζεται η παλιά πόλη) γειτνιάζει άμεσα με την κοιλάδα του Τίγρη. Είναι ίσως λογικό ότι η πόλη δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί εις βάρος των εύφορων εδαφών της κοιλάδας. Μάλλον δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εξάπλωση του αστικού ιστού βόρεια και δυτικά του κέντρου.

Τα βασάλτινα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ: η νότια πλευρά.
Η κοιλάδα του Τίγρη, όπως φαίνεται από τα νότια τείχη. Πάνω αριστερά διακρίνεται λίγο ο ποταμός, μαζί με την πέτρινη γέφυρα.
Ο Τίγρης με την παλιά πέτρινη γέφυρα, χτισμένη κι αυτή από βασάλτη όπως σχεδόν όλα τα ιστορικά κτίρια στο Ντιγιάρμπακιρ.
Όπως και σε τόσες άλλες πόλεις της Τουρκίας, η νέα εκτός των τειχών πόλη αποτελείται κυρίως από καινούριες ψηλές πολυκατοικίες. Εδώ, πολυσύχναστος πεζόδρομος στην περιοχή του Οφίς.

Ας πάμε όμως τώρα στα πιο δύσκολα. Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ότι πρώτη πολιτική δύναμη στην πόλη είναι, αναμενόμενα, το αριστερό-φιλοκουρδικό HDP. Παρ’ όλα αυτά, περπατώντας στους δρόμους του Ντιγιάρμπακιρ, θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει ένα σύμβολο αυτού του κόμματος. Αντίθετα, τον περασμένο Οκτώβρη θα έβλεπε παντού την εικόνα του μισητού εχθρού, του Ερντογάν, ο οποίος ετοίμαζε τότε επίσκεψη στην πόλη. Επίσης, πολύ κεντρικά και ορατά είναι τα γραφεία του αντιπολιτευόμενου κεμαλικού CHP, ακόμα και του εθνικιστικού Καλού Κόμματος (ιδιαίτερα το τελευταίο, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι βρίσκει εύκολα ακροατήριο στους Κούρδους). Ο εκλεγμένος από τον λαό δήμαρχος του HDP έχει απομακρυνθεί από τη θέση του, κατηγορούμενος για «διασυνδέσεις με την τρομοκρατία». Ο αντικαταστάτης του είναι διορισμένος από την κυβέρνηση στην Άγκυρα, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.

Τα γκρουπ των τουριστών που έρχονται για να θαυμάσουν τα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ, συνοδεύονται από γιγαντοαφίσες του Ερντογάν (αριστερά) και του κυβερνώντος κόμματος (δεξιά). Τα κιγκλιδώματα της αστυνομίας παντού, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις ότι δε βρίσκεται σε μια τυχαία πόλη της Τουρκίας, αλλά σε μια περιοχή υπό καθεστώς που μοιάζει με στρατιωτική κατοχή.

Η ιστορία αυτή κρύβει ακόμα περισσότερη καταπίεση, απ’ ό,τι θα δει κάποιος με την πρώτη ματιά. Μεγάλο μέρος της εντός των τειχών πόλης έχει σχεδόν ισοπεδωθεί και η πρόσβαση σε αυτό είναι απαγορευμένη. Πριν 7 χρόνια, εδώ είχαν στηθεί οδοφράγματα και ο τουρκικός στρατός αντάλλαζε πυρά με το ΡΚΚ. Μετά την (αιματηρή) επικράτησή του, ο Ερντογάν αποφάσισε ότι η παλιά πόλη πρέπει να ξανακτιστεί με νέα πρότυπα και να αξιοποιηθεί τουριστικά. Είναι μια ευγενοποίηση, η οποία γίνεται με κρατικό σχέδιο και κυριολεκτικά με τη βία: μια μέθοδος, με την οποία το τουρκικό κράτος αντιμετώπιζε συχνά αυτή την παραμεθόρια περιοχή, που είχε την ατυχή συνήθεια να μιλάει διαφορετική γλώσσα (ή γλώσσες) από την επίσημη.

Μεγάλο μέρος του κατεστραμμένου, ανατολικού κυρίως, τμήματος του Σουρ, βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία ανοικοδόμησης. Τουρκική σημαία, εικόνα του Ατατούρκ, του Ερντογάν και της TOKİ, δίνουν το ιδεολογικό στίγμα αυτής της ανοικοδόμησης, ενώ δίπλα διαφημίζονται συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, αφήνοντας ίσως μια εντύπωση ειρήνευσης.
Ο Άγιος Κήρυκος (Σουρπ Γκιραγκός) στο Σουρ θεωρείται η μεγαλύτερη αρμένικη εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Για έναν αιώνα παρατημένη και υπό κατάρρευση, ανοικοδομήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, για να καταστραφεί πάλι (εν μέρει) κατά τις συγκρούσεις του 2015. Το τουρκικό κράτος την κατέσχεσε κι αυτή όπως μεγάλο μέρος του Σουρ, προκαλώντας αντιδράσεις στις αρμένικες κοινότητες και όχι μόνο. Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν αυτή τη χρονιά και η εκκλησία είναι πάλι ανοιχτή στο κοινό.
Η ανοικοδόμηση του Σουρ στοχεύει και στην τουριστική αξιοποίησή του, και οι νέες καφετέριες στην Οδό Γενίκαπι (πάντα συνοδευόμενες από τουρκικές σημαίες) στοχεύουν προφανώς και στον εξευγενισμό της εικόνας του.

Το δυτικό τμήμα του Σουρ καλύπτεται ακόμα από φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα κτίρια, όπου τα παιδιά παίζουν στα στενά μαζί με γάτες και κότες – αν και η ευγενοποίηση αρχίζει σιγά σιγά να εξαπλώνεται κι εδώ. Λίγα βήματα πιο πέρα, τα γκρουπ των (ακόμα κυρίως Τούρκων) τουριστών τριγυρίζουν θαυμάζοντας το Ουλού Τζαμί, το Χασάν Πασά Χάνι και τη θέα από τα τείχη. Πάντως, δεν λείπουν και σκόρπια στοιχεία που δείχνουν ίσως κάποια μορφή αντίστασης. Η πορεία του κουρδικού κινήματος μπορεί να μην οδηγήσει τελικά στην ανεξαρτησία, ίσως ούτε καν στον δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Σίγουρα όμως δεν τελείωσε το 2015, ό,τι κι αν θέλουν να ελπίζουν οι ιθύνοντες στην Άγκυρα.

Σοκάκι σε γειτονιά του Σουρ, κοντά στη συριοορθόδοξη εκκλησία Μεριέμ Ανά.
Ακόμα πάντως και στις φτωχογειτονιές του δυτικού Σουρ έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν τέτοια μαγαζιά.
Οι τουρίστες συρρέουν στο Ντιγιάρμπακιρ μεταξύ άλλων και για το (όντως ιδιαίτερο) Ουλού Τζαμί, στο κέντρο του Σουρ.
Το Σουλουκλού Χάνι είναι μικρότερο, λιγότερο τουριστικό και (κατά την άποψή μου) περισσότερο συμπαθητικό από το γειτονικό Χασάν Πασά Χάνι. Χρειάζεται πάντως κάποια προσπάθεια για να το εντοπίσεις.
Ενδιαφέρον έχει κι αυτή η πινακίδα με πληροφορίες για το Σουλουκλού Χάνι και ιδιαίτερα η επιλογή των γλωσσών: ξεκινάει (μάλλον) με αραμαϊκά, συνεχίζει με αρμένικα, αραβικά, κουρδικά (πιθανόν Κουρμαντζί και Ζαζά) και αφήνει τελευταία τα τουρκικά. Μπορεί η σειρά να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.
Σαββατόβραδο στο κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ: δύο μουσικοί του δρόμου τραγουδούν στα κούρδικα. Oι περαστικοί έχουν στήσει χορό στο πεζοδρόμιο, που μεγαλώνει όσο περνά η ώρα.

Φεύγοντας από το Ντιγιάρμπακιρ και διασχίζοντας τις κοντινές εξοχές, αντιλαμβάνεται κάποιος έναν ακόμα λόγο για τον οποίο η περιοχή είναι μια από τις πιο φτωχές της Τουρκίας, εκτός από τους ιστορικούς/εθνοτικούς/πολιτικούς. Αχανείς εκτάσεις καλύπτονται με μεγάλες σκούρες πέτρες από βασάλτη, και είναι μάλλον χρήσιμες μόνο για εκτατική κτηνοτροφία. Εκεί όπου έχει επιχειρηθεί μια γεωργική αξιοποίηση, οι σωροί από πέτρες στα χωράφια δείχνουν πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Όσο βέβαια πλησιάζουμε προς την Ούρφα, αρχίζουν να πυκνώνουν στην εικόνα του τοπίου οι γνωστές μας μεσογειακές καλλιέργειες: σιτηρά, φιστικιές ελιές. Στον δρόμο, τα λεωφορεία που έρχονται από το Κουρδιστάν, θα σταματήσουν σε μπλόκα του στρατού ή της αστυνομίας, όπου θα ελεγχθούν οι ταυτότητες όλων των επιβατών. Το ίδιο το τουρκικό κράτος μοιάζει να θέλει να δείξει πως αυτή η περιοχή δεν είναι μια φυσιολογική περιοχή της Τουρκίας.

Τέτοιες απέραντες εκτάσεις καλυμμένες με πέτρες είναι χαρακτηριστική εικόνα στον δρόμο από Ντιγιάρμπακιρ προς Σιβερέκ.

Στην Ούρφα έχουμε ήδη απομακρυνθεί από τις πιο «καθαρές» κουρδικές περιοχές. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι πρόκειται για μια εθνοτικά ομοιογενή τουρκική πόλη. Στην πόλη μιλιούνται ως μητρικές γλώσσες τουρκικά, κουρδικά και αραβικά. Το υψηλό ποσοστό Αράβων δεν οφείλεται μόνο στην πρόσφατη μετανάστευση Συρίων: στην Ούρφα έχει παραμείνει από τα οθωμανικά χρόνια, μπορεί να είναι και η πιο μεγάλη εθνοτική ομάδα. Είναι ίσως ένας ακόμα από τους λόγους που η πόλη έχει τη φήμη της πιο «μεσανατολίτικης» πόλης της Τουρκίας. Όπως και να έχει, και παρά αυτή την πολυεθνική σύνθεση, η συντηρητική Ούρφα παραμένει προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ.

«Εμείς είμαστε η Τουρκία», διαβάζει ο ταξιδιώτης μόλις φτάνει στη Σανλίουρφα, στον σταθμό των λεωφορείων. Αναλογιζόμενος πάντως το υψηλό ποσοστό μη τουρκόφωνων στον πληθυσμό της πόλης, πιθανόν να προβληματιστεί για τη σκοπιμότητα της επιγραφής.
Μια από τις εισόδους της φημισμένης κεντρικής αγοράς της Ούρφα.

Αν και όλοι την αποκαλούν απλά «Ούρφα», το πλήρες επίσημο όνομα της πόλης είναι Σανλίουρφα. Το επίθετο «Σανλί» σημαίνει ιερή και προστέθηκε πριν μερικές δεκαετίες. Ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλούμενη, στην πόλη υπάρχει όντως μια ιερή ατμόσφαιρα. Κι αυτό δεν είναι μόνο γιατί ο πληθυσμός της είναι πολύ θρήσκος – αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε τουρκικές επαρχιακές πόλεις. Η πόλη θεωρείται γενέτειρα του Αβραάμ, και στο σημείο όπου γεννήθηκε υπάρχει σήμερα ένα συγκρότημα από τζαμιά, το οποίο προσελκύει καθημερινά πλήθη προσκυνητών και τουριστών. Η περιοχή ονομάζεται Μπαλικλίγκιολ, δηλαδή λίμνη των ψαριών. Και όντως, στο πάρκο που συνοδεύει τα τζαμιά υπάρχουν λίμνες με έναν εντυπωσιακό πληθυσμό σε ψάρια, τα οποία η παράδοση θέλει επίσης.. ιερά.

Στη σπηλιά εδώ στο κέντρο της Ούρφα γεννήθηκε με βάση την παράδοση ο Αβραάμ. Η υπόθεση μπορεί να είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά ήταν αρκετή για να κτιστούν τζαμιά γύρω από τη σπηλιά και να γίνει ο χώρος στόχος αμέτρητων προσκυνητών και τουριστών.
Οι λίμνες στο πάρκο που περιβάλλει τα τζαμιά φιλοξενούν μεγάλο αριθμό ψαριών, τα οποία ταΐζει εδώ το κοριτσάκι. Ένας θρύλος τα θέλει να προέρχονται από τη φωτιά που ο Βασιλιάς Νιμρόντ ετοίμαζε για να κάψει τον Αβραάμ: ο Θεός μετέτρεψε τη φωτιά σε νερό και τα καυσόξυλα σε ψάρια.

Η ιερότητα της Ούρφα όμως δεν περιορίζεται στο Μπαλικλίγκιολ, ούτε καν στις αβρααμιτικές μονοθεϊστικές θρησκείες. Σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πόλη, σε έναν λόφο που ονομάζεται Γκιομπεκλίτεπε, ανακαλύφθηκε πριν κάποια χρόνια το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίσμα στην (προ)ϊστορία της ανθρωπότητας, ηλικίας τουλάχιστον 10.000 ετών. Είναι μια ένδειξη για το πόσο νωρίς οι άνθρωποι είχαν ανάγκη για μόνιμους χώρους θρησκευτικών τελετών – ίσως πριν ακόμα αποκτήσουν μόνιμες κατοικίες, αφού κατά μια άποψη οι θαμώνες του Γκιομπεκλίτεπε πιθανόν να ήταν ακόμα νομάδες τροφοσυλλέκτες. Είναι βέβαια πολύ ταιριαστό ότι αυτή η ανακάλυψη έγινε στην ιερή Ούρφα.

Είναι μάλλον σπάνιο για τουρκικούς δήμους να έχουν ως σύμβολο μιναρέδες, για την ιερή Ούρφα όμως γίνεται μια εξαίρεση, όπως βλέπουμε εδώ στη σημαία του Δήμου που κυματίζει δεξιά από την τουρκική. Πίσω φαίνεται το προάστιο του Καράκιοπρου, όπου οικοδομούνται πανύψηλες νέες πολυκατοικίες για τη στέγαση του ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού της πόλης.

Μιάμιση περίπου ώρα με το λεωφορείο από τη Σανλί-Ούρφα, φτάνουμε και στον δεύτερο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη, βρίσκεται η άλλη μεγαλούπολη με προσωνυμία, η Γκαζί-Αντέπ. Αν η Ούρφα είναι ιερή πόλη, η δόξα της Αντέπ είναι πιο κοσμική: Γκαζί σημαίνει νικήτρια. Ο τίτλος της δόθηκε για τη συνεισφορά της στον κεμαλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, συγκεκριμένα για τον αγώνα ενάντια στους Γάλλους (επίδοξους) αποικιοκράτες. Θα μπορούσαμε βέβαια να παρατηρήσουμε ότι οι τελευταίοι δεν ήταν και οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι και επιπλέον πως η μάχη που έγινε ειδικά για την πόλη της Αντέπ έληξε με γαλλική νίκη (ασχέτως του ότι λίγους μήνες μετά οι Γάλλοι την εγκατέλειψαν λόγω συμφωνίας με τον Κεμάλ). Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν εμπόδισε τους Τούρκους, εκτός από να προσθέσουν το «Γκαζί» στην ονομασία της πόλης, να φτιάξουν κι ένα Μουσείο για τον πόλεμο στο Κάστρο της Αντέπ.

Περνώντας στη δυτική όχθη του Ευφράτη, αφήνουμε πίσω μας την «τουρκική Μεσοποταμία».
Το κάστρο της Αντέπ, του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά/ρωμαϊκά χρόνια, ακόμα και την εποχή των Χετταίων, επιβλέπει το κέντρο της πόλης.

Η Αντέπ είναι πάντως περισσότερο γνωστή για τον καρπό που στην Ελλάδα ονομάζεται «φιστίκι Αιγίνης», και στην Τουρκία βέβαια «φιστίκι Αντέπ». Κατ’ επέκταση, εξίσου φημισμένη είναι και για τον μπακλαβά που παρασκευάζεται με βάση αυτόν τον καρπό. Το αντίστοιχο όνομα στην Κύπρο είναι «χαλεπιανό» – και δεν είναι τυχαίο που το Χαλέπι βρίσκεται μόλις 120 χιλιόμετρα μακριά από την Αντέπ. Στα οθωμανικά χρόνια η Αντέπ, όπως και η Ούρφα, ανήκε στο βιλαέτι του Χαλεπίου. Ήταν το βιλαέτι όπου η τουρκοφωνία συναντούσε και αναμιγνυόταν με την αραβοφωνία, και οι δύο συνοδεύονταν από ένα επίσης πολύ ισχυρό αρμενικό στοιχείο. Το τελευταίο σχεδόν εξαφανίστηκε το 1915 με την Γενοκτονία, όπως και το ασσυριακό. Λίγα χρόνια αργότερα, το βιλαέτι χωρίστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στη νέα Τουρκική Δημοκρατία και την αραβική (ακόμα υπό γαλλική εντολή) Συρία.

Οι εξοχές γύρω από την Αντέπ καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από φιστικιές/χαλεπιανιές, και η ίδια η πόλη είναι γεμάτη με μαγαζιά που πουλούν τον καρπό, τους «φιστικτζήδες» (εδώ αριστερά). Αντίστοιχα, υπάρχουν και τα μπακλαβατζίδικα (δεξιά), τα οποία πουλούν το γλυκό που κατά κανόνα κυριαρχείται εδώ από το πράσινο χρώμα του χαλεπιανού.
Ένα από τα πιο τραγικά αξιοθέατα της Γκαζίαντεπ: η πρώην αρμένικη εκκλησία της Παναγίας δεν είναι τόσο παλιά, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για να εξυπηρετήσει την ακόμα τότε ακμάζουσα αρμενική κοινότητα της πόλης. Δεν πρόλαβαν να την χαρούν πολύ: λίγα χρόνια μετά, οι περισσότεροι Αρμένηδες θα χανόντουσαν στις πορείες θανάτου, στην κοντινή Έρημο της Συρίας. Χωρίς αρμενική κοινότητα πια στην πόλη, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, μέχρι να αποφασιστεί η μετατροπή του σε τζαμί τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή του ονόματος «Τζαμί της Απελευθέρωσης» μοιάζει σχεδόν προκλητική. Ίσως δείχνει όμως και το πόσο απέχουν οι ερμηνείες της Ιστορίας τους από λαούς που άλλοτε μοιράζονταν την ίδια γη.

Σήμερα, η Αντέπ είναι με ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και έχει μάλλον ξεπεράσει σε πληθυσμό την αλλοτινή πρωτεύουσα του βιλαετίου, το κατεστραμμένο πλέον από τον πόλεμο Χαλέπι. Εξάλλου, πολλοί έχουν μετακινηθεί λόγω του πολέμου από τη μια πόλη στην άλλη. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Σύριοι πρόσφυγες κατοικούν σήμερα είτε στην πόλη, είτε γύρω απ’ αυτήν, με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, το κέντρο της Αντέπ διατηρεί την ομορφιά του, με τα πέτρινα κτίρια και τα πλακόστρωτα στενά του, τα χάνια απ’ όπου τα βράδια ακούμε μουσικές, την αγορά των μπακιρτζήδων και τα μπεζεστένια – και βέβαια, τα αμέτρητα φιστικάδικα και μπακλαβατζίδικα. Μετά από το κέντρο ακολουθεί βέβαια η απαραίτητη ζώνη των γκετζέκοντου, φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένες κατοικίες. Ακόμα πιο έξω, απλώνονται οι σύγχρονες πολυκατοικίες της TOKİ, που όπως σε κάθε τουρκική μεγαλούπολη αντικαθιστούν σταδιακά τα γκετζέκοντου. Τέλος, όταν βγαίνουμε από την πόλη, περνάμε μέσα από τη βιομηχανική ζώνη, μια από τις μεγαλύτερες σε όλη την Τουρκία: η Γκαζίαντεπ φημίζεται (και) για την ανεπτυγμένη βιομηχανία της.

Είναι μυστήριο πως η χελώνα βρέθηκε μέσα στο «Χάνι του Έθνους» (ονομασία που του δόθηκε βέβαια στην κεμαλική περίοδο, αν και είναι πολύ παλιότερο), στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Αντέπ.
Το Μπέη ήταν παλιότερα μια πολυεθνοτική γειτονιά της Αντέπ και είναι σήμερα μια από τις πιο ήσυχες και ευχάριστες του κέντρου. Πολλά από τα παλιά αρμένικα ή εβραϊκά σπίτια της πόλης λειτουργούν σήμερα ως καφενεία ή πολιτιστικά κέντρα.
Φεύγοντας το λεωφορείο από την Αντέπ, περνάει μέσα και από τη μεγάλη βιομηχανική ζώνη. Τα φουγάρα που καπνίζουν θυμίζουν ότι η πόλη είναι κι αυτή μια «τίγρη της Ανατολίας», ένας από τους νέους βιομηχανικούς γίγαντες της Τουρκίας.

Επόμενος σταθμός στη διαδρομή προς τα δυτικά είναι η μεγαλούπολη του βαμβακιού, τα Άδανα. Βρίσκεται στο μέσο της απέραντης πεδιάδας της Κιλικίας, την Τσουκούροβα όπως την λένε οι Τούρκοι. Τέτοιοι πλατιοί κάμποι είναι σπάνιοι στη νότια ακτή της Τουρκίας, που κατά τ’ άλλα κυριαρχείται από άγρια βουνά και ιδιαίτερα την Οροσειρά του Ταύρου. Ήταν επόμενο ότι θα αξιοποιούνταν για την ιδιαίτερα προσοδοφόρα βαμβακοκαλλιέργεια, αν και σήμερα η Τσουκούροβα πρωτοστατεί και σε άλλες καλλιέργειες, από το καλαμπόκι μέχρι τα εσπεριδοειδή. Ο Γιασάρ Κεμάλ πάντως, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή των Αδάνων, έχει στήσει το μυθιστόρημά του «Μεσόστυλος» γύρω από τη παραγωγή βαμβακιού. Το βιβλίο ξεκινάει με τους κινούμενους αγκαθόθαμνους που σηματοδοτούν ότι το άνθος του βαμβακιού έχει ανοίξει στην Τσουκούροβα και ότι ήρθε η στιγμή για τους χωρικούς των γύρω βουνών να κατεβούν στον κάμπο για να το συλλέξουν.

Το Πολιτιστικό Κέντρο Γιασάρ Κεμάλ είναι ένας φόρος τιμής για τον κουρδικής καταγωγής συγγραφέα, έναν από τους σημαντικότερους που ανέδειξαν όχι μόνο τα Άδανα, αλλά και ολόκληρη η Τουρκία στον 20ό αιώνα.

Τέτοιες καλλιέργειες βέβαια απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού. Ευτυχώς για την Τσουκούροβα, εκτός από την υψηλή βροχόπτωση, τη διασχίζουν και τα ποτάμια που πηγάζουν από τις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου. Ένα απ’ αυτά είναι και ο Σάρος ή Σεϋχάν, στις όχθες του οποίου είναι κτισμένα τα Άδανα, μια πόλη από τις αρχαιότερες του κόσμου, ηλικίας πολλών χιλιετιών. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα θα βρούμε στοιχεία που να το θυμίζουν αυτό. Είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη των 2 εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν έχει ούτε γραφικά πλακόστρωτα στενά, ούτε ατμοσφαιρικά παζάρια, ούτε πολλά ιδιαίτερα αξιοθέατα, όπως οι προηγούμενες τρεις πόλεις. Το μέρος που ξεχωρίζει πάντως είναι το μεγάλο παραποτάμιο πάρκο που ξεκινάει από την πέτρινη γέφυρα και περιτριγυρίζει το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας.

Η ρωμαϊκή Πέτρινη Γέφυρα ενώνει εδώ και δύο χιλιετίες τη δυτική όχθη του Σάρου (όπου και το κέντρο των Αδάνων) με την ανατολική.
Εντός του παραποτάμιου πάρκου των Αδάνων βρίσκεται και το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Τουρκίας. Κτισμένο σε νεο-οθωμανικό στυλ το 1988, είναι ίσως και δείγμα της κρατικά στηριζόμενης θεωρίας της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, που ουσιαστικά έστρωσε τον δρόμο για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και του Ερντογάν.

Οι Αρεταίος και Αγγελετόπουλος στο (σιδηροδρομικό) οδοιπορικό τους μέσα από διάφορες πόλεις της Τουρκίας, ονομάζουν τα Άδανα «γκρίζα ζώνη». Ο λόγος είναι η πολιτική-κοινωνική ποικιλία της πόλης: δεν έχει ούτε την καθαρά κοσμική-κεμαλική ταυτότητα της Σμύρνης, ούτε ψηφίζει φανατικά Ερντογάν όπως το Ικόνιο ή η Καισαρεία, ούτε είναι προπύργιο του κουρδικού κινήματος όπως το Ντιγιάρμπακιρ. Όλες αυτές οι παρατάξεις έχουν παραδοσιακά δύναμη στην πόλη, όπως επίσης ψηλό ποσοστό έχουν και τα εθνικιστικά κόμματα. Καμία όμως δεν μπορεί να επικρατήσει απόλυτα και αναγκάζονται να συνυπάρξουν σχετικά ειρηνικά. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη στη σειρά των πόλεων που είδαμε μέχρι τώρα, που βρίσκεται τώρα στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο δήμαρχος προέρχεται από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ενώ το ΑΚΡ του Ερντογάν ακόμα διοικεί την Αντέπ, την Ούρφα και το Ντιγιάρμπακιρ (το τελευταίο, μετά από την απομάκρυνση του δημοκρατικά εκλεγμένου δήμαρχου που προέρχεται βέβαια από το φιλοκουρδικό HDP). Οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές των μεσογειακών μικρασιατικών παραλίων ήταν μάλλον σχετικά δεκτικές στην κεμαλική προσπάθεια εκκοσμίκευσης. Ειδικά στα Άδανα όμως, μπορεί να παίζει και ρόλο η σημαντική παρουσία Αλεβιτών.

Η Πλατεία 5ης Ιανουαρίου στο κέντρο των Αδάνων, με το άγαλμα του Ατατούρκ, θυμίζει τη μέρα υποχώρησης του γαλλικού στρατού το 1922 και ουσιαστικά την ένταξη στο νέο κεμαλικό κράτος. Δεξιά, ένα «Erotik Shop» και αριστερά το Μεστάν Χαμάμ, από τα λίγα οθωμανικά κτίρια που έχουν απομείνει στην πόλη. Αριστερά του χαμάμ, διαφημίζεται μάλλον κάποια προσεχής ομιλία του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (και, όπως φαίνεται, επίδοξου νέου πρόεδρου της Τουρκίας), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το πρόσφατο περιστατικό στα Άδανα, όπου σπίτια Αλεβιτών σημάνθηκαν από άγνωστους με σταυρούς και τη (μάλλον υποτιμητική) ονομασία «Κιζιλμπάς» (=κοκκινοκέφαλοι), ξύπνησε τραυματικές μνήμες από αντι-αλεβιτικά πογκρόμ. Αναφερόμαστε βέβαια ιδιαίτερα στα γεγονότα του 1978 στο γειτονικό Μαράς που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 100 Αλεβίτες, σχετιζόμενα και με τη σκληρή σύγκρουση ανάμεσα σε ακροδεξιές και αριστερές ομάδες εκείνη την εποχή. Πηγή εικόνας: https://bianet.org/english/religion/249389-alevi-homes-marked-in-adana-in-38th-similar-incident-in-a-decade

Μια πεδιάδα όπως η Κιλικία, ήδη από τον 19ο αιώνα προσανατολισμένη στο εξαγωγικό εμπόριο (βοηθά βέβαια η εγγύτητα στη θάλασσα), χρειάζεται και το λιμάνι της. Και αυτό τον ρόλο ανέλαβε η Μερσίνη, ο τελευταίος σταθμός αυτής της διαδρομής στη νοτιοανατολική Τουρκία. Αν και μια μάλλον ασήμαντη κωμόπολη πριν δύο αιώνες, η εξαγωγή του βαμβακιού οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη τόσο του λιμανιού όσο και της ίδιας της πόλης, ο πληθυσμός της οποίας σήμερα προσεγγίζει το ένα εκατομμύριο. Βρίσκεται σε απόσταση μόλις μιας ώρας με το τρένο από τα Άδανα.

Εικόνα του εύφορου κάμπου της Τσουκούροβα, από το τρένο που τον διασχίζει τακτικά με τη διαδρομή Άδανα-Ταρσός-Μερσίνη.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μερσίνης. Όπως και σε άλλες πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, οι φοινικιές κυριαρχούν στην εικόνα.

Είναι μάλλον επόμενο, ότι μια πόλη με τόσο πρόσφατη αλλά παρ’ όλα αυτά εκπληκτική ανάπτυξη, δεν έχει πολλά για να τραβήξει τουρίστες, εκτός βέβαια από τις κοντινές της παραλίες. Παρ’ όλα αυτά, έχει τη μίνιμουμ γοητεία που έχουν όλες οι πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πιο ευχάριστο μέρος στο κέντρο της πόλης είναι βέβαια το μεγάλο παραθαλάσσιο πάρκο. Ένας κουρασμένος ταξιδιώτης μπορεί να ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι στη σκιά ενός δέντρου, παρακολουθώντας τα ξύλινα καράβια που αναζητούν επιβάτες για βόλτα στον κόλπο της Μερσίνης – και χαλάνε με τις δυνατές μουσικές τους την ησυχία του πάρκου. Δεν αποκλείεται να έχει θέα και στο πραγματικό λιμάνι, εμπορικό κυρίως, που ξεκινάει εκεί που τελειώνει το πάρκο. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα πάντως, από τη Μερσίνη πλέει και το πλοίο για Αμμόχωστο, κουβαλώντας μαζί του, εκτός από τα φορτηγά με τις προμήθειες των κατεχόμενων, και λίγους επιβάτες. Αναχωρεί στις 9 το βράδυ από Μερσίνη, έτσι ώστε κατά τις 9 το επόμενο πρωί να έχει φτάσει στην Κύπρο.

Πολλά φαγάδικα στη Μερσίνη ειδικεύονται στην τοπική σπεσιαλιτέ της περιοχής, το ταντούνι (ψιλοκομμένο τηγανητό κρέας που σερβίρεται σε πίτα) – όπως κι αυτό εδώ, πολύ κοντά στο λιμάνι. Πίσω φαίνεται η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Το μεγάλο παραθαλάσσιο Πάρκο Ατατούρκ απλώνεται νοτιοδυτικά από το Λιμάνι της Μερσίνης, το οποίο φαίνεται στα αριστερά.

Έτσι τελειώνει αυτό το οδοιπορικό μέσα από αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή της Τουρκίας, όπου το κουρδικό κίνημα συναντά τον σκληρό τουρκικό εθνικισμό, ο ερντογανισμός τον κεμαλισμό, το σουνιτικό Ισλάμ τον αλεβιτισμό, η τουρκοφωνία την κουρδοφωνία και την αραβοφωνία. Αν και σχετικά φτωχό, περιφερειακό και μάλλον παραμελημένο τμήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας (με εξαίρεση την πεδιάδα της Κιλικίας), στις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκε στο επίκεντρο όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά για όλη την περιοχή, ίσως και τον κόσμο. Από τη μια η κουρδική εθνική αφύπνιση, τα όνειρα για ένα κουρδικό κράτος ή τουλάχιστον κάποια αυτονομία και οι συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, από την άλλη ο Πόλεμος της Συρίας που είχε ιδιαίτερη ένταση στις περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία – και βέβαια προκάλεσε και τα κύματα προσφύγων, ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα πόλεις όπως η Γκαζίαντεπ, αλλά φοβίζει και ολόκληρη την Ευρώπη.

Όλα αυτά είχαν μεγάλο κόστος, μεταξύ άλλων και σε ανθρώπινες ζωές. Η βία δεν είναι εδώ κάποια πολύ μακρινή ανάμνηση. Με ένα ολιγοήμερο ταξίδι μέσα απ’ αυτές τις πόλεις βέβαια, δύσκολα το φαντάζεται κάποιος. Η ατμόσφαιρα μοιάζει ειρηνική, και οι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους, με τις καθημερινές δυσκολίες και τις μικρές απολαύσεις της – ιδιαίτερα τις γαστριμαργικές.

Αν δούμε όμως τα πράγματα από ιστορική σκοπιά, συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μια περιοχή σε μετάβαση, ίσως όσο καμία άλλη στην Τουρκία. Προς τα πού θα πάει και αν και πόση βία ακόμα θα χρειαστεί για να φτάσει ως εκεί, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ίσως τα καταφέρει και χωρίς αυτή. Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι ότι η περιοχή έχει πίσω της πολλές χιλιετίες συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτικών απόψεων, όσο λίγες άλλες στον κόσμο. Μπορεί ο εκσυγχρονισμός της να σήμανε την εξαφάνιση πολλών στοιχείων αυτής της συνύπαρξης. Η ομογενοποίηση μιας τέτοιας περιοχής σίγουρα όμως δεν είναι εύκολο πράγμα – και πλέον, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι τη θέλουμε.

Απο τη Μακεδονια στο Κοσσυφοπεδιο

Κλασσικό

Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του 19ου αιώνα. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Map-of-Ottoman-Empire-in-1900-German.svg

Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.

Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη που επιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.

Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων.

Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.

Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».
Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.
Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.

Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.

Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.
Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.
Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.

Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.
Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.

Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.

Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.
Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.

Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.

Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.

Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.

Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.
Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.

Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.

Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.
Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.

Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.

Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.
Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.

Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.

Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.
Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.
Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.

Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.

Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.
Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».
Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.
Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.

Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.

Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.
«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.
Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.

Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).

Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».

Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.
Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.
Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.

Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.

Δύση εναντίον Ανατολής

Κλασσικό

Με την «ευκαιρία» του πολέμου της Ουκρανίας, ξαναρχίσαμε πάλι να συζητάμε για σύγκρουση Δύσης-Ανατολής. Η ικανότητα επιβίωσης αυτής της ιδέας είναι εντυπωσιακή: εκεί που νομίζουμε ότι έχει ξεχαστεί, ξαναεμφανίζεται, είτε με νέο είτε με παλιό νόημα – είτε με έναν συνδυασμό των δύο. Κι αυτό, ακόμα και πολλούς αιώνες αφού έχει επιβεβαιωθεί ότι η Γη είναι στρογγυλή, επομένως δεν υπάρχει πραγματική Ανατολή ή Δύση. Σε αντίθεση με τον διαχωρισμό Βορρά-Νότου, ο οποίος έχει να κάνει με τους πόλους, η σχέση Ανατολή-Δύση πάντα αλλάζει ανάλογα με την τοποθεσία: αν κάποιος βρίσκεται στη Χαβάη, η Άπω Ανατολή είναι Δύση, ενώ το αμερικάνικο Φαρ Γουέστ είναι Ανατολή.

Κανείς βέβαια από όσους μιλάνε για Ανατολή και Δύση δεν ακολουθεί την άποψη της.. Χαβάης. Αν ζητηθεί από τους Αμερικάνους να κατατάξουν τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βρετανία σε αυτό το δίπολο, το πιο πιθανό είναι να τοποθετήσουν τις δύο πρώτες στην Ανατολή και την τελευταία στη Δύση – παρόλο που σε σχέση με την Αμερική, βρίσκονται στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και βέβαια, τη δική τους χώρα θα την κατατάξουν στη Δύση. Στην ουσία, αυτό που κάνει την Αμερική δυτική, δεν είναι η γεωγραφική της θέση, αλλά μια παραδοσιακή ευρωκεντρική αντίληψη: είναι Δύση, επειδή εποικίστηκε από Δυτικοευρωπαίους.

Ποιο είναι όμως το όριο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή; Θα μπορούσαμε πρόχειρα να μετρήσουμε τους εξής «παραδοσιακούς» διαχωρισμούς, που θεωρήθηκαν ή θεωρούνται περίπου ταυτόσημοι με αυτόν Δύσης-Ανατολής:

  1. Ευρώπη-Ασία. Είναι δημοφιλής ιδιαίτερα σε όσους αρέσει να βλέπουν την Ελλάδα ως την κοιτίδα και σύνορο της Δύσης ταυτόχρονα. Οι οπαδοί αυτής της άποψης βλέπουν συχνά κάτι διαχρονικό σ’ αυτό: από την απώθηση των Ασιατών Ανατολιτών Περσών από τους αρχαίους Έλληνες, μέχρι τον σημερινό ρόλο της Ελλάδας ως χώρας-φύλακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  2. Χριστιανοσύνη-Ισλάμ. Είναι κάπως αντιφατικό, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία με προέλευση από τη «Μέση Ανατολή» όπως και το Ισλάμ, και έχει μεταφέρει πολιτισμικά στοιχεία αυτής της περιοχής στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, και αυτή η άποψη είναι αρκετά δημοφιλής, ιδιαίτερα με την αυξανόμενη ισλαμοφοβία από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κι έπειτα.
  3. Δυτική-Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μπορεί να μην είναι το πρώτο που θα σκεφτεί κάποιος σήμερα, είναι όμως ένας διαχωρισμός με πολύ βαθιές ρίζες που επιβιώνει με έμμεσους τρόπους. Ο πιο προφανής είναι ότι αντιστοιχεί περίπου στο σύνορο Καθολικισμού-Ορθοδοξίας. Έτσι, η Δύση τελειώνει στην Κροατία και στην Πολωνία, ενώ Σερβία, Ελλάδα και Ρουμανία ανήκουν στην Ανατολή. Στην ουσία, μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε και στον Σάμιουελ Χάντιγκτον (για το όριο του «δυτικού πολιτισμικού κύκλου»), αλλά και στα δικά μας στον Δημήτρη Κιτσίκη (όριο Δύσης-«Ενδιάμεσης Περιοχής»)
  4. ΝΑΤΟ-Σύμφωνο Βαρσοβίας. Είναι ο πιο πρόσφατος διαχωρισμός και μέχρι πρόσφατα ο πιο ισχυρός. Με αυτή τη λογική, η Δρέσδη ανήκε στην Ανατολή, ενώ το Ντιγιάρμπακιρ στη Δύση. Μπορεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας να μην υπάρχει πια, η διαχωριστική γραμμή Δύσης και «ανατολικού μπλοκ» ήταν όμως τόσο σκληρή, ώστε να παραμένει εντυπωσιακά ανθεκτική στο μυαλό των ανθρώπων ακόμα και πάνω από τρεις δεκαετίες μετά.

Στις συζητήσεις περί «Νέου Ψυχρού Πολέμου», που ζωντάνεψαν πάλι με τον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνεται ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραδοσιακών αντιλήψεων – λιγότερο της δεύτερης, που δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην κατάσταση πλέον, αφού η Ρωσία ως προσωποποίηση της «κακής» Ανατολής είναι χώρα πολύ περισσότερο χριστιανική παρά μουσουλμανική. Οι άλλες τρεις όμως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την τοποθετήσουν στο ανατολικό στρατόπεδο, λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα. Ταυτόχρονα βέβαια, καμία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απόλυτα: μεγάλο μέρος της Ρωσίας είναι ευρωπαϊκό, ενώ η Δύση (θα ήθελε να) μετράει στο δικό της στρατόπεδο ως συμμάχους ενάντια στη Ρωσία και τις ορθόδοξες «ανατολικο-ρωμαϊκές» Ελλάδα και Βουλγαρία, το ασιατικό Ισραήλ, ή την πρώην ανατολική Πολωνία.

Οι παραδοσιακές αντιλήψεις επομένως χρησιμεύουν περισσότερο για να δίνουν «υποσυνείδητα» την εικόνα του που ανήκει μια χώρα, παρά για να δικαιολογηθεί ανοιχτά ο διαχωρισμός. Αν υπάρχει μια πιο επίσημη δικαιολόγηση, αυτή κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του πολιτικού συστήματος. Έτσι, τα αυταρχικά κράτη της Ρωσίας, της Κίνας ή του Ιράν ανήκουν στην Ανατολή, ενώ η Ουκρανία παρουσιάζεται ως η χώρα που τουλάχιστον προσπαθεί να εφαρμόσει ένα δυτικό σύστημα κοινοβουλευτικής εναλλαγής στην εξουσία – και να το υπερασπιστεί απέναντι στον ρωσικό αυταρχισμό. Σε αυτή τη λογική ταιριάζει και η πιο ουδέτερη στάση της Τουρκίας και της Ουγγαρίας, που μπορεί κάποιος να τη συνδέσει και με την αυταρχική τους στροφή.

Εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν είναι και τόσο έξυπνο από τη μεριά της Δύσης να ταυτίζει τον εαυτό της με ένα πολιτικό σύστημα που τις τελευταίες δεκαετίες σταθερά χάνει σε αξιοπιστία – και πείθει όλο και λιγότερο ακόμα και τους ίδιους τους πολίτες της ότι είναι πραγματικά δημοκρατικό, αν κρίνουμε από τα ποσοστά αποχής στις εκλογές. Επίσης, η στροφή στον αυταρχισμό είναι κάτι που παρατηρείται και στις δυτικές χώρες: και όχι με μόνους υπεύθυνους τους εκπρόσωπους του δεξιόστροφου «λαϊκισμού», αλλά ακόμα κι αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν σκοπό να τον πολεμήσουν (βλέπε π.χ. Μακρόν). Εξάλλου, στις πιο εχθρικές απέναντι στη Ρωσία χώρες, ανήκει και η Πολωνία, η οποία συγκαταλέγεται ταυτόχρονα και στις χώρες της «αυταρχικής στροφής».

Ίσως αντί να ψάχνουμε (πάλι) για τέτοιου είδους αντιθέσεις Δύσης-Ανατολής, να ήταν καλύτερο να αναγνωρίσουμε ότι, σε εποχές ιδεολογικής παρακμής, οι αντιθέσεις έχουν όλο και λιγότερο ιδεολογικό χαρακτήρα. Μπορεί να το δούμε απλά ως σύγκρουση ανάμεσα σε γεωπολιτικές συμμαχίες, οι οποίες δεν είναι μάλιστα καθόλου συμπαγείς. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πολλοί είναι υπερπρόθυμοι να μας εντάξουν στη μια συμμαχία (πάντα ήταν, αλλά ποτέ δεν ήταν ο αντίλογος τόσο αδύναμος όσο σήμερα). Αυτό είναι βέβαια κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Αλλά σε αυτήν τη συζήτηση, μάλλον δεν είναι χρήσιμο να μπλέκουμε εικόνες απαράλλακτης και διαχρονικής «Δύσης» ή «Ανατολής».

Αν όντως βαίνουμε προς έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Στην ουσία, η μόνη επιλογή που δίνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, είναι ανάμεσα στην άνευ όρων ένταξη στη γεωπολιτική συμμαχία της «Δύσης» και στην ουδετερότητα (κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά την ένταξη σε κάποια «Ανατολή»). Βλέπουμε εξάλλου και τα παραδείγματα γειτονικών χωρών που προσπαθούν να πειραματιστούν με την ουδετερότητα, όπως η Τουρκία, ενδεχομένως και η Σερβία. Είναι βέβαια μια εποχή που αυτή η ιδέα δεν ζει και τις καλύτερές της στιγμές: ποιος θα το φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι θα φτάναμε στο σημείο η Σουηδία να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση πρέπει να γίνει και μάλιστα δημόσια, γιατί όλοι θα υποστούμε τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής. Δεν μπορούμε να αφεθούμε πάλι στην τύχη ή τη συνήθεια.

Οι Δρουζοι του Βελιγραδιου

Κλασσικό

Το μυθιστόρημα του Ραμπίε Τζαμπίρ «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος το 2012. Ο τίτλος του βέβαια κάνει κάποιον να απορήσει: τι γυρεύουν οι Δρούζοι στο Βελιγράδι; Σήμερα πρόκειται για σχεδόν διαφορετικούς κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βελιγραδίου πιθανότατα ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη των Δρούζων. Κι όμως, έχουν ένα κοινό: οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοι και των δύο ήταν υπήκοοι του ίδιου κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ραμπίε Τζαμπίρ (δεξιά) δέχεται το βραβείο. Πηγή εικόνας: https://www.theguardian.com/books/2012/mar/28/rabee-jaber-international-prize-arabic-fiction

Το ιστορικό γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, είναι ο πόλεμος μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών στον σημερινό Λίβανο, το 1860. Αρχικά ξεκίνησε ως εξέγερση κάποιων Μαρωνιτών αγροτών εναντίον Δρούζων γαιοκτημόνων, σύντομα όμως πήρε διαστάσεις διακοινοτικής σύγκρουσης. Οι Δρούζοι ήταν οι νικητές του πολέμου, αλλά οι σφαγές εναντίον των Μαρωνιτών έγιναν γνωστές στην Ευρώπη, τόσο που να προκαλέσουν και την ευρωπαϊκή, κυρίως γαλλική, επέμβαση. Ο Σουλτάνος τελικά αποφάσισε την τιμωρία των Δρούζων που συμμετείχαν σε αυτές τις σφαγές: κάποιοι απ’ αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου, το οποίο τότε ακόμα ανήκε τυπικά στους Οθωμανούς.

Τα τείχη του φρουρίου Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι σήμερα, στην όχθη του Δούναβη.

Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του βιβλίου, όταν οι Δρούζοι αιχμάλωτοι περιμένουν στο λιμάνι της Βηρυτού για να φορτωθούν στο πλοίο που θα τους οδηγήσει στον τόπο εξορίας. Ένας Δρούζος σεΐχης επισκέπτεται τον πασά που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά, παρακαλώντας τον να λυπηθεί τους πέντε γιους του, που συγκαταλέγονται στους αιχμαλώτους. Η απάντηση του πασά είναι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντικαταστήσει έναν από τους γιους του σεΐχη με κάποιον άλλο τυχαίο περαστικό. Αυτός ο περαστικός θα είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Χάνα Γιακούμπ, ένας Χριστιανός αυγοπώλης, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να προσφέρει αυγά στους στρατιώτες που επιβλέπουν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι. Θα φορτωθεί έτσι στο πλοίο αντί του γιου του σεΐχη και θα βρεθεί φυλακισμένος στο Βελιγράδι. Στα επόμενα χρόνια θα περιπλανηθεί σε διάφορες εντελώς άγνωστες γι’ αυτόν οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων.

Ο Τζαμπίρ είναι Λιβανέζος και βέβαια δεν είναι τυχαίο που επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Οι μνήμες του συγκεκριμένου πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες που συγκατοικούν ακόμα και σήμερα στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η σύγκρουση Δρούζων-Μαρωνιτών ήταν εξάλλου μια σημαντική συνιστώσα και του εμφύλιου πολέμου που γνώρισε η χώρα πριν μερικές δεκαετίες. Ο Τζαμπίρ μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερα τραυματικό για τον Λίβανο πόλεμο, και είναι επόμενο ότι θα έχει σημαδέψει τη γενιά του.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου. ανοικτό ροζ = Σουνίτες σκούρο ροζ = Σιίτες μπεζ = Μαρωνίτες ανοικτό καφε = Ελληνορθόδοξοι σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες) Γαλάζιο = Δρούζοι Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Το βιβλίο όμως έχει ενδιαφέρον για εμάς ως κάτοικους του μετα-οθωμανικού κόσμου, πέρα από τα εσωτερικά του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εξάλλου όχι στον Λίβανο, αλλά στα Βαλκάνια: στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία. Το πιο συγκινητικό στοιχείο είναι πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η τελευταία οθωμανική. Λίγα μόλις χρόνια μετά, η Σερβία θα απαλλασσόταν κι επίσημα από την οθωμανική κυριαρχία και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες θα εγκατέλειπαν ακόμα και το Κάλε Μεγκντάν. Η Βουλγαρία θα γινόταν κι αυτή αυτόνομη ηγεμονία, με τον δικό της βασιλιά. Το ταξίδι του Χάνα Γιακούμπ, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και είναι λογικοφανές για τη δεκαετία του 1860, θα ήταν απλά αδύνατο τη δεκαετία του 1880. Εξάλλου, ακόμα και το ίδιο το Όρος Λίβανος θα γινόταν αυτόνομη περιοχή, ακριβώς λόγω του πολέμου του 1860. Κάποιες δεκαετίες ακόμα πιο μετά, οι Γάλλοι θα αντικαθιστούσαν και τυπικά τους Οθωμανούς ως κυρίαρχοι του Λιβάνου. Η παρουσία των Γάλλων στρατιωτών στο λιμάνι της Βηρυτού, στην αρχή του βιβλίου, θα ήταν ίσως περίεργο θέαμα τότε, αλλά ήταν και μια πρόγευση του μέλλοντος.

Το βιβλίο μας δίνει έτσι μια γεύση της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο κατώφλι της Νεωτερικότητας. Η βαναυσότητα, οι πόλεμοι, η αυθαιρεσία των αρχών, η αμορφωσιά και οι προλήψεις συνοδεύονται από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τις ξένες παρεμβάσεις, αλλά και την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων πέρα από εθνοθρησκευτικά όρια. Ήταν (ακόμα) ένα αχανές κράτος, του οποίου οι κάτοικοι ενός τμήματος είχαν ίσως σχεδόν παντελή άγνοια για τα υπόλοιπα – και το οποίο παρόλα αυτά είχε αντέξει με αυτόν τον τρόπο για πολλούς αιώνες, όπως και πολλές άλλες Αυτοκρατορίες στον ίδιο χώρο πριν από αυτό.

Αυτό το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, όπου κάποιοι αραβόφωνοι Δρούζοι από τα βουνά του Λιβάνου μπορούσαν να βρεθούν να περιπλανούνται στα σλαβόφωνα Βαλκάνια επειδή έτσι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα κράτη στα οποία ζούμε εμείς σήμερα. Στην εποχή μας, αν δούμε Άραβες να περιπλανιούνται στα Βαλκάνια, θα είναι το πιο πιθανόν πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού αντί για μια ενιαία Αυτοκρατορία, σήμερα πρέπει να διασχίσουν πολλές φορές σύνορα (γι’ αυτό εξάλλου λίγοι προτιμούν πλέον αυτή τη διαδρομή). Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψουμε, η γεωγραφία της περιοχής του βιβλίου παραμένει η ίδια, τότε όπως και τώρα.

Απο το Εικοσιενα στο Εικοσιδυο

Κλασσικό

Τη χρονιά που μόλις πέρασε γιορτάσαμε τους δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση. Ήταν βέβαια μια περίεργη συγκυρία για μια τέτοια δισεκατονταετηρίδα: μέσα στην καραντίνα, αλλά και λίγα μόνο χρόνια μετά την επιβολή των μνημονίων και το δημοψήφισμα του 2015. Σε τέτοιες συνθήκες, το να γιορτάζουμε την «ελευθερία» ή την «εθνική ανεξαρτησία» μοιάζει κάπως παράταιρο. Δεν είναι παράλογο να αναρωτιέται κάποιος αν είχε τελικά νόημα η Επανάσταση, για να βρεθούμε διακόσια χρόνια μετά σε αυτή την κατάσταση.

Για να ενισχύσει αυτόν τον προβληματισμό, η χρονιά που μόλις μπήκε είναι επίσης εκατονταετηρίδα, λιγότερο πανηγυρική, αλλά ίσως εξίσου σημαντική: αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν το 1821 ήταν η στιγμή που ο Ελληνισμός μπαίνει στην πορεία συγκρότησης έθνους-κράτους (μέχρι τότε ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητο ότι βαδίζουμε προς τα εκεί: ακόμα και ριζοσπάστες όπως ο Ρήγας Βελεστινλής είχαν πολύ διαφορετικό όραμα), το 1922 είναι η στιγμή που αυτή η πορεία σφραγίζεται και είναι πλέον χωρίς επιστροφή. Τότε καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ακριβώς η εθνο-κρατική επιλογή: και ότι δεν έρχεται χωρίς τίμημα.

Μπορεί το ελληνικό έθνος-κράτος να μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής, όσο όμως δεν υπήρχε το καθρέφτισμά του, το τουρκικό, και επιβίωνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλα ακόμα παίζονταν. Όσο πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα (και η Αλεξάνδρεια) παρέμεναν κέντρα ελληνικού πολιτισμού, η ταύτιση Ελληνισμού και ελληνικού κράτους δεν ήταν αυτονόητη. Η επιβίωση της Ρωμιοσύνης στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με όποιο τίτλο κι αν είχε αυτή, έμοιαζε σαν ρεαλιστική πιθανότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα μπορούμε έτσι να μιλάμε για ελληνο-οθωμανισμό και μέχρι και τις αρχές του 20ού ο Ίων Δραγούμης μπορούσε να συζητά με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη για το «ανατολικό ιδανικό«.

Μετά το 1922 όμως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Η Αθήνα γίνεται αναμφισβήτητη πρωτεύουσα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνισμού. Οι δύο έννοιες, Ελλάδα και Ελληνισμός, είναι στο εξής περίπου ταυτόσημες. Η Διασπορά δεν σταματά να υπάρχει, αντίθετα θα επεκταθεί και σε νέους γεωγραφικούς χώρους, όπως η Γερμανία, η Σκανδιναβία ή η Αυστραλία. Χάνει όμως τον χώρο που ήταν ο προνομιακός της επί κάποιες χιλιετίες: την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό γίνεται πιο καθαρό μετά τη δεκαετία του ’50, όταν σβήνουν σταδιακά και οι κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, έμμεσα, ακόμα και η μοίρα της Κύπρου κρίνεται με το ’22: στην εικοσαετία 1955-1974 θα γνωρίσει κι αυτή τις ίδιες χωριστικές διαδικασίες, για τις οποίες οι «μητέρες-πατρίδες» χρειάστηκαν 101 χρόνια.

Τί σημαίνουν όμως οι κληρονομιές του ’21 και του ’22 για το μέλλον; Σήμερα παρατηρούμε μάλλον μια αντιστροφή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι το ’22. Αντί να διασπείρονται οι Έλληνες στην Ανατολική Μεσόγειο, έρχονται οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου στο ελληνικό έθνος-κράτος (καθώς και στο υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο τμήμα της Κύπρου): Βαλκάνιοι σε αναζήτηση εργασίας με το τέλος του κομμουνισμού, Σύριοι ή Ιρακινοί πρόσφυγες, αντι-καθεστωτικοί Τούρκοι. Η μετανάστευση των Ελλήνων βέβαια συνεχίστηκε και συνεχίζεται, αλλά κατευθύνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε πιο μακρινές περιοχές. Έτσι, για απλούς μαθηματικούς λόγους το βάρος του Ελληνισμού μειώνεται συνεχώς, στην περιοχή όπου παραδοσιακά ανήκε.

Μέχρι πρόσφατα, το επιχείρημα ότι άξιζαν οι θυσίες που έγιναν για να δημιουργηθεί το ελληνικό έθνος-κράτος, έμοιαζε σχετικά πειστικό. Μπορεί να εξαφανίστηκαν ο μικρασιατικός ή ο αιγυπτιώτικος Ελληνισμός, όπως και οι παροικίες στις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Βαλκανικής, αλλά είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη Ελλάδα έμοιαζε, παρ’ όλες τις περιπέτειες, εντυπωσιακά σταθερό κράτος. Φαινόταν επίσης ικανό να παρέχει στους (σχεδόν αποκλειστικά «Έλληνες το γένος») υπηκόους του αρκετή ελευθερία, και ταυτόχρονα να λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο για τους απανταχού Έλληνες.

Στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα όμως, είναι ακόμα ρεαλιστικό να μιλάμε για κυρίαρχα έθνη-κράτη; Η μνημονιακή εμπειρία, και πάνω απ’ όλα το δημοψήφισμα του 2015, έδειξαν πως το ελληνικό κράτος είναι ανίκανο να υπερασπίσει μια «εθνική κυριαρχία», που υπάρχει μόνο στο όνομα. Η αυξημένη μετανάστευση γειτονικών λαών προς την Ελλάδα είναι κάτι μάλλον δεδομένο. Ακόμα κι αν η αναχαίτιση της είναι βραχυπρόθεσμα δυνατή (όπως πολλοί μοιάζουν να ελπίζουν), το κόστος μιας τέτοιας αναχαίτισης θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο – όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το κοινωνικό και ηθικό.

Μήπως τελικά η εθνο-κρατική εμπειρία δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα σε μια πολυεθνική κανονικότητα, η οποία επιστρέφει πάλι – αλλά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τον Ελληνισμό; Αν κάτι τέτοιο ισχύει, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να κοιτάξουμε να βελτιωθούν αυτοί οι όροι, παρά να μείνουμε προσκολλημένοι σε κάτι που ήταν απλά ένα διάλειμμα. Οι δεσμοί με τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο έχουν σίγουρα αλλάξει ποιοτικά σε σύγκριση με το 1922, ακόμα κι έναν αιώνα μετά όμως δεν εξαφανίστηκαν. Κι αυτό είναι μια βάση στην οποία μπορούμε να κτίσουμε.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Εκσυγχρονισμος και η σχεση του με τη Δυση

Κλασσικό

Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.

Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.

Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.

Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.

Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.

Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):

Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.

Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.

Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).

8 χρονια μετα το Γκεζι – και την Ταχριρ

Κλασσικό

Έχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που μια μικρή διαμαρτυρία ενάντια σε ένα σχέδιο ανάπλασης στην Κωνσταντινούπολη, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη μέχρι τότε κρίση της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Μιλάμε βέβαια για την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί. Ήταν μια περίοδος που γενικά στην περιοχή μας υπήρχε μια εξεγερσιακή ατμόσφαιρα: η Αραβική Άνοιξη, το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, άλλα κινήματα στην Κροατία και τη Ρουμανία, ήταν ήδη πίσω μας ή σε εξέλιξη, ενώ σύντομα θα ακολουθούσαν και οι εξεγέρσεις σε Βουλγαρία και Βοσνία.

Παρά αυτό το γενικότερο εξεγερσιακό περιβάλλον, για πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές τα γεγονότα του Γκεζί ήρθαν εντελώς απρόσμενα. Σε αντίθεση με άλλες γειτονικές βαλκανικές και αραβικές χώρες που βίωναν κρίσεις διάφορων ειδών (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές), η Τουρκία είχε πίσω της μια δεκαετία σχεδόν συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, ένα σταθερό καθεστώς με δημοκρατική νομιμοποίηση που θα ζήλευαν πολλά ευρωπαϊκά κράτη (49,8% στις εκλογές του 2011) και με μια εσωτερική κατάσταση που έμοιαζε περισσότερο ανεκτική και λιγότερο βίαιη από το πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα βέβαια, η εικόνα και της Τουρκίας και του ερντογανικού καθεστώτος είναι πολύ διαφορετική: στην ουσία, η εξέγερση του Γκεζί ήταν το σημείο καμπής, που σηματοδότησε αυτή την αλλαγή.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης – τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Η ίδια χρονιά όμως ήταν σημαδιακή και για την άλλη μεγάλη χώρα της περιοχής: την Αίγυπτο (οι δυο τους μαζί συγκεντρώνουν σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της περιοχής μας, ας μην το ξεχνάμε). Εκεί, η εξέγερση μετρούσε ήδη δύο χρόνια ζωής και δεν έλεγε να τελειώσει. Όταν είχα βρεθεί τον Φεβρουάριο του ’13 στο Κάιρο, η πλατεία Ταχρίρ ήταν ακόμα γεμάτη με σκηνές, ενώ μέσα σε δέκα μόνο μέρες παραμονής στη χώρα, συνάντησα εντελώς τυχαία και δύο διαδηλώσεις, μία στο Κάιρο και μία στο Ασουάν. Ο κόσμος ήταν βέβαια ήδη κουρασμένος από αυτό το κλίμα έκτακτης ανάγκης, το οποίο μεταξύ άλλων είχε και βαριές συνέπειες για τον τουρισμό. Ένας μαγαζάτορας έτυχε μάλιστα να μου εκφράσει την (προφητική) επιθυμία του να ησυχάσουν τα πράγματα, μέσω της κατάληψης της εξουσίας από τον στρατό. Πάντως, η ελπίδα ήταν ακόμα ζωντανή – και η σύγκριση με την Αθήνα, όπου η κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος είχε διαλυθεί το 2011 με ευκολία, μετά από μόλις δύο μήνες, ήταν αποκαρδιωτική.

Εικόνες από την πλατεία Ταχρίρ (Φεβρουάριος 2013)

Τελικά, όπως ξέρουμε, η ευχή του μαγαζάτορα πραγματοποιήθηκε. Λίγους μόλις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2013, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον μέχρι τότε Υπουργό Άμυνας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Τα όποια δημοκρατικά βήματα είχαν γίνει στα δυόμιση προηγούμενα χρόνια, ακυρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Οκτώ χρόνια μετά, ο Σίσι βρίσκεται ακόμα στην εξουσία, επικεφαλής ενός στρατιωτικού καθεστώτος πιο αυταρχικού ακόμα κι από αυτό του Μουμπάρακ. Η πλατεία Ταχρίρ με τις σκηνές των διαδηλωτών μοιάζει σαν εικόνα από άλλη μακρινή εποχή.

Πολλοί βέβαια θα έλεγαν ότι το να βάζουμε στην ίδια κατηγορία τον Σίσι και τον Ερντογάν είναι εξωφρενικό. Εξάλλου πρόκειται και για δύο καθεστώτα σχεδόν ανοικτά εχθρικά μεταξύ τους. Οι οπαδοί του Ερντογάν θα τόνιζαν ότι αυτός είναι ένας δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης που έχει επιβιώσει από σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό χάρη στην ευρεία λαϊκή στήριξη που απολαμβάνει, ενώ ο Σίσι ήρθε στην εξουσία ακριβώς με ένα αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση στην Τουρκία είναι όχι μόνο νόμιμη, αλλά μπορεί ακόμα και να κερδίζει τη δημαρχία στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Αντίθετα, στην Αίγυπτο μια πραγματική αντιπολίτευση ουσιαστικά δεν υπάρχει.

Από την άλλη, οι υπερασπιστές του Σίσι θα ισχυρίζονταν ότι ήταν αυτός που εμπόδισε την εγκαθίδρυση ενός ισλαμιστικού θεοκρατικού καθεστώτος, παρόμοιου με αυτό στο Ιράν (και με αυτό που θα ήθελε να επιβάλει ο Ερντογάν στην Τουρκία, θα έλεγαν κάποιοι). Αν δεν επενέβαινε ο στρατός, η από τον Ερντογάν υποστηριζόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα θα κατέλυε έτσι κι αλλιώς τη δημοκρατία και θα έπαιρνε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Εξάλλου, οι ογκώδεις διαδηλώσεις έδειξαν ότι ο Σίσι είχε και την έγκριση του αιγυπτιακού λαού, στο όνομα του οποίου πάντα ενεργούσε.

Πέρα όμως από την αντιπαλότητα Ερντογάν-Σίσι και τις όποιες ιδεολογικές ή γεωπολιτικές διαφορές, μπορεί κάποιος να πει ότι εκπροσωπούν σήμερα κάτι παρόμοιο, όπως ισχυρίζεται η Reem Abou-El-Fadl σε άρθρο της στη Jadaliyya; Και οι δύο έχουν πλέον ταυτιστεί με την αυταρχική στροφή στη χώρα τους. Και οι δύο υπερασπίζονται αυτόν τον αυταρχισμό, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους ως τρομοκράτες ή/και πράκτορες ξένων συμφέροντων. Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο εμφανίζονται (παρά τους κατά καιρούς υψηλούς τόνους της αντι-δυτικής ρητορικής του Ερντογάν), πρόθυμοι να υπηρετήσουν δυτικά ή ευρωπαϊκά συμφέροντα, σε κρίσιμους τομείς όπως π.χ. η αντι-μεταναστευτική πολιτική.

Όταν αναλύουμε την πολιτική κατάσταση στην περιοχή μας, μπορεί ίσως να δίνουμε υπερβολική σημασία σε συχνά πρόσκαιρες γεωπολιτικές συμμαχίες και αντιπαλότητες. Η επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται το πολιτικό παιχνίδι πιθανόν να μετράει περισσότερο μακροπρόθεσμα. Και από αυτή την άποψη, ο Ερντογάν και ο Σίσι ενδεχομένως να έχουν πιο πολλά που τους ενώνουν παρά που τους χωρίζουν. Εξάλλου, στους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε και τις πρώτες προσπάθειες προσέγγισης Τουρκίας-Αιγύπτου – προς απογοήτευση πολλών δικών μας, που τόσα έχουν επενδύσει στη συμμαχία με τον σαουδο-ισραηλινο-αιγυπτιακό άξονα εναντίον της Τουρκίας.

Παρά τις σημαντικές διαφορές, το καλοκαίρι του 2013 ίσως ήταν και για τις δύο χώρες ένα παρόμοιο σημείο καμπής. Αρχικά γέννησε πολλές ελπίδες. Τελικά, σημάδεψε το τέλος μιας πορείας εκδημοκρατισμού και την επιστροφή στον αυταρχισμό, σε μορφές ίσως χειρότερες και από τις παλιότερες. Προσέφερε όμως ταυτόχρονα και χρήσιμα μαθήματα, π.χ. ποιες είναι οι δυνατότητες και ποια τα όρια των συμμαχιών ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, όταν αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν ένα φαινομενικά πανίσχυρο καθεστώς.

Και στις δύο χώρες, το 2013 σίγουρα δεν ήταν το τέλος του δρόμου. Μπορεί το τουρκικό καθεστώς να μοιάζει λιγότερο σταθερό και αισιόδοξο για την διατήρησή του σήμερα, ενώ αντίθετα το αιγυπτιακό καθεστώς, παρά τα ραγίσματά του, να μην δείχνει πολύ τρωτό αυτή την στιγμή. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και ο Μουμπάρακ, λίγο πριν την πτώση του, ένιωθε τόση αυτοπεποίθηση ώστε να ετοιμάζει τον γιο του ως διάδοχο. Αν τελικά μέσα στα επόμενα χρόνια έχουμε κάποια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία σε κατεύθυνση εκδημοκρατισμού (κάτι που βέβαια δεν θα έρθει απλώς και μόνο με μια αλλαγή κυβέρνησης), αυτό μπορεί τελικά να επηρεάσει και άλλα καθεστώτα της περιοχής, με τρόπους που ίσως αυτά δεν περιμένουν.

Εθνος και αναπτυξη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Το εθνικό πρόβλημα είναι κάτι που απασχολεί την περιοχή μας εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες – και είναι βέβαια κι ένα από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ. Όταν μιλούσαν για «Ανατολικό Ζήτημα», δεν εννοούσαν στην ουσία αυτό: πώς θα προσαρμοστεί μια πολυεθνοτική-πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία, όπως η Οθωμανική, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών (ο οποίος τότε μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται); Το εντυπωσιακό είναι ότι και στον 21ο αιώνα ακόμα δεν έχει βρεθεί μια ικανοποιητική απάντηση: βλέπε τα προβλήματα στα μετα-γιουγκοσλαβικά κράτη (Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία, Μακεδονικό), το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, το Κουρδικό, το Παλαιστινιακό, την κατάσταση στον Λίβανο αλλά και πολύ πιο έντονα, τον Πόλεμο της Συρίας και του Ιράκ.

Η υπανάπτυξη και το όνειρο του έθνους-κράτους

Νομίζω ένα καλό σημείο εκκίνησης για σκέψεις, είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν υπανάπτυκτη σε σχέση με μια άλλη γειτονική της περιοχή. Αυτή είναι βέβαια η Βορειοδυτική Ευρώπη. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν όλες οι περιοχές του κόσμου βρίσκουν ότι είναι υπανάπτυκτες, όταν συγκρίνονται με αυτόν τον πυρήνα και τους «κλώνους» της, όπως τη Βόρεια Αμερική ή την Αυστραλία (με μοναδική εξαίρεση κάποιες χώρες της Άπω Ανατολής όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν). Όσον αφορά τα δικά μας, ακόμα κι οι πιο εύπορες μετα-οθωμανικές χώρες (όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ρουμανία) ή οι πιο δυναμικές (όπως η Τουρκία), νιώθουν ελλειμματικές, όταν συγκρίνονται με τις χώρες του πυρήνα. Μοναδική ίσως εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο όμως είναι κι αυτό κατά κάποιον τρόπο κλώνος της Δύσης.

Σε αυτήν τη σύγκριση, πάντα ψάχνουμε να βρούμε τι μας λείπει σε σχέση με τη Βορειοδυτική Ευρώπη και τι μπορούμε να κάνουμε για να καλύψουμε αυτές τις ελλείψεις. Κάποτε ρίχνουμε το φταίξιμο σε εμάς τους ίδιους, που είμαστε ανίκανοι να ακολουθήσουμε, κάποτε στους Δυτικούς, που μας διατηρούν με διάφορους τρόπους σε κατάσταση εξάρτησης. Πάντως, σχεδόν πάντα καταλήγουμε να φανταζόμαστε την κατάσταση στη Βορειοδυτική Ευρώπη ως αυτή στην οποία πρέπει να φτάσουμε.

Αυτό ισχύει και για το θέμα της σχέσης εθνικής ταυτότητας και κράτους. Επί αιώνες οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ένα κράτος, το οποίο ήταν πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό. Το Ανατολικό Ζήτημα δημιουργείται στην ουσία, όταν βλέπουμε τα ανεπτυγμένα έθνη-κράτη της Βορειοδυτικής Ευρώπης και νιώθουμε ότι πρέπει να γίνουμε κι εμείς κάπως έτσι, για να φτάσουμε στο επίπεδο ανάπτυξης που έφτασαν κι αυτά. Επομένως, η βασική ερώτηση ήταν μάλλον αυτή: πώς θα δημιουργηθούν έθνη-κράτη κατά το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, ξεκινώντας από μια πολυεθνοτική/πολυθρησκευτική πραγματικότητα;

Το δίλημμα: εθνική καθαρότητα ή πολυπολιτισμικότητα;

Η μία απάντηση που δόθηκε, η πιο κλασική, είναι αυτή που παίρνει ως πρότυπο το γαλλικό μοντέλο: να γίνουν συγκεντρωτικά ενιαία κράτη, με μία πρωτεύουσα, μία γλώσσα, μία θρησκεία, και, κατ’ επέκταση, ένα έθνος. Αυτό τον δρόμο ακολούθησαν π.χ. η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και, τελικά, και η κεμαλική Τουρκία (με πιο ιδιαίτερη περίπτωση την Αλβανία, όπου η γλώσσα είναι μία, αλλά οι θρησκείες πολλές). Αυτή η μετάβαση, από την πολυπολιτισμική Αυτοκρατορία στα «καθαρά» έθνη-κράτη, δεν ήταν βέβαια απλή, αλλά συνοδεύτηκε από πολύ αίμα, πολύ πόνο και πληθυσμιακές μετακινήσεις πρωτοφανών διαστάσεων. Τα έθνη που δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο κουβαλούν μέσα τους τραύματα, που φαίνεται πως δεν θεραπεύονται εντελώς ακόμα και αν περάσουν αρκετές γενιές. Πάντως, τα κράτη τους είναι φαινομενικά σταθερά. Παρά τις οικονομικές ή άλλες κρίσεις που πέρασαν, διατήρησαν τη συνοχή τους – σε αντίθεση με άλλα όπως η Γιουγκοσλαβία, η Συρία, το Ιράκ. Κι αυτό για πολλούς, κάνει όλες τις θυσίες να αξίζουν.

Η δεύτερη απάντηση, που επιχειρήθηκε να δοθεί από κάποιους, ήταν η δημιουργία μεν νέας ενιαίας εθνο-κρατικής ταυτότητας στα δυτικά πρότυπα, αλλά που να εντάσσει μέσα της διαφορετικές γλώσσες ή/και θρησκείες, αναγνωρίζοντας την (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα. Αν θέλαμε να βρούμε ένα σημερινό παράδειγμα στη Δύση, αυτό που θα σκεφτόμασταν μπορεί να ήταν οι ΗΠΑ ή ίσως η Ελβετία. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να πούμε πως πήγαιναν οι προτάσεις του Ρήγα Βελεστινλή ή (με διαφορετικό πρόσημο βέβαια) το ρεύμα των Νεοοθωμανών. Λιγότερο φιλόδοξη ως προς την εδαφική της έκταση ιδέα, αλλά παρόμοιας ίσως λογικής, ήταν και ο μεγαλοσυριακός εθνικισμός.

Ο παναραβισμός, αλλά και ο αλβανικός εθνικισμός, είναι ίσως πιο ενδιάμεσες λύσεις, αφού βασίζονται μεν στην ενιαία γλώσσα, δέχονται όμως κατά κανόνα τη θρησκευτική ποικιλία. Τέλος, μια προσπάθεια που είχε τέτοια στοιχεία ήταν και η μοναρχική Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου, όπου επιχειρήθηκε στη βάση ενός συγκεντρωτικού κράτους να δημιουργηθεί μια νέα ταυτότητα που να καλύπτει όλους τους Νότιους Σλάβους διαφορετικών θρησκειών και εθνικών παραδόσεων. Απέτυχε βέβαια, ίσως και γιατί αναπόφευκτα είχε μέσα της ένα στοιχείο επιβολής της πιο σημαντικής συνιστώσας, δηλαδή των Σέρβων, πάνω στους άλλους – όπως αντίστοιχα θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι συνέβαινε και με τους Νεο-Οθωμανούς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Ο τρίτος δρόμος

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε και μια τρίτη απάντηση, η οποία εφαρμόστηκε ουσιαστικά σε μία χώρα, στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία – αν και είχε βέβαια τον πρόδρομό της σε φεντεραλιστικές ιδέες, οι οποίες εμφανίστηκαν στον βαλκανικό χώρα στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή ήταν η ομοσπονδία διαφορετικών «δημοκρατιών», η κάθε μία με ξεχωριστή εθνοτική, ίσως και θρησκευτική ταυτότητα, αλλά υπό μια κεντρική κυβέρνηση που κρατάει στα χέρια της κάποιους τομείς-κλειδιά, όπως η εξωτερική πολιτική ή η ασφάλεια, και διευθετεί τις όποιες διαφορές μεταξύ των δημοκρατιών, κατ’ επέκταση και των εθνών. Αυτή η προσέγγιση δέχεται μεν τις διαφορετικές εθνο-κρατικές ιδέες στη βάση γλωσσικών ή θρησκευτικών χαρακτηριστικών ως κάτι αναπόφευκτο, αλλά τις υποτάσσει σε μια ανώτερη αρχή που τις ελέγχει. Έτσι αποφεύγονται οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, διατηρείται η συγκατοίκηση γλωσσών και θρησκειών όπου αυτή υπάρχει, αλλά ικανοποιούνται (;) και οι επιθυμίες εθνο-κρατικής υπόστασης.

Για πολλές δεκαετίες, αυτό το σύστημα έμοιαζε να δουλεύει καλά. Όπως ξέρουμε βέβαια σήμερα, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Η ομοσπονδία στην Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μαζί με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, το σύστημα που τη δημιούργησε. Αυτό που βγήκε από τα συντρίμμια της, είναι έθνη-κράτη στα σύνορα περίπου των σοσιαλιστικών δημοκρατιών, αλλά πιο «καθαρά» από θρησκευτική-γλωσσική άποψη. Η μόνη εξαίρεση, όπου υπάρχει ακόμα ένα είδος πολυεθνοτικής ομοσπονδίας, είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη: η οποία είναι όμως ένα παράδειγμα δυσλειτουργικότητας, που επιβιώνει κουτσά στραβά μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη και πίεση.

Ο τρόπος που κατέρρευσε η πρώην Γιουγκοσλαβία έδειξε ίσως ότι τέτοιες ομοσπονδίες δεν είναι φτιαγμένες για να καταργούνται έτσι απλά. Τυπικά, οι συνιστώσες δημοκρατίες βρίσκονταν σε μια εθελοντική ένωση, με δικαίωμα απόσχισης. Στην πράξη, οι ισορροπίες ήταν τέτοιες και τα μεταξύ τους σύνορα ήταν χαραγμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή η απόσχιση να είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς εντάσεις και πιθανόν και αιματοχυσία – και τελικά, όπως ξέρουμε, είχαμε και τις εντάσεις και την αιματοχυσία.

Ένα παράδειγμα: όπως βλέπουμε και στον χάρτη, η έκταση όπου οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία ήταν πολύ διαφορετική από την έκταση της Δημοκρατίας της Σερβίας. Πολλές περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας είχαν σερβική πλειοψηφία – και μάλιστα χωρίς να έχουν καν καθεστώς αυτονομίας, όπως είχαν αντίστοιχα το Κοσσυφοπέδιο και η Βοϊβοντίνα μέσα στη Σερβία. Αν αυτή η «αδικία» είναι κάτι που μπορεί να γινόταν αποδεκτό στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας όπου έτσι κι αλλιώς οι Σέρβοι είχαν το πάνω χέρι, δεν ήταν το ίδιο εύκολα ανεκτό, όταν φαινόταν ότι η ομοσπονδία θα καταρρεύσει και οι Σέρβοι αυτών των περιοχών θα βρεθούν υπό την κυριαρχία κρατών που δεν είναι «δικά τους».

Συμπεράσματα για το σήμερα;

Μπορούμε τελικά να βγάλουμε κάποια άκρη από όλα αυτά, που να μας είναι χρήσιμη για να αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα; Δεν είναι εύκολο έργο. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι, παρά το τεράστιο της κόστος, η λύση της εθνο-θρησκευτικής καθαρότητας είναι αυτή που εγγυάται τη σταθερότητα, φέρνοντας ως παραδείγματα τις περιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω (Ελλάδα, Βουλγαρία, εν μέρει και Τουρκία). Σε αυτή την περίπτωση όμως, θα χρειαστεί ακόμα πολλή δουλειά – και, πιθανότατα, πολύ αίμα: αν π.χ. το πρόβλημα του Κοσόβου είναι θεωρητικά σχετικά εύκολο να λυθεί με τέτοιον τρόπο, δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για τη Βοσνία. Και βέβαια, μια τέτοια προοπτική σε Λίβανο-Συρία-Ιράκ ακούγεται σχεδόν εφιαλτική – κι όταν την είδαμε προς στιγμήν να πραγματώνεται, στη μορφή ενός (ουσιαστικά καθαρά αραβικού-σουνιτικού) Ισλαμικού Κράτους, τρομάξαμε δικαιολογημένα. Ακόμα και το κουρδικό έθνος-κράτος αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια πως είναι απίθανο να δημιουργηθεί χωρίς μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.

Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουμε, ποιος εγγυάται τελικά τη σταθερότητα; Το ότι τέτοια κράτη έδειξαν να είναι σταθερά τον τελευταίο αιώνα, δεν σημαίνει ότι θα συνεχίζουν να το κάνουν αυτό για πάντα. Ειδικά σε μια εποχή, όπου η μαζική μετανάστευση μοιάζει αναπόφευκτη, το να διατηρηθεί αυτή η «καθαρότητα» θα είναι τουλάχιστον δύσκολο και θα έχει μεγάλο οικονομικό και ηθικό κόστος – όπως βλέπουμε ήδη από τις πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα π.χ. στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Η δεύτερη λύση, αυτή ενός μεγάλου πολυπολιτισμικού, αλλά παρ’ όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο εθνικού και ενιαίου κράτους, σήμερα είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ακόμα και το πρώτο του 20ού, μπορεί όλα να έμοιαζαν πιθανά, αφού οι εθνικές ταυτότητες ακόμα τότε διαμορφώνονταν. Τώρα όμως, είναι ήδη πολύ ισχυρές για να τις αντικαταστήσεις με μια άλλη, χωρίς ξεκάθαρα γλωσσικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

Μένει η τρίτη λύση, η ομοσπονδιακή, με τις δυσκολίες και το κακό ιστορικό που είδαμε ήδη πιο πάνω. Σημαίνουν όμως αυτά ότι είναι τελειωμένη; Ας μην βιαστούμε να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Κυπριακό πάει προς άλλου είδους λύσεις – πώς όμως μπορεί να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο στο Ιράκ και στη Συρία, χωρίς κάποιου είδους ομοσπονδία; Και μήπως ένα ομοσπονδιακό σύστημα να είναι τελικά η μόνη ρεαλιστική λύση σε προβλήματα όπως το Κουρδικό ή το Παλαιστινιακό; Σίγουρα δεν είναι μια συνταγή που εγγυάται σταθερότητα και ειρήνη, αλλά τουλάχιστον δεν κάνει την αιματοχυσία αναπόφευκτη. Κι αυτό ίσως είναι τελικά το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να στοχεύουμε.