Ενα τραγουδι για μια ξεχασμενη κυπριακη εξεγερση

Κλασσικό

Κάποιοι μπορεί να ξέρουν το παλιό κυπριακό τραγούδι «Να σου ‘γοράσω μηχανή«. Όπως πολλά άλλα, έχει κι αυτό την τουρκοκυπριακή εκδοχή του, το Dolama Dolamayı, το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά γνωστό και στην Τουρκία.

Πάνω στην ίδια μελωδία υπάρχει ένα ακόμα τουρκοκυπριακό τραγούδι, με σαφώς πιο πολιτικό περιεχόμενο. Έχει ερμηνευτεί από τον Hamza Irkad, καθώς και το συγκρότημα Sol Anahtarı.

Το τουρκικό συγκρότημα bANDiSTA, που είναι γνωστό για τη διασκευή επαναστατικών τραγουδιών απ’ όλο τον κόσμο, έκανε ίσως την πιο δυναμική εκτέλεσή του, με τον ίδιο τίτλο: Gavur İmam İsyanı, δηλαδή «Η εξέγερση του Γκιαούρ Ιμάμη».

Η εκτέλεση των bANDiSTA έχει και το ιδιαίτερο στοιχείο ότι χωρίζει καθαρά τα δύο τμήματα του τραγουδιού. Ενώ το πρώτο τμήμα (μέχρι το 2:30) περιγράφει τα βάσανα των χωρικών από την οθωμανική εξουσία, ακολουθεί μια μεγάλη παύση με μουσική που μας προετοιμάζει για το δεύτερο τμήμα (από το 3:40), το οποίο μας φέρνει πλέον στο ξέσπασμα της εξέγερσης:

Οι χωρικοί ενώθηκαν, αντιστάθηκαν στον πασά
Μόλις χτύπησε ο Γκιαούρ Ιμάμης, οι Οθωμανοί χάθηκαν
Μόλις άναψε η εξέγερση του λαού, ο στρατός χάθηκε

(Η μετάφραση βασίζεται σ’ αυτήν εδώ, επειδή εγώ δεν έχω αρκετές γνώσεις τουρκικών).

Κλείνοντας τον κύκλο, το ελληνοκυπριακό συγκρότημα Monsieur Doumani έκανε μια νέα διασκευή του τραγουδιού στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο, αυτήν τη φορά καθαρά πολιτικοποιημένη, στο ίδιο πνεύμα με αυτήν του Gavur İmam İsyanı.

Μάλλον λίγοι Ελληνοκύπριοι γνωρίζουν αυτό το τμήμα της Ιστορίας μας. Ο ίδιος ο τίτλος «Γκιαούρ Ιμάμης» μοιάζει αντιφατικός: από τη μια, το «γκιαούρης» σημαίνει άπιστος, από την άλλη το «ιμάμης» είναι θρησκευτικός μουσουλμανικός τίτλος. Ακόμα πιο δύσκολο είναι για πολλούς να φανταστούν ότι μια εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς μπορεί να έχει για ηγέτη της έναν Μουσουλμάνο. Κι όμως, όποιος έχει μελετήσει την οθωμανική ιστορία της Κύπρου, αλλά και γενικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξέρει ότι κάτι τέτοιο ήταν κάθε άλλο παρά εξαίρεση (βλέπε π.χ. την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν, τους αγώνες των κιζιλμπάσηδων ενάντια στους Οθωμανούς, τις εξεγέρσεις των Τζελαλήδων, αλλά και το κίνημα του Χαλίλ Αγά στην Κύπρο).

Η Κύπρος στα χρόνια της οθωμανικής παρακμής

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Κύπρος διοικούνταν από έναν Οθωμανό κυβερνήτη, με τη συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και άλλων Χριστιανών αξιωματούχων, όπως των Δραγομάνων και των τοπικών κοτζαμπάσηδων. Η δύναμη της Εκκλησίας είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο τον 18ο αιώνα, που κάποιοι εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων έβλεπαν στο πρόσωπο του Αρχιεπίσκοπου τον πραγματικό ηγέτη του νησιού. Δεν ήταν άρα περίεργο, που η οργή του λαού στρεφόταν συχνά κι εναντίον αυτής της εκκλησιαστικής ή πολιτικής χριστιανικής ελίτ – και που μπορούσε να οδηγήσει και σε κοινές μουσουλμανικές-χριστιανικές εξεγέρσεις.

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν γενικά μια περίοδος αστάθειας. Μέρη της οθωμανικής ή ορθόδοξης άρχουσας τάξης του νησιού συγκρούονταν μεταξύ τους, ενώ το 1821 ο Οθωμανός κυβερνήτης εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην ορθόδοξη ελίτ του νησιού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πολύ γνωστή εκτέλεση του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού. Για κάποια χρόνια στη συνέχεια, το νησί υπέφερε και από την ανεξέλεγκτη δράση αιγυπτιακών στρατευμάτων. Πολλοί Κύπριοι διέφυγαν στο εξωτερικό, εκτός των άλλων και λόγω της βαριάς φορολογίας, ενώ μικρές εξεγέρσεις διαδέχονταν η μια την άλλη.

1833: η επαναστατική χρονιά

Έχοντας υπόψη αυτήν την κατάσταση, γίνεται πιο κατανοητό πως φτάσαμε στο 1833, τη χρονιά με τις τρεις εξεγέρσεις: αυτήν του Νικόλαου Θησέα στη Λάρνακα, του καλόγερου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμ στην Πάφο. Αρχική αφορμή ήταν η επιβολή ενός έκτακτου φόρου, ο οποίος θεωρήθηκε δυσβάσταχτος τόσο από τον μουσουλμανικό όσο και τον χριστιανικό αγροτικό πληθυσμό.

Και στα τρία κινήματα φαίνεται ότι συμμετείχαν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι χωρικοί. Στην περίπτωση του Νικόλαου Θησέα, υπάρχουν αναφορές και για συμμετοχή Ευρωπαίων (της «τρίτης τάξης», όπως τους αποκαλεί ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, ο οποίος τάχθηκε φυσικά εναντίον των εξεγέρσεων). Για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, ξέρουμε ότι ο αρχικός κορμός του στρατού του αποτελείτο από Αλβανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ξεμείνει στη Λάρνακα.

Η εξέγερση στη Λάρνακα, η πρώτη από τις τρεις, ήταν αρκετά μαζική και πιθανόν αυθόρμητη – σε κάποια στιγμή πάντως, ο Νικόλαος Θησέας βρέθηκε στην ηγεσία της. Ξεκίνησε με διαδηλώσεις στη Λάρνακα, οι οποίες εξαπλώθηκαν και στη Λευκωσία. Η εξέγερση έληξε σχετικά αναίμακτα, αφού η απόφαση για την επιβολή του φόρου ακυρώθηκε. Ο Θησέας μαζί με πολλούς ακόλουθούς του κατέφυγε στο Σταυροβούνι, φοβούμενος αντίποινα. Αφού πήρε εγγυήσεις για την ασφάλειά της, η ομάδα διαλύθηκε ήσυχα, απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς θύματα. Ο ίδιος ο Θησέας έφυγε από την Κύπρο.

Λιγότερο ειρηνική ήταν η κατάληξη της εξέγερσης στην Καρπασία. Αυτή ξέσπασε πολύ αργότερα, τον Ιούλη, και έφερε μια πολύ πιο ευθεία αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ο καλόγερος Ιωαννίκιος, ξεκινώντας με καράβι από τη Λάρνακα, αποβιβάστηκε με τους Αλβανούς στρατιώτες στο Μπογάζι, προχώρησε στο χωριό καταγωγής του (τον Άγιο Ηλία) και άρχισε να ξεσηκώνει τους χωρικούς εναντίον της οθωμανικής διοίκησης. Εγκατέστησε το αρχηγείο της εξέγερσής του στο Τρίκωμο. Αν και μάλλον βρήκε αρκετούς υποστηρικτές ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής, αυτοί σκόρπισαν μόλις αντίκρισαν τα οθωμανικά στρατεύματα. Ο ίδιος ο Ιωαννίκιος και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Για τα κίνητρα των ηγετών αυτών των εξεγέρσεων είναι δύσκολο να πούμε κάτι. Αλλά το γεγονός ότι ο Νικόλαος Θησέας ήταν αγωνιστής του ’21 που επέστρεψε στην Κύπρο δείχνει ότι μάλλον δεν ήταν άσχετα με την ελληνική εθνική ιδέα (αν και για τον κόσμο που συμμετείχε, φαίνεται από την εξέλιξη πως το φορολογικό θέμα ήταν το πιο σημαντικό). Κάτι τέτοιο πιθανόν να ισχύει και για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, για τον οποίο επίσης εικάζεται ότι συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση. Η τρίτη όμως περίπτωση, αυτή του Γκιαούρ Ιμάμη, μάλλον δύσκολα μπορεί να συσχετιστεί με ένα εθνικό κίνημα. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να τη δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Το κίνημα του Γκιαούρ Ιμάμη

Ο Γκιαούρ Ιμάμης, κατά τις οθωμανικές πηγές Ντελί Ιμάμ, ζούσε στο χωριό Τριμιθούσα της σημερινής επαρχίας Πάφου (οι πηγές το αναφέρουν ως «Τρεμιθούσα», που είναι σήμερα όνομα χωριού κοντά στο Κτήμα της Πάφου, για γεωγραφικούς-εθνολογικούς λόγους είναι όμως πιο πιθανόν να εννοούν την Τριμιθούσα, σήμερα εγκαταλελειμμένο χωριό κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς). Και αυτό το χωριό, όπως και όλα της γύρω περιοχής, κατοικούνταν κατά πάσα πιθανότητα από Λινοπάμπακους. Είναι πολύ πιθανόν να ήταν και ο ίδιος Λινοπάμπακος, κάτι που σε συνδυασμό με τη συνεργασία του με τους Χριστιανούς της περιοχής μπορεί να του χάρισε το παρατσούκλι «Γκιαούρ Ιμάμης», με το οποίο πέρασε τελικά στην Ιστορία.

Ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι ετοίμαζε την εξέγερσή του ήδη από το 1832, μετατρέποντας τον τόπο διαμονής του σε στρατόπεδο, αλλά αρχικά οι οθωμανικές αρχές δεν του έδωσαν προσοχή. Μια παράδοση λέει ότι αφορμή για την αποξένωσή του από την οθωμανική εξουσία ήταν ένα επεισόδιο με έναν Οθωμανό αξιωματούχο (σχετικά με τη προσφορά παξιμαδιών για τον στρατό), σίγουρα όμως οι πραγματικές αιτίες του κινήματος είναι πιο βαθιές. Ένοπλοι Μουσουλμάνοι από την Τριμιθούσα και τα γύρω χωριά (δηλαδή μάλλον κυρίως Λινοπάμπακοι) σύντομα εντάχθηκαν στην ομάδα του.

Όταν επιβλήθηκε ο φόρος το Μάρτη του 1833, η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν τέτοια, που ο Ιμάμης μπόρεσε να βρει αρκετούς Μουσουλμάνους και Χριστιανούς χωρικούς έτοιμους να τον ακολουθήσουν (ο τότε Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος ισχυρίζεται σε επιστολή του ότι ήταν αποκλειστικά μουσουλμανική εξέγερση, αλλά αυτό το κάνει μάλλον για πολιτικούς λόγους). Διακήρυττε ότι σκοπός του ήταν το όφελος όλων των Κυπρίων χωρικών, τους οποίους ήθελε να απαλλάξει από τη βαριά φορολογία. Το γεγονός ότι ο λόγος του απευθυνόταν και έβρισκε ανταπόκριση σε Μουσουλμάνους, Λινοπάμπακους και Χριστιανούς, δείχνει ότι τουλάχιστον στο επίπεδο του απλού λαού οι διαχωριστικές γραμμές δεν ήταν τόσο καθαρές εκείνη την εποχή.

Από την Τριμιθούσα κατέβηκε προς τη Γιόλου και μετά στο Κτήμα, βρίσκοντας στο δρόμο του συνεχώς νέους οπαδούς που τον ακολούθησαν. Σύντομα περίπου ολόκληρη η επαρχία Πάφου ήταν υπό τον έλεγχο του. Με κίνδυνο να προελάσει προς τη Λεμεσό, Μουσουλμάνοι αλλά και Χριστιανοί προύχοντες (όπως ο κοτζάμπασης Πηλαβάκης) ζήτησαν βοήθεια για να κατασταλεί η εξέγερση. Ο Οθωμανός κυβερνήτης του νησιού ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να περιμένει ενισχύσεις εκείνη τη στιγμή, μια και ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος με τον αγώνα εναντίον του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου (με τον οποίο εικάζεται ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε δράσει σε συνεννόηση – εξάλλου μετά την καταστολή της εξέγερσης διέφυγε στην Αίγυπτο). Αναγκάστηκε έτσι να διαπραγματευτεί με τον Γκιαούρ Ιμάμη και ουσιαστικά να τον ανεχτεί για κάποιους μήνες – ένα στοιχείο που δείχνει ίσως πόσο αδύναμη ήταν η οθωμανική διοίκηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο.

Υπάρχουν αναφορές ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης ήρθε σε συνεννόηση με τον καλόγερο Ιωαννίκιο και το σχέδιο τους ήταν να προωθηθούν σταδιακά προς τη Λευκωσία, θέτοντας όλο το νησί υπό τον έλεγχό τους. Αν και μάλλον δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν αυτό, η καταστολή της εξέγερσης στην Καρπασία, σε συνδυασμό με το συμβιβασμό ανάμεσα στο Σουλτάνο και το Μεχμέτ Αλή, έδωσαν την ευκαιρία στην οθωμανική διοίκηση να επικεντρωθεί στον Γκιαούρ Ιμάμη. Ενισχύσεις σε στρατεύματα έφτασαν από την Καραμανιά, ενώ ένας σημαντικός αριθμός στρατολογήθηκε στην ίδια τη Λευκωσία. Οι Οθωμανοί ήταν τώρα έτοιμοι να εκστρατεύσουν προς την Πάφο.

Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της καταστολής της εξέγερσης και της σύλληψής του, ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αλεξάνδρεια, και το κίνημα του διαλύθηκε. Τον Ιούλη το οθωμανικό στράτευμα έφτασε στη Γεροσκήπου και το Κτήμα, και πολλοί έπεσαν θύμα της εκδικητικής του μανίας, κυρίως Χριστιανοί. Για την τύχη του Γκιαούρ Ιμάμη στη συνέχεια υπάρχουν πολλές εκδοχές, αλλά το σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο βρέθηκε τελικά πίσω στην Κύπρο, όπου και εκτελέστηκε.

Μερικές σκέψεις για μια ξεχασμένη (;) εξέγερση

Αν και αφορμή για το επαναστατικό κλίμα ήταν ο φόρος, τουλάχιστον στις περιπτώσεις του Γκιαούρ Ιμάμη και του Ιωαννίκιου βλέπουμε μια πιο γενική αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ενδιαφέρον είναι ότι στη ηγεσία αυτών των κινημάτων ήταν ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα είχαν και οι δύο θρησκευτική ιδιότητα. Και οι οπαδοί τους ήταν ανάμικτα Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Από την άλλη, ανάμικτοι ήταν και οι αντίπαλοί τους που υπερασπίστηκαν την οθωμανική εξουσία, προερχόμενοι κυρίως από τις ανώτερες τάξεις και των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων.

Όσον αφορά τον Γκιαούρ Ιμάμη, ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η ιστορία του φαίνεται πως έμεινε ζωντανή στην τουρκοκυπριακή παράδοση, αποδίδοντας του μάλιστα έναν ηρωικό χαρακτήρα. Στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου, ένας δρόμος παραμένει μέχρι σήμερα αφιερωμένος στη μνήμη του, και μάλιστα με το όνομα «Γκιαούρ Ιμάμ» αντί «Ντελί Ιμάμ» –  το επίθετο «γκιαούρ» δεν φαίνεται να εκλαμβάνεται κατ’ ανάγκη ως αρνητικό. Αυτά σίγουρα μπερδεύουν όποιον ταυτίζει στο μυαλό του τους Τουρκοκύπριους με την οθωμανική εξουσία.

Τουρκομαχαλάς Πάφου

Οι ονομασίες των οδών στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου. Ανάμεσα στα ονόματα που σχετίζονται με το οθωμανικό, νεο-οθωμανικό, νεοτουρκικό, ή κεμαλικό παρελθόν της Τουρκίας και της Κύπρου, υπάρχει κι ένα με καθαρά τουρκοκυπριακές και αντι-οθωμανικές παραπομπές: αυτό του Γκιαούρ Ιμάμ.

Αυτό δείχνει ίσως ότι η δυσαρέσκεια με την οθωμανική διοίκηση ήταν κάτι που αφορούσε γενικά τον πληθυσμό, κυρίως τον αγροτικό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Σημαντική είναι και η κλιμάκωση που βλέπουμε από την εξέγερση στη Λάρνακα μέχρι αυτές στην Πάφο και την Καρπασία: οι δύο τελευταίες φαίνεται ότι απειλούσαν ευθέως την οθωμανική κυριαρχία στο νησί, έχοντας σαν στόχο την κατάληψη της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Προφανώς τέτοιες ιδέες έγιναν δυνατές, αφού η παρηκμασμένη οθωμανική εξουσία φαινόταν πλέον τόσο ανίκανη και ευάλωτη. Η κακή προετοιμασία και η έλλειψη συντονισμού μπορεί τελικά να οδήγησαν στην εύκολη συντριβή των κινημάτων, η τοπική άρχουσα τάξη φαίνεται όμως ότι είχε επίγνωση αυτής της αδυναμίας και ήταν αρκετά ανήσυχη.

Αυτό μας φέρνει σ’ ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, τη θέση της Εκκλησίας. Οι πρώτες συγκεντρώσεις των εξεγερμένων υπό την ηγεσία του Νικόλαου Θησέα έγιναν μπροστά στην Επισκοπή Κιτίου και στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία: προφανώς εκεί έβλεπαν τους υπεύθυνους ή αυτούς που μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Επίσης ενδιαφέρον είναι το ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης επέλεξε σαν αρχηγείο το κτήριο της Επισκοπής Πάφου, πιθανόν επειδή ήταν το τοπικό σύμβολο της εξουσίας. Όπως και να έχει, το ότι ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος καταδίκασε και τις τρεις εξεγέρσεις (πιο ήπια τον Νικόλαο Θησέα, πιο κατηγορηματικά τον Ιωαννίκιο, που ήταν και πιο ριζοσπαστικός απέναντι στην οθωμανική εξουσία), δεν είναι και καμιά μεγάλη έκπληξη.

Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εξέγερση στο νησί, στην οποία συμμετείχαν από κοινού Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Είχε κυρίως ταξικό χαρακτήρα – γι’ αυτό εξάλλου φαίνεται ότι εμπνέει πολιτικοποιημένους μουσικούς μέχρι τις μέρες μας. Οι χωρικοί εκείνης της εποχής αντιλαμβάνονταν ίσως τα πράγματα με ταξικούς όρους, χωρίς να έχουν ίχνος μαρξιστικής ή διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης: ήταν απλά η φυσιολογική συνέπεια του τρόπου ζωής τους.

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα θα έπαιρναν μια άλλη πορεία, αργή αλλά σταθερή. Για να φτάσουμε έτσι στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπου οι διαχωριστικές γραμμές θα γίνονταν πλέον καθαρά εθνικές και όλο και πιο αδιαπέρατες. Σε σημείο που μας είναι δύσκολο πλέον να φανταστούμε πως μπορεί να ήταν κάποτε πολύ διαφορετικά.

Πηγές